βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα"

Ηλεκτρονικός χώρος ενημέρωσης και σχολιασμού

Απάντηση στο κατηγορητήριο του Θ. Βερέμη κατά του Ελευθ. Βενιζέλου

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 23 Νοεμβρίου 2009

Στο φύλλο της 15-16 Αυγούστου 2009 δημοσιεύτηκε στην “Καθημερινή” άρθρο του διακεκριμένου δημοσιογράφου κ. Κώστα Ιορδανίδη, στο οποίο ανεφέρετο ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο υπαίτιος του Διχασμού και της Μικρασιατικής καταστροφής. Το άρθρο δεν ανέφερε καμμία απολύτως δικαιολογία ή ιστορικό επιχείρημα για τον χαρακτηρισμό αυτό, εκτός από το ότι η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία της Ουκρανίας έκαμε την κομμουνιστική Ρωσία να βοηθήσει αργότερα τον Κεμάλ. Η διατύπωση δημιουργούσε την εντύπωση – πράγμα που πιστεύω ότι δεν μπορεί να ήθελε ο κ. Κ. Ιορδανίδης – ότι το γεγονός αυτό ήταν η αιτία – ή η κύρια αιτία – της ήττας μας.

Το άρθρο αυτό ήταν συνέχεια άλλων άρθρων ή παρένθετων σχολίων που κατά διαστήματα εμφανίζονται τελευταίως στην “Καθημερινή”, με τα οποία επιχειρείται ακριβώς να αποδοθή ευθύνη, τουλάχιστον για την Μικρασιατική τραγωδία, στον Βενιζέλο.

Την 20 Αυγούστου είχα στείλει στην “Καθημερινή” την παρακάτω επιστολή, που δεν δημοσιεύτηκε – λόγω του μεγέθους της, όπως με άφησαν να καταλάβω.

Στο φύλλο της Κυριακής 8 Νοεμβρίου (σελίδα 34) της “Καθημερινής” δημοσιεύτηκε και άρθρο του κ. Θ. Βερέμη, προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, με τίτλο “Η Εκστρατεία στην Μικρά Ασία”. Ουσιαστικά ο κ. Βερέμης διατυπώνει την ίδια κατηγορία κατά του Βενιζέλου. Φοβούμαι όμως ότι υποπίπτει σε μία τουλάχιστον αντίφαση. Συγκεκριμένα αναφέρει τους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήδη από το 1914 και, σωστά, ότι “οι εκκλήσεις των Μικρασιατών Ελλήνων προς τον Βενιζέλο αποτέλεσαν σοβαρό λόγο για την απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού να διεκδικήσει στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι, τη Σμύρνη και το Βιλαέτι του Αϊδινίου. Τη συστηματική προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ενίσχυσε άθελά της και η διεκδικητικότητα της Ιταλίας και η προτίμηση των Άγγλων και Γάλλων ( αρχικά ) για μια ελληνική κατοχή αντί της, πιο επικίνδυνης για τα συμφέροντά τους, ιταλικής”.

Αμέσως μετά, αγνοεί αυτήν την συστηματική προσπάθεια και, προφανώς επικριτικά, γράφει: “όταν ο Lloyd George, με τη σύμφωνη γνώμη του Clemenceau, πρότεινε στον Βενιζέλο να στείλει ειρηνευτική δύναμη στη Σμύρνη, αυτός άρπαξε την ευκαιρία με ενθουσιασμό”.

Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η αγνόηση, και στα δύο άρθρα, των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες ενεργούσε τότε ο Βενιζέλος:

α. Η ρωσική αντίθεση ήταν δηλωμένη ήδη από πολύ παλιά. Είναι προφανές γιατί: με οποιοδήποτε καθεστώς, τσαρικό ή κομμουνιστικό, την Ρωσία δεν συνέφερε η Δύση να μπορεί να ελέγχει τα Στενά μέσω συμμάχου της. Η αδύναμη – ή έστω δυνατή αλλά όχι φίλαγγλος – Τουρκία ήταν πάντα προτιμότερη για την Ρωσία.

β. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η Αγγλία και η Γαλλία προτιμούσαν την Ελλάδα αντί της – πάντοτε αντιπάλου, έστω και με καθεστώς ουδετερότητας – Τουρκίας. Εάν προτιμούσαν την Τουρκία, θα άφηναν τα πράγματα ως είχαν. Η Ελλάδα όμως του Ελ. Βενιζέλου ήταν σύμμαχος· και όσο κυβερνούσε ο Βενιζέλος, η βοήθεια των Συμμάχων ήταν εξασφαλισμένη. Συνεπώς δεν πιστεύω σωστό το γραφόμενο στο άρθρο του κ. Βερέμη πως “το μοναδικό ίσως σταθερό έρεισμα του Βενιζέλου ήταν η ηθική συμπαράσταση του Lloyd George” και παρακάτω ότι “… ο Clemenceau, ο Lloyd George και συνεπώς η αγγλογαλλική εύνοια ήταν εφήμερα στοιχεία της συγκυρίας”. Τα συμφέροντα και επομένως η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων δεν αλλάζουν τόσο εύκολα.

γ. Το σφάλμα του Βενιζέλου λέγεται – και από τον κ. Βερέμη – ότι ήταν ότι ο Βενιζέλος δεν αντελήφθη την κόπωση του ελληνικού λαού από τους διαρκείς πολέμους και – από άλλους – ότι δεν έπρεπε να είχε κάμει τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Το πρώτο είναι όντως σφάλμα του Βενιζέλου, αλλά η ενοχή για την ψήφο ανήκει στους ψηφοφόρους των εκλογών αυτών. Όσο για την προκήρυξη των εκλογών εάν δεν τις είχε προκηρύξει – που δεν μπορούσε να το κάμει, γιατί ήταν βαθύτατα δημοκρατικός – τότε, και άσχετα με την όποια τότε ιστορική συνέχεια, σήμερα βέβαια θα τον κατηγορούσαν για δικτατορικές τάσεις.

δ. Τέλος, αγνοείται το γεγονός ότι, όταν εξελέγη η αντιβενιζελική κυβέρνηση, οι Σύμμαχοι την προειδοποίησαν, ευθέως και χωρίς περιστροφές, ότι εάν επανέφερε τον Κωνσταντίνο η Ελλάδα θα έχανε κάθε υποστήριξή τους. Την προειδοποίηση αυτή η κυβέρνηση Γούναρη προτίμησε, χάριν του Κωνσταντίνου, να αγνοήσει πλήρως. Αυτή ήταν η μεγάλη προδοσία. Μαζί με την άφρονα προέλαση προς την Άγκυρα, αυτή ήταν η αιτία της Καταστροφής.

Παραθέτω το κείμενο της μη δημοσιευθείσης επιστολής μου:

Αγαπητή «Καθημερινή»,

Πιστεύω ότι λυπεί και άλλους πολλούς φανατικούς αναγνώστες σου η δημοσίευση κάθε τόσο στις σελίδες σου άρθρων  που αποσκοπούν στην «αποδόμηση» του Ελευθερίου Βενιζέλου, στον οποίο αποδίδουν κυρίως την ευθύνη για τη Μικρασιατική Καταστροφή.  Το άρθρο του κ. Κώστα Ιορδανίδη με τίτλο Η Ελλάς και οι «Ξένοι» στο φύλλο της 15-16 Αυγούστου 2009, τον κατηγορεί επιπλέον ως υπαίτιο του Διχασμού αλλά και για την εισαγωγή της «διαίσθησης» ως βασικής παραμέτρου στην εξωτερική μας πολιτική.  Την άποψη αυτή στηρίζει στο επιχείρημα ότι  όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέμενε στο να εισέλθει η Ελλάς στον πόλεμο κατά της Γερμανίας (εδώ έχουμε κάποια διαστρέβλωση: δεν επέμενε να πολεμήσουμε με δική μας πρωτοβουλία, αλλά εάν η Γερμανία επετίθετο κατά της Σερβίας) δεν είχε την παραμικρή «ένδειξη» ότι οι Σύμμαχοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο, αλλά μόνο «ενόραση».  Ενόραση, κατά το άρθρο, που ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν την είχε όταν έστειλε τον ελληνικό στρατό κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία, ωθώντας έτσι τη Ρωσία να βοηθήσει τον Κεμάλ.  Υπονοείται, υποθέτω, ότι αυτό ήταν αποφασιστικός παράγων για την καταστροφή του 1922!

