Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,
βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι μόλις σήμερα αποπεράτωσα τη σημαντική για μένα μελέτη, που κατά κάποιο τρόπο oλοκληρώνει τον κύκλο των δικών μου έργων, όπως: «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη», καθώς και το έργο μου: «Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις της ΄Ενωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη». Με αυτό ολοκληρώνεται η κατά κάποιο τρόπο τριλογία μου. Σας το αποστέλλω ως βασανιστικό ανάγνωσμα για το Πάσχα, πριν την έκδοσή του, για όποιον θέλει και ενδιαφέρεται. Σχόλια είναι ευπρόσδεκτα και με περισσή παράκληση μάλιστα!
Φιλικά
Δαμιανός Βασιλειάδης
O Μαρξ – ο Λένιν – ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς
Στους γνήσιους αγωνιστές
του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ
που κράτησαν ψηλά τη σημαία των αρχών
της 3ης του Σεπτέμβρη απέναντι στο
υπαρκτό ΠΑΣΟΚ:
Εθνική Ανεξαρτησία
Λαϊκή κυριαρχία
Κοινωνική απελευθέρωση
Δημοκρατικές διαδικασίες
«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα» Λένιν[1]
Εισαγωγή
Ι. Η αξία της κριτικής σκέψης
Το ανωτέρω αξίωμα του Λένιν έχει καθολική εφαρμογή. Η θεωρία, είτε επαναστατική είτε μη επαναστατική, είναι γενικά απαραίτητη για κάθε ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο που θέλει να ξεφύγει από το τυχαίο, αυθόρμητο και στατικό και σκοπεύει συνειδητά να αναλύσει την πραγματικότητα, να βάλει στόχους στη δράση του και να προγραμματίσει τους τρόπους και την οργανωτική μεθοδολογία εφαρμογής τους. Έχει βασικά σχέση με το σοφό που διακήρυξε ο Μαρξ ότι «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[2]
Η αλλαγή φυσικά δεν μπορεί να γίνει στην τύχη και στα τυφλά. Προϋποθέτει την θεωρία ή οποία διαμορφώνει τα κριτήρια – έννοιες με τα οποία θα αναλυθεί η πραγματικότητα και θα καθοριστεί η στρατηγική και τακτική για την αλλαγή της.
Βασικά η θεωρία δημιουργεί το αξιακό σύστημα, με βάση το οποίο ερευνάται και κρίνεται η πραγματικότητα και επιχειρείται, με την διαμορφωμένη από την κοσμοθεωρία ιδεολογία, η αλλαγή της. Παράδειγμα η αστική ή η σοσιαλιστική ιδεολογία, με τις αρχές και αξίες που την προσδιορίζουν. Αφορά με την έννοια αυτή μια συνειδητή επιλογή ενός ατομικού ή συλλογικού ιστορικού υποκειμένου. Η αναφορά στην ιδεολογία είναι προϋπόθεση για σχηματισμούς πολιτικής δράσης, γιατί δείχνει την στρατηγική κατεύθυνση του πολιτικού προγραμματισμού. Η ιδεολογία τελικά, ως κοσμοαντίληψη,[3] είναι η δύναμη εκείνη που μετασχηματίζει τη θεωρία σε οράματα, αρχές και αξίες της πρακτικής πολιτικής και διαμορφώνει τις ανάλογες οργανωτικές δομές υλοποίησής της. Η πράξη δίνει το υλικό προς θεωρητική επεξεργασία. Όχι βέβαια για να προσαρμοστεί η αντικειμενική πραγματικότητα στα καλούπια της θεωρίας, όπως κάνουν πολλοί απολογητές ή δογματικοί μιας οποιασδήποτε θεωρίας, αλλά για να γίνει θεωρητική επεξεργασία της πραγματικότητας και προσαρμογής της ερευνητικής δουλειάς με βάση τα θεωρητικά εργαλεία. Αν τα εργαλεία αυτά δεν είναι ικανά να αναλύσουν την πραγματικότητα, τότε πρέπει να αλλάξουν. Γιατί τελικό κριτήριο αξιοπιστίας και επαλήθευσης της θεωρίας είναι η πράξη.[4]
Επειδή αποτελεί βαθιά πεποίθηση μας ότι η κρίση της Αριστεράς στο σύνολό της έγκειται στη θεωρία και κατ’ επέκταση στην ιδεολογία., όπως θα την αναλύσουμε σε άλλο κεφάλαιο, γι αυτό θεωρούμε την εκ των ων ουκ άνευ αναγκαιότητα της αναλυτικής προσέγγισης του θέματος αυτού. Αν από την άλλη μεριά η πράξη δεν επιβεβαιώνει την θεωρία, τότε υπάρχει πρόβλημα στη θεωρητική προσέγγιση της αντικειμενικής πραγματικότητας και απαιτείται ο επαναστοχασμός των θεωρητικών εργαλείων ή της θεωρίας, εν μέρει ή στο σύνολό της.
Η διεργασία αυτή λοιπόν δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενασχόλησή μας και – αν θέλουμε -χωρίς την αντιπαράθεσή μας, με εκείνους τους στοχαστές, που δημιούργησαν κατά βάση τις θεωρητικές -ιδεολογικές υποδομές για την αλλαγή της πραγματικότητας προς μια συγκεκριμένη και καθορισμένη από την θεωρία κατεύθυνση. Αντιπαράθεση βέβαια με την έννοια είτε της προσαρμογής της θεωρίας τους στη σημερινή συγκυρία, είτε ακόμη και της αναθεώρησής της κάτω από τις επιταγές των σημερινών κοινωνικών δεδομένων. Ο λόγος: Άλλες ήταν οι προκλήσεις του χθες και άλλες είναι οι προκλήσεις του σήμερα, άλλες οι συνθήκες του χθες και άλλες οι συνθήκες του σήμερα.
Ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να καταπιαστούμε με τους μεγάλους θεωρητικούς στον τομέα αυτόν, που η αυθεντία τους έχει μια γενικότερη αναγνωρισιμότητα, που δεν μπορούμε να την παραγνωρίσουμε. Στη χωρία αυτή ανήκουν: ο Μαρξ ο Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και οι επίγονοί τους.
Η ενασχόλησή μας με αυτές τις παγκοσμίου εμβέλειας και κύρους στοχαστές είναι αναγκαστική, γιατί οι δικές μας θέσεις ή η δική μας θεωρία, χωρίς αυτό να αποτελεί «ύβριν», θα προκύψει, για να έχει κάποιαν αξία, από την αντιπαράθεσή μας με τα θεωρητικά εργαλεία-έννοιες, που χρησιμοποίησαν εκείνοι για να διαμορφώσουν τη δική τους θεωρία. Στο βαθμό βέβαια που έχουμε την επάρκεια να κάνουμε αυτή την αντιπαράθεση, από την οποία θα κριθούμε.
Με την έννοια αυτή ο σεβασμός στην άποψή τους δεν σημαίνει αυτομάτως και αποδοχή της θεωρίας τους. Κάθε θεωρία, ως γνωστόν, αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, χωρίς αυτή η προσπάθεια να έχει τέλος. Αυτό είναι το νόημα κάθε θεωρίας. Η αλήθεια φαίνεται ότι είναι διαλεκτική, δηλαδή οδεύει στο άπειρο, όπως οι ίδιοι αυτοί οι κολοσσοί της σκέψης αποδέχονται. Με την έννοια αυτή μόνο προσέγγιση της αλήθειας είναι δυνατή και τα όρια της καθορίζει κάθε φορά ο χώρος και ο χρόνος, η δεδομένη «χωροχρονική» συγκυρία. Ταυτόσημη άποψη εκφράζει και ο Ένγκελς: «Έχουμε πάντα συνείδηση, ότι οι γνώσεις που αποχτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποκτήσαμε».[5] Κάτω από αυτήν την οπτική θα μπορούσαμε, τη ρήση του Μαρξ για τους φιλοσόφους, να την εφαρμόσουμε και για τον ίδιο, λέγοντας ότι οι μαρξιστές μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον Μαρξ, το ζήτημα όμως είναι –σχήμα λόγου – να τον αλλάξουμε.
Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαρξ, όταν μερικοί προσπαθούσαν να τον κάνουν δόγμα, δήλωνε ότι δεν είναι μαρξιστής.
Καθήκον λοιπόν του φιλοσόφου – και όχι μόνο- είναι, να αμφιβάλλει για οποιαδήποτε θεωρία για να διατηρεί αλώβητη την ανεξάρτητη κριτική κι ερευνητική του σκέψη. Αλλιώς αυτοπαγιδεύει τον κριτικό του στοχασμό. Πολλοί αντί να είναι ερευνητές, γίνονται απολογητές ανθρώπων που τις θεωρούν αυθεντίες. Αυτοί όμως δεν κατέχουν την ανεξαρτησία της σκέψης. Σε τελευταία ανάλυση αυτό έχει σημασία, δηλαδή η ανεξαρτησία της κριτικής σκέψης, γιατί μόνο αυτή μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας θετικής εξελικτικής πορείας της κοινωνίας. Αλλιώς καταλήγουμε σε μεσσιανισμούς, όπου το δόγμα και η πίστη είναι το καθοριστικό στοιχείο. Το δόγμα και η πίστη πασιφανώς δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, παρά με τη θρησκεία. Όταν ο μαρξισμός αναγορεύτηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα σε θρησκεία (πίστευε και μη ερεύνα) κάποιου επίγειου παραδείσου, χωρίς αυτό φυσικά να ομολογείται, τότε καταλήξαμε στα καταστροφικά αποτελέσματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που όλοι γνωρίζουμε. Η μονολιθικότητα και ο δογματισμός, που έπνιξε την κριτική σκέψη και την ελεύθερη διακίνησή της, ήταν ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα.
Συμπέρασμα: Την κριτική μας σκέψη δεν πρέπει να την χαρίζουμε σε κανέναν και για τίποτε, ούτε και να την υποτάσσουμε σε κάποιες «χαρισματικές αυθεντίες», πίσω από τις οποίες καλυπτόμεθα, για να δημιουργούμε άλλοθι για τη δική μας επιστημονική ανεπάρκεια ή βεβαιότητα. Προτιμότερη είναι η κριτική μας σκέψη που αμφισβητεί και ερευνά, από την αποδοχή οποιασδήποτε αυθεντίας, ας θεωρείται και η πιο μοναδική στον κόσμο. Δεν υπάρχει το «αλάθητο» του Πάπα.
Δυστυχώς η εθνικοφροσύνη από τη μια και ο σταλινισμός από την άλλη καθήλωσαν και ποινικοποίησαν την ελεύθερη και αδέσμευτη κριτική σκέψη στην Ελλάδα. Ο Στάλιν πέθανε, αλλά και σήμερα ακόμη ο σταλινισμός ζει και βασιλεύει και όχι μόνο στην παραδοσιακή, αλλά περισσότερο, θα’ λεγα στην Ανανεωτική Αριστερά, που θέλει να είναι βασιλικότερη του βασιλέως. Αλλά και η εθνικοφροσύνη αναδημιουργείται στο πνεύμα και το γράμμα της νεοφιλελεύθερης σκέψης και της Νέας Τάξης, στην οποία εντάσσεται και την οποία υπηρετεί.
΄Εχοντας ως βάση και αφετηρία αυτό το κριτήριο θα ασχοληθούμε με ορισμένα καθοριστικής σημασίας θέματα της θεωρίας, που έχουν όμως άμεσες επιπτώσεις στο περιεχόμενο και τη μορφή δράσης των ανθρώπων. Τελικά αυτό μας ενδιαφέρει, γιατί από αυτό θα κριθεί και η αξία της θεωρίας.
Στο πλέγμα αυτού του προβληματισμού εκείνο που ανέκαθεν μας απασχολούσε και συνεχίζει να μας απασχολεί, ήταν το βασικό και θεμελιακό ερώτημα: Εάν και κατά πόσο και σε ποιο βαθμό η θεωρία του Μαρξ ήταν ο πρωταρχικός παράγοντας της εξελικτικής πορείας προς τον ολοκληρωτισμό, ο οποίος μετά τον Λένιν βρήκε την πληρέστερή του εκδοχή στον Στάλιν και στα φαινόμενα του Σταλινισμού.
Συνήθως δεν τολμάει κανείς να θέτει τέτοιου είδους ερωτήματα. Ο λόγος είναι πολύ απλός: Την εξήγηση για τη στάση αυτή μας τη δίνει μία φράση του παιδαγωγού Αλέξανδρου Δελμούζου, από τους πρωτεργάτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Είχε πει το σοφό: «Για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δε χρειάζεται μονάχα μυαλό παρά και χαρακτήρας». Χαρακτήρας βέβαια με την έννοια ότι τολμάς να βλέπεις την αλήθεια κατάματα, όσο σκληρή κι’ αν είναι, και να έχεις το θάρρος και την παρρησία της γνώμης σου, χωρίς να λογαριάζεις τις προσωπικές συνέπειες!
Ο Γκράμσι σηματοδοτεί, κατά τη γνώμη μας μια αλλαγή ιστορικής προσέγγισης των προβλημάτων που έθετε ο επιστημονικός σοσιαλισμός και ως σημαντικός στοχαστής διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη οπτική στο έργο του, που επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις, ανάλογα με τα διάφορα ρεύματα σκέψης.
Στην έρευνά μας το πρώτο και καθοριστικό ζήτημα, με το οποίο θα ασχοληθούμε, είναι το πρόβλημα του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης ή της βάσης και του εποικοδομήματος», που είναι ένα γενικότερο πρόβλημα, που άπτεται ωστόσο της θεωρίας του Γκράμσι ως ένα βαθμό και μπορεί να θεωρηθεί ως αφετηρία του.
Το δεύτερο έχει σχέση με την ιδεολογική ηγεμονία, το τρίτο με αυτό που αποκαλείται από τον Γκράμσι «συναίνεση» και το τέταρτο με την έννοια του συλλογικού οργανικού διανοούμενου. Όλα αυτά βρίσκονται σε μια εσωτερική σχέση, μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους.
Βασικά θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε κι επεξεργαστούμε τις απόψεις των κύριων εκφραστών του μαρξισμού: Μαρξ, Λένιν και Γκράμσι, για να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα που είναι χρήσιμα για τη πράξη, για τον σχεδιασμό της στρατηγικής του λαϊκού κινήματος.[6]
Η ανάλυση της θεωρίας μας ενδιαφέρει, με βάση τον επιστημονικό σοσιαλισμό, ότι κι’ αν σημαίνει αυτό, αλλά κυρίως όσον αφορά την εφαρμογή και επαλήθευση της στην πράξη. Η πολιτική πρακτική είναι εκείνη που καθορίζει την αναγκαιότητα της θεωρητικής μας ενασχόλησης. Για να γίνει κατανοητό τελείως: Η θεωρία για τη θεωρία δε μας ενδιαφέρει, παρά μόνο όταν παράγει μια συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση και τροφοδοτεί τη συγκεκριμένη πρακτική δράση.[7]
Στο βαθμό που αυτό επιτυγχάνεται, μαζί με το ύφος και το ήθος που εκφράζει, έχει και την ανάλογη αξία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει – Θιβετιανό ρητό
Ι. Κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα
Μία από τις βασικές θέσεις του Μαρξ που υπέχουν τη μορφή αξιώματος [8] είναι αυτή που εκφράζεται ως «κοινωνικό είναι και συνείδηση». Γράφει ο Μαρξ συγκεκριμένα, δίνοντας τον ορισμό της σχέσης ανάμεσα στις δύο έννοιες: «Στην κοινωνική τους ζωή οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους».[9]
Η έννοια του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης» αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Μαρξ για την ιστορία. Η πάλη των τάξεων συνιστά την κοινωνιολογική της διάσταση. Η σωστή ή λανθασμένη ερμηνεία τους και η αντίστοιχη εφαρμογή τους στην πράξη καθόρισε και καθορίζει ακόμη τις θετικές ή αρνητικές εξελίξεις του επαναστατικού κινήματος.
Στην θεμελιακή αυτή τοποθέτηση του Μαρξ οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις, που αποκαλύπτουν κατά την άποψή μας βασικές αντιφάσεις, που έχουν συνέπειες στις μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις.
Ο Μαρξ, όπως ακριβώς και ο Χέγκελ, πριν απ’ αυτόν, μιλάει για καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση των ανθρώπων σχέσεις. Τις σχέσεις αυτές καθορίζει νομοτελειακά ο τρόπος παραγωγής, που αποτελεί την βασική έννοια του ιστορικού υλισμού. Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με άλλες δηλώσεις του ίδιου του Μαρξ καθώς και του Ένγκελς, όπου η θέληση του ανθρώπου παρουσιάζεται ανεξάρτητη και καθορίζουσα. Στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» γράφει ο Μαρξ τα ακόλουθα: «Η υλιστική διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και της αγωγής και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμένης αγωγής, ξεχνούν ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν ακριβώς οι άνθρωποι και ότι πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί και ο ίδιος ο διαπαιδαγωγητής… Η σύμπτωση της αλλαγής των συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης μπορεί να θεωρηθεί και να κατανοηθεί σωστά μονάχα σαν ανατρεπτική πράξη».[10]
Άσχετο με το πως πρέπει να κατανοηθεί η αλλαγή συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης, γεγονός είναι ότι στην άποψη αυτή εξυφαίνεται η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, που είναι ανεξάρτητη από αδήριτες αναγκαιότητες.
Εδώ βέβαια υπάρχει ο αντίλογος, τον οποίο πρέπει να επισημάνουμε, ότι ή έννοια της πράξης και της πρακτικής ως ανοιχτής διαδικασίας, δε μπορεί να περιγραφεί με όρους της «ελευθερίας της βούλησης». Είναι ένα ερώτημα, που απασχολεί τη φιλοσοφική έρευνα.
Και σ’ ένα άλλο σημείο, που έχει σχέση με το πρόβλημα των ιστορικών νόμων και της ελευθερίας του ανθρώπου, προσθέτει το περιβόητο: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[11] Στο ίδιο πνεύμα μιλάει και ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ: «…η συνείδηση του ανθρώπου όχι μόνο αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά και τον δημιουργεί…δηλαδή, ο κόσμος δεν ικανοποιεί τον άνθρωπο και ο άνθρωπος με τη δράση του αποφασίζει να τον αλλάξει».[12]
Στο σημείο αυτό είμαστε υποχρεωμένοι, προσπαθώντας να προσεγγίσουμε την αντικειμενική αλήθεια, να εκφράσουμε έναν αντίλογο, ότι δηλαδή η ελευθερία της θέλησης εκλαμβάνεται από πολλούς ως η συνειδητοποίηση μιας συγκεκριμένης αναγκαιότητας, στην οποία προσαρμόζεται η θέληση του ανθρώπου. Είναι μια άποψη, είναι κι’ αυτό ένα φιλοσοφικό πρόβλημα προς διερεύνηση.
Αν είναι πάντως αληθινά αυτά, που ισχυρίζεται πιο πάνω ο Μαρξ και ο Λένιν, τότε τίθεται και πάλι το επιτακτικό ερώτημα: Ποιος θα επιφέρει την αλλαγή, η θέληση του ανθρώπου, δηλαδή η συνειδητή του παρέμβαση, ή θα έρθει αυτή από μόνη της ή εν πάση περιπτώσει από μια νομοτελειακή αναγκαιότητα, την οποία καθορίζουν οι ανεξάρτητοι από τη θέληση του ανθρώπου «σιδερένιοι» νόμοι της εξέλιξης, που όμως κι’ αυτοί υπάγονται στους οικονομικούς όρους; Έχει λοιπόν η ιστορία ένα προδιαγεγραμμένο τέλος; Είναι ένα ερώτημα που απαιτεί διερεύνηση της σχέσης καθορισμού και μετασχηματισμού.[13]
Η ίδια ακαθοριστία παρατηρείται ακόμα πιο έκδηλα στον Ένγκελς. Στο γράμμα του προς τον Μπλοχ εκφράζεται πολλές φορές τελείως αντιφατικά. Παραθέτουμε ορισμένα σημεία του γράμματός του.
«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής.
Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό, έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της – τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κ.λπ. – οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη – οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες – οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις, αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατελείωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλαδή των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μη τη λογαριάζουμε)… Την ιστορία μας, την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ’ αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά».[14]
Βλέπουμε στα παραπάνω την απεγνωσμένη προσπάθεια του Ένγκελς να προσδώσει αντικειμενική ύπαρξη και στη συνείδηση του ανθρώπου, αλλά από την άλλη δεν θέλει να θεμελιώσει την ψευδαίσθηση ή τη βεβαιότητα, ότι αυτή είναι σε θέση να καθορίζει τις εξελίξεις σύμφωνα με δικούς της στόχους και επιλογές, ούτε να της προσδώσει πρωτογενές χαρακτήρα, που θα ανέτρεπε τη θεωρία του ιστορικού υλισμού. Για τον Μαρξ και τον Ένκγελς η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής καθορίζονται νομοτελειακά από τις παραγωγικές δυνάμεις. Οι οικονομικοί νόμοι δηλαδή, οι νόμοι που υπαγορεύονται από την «αδήριτη» οικονομική αναγκαιότητα, δεν επιδέχονται σε τελευταία ανάλυση καμία απολύτως αμφισβήτηση. Έτσι αναιρείται λογικά αλλά και στην πράξη η δυνατότητα διαμόρφωσης των εξελίξεων με βάση το εποικοδόμημα (την «επαναστατική» συνείδηση). Αυτή η «παράλογη» λογική συνεχίζεται και με μια σειρά παρόμοιους διαλογισμούς, την οποία επαναλαμβάνουν και πολλοί από τους επιγόνους, που εξάρουν και τη σημασία του ιδεολογικού εποικοδομήματος, αλλά τελικά ασπάζονται αυτό που αποτελεί το καταληκτικό συμπέρασμα του Ένγκελς, με τη χαρακτηριστική φράση: «… σε τελευταία ανάλυση»!
Σε ένα γράμμα του στον Στάρκενμπουργκ επανέρχεται ο Ένγκελς στην ίδια επιχειρηματολογία: «Η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κ.λπ. ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους όμως αντεπιδρούν επίσης η μια πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση. Τα πράγματα όμως δεν έχουν καθόλου έτσι, ότι δηλ. η οικονομική κατάσταση είναι η μόνη που δρα, ενώ όλα τα άλλα είναι μόνον παθητικό αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε αλληλεπίδραση πάνω στην βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που επιβάλλεται πάντα σε τελευταία ανάλυση».[15] Και ακόμη μια πιο προχωρημένη θέση του Ένγκελς στο ίδιο θέμα: «Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα, ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτιά του».[16]
Ο ΄Ενγκελς ο ίδιος ομολογεί ότι μπορεί να υπάρχει αλληλεπίδραση, αλλά μπορεί και να μην υπάρχει. Την επίδραση ή αλληλεπίδραση δεν την καθορίζει η οικονομική βάση, που ενδέχεται να είναι η αιτία, αλλά η πολιτική εξουσία, την οποία μπορεί να αποκτήσει μια τάξη (π.χ. το προλεταριάτο ως επαναστατικό κόμμα, που εκφράζει την ανώτατη προλεταριακή συνείδηση), όταν έχει την ιδεολογική – πολιτισμική ηγεμονία, όπως λέει ο Γκράμσι.[17] Γράφει σχετικά: «Δεν μπορούμε βέβαια να απαιτήσουμε από κάθε εργάτη της μάζας να έχει πλήρη συνείδηση όλης της σύνθετης λειτουργίας, που η τάξη του είναι προορισμένη να αναπτύξει μέσα στη διαδικασία ανάπτυξης της ανθρωπότητας…Αλλά το κόμμα μπορεί και πρέπει στο σύνολό του να αντιπροσωπεύει αυτή την ανώτερη συνείδηση. Διαφορετικά δεν θα είναι επικεφαλής, αλλά στην ουρά των μαζών, δεν θα τις οδηγεί, αλλά θα το σέρνουν».[18]
Στις ανωτέρω τοποθετήσεις τονίζεται με μεγαλύτερη έμφαση το σχήμα της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης βάσης και εποικοδομήματος, αλλά στην ουσία δεν υπάρχει καμιά διαφοροποίηση από τη γενική και σταθερή επιχειρηματολογία, ότι τελικά το κοινωνικό είναι καθορίζει την συνείδηση, ότι το δεύτερο επικαθορίζεται από το πρώτο, αλλά κάτω από μια ειδική σχέση την οποία μας αναλύει ο Νίκος Πουλαντζάς, που στον πυρήνα της ταυτίζεται με την άποψη του ΄Ενγκελς, αλλά δίνει στη βάση και το εποικοδόμημα και τη σχέση τους μια πιο συγκεκριμένη «μαρξιστική» έννοια. Αναφερόμενος στο κράτος, ως ιδιαίτερο τομέα του εποικοδομήματος, το παρουσιάζει ως «μια αντικειμενική πραγματικότητα, δημιουργημένη από τη βάση, η οποία οριοθετείται επιστημονικά, σαν πάλη των τάξεων στο εσωτερικό ενός ιστορικά καθορισμένου τρόπου παραγωγής: εμφανίζεται η αντίληψη του ταξικού κράτους».[19]
Δεν μπορεί κανείς να μην παραξενευτεί με αυτό το «ναι μεν αλλά» των απόψεων και ερμηνειών του Ένγκελς. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε λογικά, πώς την ιστορία τους την κάνουν οι άνθρωποι οι ίδιοι και από την άλλη όχι, δεν την κάνουν οι ίδιοι, γιατί τελικά εκείνοι που αποφασίζουν είναι οι οικονομικοί όροι «σε τελευταία ανάλυση». Ή το ένα θα συμβαίνει ή το άλλο ή και τα δυο μαζί, μέσα σ’ ένα πλέγμα διαλεκτικής σχέσης. Στο δίλημμα αυτό είναι φυσικά δεδομένη η απάντηση του Ένγκελς υπέρ του οικονομικού παράγοντα. Όλα τα άλλα αποτελούν γι’ αυτόν διαστρέβλωση της πραγματικότητας, την οποία ο Λουί Αλτουσέρ αποκαλεί «επιστημονικό κενό»[20]
Το ίδιο ισχυρίζεται και αλλού: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όποια κι αν είναι η έκβασή της, επιδιώκοντας ο καθένας τους δικούς του συνειδητά θελημένους σκοπούς, και η συνισταμένη αυτών των πολλών θελήσεων που δρουν προς διάφορες κατευθύνσεις, και η πολλαπλή τους επίδραση στον εξωτερικό κόσμο αποτελεί ακριβώς την ιστορία».[21] Και σ’ αυτή την περικοπή φαίνεται έκδηλα το παράλογο του ισχυρισμού, ότι ο άνθρωπος θέτει, συνειδητά μάλιστα, σκοπούς οι οποίοι όμως, τελικά, δεν μπορούν να καθορίζουν το αποτέλεσμα, αλλά βασικά μόνο οι οικονομικοί όροι. Αυτή η μονόπλευρη και σταθερά οικονομίστικη αντίληψη για τον πρωτογενή καθοριστικό ρόλο του «κοινωνικού είναι» απέναντι στην «συνείδηση», όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα, είχε καταλυτικές αρνητικές συνέπειες στην πρακτική εφαρμογή του.
