βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα"

Ηλεκτρονικός χώρος ενημέρωσης και σχολιασμού

Τι γλώσσα μιλούσαν οι αγωνιστές του 1821;

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 6 Ιουλίου 2009

Από το 1821, παράλληλα με την περιπέτεια της συγκρότησης του κράτους, ο νέος ελληνισμός βρέθηκε αντιμέτωπος με το πολυπλοκότερο, ουσιαστικότερο και βαθύτερο ζήτημα που κλήθηκε ιστορικά να αντιμετωπίσει: την ίδια του τη γλώσσα. Με ποια γλώσσα δηλαδή θα μιλά και θα γράφει, θα διδάσκει στα σχολεία, θα σκέφτεται, θα νομοθετεί, θα συνεννοείται, θα αισθάνεται και θα δημιουργεί. Ώς τότε η γλώσσα παράδερνε στην προφορική εκδοχή της, όπως αυτή αποτυπωνόταν σε διάφορες διαλέκτους που μιλιούνταν σε επιμέρους περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου. Από την κρητική έως την ποντιακή διάλεκτο, τα κερκυραϊκά και τα κυπριακά, τα μανιάτικα και τα μακεδονίτικα, τα πελαγίσια και τα βουνίσια, η γλώσσα ήταν σκόρπια στους πέντε ανέμους, όπως και ο διάσπαρτος στον κόσμο ελληνισμός.

 

Στην ουσία, ακόμα και στις μέρες μας το περίφημο όσο και περιφρονημένο γλωσσικό μας ζήτημα παραμένει ανοιχτό σαν χαίνουσα πληγή, παραγκωνισμένο από τον καταναλωτικό εφησυχασμό μας που επιμένει να χαρίζει την επιλεκτική του προσοχή, κοινώς να σκοτίζεται, κατά βάση για τις ζάντες αλουμινίου των πολυτελών αυτοκινήτων μας!

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η νεοελληνική γλώσσα από την εποχή του 1821 έως και τις μέρες μας έχει υποστεί τις μεγαλύτερες μεταβολές από οποιαδήποτε άλλη εθνική γλώσσα της δυτικής Ευρώπης στο ίδιο διάστημα. Με δυο λόγια, οι απόφοιτοι του ελληνικού σχολείου δυσκολεύονται να αναγνώσουν ένα κείμενο ελάχιστων δεκαετιών πιο πίσω, μένοντας αποκομμένοι ουσιαστικά από την πνευματική παράδοση του τόπου μας. Δηλαδή είναι πιθανότερο να διαβάσει ένας σημερινός Έλληνας τον Μπαλζάκ στο πρωτότυπο παρά τον Παπαδιαμάντη.

Ταυτόχρονα είναι γνωστό ότι τη γραμματεία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας την εισάγουμε από την αλλοδαπή μαζί με τις ηλεκτρικές κουζίνες και τα κελαριστά κινητά μας.

 

Εις αναζήτηση γλώσσας…

Καθώς γράφει ο Φίνλεϊ, στην υπό εξέταση περίοδο του 1821, την Ελλάδα την κατοικούσαν δυο φυλές, οι Έλληνες και οι Αρβανίτες, που λαλούσαν, φυσικά, τα ελληνικά και τ’ αρβανίτικα. Ωστόσο, πέραση είχαν και οι προφορικές ντοπιολαλιές, αυτές που με άνεση και γνήσιο αίσθημα ομιλούνταν από τους τοπικούς πληθυσμούς, δηλαδή τους Μανιάτες και τους Λαλαίους, τους Υδραίους και τους Ψαριανούς, τους Βραχωρίτες και τους Σουλιώτες.

Το 1821 όλοι λαλούσαν, αλλά ελάχιστοι έγραφαν. Η γραφή και η ανάγνωση ανήκε αποκλειστικά στους (μορφωμένους) ιερείς, στους λεγόμενους γραμματικούς, στους σπουδαγμένους και στους εμπόρους. Ανάμεσα στον πληθυσμό κάποιοι είχαν μάθει και μερικά κολλυβογράμματα στα αλληλοδιδακτικά σχολεία, ίσα όμως που να καταφέρνουν να ορνιθοσκαλίζουν τις σκέψεις τους, δίχως καν να έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν, για παράδειγμα, στις απαιτήσεις του πολεμικού ταχυδρομείου.

