βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα"

Ηλεκτρονικός χώρος ενημέρωσης και σχολιασμού

Archive for Ιουλίου 2014

Η ΕΝΙΑΙΑ ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Ιουλίου 2014

Η 25η επέτειος του νόμου Lang για την ενιαία τιμή του βιβλίου στη Γαλλία

Είκοσι πέντε χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου Lang για την ενιαία τιμή του βιβλίου, κανείς δεν αμφισβητεί την επιτυχία του.
Ο νόμος του Jacques Lang για την ενιαία τιμή του βιβλίου ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 1981. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, ο Υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης Mitterand φαίνεται πως είχε δίκιο: ο νόμος για την ενιαία τιμή του βιβλίου προστάτεψε το χώρο των ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων, την εποχή που απειλούνταν με εξαφάνιση από τις μεγάλες αλυσίδες των υπεραγορών. Ακόμα καλύτερα: Ο νόμος αυτός προσέφερε την απαραίτητη ασφάλεια και ενθάρρυνε, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ’90, τους νέους ανθρώπους να ασχοληθούν και πάλι με το βιβλίο και να ανοίξουν βιβλιοπωλεία. Στην πραγματικότητα, η εφαρμογή αυτού του νόμου αποδείχτηκε μια εξαιρετικά συνετή απόφαση: εκτός από το ότι συνέβαλε ώστε να διατηρηθεί ο πλουραλισμός και η ποικιλία στα γαλλικά βιβλιοπωλεία, κατάφερε να διατηρήσει σταθερή την τιμή του βιβλίου στη Γαλλία στα χρόνια που ακολούθησαν. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι ο νόμος Lang θα μείνει στην ιστορία, μαζί με την κατάργηση της θανατικής ποινής, ως μια από τις πλέον σημαντικές αποφάσεις που πήρε η γαλλική Αριστερά.

Μαρτυρία:
«Αν υπάρχω ακόμη το χρωστάω στον JacquesLang»
Οι μικροί εκδότες τού λένε «ευχαριστώ».
«Αν υπάρχω ακόμη το χρωστάω στον Ζακ Λανγκ» παραδέχεται η Sabine Wespieser, νέα εκδότρια που ίδρυσε τον οίκο της το 2001. Και είναι κατηγορηματική: χωρίς τη νομοθεσία για την ενιαία τιμή του βιβλίου, δε θα μπορούσε να ξεκινήσει το επάγγελμά της. Παραλείπουμε συχνά να το αναφέρουμε: ο νόμος Lang δεν επέτρεψε μόνο σε μια ολόκληρη γενιά βιβλιοπωλών να ανοίξει καταστήματα και να αναπτυχθεί αλλά είχε το ίδιο αποτέλεσμα και για τους εκδότες, αφού ευνόησε τη δημιουργία μικρών εκδοτικών οίκων που είχαν πια τη δυνατότητα να εκδίδουν λίγους τίτλους.
«Στις ΗΠΑ, εξηγεί η Sabine Wespieser, όλοι οι εκδοτικοί οίκοι του δικού μας μεγέθους λειτουργούν ως ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την ενίσχυση διαφόρων σωματείων. Εδώ, όμως, τα βιβλία μας βρίσκονται παντού, σε όλα τα βιβλιοπωλεία, οι βιβλιοπώλες μάς στηρίζουν όπως ακριβώς κάνουν και με τους μεγάλους εκδότες, γιατί η ενιαία τιμή σταμάτησε τον αγώνα της υπερεπανατοπεθέτησης των βιβλίων. Σίγουρα όλα δεν είναι ειδυλλιακά, και δε θα έλεγα ότι έκανα περιουσία, αλλά όσο ισχύει ο νόμος Lang, οι μικροί εκδότες θα μπορούν να εκδίδουν τα βιβλία που αγαπούν».

Η ενιαία τιμή του βιβλίου στην Ευρώπη
Η ρύθμιση της τιμής του βιβλίου είναι μάλλον ευρωπαϊκό φαινόμενο και μάλιστα χαρακτηρίζει τα αρχαιότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ρίχνοντας μια ματιά στις οδηγίες που έχουν δοθεί από τη Διεύθυνση Βιβλίου και Ανάγνωσης (DDL-υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού), στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Βιβλιοπωλών (EBF) και στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εκδοτών (FEE), μπορούμε να πούμε ότι η ενιαία τιμή του βιβλίου εφαρμόζεται σε δέκα περίπου χώρες είτε ως νόμος του κράτους είτε ως συμφωνία μεταξύ των επαγγελματιών του κλάδου. Εκτός από τη Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ισπανία η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ολλανδία και η Σλοβενία έχουν θεσπίσει σχετικούς νόμους. Η Ιταλία έχει επίσης υιοθετήσει την ενιαία τιμή, μόνο που η εφαρμογή του νόμου παραμένει αμφίβολη καθώς εμφανίζει πολλές εξαιρέσεις. Στη Δανία και την Ουγγαρία, η ενιαία τιμή εφαρμόζεται ως συμφωνία μεταξύ εκδοτών και βιβλιοπωλών. Ωστόσο, η Δανία αναθεώρησε το συγκεκριμένο σύστημα, προσθέτοντας τόσo πολλές εξαιρέσεις που στην ουσία χάθηκε το πνεύμα του νόμου. Η Σλοβενία προετοιμάζεται να ψηφίσει ένα νόμο που θα επικυρώσει την υπάρχουσα συμφωνία μεταξύ εκδοτών και βιβλιοπωλών, η Πολωνία και το Βέλγιο συζητάνε κάτι ανάλογο εδώ και μερικά χρόνια, ενώ η Μεγάλη Βρετανία κατάργησε το δικό της νόμο το 1995.
Στην Ευρώπη, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Νορβηγία εφαρμόζει την ενιαία τιμή, όπως και η γερμανόφωνη Ελβετία (κάτι που δεν ισχύει για τη γαλλόφωνη Ελβετία). Επίσης, το σύνολο των 25 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκτός από τη Δανία) έχει παραχωρήσει μειωμένο ΦΠΑ στο βιβλίο, ως έναν ακόμη τρόπο υποστήριξης. Μάλιστα η Ιρλανδία, η Μεγάλη Βρετανία και η Νορβηγία δεν εφαρμόζουν καμιά φορολογική επιβάρυνση. Εκτός Ευρώπης, κυριαρχεί το φιλελεύθερο καθεστώς. Ωστόσο, το Μεξικό ψήφισε πρόσφατα έναν νόμο που εφαρμόζει τη σταθερή τιμή του βιβλίου.

http://www.patakis.gr/ViewShopArticle.aspx?ArticleId=1845

 

Posted in Γλώσσα & Πολιτισμός | Leave a Comment »

Κυκλοφορεί το τεύχος ν.9 του νέου Ερμή του Λόγιου

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Ιουλίου 2014

neosermhs9

 

Από το Εισαγωγικό Σημείωμα του νέου Λόγιου Ερμή τ. 9

Στο 9ο τεύχος του ν. Λόγιου Ερμή ο μεταφραστής Στράτος Μεϊντανόπουλος, με αφετηρία τον Καρλ Μανχάϊμ, διερευνά τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία σε κρίση. «Κατά την περίοδο της ανοργάνωτης ανασφάλειας, ο φυσιολογικός άνθρωπος, θέτει στόχους–υποκατάστατα και ικανοποιείται με χειρονομίες και σύμβολα». «Στην Ελλάδα, το “κίνημα των αγανακτισμένων” δεν οδήγησε π.χ. σε κάποια αναδιάταξη του κομματοκρατικού συστήματος ή σε κάποια ριζική κοινωνική αλλαγή: Η εποχή της ανοικοδόμησης δεν έχει ακόμα  ξεκινήσει.»
Ο φιλόλογος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, αναφέρεται στην «ἄμεση χρησιμότητα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν», τονίζοντας πως είναι καιρός «νὰ ἀρχίσει μιὰ ἀντίσταση στὴ σημερινὴ συνεχὴ ἁπλοποίηση, διευκόλυνση καὶ ἰσοπέδωση τῶν σπουδῶν, ποὺ σὲ τελευταία ἀνάλυση ἁπλῶς ἀντιστοιχεῖ στὴν ἐπιδίωξη τοῦ ἄμεσου κέρδους, μόνης “φιλοσοφίας” τῆς ἐποχῆς μας».
Ο φιλόλογος Μάριος Παν. Αθανασόπουλος, μας εισάγει σε μια ακόμα δραματική σελίδα της ιστορίας μας. Στη «Χορηγόσκαλα, το “Ζάλογγο της Μεσσηνίας”», το 1826, πάνω από είκοσι γυναίκες, προτίμησαν να βρουν τραγικό θανατο παρά να πέσουν στα χέρια των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, «σε πείσμα των αποδομητών της νεώτερης ιστορίας μας.»
Ο δρ. φιλοσοφίας Φώτης Σχοινάς, στη μελέτη «Αἰσχύλος καί Δημοκρατία», διερευνά τη σχέση του δραματικού συγγραφέα με την Αθηναϊκή δημοκρατία, μέσα από την ανάλυση των τραγωδιών του:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ελλάδα | Leave a Comment »

Η Μεγάλη Αυταπάτη

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Ιουλίου 2014

(Σχόλιο με αφορμή τη σύλληψη του Ν. Μαζιώτη)

του Γιώργου Καραμπελιά

Nikos-Maziotis-795x531

Αντικρίζοντας το βλέμμα του Νίκου Μαζιώτη στις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες, έφερα συνειρμικά στη σκέψη μου έναν παλιότερο «αντάρτη πόλης», τον Χρήστο Τσουτσουβή, που το πάθος τον οδήγησε στον θάνατο. Έναν θάνατο προδιαγεγραμμένο από τις επιλογές του και τον τρόπο που τις διεκδικούσε. Τότε είχα γράψει, συγκλονισμένος από τον θάνατό του –είχαμε συμμετάσχει παλαιότερα σε κοινούς αγώνες–, ένα «ρέκβιεμ», που αποτελούσε ταυτόχρονα και την απαρχή της οριστικής μου ρήξης με την ίδια την άκρα αριστερά και την προσπάθεια από την πλευρά μας, να πείσουμε για τον σφαλερό της δρόμο, συμμετέχοντας σε έναν κοινό χώρο μαζί της. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, και αφού έχει ολοκληρωθεί ένας κύκλος, νιώθω την ανάγκη να επανέλθω και πάλι με αφορμή, το ζήτημα του ένοπλου αγώνα, στις συνθήκες της Ελλάδας, και τη μοίρα όσων επιμένουν σ’ αυτόν.

Η ιστορική συγκυρία
Ζούμε σε μια κομβική στιγμή της ελληνικής ιστορίας, όπου μοιάζει να καταρρέει, μέσα στη γενικευμένη παρακμή, το ίδιο το έθνος-κράτος που οικοδομήσαμε τα τελευταία διακόσια χρόνια –καθώς και το δεύτερο ελληνικό κράτος της Κύπρου– και μαζί του να απειλείται με έκλειψη τελεσίδικη ο ίδιος ο ελληνισμός.

Έχω γράψει αλλού ότι η άκρα δεξιά άνοιξε με τη χούντα αυτή την ιστορική εποχή, για να ακολουθήσει η «κεντροαριστερά», η αριστερά και η άκρα αριστερά που την ολοκλήρωσαν, σφραγίζοντας τη μεταπολίτευση. Το δράμα του ελληνισμού, που μας οδήγησε στο σημερινό αίσθημα πνιγμού και αδιεξόδου, συνίσταται στο ότι και οι μεν και οι δε συνέργησαν με τον τρόπο τους, και άσχετα με το ποιος φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη, στην επιτάχυνση της παρακμής που βιώνουμε.

Η δικτατορία έθεσε τις βάσεις –με την κυπριακή τραγωδία και την αλλοίωση, κοινωνική και πολιτισμική, του ελληνισμού την οποία επέφερε– για το ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια. Αλλά και οι αντίπαλοί της –όλοι εμείς– φυλακιστήκαμε εν πολλοίς, προσπαθώντας να απαντήσουμε στη χούντα, στο ίδιο πεδίο που αυτή είχε ορίσει: Δηλαδή, σε μία σύγκρουση «αριστεράς–δεξιάς», όπου το αντίπαλο δέος στη χούντα ήταν απλώς και μόνο η επέκταση των δημοκρατικών ελευθεριών και των κοινωνικών κατακτήσεων, αγνοώντας εν τέλει το τι συνέβαινε έξω από το ποτήρι το νερό, μέσα στα τοιχώματα του οποίου είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι.

Και αν μέχρι το 1985 οι θετικές κατακτήσεις αυτής της αντιπαράθεσης ήταν κυρίαρχες –νομικός εκδημοκρατισμός, συνδικαλιστικές κατακτήσεις, κοινωνικό κράτος κ.λπ.– από τότε και μετά άρχισαν να αναδεικνύονται στο προσκήνιο οι εγγενείς αδυναμίες αυτού του κινήματος εκδημοκρατισμού «εσωτερικού χώρου». Δηλαδή, οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι να διεκδικούν μια αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου και της πολιτικής εξουσίας στο εσωτερικό του ποτηριού, χωρίς δηλαδή να αμφισβητούν τις συνολικές γεωπολιτικές συνθήκες που μας οδηγούσαν σε φιλανδοποίηση έναντι της Τουρκίας και σε ταυτόχρονη υπαγωγή στα κελεύσματα του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αναπτύχθηκε και το ελληνικό «αντάρτικο πόλεων», το οποίο, στα πρώτα δέκα-δεκαπέντε χρόνια, επικεντρωνόταν τόσο στις εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις (δολοφονίες βιομηχάνων, μεγαλοστελεχών) όσο και στην εξωτερική κυριαρχία (Γουέλτς, Αμερικανοί και Τούρκοι διπλωμάτες κ.λπ.)

Όμως, ήδη από το 1988 και τα προμηνύματα της κατάρρευσης του ανατολικού στρατοπέδου και της Σοβιετικής Ένωσης, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, και κατ’ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ, μπαίνει σε κρίση ενώ αρχίζουν ν’ απειλούνται κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις που είχαν θεμελιωθεί στον δανεισμό. Ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η κατάσταση μετατρέπεται άρδην. Πλέον, η κύρια στρατηγική του συστήματος, όπως εκφράστηκε τόσο από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη όσο και –κυρίως– τον Κώστα Σημίτη, στρέφεται στην πλήρη αποδοχή της παρασιτικής ενσωμάτωσης της χώρας στην Ε.Ε. καθώς και στην αποδοχή των τουρκικών εκβιασμών, τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο. Εξάλλου, το ζήτημα των Σκοπίων και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήρθαν να προσθέσουν μία ακόμα απειλητική παράμετρο στα βόρεια σύνορα της χώρας.