Η μονοδιάστατη αυτή αντίληψη, ο «μηχανιστικός ντετερμινισμός», όπως τον χαρακτηρίζει ο Γκράμσι, εκφράζει την πεποίθηση, ότι τελικά η ουσία του ανθρώπου είναι η παραγωγική του δραστηριότητα. Ο άνθρωπος είναι ό,τι παράγει.[22] Έτσι μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα, παραγνωρίζοντας την πνευματική και ηθική του ιδιοσυστασία (συνείδηση) και μ’ αυτό τον τρόπο αποβάλλει τον ανθρωπιστικό του χαρακτήρα. Ο μαρξισμός από την αφετηρία του, αλλά και έτσι όπως εξελίχτηκε σε μονοφυσίτικη θεωρία, έχασε την ολοκληρωμένη ανθρώπινή του διάσταση
Την πραγματικότητα αυτή δεν θέλουν να την δουν και να την αποδεχτούν οι απολογητές (και όχι ερευνητές) της μαρξιστικής θεωρίας. Μήπως –υπάρχει το πρόβλημα – η εξέλιξη αυτή να οφείλεται στο γεγονός, ότι έτεινε να οριστεί η μαρξιστική σκέψη προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση ως μια εκδοχή «ανθρώπινης ουσίας», όταν τελικά αυτό συμπυκνώνει μια μεταφυσική αντίληψη; Είναι κι’ αυτό ένα πρόβλημα.
Προς επίρρωση των ανωτέρω παραθέτουμε και μια κριτική άποψη του Κ. Παπαϊωάννου στη θεώρηση του Μαρξ: «Ο κοινωνιολογικός ‘μονισμός’ του, που γνωρίζει μόνο τον οικονομικό ντετερμινισμό και θεωρεί όλα τα υπόλοιπα λίγο –πολύ ‘αιθέρια’ (εξωπραγματικά) ‘εποικοδομήματα’, απορρέει άμεσα και σχεδόν καθόλου κριτικά, από τη ‘μονοφυσίτικη’ φιλοσοφία του, που θέλει να ταυτίσει την ‘ουσία’ του ανθρώπου αποκλειστικά με την παραγωγική του δύναμη»[23]
Αυτή η άποψη που κυριάρχησε στη μαρξιστική θεωρία στην Πρώτη, τη Δεύτερη και εν μέρει και στην Τρίτη Διεθνή, εκφράστηκε ως οικονομισμός. Στην πραγματικότητα, λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, «ο οικονομισμός θεωρεί ότι όλα τα επίπεδα της κοινωνικής πραγματικότητας, συμπεριλαμβανομένου του κράτους, είναι απλώς επιφαινόμενα, που μπορούν να αναχθούν στην οικονομική βάση. Ως εκ τούτου μια ειδική μελέτη του κράτους καθίσταται περιττή».[24] Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου, μας λέει στη συνέχεια, ανάγεται στο γεγονός ότι «Η μαρξιστική σκέψη έχει παραμελήσει, με ορισμένες σπάνιες εξαιρέσεις, όπως ο Γκράμσι, τη θεωρία του κράτους και της πολιτικής εξουσίας»[25], δηλαδή της σημασίας του εποικοδομήματος και της σχέσης του με την οικονομική βάση. Μια πολύ σημαντική επισήμανση του Νίκου Πουλαντζά, που τη σημασία της θα αναλύσουμε πιο κάτω.
Μάλιστα πολλοί, οδηγώντας αυτή τη λογική του Μαρξ και Ένγκελς περί οικονομισμού στα άκρα διατυπώνουν την άποψη, ότι «ο άνθρωπος είναι, ό,τι τρώει» (Der Mensch ist, was er ißt), που έρχεται σε αντίθεση με το «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», που σημαίνει ότι ο άνθρωπος, όταν εξασφαλίσει τα προς το ζην, διεκδικεί και τα ατομικά και κοινωνικά του δικαιώματα και ελευθερίες, αυτές δηλαδή που του εξασφάλισε το αστικό κράτος.
Τι από τα δύο είναι άραγε ο άνθρωπος; Η δική μας απάντηση, ακόμη και ως έκφραση διαίσθησης και πεποίθησης και όχι αναγκαστικά επιστημονικής έρευνας, είναι σαφής: Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, αλλά και τα δυο μαζί; Φαίνεται ωστόσο ότι οι πράξεις των ανθρώπων έχουν άλλο νόημα.
Στο σημείο αυτό μάλιστα ταυτίζεται η άποψη του Ένγκελς απόλυτα με τον ισχυρισμό του Μαρξ: «Η ιστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται. Δεν είναι διόλου η ‘ιστορία’ που, σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς».[26]
Ένας κοινός νους βγάζει αναγκαστικά το συμπέρασμα, διαβάζοντας αυτές τις απόψεις, ότι τελικά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να βάζει στόχους και να αποφασίζει, χωρίς να υπάρχουν κάποιοι κρυφοί νόμοι και μάλιστα οικονομικής μορφής, που «σε τελευταία ανάλυση», όπως λέει ο Ένκγελς, καθορίζουν τις επιλογές του και τη δράση του.[27] Στο θέμα αυτό έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε την άποψη του Λένιν.
ΙΙ. Η διαφοροποίηση του Λένιν στο θέμα του κοινωνικού είναι και της συνείδησης[28]
Ο Λένιν, σε αντίθεση με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οδηγώντας στα άκρα τη λογική της αυτενέργειας του ανθρώπου ως δημιουργού της ιστορίας, εκφράζει στην ανάλυσή του για το αυθόρμητο και τη συνείδηση του προλεταριάτου την άποψη, ότι καθοριστικό και πρωτογενή ρόλο παίζει η συνείδηση του ανθρώπου και ότι η επαναστατική συνείδηση του προλεταριάτου, δηλαδή η συνειδητοποίηση και ανάδειξη της «ιστορικής του αποστολής», δεν παράγεται από το ίδιο, αλλά εισάγεται σ’ αυτό απ’ έξω, από την επαναστατική αστική διανόηση. Το προλεταριάτο δεν είναι σε θέσει να υψωθεί πάνω από τα συνδικαλιστικά του συμφέροντα, να αναπτύξει την ταξική του συνείδηση και ιδεολογία, ώστε να προχωρήσει αυτόβουλα στην κοινωνική επανάσταση. «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος», ισχυρίζεται ο Λένιν, «δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία». Όσο δηλαδή η συνείδηση του ανθρώπου δεν αλλάζει από αστική σε σοσιαλιστική (επαναστατική), ούτε οι παραγωγικές σχέσεις μπορούν να αλλάξουν, μα ούτε κατά συνέπεια οι παραγωγικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιος αυτοματισμός που να συνδέει διαλεκτικά αυτά τα δύο πράγματα.
Η σοσιαλιστική συνείδηση, λέει ο Λένιν «γεννήθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που τις επεξεργάστηκαν οι πεπαιδευμένοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων, από τους διανοούμενους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ήταν κι αυτοί, από την κοινωνική τους τοποθέτηση, αστοί διανοούμενοι. Το ίδιο και στη Ρωσία, η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Υπήρξε το φυσικό και αναπόφευκτο προϊόν της ανάπτυξης της σκέψης στους σοσιαλιστές επαναστάτες διανοούμενους».[29] Οι θέσεις αυτές του Λένιν έρχονται σε κατάφορη αντίθεση με την θεωρία του Μαρξ για την πρωτοκαθεδρία του κοινωνικού είναι απέναντι στη συνείδηση.[30]
Ο Λένιν δεν αναλύει το περιεχόμενο της συνείδησης, πιθανόν αποδεχόμενος τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς στο πρόβλημα αυτό. Τον ενδιαφέρουν βασικά ο φορείς αυτής της συνείδησης, που τους χαρακτηρίζει ως αστούς, επαναστάτες διανοούμενους καθώς και ο τρόπος που αυτή η συνείδηση επηρεάζει και δραστηριοποιεί την εργατική τάξη, χωρίς ωστόσο η ίδια να την παράγει. Κι’ εδώ βέβαια υπάρχει ο αντίλογος, με την έννοια ότι μια τέτοια συνείδηση δεν θα ήταν δυνατό να αναπτυχθεί και στους ίδιους τους αστούς διανοούμενους επαναστάτες (ό Μαρξ και ο Λένιν και πολύ περισσότερο ο ΄Ενγκελς ήταν ένας απ’ αυτούς), αν δεν υπήρχαν οι υλικοί όροι. Είναι κι’ αυτό ένα θεωρητικό πρόβλημα, προς έρευνα. Έτσι επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα, που μπορούμε να το εκφράσουμε εκλαϊκευτικά και κατανοητά για τον καθένα Ποιο ήταν πρώτο: Το αυγό ή η κότα! Και φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν μπαίνει το ερώτημα, αν το αυγό ή η κότα είναι κάτι άυλο ή υλικό.
Σχολιάζοντας αυτή τη θέση του Λένιν ο Κώστας Παπαϊωάννου, που ασχολήθηκε διεισδυτικά και εμπεριστατωμένα με τον μαρξισμό – λενινισμό, διατυπώνει την ακόλουθη κριτική άποψη: «Πρόκειται εδώ για αναπάντεχη αντιστροφή μιας από τις θεμελιώδεις προτάσεις του Μαρξισμού: δεν καθορίζει πια το είναι τη συνείδηση, οι ιδέες δεν είναι πια ‘αντανακλάσεις’ της κοινωνικής κατάστασης, αλλά αναπτύσσονται αυθόρμητα, σύμφωνα με τη δική τους λογική, ανεξαρτήτως κάθε ταξικής ή άλλης κατάστασης, και καταλήγουν να καθορίζουν αυτές το είναι. Επιπλέον: το είναι του προλεταριάτου καθορίζεται τελικά από τη συνείδηση των διανοουμένων».[31]
Οι διανοούμενοι, οι οποίοι ανήκουν σαφώς στην αστική ή μικροαστική τάξη, είναι εκείνοι τελικά που είναι σε θέση να στοχαστούν και να συλλάβουν την ιστορική εξέλιξη και την επαναστατική διαδικασία της ιστορίας, ενώ η εργατική τάξη, αφημένη στον εαυτό της, μπορεί να φτάσει μόνο στην συνδικαλιστική συνείδηση, στην τρεϊντ-γιουνιονίστικη συνείδηση, όπως λέει ο Λένιν.
Η ταξική πάλη, κατά τον Λένιν, δεν αποτελεί αυτοματισμό, ο οποίος μπαίνει σε λειτουργία από μόνος του. Για να το πούμε πιο απλά και κατανοητά: Οι τάξεις να υπάρχουν, όμως η ταξική πάλη να μη λαμβάνει χώραν. Γι’ αυτό και τονίζει: «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς, πως οι επαναστατικές τάξεις έχουν πάντα αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσουν την επανάσταση, όταν αυτή η επανάσταση έχει ωριμάσει πέρα για πέρα, λόγω των συνθηκών της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης. Όχι, η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι συγκροτημένη τόσο έλλογα και τόσο ‘βολικά’ για τα πρωτοπόρα στοιχεία. Η επανάσταση μπορεί να ωριμάσει, ενώ οι δυνάμεις των επαναστατών δημιουργών αυτής της επανάστασης μπορεί να φανούν ανεπαρκείς για την εκτέλεσή της».[32] Μ’ αυτό δηλώνει ο Λένιν απλούστατα, αν κατανοούμε σωστά τη θέση του, ότι δεν υπάρχει αναγκαστική σχέση ανάμεσα στις αντικειμενικές συνθήκες και το επαναστατικό υποκείμενο, ενώ θα «πρέπει» να δημιουργηθεί αυτή η σχέση, για να υπάρξει τρόπον τινά, από την ένωση αυτή, επαναστατική έκρηξη, για να χρησιμοποιήσουμε όρους της επιστήμης της Χημείας.
Η ανεπάρκεια, στην οποία αναφέρεται ο Λένιν, έχει άμεση σχέση με την ιδεολογική (πολιτισμική) ηγεμονία, για την οποία μιλάει ο Γκράμσι, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω.
Ένας τέτοιος στοχασμός ωστόσο, που θέτει και το πρόβλημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης από μέρους του Λένιν σε διαφορετική βάση, δεν εκφράζει τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι υποστηρίζουν πάντοτε την ίδια βασική θέση, ότι δηλαδή οι οικονομικές συνθήκες είναι εκείνες που καθορίζουν τελικά (σε τελευταία ανάλυση, όπως λέει ο Ένγκελς) τα κοινωνικά δρώμενα και όχι οι πράξεις των ανθρώπων, ως απόρροια συνειδητών επιλογών. Κι’ ας προσπαθεί ο Ένγκελς απεγνωσμένα και με επιχειρήματα, που δεν αντέχουν στην αυστηρά κριτική σκέψη, να τη διαφοροποιήσει. Υπάρχει σ’ αυτή την άποψη, πέρα από την αυθαίρετη επιχειρηματολογία, μια αιτιοκρατία «ένας ντετερμινισμός», που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες, διαφορετικές σκέψεις και επιχειρήματα, για παρέκκλιση από την οικονομική νομοτελειακή πραγματικότητα, όσο κι’ αν προσπαθούν πολλοί από τους επιγόνους να πείσουν, ότι γίνεται παραποίηση της αλήθειας, ή αδυναμία κατανόησης και αποδοχής της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Τελικά, η προσπάθεια του Μαρξ και του Ένγκελς να κατοχυρωθεί το «αξίωμα» του Μαρξ με επιστημονικούς όρους, φαίνεται πως αποτυγχάνει, γιατί δεν υπάρχουν τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία, που να εδραιώνουν λογικά παρόμοιους διαλογισμούς, μα ούτε και η κατοπινή ιστορική εξέλιξη τα επιβεβαίωσε. Μάλιστα το αντίθετο συνέβη.
Πολλές φορές επανέρχεται ο Μαρξ, αλλά κυρίως ο Ένγκελς, στην πιο πάνω επιχειρηματολογία, η οποία σε τελευταία ανάλυση καταλήγει, όπως τονίσαμε επανειλημμένα, στη γνωστή θέση, ότι «το κοινωνικό είναι» καθορίζει τη «συνείδηση» του ανθρώπου. Αυτό το κοινωνικό είναι αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομείται η συνείδηση και που χαρακτηρίζεται με άλλον όρο ως εποικοδόμημα ή υπερδομή και που εμείς με μια ευρύτητα της έννοιας θα την εντάσσαμε στην έννοια του πολιτισμού, ο οποίος διαμορφώνει και τη συνείδηση μιας κοινωνίας.
Ισχυρίζεται επιπλέον ο Μαρξ ότι με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Δεν είναι όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός παράλογος; Πώς μπορεί να καταστραφεί πρώτα η βάση ενός οικοδομήματος και μετά όλο το οικοδόμημα; Και πού και πότε άλλαξε ένας κάποιος οικοδόμος τα θεμέλια ενός κτιρίου, για ν’ ανατρέψει μετά (αργά η γρήγορα) το επ-οικοδόμημα; Αυτό τουλάχιστον μας λέει και ο ίδιος ο Μαρξ σε άλλες περιπτώσεις. Αναφέρουμε πάλι ένα παράδειγμα παρμένο από την ανάλυσή του: Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία: «Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης. Γι’ αυτό η Κομμούνα θα έπρεπε[33] να χρησιμεύει σαν μοχλός, για ν’ ανατραπούν οι οικονομικές βάσεις, που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και επομένως η ταξική κυριαρχία. Όταν θα έχει πια χειραφετηθεί η εργασία, κάθε άνθρωπος γίνεται εργάτης και η παραγωγική δουλειά παύει να αποτελεί ταξική ιδιότητα».[34] Εδώ με πολιτική κυριαρχία εννοείται η κυβέρνηση της εργατικής τάξης, δηλαδή η νομική και πολιτική μορφή αυτής της εξουσίας, που σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αποτελούν καθοριστική μορφή του εποικοδομήματος ή της συνείδησης. Η πολιτική κυριαρχία της Κομμούνας θα έπρεπε να θέσει τις καινούργιες οικονομικές βάσεις, καταργώντας τις παλιές, που σημαίνει σ’ αυτή την περίπτωση, ότι η συνείδηση καθορίζει το κοινωνικό είναι. Αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση της επιχειρηματολογίας του Μαρξ είναι και το ρήμα που χρησιμοποιεί, λέγοντας «θα έπρεπε». Τι σημαίνει αυτό. Απλούστατα ότι δεν υπάρχει κανένας αδήριτος νόμος που να χρησιμεύει ως μοχλός, αλλά ηθικός, με την έννοια ότι επαφίεται στην ελεύθερη συνείδηση και βούληση της Κομμούνας. Αυτό σημαίνει «θα έπρεπε». Αλλιώς η διατύπωση στο σχετικό χωρίο όφειλε να ήταν διαφορετική, δηλαδή: «Γι’ αυτό η Κομμούνα θα χρησιμεύσει…», που σημαίνει αναγκαστικά, ότι θα χρησιμεύσει σαν φυσικός νόμος και όχι «θα έπρεπε…».
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και πολλά άλλα παραδείγματα, που έχουν να κάνουν με αυτό το βασικό πρόβλημα, (κοινωνικού είναι και συνείδησης), όμως και μόνο αυτά αρκούν για να αποδεχτούμε τουλάχιστον, ότι όχι μόνο το κοινωνικό είναι του ανθρώπου καθορίζει τη συνείδησή του, αλλά και η συνείδησή του καθορίζει το κοινωνικό του είναι, άσχετα με το οντολογικό πρόβλημα, αν η συνείδηση είναι πνευματική η υλική, δηλαδή προϊόν της ύλης. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στο θέμα αυτό. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, στον καθορισμό απλούστατα της διαλεκτικής τους αλληλεπίδρασης, με άλλα λόγια πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η μια καθορίζει την άλλη, γιατί το γεγονός της αλληλεπίδρασης δεν το αρνείται κανείς. Το τονίζει και ο ίδιος ο ΄Ενγκελς. Αν θέλουμε να απλουστεύσουμε ακόμη περισσότερο τον προβληματισμό αυτόν θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τη βάση σαν τις ρίζες ενός δέντρου και το εποικοδόμημα σαν τον κορμό, τα κλαδιά και τα φύλλα του. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τις ρίζες δεν μπορεί το δέντρο να επιβιώσει, αλλά χωρίς τα φύλλα και τα κλαδιά δεν θα επιζούσαν και οι ρίζες.
Πριν κλείσουμε την σύντομη αυτή περιγραφή της θεμελιακής φιλοσοφικής θεωρίας του Μαρξ, επιθυμούμε μαζί με τον Ένγκελς να τονίσουμε την ουσιαστική του προσφορά στην ανθρωπότητα: «Αυτές τις δύο μεγάλες ανακαλύψεις: την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την αποκάλυψη του μυστικού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την υπεραξία, τις χρωστάμε στον Μαρξ».[35]
Η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη αποτελεί τον λόγο που υποχρεώνει τον Ένγκελς να επιμένει πάντοτε ότι οι οικονομικοί όροι είναι οι καθοριστικοί. Αν δεν δινόταν αυτή η ερμηνεία θα κατέρρεε αυτομάτως ο ιστορικός υλισμός. Και αυτό είναι αυτονόητο. Γι’ αυτό η «εναγώνια» προσπάθεια να αποφευχθεί η παρεξήγηση ή παρερμηνεία, όταν τονίζεται και η επίδραση της συνείδησης πάνω στην οικονομική βάση. Η κάθε φορά επαναφορά στον ισχυρισμό, ότι τελικά (σε τελευταία ανάλυση) οι υλικοί όροι είναι το πρωταρχικό, «σώζει» τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν αλλάζει όμως την πραγματικότητα, η οποία μπορεί να είναι τελείως η μερικώς διαφορετική απ’ ότι την καθορίζει η θεωρία.
Πολύ σημαντική είναι η ίδια η ομολογία του Μαρξ, για τη δική του προσφορά στην ιστορία, που δίνει αφορμή να κριθεί αυτή η προσφορά στη συγκεκριμένη αντικειμενική πραγματικότητα. Στο γράμμα του στον Βαϊντερμάγιερ με ημερομηνία 5.3.1852 εκφράζει τα ακόλουθα αποκαλυπτικά: «Όσο για μένα, δε μου ανήκει η τιμή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσά τους. Πολύ πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι – την οικονομική ανατομία των τάξεων. Ό,τι καινούργιο έκαμα εγώ ήταν να αποδείξω: 1. ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής (historischen Entwicklungsphasen der Produktion), 2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου 3. ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία…».
Κατά πόσο οι αποδείξεις του Μαρξ επαληθεύτηκαν από την ίδια την πραγματικότητα, που αποτελεί για τους Μαρξιστές αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας, θα αναλύσουμε στα επόμενα. Προκαταβολικά δηλώνουμε, ότι η πράξη δεν επαλήθευσε τα συμπεράσματα του Μαρξ, τουλάχιστον σ’ ότι αφορά την Τρίτη θέση[36] και οι λεγόμενες «αποδείξεις» του στο θέμα αυτό, αποτελούν ζητούμενο, για να μην ισχυριστούμε ότι η ιστορία απέδειξε στην πράξη πολλές απ’ αυτές ως λανθασμένες, όπως ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου.[37] Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν επαληθεύτηκε πουθενά, ενώ αντιθέτως η δικτατορία μιας γραφειοκρατικής κάστας επί του προλεταριάτου επαληθεύτηκε περίτρανα. (βλ. υπαρκτό σοσιαλισμό). Εκτός βέβαια, αν ο Μαρξ είχε στο νου του τον υπαρκτό σοσιαλισμό, που φυσικά το αποκλείουμε ρητά και κατηγορηματικά![38]
ΙII. Η συνείδηση ως πολιτισμική ηγεμονία. Η διαφοροποίηση του Γκράμσι από τον Μαρξ και τον Λένιν
Ενώ για το «κοινωνικό είναι» υπάρχει μια διεξοδικότερη ανάλυση για τον προσδιορισμό και τη σημασία του, για τη «συνείδηση» οι έννοιες που την καθορίζουν είναι συγκεχυμένες. Τι εννοούμε άραγε, όταν μιλάμε για συνείδηση; Έναν πρώτο προσδιορισμό μας δίνει ο Μαρξ κάνοντας αντιδιαστολή ανάμεσα στο κοινωνικό είναι, που είναι η πραγματική βάση, που όπως λέει ο ίδιος «πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης». Παρακάτω συμπληρώνει διατυπώνοντας την άποψη, ότι «Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά». Και συνεχίζει πιο αναλυτικά: «Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της».[39]
Παραθέτοντας πιο πάνω τις απόψεις του Μαρξ διαπιστώνουμε μια σύγχυση. Στην πρώτη παράθεση διακρίνουμε τρία επίπεδα: Πρώτον «το κοινωνικό είναι», Δεύτερο το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και τρίτον «ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης». Πιο κάτω μεταβάλλει και ταυτίζει τα τρία επίπεδα σε δύο: Πρώτον «οι οικονομικοί όροι της παραγωγής» και δεύτερο «οι νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές…». Ταυτίζει δηλαδή την συνείδηση τόσο με το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, όσο και με όλες τις άλλες ιδεολογικές μορφές, που αναφέρει. Την ίδια σύγχυση παρατηρούμε και σε άλλους αναλυτές του μαρξισμού, όπως στον Νίκο Πουλαντζά, ο οποίος προσπαθεί να αποσαφηνίσει τις ανωτέρω έννοιες: «Όταν μιλάω για καθορισμό σε τελική ανάλυση από το οικονομικό, ήδη συμπεριλαμβάνω σ’ αυτό τις σχέσεις παραγωγής, τις κοινωνικές τάξεις και την πάλη των τάξεων. Δεν υπάρχει το ‘οικονομικό καθ’ εαυτό’, και μετά η πάλη των τάξεων, σ’ ένα άλλο επίπεδο».[40]
Σχηματικά και μεθοδολογικά θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις διάφορες κατηγορίες, τις οποίες αναφέρει ο Μαρξ σε τρία επίπεδα: Πρώτον οι παραγωγικές δυνάμεις σε συνάρτηση με τη φύση, που αποτελούν το κοινωνικό είναι και απεικονίζουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Δεύτερο οι παραγωγικές σχέσεις, που διαμορφώνονται από ένα νομικό και πολιτικό πλαίσιο ή ένα σύνταγμα, που περιλαμβάνει το όλο, δηλαδή την κοινωνική δομή, μέσα στην οποία λειτουργούν οι παραγωγικές δυνάμεις. Τρίτον τη συνείδηση, την οποία ορίζει ο Μαρξ ως ιδεολογική μορφή και η οποία έχει σχέση με τις αποκαλούμενες από τον Μαρξ «ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης, δηλαδή θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές κ.λπ».[41] Ο Νίκος Πουλαντζάς καθορίζει τη σχέση αυτών των επιπέδων ως εξής: «Η παραγωγική διαδικασία αποτελείται από την ενότητα της εργασιακής διαδικασίας και των παραγωγικών σχέσεων. Μπορούμε τώρα να υποστηρίξουμε μια συμπληρωματική θέση; Στο πλαίσιο αυτής της ενότητας, τον καθοριστικό ρόλο δεν τον έχει η εργασιακή διαδικασία, που περικλείει την ‘τεχνοδοσία’ και την ‘τεχνική διαδικασία’. Τουναντίον οι παραγωγικές σχέσεις έχουν το πρωτείο επί της εργασιακής διαδικασίας και των ‘παραγωγικών δυνάμεων’.
Πρόκειται για μια σημαντική άποψη αναφορικά με τις κοινωνικές τάξεις. Ο προσδιορισμός τους εξαρτάται από τις παραγωγικές σχέσεις, που παραπέμπουν ευθέως στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και στο πολιτικο –ιδελογικό εποικοδόμημα, και όχι από διάφορες συντεταγμένες κάποιας ‘τεχνικής διαδικασίας’ καθεαυτής».[42]
Στο σημείο αυτό ανακύπτουν και τα κρίσιμα ερωτήματα: Ποιος από τους τρεις αυτούς παράγοντες είναι ο καθοριστικός, δηλαδή αυτός που προσδιορίζει και καθορίζει τους άλλους και με ποια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, εάν πραγματικά υπάρχει; Ο Νίκος Πουλαντζάς τονίζει τις παραγωγικές σχέσεις, που όμως «παραπέμπουν», όπως λέει και ο ίδιος, στη συνείδηση (πολιτικο – ιδεολογικό εποικοδόμημα).
Ο Λένιν, κατά τη δική μας εκδοχή, για να επανέλθουμε σ’ αυτόν, αναφέρεται στη συνείδηση, όταν αποφαίνεται ότι: «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα». Αλλιώς δεν έχει νόημα η βαρύνουσα αυτή θέση του.
Θα πρέπει να διασαφηνίσουμε από τα συμφραζόμενα του Ν. Πουλαντζά ότι οι παραγωγικές σχέσεις προσδιορίζουν τις κοινωνικές τάξεις. Οι παραγωγικές σχέσεις, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, αποτελούν τον βασικό παράγοντα της διαμόρφωσης των τάξεων και καθορίζονται από το σύστημα δικαίου ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Η ταξική πάλη στόχο έχει την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, όπως τόνιζε ο Μαρξ, ο Ένγκελς, αλλά πολύ πιο επίμονα ο Λένιν, για την αλλαγή αυτού του συστήματος της νομικής μορφής των παραγωγικών σχέσεων. Η κατάληψη από την άλλη μεριά της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει την επαναστατική συνείδηση, που με τη σειρά της προϋποθέτει την ιδεολογική (στην περίπτωση του Λένιν) την μαρξιστική θεωρία, αυτή την «πρωτοπόρα θεωρία», όπως την χαρακτήριζε ο ίδιος, και που προσέδιδε στο προλεταριάτο, κατά την άποψή του, την ιδεολογική ηγεμονία.
Ενδιαφέρον στον προβληματισμό αυτό έχει και η άποψη του Κ. Παπαϊωάννου.
Ο Κώστας Παπαϊωάννου αμφισβητώντας τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό είναι (αντικειμενικός παράγοντας, οικονομικοί όροι) και την ταξική πάλη (υποκειμενικός παράγοντας) και αναφερόμενος στις απόψεις του Μαρξ εκφράζει την ακόλουθη αντίληψη: «Με τη σκέψη στη σοσιαλιστική επανάσταση του μέλλοντος, πίστεψε πως έπρεπε οπωσδήποτε να συνδυάσει, στον ρόλο της «κινητήριας δύναμης» της ιστορίας, τον «αντικειμενικό» παράγοντα της πάλης των τάξεων. Ανεφάρμοστο στο παρελθόν το σχήμα αυτό, διαψεύστηκε ακόμα περισσότερο από το μέλλον που θα όφειλε να το νομιμοποιήσει: η πραγματική ιστορική εξέλιξη δεν άργησε να διαχωρίσει τους «αντικειμενικούς» από τους «υποκειμενικούς» παράγοντες, το συνταίριασμα των οποίων προέβλεψε με τόση σπουδή ο Μαρξ.
Πρώτ’ απ’ όλα, αντί να αναδείξει, με την αναμενόμενη ορμή, «την επαναστατική πλευρά της εξαθλίωσης», που είχε η ίδια προκαλέσει αρχικά, η πραγματική εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας μάλλον μετρίασε την πάλη των τάξεων προς την κατεύθυνση του ρεφορμισμού».[43], γεγονός που επιβεβαίωσε η ιστορική πραγματικότητα.
Ο Κώστας Παπαϊωάννου αναφέρεται στην περίπτωση αυτή στον ισχυρισμό του Μαρξ ότι η οικονομική ανάπτυξη με την επανάσταση της τεχνολογίας και της βιομηχανίας θα έφερνε τις παραγωγικές δυνάμεις στο σημείο να έρθουν σε αντίθεση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις και μέσω της ταξικής πάλης να πετύχουν τη δομική αλλαγή από το αστικό καθεστώς, με την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, σε έναν ανώτερο κοινωνικό σχηματισμό, όπου η παραγωγικές δυνάμεις θα απελευθερώνονταν για μια ανώτερη και πιο εξελιγμένη τεχνολογική εξέλιξη, σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, ο οποίος θα αποτελούσε φραγμό σε μια τέτοια πορεία. Η ιστορία όμως διέψευσε μια τέτοια εξέλιξη, έτσι όπως την προέβλεπε ο Μαρξ. Ο καπιταλισμός, αντιθέτως προώθησε την τεχνολογία και την παραγωγικότητα σε ύψιστο βαθμό, αντί να την καθηλώσει, όπως απεναντίας ισχυριζόταν ο Μαρξ.
Επιπλέον προσθέτει ο Κώστας Παπαϊωάννου «οι ‘σοσιαλιστικές’ επαναστάσεις, που ο Μαρξ πίστευε ότι θα έρχονταν σαν αποτέλεσμα ενός πολύ υψηλού βαθμού εκβιομηχάνισης, βρήκαν τη γη της επαγγελίας τους στις υπό ανάπτυξη χώρες, από τις οποίες απουσίαζαν εντυπωσιακά τόσο οι ‘αντικειμενικές’ προϋποθέσεις (η μεγάλη βιομηχανία) όσο και οι ‘υποκειμενικές’ (το ίδιο το προλεταριάτο, όπως στην Κίνα).
Τέλος, οι επαναστάσεις αυτές, που επικαλούνταν τον μαρξισμό, οδήγησαν όλες στη δημιουργία πανίσχυρων κρατών και οικονομικών συστημάτων, η λειτουργία των οποίων συνίστατο, κατά κύριο λόγο, στο να εκπληρώσουν το έργο της πρωταρχικής συσσώρευσης, το οποίο ο καπιταλισμός είχε ήδη πραγματοποιήσει με την ίδια ξέφρενη εκμετάλλευση της εργασίας».[44]
Στο σημείο αυτό της θεωρίας, και με δεδομένο το γεγονός ότι σ’ αυτήν υπάρχουν κάποια πραγματικά αδιέξοδα, παρεμβαίνει ο Γκράμσι για να δώσει μια άλλη, διαφορετική διάσταση στην βασική θέση του Μαρξ. Ο Γκράμσι απορρίπτει τον οικονομικό αυτοματισμό του Μαρξ, χωρίς να απαρνείται τους οικονομικούς όρους, και αναλύει το περιεχόμενο αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί «μορφές κοινωνικής συνείδησης» ή ιδεολογικές μορφές. Εννοεί ότι την ηγεμονία στην κοινωνία δεν καθορίζουν πρωταρχικά οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό στοιχείο την υλική βάση, δηλαδή την παραγωγή και αναπαραγωγή της οικονομικής ζωής μόνο, αλλά κυρίως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας, που όπως λέει ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι οι νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές κ.λπ μορφές, που με μια λέξη θα τις [45]εντάσσαμε στις πολιτιστικές μορφές και δραστηριότητες μιας ανεπτυγμένης πολυεπίπεδης και πολύπλοκης κοινωνίας πολιτών. «Για τον Γκράμσι η λεγόμενη ‘υπερδομή’ δεν είναι καθαρή συνέπεια της ‘οικονομικής δομής’, αλλά, καθοριζόμενη απ’ αυτήν ταυτόχρονα την καθορίζει»[46]
Το καινούργιο που προσθέτει ο Γκράμσι στην θεωρία και που ενυπήρχε ως πυρήνας, στην αντίληψη του Μαρξ και του Ένγκελς, αλλά του δόθηκε δευτερεύουσα σημασία, ως παράγωγο της οικονομικής βάσης και αντανάκλασή του στη συνείδηση, είναι η πρωταρχική σημασία της ιδεολογικής ηγεμονίας, που θέτει σε δράση την ταξική πάλη, με βάση την επαναστατική συνείδηση. Δηλαδή την επαναστατική συνείδηση που εμπνέεται από την μαρξιστική θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. ΄Επρεπε ο Μαρξισμός να απαλλαγεί από τις μηχανιστικές παραμορφώσεις και τον χυδαίο υλισμό. «Είναι αναγκαίο αντίθετα να ξυπνήσουν οι συνειδήσεις, να κατακτηθούν οι συνειδήσεις», για να πραγματοποιηθεί η «ενεργητική επανάσταση», τόνιζε ο Γκράμσι.[47] Απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθεί το επαναστατικό υποκείμενο. Ο Πουλαντζάς, παρ’ όλο που αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή του Γκράμσι στο θέμα της ηγεμονίας, την περιορίζει κατά την άποψή μας, στην ιδεολογική ηγεμονία, η οποία στενεύει κάπως τα περιθώριά της. Απεναντίας στον Γρκάμσι η ιδεολογική ηγεμονία παίρνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου της πνευματικής δημιουργίας μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, που με μια λέξη μπορούμε να την ονομάσουμε συνοπτικά πολιτισμό.[48] Εκτός φυσικά, αν ταυτίζουμε την ιδεολογία σε τελευταία ανάλυση με τον πολιτισμό. Σ’ αυτόν περιλαμβάνονται εκτός από τις παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, όλες οι άλλες δραστηριότητες ενός κοινωνικού σχηματισμού που αφορούν τον πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό τομέα. «Όταν τα πλαίσια της εθνικής ζωής είναι σε εμβρυακή κατάσταση και δεν μπορούν να γίνουν χαράκωμα ή φρούριο»,[49] δηλαδή ανταποκρίνονται στον πόλεμο ελιγμών, γιατί οι γενικές οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες δεν είναι σε ώριμη κατάσταση, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτιστική ηγεμονία.
Είναι αυτό που με τα λόγια του Ευαγγελίου θα λέγαμε: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». [50]
Αυτό που το ευαγγέλιο με απλά και κατανοητά λόγια εκφράζει ως «άρτο» δεν είναι τίποτε άλλο απ’ αυτό που αναλύεται στον μαρξισμό ως «βάση».[51]
Η ηγεμονία λοιπόν είναι έκφραση του εποικοδομήματος, δηλαδή της συνείδησης. Σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, τα εκπαιδευτικά συστήματα (η παιδεία σ’ όλα της τα στάδια), ο νομικός πολιτισμός με τα συντάγματα, τους νόμους και τους θεσμούς, η οικογένεια, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η επιστήμη, οι τέχνες (θέατρο, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ράδιο, τηλεόραση, διαδίκτυο), ήθη κι έθιμα, μύθοι και παραδόσεις, αρχές, αξίες και ιδανικά, γενικά οι ιστορικές πολιτιστικές διαδρομές κ.λπ, διαμορφώνουν την ατομική και συλλογική συνείδηση μέσα απ’ όλους αυτούς τους θεσμούς και τις μορφές ιδεολογικής παρέμβασης και αναπαραγωγής και σε τελευταία ανάλυση δημιουργούν την πολιτιστική ή ιδεολογική ηγεμονία, που χρειάζεται η άρχουσα τάξη, όποια κι αν είναι αυτή (καπιταλιστική ή κομμουνιστική ή οποιαδήποτε άλλη) για να κατακτήσει τη συναίνεση των αρχομένων τάξεων.[52] Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί κανείς ότι η αστική ή η εργατική τάξη προσπαθεί σ’ όλες αυτές τις πολιτιστικές δραστηριότητες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας να περάσει το δικό της σύστημα αξιών (υλικό, ηθικό και πνευματικό), δηλαδή το καπιταλιστικό ή προλεταριακό και μέσω αυτού να δημιουργήσει τη συναίνεση. Και όχι απλώς τη συναίνεση, αλλά ακόμη και την «ενεργή συναίνεση», όπως τονίζει ο Γκράμσι. Όλα αυτά φυσικά μέσω μεθόδων και πρακτικών που αποσπούν στη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων τάξεων, για να διαιωνίζεται η κυριαρχία των κυρίαρχων τάξεων, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν τις παραγωγικές σχέσεις, για να αξιοποιήσουν, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, τις παραγωγικές δυνάμεις. Δεν είναι δηλαδή μόνο η κρατική βία και καταστολή, ούτε η δικτατορική καταστολή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις επιβίωσης, διατήρησης και ανάπτυξης μιας κοινωνίας, αλλά και η συναίνεση με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή. Τον συσχετισμό αυτό ανάμεσα στην καταστολή και τη συναίνεση μας αναλύει ο Νίκος Πουλαντζάς με σαφήνεια: «Πράγματι οι κρατικοί μηχανισμοί επικυρώνουν και αναπαράγουν την ταξική κυριαρχία, ασκώντας την καταστολή, τη φυσική βία απέναντι στις λαϊκές μάζες, αλλά οργανώνουν εξίσου την ταξική ηγεμονία, καθώς επιστρατεύουν ένα (ευμετάβλητο) παιχνίδι προσωρινών συμβιβασμών, ανάμεσα στο συνασπισμό εξουσίας και σε ορισμένες κυριαρχούμενες τάξεις και καθώς εδραιώνουν μια ιδεολογική ‘συναίνεση’ των κυριαρχούμενων τάξεων»[53]
Θα’ λεγε κανείς ότι υπάρχει μια αντίστροφη σχέση ανάμεσα στην καταστολή ή τον μηχανισμό καταναγκασμού, που λέει ο Μαρξ, και την συναίνεση. Στο βαθμό που αυξάνει η συναίνεση στον ίδιο βαθμό υποχωρεί η καταστολή, η οποία δεν καταργείται, αλλά παραμένει ανενεργή, σ’ ένα χώρο, «εφεδρικής επαγρύπνησης», θα λέγαμε, όσο αυτή η ισορροπία δεν διαταράσσεται. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις «κοινωνίες πολιτών», χωρίς φυσικά αυτός ο κανόνας να είναι και απόλυτος. «Συνοψίζοντας, τονίζουμε ότι η ηγεμονία είναι μια μορφή ελέγχου που ασκείται πρώτα και κύρια μέσω του εποικοδομήματος, σε αντίθεση με την υποδομή της βάσης της κοινωνίας ή τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό οικονομικό χαρακτήρα. Έτσι η ιδεολογική κυριαρχία έχει ως αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε για τον κόσμο, σύμφωνα με τη δική της λογική και αντίληψη».[54] Αυτό άρχισε να επικρατεί κυρίως μετά το 1870, διαπίστωνε ο Γκράμσι. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί τον κίνδυνο, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, να θέτει φραγμό στην ταξική πάλη, γιατί η πολιτισμική ηγεμονία μέσω της συναίνεσης ή «της ενεργητικής συναίνεσης», αποσπά τη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων τάξεων. «Η πολιτισμική ηγεμονία δεν επιτυγχάνεται μόνο με βίαιο τρόπο, αλλά σε συνδυασμό με πρακτικές που αποσπούν τη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων, που εξασφαλίζουν τη συναίνεσή τους»[55] Το σύγχρονο κράτος δεν δίνει την έμφαση στο στοιχείο της καταστολής, αλλά στα στοιχεία εκείνα που δημιουργούν τη συναίνεση. Μόνο εκεί που η συναίνεση δεν είναι αναγκαία, προς συνετισμό και συγκατάθεση, μπορεί να παρέμβει η καταστολή απροκάλυπτα, για να επιβάλουν οι άρχουσες τάξεις τους στρατηγικούς τους στόχους. Εξαρτάται πάντοτε από τις αντικειμενικές συνθήκες, ποιες μεθόδους θα χρησιμοποιήσουν ή ποιο συνδυασμό και σε ποια δοσολογία.[56]
Για τον Γκράμσι η πορεία προς τον σοσιαλισμό και ο ίδιος ο σοσιαλισμός υλοποιείται με όρους πολιτιστικούς (πνευματικούς – ηθικούς). Στο κρίσιμο αυτό θέμα η άποψη του Γκράμσι, όπως λέει ο Λουκάς Αξελός είναι «ότι απέναντι σ’ έναν τέτοιο πανούργο, πολυμήχανο, και πάνοπλο αντίπαλο χρειάζεται να αντιτάξεις ένα εξίσου πολυμήχανο αντίρροπο δέος κουλτούρας, ότι ο σοσιαλισμός ταυτίζεται με μία λογική πολιτισμού, με μία λογική κουλτούρας και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν, ότι δεν είναι μόνο οι παραγωγικές δυνάμεις και οι παραγωγικές σχέσεις τα μοναδικά στοιχεία ερμηνείας των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων»[57]
Τονίζει με έμφαση, ωσάν να αποτελεί εξομολόγηση, ότι «Οι σοσιαλιστές (και μιλάμε για εκείνους, που ένωσαν το σοσιαλισμό με την εσωτερική τους ζωή, για εκείνους, στους οποίους η σοσιαλιστική ιδέα, έκανε γόνιμες όλες τις δραστηριότητες, τις διανοητικές, τις ηθικές και εκείνες τις αισθητικές) προτείνουν με σοβαρότητα στον εαυτό τους τον σκοπό, να οικοδομήσουν τον κομμουνισμό. Σ’ αυτόν τον σκοπό υποτάσσουν όλες τις δραστηριότητές τους, γι’ αυτόν τον σκοπό διαπαιδαγωγούνται, γι’ αυτόν τον σκοπό συνάπτουν σχέσεις με τον κόσμο, στον οποίο είναι αφοσιωμένοι. Η στοργή τους, τα συναισθήματά τους η υποσυνείδητη ηχώ του ενστίκτου, υποτάσσονται συνεχώς σ’ αυτόν τον σκοπό. Φροντίζουν να βρουν πάντα και να αποσαφηνίσουν ένα στενό δεσμό, μεταξύ μιας πράξης που κάνουν και αυτού του σκοπού, μια αναγκαία εξάρτηση μεταξύ πράξης και αυτής της αδάμαστης θέλησής τους. Δεν θέλουν να είναι απατεώνες στην πολιτική, όπως θέλουν να είναι τέτοιοι και στην ιδιωτική τους ζωή, δεν θέλουν να είναι ερασιτέχνες στην σοσιαλιστική πίστη, όπως δεν θέλουν να είναι και στις μελέτες, στην τέχνη, στο επάγγελμα που εξασκούν.
Γι’ αυτούς τους σοσιαλιστές η αδιαλλαξία, το ασυμβίβαστο, ενώνονται με την ηθική σοβαρότητα και την τιμιότητα».[58]
Τα ανωτέρω μας θυμίζουν τη ρήση του Μάνου Χατζηδάκη, που είπε κάποτε: «Επαναστάτης είναι όποιος δε συμβιβάζεται».[59]
Μια αναπτυγμένη και πολύπλοκη κοινωνία πολιτών, προϋποθέτει για την επαναστατική αλλαγή όλα αυτά που αποτελούν την πεμπτουσία ενός σοσιαλιστή. Είναι προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ. Ο σοσιαλισμός για τον Γκράμσι είναι «πράξη ζωής», γιατί ο άνθρωπος είναι ό, τι πράττει. Εκλαϊκεύοντας αυτή την άποψη και αντιπαρατιθέμενος με τους αναρχικούς αποφαίνεται (και έχει τη σημασία και την επικαιρότητά του), ότι για την επανάσταση είναι απαραίτητοι «άνθρωποι με μυαλό νηφάλιο, άνθρωποι που να μην επιδιώκουν να λείπει το ψωμί από τους φούρνους, που να κάνουν να ταξιδεύουν τα τρένα, που να προμηθεύουν τα εργοστάσια με πρώτες ύλες και να καταφέρνουν να ανταλλάσσουν τα βιομηχανικά προϊόντα με τα αγροτικά, που να εξασφαλίζουν την ακεραιότητα και την ελευθερία του καθένα από τις επιθέσεις των κακοποιών, που θα βοηθούν να λειτουργεί το σύνολο των κοινωνικών υπηρεσιών και να μην καταντούν στην απελπισία και στην τρελή εξοντωτική σφαγή το λαό».[60]
«Η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας και οι αναλύσεις των τετραδίων», γράφει ο Θανάσης Γιαλκέτσης, «μπορούν ακόμη και σήμερα να προσανατολίζουν την Αριστερά προς μια αντίληψη της κοινωνικής αλλαγής, που δεν θα είναι απλώς πολιτική ή οικονομική, ή μάλλον, για να το πούμε καλύτερα, που θα είναι πολιτική με την υψηλότερη έννοια του όρου, με την έννοια δηλαδή μιας μεγάλης ικανότητας διανοητικής επεξεργασίας, αλλά και υιοθέτησης και επιβεβαίωσης ηθικών αξιών. Όπως πιστοποιεί άλλωστε και η εμπειρία του παρόντος, η πολιτική υποβαθμίζεται σε τεχνική διαχείριση και σε χειραγώγηση, όταν δεν διαθέτει μιαν ανώτερη ηθική και διανοητική έμπνευση, την ικανότητα δηλαδή να ανταποκρίνεται στις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου»[61]
Ο ίδιος λοιπόν αναπροσαρμόζει, ανασυνθέτει και εν μέρει αναθεωρεί την μαρξιστική θεωρία, διαμορφώνοντας καινούργια ερμηνευτικά σχήματα και αξίες της σύνθετης και πολύπλοκης πραγματικότητας, κυρίως των δυτικών κοινωνιών, σε αντίθεση με την ασιατική παράδοση και σε αντίθεση με ό,τι θεωρητικά προϋπήρξε. Εισάγει στη θεωρία τους όρους «κοινωνία πολιτών, πόλεμο κινήσεων, πόλεμο θέσεων, ιδεολογική ή πολιτισμική ηγεμονία, συναίνεση και τη θεωρία των οργανικών διανοουμένων. Επιπρόσθετα και μια άλλη αντίληψη για το κράτος απ’ αυτήν που όριζε ο Μαρξ και ο Λένιν.
«Σε όλα τα κείμενά του όπου ο Γκράμσι αναπτύσσει τις θέσεις του για το κράτος και την ηγεμονία, χρησιμοποιεί με διαφορετικούς τρόπους τους όρους «κοινωνία των πολιτών» και «πολιτική κοινωνία». ΄Ενας από τους συχνούς τρόπους χρησιμοποίησης του όρου «κοινωνία πολιτών» είναι αυτή που περιγράφει όλες της μορφές της ηγεμονίας. ΄Ετσι, το προηγούμενο απόσπασμα «κράτος = ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό» ο Γκράμσι το αποδίδει ολόκληρο έτσι: «Κράτος =κοινωνία των πολιτών + πολιτική κοινωνία, δηλαδή ηγεμονία, θωρακισμένη με καταναγκασμό».[62] Με την έννοια αυτή η έννοια της ηγεμονίας έχει σαν πεδίο εφαρμογής τον τομέα των θεσμοποιημένων πολιτικών δομών και ταυτόχρονα τον τομέα των πολιτικών πρακτικών των κυρίαρχων τάξεων».[63] Αλλιώς θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τις σχέσεις ηγεμονίας και κράτους με τα λόγια του Νίκου Πουλαντζά: «Οι σημερινές πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας εμφανίζονται έτσι, σ’ όλα τα επίπεδα με την ιδική μορφή βίας , που είναι η ‘συνταγματοποιημένη’ βία του κράτους δικαίου. Οι σχέσεις άμεσης καταπίεσης μετεξελίσσονται σε πολιτικές σχέσεις ηγεμονίας».[64]
Ο πυρήνας αυτής της πρωτοπόρας και ριζοσπαστικής θεωρίας του Γκράμσι, όπως την διατυπώνει η Ροσάνα Ροσάντα, μια ιστορική μορφή της ιταλικής Αριστεράς, παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «Όπου η εξουσία της κυρίαρχης τάξης βασίζεται όχι μόνο στο κράτος, αλλά και σε μιαν αναπτυγμένη και πολύπλοκη κοινωνία πολιτών, το επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να νικήσει με μιαν επίθεση στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού (πόλεμος κινήσεων), αλλά μόνο στο βαθμό που έχει καταχτήσει τα ‘οχυρά’ της κοινωνίας πολιτών (πόλεμος θέσεων). Μόνον όπου το κράτος κατέχει όλη την εξουσία, ενώ η κοινωνία πολιτών είναι αδύναμη και σχετικά αδιαμόρφωτη, μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Ο πόλεμος κινήσεων είναι μια επανάσταση η οποία, ακόμη και αν καταλάμβανε με μια γρήγορη κίνηση την κορυφή της κρατικής εξουσίας, δεν θα μπορούσε να επικρατήσει εξαιτίας της αντίστασης μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών, στην οποία γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να διεισδύσουμε, από οχυρό σε οχυρό, με έναν επίμονο πόλεμο θέσεων. Παραδείγματα: Η Δύση παρουσιάζει εύρωστες κοινωνίες πολιτών, η Ανατολή εύθραυστες. Ο Γκράμσι δεν μπορεί να το γράψει καθαρά, αλλά αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η επαναστάσεις της μεταπολεμικής περιόδου στην Ευρώπη απέτυχαν, ενώ στην ΕΣΣΔ ο Οκτώβρης νίκησε».[65] Για το λόγο αυτό μια μετωπική σύγκρουση στη Δύση ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Αυτό τονίζει και ο Νίκος Πουλαντζάς: «Δεν πιστεύουμε ότι το κράτος είναι ένας μονόλιθος που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και να συντρίψουμε αποκλειστικά απ’ έξω, είμαστε πεπεισμένοι ότι είναι αναγκαίος ο ‘πόλεμος θέσεων’ ότι χρειάζεται στη Δύση μια μακρά περίοδος προετοιμασίας, κατάκτησης της ηγεμονίας κ.λπ».[66]
Ο ίδιος ο Γκράμσι αναφερόμενος στον Λένιν και συγκρίνοντας της συνθήκες της Ρωσίας και των δυτικών κοινωνιών σχετικά με το ζήτημα που επισημαίνει η Ροσάνα Ροσάντα γράφει τα εξής: «Στην Ανατολή, το κράτος ήταν το παν, η κοινωνία των πολιτών ήταν αρχέγονη και χαλαρή. Ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία των πολιτών υπήρχε μια στενή σχέση και μέσα στο τρεμούλιασμα του κράτους διακρίνονταν αμέσως μια ισχυρή δομή της κοινωνίας των πολιτών. Το κράτος ήταν μόνο ένα προωθημένο χαράκωμα, που πίσω του βρισκόταν μια γερή αλυσίδα από φρούρια και αμπριά»[67] Τα οχυρά, για τα οποία μιλάει η Ροσάνα Ροσάντα και ο Γκράμσι, είναι βασικά η ηθική και πνευματική δημιουργία, τα πολιτιστικά προϊόντα μια συγκεκριμένης κοινωνίας σε ένα επίπεδο υψηλό και με μεγάλη ανθεκτικότητα. Μια συσσώρευση και ενεργοποίηση των στοιχείων που αποτελούν την επαναστατική συνείδηση. Το σοβιετικό πείραμα στερούνταν, σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του Γκράμσι ηγεμονικών βάσεων. Φαίνεται ότι, όταν η κοινωνία πολιτών στο σοβιετικό κράτος κατέκτησε μερικά οχυρά, (δηλαδή διεκδίκησε τα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα της δημοκρατίας και της ελευθερίας) το σοβιετικό κράτος, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, κατέρρευσε.[68]
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις θεωρητικές επεξεργασίες του Γκράμσι θα πρέπει να αναφερθούμε στη σημασία του κράτους για την άρχουσα τάξη. Αυτή η ανάλυση έχει και την πρακτική της σημασία, γιατί θα μας δώσει απαντήσεις τόσο για το σημερινό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, όσο και για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει ο φορέας της σοσιαλιστικής αλλαγής. Αυτή είναι η πρόκληση και αυτό είναι το ζητούμενο.
IV. Το κράτος σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Λένιν
Ο δρόμος προς την εξουσία και ο ρόλος και η λειτουργία του κράτους, που επεξεργάζεται ο Γκράμσι διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τις απόψεις τόσο του Μαρξ όσο και του Λένιν. Ο Μαρξ δίνει πρωταρχική σημασία στον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτος, όπως κυβέρνηση, στρατός, αστυνομία, δικαστήρια, και δημόσια διοίκηση, ενώ ο Λένιν επικεντρώνεται (πιθανόν και λόγω των συνθηκών) στην κρατική εξουσία, Απεναντίας η θεωρία περί κράτους του Γκράμσι εμπλουτίζεται σε μεγάλο βαθμό και ανταποκρίνεται στις καινούργιες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες είναι ή γίνονται πολύ πιο περίπλοκες από ότι τις ανέλυσε ο Μαρξ και ο Λένιν για την εποχή τους, γιατί έχουν χαρακτήρα και ιδεολογικό –πολιτισμικό. Θα λέγαμε ότι προσαρμόζει τη λενινιστική παράδοση στις καινούργιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της κοινωνίας πολιτών. Μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση έχει ίσως γνήσιο νόημα η απαξιωμένη λέξη «εκσυγχρονισμός». Πράγματι ο Γκράμσι πέτυχε έναν εκσυγχρονισμό και εμπλουτισμό της θεωρίας. Παρ’ όλα αυτά αξίζει να προσθέσουμε και ένα σχόλιο του Νίκου Πουλαντζά που θέτει την προσφορά του Γκράμσι στη σωστή της διάσταση: «Ασφαλώς δε μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη σημαντική θεωρητικο-πολιτική συνεισφορά του Γκράμσι και γνωρίζουμε την απόσταση που κράτησε από τη σταλινική εμπειρία. Από την άλλη όμως, ούτε αυτός (όσο κι’ αν τον τραβάνε σήμερα πότε αριστερά και πότε δεξιά) κατάφερε να θέσει το πρόβλημα σε όλο το εύρος του. Οι πασίγνωστες αναλύσεις του για τις διαφορές ανάμεσα στον πόλεμο κινήσεων (των μπολσεβίκων στη Ρωσία) και στον πόλεμο θέσεων, γίνονται κατά βάση αντιληπτές ως εφαρμογή της λενινιστικής στρατηγικής – μοντέλου σε ‘διαφορετικές συγκεκριμένες καταστάσεις’ τις καταστάσεις της Δύσης, γεγονός που τον οδηγεί, παρά την αξιοσημείωτη διαίσθησή του, σε μια σειρά αδιέξοδα, στα οποία δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε».[69]
Για να κατανοήσουμε τα καινούργια στοιχεία που μας διευκολύνουν στην κριτική έρευνα, πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν για το κράτος.[70]
Πριν προχωρήσουμε στις θέσεις του Λένιν για το κράτος, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τη συλλογιστική του Μαρξ πάνω στο κράτος, για να κατανοήσουμε κατόπιν με σαφήνεια τις θέσεις του Λένιν γι’ αυτό και τις επιπτώσεις που είχαν για την επαναστατική πορεία των μπολσεβίκων
Πολύ πετυχημένα και με μεγάλη ακρίβεια αναφέρεται στο θέμα αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου στο σημαντικό άρθρο του: Ο Μαρξ, ο Λένιν και «η δικτατορία του προλεταριάτου», όπου με απαράμιλλα συνοπτικό αναλυτικό και εκλαϊκευτικό τρόπο εκθέτει τον πυρήνα της θεωρίας του Μαρξ και κατ’ επέκταση του Ένγκελς για το κράτος.[71] Παραθέτουμε το σχετικό χωρίο:
«Ο Λένιν πιστά συνοψίζει τη βασική θέση του Μαρξ πάνω στο κράτος. Αν και ο Μαρξ ήταν φειδωλός σ’ αυτά που έγραψε, τόσο πάνω στον θεσμό του ‘κράτους’, όσο και σχετικά με τη δομή της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μας άφησε μιαν αρκετά σαφή κληρονομιά».
Για τον Μαρξ το κράτος είναι πρώτα απ’ όλα ένας γραφειοκρατικός – στρατιωτικός μηχανισμός εξαναγκασμού. (Η διοικητική όψη της λειτουργίας του δεν συνιστά κράτος).
Δεύτερο, το κράτος αποτελεί έκφραση ιστορικά ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων. Αυτή και μόνη η παρουσία ισχυρού κράτους αποτελεί για τον Μαρξ αδιαμφισβήτητη απόδειξη ύπαρξης ισχυρών και ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων.[72]
Τρίτο, το κράτος είναι όργανο για την πολιτική επικυριαρχία της άρχουσας τάξης.
Αυτές οι θέσεις έχουν συγκεκριμένες λογικές συνέπειες:
Πρώτο, δεν νοείται κράτος ‘ουδέτερο’ σε σχέση με συγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα (που είναι λίγο – πολύ θέση της σοσιαλδημοκρατίας).
Δεύτερο, δεν νοείται ύπαρξη του κράτους (σαν μηχανισμού εξαναγκασμού) στα πλαίσια μιας αταξικής κοινωνίας. Στο μέτρο που μια μετακαπιταλιστική κοινωνία κινείται προς το όραμα μιας αταξικής κοινωνίας, σ’ αυτό το μέτρο το κράτος ‘φθίνει’.
Τρίτο, είναι αυτονόητο, πως αν το προλεταριάτο διαδεχτεί ιστορικά την κεφαλαιοκρατία σαν άρχουσα τάξη, το κράτος θα δομηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει την πολιτική επικυριαρχία του προλεταριάτου. Κι’ αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη έννοια της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’».
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση της έννοιας της δικτατορίας με την τρέχουσα σημασία της. Ο όρος δικτατορία σημαίνει απλώς, ποια είναι η τάξη που κατέχει την πολιτική εξουσία. Μ’ αυτήν την έννοια και η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία αποτελεί «δικτατορία» της αστικής τάξης.
Αυτό είναι το περίγραμμα της σκέψης του Μαρξ, που ενστερνίζεται και ο Λένιν, και που τα βασικά του χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έτσι όπως τα περιγράψαμε συνοπτικά πιο πάνω. Από κει και πέρα προχωρεί ο Λένιν σε παραπέρα επεξήγηση της μορφής και του περιεχομένου αυτού του κράτους, για να επεξεργαστεί τη δική του ερμηνεία, που, όπως θα δείξουμε, διαφοροποιείται από τα μαρξιστικά πρότυπα.
Θα αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα για τον καταπιεστικό ρόλο του κράτους και των συστατικών του στοιχείων, των δομικών του χαρακτηριστικών, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Λένιν: «Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν»[73] Και συνεχίζει πιο κάτω να διευκρινίζει ακόμη πιο λεπτομερειακά τη φύση και τον ρόλο του κράτους: «Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της ‘τάξεως’ εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων».[74] Συνεχίζει στο έργο αυτό να αναλύει τα συστατικά μέρη του κράτους: «Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα – μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;»[75] Αυτές είναι οι βασικές ιδιότητες του κράτους, έτσι όπως συμπληρωματικά προς τον Μαρξ τις αναπτύσσει ο Λένιν. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ο όρος «καταπίεση» ή «καταναγκασμός». Η εξουσία του κράτους έχει βασικά αυτή την δομή: Είναι καταπιεστική σε βαθμό καταναγκασμού. Αυτή είναι η φύση του κράτους. Ορισμένες φορές παρουσιάζει ο Μαρξ το κράτος ως μηχανή, μηχανή καταπίεσης και εξαναγκασμού.
Αυτή η εκδοχή του κράτους, ως μηχανής, που μπορεί να την χρησιμοποιήσει κανείς, ήταν, σε μεγάλο βαθμό, κυρίαρχη από την εποχή του Μαρξ και διατηρήθηκε και στα πλαίσια της 3ης Διεθνούς. Γι’ αυτό και πολλοί επίγονοι μαρξιστές διατήρησαν κατά βάση αυτή την εργαλειακή αντίληψη του κράτους. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Αλτουσέρ.
Επειδή όμως, σύμφωνα με τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς, το κράτος είναι προϊόν του εποικοδομήματος, δηλ. της «συνείδησης» και όχι του «κοινωνικού είναι», που είναι προϊόν της οικονομικής βάσης, έχει καθοριστική σημασία να προσδιορίσουμε, τι περιλαμβάνει η έννοια του κράτους. Το κράτος βασικά για να υπάρχει και να λειτουργεί σαν όργανο ταξικής επικυριαρχίας εδραιώνεται πρωταρχικά στο σύνταγμα, που επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη. Ο βασικός αυτός νόμος του κράτους καθορίζει τα επί μέρους νομικά και γενικότερα θεσμικά πλαίσια (του συντάγματος), μέσα στα οποία είναι υποχρεωμένο (αναγκασμένο) να λειτουργεί.. Κάθε δραστηριότητα μιας δοσμένης κοινωνίας, είτε είναι πολιτική είτε οικονομική είτε πολιτισμική είτε θρησκευτική είτε καλλιτεχνική, είτε οποιαδήποτε άλλη, εμπεριέχεται και εκφράζεται μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια. Φυσικά το κράτος δεν είναι «ενσωματωμένο» στην άρχουσα τάξη. Μ’ αυτή την έννοια «το σύγχρονο Κράτος παρουσιάζεται σαν ενσαρκωτής του γενικού συμφέροντος όλης της κοινωνίας».[76] Με την εδραίωση του θεσμού στέκεται πάνω από την κοινωνία, παραμένοντας ωστόσο εκφραστής (ως μηχανισμός καταπίεσης) των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, είτε αυτή είναι αστική είτε προλεταριακή.
Οι μηχανισμοί καταπίεσης έχουν χαρακτήρα ιδεολογικό ή και πολιτικό. Στον ιδεολογικό τομέα το κράτος ηγεμονεύει μέσω της συναίνεσης. Όταν αυτή για κάποιους συγκεκριμένους πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους δεν λειτουργεί και συνεπώς δεν αποδίδει, ώστε να εξασφαλίζει απρόσκοπτα και χωρίς επικίνδυνους κλυδωνισμούς, την επικυριαρχία της άρχουσας τάξης, τότε παρεμβαίνουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι επιβάλλονται ακόμη και με τη φυσική βία, που ενυπάρχουν ως θεματοφύλακες στο σύστημα. Το κράτος δηλαδή επενεργεί ιδεολογικά και πολιτικά, αναλόγως, για να εδραιώσει εκείνες τις παραγωγικές σχέσεις, που κατοχυρώνουν την εκμετάλλευση της εξουσιαζόμενης τάξης από την εξουσιάζουσα. Θεμελιώδης παράγοντας λοιπόν, που υπέχει θέση κλειδί, είναι ένας βασικός άξονας του εποικοδομήματος, που λέγεται εξουσία.[77]
Γι’ αυτό και ο Λένιν επανέρχεται συχνά στο θέμα για να τονίσει, ότι για να αλλάξουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής «το προλεταριάτο δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να κατακτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν’ αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο ‘οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».[78] Ο Λένιν επαναλαμβάνει συχνά αυτή την επιχειρηματολογία, που δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά, πως η συνείδηση του ανθρώπου προηγείται του κοινωνικού είναι, γιατί αυτή διαμορφώνει μέσω μιας ιδεολογικής διεργασίας (κατάκτηση της επαναστατικής συνείδησης) την πολιτική εξουσία.[79]
Επανερχόμαστε στο γνωστό πρόβλημα που αναπτύξαμε στο θέμα: «κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα. Σημαντική είναι η άποψη του Λένιν για το προλεταριακό κράτος και την εξουσία του με αφορμή την Κομμούνα του Παρισιού του 1871. Αποφαίνεται στο θέμα αυτό ως εξής: «Η Κομμούνα ήταν βασικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της τάξης που παράγει, ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται…» Και συνεχίζει τον συλλογισμό του: «Η Κομμούνα είναι η πρώτη απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης, να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η ‘ανακαλυφθείσα επιτέλους’ πολιτική μορφή, με την οποία μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε»».[80] Από τις παραθέσεις αυτές συμπεραίνουμε ότι τον Λένιν απασχολούσαν βασικά η προλεταριακή εξουσία και η συντριβή της αστικής, της κρατικής μηχανής καταναγκασμού.
Η θεωρία ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί προλεταριακό κράτος, αν προηγουμένως δεν συντριβεί (zerbrechen) το αστικό κράτος, όπως ισχυρίζεται ο Μαρξ και να απονεκρωθεί, όπως λέει ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ, είναι κατά την άποψή μας λανθασμένη. Το κράτος δεν καταστρέφεται, αλλά δημοκρατικοποιείται, όχι βέβαια με την έννοια του εκδημοκρατισμού του κράτους, την οποία διακήρυττε ο Μπερνστάιν, αλλά με την έννοια της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας, με την άμεση και πραγματική συμμετοχή του «Δήμου» στις αποφάσεις, αλλά και σε συνδυασμό με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.[81] Με το σημαντικό αυτό θέμα ασχοληθήκαμε σε άλλη ανάλυσή μας.[82]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
« Η δυσκολία δεν έγκειται στις νέες ιδέες, αλλά στο να ξεφύγει κάποιος απ’ τις παλιές» – Τζον Μέιναρντ Κέινς
I. Η άποψη του Γκράμσι για το κράτος
Η άποψη του Γκράμσι για την εξουσία και το κράτος έχει και μια άλλη ουσιαστική παράμετρο, που δεν την υπολόγιζε ο Μαρξ, επειδή τον απασχολούσε καθοριστικά η δομή του τρόπου παραγωγής, πολύ περισσότερο μάλιστα ο Λένιν, παρ’ όλο που ο Λένιν εξέφραζε ορισμένες φορές στα γραπτά του (δύο τακτικές) και τη σημασία της ηγεμονίας, της επαναστατικής συνείδησης, που πρέπει να συντρίψει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, αλλά και της επανάστασης, η οποία θα συντρίψει με τη σειρά της (zerbrechen) τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, που τροφοδοτούν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.[83] Φαίνεται ότι αντί η επανάσταση να συντρίψει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους και να τροποποιήσει ή δώσει νέο περιεχόμενο με ανώτερη ποιότητα, στους ιδεολογικούς – πολιτιστικούς θεσμούς του, τους συνέτριψε και τους εξαφάνισε. Η εξουσία του κράτους επιβάλλεται με δύο μεθόδους, όπως γράφει ο Νίκος Πουλαντζάς αναφερόμενος στον Γκράμσι: «Η έννοια της ηγεμονίας μας δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύσουμε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πολιτικής απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις: τις σχέσεις συναίνεσης, που συναρθρώνονται με τις σχέσεις καταστολής, τις οποίες αποκρυσταλλώνει η πολιτική εξουσία»[84] Ο ίδιος αντιλαμβάνεται το κράτος ως «υλική συμπύκνωση (το κράτος – μηχανισμός) ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και ταξικές μερίδες».[85]
Η παράμετρος, στην οποία αναφέρεται ο Γκράμσι, είχε να κάνει με την λεγόμενη «συναίνεση». Για τον ίδιο λοιπόν, μόνο η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν συνιστά κράτος. Η αντίληψή του περί κράτους ήταν πολύ πιο περίπλοκη:
«κράτος είναι το σύνολο των θεωρητικών και πρακτικών δραστηριοτήτων με το οποίο η ηγετική τάξη, όχι μόνο δικαιολογεί και διατηρεί την κυριαρχία της και ακόμη πιο πέρα καταλήγει να κατακτάει την ενεργητική συναίνεση των κυβερνωμένων….[86]
Αυτή η τελευταία παράμετρος έλειπε σε μεγάλο βαθμό από το σκεπτικό τόσο του Μαρξ όσο και του Λένιν. Το θέμα δηλαδή της ενεργητικής συναίνεσης.[87]
Ο Γκράμσι δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο σύνολο τόσο των θεωρητικών, όσο και πρακτικών δραστηριοτήτων. Ορίζοντας τη δομή του σοσιαλιστικού κράτους τονίζει επιπλέον, ότι «το σοσιαλιστικό κράτος ζητά μια εντιμότητα και μια πειθαρχία διαφορετικές και αντίθετες από εκείνες που απαιτεί το αστικό κράτος»[88]
Είναι κι αυτός ένας λόγος της κρίσης και της τελικής κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο πατερναλιστικός (αυταρχικός) τρόπος διαχείρισης της εξουσίας, δεν ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη συναινετικής διαδικασίας που ήταν απαραίτητη για την αποδοχή του καθεστώτος. Γι’ αυτό και η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στον Λένιν: «Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν αντιτάχθηκε στον Λένιν, επειδή ήταν πολύ συγκεντρωτιστής ή επειδή καταπίεζε την εργατική τάξη, αλλά πολύ περισσότερο επειδή συνέτριψε όλους τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, για να αφήσει μόνο τους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας των σοβιέτ».[89] Κατά την άποψή μας, μαζί με την συντριβή των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών και δικαιωμάτων που καθόριζε αυτή, (που αποτελούσαν και κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος) καταστράφηκαν τελικά και οι θεσμοί των σοβιέτ, καθώς και όλοι οι μηχανισμοί οποιασδήποτε μορφής συναινετικής διαδικασίας. Στην σταλινική μάλιστα περίοδο η τρομοκρατία αντικατέστησε κάθε μορφή συναίνεσης, η οποία έστω και στοιχειωδώς μπορούσε να υπάρξει. Εδώ έγκειται και η φυσιογνωμία του ολοκληρωτικού κράτους. Τα καπιταλιστικά κράτη στον τομέα αυτόν αποδείχτηκαν πολύ πιο έξυπνα, ικανά, πανούργα και αποτελεσματικά. «Για να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος», λέει ο Τζόζεφ Μπάτιτζιζ,[90] δεν αρκεί να μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να αναλύσουμε εκείνο το σύνολο των φαινομένων που ο Γκράμσι αποκαλούσε ‘η οργάνωση της κουλτούρας’: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ».[91]
Θα προσθέταμε κάλλιστα και ορισμένα άλλα μέσα συναίνεσης, που στην εποχή του Γκράμσι δεν ήταν διαδεδομένα, όπως το ραδιόφωνο, ή δεν υπήρχαν, όπως, η τηλεόραση, το διαδίκτυο και γενικά η επαναστατική εφαρμογή της πληροφορικής και άλλων επιστημών που ήταν ακόμη άγνωστα την εποχή του ή σε αμελητέα κλίμακα.. Ιδιαίτερα η τηλεόραση αποτελεί για το πλατύ κοινό έναν μηχανισμό χειραγώγησης και συναινετικής διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να αντικαθιστά την πραγματική με την εικονική πραγματικότητα.(να αλώνει «τα οχυρά της κοινωνίας πολιτών»). Δεν νοείται σήμερα δυνατότητα συναινετικής διαδικασίας χωρίς τη μεσολάβηση κυρίως των τηλεοπτικών μέσων. Η τηλεοπτική εικόνα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές εξελίξεις, διαμορφώνει καθοριστικά τη συναινετική διαδικασία, έστω και μέσω της πλύσης εγκεφάλου. Κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει με το αζημίωτο αυτόν τον παράγοντα. Απεναντίας πρέπει να τον λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του, αν θέλει να διαμορφώσει την ιδεολογική του ηγεμονία στις κοινωνικές εξελίξεις.
Αυτή τη σχέση συναίνεσης και πολιτισμού, ο οποίος διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορική (διαδίκτυο, τηλεόραση, μέσα μαζικής ενημέρωσης, κ.λπ) θα την επεσήμανε για τη σημερινή εποχή ο Γκράμσι, αν ζούσε σήμερα.
«Επέμενε ιδιαίτερα», και αυτό είναι επίσης σημαντικό, όπως μας αναλύει ο Θανάσης Γιαλκέτσης, «όχι μόνο στην οικονομική και πολιτική διάσταση, αλλά και στην ιδεολογική ή ακόμη και στην ηθική διάσταση της διαδικασίας διαμόρφωσης της επαναστατικής συνείδησης. Αμφισβήτησε τον μαρξισμό ως ιδεολογία που γεννάει βεβαιότητες, για να τον επαναπροτείνει ως σκέψη ριζικά κριτική, αντιδογματική και αντιδεοντολογική. Διέγνωσε την κοινωνική πολυπλοκότητα και ανέλυσε τον ρόλο της κουλτούρας, των διανοουμένων, του κοινού νου, των θρησκειών και των ιδεολογιών στην αναπαραγωγή ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού..». στη συνέχεια τονίζει: «Δεν μπορεί να γίνει καμία ριζική αλλαγή, αν η διαδικασία του μετασχηματισμού δεν αγγίζει και δεν αναμορφώνει τις συνειδήσεις, τις αξίες και τις ηθικές συμπεριφορές των ανθρώπων».[92] Το ίδιο υποστηρίζει συμπληρωματικά και ο Λουκάς Αξελός: «Ο Γκράμσι λόγω και έργω είναι τελείως εχθρικός σε μια αμοραλιστική προσέγγιση της πολιτικής. Γι’ αυτόν η ηθική και η πολιτική, όπως αποτυπώνεται και σε διάφορα κείμενά του, αποτελεί μία από τις κολόνες της σκέψης του…Το δεύτερο στοιχείο, που επίσης δεν επιδέχεται καμία παρερμηνεία, είναι η σύνδεση θεωρίας και πράξης».[93] Τη σύνδεση της ηθικής με την πολιτική τη βλέπει ο Γκράμσι με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Λέει π.χ. ότι «δεν μπορούμε να κρίνουμε τον πολιτικό από τον αν είναι περισσότερο ή λιγότερο τίμιος, αλλά από τον αν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις του (και σ’ αυτή τη συνέπεια μπορούμε να συμπεριλάβουμε το ‘να είναι τίμιος’, δηλαδή το να είναι τίμιος, μπορεί να είναι ένας αναγκαίος πολιτικός παράγοντας, και γενικά είναι, αλλά η κρίση είναι πολιτική όχι ηθική».[94] «Ο Γκράμσι θεωρεί τον εαυτό του «απόλυτο ιστορικιστή», γι’ αυτό και δε συμφωνεί με την καντιανή θεμελίωση της ηθικής με αξιώσεις απολυτότητας. «Ταυτόχρονα, όμως εκπλήσσεται αρνητικά και αγανακτεί με μορφές ηθικού εκφυλισμού, που ακριβώς αυτή η σύγχυση μεταξύ απόλυτου ιστορικισμού και απόλυτου ηθικού σχετικισμού θα ήταν δυνατό να προκαλέσει (και όντως προκάλεσε) στο κίνημα που επικαλείται τον ιστορικό υλισμό και τον Μαρξ»[95] Επιπλέον τονίζει με κάποια μάλιστα απολυτότητα ότι «Χωρίς τον καθορισμό αρχών που τείνουν να γίνουν οικουμενικές, μια οργάνωση είναι μόνο ένα είδος μαφίας»[96]
Επανειλημμένα τονίζει τη σύνδεση θεωρίας – πράξης: «Αυτή η αδιάκοπη εργασία για να ξεχωρίσεις το ‘διεθνικό’ και το ‘ενωτικό’ στοιχείο μέσα στην εθνική και τοπικιστική πραγματικότητα είναι πραγματικά η συγκεκριμένη πολιτική δράση, η μόνη δραστηριότητα που παράγει ιστορική διαδικασία. Αυτό απαιτεί μιαν οργανική ενότητα ανάμεσα σε θεωρία και πρακτική…».[97] Αυτή η τοποθέτηση θυμίζει τη ρήση του Λένιν για τη σημασία της θεωρίας, αλλά και της πράξης, που πρέπει να ενσαρκώνει ένα επαναστατικό κόμμα: «Η δύναμη που είναι σε θέση να κατευθύνει τη διαδικασία αυτή ενότητας και θεωρίας και πράξης είναι το επαναστατικό κόμμα», επεξηγεί και τη θέση του Γκράμσι ο Λουτσιάνο Γκρούππι στην εισαγωγή του βιβλίου «Οι διανοούμενοι»[98]
Ο μαρξισμός απέβαλε την ψυχολογία από το θεωρητικό του οικοδόμημα ή την αγνόησε τελείως. ΄Ετσι οδήγησε σε εγκληματικές παραλήψεις και σε ολέθρια αποτελέσματα. Η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν είναι, όπως απέδειξε η πραγματικότητα, απόρροια μόνο της οικονομικής δομής του. ό άνθρωπος αποτελεί σύνθετη ύπαρξη, που δεν ερμηνεύεται μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά και ψυχολογικούς (η χαρακτηροδομή, η ψυχοσύνθεση με τα πάθη, τα μίση, τις φιλοδοξίες κ.λπ).
Βλέπουμε με τις ανωτέρω απόψεις και παραθέσεις ότι ο Γκράμσι τονίζει πολύ περισσότερο από τον Μαρξ και τον Λένιν την καθοριστική επίδραση της ιδεολογικής ηγεμονίας του κράτους για την κατοχύρωση και αποδοχή της κυρίαρχης εξουσίας. Συνεπώς η κρατική εξουσία δεν συνιστά κατά κύριο λόγο μηχανισμό εξαναγκασμού από έξω, αλλά και συναίνεσης από τα μέσα, από τους ίδιους τους πολίτες, στους οποίους ασκείται η πολιτική της ιδεολογικής (πολιτιστικής) ηγεμονίας. Διακατέχονταν από την πεποίθηση, ότι στους προχωρημένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς σε μεγαλύτερο βαθμό «η ιδεολογική πάλη είναι οργανικό τμήμα της ταξικής πάλης»[99]
Οι ποικίλες μορφές συναίνεσης που αναπτύσσονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους αποτελούν την εσωτερική μορφή ελέγχου οποιασδήποτε ριζοσπαστικής διαδικασίας αμφισβήτησης και ενδεχόμενης ανατροπής του αστικού συστήματος. Γι’ αυτό τονίζει ο Γκράμσι: «Η αστική τάξη υποθέτει τον εαυτό της σαν οργανισμό σε συνεχή κίνηση, ικανό να απορροφήσει όλη την κοινωνία, αφομοιώνοντάς την στο πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο: όλη η λειτουργία του κράτους μετασχηματίζεται: το κράτος γίνεται ‘παιδαγωγός κ.τλ».[100] Το σχολείο στην περίπτωση αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο: «Το σχολείο, και όχι μόνο, σαν θετική παιδαγωγική λειτουργία, και τα δικαστήρια, σαν κατασταλτική και αρνητική παιδαγωγική λειτουργία, είναι οι πιο σημαντικές κρατικές δραστηριότητες προς αυτή την κατεύθυνση: αλλά στην πραγματικότητα προς το σκοπό αυτό τείνουν ένα πλήθος από άλλες πρωτοβουλίες και δραστηριότητες, οι λεγόμενες ιδιωτικές, που διαμορφώνουν τον εξοπλισμό της πολιτικής και εκπολιτιστικής ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων».[101] Πρέπει, όπως τονίζει ο Γκράμσι, να λαβαίνουμε σοβαρά υπόψη «και τον ‘ιδιωτικό’ μηχανισμό ‘ηγεμονίας’ ή κοινωνίας πολιτών».[102] «Το ταξικό κράτος», προσθέτει ο Νίκος Πουλαντζάς, «οργανώνει, π.χ. κατά τέτοιον τρόπο την εργασία ή την εκπαίδευση, ώστε να εξυπηρετούν τελικά τα πολιτικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης».[103]
Η αποδοχή μιας τέτοιας πραγματικότητας, δηλαδή της καθολικής συστράτευσης όλων των ιδεολογικών μηχανισμών ενός κράτους, όπως είναι η παιδεία, η εκκλησία, τα ΜΜΕ, η οικογένεια κ.λπ, έχει τεράστια σημασία για τον καθορισμό της στρατηγικής και τακτικής ενός πολιτικού φορέα, ο οποίος αγωνίζεται να πείσει για μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας, απ’ αυτήν της άρχουσας τάξης. Αυτό είναι και το ζητούμενο και συνάμα η πρόκληση. Η θεωρητική ανάλυση που προηγήθηκε αυτό το νόημα είχε. Να καθορίσει δηλαδή τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της στρατηγικής και τακτικής για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Πολλοί μιλούν για την αταξική κοινωνία. Έστω. Όμως η πίστη, γιατί περί πίστεως πρόκειται, για την αταξική κοινωνία, έχει τα μεσσιανικά, εσχατολογικά χαρακτηριστικά της θρησκείας. Μιας θρησκείας που επαγγέλλεται τον παράδεισο επί της γης, αντί εν τοις ουρανοίς.
II. Ο οργανικός διανοούμενος (ο πολιτικός φορέας ως οργανικός διανοούμενος)
Η επικαιρότητα του έργου του Γκράμσι για το εργατικό κίνημα εντοπίζεται και σε ένα άλλο σημείο της θεωρίας του, που αφορά στη σχέση των διανοουμένων με την εργατική τάξη.
Στο σύνθετο αυτό πρόβλημα δεν έχει δοθεί από τη θεωρία μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση. Υπάρχουν διάφορες απόψεις που αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους. Όμως η λύση αυτού του προβλήματος μπορεί να βγάλει από πολλά, αδιέξοδα, που δεν απασχολούν μόνο τη θεωρία, αλλά έχουν και σημαντική επίπτωση στην πράξη. Κι αυτό, γιατί το ζήτημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης έχει άμεση σχέση με την θέση και τον ρόλο των διανοουμένων σ’ αυτή.
Ο Γκάμσι διακήρυττε με υπερβολή ότι «όλα τα μέλη ενός πολιτικού κόμματος πρέπει να θεωρούνται διανοούμενοι, να μια άποψη που προσφέρεται για αστείο και καλαμπούρι. Κι’ όμως, αν το καλοσκεφτούμε, δεν υπάρχει τίποτε το πιο σωστό. Γι’ αυτό θα πρέπει να κάνουμε διάκριση διαβαθμίσεων: Ένα κόμμα μπορεί να έχει μια, απλούστερη ή συνθετότερη δομή από την πιο ψηλή ως την κατώτερη βαθμίδα. Μα δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Σημασία έχει ο ρόλος του που είναι καθοδηγητικός κι’ οργανωτικός, δηλαδή διαπαιδαγωγικός, δηλαδή διανοητικός».[104]
Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την πολύπλοκη και πολυεπίπεδη προβληματική του, για να βγάλουμε και τα ανάλογα συμπεράσματα για το «δια ταύτα».
Ο Γκράμσι στο θέμα που αφορά το ρόλο των διανοουμένων στη διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης προβαίνει σε μια σύνθεση των απόψεων του Μαρξ και του Λένιν με την εξής έννοια: Αναγνωρίζει τη σημασία που έχουν οι διανοούμενοι, γιατί, κατά την άποψή μας, ταξική πάλη χωρίς ταξική συνείδηση είναι αδιανόητη, και υποστηρίζει, όπως και ο Λένιν, ότι η επαναστατική συνείδηση της εργατικής τάξης εισάγεται σ’ αυτήν, αλλά όχι απ’ έξω, δηλαδή από τους αστούς διανοούμενους επαναστάτες, όπως ισχυριζόταν ο Λένιν, αλλά από μέσα. Το από μέσα σήμαινε σε διαφοροποίηση από τον Λένιν, ότι οι διανοούμενοι αυτοί προέρχονταν από την εργατική τάξη ή τουλάχιστον διαμορφώνονταν σε άμεση και οργανική σχέση με την εργατική τάξη. Δεν αποτελούσαν ένα ξένο σώμα. Ήταν με μια λέξη οργανικό (αναπόσπαστο) κομμάτι της εργατικής τάξης.
Με αυτή την έννοια προσέγγιζε την άποψη του Μαρξ που διακήρυττε ότι «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι το έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» και του Ένγκελς που συμπλήρωνε επεξηγηματικά: «Για την τελική νίκη των θέσεων που διακηρύσσονται στο Μανιφέστο ο Μαρξ στηρίζεται μοναδικά στην πνευματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, που θα’ πρεπε να προκύψει από την ενιαία δράση και τη συζήτηση».[105] Βασικά της ίδιας της εργατικής τάξης, που όμως μέσα απ’ αυτήν δεν αποκλείονταν να αναπτυχθούν οι οργανικοί της διανοούμενοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο της διαφώτισης, όμως όχι της καθοδήγησης.
Αυτή ρήση του Ένγκελς μας θυμίζει τα λόγια του Περικλή στον περίφημο επιτάφιο: «Εμείς οι ίδιοι κρίνουμε και αποφασίζουμε για τα ζητήματά μας και θεωρούμε πως ο λόγος δε βλάπτει το έργο. Αντίθετα, πιστεύουμε πως βλαβερό είναι να αποφασίσει κανείς, χωρίς να έχει φωτιστεί»[106] Την καθοδήγηση με την έννοια της αυτοκυβέρνησης θα την είχε και θα την εφάρμοζε η ίδια η εργατική τάξη, αφού μέσα από διαδικασίες διαπαιδαγώγησης και επιμόρφωσης, θα ήταν οι εργάτες ικανοί να αυτοκυβερνηθούν.
Κι εδώ υπάρχει μια τεράστια σύγχυση. Συνήθως ταυτίζεται η διαφώτιση με την καθοδήγηση είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα. Πάντως η εφαρμογή του «Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού» του Λένιν και η δημιουργία του κόμματος νέου τύπου, με τον ηγετικό ρόλο του κόμματος και των επαναστατών διανοουμένων σ’ αυτό, οδήγησαν σταδιακά σ’ αυτήν την ταύτιση, που απέβη τελικά καταστροφική. Ιδού ο ισχυρισμός του Λένιν: «Ο μαρξισμός, διαπαιδαγωγώντας το εργατικό κόμμα, διαπαιδαγωγεί την πρωτοπορία του προλεταριάτου, που είναι ικανή να πάρει την εξουσία και να οδηγήσει όλο το λαό στο σοσιαλισμό, να κατευθύνει και να οργανώσει το νέο καθεστώς, να είναι ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής, ο αρχηγός όλων των εργαζομένων κι εκμεταλλευομένων στην οργάνωση της κοινωνικής τους ζωής, χωρίς την αστική τάξη και ενάντια στην αστική τάξη».[107]
Η ερμηνεία είναι απλή: Οι εξ επαγγέλματος διανοούμενοι επαναστάτες δεν αρκέστηκαν στο ρόλο της απλής διαφώτισης και διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης, με άλλα λόγια της εισαγωγής της επαναστατικής συνείδησης στο προλεταριάτο απ’ έξω, που θα μπορούσε κανείς θεωρητικά να το αποδεχτεί, αλλά προχώρησαν και στην υπαγόρευση της πορείας από τα πάνω, δηλαδή σφετερίστηκαν και την εξουσία, που δικαιωματικά ανήκε στην ίδια την εργατική τάξη, σύμφωνα και με τη γνωστή ρήση του Μαρξ, για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Μέσω της διαφώτισης, καθοδήγησης και ηγεσίας διολίσθησαν (είναι στην ανθρώπινη φύση, όπως λέει και ο Θουκυδίδης) και στην άσκηση της εξουσίας («αρχηγός όλων των εργαζομένων»), αυτοαναγορεύοντας τους ίδιους σε αυθεντίες κατόχων της απόλυτης αλήθειας και σε ηγετική τάξη, θέτοντας τελικά στο περιθώριο την εργατική τάξη ή μεταβάλλοντάς την σε εκτελεστικό όργανο, χωρίς αυτόβουλη συνείδηση.[108] Μια ηγεμονική νοοτροπία που διαμορφώθηκε στο πνεύμα της θεωρίας του Λένιν. Από τη μια οι μορφωμένοι κάτοχοι της αλήθειας και από την άλλη οι «καθυστερημένοι» εργάτες, οι «φτωχοί τω πνεύματι». Ο συνειδητός ή ασυνείδητος υποβιβασμός της εργατικής τάξης τελικά σε άβουλο όργανο μιας ηγετικής κάστας έστησε φραγμό στην χειραφέτηση τους, όπως την είχε διατυπώσει ο Μαρξ.
Κι έτσι η δικτατορία του προλεταριάτου έγινε σταδιακά, αλλά νομοτελειακά, δικτατορία επί του προλεταριάτου. Γι’ αυτό και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, συμφωνώντας με τον Μαρξ, για την αυτενέργεια της εργατικής τάξης στην πορεία χειραφέτησής της,[109] και επεξηγώντας διεξοδικότερα τον Ένγκελς, τόνιζε επιτακτικά: «Αλλά αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι το έργο της εργατικής τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας, που διευθύνει στο όνομα της τάξης. Με άλλα λόγια πρέπει να προχωρεί ανάλογα με την ενεργή συμμετοχή των μαζών, να παραμένει κάτω από την άμεση επίδρασή τους, να υποτάσσεται στον έλεγχο ολόκληρου του λαού και να είναι προϊόν της αυξανόμενης πολιτικής διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών».[110] Αλλά και ο Τρότσκι, παρ’ όλες τις μεταπτώσεις στις απόψεις του είχε τονίσει, διαισθανόμενος τις μετέπειτα εξελίξεις: «Είναι εντελώς φανερό πως ένα προλεταριάτο, ικανό να ασκήσει τη δικτατορία του πάνω στην κοινωνία, δεν πρόκειται να ανεχτεί μια δικτατορική εξουσία επάνω στον εαυτό του…Δε θα μπορέσουμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα, τοποθετώντας πάνω από το προλεταριάτο μια μικρή ομάδα επιλεγμένων ανθρώπων ή ένα και μόνο άτομο, να εκκαθαρίζει και να αποπέμπει…».[111] Κι όμως και ό ίδιος συναίνεσε σ’ αυτή την εξέλιξη. Η υποταγή της εργατικής τάξης στην κομματική γραφειοκρατία, που ήταν αναπόφευκτο να δημιουργηθεί, ήταν δεδομένη. Μια κομματική γραφειοκρατία για την οποία είχε πει ο Στάλιν ότι είναι «καμωμένη από μια πολύ ιδιαίτερη στόφα».
Μόνο οι συμμετοχή στις αποφάσεις, μετά φυσικά από διεξοδική συζήτηση, είναι σε θέση να αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα αυτού του κινδύνου χειραγώγησης και ποδηγέτησης της εργατικής τάξης.
Κανείς δεν ωριμάζει από αστός σε επαναστάτη, αν δεν συνδιαμορφώνει και συμμετέχει στις αποφάσεις. Μόνο η συμμετοχή στη διαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων συγκροτεί τον επαναστάτη. Αλλιώς μεταβάλλεται από εντολέας σε εντολοδόχο. Γι’ αυτό και ο Γκράμσι τονίζει με έμφαση: «Το σοσιαλιστικό Κράτος ζητά τη δραστήρια και μόνιμη συμμετοχή των συντρόφων στη ζωή των θεσμών του»[112]
Η ανωτέρω αλήθεια θα μπορούσε να υπέχει μορφή αξιώματος.
Αλλιώς, όπως προέβλεψε ο Πλεχάνοφ το 1905 «όλα θα περιστρέφονται γύρω από έναν μόνο άνθρωπο, ο οποίος θα συγκεντρώνει, από τη Θεία Πρόνοια, όλες τις εξουσίες», αναφερόμενος πιθανόν στην εμπειρία της Ρωσίας.[113]
Και αυτό δεν αναλύθηκε, δεν συνειδητοποιήθηκε και δεν τονίστηκε επαρκώς ούτε από τον Μαρξ, ούτε από τον Λένιν και ούτε από τον Γκράμσι.
Έχει συνεπώς πρακτικά τεράστια σημασία ο προσδιορισμός του ρόλου των διανοουμένων, όπως τους όριζε ο Γκράμσι, σε σχέση με τους δύο άλλους μεγάλους θεωρητικούς της επανάστασης, δηλαδή τον Μαρξ και τον Λένιν.
Οι έννοιες κυρίως τόσο του οργανικού διανοούμενου, όσο και του κράτους, όπως τις διαμόρφωσε θεωρητικά ο Γκράμσι, αποτελούσαν προσαρμογή ή έναν εκσυγχρονισμό, θα λέγαμε σήμερα, της θεωρίας του Μαρξ και του Λένιν. Έναν εκσυγχρονισμό, ο οποίος ανταποκρινόταν στα καθήκοντα της εργατικής τάξης και της απελευθέρωσής της στα ιστορικά δεδομένα και την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Έδινε μ’ άλλα λόγια τη δυνατότητα της προσαρμογής της θεωρίας στις αλλαγμένες συνθήκες της εκάστοτε πραγματικότητας, σε αντίθεση με τις θεωρίες του Μαρξ και του Λένιν που διατηρούσαν ή εν πάση περιπτώσει διέτρεχαν τον κίνδυνο μιας ανελαστικότητας και μονολιθικότητας (δογματισμού) στην εφαρμογή τους.
Ο Γκράμσι κατάφερε να δώσει διέξοδο σε προβλήματα που απασχολούσαν τις προηγμένες πολιτιστικά κοινωνίες, τις κοινωνίες πολιτών, όπως τις χαρακτήριζε, διατυπώνοντας τις προϋποθέσεις της επαναστατικής τους διεξόδου, του ριζικού μετασχηματισμού τους.
III. Η επικαιρότητα της θεωρίας του Γκράμσι και η σημασία της για την πράξη[114]
Ο Γκράμσι πολύ σωστά επεσήμανε ότι η αστική τάξη, εκτός από τον καταναγκασμό, χρησιμοποιεί και την συναίνεση, που είναι αποτέλεσμα της ηγεμονίας που ασκεί στις καταπιεζόμενες τάξεις, για να αποδεχτούν (συναινέσουν) στην εξουσία της. Ο ρόλος των οργανικών διανοουμένων ενός ριζοσπαστικού ή επαναστατικού κινήματος έγκειται κατά συνέπεια στο καθήκον τους, να αντιπαλέψουν αυτήν την πολιτιστική -ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης και στη θέση της να εδραιώσουν την πολιτιστική ηγεμονία του λαϊκού κινήματος (της εργατικής τάξης). Θα πρέπει λοιπόν οι πολίτες να μεταπειστούν. Θα πρέπει με μια λέξη να αλλάξει η συνείδηση των ανθρώπων σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Πως θα επέλθει αυτή η αλλαγή; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Δύο είναι τα μέσα: Το ένα είναι η βία, όσο διαρκεί αυτή φυσικά, και το άλλο είναι η πειθώ. Μπορεί σε μια δεδομένη συγκυρία να χρησιμοποιηθούν και τα δύο, όταν αποκλειστεί η περίπτωση της αλλαγής μέσω της πειθούς, όταν παρεμποδιστεί η προσπάθεια της πολιτισμικής ηγεμονίας και της εφαρμογής της στην κοινωνική πραγματικότητα, όπως την όριζε ο Γκράμσι. Βασικά διεξάγεται μια πάλη ανάμεσα σε αντίπαλες και εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτιστικές αξίες, αυτές της αστικής τήξης και του σοσιαλισμού, οι οποίες όμως απαιτούν όχι μόνο τη θεωρία αλλά και το παράδειγμα.
Πρέπει να υπάρχουν σοσιαλιστικά επίσης ηθικά πρότυπα στην πράξη, που να πείθουν. Μόνο ο λόγος δεν επαρκεί. Η ιδιοτέλεια δεν μπορεί να πείσει για την ανιδιοτέλειά της. Στον λεγόμενο αριστερό χώρο υπάρχει στο θέμα αυτό μεγάλη υποκρισία. ΄Ενας οργανικός διανοούμενος της Αριστεράς διατρέχει λιγότερους κινδύνους αλλοτρίωσης, από έναν ο οποίος – για να το εκφράσουμε απλά και κατανοητά – στα λόγια είναι «αριστερός» και στην πράξη «δεξιός». Μάλιστα – και αυτό είναι σημαντικό-, με μια δόση οίησης και υπεροπτικής αλαζονείας, απέναντι στην εργατική τάξη, ως κάτοχος της απόλυτης αλήθειας, στην οποία πρέπει να υποκύψουν οι υποτιθέμενοι ανιδεείς . Η ηθική που επικαλείται ο Γκράμσι έχει, κατά την άποψή μας, άμεση σχέση με αυτήν την προβληματική. Όμως παράλληλα και η πολιτισμική υπεροχή παίζει εξίσου καθοριστικό ρόλο.
Το πρόβλημα της ηγεμονίας είναι καθοριστικής σημασίας για την εργατική τάξη. Για να έχει προοπτική ανατροπής της αστικής τάξης και οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας πρέπει να περάσει στις λαϊκές τάξεις τη δική της αντίληψη για τον κόσμο, που αποτελεί ανώτερη ποιότητα από την ιδεολογία του κεφαλαίου.
Πως αντιλαμβάνεται ο Γκράμσι την ηγεμονία, μας το εκφράζει συνοπτικά ο Λουτσιάνο Γκρούππι: «Ο συλλογισμός του Γκράμσι πάνω στην ηγεμονία μπορεί να συνοψιστεί μ’ αυτό τον τρόπο: Η κυρίαρχη τάξη εφαρμόζει την η γ ε μ ο ν ί α της στο βαθμό που μπορεί να πραγματοποιήσει και να διατηρεί έναν ι σ τ ο ρ ι κ ό σ υ –ν α σ π ι σ μ ό αντιφατικών κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, τόσο στην οικονομική βάση, όσο και στο πολιτικό και κρατικό εποικοδόμημα, που έχουν για συνδετικό κρίκο την ιδεολογία. Η ηγεμονία λοιπόν είναι η στιγμή της πολιτικής ηγεσίας και ταυτόχρονα και γι’ αυτό το λόγο, η ηγεσία στο χώρο των ιδεών, δηλαδή η πνευματική ηγεσία.
Η τάξη (ή οι τάξεις) που κυριαρχεί μπορεί να κυριαρχεί μόνο στο βαθμό που μπορεί να ακτινοβολήσει την ιδεολογία της προς όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και προς την εκμεταλλευόμενη τάξη, που έχει αντίθετα μ’ αυτήν συμφέροντα. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα επιρροής και ιδεολογικής αγωγής, απ’ τη μεριά της άρχουσας τάξης, είναι που έφερε σε υποδεέστερη θέση την κυριαρχημένη τάξη. Η τάξη αυτή, υποταγμένη σε μια ιδεολογία που δεν είναι δική της, δεν κατορθώνει να εκφράσει τα δικά της ταξικά συμφέροντα με συνεκτικό τρόπο, στο επίπεδο της πολιτικής και της κουλτούρας, ούτε κατορθώνει να συνειδητοποιήσει τον ιστορικό της ρόλο».[115]
Ο ορισμός αυτός της ηγεμονίας που επιχειρεί ο Λουτσιάνο Γκρούπι έχει καθοριστική σημασία και στην πρακτική της εφαρμογή, κυρίως όσον αφορά τους διανοούμενος που ασκούν και υπηρετούν μια συγκεκριμένη τάξη και ασκούν την ιδεολογική (πολιτισμική) ηγεμονία.
Αν λοιπόν θέλουμε να δούμε στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα πως εφαρμόζεται αυτή η ηγεμονία θα καταλήξουμε σε τραγικές αλήθειες για την λεγόμενη Εκσυγχρονιστική και Ανανεωτική Αριστερά και όχι μόνο. Η αστική τάξη, πανέξυπνη, ικανότητα και πανούργα, ανέθεσε αυτό τον ρόλο της ηγεμονίας, έτσι, όπως τον αναλύσαμε, στην Εκσυγχρονιστική Δεξιά και Ανανεωτική Αριστερά, γιατί η ίδια δεν έχει παράξει μια ταξική κατηγορία ή ομάδα διανοουμένων, για να αναλάβει αυτόν τον ηγεμονικό ιδεολογικό ρόλο. Επειδή το σύγχρονο αστικό κράτος τάσσεται στις σημερινές συνθήκες ενάντια στο έθνος –κράτος επανδρώνει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του με διανοούμενους που ασπάζονται αυτή τη θεωρητική άποψη. Αυτό προσφέρει επιπλέον το άλλοθι μιας «αριστερής» ιδεολογίας. Μέσα στα πλαίσια του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που διασπά την ενότητα του έθνους – κράτους ή το διαβρώνει, η ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης αναθέτει το ρόλο της συναίνεσης στους εκσυγχρονιστές και αναθεωρητές διανοούμενους.[116]
Αυτή η ομολογία προέρχεται από τους ίδιους κύκλους της «Αριστεράς»,που κυριαρχούν στον τομέα αυτόν. Ας παρακολουθήσουμε πως ερμηνεύουν την αφύσικη αυτή σχέση ορισμένες κατηγορίες διανοουμένων, όπου την ιδεολογική ηγεμονία ασκούν από μέρους της αστικής τάξης οι «Εκσυγχρονιστές της Δεξιάς» (Αντώνης Λιάκος, Μουζέλης, Δραγώνα, Κουλούρη, Ρεπούση κ.λπ) και οι Ανανεωτές της Αριστεράς (Γιάννης Μηλιός, Άκης Γαβριηλίδης, Ηλίας Ιωακείμογλου, Δημήτρης Μπελαντής, Γιώργος Οικονομάκης κ.λπ).
Θα παραθέσουμε τη δική τους ερμηνεία του φαινομένου, που είναι αποκαλυπτική και συνάμα απίστευτη:
Η Αριστερά από την Σοσιαλδημοκρατική έως την ΄Ακρα Αριστερά συναινεί και ταυτίζεται, σε σημαντικό της ποσοστό, με αυτή την πολιτική των πολυεθνικών μονοπωλίων στην πράξη; Γιατί, όπως ισχυρίζεται ο Νίκος Πουλαντζάς «Η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζει, τόσο από οικονομική, όσο και από πολιτική και ιδεολογική σκοπιά, μια ι δ ι ό τ υ π η κ α τ α σ τ α σ η ε ξ ά ρ τ η σ η ς, που συνεπάγεται ότι η μορφή του κράτους της παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο κράτους αναπτυγμένης σχετικά καπιταλιστικής χώρας, όσο και κράτους «υπανάπτυκτης χώρας, αν και αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά έχουν τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στις δομές του κυρίαρχου κράτους». Η Αναθεωρητική και Ανανεωτική Αριστερά φυσικά διακηρυχτικά ή θεωρητικά δεν ταυτίζεται με αυτήν την εξάρτηση. Στην πράξη όμως είναι τελικά ενταγμένη σ’ αυτή την λογική, ναι ή ου; Εκ προοιμίου η απάντησή μας είναι, ναι! γιατί οι ίδιοι το επιβεβαιώνουν.
Δυστυχώς η Αριστερά και κυρίως η αυτοαποκαλούμενη μαρξιστική αριστερά,[117] όπως γράφει και ο Γιάννης Μηλιός έπαθε ιδεολογικό μετασχηματισμό.
Γράφει ο ίδιος σχετικά, ως γνώστης του φαινομένου:
«Στη διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού που περιγράφουμε πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων στελεχών της παραδοσιακής Αριστεράς, αρχικά της ‘ανανεωτικής’ και στη συνέχεια και της ‘ορθόδοξης’ πτέρυγάς της. Η πρόσβαση (ή η προσδοκώμενη πρόσβαση) στις ανώτερες θέσεις των κρατικών μηχανισμών (που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή για το χώρο αυτό μετά τη μεταπολίτευση και ιδίως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981), αποτέλεσε το μηχανισμό ενσωμάτωσής τους στους κοινούς τόπους της κυρίαρχης ιδεολογίας».[118] Aυτό που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Αριστερά και στη συνέχεια σε μεγαλύτερη κλίμακα ο Κώστας Σημίτης, ήταν – για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο και με τη γλώσσα της ποίησης – ένα είδος φαουστικής συναλλαγής.[119] Όλοι αυτοί από την Αριστερά που εντάχτηκαν στο σύστημα (ενσωματώθηκαν στο σύστημα όπως λέει εμφαντικά ο Γιάννης Μηλιός), στο αστικό σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φυσικά, (δε μιλάμε γι’ αυτούς, που ούτως ή άλλως ήταν ενταγμένοι, όπως ο Αντώνης Λιάκος, Νίκος Μουζέλης, ο Θάνος Βερέμης κ.λπ), κατέληξαν στην πλειοψηφία τους να γίνουν απολογητές και διαπρύσιοι κήρυκές του.[120] Ο λόγος είναι απλώς. Γιατί να τους διορίσει στα πνευματικά ιδρύματα και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αν δεν το εξυπηρετούσαν; Δεν πιστεύουμε ότι ήθελαν να υπηρετήσουν τη «σοσιαλιστική κυβέρνηση» του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη και να καταπολεμήσουν τη συντηρητική του κ. Μητσοτάκη και Κώστα Καραμανλή, του νεώτερου! Η κριτική τους στο σύστημα, στο καπιταλιστικό σύστημα δεν σημαίνει απαραιτήτως και αμφισβήτηση του συστήματος. Τουναντίον. Χρησιμεύει πολλές φορές ως βαλβίδα ασφαλείας του. Αυτό ισχυριζόταν ο Τρότσκι όταν έλεγε: «Για δεκαετίες η αντιπολιτευόμενη κριτική δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια βαλβίδα ασφαλείας για τη μαζική δυσαρέσκεια, μια από τις συνθήκες σταθερότητας της κοινωνικής δομής».[121] Η εργασιοθεραπεία της επανάστασης δεν συνιστά επανάσταση.[122]
Πιο αποκαλυπτικός ωστόσο είναι ένας άλλος διανοούμενος της Αριστεράς, ο Δημήτρης Μπελαντής. Γράφει σχετικά: «Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία, παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του ‘αριστερού εκσυγχρονισμού’. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν -κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουνγκ – από τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’ αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων με αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω από την ‘εκσυγχρονιστική’ κρατική πολιτική.
΄Εχουμε έτσι μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων από την περιφέρεια του κράτους, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην ‘καρδιά’ του κράτους». Και σε ένα άλλο σημείο συμπληρώνει αποκαλυπτικά: «Η πλειοψηφική τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων ήταν μια τοποθέτηση αποδοχής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ως τεχνικής αναγκαιότητας, της θέσης της νέας μικροαστικής τάξης και των διανοουμένων μέσα σ’ αυτόν και ειδικότερα της ανάληψης από αυτούς διευθυντικών ρόλων στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας (ιδεολογική επιβουλή, ‘επιστημονική’ διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας, λειτουργίες διεύθυνσης του κεφαλαίου)».[123]
Πιο παραστατικά δεν μπορεί να περιγραφεί ο ρόλος των εκσυγχρονιστών αριστερών διανοούμενων, οι οποίοι είναι οι κύριοι υπαίτιοι της αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, μέσω της ιδεολογικής ηγεμονίας και κατά συνέπεια της συναίνεσης, όπως αποφαίνεται ο Γκράμσι, δηλαδή της αστικής εξουσίας που υποτίθεται, ότι λόγω της αριστερής ιδεολογίας τους, θέλουν να καταπολεμήσουν, ενώ στην πράξη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί η κατηγορία των αριστερών διανοούμενων αποτελεί την «καρδιά του κράτους» του αστικού συστήματος. Αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει αυτό;
Κι’ όμως, όπως τονίσαμε ανωτέρω, δεν πρόκειται για θέατρο του παραλόγου, αλλά για μια σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα. Κατόπιν αυτού αναφύεται το ερώτημα: Πως είναι δυνατό να πείσει μια τέτοια Αριστερά για τους σοσιαλιστικούς παραδείσους που επαγγέλλεται;
Η ιδεολογική ηγεμονία προσθέτει και ο Νίκος Πουλαντζάς «υποδηλώνει το ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, δια μέσου των διανοουμένων της (υπαλλήλων της ιδεολογίας), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψή της και έτσι να διοικεί δια μέσου μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου».[124]
Εν κατακλείδι: Τόσο η εκσυγχρονιστική Αριστερά όσο και η εκσυγχρονιστική σοσιαλφιλελεύθερη και συντηρητική Δεξιά, από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά σε συγκλίνουσα πορεία, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το αστικό κράτος, θα κατέρρεε, (ή θα αποδυναμώνονταν αποφασιστικά), αν δεν είχε τα ιδεολογικά στηρίγματα, απ’ όλους εκείνους που αναφέρει ο Μπελαντής και που αποτελούν τον σκληρό ιδεολογικό του πυρήνα. Οι εκσυγχρονιστές και ανανεωτές από τα αριστερά και από τα δεξιά, ασκούν την ιδεολογική – πολιτισμική ηγεμονία της αστικής τάξης στην Ελλάδα, για να δημιουργήσουν την περίφημη ενεργητική συναίνεση που χρειάζεται το σύστημα για να καταπιέζει και εκμεταλλεύεται τα λαϊκά στρώματα. Αυτό επιδιώκει η παγκοσμιοποίηση.[125]
Αλλιώς πώς να εκτιμήσει κανείς την παρακμιακή πορεία αυτού του τόπου, αν δεν συνέβαλαν όλοι αυτοί οι διανοούμενοι, που κατέχουν θέσεις κλειδιά στους ιδεολογικούς μηχανισμούς αυτού του κράτους, στο οποίο την πραγματική εξουσία ασκούν οι διαπλεκόμενοι από το παρασκήνιο της πολιτικής; Δηλαδή τα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας; Πως αλλιώς να εξηγήσουμε ότι σχεδόν καμία αντίσταση δεν προβάλλεται σ’ αυτήν την παντελή διαφθορά και σήψη της ελληνικής κοινωνίας; Τι έπραξαν όλοι αυτοί υπέρ του χειμαζόμενου λαού, που λειτουργώντας στα πλαίσια αυτών των ιδεολογικών μηχανισμών της άρχουσας τάξης (του κεφαλαίου), τους διευκολύνουν να πετύχουν την (ενεργητική) συναίνεση των λαϊκών στρωμάτων, ενάντια στα συμφέροντά τους;
Γιατί δεν κατάφεραν να αναστρέψουν αυτή την παρακμιακή πορεία;[126] Γιατί απλούστατα είναι οι κύριοι ιδεολογικοί εκφραστές αυτής της πορείας. Αυτό είναι ξεκάθαρο, για να μην υπάρχει σύγχυση, ηθελημένη ή μη.[127]
Για να εκφράσουμε τη σημερινή πραγματικότητα και με ένα επίκαιρο θέμα. Η πανούργα, ικανότατη, και πανέξυπνη αστική τάξη της Ελλάδας και όχι μόνο φυσικά, βάζει όλους τους δήθεν προοδευτικούς και αριστερούς διανοούμενους να κάνουν την βρώμικη δουλειά. Το γιατί είναι εύκολο να απαντηθεί: ΄Ολοι αυτοί μπορούν να γίνουν πιο πειστικοί, ως «προοδευτικοί αριστεροί» ή «εκσυγχρονιστές», για να εκμαιεύσουν την απαραίτητη συναίνεση των εξουσιαζόμενων τάξεων, σύμφωνα και με την θέση του Μαξ Βέμπερ: «Ένα ορισμένο μίνιμουμ συναίνεσης – τουλάχιστον των κοινωνικά σημαντικών στρωμάτων – των εξουσιαζομένων είναι προϋπόθεση της διάρκειας κάθε εξουσίας, ακόμη και της άριστα οργανωμένης».[128]
Για όσους έχουν τυχόν αμφιβολία ή προβάλουν αμφισβήτηση, γι’ αυτήν την σκληρή πραγματικότητα, θα θέσουμε το απλό ερώτημα. Αν όλοι αυτοί που αποτελούν την πλειοψηφία των διανοουμένων στην Ελλάδα δεν υπηρετούσαν το σύστημα, πώς δικαιολογείται αυτή η απαράδεκτη κατάσταση και τα χάλια που βρίσκεται η πατρίδα μας; Ποιοι φταίνε, αν όχι οι ίδιοι, που προλειάνουν το έδαφος πνευματικά και ηθικά με το θεσμικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί από το σύστημα, για να απατούν τον ελληνικό λαό, ώστε εύκολα να γίνεται λεία τους; Αυτό σημαίνει συναίνεση, που εφαρμόζει η άρχουσα τάξη, χρησιμοποιώντας τους.
Η ίδια είτε είναι ανίκανη να παίξει αυτό το ρόλο είτε δε θέλει να λερώσει τα χέρια της. Βρίσκει πρόθυμους υπηρέτες για τα αντιλαϊκά της σχέδια. Ποιοι ακινητοποιούν τις αντιδράσεις του λαού και ποιοι τον αδρανοποιούν, ποιοι παραλύουν τα αντανακλαστικά του, για να παραμένει υποζύγιο τους και υποτελής. Είναι όλοι αυτοί που εργολαβικά έχουν αναλάβει τον εκμαυλισμό του με αριστερό ή προοδευτικό πρόσημο. Η μαύρη αντίδραση εμφανίζεται με αριστερό ή σοσιαλιστικό μανδύα. Είναι φυσικό. Αλλιώς δεν μπορούν να παίξουν τον αντιδραστικό τους ρόλο.
Εκπληρώνουν την αποστολή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας για την κατάργηση του έθνους – κράτους και κατ’ επέκταση την αποδόμηση της εθνικής συνείδησης και ιστορικής μνήμης, για να γίνουν οι Έλληνες τελικά μια άμορφη καταναλωτική μάζα, έρμαιο στα νύχια της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.[129]
Η ένταξη των εκσυγχρονιστών αριστερών διανοουμένων στον σκληρό πυρήνα των μηχανισμών της αστικής ιδεολογίας, όπου πρωταγωνιστούν, όπως ισχυρίζεται ο Μπελαντής (Υπουργία, Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, εκκλησία (γιατί όχι), πανεπιστήμια, εκπαίδευση, τέχνη, ΜΜΕ, κ.λπ) έχει δύο ερμηνείες. Ο ένας είναι καθαρά ιδεολογικός. Πιστεύουν ότι πρέπει να ενισχύσουν το κεφάλαιο να καταργήσει το έθνος – κράτος και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μ’ αυτό τον τρόπο νομίζουν, ότι τους δίνεται μέσω του αστικού κράτους η ευκαιρία και δυνατότητα, να υπηρετήσουν την «μαρξιστική» ιδεολογία τους, ενώ αντικειμενικά υπηρετούν την ιδεολογική ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, με κύριο εκφραστή τις ΗΠΑ. Θεωρούν (έχουν την αυταπάτη, αν δε το κάνουν συνειδητά) ότι η αστική τάξη είναι τόσο αφελής, ώστε να τους παρέχει τα θεωρητικά όπλα (θεσμούς και μηχανισμούς ιδεολογικούς) για την ανατροπή της. Ο άλλος είναι καθαρά καιροσκοπικός. Απλώς τους βολεύει και τους παρέχει προνόμια στην υπηρεσία προώθησης της αστικής ιδεολογίας, λόγω προσόντων. [130] Η ιδεολογία, λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, «υποδηλώνει το ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, δια μέσου των διανοουμένων της (υπαλλήλων της ιδεολογίας), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψη της και έτσι να διοικεί μέσω μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου».[131]
Στο πλέγμα αυτού του προβληματισμού και της σχέσης της Ανανεωτικής και Αναθεωρητικής Αριστεράς με την παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να τονίσουμε «τη σύνδεση της ανάλυσης των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης με την πολιτική στρατηγική. Και ταυτόχρονα, ή σχεδόν αυτονόητη, για όσους έχουν επαφή με το γκραμσιανό έργο, συνθήκη: τα εναλλακτικά ηγεμονικά σχέδια, για να είναι άξια του ονόματός τους, διαμορφώνονται ως απάντηση στις πιο προωθημένες και δυναμικές εκδηλώσεις της ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων. Αποδέχονται δηλαδή το πεδίο αντιπροτείνοντας την εναλλακτική ηγεμονία. Ο αμερικανισμός και όχι η ΕΣΣΔ ήταν για τον Γκράμσι η πραγματική ηγεμονική πρόκληση»[132]. Αυτήν την ηγεμονική πρόκληση φαίνεται ότι αγνοεί η ιδεολογικά ηγεμονική Αναθεωρητική Αριστερά στην Ελλάδα. Δυστυχώς στον τόπο μας (που, οι αποδομητές του έθνους, θεωρούν την πατρίδα μας χώρο κι’ όχι χώρα), όχι μόνο δεν υπάρχει αυτή η εναλλακτική ηγεμονία, αλλά αντίθετα, όπως τονίσαμε, αποτελεί το αποτελεσματικό ιδεολογικό όργανο της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης. Σ’ αυτήν την παρακμιακή πορεία δεν είναι αμέτοχα και τα κόμματα της Αριστεράς, κομμουνιστικά ή μη, που θέλουν να κατέχουν το φωτοστέφανο της προόδου.
Ο Γκράμσι, σε αντίθεση με όλους αυτούς, είναι «ένας αυθεντικός διεθνιστής με βαθιές εθνικές ρίζες» τονίζει ο Λουκάς Αξελός.[133]
Στην εποχή «αποθέωσης» του κομμουνιστικού κόμματος μετά την κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία από τους μπολσεβίκους το 1917 ο Γκράμσι εξιδανικεύει – και είναι θεωρούμε για την τότε συγκυρία λογικό – το ρόλο του ως απελευθερωτικού μοχλού της κοινωνίας: «Το Κομμουνιστικό κόμμα είναι το εργαλείο και η ιστορική μορφή του προτσές εσωτερικής απελευθέρωσης χάρη στο οποίο ο εργάτης από ε κ τ ε λ ε σ τ ι κ ό ό ρ γ α ν ο μετατρέπεται σε άνθρωπο με πρωτοβουλία, από μάζα γίνεται ηγέτης και οδηγός και από μπράτσα γίνεται μυαλό και θέληση. Στο σχηματισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος βρίσκεται συγκεντρωμένο το σπέρμα ελευθερίας, που θα λάβει την πλήρη ανάπτυξή του και θα επεκταθεί, όταν το εργατικό κράτος θα οργανώσει τις αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις».[134]
Οι ελπίδες και οι προσδοκίες του Γκράμσι από το κοσμοϊστορικό γεγονός της επανάστασης στη Ρωσία, έμελε να έχουν διαφορετική εξέλιξη, απ’ ότι ο ίδιος προέβλεπε ή και ποθούσε. Η συνειδητοποίηση αυτή έλαβε χώρα σταδιακά, ιδίως στην περίοδο της φυλακής. Όμως τη διάψευσή τους δεν πρόλαβε να βιώσει. Οι θέσεις αυτές για τον ιστορικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν δικές του θέσεις και πεποιθήσεις, που φυσικά δε βρήκαν την επαλήθευσή τους στην αντικειμενική πραγματικότητα. Η κρίση της Αριστεράς βαδίζει παράλληλα με την παρακμιακή πορεία της χώρας, για την οποία δεν είναι καθόλου αμέτοχη. Τουναντίον!
Επίλογος
Όπως τονίσαμε και στην εισαγωγή αυτής της μελέτης μας ενδιαφέρει η θεωρία που οδηγεί όμως στο «δια ταύτα».
Στην μελέτη μας αυτή επικεντρωθήκαμε σ’ ένα θέμα που, που έχει άμεση σχέση με την επικαιρότητα και την πρακτική που ακολουθούν φορείς της Αριστεράς, που δεν δίνουν τη δέουσα σημασία στην πολιτισμική ηγεμονία και θεωρούν ότι με το να αναμασούν τη μαρξιστική –λενινιστική θεωρία, όπως αυτή διατυπώθηκε από τους γενάρχες της, δίνουν απαντήσεις και στα σημερινά προβλήματα. Μας ενδιαφέρει, όπως τονίσαμε και στην εισαγωγή η θεωρητική ανάλυση, που οδηγεί όμως στο «δια ταύτα». Όμως ο τρόπος κατά τον μάλλον ή ήττον είναι δογματικός. Δογματικός με την έννοια ότι, ως απολογητές και όχι ως ερευνητές του μαρξισμού –λενινισμού, προσπαθούν να εφαρμόσουν ατόφιες τις θεωρίες εκείνες στη σημερινή πραγματικότητα, χωρίς να επαναστοχάζονται τα θεωρητικά εργαλεία και να τα προσαρμόζουν στη σημερινή πραγματικότητα.
Με τον τρόπο αυτό δίνουν ελάχιστη σημασία ή εν πάση περιπτώσει όχι τη δέουσα που απαιτούν οι νέες συνθήκες, που με τη σειρά τους απαιτούν σύγχρονα θεωρητικά εργαλεία τόσο για την κατανόησή της όσο και για την εφαρμογή μιας εναλλακτικής πρότασης διεξόδου από την πανθομολογούμενη κρίση.
Θεωρούμε ότι η σημερινή κρίση της Αριστεράς, πολιτική, ηθική, πολιτισμική, που την εμποδίζει να ανακάμψει και να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην θεωρητική και ιδεολογική της σύγχυση, η οποία την οδηγεί σε λάθος επιλογές στην πολιτική της πρακτική. Εκτός φυσικά, αν επικρατεί η άποψη ότι αυτή είναι η δυναμική της και τίποτε περισσότερο δεν μπορούμε να περιμένουμε. Τότε θα καταλήγαμε στην απαισιόδοξη εκδοχή του Φουκουγιάμα, ότι ο καπιταλισμός είναι η τελευταία μορφή της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας και ουδέν πέραν τούτου!
Το γεγονός ότι η πολιτική Αριστερά βρίσκεται απέναντι στην κοινωνική Αριστερά είναι ένα πρόβλημα που μας βάζει σε βαθιές σκέψεις και στοχασμούς. Κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν είναι σωστό στη στρατηγική και την τακτική που επιλέγει η συγκεκριμένη Αριστερά (δεν μιλάμε για το σύνολο της Αριστεράς), για να υπάρχει μια τέτοια διάσταση, ανάμεσα στον κόσμο (τους εργαζόμενους, τις λαϊκές τάξεις, την κοινωνική Αριστερά, που αποτελεί πλειοψηφία στην κοινωνία), που θέλει να εκπροσωπήσει και στην ουσιαστική της πολιτική εκπροσώπηση, που αποτελεί μειοψηφία. Στη διάσταση αυτή έγκειται και το πρόβλημα, είτε οι αναλύσεις μας είναι σωστές είτε λάθος.
Έχουμε την εντύπωση, ότι η πολιτική Αριστερά, όχι μόνο δεν εκπροσωπεί την κοινωνική Αριστερά, ως όφειλε, αλλά απεναντίας κάνει ότι μπορεί για να σπάσει τους δεσμούς μαζί της. Αλλιώς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τα φαινόμενα, να παραδέρνει στο περιθώριο της κοινωνίας, τελείως αναξιόπιστη και αναποτελεσματική. Το γνωστό της λαϊκής σοφίας: «Η στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε» ανταποκρίνεται πλήρως στη στάση τόσο τη θεωρητική όσο και την πρακτική της Αριστεράς η οποία βέβαια στραβά αρμενίζει. Συμπτώματα βαθιάς ιδεολογικής κρίσης (πνευματικής και ηθικής).
Βαθιά τρέφουμε την πεποίθηση ότι η «εκσυγχρονιστική» Αριστερά, (υπάρχει και η πατριωτική Αριστερά) σε αγαστή σύμπνοια και αρμονία με την «εκσυγχρονιστή» Κεντροδεξιά περιφρονεί τους ταλαίπωρους ΄Ελληνες, ως εθνικιστές, ρατσιστές, σοβινιστές κ.λπ και εξιδανικεύει τους δύσμοιρους λαθρομετανάστες. Αν είναι δυνατόν![135]
Σύμπτωμα κι’ αυτό της ιδεολογικής σύγχυσης και της «πολιτισμικής της ενσωμάτωσης», όπως λέει ο Ν. Πουλαντζάς, στην κυρίαρχη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού.
΄Ετσι προσπαθούν ορισμένοι αυτοπροσδιοριζόμενοι Αριστεροί να βάλουν την πραγματικότητα στα θεωρητικά καλούπια, ακόμη κι’ αν η σύγχρονη πραγματικότητα που ζούμε δεν ταιριάζει απόλυτα ή σχετικά στα καλούπια αυτά. Αναμασώντας τον μαρξισμό –λενινισμό δεν πρόκειται να δώσουμε λύσεις στα προβλήματα. που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία. Χρειάζεται μια δημιουργική διεργασία και παρουσία.
Κάπου λοιπόν υπάρχει το πρόβλημα, που η Αναθεωρητική Αριστερά λόγω της ιδεολογικής της κρίσης, δε μπορεί να το λύσει ικανοποιητικά. Γιατί, είτε έχει δίκαιο και οι εργαζόμενοι άδικο, που δεν την κατανοούν και δεν την εμπιστεύονται, είτε η ίδια άδικο και οι εργαζόμενοι δίκαιο, και για το λόγο αυτό πρέπει να αλλάξει ρότα.
Εμείς θέλουμε να θέσουμε τα θέματα με θάρρος και παρρησία, αλλά και με πάθος, ίσως και υπερβολή (ως σχήμα λόγου), για να γίνουν αντικείμενο συζήτησης και διαλόγου, χωρίς δογματικές αγκυλώσεις και προαπαιτούμενα. ΄Εστω κι’ αν κάνουμε τυχόν λάθη, έστω κι’ αν είμαστε ανεπαρκείς να επεξεργαστούμε ικανοποιητικά τα θεωρητικά και πρακτικά αυτά θέματα. Θέλουμε να τα προσεγγίσουμε με αισιοδοξία και χωρίς φόβο, για τυχόν λάθη.
Η διαφορά ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό υπήρξε η διαφορά ανάμεσα στην εφαρμογή της συναίνεσης στη Δύση, (βλ. χώρες της Δύσης, εκτός από Ελλάδα και Χιλή) και μόνο της καταστολής στην Ανατολή (βλ. άνοιξη της Πράγας και καταστολή).
Είμαστε ανοιχτοί στην κριτική και την προκαλούμε! Για να μην πούμε ότι θα ήμασταν και ευγνώμονες, επειδή πιστεύουμε, ότι συμβάλει στην παρά πέρα αναζήτηση της αλήθειας.
Όμως τα θέματα αυτά, δεν θα πάψουμε να τα προβάλουμε για να γίνουν συνείδηση και αφορμή για επαναστοχασμό και επανεξέταση. Θα λέγαμε με υπερβολή, από μηδενική βάση. Επιβάλλεται μια ανασύνθεση ή και επαναθεμελίωση της θεωρίας, έστω κι’ αν μια τέτοια απαίτηση θεωρηθεί αλαζονική.
Ας θυμηθούμε τι είπε o Πιέτρο Ιγκράο, ένας παλαίμαχος κομμουνιστής, ύστερα από βασανιστική εμπειρία μιας ζωής: «΄Ελεγα στον εαυτό μου: Πρέπει να ξαναδούμε τα πάντα, ακόμη και τα ‘ιερά κείμενα’», προσθέτοντας ότι πρέπει να κατακτήσουμε «τη γονιμότητα της αμφιβολίας και το αρραγές του αγώνα».[136]
Θέλουμε να απαλείψουμε κάθε εμπόδιο στο πεδίο δράσης της κριτικής μας σκέψης, ξεκινώντας από τη βάση κάθε φιλοσοφικής έρευνας: την απορία, (με τη φιλοσοφική σημασία της έννοιας, που εκφράζει η λέξη. Περίπου ως αμφιβολία, όπως λέει και ο Ιγκράο). Η απελευθέρωσή μας από κάθε καταναγκασμό, θεωρητικό ή πρακτικό αποτελεί προτεραιότητα της δράσης μας.
Με την έννοια αυτή θέλουμε για ακόμη μια φορά να τονίσουμε ότι δεν είμαστε μαρξιστές και ούτε αποτελεί για μας τίτλο τιμής να αυτοαποκαλούμαστε μαρξιστές, ούτε καν αριστεροί (αποτελεί καταναγκασμό), αλλά απλώς και μόνο στοχαστές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ό,τι κι’ αν σημαίνει αυτό και έμπρακτοι εφαρμοστές του, δίνοντας και το ανάλογο παράδειγμα, γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό μετράει. Αλλιώς υπάρχει τεράστια υποκρισία, επειδή ο κόσμος αισθάνεται ότι πολλές φορές τα λόγια δεν ανταποκρίνονται στην πράξη.
Επιχειρήσαμε με παράδειγμα τον Γκράμσι, ένας πραγματικός ανανεωτής της λενινιστικής παράδοσης, να επισημάνουμε και αναδείξουμε, στον γενικότερο προβληματισμό, μερικά κρίσιμα θέματα και κυρίως αυτό της πολιτισμικής ηγεμονίας, που κατά τη γνώμη μας, σ’ αυτή την παρακμιακή κοινωνία της κατανάλωσης που ζούμε, έχει τεράστια σημασία για την έξοδο από την κρίση. Γιατί σε τελευταία ανάλυση η κρίση είναι πέρα από οικονομική, κατά πρώτο λόγο πνευματική και ηθική.
Με τον Γκράμσι μπορεί να μας ενώνουν και να μας χωρίζουν πολλά, όμως η πνευματική και ηθική του υπόσταση και το ανιδιοτελές προσωπικό του παράδειγμά είναι κάτι, με το οποίο ταυτιζόμαστε.
Το γενικό μας συμπέρασμα, ως απαύγασμα όλης της ανάλυσης που προηγήθηκε, συμπυκνώνεται στην άποψη, ότι το λαϊκό κίνημα δεν είναι δυνατό να αλλάξει τις κοινωνικές δομές και ανατρέψει την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, αν δεν αποκτήσει την πολιτισμική (ιδεολογική) ηγεμονία απέναντι της.[137]
Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα, που διαμορφώνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, είναι οι παραγωγικές σχέσεις. Η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική αλλαγή, – αυτό δεν επαρκεί, για την πραγματική απελευθέρωση των εργαζομένων,- αλλά απαραιτήτως και με την αλλαγή στο εποικοδόμημα, στο πνεύμα και στην προσέγγιση που επεδίωξε ο Γκράμσι με τη θεωρία για την ιδεολογική –πολιτισμική ηγεμονία. Αυτό εκφράζει στην ουσία της και η μεγάλη επαναστατική φράση: Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Για το σκοπό αυτό πρέπει η Αριστερά να επεξεργαστεί μια νέα ανάγνωση του ελληνικού πολιτισμού και της εθνικής ιστορίας και όχι να την αποδομήσει και τελικά να την μηδενίσει.
Προς την κατεύθυνση αυτή ο Γκράμσι άφησε μια παρακαταθήκη για μια νέα εθνική στρατηγική ως θεωρητικός του «εθνικολαϊκού στοιχείου»: «Μια τάξη διεθνούς χαρακτήρα στο μέτρο που καθοδηγεί κοινωνικά στρώματα στενά εθνικά (διανοούμενοι), και μάλιστα, συχνά, λιγότερο ακόμη και από εθνικά, τοπικιστές και κοινοτιστές (αγρότες), πρέπει να εθνικοποιηθεί με μια ορισμένη έννοια και αυτή η έννοια δεν είναι άλλωστε πολύ στενή, επειδή , προτού διαμορφωθούν οι όροι μιας οικονομίας σύμφωνα μ’ ένα παγκόσμιο σχέδιο, είναι αναγκαίο να διανύσει κανείς πολλαπλές φάσεις, όπου οι περιφερειακοί συνδυασμοί (ομάδων από έθνη) μπορούν να είναι ποικίλοι».[138]
Εν κατακλείδι θα τονίσουμε μαζί με τον Γκράμσι ότι «πρέπει από σήμερα να διαμορφωθούμε και να διαμορφώσουμε αυτή την αίσθηση υπευθυνότητας, κοφτερής κι’ αμείλικτης, σαν το σπαθί ενός εκδικητή. Η επανάσταση είναι κάτι μεγάλο και φοβερό. Δεν είναι παιχνίδι για ερασιτέχνες ή μια ρομαντική περιπέτεια».[139]
Βιβλιογραφία
Αλτουσέρ, Λούι, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα», Αθήνα 1978.
Αξελός, Λουκάς, «Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι», περιοδικό «Τετράδια», τεύχος πεντηκοστό τέταρτο, άνοιξη 2008.
Αξελός, Λουκάς, Η επικαιρότητα του Αντόνιο Γκράμσι, εφημ., «Αριστερά», α.φ. 219, 25 Μαΐου 2007.
Αξελός, Λουκάς, Οι «στάχτες» του Γκράμσι, εφημ., «Εργατική Αλληλεγγύη», α.φ. 762, 11 Απριλίου 2007.
Αξελός, Λουκάς, Αντόνιο Γκράμσι, «Αναγνώσματα», στο Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1982, σελ.149.
Βάκα, Τζουζέπε, «Ερμηνείες της κρίσης και στρατηγικές», άρθρο του στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
Βασιλειάδης, Δαμιανός, «Κοινωνικοποίηση της εξουσίας και σοσιαλισμός», στο: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.
Βασιλειάδης, Δαμιανός, «Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός ή Αποκεντρωτισμός. Συγκεντρωτική ή Αποκεντρωτική Εξουσία» στο ιστολόγιο: http://www.damonpontos.gr
Βασιλειάδης, Δαμιανός, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.
Βασιλειάδης, Δαμιανός, «Σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εναλλακτική πρόταση εξουσίας», στο ιστολόγιο:
http://www.damonpontos,gr.
Βασιλειάδης, Δαμιανός, «Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση» στο ιστολόγιο:
www.damonpontos.gr.
Βάσσης, Λαοκράτης, Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2004.
Βέμπερ, Μαξ, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. «Κέντραυρος», Αθήνα 1996.
Γιαλκέτσης,, Θανάσης «΄Ενας πρόδρομος της ανανέωσης», περιοδικό Βιβλιοθήκη, ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 7.12.2007.
Γκράμσι, Αντόνιο, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Δ’, Αθήνα 1975.
Γκράμσι, Αντόνιο, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Στ΄, Αθήνα 1982.
Γκράμσι, Αντόνιο, Για τον Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα.
Γκράμσι, Αντόνιο, Οι διανοούμενοι, εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Α΄, Αθήνα 1972.
Γκράμσι Αντόνιο, Il Risorgimento, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1987.
Γκράμσι, Αντόνιο, Πολιτικά κείμενα, εκδ. «Οδυσσέας», Β’ έκδοση, Αθήνα, Απρίλης 1978.
Γκράμσι, Αντόνιο, Γράμματα από τη φυλακή, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα 1972.
Γκράμσι, Αντόνιο, Η οργάνωση της κουλτούρας, τόμ. Β΄, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1973.
Γκράμσι, Αντόνιο, Λογοτεχνία και εθνική ζωή, τόμ. Ε΄, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα1981.
Γκρούππι, Λουτσιάνο, Εισαγωγή στο βιβλίο: Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι.
Ένγκελς, Φρίντριχ, Στον Μέρινγκ, Γράμματα, στο Μαρξ, Κ. – ΄Ενγκελς, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ.
Ένγκελς, Φρίντριχ, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951.
΄Ενγκελς, Φρίντριχ, Ο ΄Ενγκελς στον Μπολοχ, στο Μαρξ, Καρλ – ΄Ενγκελς,, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ
Θουκυδίδου Ιστορία, Μετάφραση Βλάχος, ΄Αγγελος, εκδ. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Θουκυδίδου ιστορίας Β΄(40 -41).
Καψωμένος, Ερατοσθένης, «Σχέση πολιτικής και πολιτισμού», συνέντευξη στην εφημερίδα Αντιφωνητής, (1.3.2010).
Κουίντιν, Χόαρ, Νόουελ, Σμιθ Τζέφρι, Για τον Γράμσι, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1980.
Λένιν, Β.Ι., Η τελευταία λέξη της ισκρικής τακτικής, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 9,
Λένιν, Β. Ι., Φιλοσοφικά τετράδια, στο Λένιν, Άπαντα, εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», Αθήνα 1977.
Λένιν, Β. Ι., Κράτος και Επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ.. 25.
Λούξεμπουργκ, Ρόζα, «Δημοκρατία και Ελευθερία», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα Έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972.
Μαρξ, Καρλ, Πρόλογος στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Φρίντριχ, Διαλεχτά έργα, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, τόμ. Ι.
Μαρξ , Καρλ, «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ», στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα.
Μαρξ, Καρλ – ΄Ενγκελς, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, Ο Ένγκελς στον Στάρκενμπουργκ, Γράμματα.
Μαρξ, Καρλ, Γενικό καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο Μαρξ, Κ – ΄Ενγκελς,, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι.
Μαρξ, Καρλ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι.
Μαρξ, Κ. – Ένγκελς, Φ., Η Αγία Οικογένεια.
Μαρξ, Καρλ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο Κ. Μαρξ, Κ – ΄Ενγκελς, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι.
Μηλιός, Γιάννης, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999.
Μπελαντής, Δημήτρης «Η ‘στροφή’ των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του ‘εκσυγχρονισμού’ στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997.
Μπελαντής, Δημήτρης, «Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός: Όψεις της σύγχρονης άποψης της κυριαρχίας», περιοδικό «Θέσεις», Ιανουάριος –Φεβρουάριος 2009.
Ντάτση, Αρ. Ευαγγέλη, «Η λανθάνουσα δυναμική», εφημ. «Αυγή», 16.3.2008.
Παπαϊωάννου, Κώστας, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία.
Παπαϊωάννου, Κώστας, Μαρξ και μαρξισμός, τόμ. Ι, Οντολογία και αλλοτρίωση, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2009.
Παπανδρέου, Γ. Ανδρέας, Ο Μαρξ, ο Λένιν και η δικτατορία του προλεταριάτου”, εφημερίδα «Εξόρμηση», 26.9.1975.
Πουλαντζάς, Νίκος, Γκράμσι: μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, παρεμβάσεις, εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1984.
Πουλατζάς, Νίκος, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. «νήσος», Αθήνα 2008.
Πουλαντζάς, Νίκος, Θέματα της μαρξιστικής αντίληψης περί κράτους, ομιλία στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών, Αθήνα 1996.
Ροσάντα, Ροσάνα, «Μαθήματα από την αποτυχία των επαναστάσεων», άρθρο της δημοσιευμένο στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
Σημίτης Κώστας, Εθνικιστικός Λαϊκισμός ή Εθνική Στρατηγική, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1992.
Τορτορέλα, Άλντο, Η επικαιρότητα του Γκράμσι στη νέα χιλιετία, εκδ. «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2005.
Τσακίρης, Θανάσης, «Ο Αντόνιο Γκράμσι και η επικαιρότητα της σκέψης του για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα», εφημ. «Αυγή», 17.2.2008.
Χάρμαν Κρις, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009
Χόαρ, Κουίντιν, Σμιθ, Ν. Τζέφρι, Για τον Γκράμσι, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα11980.
[1] B. I. Λένιν, Τι να κάνουμε, στο: Β. Ι. Λένιν Άπαντα, τόμ. 5, τέταρτη έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ της Σοβιετικής ΄Ενωσης, σ. 372.
[2] Καρλ Μαρξ , «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ», στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 468.
[3] Σε μια ταξική κοινωνία «ο ρόλος, λοιπόν, αυτού του ιδεολογικού συνόλου είναι να επιβάλει σ’ όλη την κοινωνία μια κοσμοαντίληψη, μέσα στην οποία οι ηγεμονικές τάξεις παρουσιάζονται σαν πραγματικοί εκπρόσωποι του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας σ’ όλα τα επίπεδα». Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις, εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 11984, σ. 63.
[4] Ένα παράδειγμα που έχει σχέση με τη θεωρία και την πράξη: Κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Μπαίνει το ερώτημα: ΄Ηταν λάθος η θεωρία που οδήγησε στην κατάρρευση; Και γιατί κατέρρευσε, αν η θεωρία, που εφαρμόστηκε, ήταν σωστή; Είναι ένα ερώτημα, που χρήζει απάντησης.
[5] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951, σ. 449.
[6] Η πεποίθησή μας είναι ότι η γνώση των ανθρώπων είναι πάντοτε πεπερασμένη, με την έννοια ότι όσο ευρύνεται ο γνωσιολογικός του κύκλος, τόσο περισσότερο παραμένει το άγνωστο προς διερεύνηση. Η συνείδηση αυτή μας προφυλάσσει «ικανοποιητικά» από φαινόμενα αλαζονείας και οίησης.
[7] Η γλώσσα στην περίπτωση μας, τόσο στη θεωρία όσο και στην πολιτική δράση, αποτελεί το παιδευτικό εργαλείο, που πρέπει να είναι προσιτό και κατανοητό, σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό, στις λαϊκές τάξεις, εφόσον θέλουν να παίξουν το ρόλο του «οργανικού διανοούμενου» αυτών των τάξεων. Σ’ αυτό το ζήτημα, οι πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού, Δελμούζος, Γληνός, Τριανταφυλλίδης για την εποχή τους, καθώς και ο Σάκης Καράγιωργας, αλλά κυρίως ο Ανδρέας Παπανδρέου, «ο μάγος της ανάλυσης» κατά Πεπελάση, ήταν αξεπέραστοι.
[8] Μιλάμε για αξίωμα, γιατί ο ίδιος ο Μαρξ το ανέφερε εν είδη φιλοσοφικού αξιώματος και όχι ως συμπέρασμα μιας επιστημονικής ανάλυσης, που θα είχε και την ανάλογη αξία της. Γι’ αυτό και στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας γράφει εισαγωγικά: «Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατάληξα, και που, όταν πια το είχα αποκτήσει, χρησίμευε ως οδηγός στις μελέτες μου…». Βλ. Κ. Μαρξ, Πρόλογος στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, τόμ. Ι, σ. 424. Στο χωρίο αυτό ο Μάρξ δεν μας αναλύει πως κατέληξε σ’ αυτό το γενικό συμπέρασμα. Θα πρέπει να το αναζητήσουμε στα γραπτά του, που κι’ αυτά κατά την άποψή μας δεν μας διαφωτίζουν. Στη περίπτωση αυτή δεν μιλάμε για την καθαρή επιστημονική του εργασία, η οποία διαθέτει μια καταπληκτική πληρότητα, αλλά για τις φιλοσοφικές του απόψεις.
[13] Υπάρχουν πολλά ερωτήματα που είναι προς διερεύνηση. Η έρευνα δεν σταματά ποτέ, γιατί όσο πλουτίζει τι γνώση, άλλο τόσο αυξάνει και τα ερωτήματα. Συνιστά, θα λέγαμε μια διαλεκτική εξέλιξη. Φαίνεται λοιπόν ότι η αλήθεια έχει σχέση με το χωροχρόνο, ο οποίος την επαληθεύει ή τη διαψεύδει.
[14] Ο Ένγκελς στον Μπλοχ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ο.π., σ. 572-573. Η κριτική στην τοποθέτηση του Μαρξ για την καθοριστική σημασία του κοινωνικού είναι δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις στους διανοούμενους, κυρίως μετά τον θάνατο του Μαρξ. Γι’ αυτό και ο Έγκελς θεωρεί υποχρέωση του να υπερασπιστεί επανειλημμένα και σθεναρά τις απόψεις του φίλου του στο κρίσιμο αυτό θεωρητικό πρόβλημα. Δυστυχώς οι κριτικές των θεωρητικών αντιπάλων του Μαρξ και ΄Ενγκελς συνήθως δεν αναφέρονται, για να γνωρίσουμε την επιχειρηματολογία τους. Η παρουσίαση των κλασσικών του Μαρξισμού ήταν πάντοτε επιλεκτική, με την έννοια ότι δεν προβαλλόταν ό αντίλογος απέναντί τους, όπως απαιτούσε η επιστημονική δεοντολογία. Βλ. και Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα», Αθήνα 1978, σ. 105 -6.
[15] Ο Ένγκελς στον Στάρκενμπουργκ, Γράμματα, στο Κ.Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ. όπ., π., σ. 592.
[16] Ο Ένγκελς στον Μέρινγκ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά ‘Εργα, τόμ. ΙΙ, σ. 585.
[17] Για την πολιτική εξουσία λέει ο Μαρξ: «Επειδή οι αφέντες της γης και του κεφαλαίου χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να υπερασπίζουν και διαιωνίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια και για να υποδηλώνουν την εργασία, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου», Βλ., Κ. Μαρξ, Γενικό καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σ. 455. Ανάμεσα στους όρους βάση και εποικοδόμημα υπάρχει σύγχυση. Οι σχέσεις παραγωγής καθορίζονται από νομικό πλαίσιο, που επιβάλει η πολιτική εξουσία ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, είτε είναι αστικός είτε όχι. Με την έννοια αυτή στον όρο βάση ή δομή περιλαμβάνονται μόνο οι παραγωγικές σχέσεις. Ενώ οι σχέσεις παραγωγής στην υπερδομή. Ο Λουί Αλτουσέρ συμπεριλαμβάνοντας τις παραγωγικές σχέσεις στην οικονομική βάση κάνει λάθος, όταν λέει: «Πράγματι πώς συγκροτούνται σε σύνολο οι καινούργιοι αυτοί όροι; ΄Αφενός η δομή (οικονομική βάση, παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις). Αφετέρου το εποικοδόμημα (το κράτος και όλες οι δικαιϊκές, πολιτικές, ιδεολογικές μορφές». Με μια λέξη: Οι παραγωγικές σχέσεις περιλαμβάνονται στις δικαιϊκές σχέσεις. Βλ., Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα, Αθήνα 1978, σ. 111. «Οι σχέσεις παραγωγής», λέει ο Μαρξ στην εισαγωγή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, «ακολουθούν μια άνιση ανάπτυξη σαν δικαιϊκές σχέσεις».
[18] Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά κείμενα, εκδ. «Οδυσσέας», Β’ έκδοση, Αθήνα, Απρίλης 1978, σ. 63.
[19] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις, ό.π., σ. 41. Όταν ο Ν. Πουλαντζάς μιλάει για «μια αντικειμενική πραγματικότητα» σχετικά με το εποικοδόμημα, δημιουργείται μια ασάφεια και πιθανή αντίθεση με αυτά που ισχυρίζεται ο ΄Ενγκελς. Αν αναγνωρίσουμε ότι οι οικονομικοί όροι είναι εκείνοι που «σε τελευταία ανάλυση αποφασίζουν, τότε λογικά δεν μπορεί να υπάρξει «αντικειμενική πραγματικότητα» του εποικοδομήματος με αυστηρά θεωρητικά λ- επιστημονικά κριτήρια.
[20] Βλ. Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα», Αθήνα 1978, σ. 128. Εκεί ο Αλτουσέρ ερμηνεύει τα αναπόδεικτα επιχειρήματα του ΄Ενγκελς.
[21] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ…, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 453 – 454.
[22] Είναι τελικά ο άνθρωπος ό,τι παράγει, ή ό,τι πράττει. ΄Εχει διαφορά, γιατί στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε τα πράγματα μονόπλευρα, ενώ στη δεύτερη συνολικά.
[23] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, Οντολογία και αλλοτρίωση, τόμ. Ι, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2009, σ. 65.
[24] Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. «Νήσος», Αθήνα 2008, σ. 236.
[25] Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 235.
[26] Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, σ. 265.
[27] Τόσο ο Μαρξ όσο και ο ΄Ενγκελς χρησιμοποιούν τις λέξεις «πρέπει», «καθήκον», που βασικά είναι έννοιες ηθικές, με την έννοια βέβαια ότι ο άνθρωπος έχει δύο και περισσότερες επιλογές για τη δράση του. Δηλαδή έχει την ελευθερία επιλογής. Δεν είναι συνεπώς οι αδήριτοι ή σιδερένιοι νόμοι που καθορίζουν τις πράξεις του, αλλά και άλλοι που δεν υπάγονται σ’ αυτήν την κατηγορία. Η περίφημη φράση του Μαρξ: «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη» αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα. Ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί την λέξη «πρέπει» τυχαία, αλλά τελείως συνειδητά. Αλλιώς η διατύπωση της φράσης αυτής, αν επρόκειτο για έναν φυσικό νόμο θα ήταν διαφορετική, ως εξής: «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης θα κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη». Δε θα έγραφε «πρέπει. Είναι λεπτομέρειες, αλλά έχουν τη σημασία τους.
[28] Αντιλαμβανόμαστε την συνείδηση ως τον κατ’ εξοχήν διανοητικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει όλες της εκφάνσεις του εποικοδομήματος.
[29] Βλ. Λένιν, Τι να κάνουμε, ό,π., σ. 379. Η ανωτέρω θέση του Λένιν είναι παρμένη από τα προλεγόμενα του Καρλ Κάουτσκι στο σχέδιο προγράμματος του Αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1901. Εκεί μάλιστα προσθέτει ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα, που ασπάζεται ο Λένιν, και τα εξής: «Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μόνο πάνω στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης». Στους εργάτες οι σοσιαλιστική συνείδηση «εισάγεται απ’ έξω (von aussen hineingetragen)». Ο.π., σ. 387,
[30] Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παραθέσουμε μια άλλη άποψη, που αποτελεί τοποθέτηση της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Θέσεις»: «Παρουσιάζεται ο Λένιν ως βολονταριστής, ενώ σε αυτόν χρωστάμε μια υλιστική θεωρία της συγκυρίας, δηλαδή του σύνθετου και επικαθορισμένου χαρακτήρα των κοινωνικών συγκρούσεων ως αντικειμενικών διαδικασιών».
[31] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία, σ. 30-31.
[32] Βλ. Β. Ι. Λένιν, Η τελευταία λέξη της ισκρικής τακτικής, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 9, σ. 354. Βλ. και Δαμιανός Βασιλειάδης, Κοινωνικοποίηση της εξουσίας και σοσιαλισμός, στο: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σελ. 106 – 111.
[33] Κι’ εδώ ακόμη μιλάει ο Μαρξ για «έπρεπε». Χαρακτηριστική είναι και η φράση του ΄Ενγκελς: «Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, μετατρέποντας όλο και περισσότερο τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού σε προλετάριους, δημιουργεί τη δύναμη εκείνη, που υποχρεώνεται να κάνει την ανατροπή, αν δεν θέλει να αφανιστεί». Βλ. Φρίντριχ ΄Ενγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ –Φ. Ένγκελς, , Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 165. Τι νόημα έχει η λέξη «υποχρεώνεται» και το υποθετικό «αν», εφόσον ισχύουν οι σιδερένιοι νόμοι της αναγκαιότητας; Στους νόμους της φυσικής δεν υπάρχει ούτε πρέπει, ούτε «υποχρεώνεται», ούτε «αν», τις οποίες επανειλημμένα χρησιμοποιούν ο Μαρξ και ΄Ενγλελς. Να τις χρησιμοποιούσαν άραγε, χωρίς να έχουν συνείδηση της σημασίας τους, του τι δηλαδή πραγματικά εκφράζουν; Είναι ένα ερώτημα!
[34] Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, ό.π., σ. 625.
[35] Φ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 148.
[36] Ο Μαρξ στον Βάϊντεμάγιερ, στο Κ. Μαρξ -Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 530.
[37] Bλ. Δήλωση του Μαρξ: « Ότι η κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή, ότι δεν είναι πια σε θέση να καθοδηγεί την κοινωνία και ότι μάλιστα γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής…». Στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 183. Από πού βγαίνει άραγε το αυθαίρετο αυτό συμπέρασμα;
[38] Βλ. Το παράδειγμα της Κομμούνας του 1871 , που αναλύει ο Μαρξ.
[39] Πρόλογος στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Διαλεχτά Έργα, τόμ. Ι, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, σ. 424. Οι άνθρωποι βασικά δεν συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση, αλλά συνειδητοποιούν, εφόσον το συνειδητοποιούν, ότι πρέπει να γίνει η σύγκρουση. Άλλο το πρέπει και άλλο ότι απλώς τη συνειδητοποιούν. Η συνειδητοποίηση ενός προβλήματος δεν επαρκεί για τη δράση και τη σύγκρουση. Είναι ένα πρώτο στάδιο, όχι επαρκές από μόνο του, όπως τονίζει και ο Λένιν.
[40] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρατηρήσεις, εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1984, σ. 25.
[41] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, τόμ. Ι, Οντολογία και αλλοτρίωση, ό.π., σελ. 19 -20 και αλλού.
[42] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 260-1.
[43] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό.π., σ. 208.
[44] Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό, π., σ. 208 -209.
[45] «Η κλασική μαρξιστική παράδοση της θεωρίας για το κράτος ενδιαφέρεται κυρίως να αναδείξει τον κατασταλτικό ρόλο του κράτους, με την ακριβή έννοια της οργανωμένης σωματικής καταστολής. Υπάρχει μόνο μία αξιοσημείωτη εξαίρεση, ο Γκράμσι, με την προβληματική που αναπτύσσει για την ηγεμονία». Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 248.
[46] Άλντο Τορτορέλα, Η επικαιρότητα του Γκράμσι στη νέα χιλιετία, εκδ. «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2005, σ. 13. Ας παραβάλει κανείς το απλουστευτικό σχήμα: κότα –αυγό.
[47] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Στ΄, Αθήνα 1982, σ. 130. Η προτροπή αυτή του Γκράμσι μας θυμίζει το πρόβλημα του αυθόρμητου και της συνείδησης, όπως την είχε αναλύσει ο Λένιν. Η ύπαρξη των τάξεων δε σημαίνει αυτομάτως και ταξική πάλη. Βλ. σχετικά: Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή τους στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2006, σ. 66 – 70.
[48] Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, Μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις, ό.π., σ. 64. «Οι αναλύσεις του Γκράμσι για το ρόλο που παίζουν οι ιδεολογίες στην ηγεμονική συγκρότηση των κυρίαρχων τάξεων αποκτούν ακέραια τη σημασία τους».
[49] Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα, ό.π., σ. 126.
[50] Ματθαίος, 4.4.
[51] Δεν υπάρχει, κατά την άποψή μας, μεγαλύτερη επαναστατική ρήση απ’ αυτήν, που να αφορά με απλά λόγια τη φιλοσοφική ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης.
[52] Έναν ακριβή ορισμό, σύμφωνα και με τη δική μας κοσμοθεωρία, που πιθανόν να προχωράει ένα βήμα παραπέρα και να ολοκληρώνει την άποψη του Γκράμσι, για την ιδεολογική ηγεμονία, δίνει ο Ερατοσθένης Καψωμένος με την έννοια του πολιτισμού, όπως την εκθέσαμε αναλυτικά: «Ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει τη συνολική αντίληψη που έχει μια κοινωνία για τον άνθρωπο, τη φύση και τον κόσμο. Είναι λοιπόν ένα σύστημα συστημάτων, που περιλαμβάνει και ιεραρχεί όλες τις εκφράσεις της υλικής και πνευματικής ζωής του λαού». Διακηρύττει μάλιστα ότι εμείς οι ΄Ελληνες θα πρέπει να κάνουμε τον πολιτισμό μας «στρατηγικό άξονα της ελληνικής πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς». Βλ. Ερατοσθένης Καψωμένος, Συνέντευξη στην εφημερίδα «Αντιφωνητής», για τη σχέση πολιτικής και πολιτισμού. 1.3.2010, σ. 10. Με άλλα λόγια, αλλά βασικά με τον ίδιο εννοιολογικό προσδιορισμό εκφράζεται και ο Νίκος Πουλαντζάς: «Το ‘στάτους’ και η λειτουργία των ιδεολογιών έγκειται στο ότι ‘εκφράζουν’ τη ‘βιωμένη’ σχέση των ανθρώπων προς τις συνθήκες ύπαρξής τους, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν αυτές τις συνθήκες: στην πραγματικότητα, οι ιδεολογίες αποτελούν το σημείο ένταξης των ανθρώπων σ’ ένα αντικειμενικό σύστημα σχέσεων, που συμπεριλαμβάνει και τη βάση και τα εποικοδομήματα, με την αυστηρή έννοια του όρου, ενώ η ιδεολογία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την ‘συνεκτική ύλη’ των διάφορων επιπέδων κοινωνικών πρακτικών και δομών». Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 61. Αναφέρονται βασικά στις σχέσεις των ανθρώπων προς τις συνθήκες ύπαρξής τους και μ’ αυτή την έννοια είναι «πάντα απαραίτητες στον οποιοδήποτε κοινωνικό σχηματισμό», Νίκος Πουλαντζάς, ο.π., σ. 61.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Λαοκράτης Βάσσης, που ανέπτυξε το θέμα του πολιτισμού στο βιβλίο του, Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. «Ταξιδευτής», Αθήνα 2004. Παρεμβαίνοντας στην πολιτική συγκυρία (σ. 129 – 130), τονίζει σ’ ένα σημείο με σημασία για συγκεκριμένους αποδέκτες: «Η Αριστερά πρέπει να θέσει επί τάπητος το πολιτιστικό μας πρόβλημα, ως το κεντρικό υπαρξιακό μας πρόβλημα, σ’ αυτό το ύπουλο γύρισμα των καιρών. Και να το θέσει σωστά, ως αληθινή πολιτική και πολιτισμική πρωτοπορία, με ταυτόχρονα ανοιχτά μέτωπα και εναντίον των διακινητών της εθνικιστικής κουλτούρας, που καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα του κόσμου και εναντίον των διακινητών της αποεθνοποιητικής υποκουλτούρας, που καπηλεύονται τα αντιεθνικιστικά τους αισθήματα».
[53] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 408 – 9.
[54] Θανάσης Τσακίρης, «Ο Αντόνιο Γκράμσι και η επικαιρότητα της σκέψης του για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα», εφημ. «Αυγή», 17.2.2008.
[55] Ευαγγέλη Αρ. Ντάτση, Η λανθάνουσα δυναμική, εφημ. «Αυγή», 16.3.2008.
[56] Όταν το λαϊκό κίνημα είναι σε ύφεση ή σε υποχώρηση, τότε βασικά μπορεί να υπάρξει καταστολή, ενώ όταν υπάρχει αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό, όπως ήταν πριν η Σοβιετική ΄Ενωση, τότε επεδίωκε η αστική τάξη τη συναίνεση μέσω του κοινωνικού κράτους και της ιδεολογικής ηγεμονίας. Το τοίχος του Βερολίνου ήταν ένα πρακτικό χαρακτηριστικό παράδειγμα, για τον συμβολισμό εκατέρωθεν. Εφόσον λοιπόν λείπε ή δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη ένα αντίπαλο δέος, δηλαδή ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, είναι επόμενο να καταργείται το κοινωνικό κράτος και να οδεύουμε στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Φαίνεται ότι ο ιμπεριαλισμός (ως μονοπωλιακός καπιταλισμός) διαθέτει δυνατότητες στρατηγικών ελιγμών, που δεν τις διέθετε ο υπαρκτός σοσιαλισμός.
[57] Λουκάς Αξελός, «Η επικαιρότητα του Αντόνιο Γκράμσι»ι, εφημ. «Αριστερά», α.φ. 219, 25 Μαΐου 2007.
[58] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 220.
[59] Βλ. και άρθρο μας με τίτλο: «Οι συμβιβασμένοι και προσεταιρισμένοι» στο www.damonpontos.gr., δημοσιευμένο και στο περιοδικό «΄Αρδην», τεύχος 78 Δεκέμβριος 2009 – Φεβρουάριος 2010.
[60] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 312.
[61] Θανάσης Γιαλκέτσης, «΄Ενας πρόδρομος της ανανέωσης», περιοδικό Βιβλιοθήκη, ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 7.12.2007. σ. 15.
[62] Γιώργος Τσίπρας, «Το κράτος και η ηγεμονία στο έργο του Γκράμσι», εφημ. «Αριστερά», τεύχος.
[63] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 52.
[64] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 67.
[65] Ροσάνα Ροσάντα, «Μαθήματα από την αποτυχία των επαναστάσεων», άρθρο της δημοσιευμένο στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
[66] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Κράτος, Δίκαιο, ό.π., σ. 445. Στην κριτική που γίνεται στον Λένιν, αλλά ιδιαίτερα στην Γ΄Διεθνή, για την στρατηγική της εφόδου (στα χειμερινά ανάκτορα), υπάρχει αντίλογος, που αποδομεί αυτήν την ακραία άποψη ενάντια στον Λένιν, ότι τάχα αυτός την εφάρμοσε. Ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό ως αντίλογος είναι η άποψη του Δημήτρη Μπελαντή στο περιοδικό «Θέσεις, Ιούλιος –Σεπτέμβριος 2008, με τίτλο: «Σημείωση σχετικά με τη ‘στρατηγική της εφόδου’», σ. 165- 170.
[67] Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιιαβέλη, για την πολιτική και το σύγχρονο κράτος, εκδ. «΄Ηριδανός», Αθήνα, σ. 127-8.
[68] Μήπως αυτός ήταν ο λόγος (ανάμεσα και σε άλλους), που το πείραμα και το εγχείρημα του Γκορμπατσόφ απέτυχε; Δεν θα πρέπει αστόχαστα να απορρίψουμε και ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
[69] Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. «νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς», Αθήνα 2009, σ. 479-480.
[70] Οφείλει κάθε σχήμα ανάλυσης να προσαρμόζεται στα γεγονότα της εποχής που τα δημιούργησε. Για το λόγο αυτό έγραφε ο ΄Ενγκελς πολύ σωστά: «΄Εχουμε πάντα συνείδηση ότι οι γνώσεις που αποκτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποχτήσαμε». Βλ. Φρίντριχ ΄Ενγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ 1951, σ. 449.
[71] Βλέπε, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Ο Μαρξ, ο Λένιν και η δικτατορία του προλεταριάτου”, εφημερίδα «Εξόρμηση», 26.9.1975.
[72] «… για τον ώριμο Μαρξ, ΄Ενγκελς και τον Λένιν, το Κράτος είναι Κράτος μιας κοινωνίας διαιρεμένης σε τάξεις», συνηγορεί ο Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 41.
[73] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ.. 25, σ. 397.
[74] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, ό.π., σ. 397.
[75] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 39.
[76] Βλ., Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 50.
[77] Υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες αναλύσεις για το ρόλο του κράτους στην ιστορική πορεία των κοινωνιών, Εμείς όπως είπαμε και στην αρχή αυτής της μελέτης, θα ασχοληθούμε κυρίως με τις απόψεις των θεμελιωτών του Μαρξισμού -Λενινισμού, για να τοποθετηθούμε απέναντί τους και δούμε το ειδικό τους βάρος για την ιστορία, χωρίς να παραγνωρίζουμε τη συμβολή των υπολοίπων.
[78] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, τόμ.. 25, σ. 416.
[80] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 442 -443.
[81] Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 511. Εκεί αναφερόμενος στο δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό γράφει τα ακόλουθα: «…η στρατηγική μας οφείλει όχι μόνο να μετασχηματίσει ριζικά, αλλά και να διατηρήσει μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ελευθεριών (που για καιρό αποκαλούσαμε «τυπικές ελευθερίες», αλλά που δεν είναι απλώς ‘τυπικές’). Αυτή η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει την ίδια στιγμή να συνδυαστεί με τη δημιουργία μιας άμεσης δημοκρατίας στη βάση». Βέβαια η φράση του «που για καιρό αποκαλούσαμε» εμάς δεν μας αφορά και αυτό πρέπει να το διευκρινίσουμε!
[82] βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σσ. 70 – 78. Διεξοδικότερα μας απασχόλησε το θέμα αυτό στη μελέτη μας: «Σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εναλλακτική πρόταση εξουσίας», σσ. 10 -32.
[83] Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με ορισμένες μερίδες της Αριστεράς στην Ελλάδα, οι οποίες θέλουν να καταστρέψουν ότι συνιστά τις αξίες του έθνους – κράτους, δηλαδή μόνο άρνηση και καμιά θέση, επαναλαμβάνοντας τα λάθη που έκανε ο Λένιν και κυρίως ο Στάλιν, καταργώντας όλες τις αξίες και θεσμούς τη αστικής δημοκρατίας, που αποτελούσαν, παρ’ όλα αυτά κατακτήσεις της ανθρωπότητας. Ο πολυπολιτισμός, όταν επιβάλλεται, και το τονίζουμε αυτό το «όταν επιβάλλεται», δεν αποτελεί για μας θέση, αλλά άρνηση και δεν ωφελεί κανέναν, εκτός από τη Νέα Τάξη των μονοπωλίων, που επιβάλουν το καταναλωτικό και μόνον πρότυπο.
[84] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 66.
[85] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 404. Με την ανωτέρω τοποθέτησή του ο Ν. Πουλαντζάς θέλει να δηλώσει ότι το κράτος δεν είναι ένα μονολιθικό αρραγές μπλοκ, αλλά διαπερνάται από ταξικές αντιθέσεις που εκδηλώνονται ως μηχανισμοί καταστολής, αλλά και συναίνεσης.
[86] βλ. Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, ό.π. σ. 148 και Τζουζέπε Βάκα, «Ερμηνείες της κρίσης και στρατηγικές», άρθρο του στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.
[87] Το γιατί είναι θέμα άλλης συζήτησης, που πρέπει να γίνει και που μας απασχόλησε εν μέρει στην ανολοκλήρωτη μελέτη μας με τίτλο: «Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός ή Δημοκρατικός Αποκεντρωτισμός. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ανατρέξουν στην ιστοσελίδα μας: http://www.damonpontos.gr.
[88] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ 318.
[89] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 515. Βλ. και κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ, «Δημοκρατία και Ελευθερία» , στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972, σ. 104
[90] Γραμματέας της Διεθνούς Εταιρείας Γκράμσι (International Gramsci Sosiety).
[91] Βλ. συνέντευξη στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», 17.2.2008, του Τζόζεφ Μάτιτζιζ με τίτλο: «Η παρουσία του Γκράμσι».
[92] βλ. Θανάσης Γιαλκέτσης, Ένας πρόδρομος της ανανέωσης, ένθετο της Ελευθεροτυπίας, «Βιβλιοθήκη», 7/12/07, σ. 14.
[93] βλ. Λουκάς Αξελός, Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι, περιοδικό «Τετράδια», τεύχος πεντηκοστό τέταρτο, άνοιξη 2008, σε σ. 67.
[94] Αντόνιο Γράμσι, Ο Μακιαβέλη…, ό.π., σ. 197.
[95] Αντόνιο Γκράμσι, Η επικαιρότητα του Γκράμσι στην νέα χιλιετία, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2005, σ. 15.
[96] Αντόνιο Γκράμσι, ό.π., σ. 16.
[97] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη…, ό.π., σ. 143-4.
[98] Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι, εκδ. «Στοχαστής», τομ. Α΄, Β΄ έκδοση, Αθήνα 1972, σ. 22.
[99] Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα» Αθήνα 1978, σ. 9.
[100] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη …, ό.π., σ. 183.
[101] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη…., ό.π., σ. 182.
[102] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη…, ό.π., σ. 184.
[103] Νίκος Πουλαντζάς,, Θέματα της μαρξιστικής αντίληψης περί κράτους», ομιλία του Νίκου Πουλαντζά στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών (ΚΜΕ) το 1966, σ. 19.
[104] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 67 -68.
[105] Γράφτηκε από τον Ένγκελς για τη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, Λονδίνο 1890, στο Κ. Μαρξ -Φ.Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σ. 16.
[106] Θουκυδίδου ιστορίας Β΄(40 -41).
[107] Βλ. Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 25, σ. 411.
[108] Βλ. σχετική ανάλυσή μου με τίτλο: «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ή αποκεντρωτισμός. Συγκεντρωτική ή αποκεντρωτική εξουσία» στο ιστολόγιό μου: www.damonpontos.gr, Εκεί αναφέρουμε ανάμεσα στα άλλα: «Το συγκεντρωτικό αυτό σχήμα, που την εμπειρία του διαπιστώσαμε στα πλαίσια του υπαρκτού σοσιαλισμού μετέτρεπε την ιδεολογία σε θρησκεία και την πολιτική σε διαιώνιση της εξουσίας μιας μικρής ηγετικής ομάδας ή ενός κομματικού δικτάτορα, της οποίας ή του οποίου την εύνοια αναζητούσαν τα κομματικά στελέχη που ήθελαν να αναρριχηθούν στα ανώτερα αξιώματα της κομματικής ιεραρχίας. Ένα τέτοιο σύστημα οδηγούσε σε τελευταία ανάλυση σε προσαρμογή ή υποταγή τα στελέχη, που φιλοδοξούσαν να ανέλθουν στα αξιώματα αυτά.
Βλ. και Θουκυδίδου ιστορίας, (84 – 85): «…και η ανθρώπινη φύση, η οποία – κι’ όταν ακόμη υπάρχει ευνομία – έχει την τάση να παρανομεί, ξεχείλισε…».
[109] Ο Μαρξ είχε διακηρύξει «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη». Βλ. Καρλ Μαρξ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, ό.π., σ. 452.
[110] Ρ. Λούξεμπουργκ, «Δημοκρατία και Ελευθερία», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα Έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972, σ. 104.
[111] Αναφέρεται στο: Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό. π., σ. 21.
[112] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 318.
[113] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό.π. σ. 21.
[114] Η θεωρία για μας έχει τότε αξία, όταν έχει την εφαρμογή της στην πράξη και υπηρετεί το λαϊκό κίνημα. Μόνο η θεωρητική ενασχόληση, έχει βέβαια τη σημασία της, αλλά η αξία της πολιτικής πράξης,, ακόμη και με τη μαρξιστική έννοια και κυρίως μ’ αυτήν, έχει τεράστια σημασία και αυτή μας ενδιαφέρει πρωταρχικά. Όπως τονίσαμε κι αλλού: Ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει! Για τον λόγο αυτό η ενασχόλησή μας με τον Αντόνιο Γκράμσι, έχει καθοριστική πρακτική πολιτική αξία, που είναι και επίκαιρη. Ο Γκράμσι αναφερόμενος στη μαρξιστική θεωρία, την αποκαλεί, λόγω λογοκρισίας στη φυλακή, «θεωρία της πράξης». Ορισμένοι υποθέτουν ότι απλώς δεν ήθελε να αναγράψει «υλιστική θεωρία».
[115] Από την εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι στο βιβλίο: Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, ό.π., σ. 41.
[116] ΄Ετσι εξηγείται γιατί οι διανοούμενοι αυτοί διορίστηκαν στα πανεπιστήμια και πνευματικά και άλλα ιδρύματα του κράτους. για να αποδομήσουν τις αντιστάσεις του έθνους –κράτους και το κάνουν ευάλωτο στην εθνο-αποδομητική λαιμαργία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
[117] Εμείς δε θεωρούμε τους εαυτούς μας «μαρξιστές», ούτε αποτελεί για μας τίτλος τιμής ο όρος αυτός. Αντιθέτως, τίτλος τιμής αποτελεί ο ορισμός: «στοχαστές του επιστημονικού σοσιαλισμού», ό,τι κι’ αν σημαίνει αυτό, γιατί μας κατοχυρώνει την ανεξάρτητη κριτική μας σκέψη. Δεν θέλουμε να είμαστε απολογητές καμιάς αυθεντίας και καμιάς θεωρίας, όσο μεγάλη κι’ επιβλητική κι’ αν είναι, αλλά ερευνητές και όχι απολογητές. Προτιμούμε να είμαστε ερευνητές και να κάνουμε λάθη, παρά απολογητές και να είμαστε σωστοί (ως απολογητές). ΄Εχει διαμετρική διαφορά το ένα από το άλλο, επειδή οι πρώτοι «ρέπουν» (και διατρέχουν τον κίνδυνο) προς την ιδεολογική θεώρηση της επιστήμης, ενώ οι δεύτεροι προτάσσουν τη επιστημονική δεοντολογία από την ιδεολογία. Βέβαια όλα αυτά χρειάζονται, για να είμαστε «απόλυτα» ειλικρινείς και αντικειμενικοί, αλλά και κατοχυρωμένοι από αυθαιρεσίες το: Όπερ έδει δείξαι!
[118] Βλ,, Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999, σ. 154. Βλ. σχετικά για το ίδιο θέμα και τη μελέτη μας: «Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση» αναρτημένο στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr.
[119] Μας έκανε αλγεινή εντύπωση και μας δημιούργησε τραυματική εμπειρία η διαπίστωση, ότι ακόμη και καπετάνιοι του Ε.Λ.Α.Σ εκλιπαρούσαν παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, που κατείχαν κάποια πόστα, για να διοριστούν σε μια θέση προέδρων κάποιων οργανισμών, ή να τακτοποιήσουν τα παιδιά τους, ή να αξιοποιηθούν κάπου στον κρατικό μηχανισμό, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη «σοσιαλιστική αλλαγή», τη στιγμή κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραφε κατά χιλιάδες τους άξιους αγωνιστές του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ. Επί Σημίτη μάλιστα (δεν ήταν άμοιρος και ο Γιώργος Παπανδρέου) διορίστηκαν κατά εκατοντάδες στα πανεπιστήμια (κυρίως ιστορικοί), που ήταν ενάντια στο έθνος –κράτος, δηλαδή ορκισμένοι αποδομητές της εθνικής συνείδησης και ιστορικής μνήμης. (βλ. ως ελάχιστο δείγμα: Αντώνη Λιάκο, Ρεπούση, Δραγώνα, Βερέμη, κ.λπ).
[120] Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει σ’ ένα άρθρο του για την κατηγορία των ανθρώπων αυτών, χαρακτηρίζοντάς τους συμβιβασμένους και προσεταιρισμένους, παρ’ όλο που και ο ίδιος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προώθησή τους, για να τους χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ως συμβιβασμένους, νόμιζε (είχε την αυταπάτη, όπως και με τον Σημίτη και άλλους), ότι μπορεί να τους χρησιμοποιήσει για δικές του αρχηγικές κι’ εξουσιαστικές σκοπιμότητες.
[121] Το απόσπασμα αναφέρεται στο έργο του Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009, σ. 63.
[122] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της χούντας 1967 -74 κυκλοφορούσε μια μεγάλη μαρξιστική βιβλιογραφία. Χρησίμευε για το καθεστώς, ως «επαναστατική» εκτόνωση.
[123] Δημήτρης Μπελαντής, «Η ‘στροφή’ των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του ‘εκσυγχρονισμού’ στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα γνωστών και μη εξαιρετέων πρώην «αριστερών» και νυν ακραιφνών νεοφιλελεύθερων, που έχουν διευθυντικούς ρόλους στο σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης. Θα αναφέρω ορισμένα παραδείγματα, όπως της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, του Κοντζιά, του Πάγκαλου και άλλων πολλών που υπηρετούν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, όπως Πανεπιστήμια, Πνευματικά Ιδρύματα, συνδικάτα κ.λπ.
[124] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 36.
[125] Όποιος είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης είναι ενάντια στον πατριωτισμό και όποιος είναι ενάντια στον πατριωτισμό είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης.
[126] Είναι γνωστό ότι η οικονομική κρίση δεν μετατρέπεται αυτομάτως και υποχρεωτικά σε πολιτική κρίση και κρίση του κράτους. Είναι επίσης γνωστό, όπως λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, ότι «οι κρίσεις, ιδιαίτερα οι οικονομικές, παίζουν οργανικό ρόλο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου». Βλ., Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…,ό.π., σ. 112. Κατά την άποψή μας δεν πρόκειται μόνο για αναπαραγωγή , αλλά και για ανασυγκρότηση. Σ’ αυτήν την αναπαραγωγή και ανασυγκρότηση συντελούν και συμβάλλουν και οι διανοούμενοι, τους οποίους αναλυτικά περιγράψαμε και οι οποίοι αποτελούν στην ουσία τους «οργανικούς διανοούμενους» της ελληνικής αστικής τάξης και γενικότερα.
Βλ. Στο θέμα αυτό και ανάλυσή μας στο ιστολόγιο: www. Damonpontos.gr. Στην ανάλυσή μας αυτή προσπαθούμε να αποδείξουμε τις αιτίες αυτής της ιδεολογικής σύγχυσης την «εκσυγχρονιστικής» και «ανανεωτικής» Αριστεράς, που ανάγεται σε μια αντίφαση της μαρξιστικής θεωρίας. Όλοι αυτοί οι διανοούμενοι, που τάσσονται εναντίον του έθνους – κράτους και πρωτοστατούν στην αποδόμηση του, έχουν και την αντίληψη, ότι η ταξική πάλη δεν αναγνωρίζει έθνη και συνεπώς οποιαδήποτε σύμπραξη της εργατικής τάξης με την αστική τάξη, για την διαφύλαξη και υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αποτελεί αντιμαρξιστική ενέργεια. Παραθέτουμε μια σχετική άποψη αυτής της σχολής σκέψης: «Σε πολιτικό και ιδεολογικό – πολιτιστικό επίπεδο, νομιμοποιεί την άσκηση της αστικής εξουσίας, ως ‘εθνική ανεξαρτησία’ και εγχαράσσει-αποκρύβει την καταστολή των ταξικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων ως ‘εθνική ενότητα’, ως κοινότητα (εθνικών) συμφερόντων». Βλ. Δημήτρης Μπελαντής, «Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός: Όψεις της σύγχρονης άποψης της κυριαρχίας», περιοδικό «Θέσεις», Ιανουάριος –Φεβρουάριος 2009. Παραβλέπει η ανάλυση αυτή ότι η ταξική πάλη περνάει μέσα από την εθνική αυτοδιάθεση πρώτα, πριν από την ταξική πάλη, όπως διακήρυξε και ο Άρης Βελουχιώτης στο λόγο του στην Λαμία, τονίζοντας ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, ο εργάτης και αγρότης έχει και αυτή είναι η ασπίδα του. Παραγνωρίζει αυτή η σχολή σκέψης, που αντικειμενικά είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης, ότι στο εσωτερικό μιας χώρας ο αγώνας είναι ταξικός, όμως όσον αφορά το εξωτερικό είναι αγώνας αντι -ιμπεριαλιστικός. Ας πάρουν παράδειγμα και από τον Μάο Τσε Τουνγκ, που συμμάχησε με τον Τσανγκ Κάι Σεκ της Κουόμιντανγκ, ενάντια στους Ιαπωνέζους κατακτητές και μετά τον συνέτριψε. Όλα αυτά είναι θέματα στρατηγικής και τακτικής. Είναι θέματα συμμαχιών. Δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις τους Σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασίστες» και να τους ρίχνεις στην αγκαλιά του Χίτλερ και του Μουσολίνι, όπως έκανε ο Στάλιν. Το Λαϊκό Κίνημα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους , που δεν θα προκύψουν από παρθενογένεση. Θα τους αναζητήσει αναγκαστικά στην Κοινωνική Αριστερά που βρίσκεται σε μεγάλο ποσοστό στις γραμμές του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ και της πατριωτικής Λαϊκής Δεξιάς. Δεν μπορεί τους εν δυνάμει συμμάχους του, να τους κάνει αντιπάλους χαρακτηρίζοντας τους εθνικιστές, ρατσιστές, σοβινιστές και λοιπά και λοιπά!
Όπως συμπεραίνει και ο Μπομπ Τζέσοπ, για τον Πουλαντζά η πάλη για το σοσιαλισμό πρέπει ακόμα να είναι οργανωμένη γύρω από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας στο επίπεδο του έθνους-κράτους.
[128] Μαξ, Βέμπερ, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. «Κένταυρος», Αθήνα 1996, σ. 128.
[129] Ας αναλογιστούμε το ρόλο της αριστερής διανόησης κατά την περίοδο δράσης του ΕΑΜ και της ΕΔΑ, που αγωνίζονταν για να διατηρήσουν την εθνική και κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας και ας τον συγκρίνουμε με τον σημερινό της ρόλο. Καμία σύγκριση! ΄Αλλα τα ιδανικά εκείνης και άλλα τα «ιδανικά» της σημερινής.
[130] Η τοποθέτησή μας αυτή έχει δύο σκέλη. Οι καιροσκόποι καριερίστες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι κατακριτέοι. Όμως υπάρχει και κάποια κατανόηση, γιατί σ’ αυτούς λείπουν οι ηθικές αντιστάσεις! Και για το λόγο αυτό θέλουν να κρυφτούν πίσω από το «φωτοστέφανο του αριστερού».
Για τους άλλους, τους καθαρούς ιδεολόγους, το θέμα είναι ιδεολογικό και αντιμετωπίζεται με θεωρητική αντιπαράθεση, δηλαδή με αντιπαράθεση επιχειρημάτων, με την έννοια ότι πρέπει να κερδηθεί στο επίπεδο των ιδεών η ιδεολογική (πολιτισμική ηγεμονία)απέναντί τους, έτσι όπως την εννοεί ο Γκράμσι, δηλαδή ως πνευματική, αλλά συγχρόνως και ηθική ηγεμονία. Το αρνητικό στην περίπτωση αυτή είναι, ότι οι περισσότεροι, κατέχουν θεσμικό ρόλο στο κράτος, αυτό το αστικό κράτος που υπηρετούν, και ο αγώνας είναι απόλυτα άνισος, γιατί διαθέτουν όλα τα μέσα πλουσιοπάροχα.
[131] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ 36.
[132] Γιάννης Βούλγαρης, «Αναγνώσεις» του Γκράμσι. Μια αναδρομή από την οπτική της παγκοσμιοποίησης, περιοδικό «Ο πολίτης», Νοέμβριος 2007, τεύχος 160.
[133] Αξελός, Λουκάς, Αντόνιο Γκράμσι, «Αναγνώσματα», στο Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1982, σελ.149. Βλ. στο ίδιο πνεύμα και μια υπόμνηση του Θουκυδίδη (ιστορίας Ζ΄13-15: «καλός άρχοντας είναι εκείνος που εξυπηρετεί όσο μπορεί την πατρίδα του ή τουλάχιστον εκείνος που δεν την βλάπτει εκούσια».
[134] Αντόνιο Γκράμσι, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Δ’, Αθήνα 1975, σ. 962. Θα προσέθετα στα λεγόμενα του Γκράμσι ότι μπορεί να είναι και μια κερδοφόρα επιχείρηση στο βαθμό που είναι απλώς εγκεφαλική σύλληψη, δεν είναι πραγματοποιήσιμη και για το λόγο αυτό δεν έχει προσωπικές συνέπειες!
[135] Μια χαρακτηριστική δήλωση του ανεκδιήγητου Κώστα Σημίτη που επιβεβαιώνει την ιδεολογική συγγένεια ως «εκσυγχρονιστής» κεντροδεξιός με την «εκσυγχρονιστική» Αριστερά, ως «ανανεωτική», που τάσσεται εναντίον του Έθνους – Κράτους και υπέρ της αποδόμησής του.
Ιδού η τοποθέτησή του:
«Η πολιτική μας είναι να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο την αδιαφορία απέναντι σε εξελίξεις με ιδεολογικό προσανατολισμό, μια χωρίς απήχηση ελληνική χριστιανική παράδοση. Να εμποδίσουμε και να αποτρέψουμε με κάθε κόστος την προσήλωση στην ιδέα του Έθνους και στη χριστιανική παράδοση, που αποδυναμώνει και εγκυμονεί κινδύνους σε μία σύγχρονη παρουσία, που
πρέπει να έχει η Ελλάδα.». Βλ. Κώστας Σημίτης, Εθνικός Λαϊκισμός ή Εθνική Στρατηγική, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1992, σ. 75. Πάνω σ’ αυτά τα αχνάρια του Κώστα Σημίτη βαδίζει ολοταχώς και ο Γιώργος Παπανδρέου, που ποτέ δε διαφοροποιήθηκε από τον πρώτο ως υπουργός του σε καίρια πόστα, απλώς τώρα πιο εντατικά και πιο συστηματοποιημένα για την αποδόμηση του έθνους – κράτους και τη δημιουργία μιας όχι μόνο πολυπολιτισμικής, όπως διακήρύττει ο ίδιος, άλλα και πολυεθνικής Ελλάδας, ως χώρος και όχι ως χώρα.
Ιδού και δήλωση της ηγετικής ιδεολογικής ομάδας της «ανανεωτικής και εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς:
«Οι ‘εμμονές περί έθνους’ είναι εντελώς – μα εντελώς (και δίχως περιστροφές) – ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική και εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας…».[135] Βλ. άρθρο της Σίσσυ Βωβού, μέλους της ΑΚΟΑ, Νάσου Θεοδωρίδη, μέλους του ΣΥΝ και Γιάννη Μηλιού, μέλους του ΣΥΡΙΖΑ, εφημερίδα της ΑΚΟΑ «Εποχή», 24.2.2006.
Και μια άποψη του Λένιν ως απάντηση σ’ όλα αυτά:
«Η πατρίδα, δηλαδή το συγκεκριμένο πολιτικό, πολιτιστικό περιβάλλον, αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα στην ταξική πάλη του προλεταριάτου…Το προλεταριάτο δεν μπορεί να βλέπει με αδιαφορία και απάθεια τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της πάλης του, επομένως δεν μπορεί να είναι αδιάφορο για τις τύχες της χώρας του». Βλ. Λέων Τρότσκι, Ο Λένιν, εκδ. «Νέοι Στόχοι», Αθήνα.
Και ο Λένιν λοιπόν διατηρούσε τόσο τα εθνικά όσο και τα διεθνιστικά του χαρακτηριστικά: «Ο διεθνισμός του Λένιν», προσθέτει ο Τρότσκι στο βιβλίο του για τον Λένιν, «δεν έχει ανάγκη να αποδειχτεί. Αλλά ταυτόχρονα ο Λένιν είναι βαθιά εθνικός. Έχει τις ρίζες του μέσα στη νέα ιστορία της Ρωσίας…Από πρώτη όψη μπορεί να φανεί πολύ εκπληκτικό το ότι χαρακτηρίζεται ο Λένιν από την ‘εθνική’ του πλευρά. Αλλά στο κάτω κάτω της γραφής αυτό θα ‘πρεπε να είναι αυτονόητο. Για να κατευθύνει κανείς μια επανάσταση ανήκουστη στην ιστορία των λαών, την ανατροπή που περνάει η Ρωσία, πρέπει φυσικά να υπάρχει μεταξύ των αρχηγών και των βαθιών δυνάμεων της λαϊκής ζωής, ένας αδιάρρηκτος οργανικός δεσμός, που να φτάνει ίσαμε τις βαθιές ρίζες». Δεν μπορεί βέβαια να είναι κανείς τόσο αφελής ή ανιστόρητος , για να ισχυριστεί ότι ο Λένιν ήταν εθνικιστής!
αν εθνικιστής! Βλ. Λέων Τρότσκι, ό.π., σ. 28. Γνωστός είναι για του μυημένους και ο λόγος του καπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη για την πατρίδα στη Λαμία.
[136] Συνέντευξή του στο περιοδικό «Essere Communisti», αναδημοσιευμένη στην εφημ. «Η Εποχή», 1.11.09.
[137] Ορισμένοι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, πιστεύουν (όσοι πιστεύουν), ότι μπορούν να ξεγελάσουν την αστική τάξη, λειτουργώντας μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς της. Αυτοί είτε απατούν τους εαυτούς τους, είτε εξαπατούν τους άλλους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, δεν έχει σημασία. Η αστική τάξη θα τους είχε πετάξει στο περιθώριο, αν δεν την υπηρετούσαν πιστά, όπως «συνωστίζει» στο περιθώριο (για να χρησιμοποιήσουμε μια ρεπούσια έκφραση), όλους, όσους πραγματικά είναι εναντίον αυτού του συστήματος, γιατί τους θεωρεί επικίνδυνους. Η διγλωσσία αυτής της συγκεκριμένης Αριστεράς (άλλα λέμε στη θεωρία και άλλα κάνουμε στην πράξη) αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες της αναξιοπιστίας της και κατά συνέπεια της περιθωριοποίησής της. Βέβαια υπάρχουν κι’ εκείνοι που είναι συνεπείς και στα λόγια και στην πράξη στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Αυτοί οι συνεπείς «αριστεροί (μαρξιστές) της αστικής τάξης», είναι σε όλους τους μηχανισμούς της, όπως τηλεόραση, ΜΜΕ, πανεπιστημιακά και άλλα ιδρύματα, συνδικάτα, ΜΚΟ κ.λπ. και έχουν συνήθως και τις ανάλογες απολαβές. Και αυτό αποτελεί μια «υλική» πραγματικότητα. Ο κανόνας φυσικά έχει πάντοτε τις εξαιρέσεις του. Δυστυχώς οι εξαιρέσεις δεν αποτελούν τον κανόνα!
[138] Αντόνιο Γκράμσι, Για Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα, σ. 178.
[139] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Στ΄, Αθήνα 1982, σ. 319.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...