Οι διαφορές μεταξύ της προφορικής παράδοσης, όπως αυτή εκφραζόταν από τα ελάχιστα δείγματα που έχουν διασωθεί στη γραπτή μεταφορά της, και της γραφής των λογίων και των γραμματικών ήταν αγεφύρωτες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μιαούλη, ο οποίος μιλούσε τ’ αρβανίτικα φαρσί και μπέρδευε τα άρθρα – «…ο γυναίκας μου» έλεγε, όταν προσπαθούσε να μιλήσει ελληνικά –, και του γραμματικού του Σαλτέρη, ο οποίος έγραψε κατεβατά από ακατάληπτες ελληνικούρες.

«Τότε δε τότε και αυτός ο σοβαρότατος Πλούτων μετά του αγριωτάτου Κερβέρου ήθελον μειδιάσει, βλέποντες εξ ενός μέρους τον έχθρόν απηλπισμένως κατά των ελληνικών πλοίων ορμώντα ως άγριος αίλουρος και από το άλλο τους Ελληνας, πότε μεν αντικρούοντας την ορμήν των και εις μηδέν αυτήν λογιζομένους, ως άλλοι μεγαλόφρονες και των μικρών άξιοι καταφρονηταί λέοντες, πότε εφορμόντας κατ’ αυτών, ως υψιπετείς αετοί και δρυμείς σαρκοφάγοι ιέρακες, πότε πάλιν τον Δίαν μιμουμένους και ως εξ ύψους του ουρανού μακρόθεν τους εχθρούς κεραυνοβολούντας, και άλλοτε τον νεκρόν προσποιουμένους, ως ο γέρων της οικείας αίλουρος τους όνυχάς του προς τους μύας, υπό την όρασιν των εχθρών αποκρύπτοντας…».

Φανταστείτε τον Μιαούλη να περιγράφει ο ίδιος τη ναυμαχία! Με τι χυμώδη λαλιά θα απέδιδε τα γεγονότα και τη διάθεσή του! Η απώλεια αυτή είναι ανυπολόγιστη, καθώς αφηνόμαστε στο ανούσιο παραλήρημα μιας απερίγραπτης αρχαΐζουσας, η οποία ρεκάζει σε βάρος του πραγματικού, αφανίζοντας κυριολεκτικά τόσο τον ναυμάχο όσο και την ίδια τη ναυμαχία.

Έτσι, αυτή η αδυναμία στη γραφή αφάνισε κυριολεκτικά τους τρόπους και το σκέπτεσθαι των αγωνιστών. Όλα μεταφέρονται μέσα από την πεπαιδευμένη γραφή των λογίων, αλλοιωμένα από την απονευρωμένη αρχαΐζουσα, η οποία κόπτεται διά το γλαφυρόν του ύφους, το συναρμολογημένο των λέξεων και τη ρητορική ευφράδεια. Με δυο λόγια, μαθαίνουμε για τις μάχες από αυτούς που δεν πάτησαν το ποδάρι τους σε πεδίο μάχης…

Αυτό που ακολούθησε ήταν αναμενόμενο: όλοι αυτοί οι άξεστοι αναλφάβητοι, αυτοί που έγραψαν την Iστορία του τόπου με το αίμα τους, έπρεπε να παραδώσουν την πολιτική διακυβέρνηση στα χέρια εγγράμματων. Όσοι τίμησαν τα όπλα, όφειλαν να τηρήσουν τώρα και υπακοή· θα μιλούσαν και θα έγραφαν οι φρακοφορεμένοι για λόγου τους. Το νέο κράτος έπρεπε να βρει μιαν ελεύθερη γλώσσα που να μην είναι «μολυσμένη» από τους τουρκισμούς και τους αρβανιστισμούς.

Έτσι όλα τα Απομνημονεύματα μάς παραδόθηκαν στην καθαρεύουσα, απονευρωμένα, στυφά, άοσμα. Η ζωντανή, χυμώδης λαϊκή λαλιά πέρασε εκτός νόμου και μαζί της οι αληθινές γνώμες των αγωνιστών, οι καθαρές εντυπώσεις τους, τα ήθη τους, ο τρόπος σκέψης τους, τα αισθήματά τους. Η ευπρεπής και καλλιεπής γλώσσα των λογίων μίλησε για λογαριασμό πολεμιστών που αγνοούσαν παντελώς την ευπρέπεια και την καλλιέπεια, αποτινάζοντας, ωστόσο, το δουλικό παρελθόν όπως αυτό αποτυπωνόταν στη φτωχή και αγενή λαϊκή γλώσσα.