Οι σε μερικά σημεία όντως πρωτότυπες αυτές απόψεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους βασικά ιστορικά γεγονότα:

Διχασμό δεν προκαλεί η νόμιμη κυβέρνηση μιάς χώρας αλλά όποιος την ανατρέπει για καθαρά προσωπικούς λόγους.  Ο «συνταγματικός» Βασιλιάς Κωνσταντίνος, στρατάρχης του γερμανικού στρατού επί τιμή, γαμπρός του Κάιζερ, έπαυσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο από πρωθυπουργό (Σεπτέμβριος 1915) έξη μόλις ώρες (!) μετά από τη λήψη ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή.  Ο λόγος;  Διότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πει στη Βουλή ότι η Ελλάς θα βοηθούσε τη Σερβία, τιμώντας την  υπογραφή της σε σχετική συνθήκη, αντιμετωπίζοντας και επίθεση της Γερμανίας εάν αυτή μας επετίθετο.

Η δήλωση αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου  δεν ήταν τόσο «παράλογη» όσο ίσως φαίνεται.  Ο Βενιζέλος προέβλεπε ότι, εάν οι Γερμανοί καταλάμβαναν τη Σερβία, τότε η Βουλγαρία εύκολα θα έβγαινε και αυτή στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας – με ανταλλάγματα εις βάρος της Ελλάδος.  Αυτό ακριβώς και έγινε, χάρις στον Κωνσταντίνο και την κυβέρνησή του.  Επίσης, προ της δηλώσεως αυτής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει διαβεβαιώσεις ότι, εάν η Γερμανία μας επετίθετο, η Αγγλία θα μας έστελλε ένα σώμα στρατού 40.000 ανδρών και θα εκάλυπτε όλα τα έξοδα του πολέμου.  Και εθεωρείτο απίθανο ότι η Γερμανία θα επετίθετο κατα των ηνωμένων στρατών Σερβίας-Ελλάδος-Αγγλίας. Και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια της Βουλγαρίας, που πιθανότατα δεν θα ενεπλέκετο υπό τις συνθήκες αυτές  (ίδετε Γ. Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910-1920).

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν έκαμε το Κίνημα της Εθνικής  Άμυνας τότε  ακριβώς γιατί δεν ήθελε το διχασμό.  Το έκαμε ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1916, όταν είχαν πλέον συμβεί τα παρακάτω (παραλείπω την απόβαση των Συμμάχων στη Θεσσαλονίκη και άλλα σημαντικά):

Η γερμανική επιδίωξη της κατάκτησης της Γαλλίας εντός έξη εβδομάδων είχε αποτύχει μετά τη μάχη του Μάρνη (Σεπτ. 1914) που οδήγησε στην μακρά και εξαντλητική, ιδίως για τη Γερμανία, «μάχη των χαρακωμάτων» και μετά τις  αποφασιστικώτερες για την έκβαση του πολέμου μάχες του Βερντέν στην ξηρά (Φεβρ.-Ιούνιος 1916) και Γιουτλάνδης στη θάλασσα (31 Μαίου 1916).  Η ήττα της Γερμανίας είχε προδιαγραφεί.

Παρά την προδιαγραφόμενη ήττα, η Γερμανία είχε εισβάλει στη Σερβία και καταλάβει την ελληνική Ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) τον Αύγουστο του 1916,  την οποία παρέδωσε αμέσως στους Βουλγάρους.  Επίσης είχε «απαγάγει» στη Γερμανία το ελληνικό Δ’ Σώμα Στρατού.  Η κατάληψη της Αν. Μακεδονίας είχε γίνει χωρίς στοιχειώδη αντίδραση από τον Κωνσταντίνο και η παράδοση αμαχητί ενός ολόκληρου ελληνικού Σώματος Στρατού είχε γίνει με εντολή του Κωνσταντίνου (είναι άνευ ουσίας να μιλάμε για τους αυλικούς που παρίσταναν την κυβέρνηση).

Για την ιστορία, η βουλγαρική κατοχή διήρκεσε 27 μήνες κατά τους οποίους εξετελέσθησαν ή πέθαναν από πείνα 45.000 Έλληνες.  Μέχρι την ανατροπή της, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου, που τα επληροφορείτο και αυτή, περιωρίζετο σε «φιλικές διαμαρτυρίες» προς το Βερολίνο, που απαντούσε ότι οι «φήμες» αυτές ήταν αστήρικτες.  Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι, χωρίς την Εθνική Άμυνα (άρα, τον Διχασμό) και τη συμπερίληψή μας στους νικητές του πολέμου, θα ανακτούσαμε ποτέ την Αν. Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη;

Η δήλωση του 1915 και το Κίνημα του 1916 δεν ήταν «διαίσθηση» ή «ενόραση».  Η έκβαση του πολέμου – αλλά και ποιες θα ήταν οι συνέπειες της απουσίας της Ελλάδος από αυτόν στο πλευρό των Συμμάχων – ήταν από τότε πρόδηλες τουλάχιστον σε ανθρώπους  (δεν ήταν μόνο ο Ελευθέριος Βενιζέλος) που διέθεταν στοιχειώδεις ιστορικές και γεωπολιτικές γνώσεις και λογική λίγο πάνω από την «κοινή».  Οι μεγάλοι πολιτικοί δεν έχουν «διαίσθηση» ή «ενόραση».  ‘Εχουν γνώσεις, πείρα, ευφυία και καλή προετοιμασία προτού τολμήσουν.  Και – επίσης πατριωτισμό.

 Αλλ’ας έλθωμε και στο Μικρασιατικό.

 Ο κ. Ιορδανίδης λέγει ότι υπαίτιος της Καταστροφής είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος και τον κατηγορεί ότι, με την εκστρατεία της Ουκρανίας, έστρεψε τη Ρωσία προς τον Κεμάλ, τον οποίο βοήθησε με όπλα και χρυσό.

 Δεν νομίζω ότι η ρωσική βοήθεια ήταν από μόνη της αποφασιστικός παράγων για το 1922, ούτε πιστεύω  να μπορεί κανείς να το ισχυρισθεί αυτό σοβαρά.

Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ξεκίνησε να διεκδικεί μέρος της Δυτικής Μικράς Ασίας, είχε υπ’όψη του τα εξής δεδομένα, τα οποία περιγράφει και στο περίφημο Υπόμνημά του προς το Συνέδριο Ειρήνης του 1919, στο οποίο εξέθετε τα Δίκαια – και τις διεκδικήσεις – της Ελλάδος. Έλεγε ως προς τη Δυτική Μικρά Ασία ότι:  στα βιλαέτια Αϊδινίου, Προύσσας, Ισμίντ (ανατολική ακτή Βοσπόρου, κλπ) και Δαρδανελλίων ζούσαν 1.013.195 Έλληνες (άλλοι 731.000 στην Κωνσταντινούπολη και Αν. Θράκη), που αποτελούσαν σε πολλά τμήματα την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.  Επρότεινε συνεπώς την απόσπαση μέρους του βιλαετίου Προύσσας, του μεγαλύτερου τμήματος του βιλαετίου Αϊδινίου (Σμύρνης) και των νησιών, που κατοικούνταν σχεδόν μόνο από Έλληνες (Δωδεκάνησα, Ίμβρος, Τένεδος, νησιά Αρχιπελάγους) και την ένωση τους με την Ελλάδα.  Επεκαλείτο δε την ανάγκη ασφαλείας των πληθυσμών αυτών με αιτιολογία: 

 τη σφαγή των Αρμενίων του 1915, ως δείγμα της τουρκικής πολιτικής,

την απέλαση 450.000 Ελλήνων από το 1914 έως το 1918,

τον εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων από τα παράλια στο εσωτερικό όπου πολλοί βρήκαν το θάνατο, και την ανάγκη επανόδου στα σπίτια τους των επιζώντων, πράγμα που προϋπέθετε την παύση της τουρκικής κυριαρχίας.

Παραλείπω εδώ τα όσα αναφέρει για τους άλλους ελληνικούς πληθυσμούς στην Τουρκία. 

Ας υπομνησθή εδώ ότι βλέψεις για τη Σμύρνη είχε και η Ιταλία, η οποία είχε επιτύχει να αποσπάσει από τους Αγγλογάλλους τη  Συμφωνία του Λονδίνου (26 Απριλίου 1915) βάσει της οποίας θα της παρεχωρείτο απροσδιόριστο τμήμα της Μικράς Ασίας, και αργότερα τη Συμφωνία του St-Jean-de-Maurienne με την οποία θα της παρεχωρείτο «ευρεία περιοχή της Δυτικής Μικράς Ασίας περιλαμβανομένης της Σμύρνης και άλλης –απροσδιορίστου-περιοχής βορειότερα αυτής». Συνεπώς, το πρόβλημα που ετίθετο ήτο: ή θα εγκατελείποντο οι Έλληνες της Μικράς Ασίας στις διαθέσεις των Τούρκων ή θα εγένοντο υπήκοοι της Ιταλίας – όπως έγιναν οι Δωδεκανήσιοι – ή θα εγένοντο επιτέλους και πάλι ελεύθεροι Έλληνες.  Τέλος, η Ιταλία είχε ήδη καταλάβει εδάφη νοτιότερα της Σμύρνης.

Είναι γνωστό ότι εδαφικές παραχωρήσεις στα παράλια της Μικράς Ασίας είχαν υποσχεθή στον Ελευθέριο Βενιζέλο οι Σύμμαχοι και το 1915 υπό τον όρο συμμετοχής στην εκστρατεία της Καλλίπολης.  Τον Νοέμβριο 1918 η γαλλική κυβέρνηση έθεσε ουσιαστικά ένα νέο όρο: Ο Κλεμανσώ και ο υπουργός εξωτερικών Πισόν εζήτησαν ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Ουκρανίας, με αντάλλαγμα την γαλλική υποστήριξη για την παραχώρηση στην Ελλάδα της Αν. Θράκης και της Σμύρνης, «εφ’όσον ετίθετο τέτοιο θέμα από τους Άγγλους ή Αμερικανούς».  Η φρασεολογία αυτή λίγη αμφιβολία αφήνει ότι, εάν η Ελλάς ηρνείτο, οι Γάλλοι όχι μόνο δεν θα επρότειναν την παραχώρηση, αλλά και δεν θα συμφωνούσαν σ’αυτήν.  Με δεδομένη ήδη την άρνηση της Ιταλίας και (από το 1917 ήδη) και της Ρωσίας, είναι προφανές ότι χωρίς τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία δεν θα είχαμε πολλές ελπίδες για τη Μικρά Ασία.

Ως προς την αποδιδόμενη στον Ελευθέριο Βενιζέλο υπαιτιότητα για το 1922:

Όταν ο ελληνικός στρατός πήγε στη Σμύρνη, την 15 Μαίου 1919, την Τουρκία κυβερνούσε ακόμη Σουλτάνος  με κυβέρνηση αποδυναμωμένη και υπάκουη στις θελήσεις των Συμμάχων.  Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν ακόμη απλώς ένας ανώτερος αξιωματικός, που όμως είχε ήδη διακριθεί για τη στρατηγική ιδιοφυία του.  Τον αγώνα εναντίον του Σουλτάνου και για την αποκατάσταση της τουρκικής κυριαρχίας στα εδάφη της Ανατολίας άρχισε όταν μετετέθη στην Σαμψούντα, την 19η Μαϊου 1919, 4 ημέρες μετά την ελληνική κατάληψη της Σμύρνης.  Ο αγώνας του έγινε αισθητός μόνον το 1920, και ιδίως τον Ιούνιο του έτους αυτού, όταν οι Σύμμαχοι εζήτησαν τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου που, πολύ σοφά, τους προσέφερε περιορισμένη μόνο:  δηλαδή την εξουδετέρωση του κεμαλικού στρατού «προ του μετώπου μας» (δηλαδή του ελληνικού) και την διασφάλιση των παραλίων της Προποντίδας.  Μετά, έχασε τις εκλογές.

Οι διάδοχοί του αγνόησαν την προειδοποίηση των Συμμάχων ότι επάνοδος του Κωνσταντίνου θα επέφερε πλήρη διακοπή της υποστήριξης τους προς την Ελλάδα. Δεν περιόρισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην άμυνα του παραχωρηθέντος στην Ελλάδα τμήματος της Μικράς Ασίας , αλλά αφρόνως, όπως ο Ναπολέων και ο Χίτλερ, ξεκίνησαν για τη δική τους Μόσχα, την  Άγκυρα, για να καταστρέψουν τον Κεμάλ- αφού πρώτα διέλυσαν τον ελληνικό στρατό με την αποπομπή όλων σχεδόν των έμπειρων ανώτατων και πολλών ανώτερων αξιωματικών για πολιτικούς λόγους, διορίζοντας μεταξύ άλλων έναν ημιπαράφρονα αρχιστράτηγο.   Και όταν επήλθε η κατάρρευση του μετώπου, δεν επέτρεψαν στον στρατό να υπερασπιστεί την Σμύρνη, για να εξασφαλιστεί ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να διαφύγει ο εκεί συγκεντρωμένος ελληνικός πληθυσμός.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος  έκαμε ασφαλώς λάθη, αλλά όχι βεβαίως αυτά που του αποδίδει το άρθρο.  Όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη και τα λάθη τους – όπως και τα επιτεύγματά τους  – είναι ανάλογα του μεγέθους των ιδίων και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν μεγάλος.  Όπως είπε ο σεβαστός  κ. Κ. Δεσποτόπουλος, είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας πολιτικός σε προσφορά στην Ελλάδα, μετά μόνον τον Ιωάννη Καποδίστρια.  Ας θυμηθούμε ότι ο σοφώτερος όλων ημών, ο Γεώργιος Σεφέρης, έγραψε για το 1922 ότι «….η πραγματική καταστροφή – τα επακόλουθά της δεν ήταν καθόλου απροσδόκητα – ήταν η εσωτερική κατάρρευση του 1920».

Με εκτίμηση,

Κώστας Μ. Μελέγκογλου

2 Σχόλια προς “Απάντηση στο κατηγορητήριο του Θ. Βερέμη κατά του Ελευθ. Βενιζέλου”

  1. Βλάσης Αγτζίδης said

    Επίτρεψέ μου να σου υποδείξω ένα δικό μου άρθρο με τίτλο » “H Σμύρνη και οι νεοελληνικές ενοχές“, που ευτύχησε να δημοσιευτεί στη «Καθημερινή» :

    http://kars1918.wordpress.com/2009/11/22/22-11-2009/

    Αλλά και ένα άλλο, που μελετά τον «άλλο» Βενιζέλο, αυτόν που επέτρεψε στους αντιπολεμικούς μοναρχικούς να ανέλθουν στην εξουσία εν μέσω πολέμου:

    http://pontosandaristera.wordpress.com/2007/06/06/venizelos/

    Μου αρέσει!

    • βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" said

      Αγαπητέ κ. Αγτζίδη,

      Σύμφωνα με την υπόδειξή σας εδιάβασα τα άρθρα σας (αυτό της 22.11.2009 είχα βέβαια διαβάσει ήδη την ημέρα της δημοσίευσής του). Έμαθα πολλά που δεν ήξερα – κυρίως για την τραγωδία του Πόντου – και ειλικρινά σας ευχαριστώ.

      Επιτρέψτε μου, σε απάντηση στα όσα προσάπτονται στον Βενιζέλο στο άλλο σας άρθρο, να διατυπώσω την εξής υπόθεση:

      Στην αντίθεσή του, μέχρι σχεδόν προ των εκλογών του 1920, στην ίδρυση ελληνικού κράτους στον Πόντο, ο Βενιζέλος ωθείτο ίσως από την άποψη ότι ένα τέτοιο κρατίδιο, μακριά από την υπόλοιπη Ελλάδα (έστω και τη Μεγάλη) θα συνεθλίβετο μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας και ίσως δεν θα επιζούσε, ενώ η υποστήριξή του σε περίπτωση πολέμων θα μπορούσε να είναι αδύνατη για την Ελλάδα. Ίσως να επίστευε, ότι η συγχώνευση με την Αρμενία θα δημιουργούσε ένα ισχυρότερο, πιο ανθεκτικό κράτος.

      Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Βενιζέλος πήρε μερικές αποφάσεις που ήταν – ή φάνηκαν – άσπλαχνες και ίσως προδοτικές, αλλά ήταν αναγκαίες για να αποσοβηθούν περιπλοκές ή καταστροφές και να εξασφαλισθή το μέλλον. Παράδειγμα η μη άμεση ενσωμάτωση της Κρήτης, το 1910-11. Η τραγωδία του Πόντου, ως προς τον Βενιζέλο, μπορεί να ήταν μία τέτοια απόφαση – ή βέβαια, ένα τραγικό λάθος, και ασφαλώς δεν συγκρίνεται με το Κρητικό ζήτημα.

      Από το άρθρο σας αυτό κρατώ επίσης και τη φράση από τον επίλογό σας: “Το βέβαιο είναι ότι εάν ο Βενιζέλος δεν παρέδιδε ή δεν έχανε την εξουσία με τις εκλογές του ’20, δεν υπήρχε καμμία πιθανότητα να χαθεί το εγχείρημα της απελευθέρωσης του ελληνισμού της Ανατολής”. Αυτό – και μόνον – ήταν και το θέμα της μη δημοσιευθείσης επιστολής μου στην “Καθημερινή”, σε απάντηση των όσων ισχυρίσθηκε ο κ. Ιορδανίδης. Η επικύρωση της άποψης αυτής από σας είναι μεγάλη ικανοποίηση για μένα.

      Με εκτίμηση,

      Κ. Μ. Μελέγκογλου

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: