Το Ποντίκι
Tου Ετεοκλή Δουμουλάκη
Η διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων από τη Γερμανία δεν είναι ποδοσφαιρικός αγώνας. Δεν πρόκειται για sport ούτε είμαστε 11 εναντίον 11. Αν είναι να κερδίσουν οι Γερμανοί, καλύτερα να μην ξεκινήσουμε μια μάχη που θα καταλήξει σε ταπεινωτική ήττα. Όποιος ηττάται στις επιμέρους μάχες (Siemens, επανορθώσεις, έλεγχος τραπεζών, επαναδιαπραγμάτευση δανειακής σύμβασης) χάνει τον πόλεμο. Και με το γερμανικό imperium η Ελλάδα είναι σε αδυσώπητο πόλεμο. Το διακύβευμα είναι – όπως και τότε – αν θα ζήσουμε ως κυρίαρχος λαός σε ανεξάρτητο κράτος ή αν θα ζήσουμε ως αποικία, σε ιδιόμορφο καθεστώς προτεκτοράτου.
Η ελληνική Αριστερά έχει μακρά, ένδοξη παράδοση σε ήττες οδυνηρές για τον ελληνικό λαό. Με τον ΣΥΡΙΖΑ παίζει τα ρέστα της. Μια νέα αποτυχία θα καταστήσει την Αριστερά όχι απλώς κλινικά νεκρή αλλά, όπως εύστοχα λένε οι έμπειροι περί αυτά Άγγλοι «φίλοι» μας, irrelevant!
Οι μη καταβληθείσες στην Ελλάδα πολεμικές επανορθώσεις (του κατοχικού δανείου συμπεριλαμβανομένου) δεν είναι μία απλή, τυχαία συμβατική παράλειψη της Γερμανίας. Αφορούν τον πυρήνα του μεταπολεμικού εγχειρήματος της Γερμανίας, της αντίληψής της για την οικοδόμηση της Ευρώπης, του ρόλου και της συμμετοχής της σ’ αυτήν. Αν ανατρέξει κανείς σ’ όσους αποζημίωσε η Γερμανία μετά τις δύο μείζονες πολεμικές συρράξεις τις οποίες ξεκίνησε στον 20ό αιώνα, θα διακρίνει δύο γενικές κατηγορίες: αυτούς που δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, δηλαδή τις Μεγάλες Δυνάμεις που τη νίκησαν στο πεδίο της μάχης, και αυτούς για τους οποίους θεώρησε ότι είχε άφευκτη ηθική υποχρέωση λόγω γενοκτονίας, δηλαδή το εβραϊκό στοιχείο.
1Στην πρώτη κατηγορία η Γερμανία διαπραγματεύθηκε σκληρά, στρεψοδίκησε, προέταξε την ανάγκη επιβίωσης του γερμανικού λαού, συνέδεσε την αποπληρωμή με την ανάπτυξη της οικονομίας της, πλήρωσε εν πολλοίς με την εκχώρηση περιοχών και τη λεηλασία της υποδομής της από τους (πανίσχυρους) νικητές. Η γερμανική λογική εν προκειμένω ήταν ότι η ειρήνη είναι συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα. Ενός πολέμου που δεν θεώρησε, κατ’ ουσίαν, ηθικά επιλήψιμο, αλλά ένα φυσιολογικό, προβλεπόμενο από την Ιστορία και το ius gentiis εργαλείο του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων.
2Στην περίπτωση της γενοκτονίας των εβραϊκών πληθυσμών η Γερμανία έσπευσε να πληρώσει τις (πολύ ελάσσονες) αποζημιώσεις προς τα θύματα και το κράτος του Ισραήλ βδελυσσόμενη και επιρρίπτοντας την ευθύνη στο ναζιστικό καθεστώς και την ιδεολογία του. Πόσο ρηχή και υπολογισμένη είναι αυτή η έμπρακτη γερμανική συγγνώμη προκύπτει από το γεγονός ότι μηδαμινές αποζημιώσεις κατεβλήθησαν στα θύματα της γενοκτονίας των 8 εκατομμυρίων Πολωνών και Ρώσων αιχμαλώτων, τους οποίους η ίδια ακριβώς ρατσιστική ιδεολογία των ναζί καταδίκασε, όπως και τους Εβραίους, να πεθάνουν σαν υπ-άνθρωποι, σκλάβοι εργασίας.
Άρνηση
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η παγιωμένη μετά τη γερμανική επανένωση αντίληψη του Βερολίνου είναι ότι δεν οφείλονται πολεμικές επανορθώσεις. Ο γέγονε, γέγονε! Οι όποιες ζημιές υποδομής ήταν αναπόφευκτες ζημιές κάθε πολέμου. Το κατοχικό δάνειο χρηματοδότησε τα έξοδα των στρατευμάτων κατοχής, που πάντοτε βαρύνουν την ηττημένη χώρα. Το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, μοιραία επεισόδια του ανορθόδοξου πολέμου που διεξήγαγαν οι παρτιζάνοι. Όπως και στο Οραντούρ, την ευθύνη φέρουν οι συγκεκριμένοι δράστες, όχι η χώρα της οποίας έφεραν τη στολή. Άλλωστε, στο Δίστομο και στο Ασβεστοχώρι δεν ήσαν οι δράστες κυρίως Γερμανοί, αλλά βοηθητικά στρατεύματα, τσολιάδες των Ταγμάτων Ασφαλείας και Τάταροι αντιστοίχως.
Η βάση της γερμανικής αντίληψης για μη οφειλή επανορθώσεων είναι η άρνηση της ουσίας του επιθετικού και άδικου πολέμου. Ενός πολέμου που δεν διεξήχθη κατά αντίπαλου στρατού στο μέσον της ερήμου (Africa Korp εναντίον της 8ης Στρατιάς), αλλά εναντίον ολόκληρου έθνους μέσα στην πατρογονική του εστία, διότι δεν παραδέχθηκε ότι ηττήθηκε και δεν δεσμεύθηκε από τη συμφωνία παράδοσης που υπέγραψε ο Τσολάκογλου και εφήρμοζαν Λογοθετόπουλος και Ράλλης. Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της λογικής, ο χρόνος που μεσολάβησε παραγράφει, ενώ τα ευρωπαϊκά προγράμματα ανάπτυξης συμψηφίζονται σ’ ένα φυσιολογικό πάρε – δώσε των εθνών ανά την Ιστορία.
Εάν η Ελλάδα αποδεχθεί και ενταχθεί σ’ αυτή τη λογική, αν δεν την ανατρέψει, τότε δεν έχει καμιά τύχη ούτε σε νομικό επίπεδο, ενώπιον διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, ούτε σε επίπεδο διμερούς διπλωματικής διαπραγμάτευσης με τη Γερμανία. Η ανατροπή αυτού του πλαισίου απαιτεί την προσφυγή σ’ ένα ευρύ, λαϊκό, διεθνές κίνημα συμπαράστασης προς το ελληνικό αίτημα για επανορθώσεις, ανάλογο με το διεθνές κίνημα που αναπτύχθηκε κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.
Μόνο σ’ αυτό το πεδίο μάχης η γερμανική κυβέρνηση μειονεκτεί. Μόνο όταν στην ίδια τη Γερμανία η κοινή γνώμη βρεθεί απέναντι στον Σόιμπλε και τη λοιπή πολιτική ηγεσία (όπως η αμερικανική κοινή γνώμη βρέθηκε για το Βιετνάμ απέναντι στον Τζόνσον και τον Νίξον – Νixon με αγκυλωτό σταυρό αντί για x), μόνο όταν η Ελλάδα αναδείξει την ενοχή των σημερινών Γερμανών για όσα φρικτά έκαναν εδώ οι πατεράδες και οι παππούδες τους (στο πλαίσιο της πεισματώδους ένοπλης στήριξής τους προς το ναζιστικό καθεστώς), μόνο τότε η πλάστιγγα της μάχης των επανορθώσεων θα γείρει υπέρ της Ελλάδας.
Στην πολιτική μας αυτή προσπάθεια θα βρούμε συμμάχους τους έντιμους και τους προοδευτικούς ανθρώπους (απλούς πολίτες αλλά και προσωπικότητες των Γραμμάτων, των Τεχνών, της show biz) στην ίδια τη Γερμανία και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε και τους εχθρούς αυτής της προσπάθειας, ανάμεσά μας. Λέω εχθρούς ανάμεσά μας, διότι απέναντί μας στέκονται απλώς οι αντίπαλοι.
Μαυραγορίτες
Ποιοι σήμερα στην Ελλάδα είναι σε θέση να διεκδικήσουν από τη Γερμανία επανορθώσεις και γιατί; Μπορούν να τις διεκδικήσουν οι μνημονιακοί επίγονοι – ενίοτε ευθέως απόγονοι – του Βουλπιώτη και των Ταγματαλητών; Μπορούν οι σημερινοί τραπεζίτες, πρώην κατοχικοί καϊκτσήδες και μαυραγορίτες; Όλοι αυτοί συνεργάσθηκαν και συνεργάζονται με το γερμανικό imperium. Αυτούς τους κρατάνε από χίλιες μεριές οι Γερμανοί, τους έχουν χρηματοδοτήσει πολλαπλώς πάνω και κάτω από το τραπέζι.
Όπως τότε, έτσι και σήμερα τις επανορθώσεις δικαιωματικά τις απαιτούν και είναι σε θέση να τις αποσπάσουν αυτοί που αντιστέκονται στο γερμανικό imperium.
Όσοι συγκαλύπτουν τη λίστα Λαγκάρντ στη Βουλή μόνο να υπονομεύσουν μπορούν τον αγώνα για τις πολεμικές επανορθώσεις. Να τον αφυδατώσουν από κάθε ιστορικό και πολιτικό περιεχόμενο, να τον υποβιβάσουν σε αποκατάσταση μιας «ιστορικής αδικίας» αίροντας τον διαρκή χαρακτήρα του εγκλήματος, να τον διαιρέσουν με νομικίστικη λογική σε κατοχικό δάνειο, που είναι τάχα μια «βασίμως διεκδικούμενη» εμπορική, συμβατική υποχρέωση του γερμανικού κράτους, από την «ανέφικτη υπερβολή» των πολεμικών επανορθώσεων. Με μια λέξη, να ευτελίσουν την προσπάθεια και να τη φέρουν στα θλιβερά τους μέτρα.
Θα ήταν στρατηγικό λάθος για την Αριστερά αν υπέτασσε την προσπάθεια για πολεμικές επανορθώσεις από τη Γερμανία στον κοινό παρονομαστή και στον μέσο όρο της τάχα πανεθνικής συνεννόησης με τους χθεσινούς και σημερινούς – Έλληνες το γένος – συνεργάτες των Γερμανών. Θα χάσει τη μάχη, ίσως και τον πόλεμο.