Οι γραμματικοί, με άλλα λόγια, προσέφεραν ευεργεσία στον Αγώνα, καθώς έγιναν το δεξί καλλίγραφο χέρι και το επίσημο συγκροτημένο μυαλό της επικοινωνίας μεταξύ του μετώπου και της κυβερνήσεως. Απώλεια ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι φίμωσαν τη χοντροκομμένη λαϊκή άποψη που είχε κάθε δικαίωμα να εκφραστεί.

Όσο κι αν ακούγεται άδικο, αποτελεί πικρή αλήθεια ότι η δουλειά των πολέμαρχων του Αγώνα τελείωνε αποκλειστικά στα πεδία των μαχών. Κάθε άλλη ανάμειξή τους απέβαινε σε βάρος της συνέχειας που χρειαζόταν την κάστα των επαναστατών διανοουμένων, οι οποίοι είχαν χρέος να μεταρρυθμίσουν εκ θεμελίων την επίσημη γλώσσα, έργο εξίσου δύσκολο με μια πολεμική σύγκρουση. Ενώ οι τοπικοί οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να επιβάλουν το στενό συμφέρον των κοινωνιών τους με όρους περιφερειακών συμμαχιών, οι εκσυγχρονιστές διανοούμενοι προσπαθούσαν να θέσουν σε λειτουργία την αφηρημένη ιδέα του Έθνους, παραβλέποντας αυτές τις τοπικιστικές, ωστόσο, κυρίαρχες τάσεις.

Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι ο Κολοκοτρώνης, για παράδειγμα, είχε τοπικιστικές βλέψεις και αντιμετώπιζε τους Έλληνες διαφωτιστές του εξωτερικού ως επικίνδυνα όργανα ξένων δυνάμεων. Όπως γίνεται φανερό, ο αγώνας κατά των Οθωμανών κατακτητών ανέδειξε με την ολοκλήρωσή του μια μη αναμενόμενη πραγματικότητα, αυτή των δυο εγχώριων εθνών. Συστρατεύτηκαν οι άνθρωποι του παρελθόντος, απέναντι στους ανθρώπους του μέλλοντος.

Εδώ εδράζεται και το διαχρονικό πρόβλημα του νεότερου ελληνισμού: στη διαμάχη ανάμεσα στους αυτόχθονες πρωτόγονους που σήκωσαν το βάρος των όπλων εναντίον των ετερόχθονων φιλοδυτικών που θεώρησαν επαναστατικό τους καθήκον να συγκροτήσουν μια σύγχρονη κοινωνία δυτικού τύπου. Αυτή η διαμάχη για την «κλοπή» της Επανάστασης από τους λόγιους μεταφράζεται σε μια άγρια διαμάχη μεταξύ κοινωνίας και κράτους που επιβιώνει ώς τις μέρες μας με διαφορετική μορφή. Οι δυτικές καινοτομίες, όπου επιχειρήθηκαν, αντιμετώπισαν τη λυσσαλέα αντίδραση των ντόπιων, τις περισσότερες φορές με ανυπολόγιστο κόστος.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η έλλειψη γραπτών άμεσων μαρτυριών από μέρους των άγριων μαχητών του 1821 θα μας αφήνει αναπάντητο το ερώτημα για το τι είδους άνθρωποι ήταν. Αποτελούσαν απόβλητα της νέας ιστορικής πραγματικότητας και αντικειμενικοί λόγοι τους έθεσαν στο περιθώριο ή μήπως υπερτερούσαν σε ψυχική βαθύτητα από τους φραγκοαναθρεμμένους καλαμαράδες;

Από τους πλέον χαρακτηριστικούς τύπους από τη μεριά των εκσυγχρονιστών ήταν ο Σπυρίδων Τρικούπης, με σπουδές στην Αγγλία, ένθερμος υποστηρικτής του Μαυροκορδάτου. Ο Σ. Τρικούπης ήταν σαφής ως προς το γλωσσικό ζήτημα: «Σφάλλει όστις φρονεί ότι αρκεί μόνον να καταλαμβάνει ο λαός ό,τι λαλεί και ό,τι γράφει ο πεπαιδευμένος . Ο λαός ανάγκη πάσα να λαλεί και να γράφη όπως γράφει ο πεπαιδευμένος».