(Νέο)Φιλελεύθεροι της δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ, «Ελευθεριακοί» φιλελεύθεροι της Αριστεράς

Οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και της άκρας αριστεράς ενσωματώνονται σε αυτό το κυρίαρχο παιχνίδι του συστήματος και διεκδικούν όχι πλέον μια ανατροπή των συνθηκών της εξάρτησης και του γεωπολιτικού στραγγαλισμού της χώρας, αλλά μία «διεύρυνση» των «ελευθεριών», προς την κατεύθυνση, σχεδόν αποκλειστικά, των ατομικών δικαιωμάτων, και τη βαθμιαία εξαφάνιση αγώνων και κινητοποιήσεων σχετικών με το μεγάλο πλαίσιο, που ήταν κατ’ εξοχήν το γεωπολιτικό, αγνοώντας ή κάνοντας ότι αγνοούν πως εάν όλα στραβώσουν στο «μεγάλο παιγνίδι» αργά ή γρήγορα θα πληγούν και οι ελευθερίες και τα δικαιώματα στο εσωτερικό. Έτσι, εν τέλει, οι αντιπολιτεύσεις της αριστεράς, της άκρας αριστεράς ακόμα και του «ένοπλου αγώνα» παίζουν στο γήπεδο του αντιπάλου, μια και δεν αμφισβητούν την κατεύθυνση αλλά μόνο την εσωτερική κατανομή των πόρων. Αντίθετα, πρωτοστατούν στον εθνομηδενισμό («το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του») και στην αποδοχή της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, η οποία αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Πραγματοποιείται έτσι ένας ιδιότυπος καταμερισμός έργων, τα κόμματα εξουσίας και οι οικονομικές ελίτ προωθούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό και η αριστερά και τα «κινήματα», το απαραίτητο συμπλήρωμά του, τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό. Έτσι λοιπόν, οι τελευταίοι, φαντασιώνονται ότι λειτουργούν ως αντιπολίτευση ενώ στην πραγματικότητα ενισχύουν τους αντιπάλους τους.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του κύριου τομέα στον οποίο επικεντρώθηκε η άκρα αριστερά και οι αντιεξουσιαστές για είκοσι χρόνια, το μεταναστευτικό. Η διεκδίκηση των «ανοικτών συνόρων» και των απεριόριστων δικαιωμάτων εισόδου για τους μη νόμιμους μετανάστες αποτελούσε, χωρίς συχνά να το γνωρίζουν, την προϋπόθεση για την αποδοχή από την κοινωνία της «μαύρης εργασίας» των μεταναστών και της μεταβολής της ελληνικής κοινωνίας σε οιονεί δουλοκτητική! Γιατί βέβαια, ο κ. Σημίτης δεν θα μπορούσε να ρίξει τον πληθωρισμό, ούτε να φτιάξει τα ολυμπιακά έργα χωρίς το φθηνό εργατικό προσωπικό που προσέφερε η μετανάστευση. Και όμως, οι υποτιθέμενοι αντίπαλοί του διεκδικούσαν ακόμα πιο ελεύθερη και μαζική μετανάστευση!

Εξάλλου, η κοινότητα των απόψεων της κυβερνώσας κεντροαριστεράς και της άκρας αριστεράς αναδεικνυόταν ανάγλυφη στο κοινό μίσος τους για τους «εθνικιστές» και τους «συντηρητικούς» και στα συχνά πυκνά κοινά ψηφίσματα που υπέγραφαν ενάντια στον «εθνικισμό». Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε τις κοινές κινητοποιήσεις των Εξαρχείων και της άκρας αριστεράς με τους μαφιόζους ιδιοκτήτες των νυκτερινών κέντρων, ενάντια στον νόμο Παπαθεμελή, που έθετε όρια στη λειτουργία των νυκτερινών κέντρων; Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε την επονείδιστη συστράτευσή τους με τον Σημίτη και την Αμερικανική πρεσβεία στο ζήτημα των ταυτοτήτων, του σχεδίου Ανάν ή του βιβλίου ιστορίας της 6ης δημοτικού.

Χαρακτηριστική ήταν η πορεία και η αποσύνθεση του λεγόμενου κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Ενώ όντως ξεκίνησε ως τέτοιο από το Σηάτλ, το 1999, αρνούμενο τις διαδικασίες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και βάζοντας όρια στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίου και ανθρώπινου δυναμικού, σταδιακώς διολίσθησε σε κίνημα της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης». Στην Ελλάδα αποσυντέθηκε σταδιακώς – αφού προέβαλε τον εκλεκτό του περιοδικού Time, Αντόνιο Νέγκρι, συγγραφέα ενός πονήματος που εκθειάζει την αμερικάνικη αυτοκρατορία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αυτοκρατορία», ως γκουρού  αυτής της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης». Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.

Απόγειο του «νέου κινήματος» υπήρξε το Δεκέμβρης του 2008, μια «επανάσταση» βασισμένη στις αξίες του αντιπάλου, δηλαδή στο πως η παρασιτική κατανάλωση θα γίνει κτήμα όλων. Μια μηδενιστική κοινωνία όπως είχε ήδη φτάσει να είναι η κοινωνία του 2008 λίγο πριν πέσει στο βάραθρο του Μνημονίου, παρήγαγε μια μηδενιστική επανάσταση από μηδενιστές επαναστάτες. Και τι παράδοξο αυτή τη μηδενιστική επανάσταση, την υποστήριζαν όχι μόνο ο κ. Αλαβάνος και σύσσωμη η αριστερά αλλά και το… Mega, ο Οικονομέας και ο ΓΑΠ! Ένιωθαν οι άνθρωποι πως δεν απειλούνται από αυτήν, αλλά κινείται στο ίδιο ποτάμι με την ξεχαρβαλωμένη ιδεολογία τους, γινόταν από τα «παιδιά» τους και στο κάτω-κάτω ήταν χρήσιμη για «να ρίξουν» τον Καραμανλή, και ας πάει και το παλιάμπελο.

Το σύστημα κατόρθωσε να ελέγξει και το πάθος των αντιπάλων του

Έχω γράψει πολλές φορές πως η τρομοκρατία είναι εσφαλμένη διότι επιχειρεί να χρησιμοποιήσει μεθόδους πάλης που δεν συνάδουν με το επίπεδο συνείδησης και με τις μεθόδους πάλης του λαού. Γι’ αυτό και η ένοπλη πάλη δικαιολογείται και έχει βάση στον λαό μόνο σε περίπτωση ξένης κατοχής ή δικτατορικών καθεστώτων. Έχω περιγράψει δεκάδες φορές την αδήριτη αλληλουχία που οδηγεί τις ένοπλες ομάδες στην απομόνωση, την ποινικοποίηση της δράσης τους, και την κατάρρευση. Διότι η ίδια η λογική της αυτοπροστασίας και των μέτρων προφύλαξης οδηγεί πάντα σε «κλείσιμο», απομάκρυνση από τις μάζες, αύξηση των ενεργειών αυτοχρηματοδότησης (ληστείες) και εν τέλει συμπόρευση με τους ποινικούς ή εσωτερική «ποινικοποίηση» της οργάνωσης. Κανείς τρομοκράτης ποτέ δεν ξέφυγε από αυτό το σχήμα. Επιπλέον, έχω υποστηρίξει, όπως και πολλοί άλλοι, πως το επίπεδο βίας που χρησιμοποιεί η τρομοκρατία, οδηγεί τελικώς στην ενίσχυση της κρατικής καταστολής, η οποία επιπίπτει αδιακρίτως στη συνέχεια πάνω σε όλους. Να θυμίσω για παράδειγμα, τις κινητοποιήσεις που κάναμε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές του ’80, για να μη φέρουν οπλα οι αστυνομικοί, πράγμα που συνέβαινε και στην Ελλάδα πριν το 1967, αλλά και σε άλλες χώρες όπως στην Αγγλία. Εντάσσαμε αυτό το αίτημα στα πλαίσια του αγώνα για μια αυθεντική αποχουντοποίηση. Όταν όμως, από την απέναντι πλευρά, εμφανίζονταν ένοπλοι που χρησιμοποιούσαν αυτοί τα όπλα, πως θα ήταν δυνατό να κερδίσουμε σε μια τέτοια αντιπαράθεση; Οι τρομοκράτες στην Ελλάδα συνέβαλαν αποφασιστικά για να γίνουν οι αστυνομικοί σαν οπλισμένοι αστακοί.

Για να μην επαναλαμβάνουμε όμως τα ίδια και τα ίδια δεν θα μείνουμε μόνο σ’ αυτή την κοινότυπη πλέον διαπίστωση. Αλλά θα πάμε πιο πέρα. Στο γεγονός δηλαδή ότι το λεγόμενο αντάρτικο πόλης στην συντριπτική πλειοψηφία των φορέων και των διακηρύξεών του ταυτίζεται με τους αντιπάλους του στις βασικές ιδεολογικές του προϋποθέσεις και προκείμενες.

Το τραγικό ζήτημα στην Ελλάδα της όψιμης μεταπολίτευσης, είναι πως όσοι άνθρωποι έρχονταν σε ειλικρινή αντίθεση με την υπάρχουσα κοινωνία, και τις αξίες της, προσχωρούσαν και έδιναν όλο το κουράγιο και το πάθος τους σε κινήματα εγκλωβισμένα σ’ αυτή την αντίθεση εσωτερικού χώρου που περιγράψαμε.

Έχουμε ζήσει από παλιά αυτή την αντίφαση που με τόσο ακραίο τρόπο εξέφρασε και ο Μαζιώτης, γύρω από το ζήτημα των αντιρρησιών συνείδησης. Σε μια χώρα απειλούμενη με διαμελισμό, στην Κύπρο, στη Θράκη, στο Αιγαίο αντί η διεκδίκηση των επαναστατικών κινημάτων να στρέφεται προς την εμπέδωση της μαζικής λαϊκής άμυνας, της συμμετοχής των γυναικών στον στρατό, και της δημιουργίας ενός κυριολεκτικά λαϊκού στρατού, όπως έκανε στο παρελθόν και η αριστερά, τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του 1970, έγινε κυρίαρχο αίτημα η «άρνηση της στράτευσης». Δηλαδή στην ουσία η συμπόρευση από τα «κάτω» με εκείνους που ξεπουλούσαν την χώρα μας από τα «πάνω». Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του ’90 προσπαθήσαμε να απαντήσουμε σ’ αυτό το ζήτημα ιδιαίτερα στα πλαίσια των «Οικολόγων Εναλλακτικών», με την αποδοχή του αιτήματος της κοινωνικής θητείας που εξάλλου ήταν αναγκαία, δεδομένης της ύπαρξης ομάδας συμπολιτών μας που αρνούνταν τη στράτευση και κάθε επαφή με όπλα για θρησκευτικούς λόγους, όπως οι Έλληνες ευαγγελικοί (Ιεχωβάδες). Είχαμε λοιπόν επιτύχει σε μεγάλο βαθμό να προωθηθεί μία τέτοια αντίληψη, όταν ο Νίκος Μαζιώτης, νεαρός τότε, εμφανίστηκε ως «ολικός αρνητής στράτευσης», που αρνούνταν δηλαδή και την εναλλακτική κοινωνική στράτευσή του. Ξεκίνησε τότε έναν μακρόχρονο και σκληρό αγώνα με φυλακίσεις, απεργίες πείνας, για να επιβάλει την άποψή του. Βέβαια όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο Μαζιώτης δεν απέρριπτε τη χρήση όπλων, όπως οι ευαγγελικοί συμπατριώτες μας, αντιθέτως μάλιστα, αλλά αρνούνταν στο ελληνικό κράτος κάθε δικαίωμα παρέμβασης στην ατομική του ζωή: Ο Νίκος Μαζιώτης όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες αντιεξουσιαστές και ακροαριστεροί, στόχευε στη διάλυση του ελληνικού κράτους. Σε αυτό ακριβώς όμως στόχευαν και ο κος Σημίτης, ο κος Οζάλ, ο κος Ερντογάν,η κα Μέρκελ και η επιτροπή των Βρυξελλών!

Και έτσι, το μόνο κομμάτι της νεολαίας στην Ελλάδα που ερχόταν σε σύγκρουση με την εξουσία, δεν το έκανε ζητώντας την υπεράσπιση του τόπου, της πατρίδας και των λαϊκών τάξεων, αλλά με πρόσχημα τις τελευταίες, ζητούσε να διαλυθούν τα τελευταία εχέγγυα που είχαν απέναντι στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που εισέβαλε από παντού! Είναι χαρακτηριστικό πως οι ίδιοι άνθρωποι όταν επρόκειτο για τους Ζαπατίστας στο Μεξικό, για τον Τσάβες στην Βενεζουέλα ή για την Παλαιστίνη, μπορούσαν εύκολα να συμπαρίστανται σ’ αυτά τα «εθνικιστικά» και ταυτοτικά κινήματα αλλά τα απέρριπταν μετά βδελυγμίας όταν επρόκειτο για τους Κυπρίους! Δηλαδή ακολουθούσαν εν τέλει εκείνους που από φόβο για τα κεκτημένα τους είχαν αποδεχτεί τη μεταβολή της Ελλάδας σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας.

Έτσι λοιπόν, και ο Μαζιώτης αλλά και άλλοι όπως ο Λάμπρος Φούντας, που παίζουν την ζωή τους κορώνα γράμματα την ώρα που ένα μεγάλο κομμάτι των νεολαίων διαφεύγει στο εξωτερικό, αντί να διοχετεύσουν το πάθος τους σ’ έναν δημιουργικό δρόμο υπεράσπισης του λαού και της πατρίδος τους, αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση και εναλλακτικών εγχειρημάτων, μπήκαν σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο γεμάτο πόνο και αίμα (το δικό τους και των άλλων προτίστως), πολεμώντας ενάντια σε αντιπάλους (τους «μπάτσους») που δεν είναι παρά τα όργανα εκείνων όπου από πολύ πιο μακριά μεταβάλλουν και τους ίδιους σε ενεργούμενά τους. Διότι η θέληση των αφεντικών του πλανήτη είναι η διάλυση κρατών, κοινωνικών δομών, παραγωγικών δομών και η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του εμπορεύματος. Όταν ο αποκλειστικός σου στόχος είναι ακριβώς αυτή η διάλυση, από «επαναστατική» σκοπιά, τότε θέλοντας και μη λειτουργείς ως φερέφωνό τους, γιατί εν τέλει συμμερίζεσαι μαζί τους τις ίδιες οντολογικές αξίες, την προτεραιότητα του ατόμου έναντι του συνόλου, των ατομικών δικαιωμάτων έναντι των συλλογικών, του φιλελευθερισμού που εκείνος αποκαλεί νεοφιλελευθερισμό και εσύ αποκαλείς, ψευδωνύμως, ελευθεριακότητα.

Έτσι λοιπόν, δεν χαίρομαι καθόλου όταν αντικρίζω το θλιμμένο βλέμμα του Νίκου Μαζιώτη όταν συνελήφθη, αλλά λυπάμαι γιατί τόσο πάθος και τόση θέληση διοχετεύθηκε στο αυλάκι που ήθελαν ακριβώς οι αντίπαλοί του και τον οδηγεί σ’ έναν δρόμο χωρίς διέξοδο, όπου οι ληστείες για τους «στόχους του αγώνα», φθάνουν εν τέλει να γίνονται κυρίαρχοι έναντι αυτού του περιβόητου αγώνα. Μήπως το ίδιο δεν είχε συμβεί με την 17 Νοέμβρη, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία πριν την σύλληψή της;

Και πώς μπορούν να εξηγήσουν ότι τη στιγμή της μεγάλης κρίσης, που άνοιξε το 2010, οι δυνάμεις του αντιεξουσιαστικού χώρου, αλλά και των ένοπλων οργανώσεων, αντί να διευρύνονται συρρικνώνονται, και το ίδιο το λαϊκό σώμα, μετά από εμπειρίες όπως της Μαρφίν και της διάλυσης του κινήματος των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, απομακρύνθηκε τόσο από κοντά τους, ώστε αναγκάζονται να καταφεύγουν για «συμμαχίες» στους ποινικούς; Οι οποίοι «συγκρούονται και αυτοί με την εξουσία, αλλά από σκοπιά καταναλωτική, αποδεχόμενοι της αξίες του και επιδιώκοντας απλώς να πάρουν και αυτοί ένα κομμάτι από την πίττα που ελέγχει ο Μαρινάκης ή ο “ομογάλακτος” Μπέος;

Τι πιο χαρακτηριστικό γι’ αυτό το αδιέξοδο των εν τέλει παγκοσμιοποιητικών αντιλήψεων (έστω και εναλλακτικών !) των Ελλήνων αντιεξουσιαστών, της άκρας αριστεράς και των ενόπλων, από το γεγονός ότι τα αντισυστημικά και αντιπαγκοσμιοποιητικά ρεύματα στηνεολαία, και μάλιστα την πληβειακή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αρχίζουν να κινούνται, όλο και περισσότερο προς την αντίπερα όχθη, εκείνη της ακροδεξιάς;

Δηλαδή το σύστημα είχε (έχει) πετύχει το colpo grosso. Ακόμα και οι πιο άτεγκτοι και ορκισμένοι εχθροί του, ακόμα και όσοι διαθέτουν ένα αυθεντικό αντιεξουσιαστικό πάθος, είναι εγκλωβισμένοι στην ιδεολογία του. Και έτσι μονά-ζυγά δικά του! Όταν μάλιστα η λογική της σύγκρουσης σπρώχνει τους αντιπάλους του, να εγκλωβίζονται στα πλαίσια που αυτή ορίζει, και ωθεί ταυτόχρονα την πλειοψηφία των αγανακτισμένων να προσφεύγουν «συναισθηματικά» στην μνημονιακή εξουσία, την οποία μισούν, δεδομένου ότι οι αντίπαλοί της εμφανίζονται ως ημιποινικοί τρομοκράτες! Το απόλυτο αδιέξοδο.

Εμείς, εγώ και οι σύντροφοί μου, παλιοί και νέοι, προσπαθήσαμε για πολλά χρόνια να πείσουμε τον χώρο της «αμφισβήτησης» για την ανάγκη μιας ιδεολογικής στροφής και κατανόησης του εθνικού ζητήματος ως του κεντρικού ζητήματος της χώρας. Και επιμέναμε (και εν μέρει επιμένουμε), γιατί, δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία δεν υπήρχε κανένας άλλος μαζικός ή σχετικά μαζικός χώρος, που να αντιπαρατίθεται στο σύστημα, ενεργά. Μάλιστα το τίμημα αυτών των προσπαθειών μας ήταν πολύ βαρύ, γιατί το σύστημα, –ιδιαίτερα στο παρελθόν– μας ταύτισε με αυτόν τον χώρο και προσπάθησε να μας περιθωριοποιήσει ως «τρομοκράτες», την ίδια στιγμή που εισπράτταμε από την άλλη πλευρά και το βαθύτατο μίσος των «τρομοκρατών». Όμως το ζήτημα ήταν πραγματικό, και δεν είναι ζήτημα τακτικών πολιτικών επιλογών. Εν πολλοίς, μάλιστα, στραφήκαμε στην προτεραιότητα μιας ιδεολογικής εργασίας, ακριβώς γιατί συναντούσαμε το τείχος μιας κοινωνίας, όπου όσοι συμφωνούσαν με τις αναλύσεις και τις παραδοχές μας, και ήταν πολλοί, δεν ήταν διατεθειμένοι να παλέψουν πρακτικά γι’ αυτές, ενώ δρούσαν κατ’ εξοχήν όσοι ήταν πιασμένοι στην φενάκη μιας αντιπατριωτικής επανάστασης, σε μια χώρα που μόνο πατριωτική μπορούσε να είναι!

Θα μπορέσουν άραγε κάποιοι σαν τον Κουφοντίνα ή τον Μαζιώτη να προβούν σε μια βαθύτατη αυτοκριτική και να αμφισβητήσουν την ίδια την κατεύθυνση προς την οποία διοχέτευσαν το πάθος τους, ως αντιλαϊκή εν τέλει, και να ζητήσουν συγγνώμη και από τον ελληνικό λαό και από τα θύματά τους και από όσους τους ακολούθησαν; Ή θα συνεχίσουν να εμμένουν στον ίδιο αδιέξοδο  δρόμο, όπως φαίνεται να  επιλέγει και ο Κουφοντίνας στο τελευταίο του βιβλίο;

Δυστυχώς, απ’ ότι φαίνεται, μια ολόκληρη γενιά, που στην διάρκεια της μεταπολίτευσης προσπάθησε να αρνηθεί το σύστημα και τον εμποροκρατικό εκφυλισμό του, να αρνηθεί τον φόβο και να παλέψει ενάντιά του, απεδείχθη ότι κατά βάθος συμμεριζόταν τις ίδιες αξίες με αυτό, κατ’ εξοχήν τη διάλυση του ελληνικού έθνους και την κυριαρχία μιας κοινωνίας ατόμων, που αποτελεί την ιδεολογική και πολιτική βάση του αστικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Και μάλλον δεν δείχνει, τουλάχιστον ακόμα, να καταλαβαίνει τι συνέβη και σε ποιο παιγνίδι λειτούργησε ως χρήσιμος ηλίθιος.

Θα μπορέσουν άραγε να υπάρξουν νέες γενιές που το επαναστατικό τους πάθος και τη βούληση για μια ελεύθερη κοινωνία, θα τη διοχετεύσουν επί τέλους, στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης της χώρας μας και, συνακόλουθα, του λαού της, και όχι στους αδιέξοδους δρόμους που πήραν οι παλιότερες γενιές, εγκλωβισμένες στην ψευδή, παρασιτική λογική της μεταπολίτευσης; Ή μήπως, από αντίδραση, θα εμφανιστεί και μια νέα, φασιστική και ακροδεξιά, τρομοκρατία, αν δεν έχει ήδη εμφανιστεί;
Και όλα αυτά, όταν δυστυχώς, ως χώρα και λαός, δεν έχουμε πολύ καιρό ακόμα.

http://ardin-rixi.gr/archives/18285

 

 

Posted in Ελλάδα | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Πως ξεκίνησαν όλα: Ο σιωνιστικός εποικισμός της Παλαιστίνης

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 26 Ιουλίου 2014

202112-israel-palestine_map
Του  Daniel Cil Brecher από το Άρδην τ. 71 που είχε αφιέρωμα “το εβραϊκό ζήτημα και ο σιωνισμός”
 
Η αντίληψη περί της ακμής και ανόδου της Παλαιστίνης χάρη στην άφιξη των Εβραίων έχει μακρά ιστορία στη σιωνιστική παράδοση. Επικρατούσε ήδη πολύ πριν αρχίσουν να συρρέουν στη χώρα άνθρωποι, τεχνολογίες και κεφάλαια από την Ευρώπη, που επιτάχυναν τον εκσυγχρονισμό της χώρας, την οποία είχαν αρχίσει Τούρκοι και Βρετανοί. Πίσω της κρύβεται η αρχική ιδέα της πολιτιστικής ανωτερότητας των Εβραίων εποίκων και της κατωτερότητας των «ιθαγενών», που κατά τα φαινόμενα δεν ήταν σε θέση να φέρουν προκοπή στη χώρα. Ήταν μία από τις δικαιολογίες για την ανάληψη της οργάνωσης της χώρας. Το ζήτημα αυτό ήταν προφανώς γνωστό σ’ εμένα και τους άλλους μετανάστες, που κατά το πλείστον τους ήταν γαλουχημένοι στο πνεύμα του σιωνισμού ήδη πριν από την άφιξή τους, διότι ο μύθος για τον λαό χωρίς χώρα που βοηθά να προκόψει μια χώρα χωρίς λαό κατείχε ανέκαθεν εξέχουσα θέση.
Στο μυθιστόρημά του για την Παλαιστίνη, Παλιά-νέα γη, που είχε συγγράψει γύρω στο 1900 ο Θεόδωρος Χερτσλ, ένας από τους ιδρυτές του σιωνιστικού κινήματος, η Χάιφα προάγεται σε διεθνή μητρόπολη μιας μελλοντικής εβραϊκής Παλαιστίνης. Το Τελ Αβίβ, η σημερινή μητρόπολη του Ισραήλ, δεν υπήρχε ακόμη τότε. Στο μυθιστόρημα του Χερτσλ ο οφθαλμίατρος Άϊχενσταμ από τα Ιεροσόλυμα περιγράφει σ’ ένα μη Εβραίο επισκέπτη της χώρας τη σιωνιστική εποίκηση με τα λόγια: «Τα παλιά μας εδάφη φέρουν πάλι νέους καρπούς». Ο Χερτσλ, στο μυθιστόρημά του, αξιοποίησε τις εμπειρίες του από ένα ταξίδι του στην Παλαιστίνη το 1898. Σκοπός της διαμονής του εκεί ήταν μια ακρόαση ενώπιον του Γερμανού κάιζερ Γουλιέλμου Β´, που βρισκόταν σε περιοδεία στην τουρκική επικράτεια. Η ακρόαση έλαβε χώρα τον Νοέμβριο 1898, προ των πυλών των Ιεροσολύμων, όπου στρατοπέδευε ο κάιζερ. Ο Χερτσλ εκφώνησε έναν σύντομο χαιρετισμό, στον οποίο αναφέρθηκε στον στόχο του εποικισμού της «γης των πατέρων μας». «Η γη φωνάζει από μόνη της για ανθρώπους που ξέρουν να τη δουλέψουν». «Πολλοί Εβραίοι ζούνε σε αξιοθρήνητες συνθήκες», πρόσθεσε. «Αυτοί οι άνθρωποι φωνάζουν για ένα κομμάτι γης να το καλλιεργήσουν.» Έτσι λοιπόν, το σιωνιστικό εγχείρημα μπορούσε να θεωρηθεί μια λύση ανάγκης και για τα δύο.
Ο κάιζερ, που δεν ήθελε να υποστηρίξει ανοιχτά αυτό το σχέδιο, απάντησε με βαθιά επίγνωση των πραγμάτων: «Η γη αυτή χρειάζεται προ πάντων νερό και σκιά». Κατόπιν, υπογράμμισε τον μεγάλο καύσωνα που επικρατούσε ακόμη και τον Νοέμβριο.
Στο μυθιστόρημα ο μη Εβραίος ταξιδιώτης επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια στην Εγγύς Ανατολή και αντικρίζει στο εβραϊκό κράτος, που έχει στο μεταξύ ιδρυθεί, μία από τις πιο μοντέρνες χώρες του κόσμου. Παντού υπάρχει παροχή ρεύματος, η αγροτική οικονομία αποτελείται αποκλειστικά και μόνον από μεγάλες επιχειρήσεις, και σε αυτά τα «ανοιχτά εργοστάσια» όλες οι εργασίες διεξάγονται από τους ίδιους τους Εβραίους κι όχι πλέον από τους Άραβες. Ο οφθαλμίατρος Άϊχενσταμ έγινε στο μεταξύ πρόεδρος της χώρας και διακηρύττει ότι η Σιών, το εβραϊκό κράτος, είναι πιστή στο αξίωμα της ανεξιθρησκίας: «Κάθε ξένος πρέπει να νιώθει σε μας άνετα». Ξένους εννοούσε τους Άραβες που ζούσαν στη χώρα.
Ενόσω ο Θεόδωρος Χερτσλ διατύπωνε τις συντηρητικές του ιδέες περί εποικισμού της χώρας, μαρξιστές διανοητές μέσα στις γραμμές του σιωνιστικού κινήματος ανέπτυσσαν εκείνη την επιχειρηματολογία που εντέλει δικαιολογούσε τόσο την εκδίωξη των Αράβων όσο και την ιδέα της πολιτιστικής ανωτερότητας. Μόνον όποιος καλλιεργούσε και δούλευε τη γη μπορούσε να είναι και ο νόμιμος κάτοχός της· έτσι αποφαινόταν η ανάλυση των μαρξιστών «εργατών της Σιών». Το επιχείρημα αυτό στρεφόταν κατά των Αράβων γαιοκτημόνων της Παλαιστίνης. Αυτοί έβαζαν φελάχους, τους ακτήμονες χωρικούς της Παλαιστίνης, να δουλεύουν τα κτήματά τους. Η σιωνιστική Αριστερά ανέλαβε να υπερασπίσει τη μοίρα αυτών των κολίγων όσο αυτό εξυπηρετούσε τις αξιώσεις των νέων Εβραίων σκαπανέων από την Ανατολική Ευρώπη ν’ απελευθερώσουν τη χώρα από τις άνισες σχέσεις γαιοκτησίας. Αλλά η αλληλεγγύη με τους ακτήμονες έμεινε στα χαρτιά. Εν τέλει η χώρα «απελευθερώθηκε» από τους Άραβες γαιοκτήμονες με την αγορά εκτάσεων από σιωνιστικές οργανώσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις το πέρασμα της ιδιοκτησίας σε νέα χέρια σήμαινε τον διωγμό των φελάχων, των οποίων την εργασία ανέλαβαν οι Εβραίοι έποικοι.
Η «απελευθέρωση μέσω της εργασίας», για την οποία έκανε λόγο η σιωνιστική Αριστερά, είχε διττή σημασία. Η απελευθέρωση της Παλαιστίνης από τους Άραβες τσιφλικάδες συμβάδιζε με την απελευθέρωση των Εβραίων από τη μοίρα του υπηρέτη του κεφαλαίου. Η ιδέα αυτή, απόρροια της αντίδρασης στα συνήθη αντισημιτικά στερεότυπα του 19ου αιώνα, είχε οδηγηθεί στα άκρα της από τον ίδιο τον Μαρξ σε ένα δοκίμιό του για το Εβραϊκό Ζήτημα. Η κοινωνική απελευθέρωση των Εβραίων μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από την απελευθέρωση της κοινωνίας από τον εβραϊσμό, έγραφε ο ίδιος, χρησιμοποιώντας βέβαια την πολεμική φράση «εβραϊσμός» στη θέση της καπιταλιστικής εκχρηματισμένης οικονομίας. Οι σιωνιστές, που συχνά διύλιζαν την εβραϊκή ζωή στη διασπορά με το ίδιο φίλτρο όπως και οι αντισημίτες, υιοθέτησαν αυτή την τοποθέτηση και επέκριναν τη φαινομενικά «μη παραγωγική» ζωή των Εβραίων στην Ευρώπη, που, περιθωριοποιημένοι εξαιτίας των διακρίσεων, είχαν βουλιάξει στο τέλμα του εμπορίου και του «παρασιτισμού». Το σιωνιστικό αίτημα της «παραγωγικότητας», μαζί με την επιστροφή στην αγροτική οικονομία είχε ως στόχο να θεραπεύσει τους Εβραίους της διασποράς και ν’ αναδείξει τον τύπο των «Νέων Εβραίων» πάνω στη δική τους γη.
Τα κιμπούτς υπηρετούσαν κι αυτά τον σκοπό της «προλεταριοποίησης» και απελευθέρωσης μέσω της γεωργικής εργασίας. Αλλά η ιδέα της ισότητας και της κοινοκτημοσύνης στα παραγωγικά μέσα δεν συμπεριλάμβανε και τους Άραβες γείτονες, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μόνο τις αρνητικές συνέπειες του όλου εγχειρήματος. Οι Εβραίοι δυσκολεύονταν να ανταγωνιστούν στην αγορά τις χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων της Παλαιστίνης, που είχαν να κάνουν με τη φτώχια των Αράβων αγρεργατών. Η παραγωγή στις εβραϊκές μονάδες έπρεπε να γίνει φθηνότερη. Κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν μόνο εφόσον χαμήλωνε το κόστος διαβίωσης· και κατάλληλα γι’ αυτό ήταν τα κιμπούτς και οι άλλες συνεταιριστικές μορφές εποικισμού. Η «προλεταριοποίηση», συνεπώς, έφερε τους Εβραίους σε πολύ καλύτερη μοίρα από άποψη ανταγωνισμού. Συγχρόνως, οι σιωνιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος μπορούσαν να δικαιολογούν και να διαφημίζουν την πρόσκτηση εκτάσεων ως σχέδιο προόδου και ως η εβραϊκή συνεισφορά στη «νικηφόρα πορεία της ιστορίας», με συνέπεια βέβαια τη σταδιακή απώθηση των Αράβων εργατών.
Ένα ανέκδοτο που πήραν τα αφτιά μου κατά το πρώτο έτος στη Χάιφα συνοψίζει θαυμάσια τους σιωνιστικούς μύθους και τις σχέσεις με τον αρχικό αραβικό πληθυσμό. Ένας παππούς στέκεται παρέα με τον εγγονό του στο όρος Κάρμηλος και κοιτάει κάτω στον κόλπο. «Για δες, παιδί μου», λέει περήφανος. «Όλα αυτά τα φτιάξαμε με τα ίδια μας τα χέρια». Το αγόρι περιεργάζεται τον παππού του με απορία: «Παππού, ήσουν παλιά Άραβας;»
……………………………………
Η «Ένωση των Ρεβιζιονιστών Σιωνιστών» είχε ιδρυθεί το 1925 ως διαμαρτυρία ενάντια στην πολιτική της Σιωνιστικής Οργάνωσης υπό την ηγεσία του Χάιμ Βάιτσμαν από τον συνάδελφό του στο προεδρείο της σιωνιστικής εκτελεστικής επιτροπής, τον ρωσοεβραίο δημοσιογράφο Βλαδίμηρο (Τσεέβ) Ζαμποτίνσκι. Αυτό που ο «ρεβιζιονισμός» ήθελε να απορρίψει ήταν ο πραγματισμός που είχε επιβληθεί στο σιωνιστικό κίνημα με την εγκαθίδρυση της Βρετανικής Εντολής για την Παλαιστίνη και με το ξεκίνημα της οικοδόμησης της χώρας, δηλαδή ο περιορισμός των σιωνιστικών στόχων στα προσωρινά κεκτημένα. Ο φιλελεύθερος πραγματιστής Βάιτσμαν προωθούσε τη στρατηγική των μικρών βημάτων, την κατάκτηση της Παλαιστίνης «ντουνάμ προς ντουνάμ» (στρέμμα το στρέμμα), συμβαδίζοντας κατά μεγάλο μέρος με τα συμφέροντα της προστάτιδας δύναμης του σιωνισμού, της Μεγάλης Βρετανίας. Ήδη το 1922 το Λονδίνο είχε χωρίσει τα εδάφη, αποκλείοντας τον σιωνιστικό εποικισμό από την περιοχή πέραν του Ιορδάνη. Επειδή τη χρονική εκείνη στιγμή το ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη (Παλαιστίνη) ανερχόταν μόλις στο δέκα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού ενώ δεν κατοικούσαν καθόλου Εβραίοι στην Υπεριορδανία (το μετέπειτα Βασίλειο της Ιορδανίας), η σιωνιστική οργάνωση δέχθηκε αυτό τον διαχωρισμό. Οι ρεβιζιονιστές, αντιθέτως, επέμεναν στη σιωνιστική αξίωση του συνόλου των εδαφών. Το σύνθημα του κινήματος, που αξίωνε τα εδάφη δεξιά κι αριστερά του Ιορδάνη ήταν: «Και στις δύο όχθες!»
Τον Ζαμποτίνσκι οι σιωνιστές αντίπαλοί του τον έβριζαν ως αντιδημοκράτη και φασίστα, εξαιτίας των συμπαθειών του για τον ιταλικό φασισμό, της φιλίας του με τον Μουσολίνι και των διαπραγματεύσεων που είχε ξεκινήσει με τον Ουκρανό εθνικιστή Πετλιούρα, καθώς και με τον Πολωνό εθνικιστή Μπεκ. Πολλοί ήταν εκείνοι που θαύμαζαν το δόκιμο ύφος των άρθρων του και τη λαμπρή ρητορική δεινότητα των λόγων του. Οι Εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης, ανάμεσα στους οποίους αδιάκοπα περιηγείτο για να τους κερδίσει για το κόμμα του και τις παράνομες στρατιωτικές οργανώσεις, ακόμη και χρόνια αργότερα κρατούσαν ζωηρή στη μνήμη τους την παρουσία και το ύφος του· και ο πατέρας μου, που τον είχε ζήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’20 στη Βιέννη για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, αργότερα τον ανακαλούσε ακόμα ζωηρά στη μνήμη του. Ο Ζαμποτίνσκι ήταν πάνω απ’ όλα ένας εθνικιστής σαν αυτούς που είχαν αναδείξει τα κινήματα της «Εθνικής Αφύπνισης» στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, ένας εθνεγέρτης για τον οποίο ζητήματα κοινωνικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, και σε τελευταία η ιδέα της αδελφοσύνης. Αντίστοιχα λοιπόν, και η πολιτική του διέφερε από εκείνη του σιωνιστικού εργατικού κινήματος, όχι μόνο ως προς τους στόχους, αλλά και ως προς τις μεθόδους που ήταν επιτρεπτές για την πραγματοποίηση των εθνικών στόχων και προ πάντων όσον αφορούσε τις σχέσεις με τον αραβικό πληθυσμό.
Από την έναρξη της μετανάστευσης Εβραίων με σιωνιστικές βλέψεις από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ των μικρών εβραϊκών κοινοτήτων της Παλαιστίνης και της αραβικής πλειονότητας είχαν επιδεινωθεί. Με τη νίκη των Βρετανών κατά της τουρκικής κυριαρχίας της Παλαιστίνης το 1918, τα πράγματα έλαβαν μια ολέθρια τροπή. Υπό την πίεση του Λονδίνου, που ήδη το 1917 είχε αναγάγει τους στόχους του σιωνισμού σε πολιτική ιδίων συμφερόντων, η Κοινωνία των Εθνών ανέθεσε το 1922 στη Μεγάλη Βρετανία τη δημιουργία μιας εβραϊκής εθνικής εστίας, θέτοντας, παράλληλα, όρια στον εποικισμό και αποθέτοντας την ευθύνη στα χέρια του αραβικού πληθυσμού: «Η διοίκηση της Παλαιστίνης οφείλει να καταστήσει δυνατή τη μετανάστευση Εβραίων υπό κατάλληλες συνθήκες. Τα δικαιώματα και η θέση των άλλων πληθυσμιακών μερίδων είναι σεβαστά και δεν επιτρέπεται να τεθούν σε κίνδυνο», αποφαινόταν το σχετικό εδάφιο της απόφασης της Κοινωνίας των Εθνών. Έτσι, ο πλέον άμεσος στόχος του σιωνισμού τον καιρό εκείνο, η κατά το δυνατόν ευρύτερη εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη, εξαρτιόταν από τη συγκατάβαση των Αράβων, τουλάχιστον έμμεσα. Αυτοί ήδη το 1920 και 1921, μέσα από διάφορες βίαιες διαμαρτυρίες, είχαν εκδηλώσει την ευθεία αντίθεσή τους με τη φιλοσιωνιστική Εντολή και την έλευση Ευρωπαίων εποίκων.
Η έκθεση της ερευνητικής επιτροπής στην οποία η κυβέρνηση της Βρετανικής Εντολής ανέθεσε να εξετάσει τις αντισιωνιστικές ταραχές του 1920 και 1921 συνοψίζει το πρόβλημα ως εξής: «Η θεμελιώδης αιτία των ταραχών […] οφειλόταν σ’ ένα αίσθημα δυσφορίας για τη συνύπαρξη με τους Εβραίους και εχθρότητας απέναντί τους, το οποίο προέρχεται τόσο από τις πολιτικές όσο και από τις οικονομικές δυσκολίες, που σχετίζονται με τον εβραϊκό εποικισμό και τη σιωνιστική πολιτική». Το σιωνιστικό εργατικό κίνημα ήθελε να αμβλύνει τη θεμελιώδη αυτή σύγκρουση, που έθετε υπό αίρεση το όλο σιωνιστικό εγχείρημα, μέσα από τον διάλογο και την εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων –ή τουλάχιστον έτσι είχε ανακοινώσει. Ωστόσο, δεν ήλθαν ποτέ σε διάλογο, και μόνοι εταίροι σε ζητήματα διαλόγου και συμβιβασμών υπήρξαν αποκλειστικά και μόνον οι Βρετανοί. Ο Ζαμποτίνσκι δεν πίστευε στη δυνατότητα συμβιβασμού. Το 1923 διαπίστωνε ότι ήταν τελείως αυτονόητο πως οι Άραβες «δεν [θα παύσουν] ν’ αμύνονται κατά των εποίκων, όσο υπάρχει έστω και μία σπίθα ελπίδας να εμποδίσουν τη μετατροπή της “Παλαιστίνης” σε “Γη του Ισραήλ”.[…] Ο σιωνιστικός εποικισμός είτε θα πρέπει να τερματιστεί άμεσα είτε να συνεχιστεί δίχως αναστολές απέναντι στον ιθαγενή πληθυσμό».
«Χωρίς αναστολές απέναντι στον ιθαγενή πληθυσμό» ήταν στο εξής το σύνθημα που καθόριζε τη ρεβιζιονιστική στρατηγική και τη στάση της στο ζήτημα της μετανάστευσης. Όταν η Μεγάλη Βρετανία υποχρεώθηκε να επιβραδύνει το μεταναστευτικό ρεύμα εξαιτίας των αραβικών διαμαρτυριών, ρυθμίζοντας το πρόβλημα μ’ ένα σύστημα παραχώρησης περιορισμένου αριθμού αδειών ανά τρίμηνο, είχαν τεθεί οι βάσεις της σύγκρουσης με τη Μεγάλη Βρετανία και της εσωτερικής διαμάχης στις γραμμές των σιωνιστών. Η παραχώρηση των «πιστοποιητικών εποίκησης» ρυθμιζόταν βάσει μιας πολύπλοκης φόρμουλας τόσο πολιτικών όσο και οικονομικών κριτηρίων για τη δυνατότητα απορρόφησης της χώρας. Όσο καιρό ο αριθμός των πιστοποιητικών συμβάδιζε με το σχετικά χαμηλό ποσοστό αιτήσεων εποίκησης, κύριο μέλημα των σιωνιστικών ενώσεων ήταν να φέρουν τους δικούς τους οπαδούς στη χώρα, για να ενισχύσουν τις ενώσεις και τα ιδρύματά τους. Τα σιωνιστικά όργανα αυτοδιοίκησης της Παλαιστίνης στα οποία επικρατούσε το εργατικό κίνημα διαπραγματεύονταν σε τριμηνιαία βάση τον αριθμό και την κατηγορία των προς παραχώρηση πιστοποιητικών με την κυβέρνηση της Βρετανικής Εντολής, ενώ συγχρόνως εκμεταλλεύονταν κάθε νόμιμο και παράνομο παράθυρο του συστήματος προκειμένου να υπερβούν όσο το δυνατόν περισσότερο το επιτρεπτό ποσοστό εισερχόμενων στη χώρα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μειώσουν τις τριβές με το Λονδίνο. Ο Ζαμποτίνσκι και οι οπαδοί του, απεναντίας, δεν δίσταζαν να προκαλούν τη Βρετανική Εντολή. Αντιπαρατίθονταν στην αρχή του ποσοστιαίου συστήματος μετανάστευσης και κατήγγελλαν τη βρετανική πολιτική ως «αντισιωνιστική»∙ απαιτούσαν τον άμεσο μαζικό εποικισμό και την ταχεία σύσταση ενός εβραϊκού κράτους, ενώ ετοίμαζαν απροκάλυπτα την ίδρυση πολιτοφυλακών που θα αναλάμβαναν τη στρατιωτική προστασία των εβραϊκών οικισμών στη θέση των Βρετανών.
Στα δεκατέσσερα χρόνια που πέρασαν από το 1919 έως το 1932 έφτασαν στην Παλαιστίνη συνολικά 130.000 νόμιμοι και παράνομοι Εβραίοι μετανάστες. Το ετήσιο ποσοστό παρουσίαζε μεγάλες αποκλίσεις, για λόγους πολιτικούς αλλά επίσης εξαιτίας της έλλειψης θέσεων εργασίας και της χρόνιας οικονομικής κρίσης στην οποία βρισκόταν η χώρα. Με την κατάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές το 1933 η πίεση άρχισε ν’ αυξάνεται. Τα ακόλουθα έξι χρόνια συνέρρευσαν 235.000 Εβραίοι, ανάμεσά τους 65.000 παράνομα, στην Παλαιστίνη, γεγονός που επέτεινε κατά πολύ τα προβλήματα με τους Άραβες και τους Βρετανούς. Παρά τις ποσοστώσεις, από το 1918 έως το 1939, όταν με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου επήλθε στην ουσία στασιμότητα στο ρεύμα των μεταναστών, ο εβραϊκός πληθυσμός είχε δεκαπλασιαστεί – από κάτι λιγότερο από 60.000 είχε ανέλθει σε πάνω από 600.000. Το ποσοστό των Εβραίων στον πληθυσμό της Παλαιστίνης από μόλις δέκα τοις εκατό είχε ανέβει σε κάτι λιγότερο από τριάντα τοις εκατό.
Όλοι οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα εποίκησης και δημιουργίας μιας εβραϊκής «εθνικής εστίας», Βρετανοί και σιωνιστές, δεν λάμβαναν πλέον υπόψη τον εντόπιο αραβικό πληθυσμό ως πραγματικό εμπόδιο –το πολύ- πολύ να του έδιναν σημασία όποτε έδειχνε να τους ενοχλεί. Η στάση αυτή επικρατούσε σε όλα τα σιωνιστικά ρεύματα της εποχής εκείνης, τόσο στο αριστερό όσο και στο δεξιό. Για τους σιωνιστές, ακόμη και για τους πλέον προοδευτικούς, ο αποικισμός της Παλαιστίνης σήμαινε την αναπόφευκτη διαδικασία εκσυγχρονισμού μιας οπισθοδρομικής επαρχίας στις παρυφές της Ευρώπης και της επικάλυψης των αραβικών κοινωνικών και οικονομικών δομών από τις ευρωπαιοεβραϊκές. Όσον αφορά το εκπολιτιστικό της έργο, η πλειονότητα των Εβραίων της Παλαιστίνης ήταν ακράδαντα πεπεισμένη γι’ αυτό, όπως και όλοι οι άλλοι αποικιστές πριν απ’ αυτούς στις άλλες ηπείρους. Η αραβική αντίσταση, στα μάτια των σιωνιστών και των δυτικών αρωγών τους, στρεφόταν ενάντια στον ρου των καιρών και της ιστορίας. Ο Ζαμποτίνσκι, που είχε κρίνει «φυσική» και αναπόφευκτη την αντίσταση των Αράβων στο εκπολιτιστικό δώρο του σιωνισμού, υπεράσπιζε τη βία ως μόνο μέσο αντιμετώπισής τους. Το λάβαρο των ρεβιζιονιστών το έλεγε καθαρά: Στο φόντο της σιλουέτας της «Γης του Ισραήλ» που αγκάλιαζε τα εδάφη και στις δύο όχθες του Ιορδάνη, πρόβαλλε ένα σηκωμένο μπράτσο με υψωμένο τουφέκι σαν να έλεγε: «Μόνον έτσι!»Ο παράνομος εποικισμός, υποκινημένος τόσο από την Αριστερά όσο κι από τη Δεξιά, είχε ενορχηστρωθεί κρυφά, και η σχετική γραμματεία, ειδικά από την πρώτη φάση του 1932 μέχρι το 1939, δεν διαθέτει σχεδόν κανένα ουσιώδες στοιχείο να επιδείξει εκτός από αναμνήσεις και απομνημονεύματα αυτών που είχαν συμμετάσχει σ’ αυτή. Οτιδήποτε είχε αποκαλυφθεί από τη βρετανική διοίκηση, την αστυνομία και τον στρατό, μόνο σε αδρές γραμμές μπορεί κανείς να τ’ ανασυνθέσει. Όλα τ’ άλλα ανήκουν στον χώρο των θρύλων. Όμως, πολλοί από εκείνους που συμμετείχαν στην οργάνωση και τον συντονισμό της παράνομης εποίκησης ζούσαν ακόμη. Έχοντας στην τσέπη την εξουσιοδότηση του στρατού για την αποστολή μου2, είχα όλες τις πόρτες ανοιχτές και δεν άργησα να το εκμεταλλευτώ. Μέσα από μυστικές οδούς, για τις οποίες έπρεπε προφανώς να τηρηθεί άκρα εχεμύθεια, έλαβα ονόματα και τηλεφωνικούς αριθμούς ακτιβιστών του κόμματος της ρεβιζιονιστικής νεολαιίστικης οργάνωσης Μπετάρ που είχαν λάβει μέρος στην παράνομη δράση τη δεκαετία του ’30. Έτσι, γνώρισα τον Μοσέ Γκαλίλι, που στα νιάτα του υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της παράνομης δράσης των ρεβιζιονιστικών οργανώσεων. Πριν καλά- καλά καθίσω στο τραπέζι της κουζίνας του, εφοδιασμένος με το μαγνητόφωνό μου, μου δήλωσε: «Ποτέ δεν υπήρξε «παράνομος» εποικισμός. Αλίμονο, πώς είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί παράνομη η επιστροφή ενός Εβραίου στη χώρα καταγωγής του;» Ισχυρίστηκε με έπαρση πως το 1936 με δική του πρωτοβουλία ανακίνησε και διοργάνωσε τον συντονισμό της παράνομης εποίκησης, έπειτα από κάποια χρόνια στασιμότητας. Η εξιστόρησή του με μετέφερε απροσδόκητα στην εποχή των νεολαιίστικων ενώσεων, των ιερών όρκων και των ομηγύρεων γύρω απ’ τη φωτιά υπό τη σκέπη του ουρανού.
Αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Γκαλίλι πήγε στην Ιταλία για να σπουδάσει. Ήταν μέλος της οργάνωσης Μπετάρ από το 1929 και είχε ήδη πιο πριν συμμετάσχει στην κομματική δραστηριότητα. Στην Ιταλία δέχθηκε την επιρροή του φασιστικού κινήματος. Η μαγνητοταινία έχει διαφυλάξει τα λόγια του: «Ζήλευα τους Ιταλούς φίλους μου. Είχαν πατρίδα και σημαία. Εμείς δεν είχαμε τίποτα. Δεν υπήρχε για μας άλλη λύση: Έπρεπε πάση θυσία να δημιουργήσουμε το συντομότερο δυνατόν μια εβραϊκή πλειοψηφία στην Παλαιστίνη». Όπως ο Ζαμποτίνσκι, ο Γκαλίλι έτρεφε κι αυτός θαυμασμό για τον Ντούτσε. Αν για τους ρεβιζιονιστές η Παλαιστίνη έπρεπε απαρεγκλίτως να γίνει η γη των πατέρων τους, η φασιστική Ιταλία μπορεί να θεωρηθεί από πολλές απόψεις η μητρική γη τους. Εκεί διοργάνωνε και διεξήγε το κόμμα τα συνέδριά του κι εκεί εκπαιδευόταν για την «εβραϊκή λεγεώνα» του Ζαμποτίνσκι η εβραϊκή νεολαία της Παλαιστίνης και της Πολωνίας. Μάλιστα, το Νοέμβριο του 1934, οι μελανοχίτωνες φασίστες της περίφημης «Scuola marittima» στην Τσιβιταβέκια ανέλαβαν να εκπαιδεύσουν πάνω από 134 μέλη της Μπετάρ, και στην αποφοίτησή τους το 1936 είχε παρευρεθεί ο Μουσολίνι αυτοπροσώπως. Προέρχονταν όλοι από την Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, διότι οι Εβραίοι της Ιταλίας δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τον σιωνισμό. Ανάλογα κέντρα εκπαίδευσης λειτουργούσαν και στην Πολωνία, όπου περίμεναν τη μετανάστευσή τους και την ένταξή τους στην παράνομη δράση πάνω από 250.000 μέλη σιωνιστικών οργανώσεων νεολαίας, ανάμεσά τους περίπου δέκα χιλιάδες σε αγροτικά και παραστρατιωτικά κέντρα εκπαίδευσης, τα λεγόμενα «Χαχσαρότ».
Η ιστορία του Γκαλίλι έμοιαζε με περιπέτεια. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού προς το Παρίσι το καλοκαίρι του 1936 είχε συναντήσει τυχαία μια ομάδα Εβραίων νέων από την Πολωνία που δεν ήθελαν να επιστρέψουν στη χώρα προέλευσής τους, όμως δεν κατάφερναν να στεριώσουν στη Γαλλία. Μερικοί απ’ αυτούς πήγαν να πολεμήσουν στον ισπανικό εμφύλιο «για να έχουν κάτι να κάνουν», όπως χαρακτηριστικά περιέγραψε ο Γκαλίλι την έλλειψη σκοπού στη ζωή τους. Αυτού του είδους οι νέοι ήταν ό,τι πρέπει και για τον δικό του σκοπό. Απευθύνθηκε στη γαλλοεβραϊκή ανθρωπιστική οργάνωση που μεριμνούσε για τους νέους, προτείνοντας να ιδρύσει ένα κέντρο εκπαίδευσης γι’ αυτούς, με τους πόρους που «σπαταλούσε» η οργάνωση για τη διαβίωσή τους στο Παρίσι, και κατόπιν, με την πρώτη ευκαιρία, να τους στείλει στην Παλαιστίνη. Το σχέδιο όμως απέτυχε. Κατά την επιστροφή του γνώρισε στη Βιέννη τον ταμία και απεσταλμένο στην Ανατολική Ευρώπη της ρεβιζιονιστικής «Νέας Σιωνιστικής Οργάνωσης» Βόλφγκανγκ φον Βάιζελ και του πρότεινε το εξής σχέδιο: Αντί να στέλνουν παντοίω τρόπω μεμονωμένους Εβραίους νέους λαθρομετανάστες, του πρότεινε να επιδιώξει να διοργανώσει την άμεση λαθραία μετάβαση με καράβι. Η σκέψη αυτή δεν ήταν κάτι το νέο. Το 1934 η πολωνική σιωνιστική νεολαιίστικη οργάνωση είχε για πρώτη φορά μεταφέρει 350 εποίκους στις ακτές της Παλαιστίνης και με τη βοήθεια της Χαγκάνα τούς είχε βάλει λαθραία στη χώρα. Κατόπιν η Μπετάρ, της οποίας οι οπαδοί περίμεναν με αδημονία τη μετανάστευσή τους από την Ανατολική Ευρώπη, ναύλωσε ένα δικό της καράβι, που ένα μήνα αργότερα αποβίβασε 117 νέους στις ακτές του Τελ Αβίβ. Η τρίτη απόπειρα απέτυχε. Όταν, το Σεπτέμβριο του 1934, επέστρεψε το πρώτο καράβι, το «Βέλος», με μια δεύτερη φουρνιά 350 εποίκων, επενέβη ένα βρετανικό πολεμικό και διέκοψε την επιχείρηση αποβίβασης. Πενήντα επιβάτες είχαν ήδη κατέβει στη στεριά∙ οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν να αποβιβαστούν. Το «Βέλος», που ο Τύπος τού έδωσε το όνομα «πλοίο- φάντασμα», περιπλανιόταν με τους 300 επιβάτες του δέκα εβδομάδες από λιμάνι σε λιμάνι, ωσότου αναγκάστηκε να επιστρέψει τους επιβάτες πάλι πίσω εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει.
Η μοίρα του «Βέλος» κλόνισε την εβραϊκή κοινωνία της Παλαιστίνης. Η εβραϊκή ηγεσία βρέθηκε αντιμέτωπη με την αποφασιστικότητα και υπεροχή μιας παγκόσμιας δύναμης όπως η Μεγάλη Βρετανία, που διέθετε εξουσία κι επιρροή, και ανέστειλε κάθε άλλη απόπειρα λαθραίας μετανάστευσης μέσω της θαλάσσιας οδού. Στα τέλη του 1934, εξ αιτίας των διώξεων κατά των Εβραίων στη Γερμανία, το Λονδίνο χαλάρωσε τα περιοριστικά μέτρα παραχώρησης βίζας και προανήγγειλε την αύξηση του αριθμού των εποίκων σε 42.000 μετανάστες. Πλέον μερικές εκατοντάδες παράνομοι παραπάνω δεν θεωρούνταν ένα ζήτημα άξιο να οξύνει τις σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας με την εβραιοπαλαιστινιακή ηγεσία του Δαβίδ Μπεν Γκουριόν. Οι ρεβιζιονιστές είχαν εντελώς διαφορετική άποψη. Ούτως ή άλλως ήταν ενάντιοι στη βρετανική πολιτική και τη διαφαινόμενη λύση της διχοτόμησης της χώρας, που για πρώτη φορά συζητήθηκε τότε, και ένιωθαν ανέκαθεν «ριγμένοι» όσον αφορά στην κατανομή των αδειών εποικισμού, ενώ δυσκολεύονταν να στελεχώσουν τις παλαιστινιακές τους οργανώσεις μετά την αποχώρησή τους από τη Σιωνιστική Οργάνωση το 1935. Η υποχώρηση έναντι του Λονδίνου ή των ντόπιων Αράβων δεν θα τους προσέφερε κανένα κέρδος.
Το 1935 ο αριθμός των εποίκων έφτασε στο υψηλότερο σημείο της περιόδου της Βρετανικής Εντολής. Πάνω από 66.000 Εβραίοι εισήλθαν εκείνο το έτος στη χώρα. Το παλιρροιϊκό αυτό ρεύμα στάθηκε αφορμή για ένα τρίτο κύμα διαμαρτυρίας και βίας από πλευράς των Αράβων, που κράτησε ως το 1939. Η βρετανική διοίκηση αντέδρασε συγκροτώντας για άλλη μια φορά μια εξεταστική επιτροπή, η οποία κατέληξε και πάλι στο συμπέρασμα ότι οι Άραβες της Παλαιστίνης επιθυμούσαν την ανεξαρτησία τους και απέρριπταν κατηγορηματικά το σιωνιστικό εγχείρημα και τον εποικισμό. Η επιτροπή συνιστούσε τη διχοτόμηση της χώρας και την οριοθέτηση ενός ετήσιου ύψους μετανάστευσης 12.000 ατόμων ως του υψηλότερου πολιτικά ανεκτού ορίου. Αποτέλεσμα ήταν ο εκ νέου περιορισμός της μετανάστευσης το έτος 1937, όταν ο αριθμός πράγματι κατέβηκε στους 10.000. Μια επιπλέον συνέπεια της λεγόμενης «αραβικής εξέγερσης» του 1936 ήταν η στενότερη συνεργασία των βρετανικών οργάνων ασφαλείας με τον παράνομο στρατό Χαγκάνα, που ελεγχόταν από το σιωνιστικό εργατικό κίνημα. Κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας, μέλη της Χαγκάνα στρατολογούνταν ως βοηθητικά όργανα στη βρετανική αστυνομία. Για τους Βρετανούς αυτό σήμαινε οικονομία σε προσωπικό: Στο εξής Εβραίοι φύλακες θα προστάτευαν τους οικισμούς και τα ιδρύματά τους από τους Άραβες. Για τη Χαγκάνα η συνεργασία αυτή της έδινε την ευπρόσδεκτη ευκαιρία να υποβάλλει ανεμπόδιστα τους εθελοντές της σε στρατιωτική εκπαίδευση, για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να εκπληρώσει το σιωνιστικό όραμα με την επιβολή των όπλων, σενάριο που με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο πιθανό. Για τους ρεβιζιονιστές, που στο μεταξύ είχαν ιδρύσει μια δική τους πολιτοφυλακή στην Παλαιστίνη, την Ιργκούν Τσβαΐ Λεουμί, η συνεργασία αυτή σήμαινε μία ακόμα απώλεια επιρροής στην εσωτερική σιωνιστική διαμάχη.
[ ] Η επιτυχία της αποβίβασης των λαθρομεταναστών ήταν η έναρξη της ιστορίας των «καραβανιών» των ρεβιζιονιστών, όπως ονομάζονται κατά δραματική υπερβολή. Με τη βοήθεια της Ιργκούν και της Μπετάρ, ο Γκαλίλι έστησε μια καλύτερα οργανωμένη επιχείρηση, αποβιβάζοντας στη συνέχεια άλλες πέντε φορές μέλη της Μπετάρ στις ακτές της Παλαιστίνης διά της θαλασσίας οδού. Μετά από αυτό η αριστερή νεολαιίστικη οργάνωση Χεχαλούτς, η διοργανώτρια της επιχείρησης του πλοίου «Βέλος», ξανάρχισε τη δράση μεταφέροντας λαθραία εποίκους στη χώρα. Με τα γεγονότα του 1938 –την προσάρτηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας, τη σύσκεψη του Εβιάν και το νοεμβριανό πογκρόμ– η λαθρομετανάστευση μπήκε σε νέα φάση. Εν όψει της εντεινόμενης δίωξης των Εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία και της πολιτικής μεταστροφής των Βρετανών στο ζήτημα του ποσοστού μετανάστευσης, τα εργατικά κόμματα παραιτήθηκαν από την εναντίωσή τους στη συνέχιση της λαθρομετανάστευσης και ανέθεσαν στην παράνομη στρατιωτική οργάνωση Χαγκάνα τη διοργάνωση και διεξαγωγή της. Εκείνη ίδρυσε τη «Μοσάντ λε Αλίγια Μπετ», την «Οργάνωση για λαθρομετανάστευση», που εγκαταστάθηκε στο Τελ Αβίβ με εξωτερικές αντένες στο Παρίσι και στη Γενεύη, αντικαθιστώντας, με το σφικτό αδιαπέραστο δίκτυό της, που εκτεινόταν σ’ όλη την Ευρώπη, την αυθαίρετη και απρογραμμάτιστη δράση των προδρόμων. Επιπλέον είχε αλλάξει και η δημογραφική σύνθεση των λαθρομεταναστών. Ενώ παλαιότερα εισάγονταν λαθραία στη χώρα νέοι Ανατολικοευρωπαίοι ακτιβιστές για την ενίσχυση και στελέχωση των ενώσεων και των παραστρατιωτικών οργανώσεων, πλέον έρχονταν οικογένειες προσφύγων. Αν κι εξακολουθούσε να επικρατεί σύστημα διαλογής σύμφωνα με κριτήρια υγείας και ανθεκτικότητας, η επερχόμενη καταστροφή ματαίωνε τις όποιες προτεραιότητες.
Έπειτα από την έναρξη του πολέμου, το 1939 λίγα ήταν τα πλοία που κατάφερναν ν’ αποβιβάσουν απαρατήρητα τους επιβάτες τους. Τα περισσότερα ανακαλύφθηκαν και οι έποικοι μεταφέρθηκαν σε βρετανικά στρατόπεδα, συχνά μακριά από την Παλαιστίνη, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πάνω από χίλιοι λαθρομετανάστες σκοτώθηκαν σ’ αυτές και σε ανάλογες επιχειρήσεις. Μετά τον πόλεμο, με την οικονομική ενίσχυση αμερικανοεβραϊκών συλλόγων, η Μοσάντ ξεκίνησε τη μαζική διά ξηράς και θαλάσσης μεταφορά των επιζώντων, των προσφύγων και των DP3 από τα πρώην κατεχόμενα από τον γερμανικό στρατό μέρη της Ευρώπης. Ήταν θεαματικές επιχειρήσεις, που όλο και περισσότερο είχαν τον χαρακτήρα έκκλησης στη παγκόσμια κοινή γνώμη, και αργότερα έγιναν αντικείμενο εξύμνησης σε βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες, καθορίζοντας έτσι παγκόσμια την εικόνα της λαθρομετανάστευσης και εποίκησης.
 
 
Σημειώσεις:
1. Απόσπασμα από το βιβλίο του Ξένος στη Σιών (Η εβραϊκή ταυτότητα πέρα από τον εθνικισμό, Αποσπάσματα από τα κεφάλαια «Πώς να γίνεις χρηστός Ισραηλινός πολίτης: Ο σιωνισμός της καθημερινής ζωής», καθώς και «Κι ένας δυνατός λαός γνωρίζει τι θα πει λύπη: Το ολοκαύτωμα και οι γενέθλιοι μύθοι του Ισραήλ»). Ο Μπρέχερ είναι ιστορικός και σήμερα ζει στο Άμστερνταμ. Γεννήθηκε το 1951 από Γερμανοεβραίους γονείς στο Ισραήλ. Μεγάλωσε στη Γερμανία και στη συνέχεια επέστρεψε στο Ισραήλ, όπου διηύθυνε το Ινστιτούτο Leo Baeck, ενώ δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα και το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Ο Μπρέχερ στο βιβλίο του, που είναι ταυτόχρονα βιβλίο ιστορίας και προσωπική αφήγηση, περιγράφει πώς κατέληξε στη συνειδητοποίηση ότι είναι όντως ένας «Ξένος στη Σιών», διότι προσπάθησε να ανατάμει με επιστημονική υπευθυνότητα την ιστορία του σιωνισμού και του Ισραήλ. Το βιβλίο του εκδόθηκε στα γερμανικά το 2005 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Σοφία Γεωργοπούλου, ενώ έχει εκδοθεί ήδη στα αγγλικά το 2007. Στην Ελλάδα η έκδοσή του πέρασε μέσα από μια «περίεργη» περιπέτεια. Αρχικώς ανελήφθη από μεγάλο εκδοτικό οίκο, γνωστού συγκροτήματος, ο οποίος κατέβαλε τα δικαιώματα στον συγγραφέα και τη μεταφράστρια· όμως, στη συνέχεια ο εκδοτικός οίκος αποποιήθηκε την έκδοση του βιβλίου, την οποία ανέλαβαν οι Εναλλακτικές Εκδόσεις.
2. Ο συγγραφέας είχε αναλάβει το 1984 από τον ισραηλινό στρατό την ευθύνη της διεξαγωγής σεμιναρίων για την ιστορία του Ισραήλ και επομένως μπορούσε να διεξαγάγει ορισμένες έρευνες.
3. DP: αρχικά της φράσης «displaced persons», όπως χαρακτηρίστηκαν οι κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας που δεν είχαν πού νaα πάνε μετά τη λήξη του πολέμου, εν ολίγοις οι απάτριδες και ανέστιοι από τις διώξεις και τον πόλεμο.

http://ardin-rixi.gr/archives/2272

Posted in Ιστορία, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

«Το Κυπριακό μέσα από την Ιστορία, την Πολιτική, την Λογοτεχνία και τα ΜΜΕ»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 17 Ιουλίου 2014

prosklisi

Πολιτικοστρατιωτική οπτική.

Εισήγηση Δημήτρη Αλευρομάγειρου, Αντιστράτηγου ε.α., Επίτιμου Γενικού Επιθεωρητού Στρατού,

——————————–

Τα τραγικά γεγονότα του 1974, που μόνο με την καταστροφή του 1922 μπορούν να συγκριθούν, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.

Υπενθυμίζω,

– Ο επικός αντιαποικιακός-απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-59 ευτέλισε μεν την γηραιά Αλβιόνα αλλά οι πολιτικές ηγεσίες οδήγησαν στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, τις οποίες ο Άγγλος Κάλλαχαν , μετέπειτα Πρωθυπουργός του Η.Β. είχε ονομάσει ζουρλομανδύα , ο δε Σοφοκλής Βενιζέλος, δήλωσε ότι «Νίκησαν οι Έλληνες και κέρδισαν οι Τούρκοι»…

– Η Τ/Κ ηγεσία , καθοδηγουμένη πάντοτε από την Τουρκία, σε αγαστή συνεργασία με το Η.Β. δήλωσε από την πρώτη στιγμή, δια στόματος του «αντιπροέδρου» Κιουτσούκ ότι θα εργαστεί για την διχοτόμηση..

– Η από μακρού σχεδιασθείσα τουρκανταρσία του Δεκέμβρη του 1963, [παραλείπω τις λεπτομέρειες, γνωστές άλλωστε], οδήγησε τη παρεμβάσει των Βρετανών στη χάραξη της πράσινης γραμμής Λευκωσίας η οποία έμελλε να διατηρηθεί για ολόκληρη την Κύπρο μέχρι σήμερα..

-Ακτίνα φωτός και αντίστασης η συμφωνία Μακαρίου- Γεωργίου Παπανδρέου για την κάθοδο το 1964 Ελληνικής Μεραρχίας ενισχυμένης δύναμης και η οργάνωση και συγκρότηση από τον Ιούνιο του 1964 της Εθνικής Φρουράς,

-Όμως η επικράτηση του πραξικοπήματος του 1967 έφερε ως πρώτο αποτέλεσμα , μετά την γνωστή τουρκική προβοκάτσια Κοφίνου, την επαίσχυντη αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας , δηλαδή τον πλήρη αφοπλισμό της Κύπρου , την αρχή του τέλους,

[εδω θα παραθέσω τρία τουλάχιστον στοιχεία , ενδεχομένως μη ευρέως γνωστά για το ότι η χούντα του 1967, φέρει βαρύτατη ευθύνη για την καταστροφή της Κύπρου και όχι μόνον με το προδοτικό και βλακώδες πραξικόπημα του 1974].

-Διαβάζω από το βιβλίο «Ισραήλ, Τουρκία και Ελλάδα, Ταραγμένες σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο» του Ισραηλινού Αμίκαμ Ναχμάνι, πρόλογος Ιωάννης Μάζης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2003, σελίδα 264,

«Από αναφορές των ισραηλινών διπλωματών στη Λευκωσία, Αθήνα, Άγκυρα το 1955-56,»Οι ελληνικές κυβερνήσεις έχοντας εξαναγκασθεί να υιοθετήσουν το αίτημα της Ένωσης, δεν είχαν τη δύναμη να πείσουν τον Λαό τους να παραιτηθεί εντελώς από το θέμα, Μόνο όταν τα πράγματα θα βελτιωθούν [στο κείμενο «βελτιώθηκαν»]δηλαδή στην εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τότε μόνον μια ελληνική κυβέρνηση αισθάνθηκε ελεύθερη να παρατήσει το Κυπριακό'[τα παραπάνω παρουσιάστηκαν σε εισήγηση της κ. Λεα Μπασμα Ζερουαλλι, Γαλλίδας ερευνήτριας, με άριστη γνώση της Ελληνικής Ιστορίας-διπλωματίας, σε συνέδριο του ΑΡΔΗΝ στην Έδεσσα τον Αύγουστο του 2008, με τίτλο» Κύπρος και Μέση Ανατολή» και μπορείτε να το βρείτε στο διαδίκτυο]

– Γνωρίζετε πολλοί παριστάμενοι, υποθέτω, τον Νέστορα της δημοσιογραφίας, παλαίμαχο δημοσιογράφο Ηλία Δημητρακόπουλο, ο οποίος ευρίσκεται στην Ουάσιγκτονα και έχει ένα πλουσιότατο αρχείο για την χούντα του 1967, το σκάνδαλο Γουωτερ Γκέιτ [όπου και η σύνδεση της Ελληνικής χούντας ] και το Κυπριακό,

Το αρχείο αυτό το έστειλε και στην Κύπρο στην επιτροπή για το φάκελο αλλά απ ότι γνωρίζω κανένας δεν του πήρε κάποια κατάθεση..]

Ο Ηλίας Δημητρακόπουλος, σε επίσημη παρέμβαση του στις 17 Ιουλίου 1974 προς το Στεητ Ντηπαρμεντ, ζήτησε να παρεμβληθεί ο 6ος Στόλος μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου για να αποθαρρυνθεί η απόβαση [εν παρόδω σημειώνω οτι ο Η.Δ., κατέθεσε την 22αν Μαρτίου 2003 μήνυση κατά του Χένρυ Κίσινγκερ στον Άρειο Πάγο [χειριστής δικηγόρος η Ζωή Κωνσταντοπούλου]για την ευθύνη του τελευταίου για την εισβολή και για απόπειρα δολοφονίας του ιδίου, στηριζόμενος εκτός των άλλων στο βιβλίο του Κριστοφερ Χιτσενς[απεβίωσε ο συγγραφέας το παρελθόν έτος] «Η δίκη του Χένρυ Κίσινγκερ»[εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 2002][Η μήνυση απερρίφθη από τον Α.Π, για λόγους δωσιδικίας αλλά ο Η.Δ .έχει επανέλθει]

-Τέλος για τις σοβαρές ενδείξεις, για την ευθύνη της χούντας στο Κυπριακό, επισημαίνω την γνωστή-υποθέτω σε όλους μας- δήλωση συγγνώμης του Πρόεδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον σε ομιλία του στην Αθήνα το 1999 για την οποίαν επικρίθηκε στις ΗΠΑ[μεταξύ των επικριτών του και ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα [1965-69],Φίλιπ Ταλμποτ]….

Σαφώς λοιπόν τα δραματικά γεγονότα της εισβολής το 1974 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία..

Ας δούμε όμως και τη στρατιωτική πλευρά του θέματος.

Μετά την επαίσχυντο αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και ενώ η Τουρκία έστελνε συνεχώς στρατιωτικές ενισχύσεις ιδία στην περιοχή Γαλάτειας, αδιαφορώντας πλήρως για τις αναιμικές διαμαρτυρίες της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη, η αμυντική συμπεριφορά για το ενδεχόμενο εισβολής στην Κύπρο ήταν ουσιαστικά μηδενική,

Θέλω αμέσως να τονίσω ότι παρά τον ηρωικό αγώνα κυρίως της ΕΛΔΥΚ και τίνων άλλων Μονάδων αλλά και μεμονωμένων στρατιωτών και πολιτών, ο ηρωισμός της εθελοντικής συμμετοχής και θυσίας των οποίων και γι αυτό τον λόγο είναι ουρανομήκης, η Ελλάδα υπέστη και στρατιωτικώς δεινή ήττα. Η Εθνική Φρουρά μετά την αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας παρείχε ελάχιστη έως μηδενική εκπαίδευση έφεδρων , οι δυνάμεις των οποίων απετέλουν πλέον την ουσιαστική δύναμη αντίστασης.

Το σημειώνω αυτό για να επισημάνω αμέσως ότι αν εξαιρέσουμε την συμφωνία Ελλάδας-Κύπρου το 1994 για την εφαρμογή του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, μέσα στα πλαίσια της οποίας και έγιναν σημαντικές στρατιωτικές κοινές ασκήσεις Ελλάδας -Κύπρου τα πρώτα χρόνια και έγινε η παραγγελία των S300 το μεν Δόγμα, εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ουσιαστικά εκφυλίστηκε οι δε πύραυλοι οι όποιοι βέβαια από μόνοι τους δεν θα έσωζαν την Κύπρο, για λόγους καθαρά ενδοτικής πολιτικής και κάτω από την πίεση της Τουρκίας ουδέποτε εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο με αποτέλεσμα να καταγάγει η Τουρκία μεγάλη πολιτική και στρατιωτική νίκη αναιμάκτως….

Σημειώνω αμέσως , ότι σε πρόσφατη στρατιωτική μελέτη του Κυπρίου ερευνητή σε θέματα στρατιωτικής στρατηγικής κ. Άριστου Αριστοτέλους, η σύγκριση δυνάμεων αυτή τη στιγμή στην Κύπρο είναι συντριπτικά αρνητική για τις δικες μας δυνάμεις, Εάν προσθέσουμε σε αυτή την κατάσταση την εγγύτητα της Τουρκίας, την παντελή έλλειψη ελληνικής αεροπορικής άμεσης υποστήριξης , όπως είχε προβλεφτεί με το ΔΕΑΧ με την παρουσία Α/Φ στα Αεροδρόμια της Κύπρου, την μελετώμενη μείωση της θητείας και εκεί αλλά και την ουσιαστική απουσία της Ελλάδας, επί του παρόντος μόνον λόγω διεθνών συγκυριών δεν βλέπουμε εκ νέου προέλαση των τουρκικών δυνάμεων ,,

Η Τουρκία βέβαια αυτή τη στιγμή μετά την συμφωνία Αναστασιάδη- Έρογλου που δεν είναι απλό έγγραφο αλλά ουσιαστικός οδικός χάρτης στα βήματα ενός ακόμη σχεδίου Ανάν , εξακολουθεί υπό την απειλή πάντοτε της στρατιωτικής δύναμης κατοχής να πιέζει και να αποκαλεί με αναίδεια χιλίων πιθήκων την Κυπριακή Δημοκρατία «εκλιπούσα» αφού η δική μας πολιτική αντίδραση είναι σχεδόν ανύπαρκτη,

Σε ψήφισμα το οποίον υπέγραψαν αμέσως μετά το έγγραφο Αναστασιάδη -Έρογλου τον παρελθόντα Φεβρουάριο 1322 προσωπικότητες στην Ελλάδα , Κύπρο και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων ο Μίκης Θεοδωράκης και εκ των παρισταμένων, εκτός των άλλων, και ο κ. Λιλλήκας, αναφέρεται ότι: «Το υποτιθέμενο «νέο πλαίσιο» λύσης, των Αναστασιάδη –Έρογλου, εξαφανίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και τη νομική και διεθνή της υπόσταση, κάνοντας λόγο για νέο «Κυπριακό κράτος», το οποίο θα συστήσουν, από κοινού και ισότιμα, τα «δύο συνιστώντα κράτη». Έτσι, γίνεται αποδεκτός ο διαχρονικός στόχος της Τουρκίας για ουσιαστική διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συναφώς, δεν γίνεται καμία αναφορά σε εισβολή, κατοχή, κατοχικές δυνάμεις, ούτε καν στον σεβασμό των αποφάσεων και ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Ολομέλειας του ΟΗΕ, το δε ψευδοκράτος αποκτά την ίδια διεθνή υπόσταση με την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία!»[Βλέπε ψήφισμα στο διαδικτυακό τόπο του ΑΡΔΗΝ]

Η ΆΜΕΣΗ και τονίζω ΑΜΕΣΗ αλλαγή με αποφασιστικότητα, σωφροσύνη και μεθόδευση, πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής δεν είναι απλώς αναγκαία αλλά είναι θέμα επιβίωσης μας,

Η ενδεχόμενη και απευχόμενη απώλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, την «έκλειψη ‘ της οποίας τονίζει η Τουρκία, θα είναι όχι μόνον τοπική καταστροφή και τεράστια πληγή , αλλά θα οδηγήσει και στην ανεπανόρθωτη συρρίκνωση της Ελλάδας,

Οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας και Κύπρου, στο σύνολο τους, πρέπει να συνειδητοποιήσουν στην πράξη το αυτονόητο ότι «Η Κύπρος αποτελεί το ανάχωμα στις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας πρός την Ελλάδα.»,

Ο Ελληνικός Λαός, στην Κύπρο και εδώ απαιτεί εγρήγορση και αλλαγή στρατηγικής προς την σωστή αυτή κατεύθυνση και έχοντας εμπιστοσύνη σε αυτόν τον Λαό είμαστε αισιόδοξοι. Άλλωστε το απέδειξε το 2004 όταν απέρριπτε την τότε θανάσιμη απειλή του σχεδίου Ανάν.

Posted in Εκδηλώσεις, Κύπρος | Leave a Comment »

«…και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 16 Ιουλίου 2014

του Νίκου Μπογιόπουλου

Ένας σπουδαίος Άγγλος ποδοσφαιριστής, ο Γκάρι Λίνεκερ, πριν από μερικές δεκαετίες διατύπωσε την περίφημη ρήση: Το ποδόσφαιρο, είχε πει, είναι ένα παιχνίδι στο οποίο 22 τύποι τρέχουν πίσω από μια μπάλα, ένας διαιτητής κάνει ένα σωρό λάθη και «στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί»!

Από τότε η φλεγματική ατάκα του Λίνεκερ έχει μετατραπεί σε σλόγκαν. Επαναλαμβάνεται στα σχόλια και στις μεταδόσεις κάθε μικρής ή μεγάλης ποδοσφαιρικής διοργάνωσης. Πόσο μάλλον σε ένα Μουντιάλ, όπως το τελευταίο. Και πόσο μάλλον μετά την επιβλητική εμφάνιση της Εθνικής Γερμανίας στη διοργάνωση, την δίκαιη επικράτησή της στον τελικό και την κατάκτηση του τροπαίου.

Φυσικά, λόγω της εμβέλειας του ποδοσφαίρου, αυτό το «στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί», κουβαλάει διαρκώς μαζί του ένα ευδιάκριτο υπονοούμενο: Ότι στο τέλος οι Γερμανοί κερδίζουν πάντα, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά… παντού. Λόγω δε της εποχής που ζούμε – και για λόγους ευνόητους που σχετίζονται με το πλαίσιο των υφιστάμενων πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών – το υπονοούμενο για την «τελική νίκη» του ισχυρού (εν προκειμένω των Γερμανών) παύει όλο και λιγότερο να έχει άρρητο χαρακτήρα. Του προσδίδεται μια, τρόπον τινά, τελεολογική διάσταση.

Είναι «μοιραίο», λοιπόν, να κερδίζει πάντα ο ισχυρός; Η εικόνα της κυρίας Μέρκελ να πανηγυρίζει στο Μαρακανά προσφέρεται για γενικότερους συμβολισμούς; Και είναι μάταιη η προσπάθεια να αλλάξεις το ρου των πραγμάτων αφού, τελικά, είναι προκαθορισμένο να κερδίζουν πάντα οι «Γερμανοί»;

Εφόσον το ποδόσφαιρο επιλέγεται από ορισμένους ως αγγελιαφόρος του… πεπρωμένου (αυτή είναι η τύχη και η ατυχία του λόγω της δημοφιλίας του), ε, τότε ας ακολουθήσουμε τη συλλογιστική τους μόνο και μόνο για να διηγηθούμε μια ιστορία.

Η ιστορία αυτή εκτυλίχθηκε στο γερμανοκρατούμενο Κίεβο, το 1942. Οι ποδοσφαιριστές της «Ντιναμό», πλαισιωμένοι από τρεις συναδέλφους τους της «Λοκομοτίβ», φτιάχνουν, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, την ποδοσφαιρική ομάδα «Σταρτ».

Τα κατορθώματα των ρακένδυτων και υποσιτισμένων ποδοσφαιριστών της «Σταρτ» στο γήπεδο, που λειτουργούν ως ένεση ανάτασης για τον ουκρανικό λαό, ειδικά μετά τη νίκη τους επί της γερμανικής «PGS», δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους ναζί. Οι χιτλερικοί στέλνουν στο Κίεβο τη θεωρούμενη ανίκητη ομάδα της γερμανικής αεροπορίας, τη «Φλάκελφ», με αποστολή να αναμετρηθεί με τη «Σταρτ».

Στον πρώτο αγώνα μεταξύ «Σταρτ» – «Φλάκελφ», στις 6 Αυγούστου 1942, οι Ουκρανοί διαλύουν τη γερμανική ομάδα με 5-1. Οι Γερμανοί ζητούν «εκδίκηση» και η ρεβάνς ορίζεται τρεις μέρες αργότερα. Ήδη από τα αποδυτήρια, πριν την έναρξη του αγώνα, οι άντρες των SS εφιστούν την προσοχή στους ποδοσφαιριστές της «Σταρτ»: «Οταν βγείτε στο γήπεδο θα χαιρετήσετε με τον δικό μας τρόπο»…

Λίγο αργότερα στο κατάμεστο στάδιο, στον ναζιστικό χαιρετισμό και στα «Χάιλ Χίτλερ» των αντιπάλων τους, οι παίκτες της «Σταρτ» απαντούν με τον σοβιετικό χαιρετισμό: «Fizcult Hura» (σ.σ.: «Ζήτω ο αθλητισμός»)!

Στο ημίχρονο του αγώνα, και ενώ το σκορ ήταν 3-1 υπέρ των Ουκρανών, η επίσκεψη των ναζί στα αποδυτήρια συνοδεύεται από το εξής ξεκάθαρο μήνυμα προς τους παίκτες της «Σταρτ»: ‘Η θα καθίσετε να χάσετε ή θα υποστείτε τις συνέπειες…

Οι Σοβιετικοί δεν κάθισαν να χάσουν. Ήξεραν τι επρόκειτο να ακολουθήσει, αλλά αποφάσισαν να παίξουν για την τιμή τους. Το ματς έληξε 5-3 υπέρ τους. Μετά από εκείνο τον «Αγώνα του Θανάτου» το αντίτιμο ήταν βαρύ (http://www.sport24.gr/Files/o_agwnas_toy_thanatoy.1322964.html) αφού πολλοί από τους παίκτες της «Σταρτ» δολοφονήθηκαν από τους ναζί. Αλλοι πέθαναν κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων. Άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και άλλοι εκτελέστηκαν μερικούς μήνες αργότερα. Όμως είχαν κερδίσει…

Έξω από το γήπεδο ουκρανικής «Ζενίτ» δεσπόζει ένα άγαλμα. Στη βάση του αγάλματος που αναπαριστά την εικόνα τεσσάρων ποδοσφαιριστών υπάρχει χαραγμένη η εξής επιγραφή: «Η δόξα σας δεν θα ξεθωριάσει στους αιώνες…».

Δεν ξέρουμε ποια είναι η τύχη του αγάλματος σήμερα, ή ποια θα είναι μετά τις γνωστές εξελίξεις στην Ουκρανία. Εκείνο που ξέρουμε – με βεβαιότητα – είναι ότι η μπάλα είναι στρογγυλή. Και ότι, στην πραγματικότητα, δεν ξέρεις ποτέ που θα καταλήξει. Έτσι συμβαίνει στο ποδόσφαιρο. Το ίδιο και στη ζωή. Θα δούμε, λοιπόν, ποιος θα κερδίσει «στο τέλος». Γιατί, ακόμα, ούτε στο ποδόσφαιρο «οι αγώνες έληξαν», ούτε στη ζωή το «Τέλος της Ιστορίας» επήλθε.

email: mpog@enikos.gr

Posted in Ιστορία | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Αντί τίτλου: Μόνον στο α’ 5μηνο του 2014 μετανάστευσαν 50.000 νεαροί ‘Ελληνες

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 7 Ιουλίου 2014

Αντί τίτλου: Μόνον στο α’ 5μηνο του 2014 μετανάστευσαν 50.000 νεαροί Ελληνες

Του Στάθη από το enikos.gr
Την επιστράτευση των απεργών της ΔΕΗ σκέφτεται η κυβέρνηση. Γιατί; Η επιστράτευση πλειάδος ΜΜΕ, φερέφωνων και βλακόφωνων εναντίον των απεργών δεν αρκεί;

Μοναδική παραφωνία σ’ αυτό το αρραγές μέτωπο των ληστών και των ιδιοτελών στόκων, ο κ. Γεωργιάδης! Ω ναι! Ο Αδωνις, του Αδώνιδος! Οστις ομιλών στον «Realfm» και στον κ. Νίκο Χατζηνικολάου, δήλωσε (για τη ΔΕΗ): «Αν ήταν δική μου επιχείρηση, δεν θα την πούλαγα» – επειδή όμως αυτή η κυβέρνηση βρήκε αυτήν την επιχείρηση κληρονομιά απ’ τον πατέρα της, ας πάει και το παλιάμπελο…

Εδώ εγείρεται το προαιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα: ο αμοραλισμός οδηγεί στη βλακεία ή η βλακεία στον αμοραλισμό;

Σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα – πάλι ο κ. Γεωργιάδης- αποφάνθηκε: Στην Ελλάδα κάθε μέρα χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους, οι καθαρίστριες γιατί να ’ναι εξαίρεση; Εμβρόντητος ο αμοραλισμός, εμβρόντητη και η βλακεία. Τόσες χιλιάδες ανθρώπους σφάζουμε κάθε μέρα, θα ήταν άδικο να μη σφάξουμε και τις καθαρίστριες.

Ζούμε μεγάλες στιγμές διακυβέρνησης επιπέδου! Γιακουμάτου! «Είμαι κατά του ξεπουλήματος, αν και η κυβέρνηση το απεχθάνεται αυτό», δήλωσε ο τρισμέγιστος, αφήνοντας τη λογική κάγκελο! Τι ακριβώς απεχθάνεται η κυβέρνηση; το ξεπούλημα ή τον Γιακουμάτο; Ο ευρίσκων απάντηση κερδίζει χρυσούν ωρολόγιον ή Σκρέκαν ίσης αξίας. Καθότι

ο φωστήρ βουλευτής της Ν.Δ. απαγγέλλοντας (δηλαδή γκαρίζοντας σε πάνελ) δοξαστικό ύμνο στον ανταγωνισμό ερώτησε θεούς κι ανθρώπους: «Και ο Κεντέρης τι θα πετύχαινε, αν δεν υπήρχε ο ανταγωνισμός;» – γιατρέ μου, ζαλίζομαι και ερωτώ εκ νέου, ο αμοραλισμός οδηγεί στη βλακεία ή η βλακεία στον αμοραλισμό; Οταν ο μέγας ποταμός Δούναβης και Επικεφαλής μου, κ. Σταύρος Θεοδωράκης, δηλώνει ότι δεν είναι κατά της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, σημαίνει ότι είναι υπέρ; Φέρτε μου

έναν Γερμανό να μου λέει τι να σκέφτομαι, θα τρελαθώ!

Πλην όμως, ουπς! Κάποια ΜΚΟ θα υπάρχει ήτις θα αντιμετωπίζει με κάποιαν τρυφερότητα περιπτώσεις σαν τη δική μου. Κι αν δεν υπάρχει, γιατί να μην ιδρύσω ο ίδιος μία;! Σπεύδω λοιπόν στην ΥΔΑΣ (Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας) του Υπουργείου Εξωτερικών. «Ξέρετε, τους λέω, έχω μια ευαισθησία για τη δημοκρατία στα Δυτικά Βαλκάνια» (περιοχή που συνορεύει ανατολικώς με τα Ανατολικά Βαλκάνια, βορείως με τη Βαυαρία και νοτίως με το δεσποτάτο της Ηπείρου). «Ε και;», μου λέει ο Υπουργός (σ.σ. στο Υπεξ υπήρχαν Υπουργοί και πριν από τον Μπενύτο Μπενίτο). «Σκέφτομαι λοιπόν», συνεχίζω να λέω απτόητος στον Υπουργό, «να κάνω μια ΜΚΟ, το Δίκτυο για τη Δημοκρατία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (ΔΙ.ΔΗ.ΝΕ.), πρώην Δίκτυο Πρωτοβουλίας για τη Δημοκρατία στα Δυτικά Βαλκάνια. Προς τούτο χρειάζομαι

να μου δώσετε 2.492.728,17 Ευρώ για το διάστημα 2001-2010!

– Μήπως λέγεσθε Παπαμιμίκος και θα γίνετε Γραμματέας της Ν.Δ., γνωστής και ως κόμμα Μπαλτάκου – Χρύσανθου – Βενιζέλου, μου λέει, είρων, ο Υπουργός.

– Οχι, απαντώ λακωνικά.

– Και τότε, πού πας, καημένε Καραμήτρο, μου βγάζει σαρκαστικά τη γλώσσα ο Υπουργός.

– Δεν με λένε Καραμήτρο, του κάνω.

– Ούτε Παπαμιμίκο σε λένε, μου κάνει.

Και επειδή τώρα εσείς νομίζετε ότι σας κάνω πλάκα, ανατρέξτε στο τρέχον «Ποντίκι» όπου υπάρχει εκτενές ρεπορτάζ για «έρευνα του ΣΔΟΕ» στα πεπραγμένα της ΜΚΟ του κ. Παπαμιμίκου (ΔΙ.ΔΗ.ΝΕ.) για το διάστημα μεταξύ του 2001-2013!

Το ενδιαφέρον (από κβαντικής απόψεως) είναι ότι από 4.1.2013 το όνομα του κ. Παπαμιμίκου εξήλθε του Δ.Σ. της εν λόγω ΜΚΟ και πέταξε σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν. Εις τόπον χλοερόν και success story, όπου αναπαύονται πράξεις αγαθές και διάφανες, πρόσωπα υπεράνω του νόμου, χαρακτήρες αδαμάντινοι.

Α, ρε κορόιδα Ελληνες, που θέλουν να σας φάνε τα λεφτά 500 καθαρίστριες…

http://ardin-rixi.gr/archives/18113

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Leave a Comment »

Η απαιδευσία των πολιτικών κυοφορεί τερατογεννέσεις

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 7 Ιουλίου 2014

Του Χρήστου Γιανναρά από την Κυριακάτικη Καθημερινή

Ο όρος «λαϊκή δεξιά» μοιάζει λεκτικό πυροτέχνημα, κενό από κάθε πολιτικό ρεαλισμό – όπως και το κενολόγημα «κεντροαριστερά». Οταν η εκδοχή της πολιτικής είναι μόνο διαχειριστική και ολική η έκλειψη κοινωνικών στόχων άλλων πέρα από την αύξηση της καταναλωτικής ευχέρειας, τότε η πολιτική γίνεται παιχνίδι παραγωγής ψευδαισθήσεων. Το παιχνίδι οργανώνεται με τους κανόνες εντυπωσιασμού του καταναλωτή, κανόνες του μάρκετινγκ – η «λαϊκή δεξιά» ή η «κεντροαριστερά» είναι τα λεκτικά ισοδύναμα στην πολιτική με το «λευκότερο του λευκού» στα απορρυπαντικά ή με το «διπλό φλουοράιντ» στις οδοντόκρεμες.

Το 1974 ο Κων. Καραμανλής ίδρυσε ένα καινούργιο κόμμα: σαφώς σχήμα – όχημα για να ασκήσει την προσωπική του δεξιότητα στη διαχειριστική πολιτική. Προδικτατορικά ονόμαζε το κόμμα του «Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση», μεταδικτατορικά το ονόμασε «Νέα Δημοκρατία». Και οι δύο ονομασίες ήταν απολύτως εμπορικές (διαφημιστικές), δεν απηχούσαν κοινωνικούς στόχους ούτε πολιτικές προτεραιότητες. Πολιτική φιλοσοφία του Κων. Καραμανλή ήταν, σαφέστατα, ο Ιστορικός Υλισμός, με άψογο (χρησιμοθηρικό) σέβας για το εθνικοθρησκευτικό «εποικοδόμημα».

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ίσως πανουργότερος, διέβλεψε τις συνέπειες του κενού που είχε αφήσει στις συνειδήσεις η γελοιοποίηση του εθνικοθρησκευτικού «εποικοδομήματος» από τη χούντα. Δεν δίστασε να αγνοήσει τον διεθνιστικό χαρακτήρα των «σοσιαλιστικών» (υποτίθεται) αρχών του και να συνθηματολογήσει με μια ρητορική πατριωτικού ελληλοκεντρισμού, ολοφάνερα ιδεοληπτικού αλλά αρεστού στη μάζα. Αποδείχθηκε όμως και αυτός ο «πατριωτισμός» παροδικό διαφημιστικό τέχνασμα, που ταχύτατα θάφτηκε, μαζί με τον «σοσιαλισμό», στη θυελλώδη και αδίστακτη υστερία απόλυτης προτεραιότητας του καταναλωτισμού. Υστερία που ισοπέδωσε το πολιτικό τοπίο εξαφανίζοντας και τα τελευταία ίχνη διαφοροποιήσεων λογικής του «δημοσίου συμφέροντος» ή στοχεύσεων «ποιότητας» του κοινού βίου.

Για λόγους που δύσκολα ανιχνεύονται, η εμφανιζόμενη ως «αριστερά» στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση, προσπάθησε με κάθε τρόπο και πολύ πάθος να χαρίσει στη χούντα των μικρονοϊκών δικτατόρων του 1967 – 1974 (και μετά την έκλειψη του πανάθλιου συμπτώματος) την εσαεί αποκλειστικότητα εκπροσώπησης και διαχείρισης (μονοπώλιο) όχι μόνο του εθνικιστικού πρωτογονισμού και της ψυχολογικής πατριδοκαπηλίας, αλλά κάθε εκδοχής του πατριωτισμού: Η χρήση και μόνο της λέξης «πατρίδα». Η αναφορά σε ελληνική ιδιαιτερότητα (αναγκών, ιστορικών εθισμών, ιεράρχησης προτεραιοτήτων, νοοτροπίας και πολιτισμού). Η παραδοχή οργανικής, εξελικτικής συνέχειας της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα ώς σήμερα, συνέχειας της ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων. Ο ουσιαστικός, δημιουργικός εξελληνισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η αποκαλυπτική ελληνικότητα της Τέχνης, των θεσμών της παιδείας της – τέτοια και πλήθος ανάλογα θέματα χαρακτηρίστηκαν από την «αριστερά» ότι προδίδουν σαφή προσχώρηση στη χουντική «εθνικοφροσύνη», εκφράζουν «τον αμυντικό εθνικισμό του ελληνικού εθνολαϊκισμού», δεν απέχουν πολύ από τον φασισμό, συντηρούν το φάσμα μιας αενάως επαπειλούμενης χούντας.

Εντεχνα και μεθοδικά θάφτηκε, αποσιωπήθηκε, αγνοήθηκε κάθε έκφραση πατριωτισμού – ελληνοκεντρισμού που βρισκόταν στους αντίποδες (αναιρούσε την ψευτιά) της εθνικιστικής καπηλείας ή υστερίας. Καμιά ποτέ παραμικρή νύξη από την «αριστερά» για τον ελληνοκεντρισμό λ.χ. του Μάνου Χατζιδάκι και τη συναρπαστική, ανεπανάληπτη πολιτική πραγμάτωση αυτού του ελληνοκεντρισμού στο «Τρίτο Πρόγραμμα». Απόλυτη αποσιώπηση του πατριωτικού μανιφέστου της μεταπολίτευσης, που είναι το κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»: η ελληνική ετερότητα ως δυνατότητα ενεργητικής μετοχής στο παγκοσμιοποιημένο σήμερα. Αγνόησε χυδαία και προκλητικά η «αριστερά» τον πολιτικό Σεφέρη, τις συγκλονιστικές του υποθήκες και νουθεσίες, αγνόησε την πολιτική σκέψη του συνεπέστατου στις εκσυγχρονιστικές του απαιτήσεις, ελληνοκεντρικού ευρωπαϊστή, Γιώργου Θεοτοκά.

Εσκεμμένα και δόλια επιδίωξε η «αριστερά» να αγνοηθεί και παρακαμφθεί η γνησιότητα του πατριωτισμού, να ταυτιστεί ο πατριωτισμός στις συνειδήσεις «με την πολιτική κουλτούρα και τις αξίες των λαϊκών στρωμάτων του συντηρητισμού… Αγροτικοί πληθυσμοί, ηλικιωμένοι και θρησκευόμενοι (δηλαδή: λούμπεν στοιχεία της ελλαδικής κοινωνίας), όλοι εχθρικοί απέναντι στη δυτική πολυπολιτισμική κουλτούρα (αλήθεια: πολυπολιτισμικός ο Γερμανός; πολυπολιτισμικός ο Γάλλος;) με ροπή στον αυταρχισμό, κάνουν δυναμικές εμφανίσεις σε συλλαλητήρια για το Μακεδονικό ή για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες». Αυτό θέλει η «αριστερά» να είναι ο πατριωτισμός στην Ελλάδα.

Για λόγους που ακόμα πιο δύσκολα ανιχνεύονται, αυτήν ακριβώς την αντίληψη για τον πατριωτισμό και την ελληνικότητα εγκολπώθηκε και η «Νέα Δημοκρατία» – παλεύει με κάθε τρόπο, χρόνια τώρα, να αποφύγει τη «ρετσινιά» του πατριωτικού κόμματος ή των κριτηρίων φιλοπατρίας (αξιοπρέπειας) στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Η καταγραφή και μόνο των συμπτωμάτων αυτής της υστερικής φοβίας θα απαιτούσε πολυσέλιδο σύγγραμμα – θυμηθείτε την εκπαιδευτική πολιτική της κυρίας Γιαννάκου, τον πελιδνό και άφωνο Καραμανλή, τον βραχύ, τη νύχτα που η Τουρκία παζάρευε τον τίτλο του υποψήφιου μέλους της Ε.Ε., χωρίς να υπάρχει κανένας να της θέσει στοιχειώδεις όρους σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.

Η Ν.Δ. αρνήθηκε μετά βδελυγμίας να αποτελέσει κόμμα πατριωτικό, να υπηρετήσει την κοσμοπολίτικη ελληνικότητα του Σεφέρη, του Θεοτοκά, του Ελύτη, του Μάνου Χατζιδάκι. Το νοητικό επίπεδο και η στάθμη καλλιέργειας των στελεχών της καθήλωσαν το κόμμα σε ουραγό της «αριστεράς»: να ταυτίζει την ελληνικότητα με τον επαρχιώτικο εθνικισμό και τη βαλκανική μιζέρια, να αποκλείει κάθε ενεργό ρόλο ελληνικής ετερότητας στον εντόπιο και στον διεθνή πολιτικό στίβο.

Ετσι φτάσαμε «κάποιοι κλόουν της πολιτικής σκηνής» να διεκδικούν στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία την εκπροσώπηση του πατριωτισμού και της ελληνικότητας, ακριβώς με τις προδιαγραφές που βολεύουν απολύτως τη δολιότητα της «αριστεράς» και την ευτέλεια της Ν.Δ. Τα ονόματα των κλόουν γνωστά, γραφικά, «της πλάκας». Μήπως και ο εθνικιστικός τραμπουκισμός της Χ.Α. είναι επίσης αποκύημα της ίδιας πολιτικής;

 

http://ardin-rixi.gr/archives/18141?fb_action_ids=726029900768733&fb_action_types=news.publishes&fb_ref=pub-standard

Posted in Ελλάδα | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Κάτω η Πηνελόπη Δέλτα!

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 6 Ιουλίου 2014

Απόστολος Διαμαντής

Διαβάζοντας το άρθρο του Αντώνη Λιάκου για την Πηνελόπη Δέλτα δεν εξεπλάγην. Είναι οι ίδιοι ιστορικοί- Λιάκος, Ρεπούση, Καράβας, Καλύβας και λοιποί- οι οποίοι νυχθημερόν τα βάζουν με ό,τι έχει μετατραπεί σε εθνικό ιστορικό βίωμα, αγνοώντας φυσικά πως η ιστορία δεν είναι προϊόν του ιστορικού, αλλά των ίδιων των μαζών, των ορατών και μη ορατών διεργασιών, που λέει και ο Λε Γκοφ.

Στο μένος τους αυτό, το οποίο έχει πολιτική στόχευση φυσικά, πρώτη θέση κατέχουν οι λογοτέχνες. Τά’ χουν βάλει εδώ και χρόνια με τον Σεφέρη, με τον Ελύτη, με τον Παλαμά, με τον Παπαδιαμάντη, με τον Εγγονόπουλο, με τον Βαλαωρίτη, με τον Μαβίλη, με τον Δροσίνη και γενικώς με όλους…Τώρα τάβαλαν και με την Πηνελόπη Δέλτα! Γιατί; Μα διότι αυτοί όλοι είναι εθνικιστές, σύμφωνα με τον Λιάκο! Δεν αποκλείεται σε λίγο να τα βάλουν και με τον Όμηρο. Όλα πιθανά είναι…

Λέει ο Λιάκος ότι οι μακεδονομάχοι σκότωναν και αμάχους βουλγάρους. Και λοιπόν; Μέσα σε έναν τέτοιο πόλεμο, στον οποίο πρωταγωνιστούν σώματα ατάκτων, πιθανόν να σκοτώθηκαν και άμαχοι. Εδώ ολόκληρος αμερικανικός τακτικός στρατός και σκότωσε χιλιάδες αμάχους σέρβους στον πρόσφατο βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας- για τον οποίον, ας μην ξεχνάμε, είχαν χειροκροτήσει οι διάφοροι υπερασπιστές της ελευθερίας, μαζί μ’ αυτούς και οι πολιτικοί φίλοι του κ. Λιάκου, εάν δεν απατώμαι. Στο Ιράκ οι αμερικανοί σκότωναν στρατιώτες του Σαντάμ και έριχναν στο ψαχνό και στα παιδάκια. Ο Κολοκοτρώνης όταν μπήκε στην Τριπολιτσά, σκότωσε περίπου 3 χιλιάδες τούρκους, μεταξύ αυτών και αμάχους. Είναι απίθανο λοιπόν ο βουλγαροκτόνος μακεδονομάχος να ρίξει και ξώφαλτσες σε αμάχους, την ώρα που κόβει κεφάλια κομιτατζήδων; Τι είναι ο μακεδονομάχος; Ερευνητής της Γενναδίου να πίνει φρέντο στο Φίλιον; Είμαστε με τα καλά μας; Τι ακριβώς θέλουμε να πούμε; Τι περιμέναμε να κάνει ο Μακεδονομάχος τους βουλγάρους, σε μια περιοχή ελληνική που υπέφερε από δουλεία αιώνων και δεινοπαθούσε κάτω από τις σφαγές των βουλγάρων κομιτατζήδων; Να τους καλέσει σε διάλογο στην πλατεία;

Θα μου πείτε δεν είναι αυτό έγκλημα πολέμου; Ας υποθέσουμε ότι είναι. Αλλά γενικώς ο πόλεμος οδηγεί σε σκοτωμούς, και παρόλα αυτά είναι αρετή, σύμφωνα μάλιστα με τους αρχαίους έλληνες η φιλοπατρία είναι από τις σπουδαιότερες των αρετών. Αλλά ο σκοτωμός αμάχων στον Μακεδονικό Αγώνα δεν είναι ισόποσον του Διστόμου, ούτε του Ολοκαυτώματος, ούτε φυσικά ισόποσον του συνωστισμού της Σμύρνης, τα οποία είναι γενοκτονίες στρατευμάτων κατοχής. Εν προκειμένω πρόκειται για απελευθερωτικό πόλεμο- αυτός είναι ο Μακεδονικός Αγώνας. Δεν γνωρίζει ο κος Λιάκος ούτε καν την διάκριση του αμερικανού Ντέηβιντ Γουόλτζερ, περί δικαίων και αδίκων πολέμων;

Μερικοί ιστορικοί της σύγχρονης Ελλάδας, που καταπιάνονται συχνά και με την «οθωμανική περιόδο»- όπως αιδημόνως αποκαλούν την τουρκοκρατία- έχουν γράψει χιλιάδες πολεμικά κείμενα σε εφημερίδες, για να μας εξηγήσουν πόσο καταπληκτικά περνούσαμε επί οθωμανών και πόσο εθνικιστές είμαστε σήμερα και εν συνεχεία να μας οδηγήσουν στις κοινές ελληνοτουρκικές επιτροπές συγγραφής ιστορικών βιβλίων. Αποστειρωμένων. Σε μια κρατική δηλαδή, εκ των άνω ιστορία, για την οποία ο λαός οφείλει να σιωπά, εφόσον στη θέση του μιλάνε οι επιτροπές των ιστορικών.

Την ιστορία όμως δεν την γράφουν οι ιστορικοί, αλλά ο λαός. Η ιστορία είναι βίωμα κοινό, λαϊκή πεποίθηση, για την οποία ο ιστορικός δεν έχει άλλο λόγο, παρά μόνον να την κατανοήσει. Δεν θα ρωτήσουμε δηλαδή τον ιστορικό να μας πει τι θα δεχθούμε από το ιστορικό μας παρελθόν. Αυτό το έχουμε αποφασίσει ήδη, ως λαϊκό και εθνικό σώμα. Να θυμήσουμε εδώ την περίφημη ρήση του MacIntyre: «Αυτό που είμαι είναι αυτό που κληρονόμησα, ένα ειδικό παρελθόν που είναι παρόν. Βρίσκω ότι ο εαυτός μου είναι μέρος μιας ιστορίας, πράγμα που σημαίνει εν γένει ότι, είτε μου αρέσει είτε όχι, είτε το αναγνωρίζω είτε όχι, είμαι ένας από τους κομιστές μιας παράδοσης».

Ο Αντώνης Λιάκος τα έβαλε και με την Πηνελόπη Δέλτα ακόμα. Ας την αφήσει ήσυχη καλύτερα, εκεί που βρίσκεται, τραγική και αυτοκτονημένη, μετά την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα. Ας τα βάλει με κανέναν άλλον, προσφορότερο στόχο. Η Πηνελόπη Δέλτα το χρέος της προς τους Έλληνες το έκανε και με το παραπάνω.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί, αντί να τα βάζουν με την συλλογική ιστορική μνήμη και τους λογοτέχνες, που κείνται πέραν της επιστήμης, καλόν θα είναι να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στην έρευνα και στην συγγραφή, αντιλαμβανόμενοι ότι και η ιστορία αν αξίζει κάτι, είναι όταν γίνεται λογοτεχνικό είδος.

Εάν μείνει στα μίζερα τεκμήριά της, εάν μάλιστα επιπλέον τα βάζει και με την ποίηση και τη πεζογραφία για να εξυπηρετήσει πολιτικούς σκοπούς, τότε θα πιστοποιεί εσαεί την αριστοτελική φράση: «Διό και φιλοσοφότερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν’ η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει».

 

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/kato-i-pinelopi-delta?fb_action_ids=10152519238608948&fb_action_types=og.comments

Posted in Ιστορία | Με ετικέτα: | Leave a Comment »