Μαρτυρίες ωστόσο πεπαιδευμένων δεν έχουμε, ούτε ο Μαυροκορδάτος άφησε μια γραμμή ούτε ο Πραΐδης που έγραφε γαλλιστί το ημερολόγιό του ούτε καν ο Νέγρης, ο Κωλέττης, ο Ομηρίδης, ο Σκυλίτσης. Κανένας τους δεν άφησε γραπτό τεκμήριο, κι έτσι όλος ο Αγώνας πέρασε στον εικοστό αιώνα χάρη σ’ έναν αγράμματο, όχι τόσο για τις ιστορικές του πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι – σκοπίμως – ακριβείς, ούτε για τη σύνεσή του, μια και ο Μακρυγιάννης, όπως σωστά μαντέψατε, ήταν παράφορος, αλλά μόνο και μόνο γιατί μέσα σε αυτό διασώζεται η παθιασμένη ψυχή του χωριάτη που προσπάθησαν να διαγράψουν οι αυτόκλητοι σωτήρες του έθνους. Από αυτή την ανεκτίμητη για τη μοναδικότητά της μαρτυρία μαθαίνουμε ότι οι αγράμματοι υπόδουλοι πληθυσμοί είχαν κι αυτοί «μερίδιο εις αυτήν την πατρίδα και κοινωνία».

Το να μάθουμε πώς μιλούσαν μέσα στα καράβια οι Υδραίοι, τι έλεγαν μεταξύ τους οι Σουλιώτες, πώς έκοβαν και έραβαν οι γλώσσες στα διάφορα μέρη, δεν είναι απλή περιέργεια και υπερτίμηση της γραφικότητας. Πρόκειται πολύ απλά για την ίδια την ταυτότητα της χώρας και των ανθρώπων της, για την ίδια την ψυχή τους, που έμεινε ανερμήνευτη, ερμητικά κλειστή.

Τι φρονούσαν οι άνθρωποι αυτοί, τι ένιωθαν, πώς αισθάνθηκαν, πώς βίωσαν τον τρομερό τους παραμερισμό από τους άκαπνους κονδυλοφόρους ευγενείς; Αυτό το κουρελίδικο πλήθος που σερνόταν παραμερισμένο και περιφρονημένο στους σκονισμένους χωματόδρομους του νεοσύστατου κράτους, έβλεπε σαν ξένους τους πάντες: τους πρόθυμους ιστορικούς που κατέγραψαν την Iστορία του ενώ δεν ήταν δίπλα του, τους φιλέλληνες και τους μισέλληνες που ήλθαν, άκουσαν και κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους, τους καλαμαράδες που άκουγαν τη γλώσσα του και απέστρεφαν το κεφάλι με αηδία, άδοντας τη νεκρή επίσημη γλώσσα, τους ντόπιους εγγράμματους που δεν μπήκαν στον κόπο να περισώσουν μια δική του φράση από τις γλώσσες που βούιζαν σαν μελίσσι γύρω τους, μεταφέροντας τις σκέψεις και εκφράζοντας τα εσώψυχά του.Ξένοι ήταν όλοι όσοι πήραν τον δικό του αγώνα και τον έκαναν λόγια δικά τους, σαν ο λαός να μην είχε τις δικές του λαλιές, τη δικιά του γνώμη, τα δικά του σεκλέτια.

Έτσι, η συγκρότηση του νέου κράτους άφηνε τους αγωνιστές απελπιστικά έξω από τις ζωές τους, τους έσπρωξε με περιφρόνηση στο περιθώριο, έκλεψε την ίδια τους τη φωνή, τη δική τους εκδοχή, αυτή που δεν ακούστηκε ποτέ! Τους θυσίασε με το πάντα πετυχημένο πρόσχημα της εθνικής ανάγκης στην αλαλία, κατά συνέπεια στην ανυπαρξία, με όπλο μια γλώσσα άκαμπτη , που δολοφόνησε άκαρδα όλες εκείνες τις ζωντανές ντοπιολαλιές με την απαραίτητη δόση «χοντροκοπιάς» που προστατεύει το αλάνθαστο λαϊκό αισθητήριο. Είναι ντροπή σήμερα να διαβάζουμε ιστορίες των Υδραίων, των Μανιατών και να μην περισώζεται ούτε μια φράση στραβή που να σχετίζεται με τη ζωή και τα συναπαντήματά της.

 

(Ποντίκι, 26.3.2009)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: