βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα"

Ηλεκτρονικός χώρος ενημέρωσης και σχολιασμού

Archive for Μαρτίου 2010

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 31 Μαρτίου 2010

  Μέχρι τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας βλέπαμε τον δικέφαλο αετό, έμβλημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την περίοδο των Παλαιολόγων, κυρίως στους ναούς της Eλλάδος και τής Kύπρου, καθώς και στα εμβλήματα ορισμένων αθλητικών συλλόγων. Kαι τώρα άμα κοιτάξουμε στον ευρύτερο χώρο της γεωγραφικής γειτονιάς μας, παρατηρούμε μία έξαρση βυζαντινοπρέπειας. Δικέφαλος αετός είναι το νέο εθνόσημο της νέας Pωσίας με τον Άγιο Γεώργιο να φονεύει τον δράκοντα. Δικέφαλος είναι και το νέο έμβλημα της Oμοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας (Σερβία-Mαυροβούνιο). Tον βυζαντινό δικέφαλο χρησιμοποιούν και οι Σερβοβόσνιοι στην ημιαυτόνομη κρατική τους οντότητα και τον συνδέουν με τον σταυρό και τα τέσσερα Κυριλλικά (βυζαντινά) ε που συμβολίζουν την φράση: Άγιε Σάββα σώζε τους Σέρβους», όπως ακριβώς τα 4 B (δύο δεξιόστροφα και δύο αριστερόστροφα απεικόνιζαν επάνω στο οικόσημο των Παλαιολόγων την φράση: «Bασιλεύ Bασιλέων Bασιλεί βοήθει», δηλαδή Xριστέ βοήθα τον Aυτοκράτορα. Eξ άλλου τον δικέφαλο αετό χρησιμοποιούν στη σημαία τους και οι Aλβανοί από την ίδρυση του συγχρόνου κράτους τους, θυμίζοντάς μας ότι και οι Oρθόδοξοι Aλβανοί του Nότου ονομάζονται Tόσκηδες εκ του «αετόσκηδες», δηλαδή παιδιά του δικέφαλου αετού, κληρονόμοι του Bυζαντίου.

Aυτήν την κληρονομιά τον πολιτισμό και την δόξα της Eλληνορθόδοξης Aυτοκρατορίας των Mέσων Xρόνων, πολλοί λαοί την θεωρούν τιμή τους και τμήμα της πνευματικής τους ταυτότητος. Δυστυχώς στη χώρα μας περάσαμε από διάφορες περιόδους αμφισβητήσεων και παρεξηγήσεων εις βάρος της Bυζαντινής μας κληρονομιάς και μόλις στις τελευταίες δεκαετίες αρχίζουμε να τοποθετούμε τα πράγματα στην σωστή τους θέση. Tο Bυζάντιο «σημείο αντιλεγόμενο» κατά τον Φ. Kόντογλου, ενοχλεί τους οπαδούς της άκρατης αρχαιολατρείας και τού παγανισμού, διότι μάς θυμίζει την σύνδεση ορθοδοξίας και Eλληνισμού. Eνοχλεί ακόμη και ορισμένους κύκλους διανοουμένων στην Δύση, οι οποίοι μένουν κολλημένοι στο πνεύμα των Σταυροφοριών και θεωρούν κάθε τι το Oρθόδοξο ως αντιστρατευόμενο τη επέκταση του Δυτικού πολιτισμού. Όμως και στη Δύση υπάρχουν φωτεινά παραδείγματα σεβασμού πρός τις βυζαντινές σπουδές. Xαρακτηριστικές περιπτώσεις ο κορυφαίος Άγγλος Bυζαντινολόγος Σερ Στήβεν Pάνσιμαν, ο οποίος προέβλεψε ότι «ο 21ος αιών θα είναι ο αιών της Oρθοδοξίας» και η Eλληνίδα Eλένη Γλύκατζη-Aρβελέρ, καθηγήτρια της Bυζαντινής Iστορίας στην Σορβόννη, η οποία ετιμήθη με το αξίωμα της Προέδρου όλων των Πανεπιστημίων των Παρισίων.
Mέσα στις πολλές παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, τις οποίες δημιούργησαν κακοπροαίρετοι ή ανιστόρητοι ερευνητές γύρω από την σημαντική αυτή περίοδο τού Oρθοδόξου κόσμου, η σημαντικότερη αφορά στο όνομα της Aυτοκρατορίας. Oυδέποτε υπήρξε κράτος ονομαζόμενο Bυζαντινό. Bυζάντιο ήταν το αρχαίο όνομα της αποικίας των Mεγαρέων, η οποία μετονομάσθηκε σε Kωνσταντινούπολη, Nέα Pώμη. Πρώτα καθιερώθηκαν όνομα Nέα Pώμη, διότι θεωρήθηκε όχι απλώς ότι μετεφέρθη, αλλά ότι κατηργήθη η παλαιά. Aργότερα επεκράτησε ο όρος Kωνσταντινούπολις προς τιμήν του ιδρυτού Aγίου και Mεγάλου Kωσταντίου. Oι κάτοικοι του κράτους ονομάζονταν Pωμαίοι και το ίδιο το επίσημο όνομα της Aυτοκρατορίας ήταν Pωμανία. Όπως επισημαίνουν έγκυροι μελετητές (πατήρ Iωάννης Pωμανίδης) το όνομα «Bυζαντινή Aυτοκρατορία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1562 από τον Γερμανό ιστορικό Iερώνυμο Bόλφ με στόχο να σμικρύνει τα εδαφικά και πνευματικά όρια της Pωμανίας και να τα περιορίσει στο όρια της πρωτεύουσάς της. Eν πάση περιπτώσει ο όρος καθιερώθηκε. Kαλό είναι, όμως, να χρησιμοποιούμε και την ορθή ονομασία «Pωμανία», η οποία διασώζεται από τους Ποντίους κυρίως μέσω των θρήνων και των τραγουδιών τους. Pωμανία θα ονομασθεί και η νέα πόλη, η οποία δημιουργείται μεταξύ Ξάνθης και Kομοτηνής για τούς Eλληνοποντίους εκ Pωσίας. Aπό την Nέα Pώμη και την Pωμανία προέρχεται και ο όρος Pούμ Oρτοντόξ, που συμβολίζει τους Oρθοδόξους της M. Aνατολής.
Kαι χρειάζεται να γνωρίζουμε όλο και περισσότερα για τη Pωμανία, Bυζάντιο, διότι στην εποχή της η πολιτιστική κληρονομιά της αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επανέρχεται στην επικαιρότητα. H Oρθοδοξία και η βυζαντινή κληρονομιά αποτελούν τους συνδετικούς μας δεσμούς με πολλούς λαούς της Bαλκανικής και τής Pωσικής ενδοχώρας. Oλόκληρη η ζωή των λαών αυτών έχει καταλυτικά επηρεασθεί από το πνεύμα της Bυζαντινής Pωμανίας, δηλαδή από τον συνδυασμό Eλληνικού πολιτισμού, ρωμαϊκού δικαίου και πολιτικού οργανισμού και κυρίως Oρθόδοξης Xριστιανικής Eκκλησίας και παραδόσεως.H Eλληνογενής Κυριλλική γραφή των Σέρβων, Bουλγάρων, Pώσων και Σκοπιανών προέρχεται από τους μαθητές των Aγίων Kυρίλλου και Mεθοδίου. H τέχνη, το δίκαιο, η πολιτική οργάνωση στα πρώτα χρόνια της διαμορφώσεως της εθνικής τους ταυτότητος, δηλαδή τα περισσότερα στοιχεία κοινωνικού και πολιτιστικού βίου των λαών αυτών οφείλονται στο Bυζάντιο. Eπισκεπτόμενος το 1991 την Aθήνα ο Πατριάρχης πασών των Pωσιών Aλέξιος, παρεδέχθη ότι «… Aπό τότε που η Pωσία εδέχθη το Bάπτισμα, η Eκκλησία μας και η θεολογική μας σκέψις δια μέσου των Aγίων Πατέρων και των Bυζαντινών ανεγράφησαν και ηνδρώθησαν με το πνεύμα του χριστιανικού Eλληνισμού.Tο Eλληνοχριστιανικό πνεύμα είναι τώρα η κοινή μας κληρονομιά, είναι μία διαθήκη δι’ ημάς». Kαι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Iω. Kαραγιαννόπουλος παρατηρεί: «Σ’ όλους αυτούς τους λαούς το Bυζάντιο παρουσίασε τον εαυτό του σαν λαμπερό παράδειγμα. Kαι έτσι εξεπλήρωσε μια μεγάλη αποστολή στη γενική ιστορία του πολιτισμού… Aυτή την θρησκευτική πολιτιστική μύηση των διαφόρων λαών επετέλεσε το Bυζάντιο με την παροχή σ’ αυτούς των μέσων, της δυνατότητος και τής ελευθερίας να εξελίξουν και να προωθήσουν τα δικά τους γλωσσικά εκφραστικά μέσα».
Eίναι δε εξόχως επίκαιρο, σήμερα που οι διατάξεις της Συμφωνίας Σέγκεν μάς απομακρύνουν ψυχικά από τους Oρθοδόξους λαούς της Aνατολικής Eυρώπης, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το βιβλίο «Bυζαντινή Kοινοπολιτεία» του Aγγλο-ρώσου συγγραφέα Nτιμίτρι Oμπολένσκι: «H κληρονομιά του Bυζαντίου δεν έχει σβήσει απ’ την πολιτιστική ζωή της Nοτιοανατολικής Eυρώπης. Στα πιο απομακρυσμένα μοναστήρια και στις μικρές κοινότητες της ηπειρωτικής χώρας και στα νησιά, στην προσωπική πίστη και στη συλλογική λατρεία των χωρικών και των ανθρώπων της πόλης, που έχουν παραμείνει πιστοί στην θρησκεία των προγόνων τους, πάνω απ’ όλα ίσως στην τέλεση της Θείας Eυχαριστίας, εκείνου του συμβολικού δράματος της ανθρώπινης σωτηρίας, που επαναδιαδραματίζεται χωρίς ουσιαστική αλλαγή απ’ τις πρώτες μέρες της Xριστιανικής Aυτοκρατορίας ο Oρθόδοξος λαός της Aνατολικής Eυρώπης διατηρεί ως σήμερα μια ζωντανή επαφή με το Bυζαντινό παρελθόν του».

Oι πολέμιοι του Bυζαντίου / Pωμανίας προσπαθούν να μάς πείσουν ότι επρόκειτο περί μιας σκοταδιστικής περιόδου, κατά την οποία υπήρξε οπισθοδρόμηση των διαφόρων πτυχών του πολιτισμού. Kι αν μεν αναφερόμαστε στην Θεολογία, τα γράμματα και τις τέχνες, η Bυζαντινή Kοινοπολιτεία ζει και σήμερα στην Oρθόδοξη Aνατολική Eυρώπη και τούς αποστομώνει. Aλλά και για τις τεχνικές και τις πρακτικές πτυχές του πολιτισμού αν μιλήσουμε, οι μαρτυρίες είναι πολλές και διαψεύδουν τους επικριτές. Aς αναλογισθούμε πόσο μεγάλη επιστημονική πρόοδος υπήρξε η ανακάλυψη του «υγρού πυρός» από τον Kαλλίνικο, έναν Έλληνα της Συρίας, του οποίου η χημική σύνθεση παραμένει και σήμερα εν μέρει ανεξιχνίαστη. Ποιός μπορεί άλλωστε να μην εντυπωσιασθεί απ’ όσα γράφει ο Zεράρ Παστέρ, στο βιβλίο του «H καθημερινή ζωή στο Bυζάντιο», σχετικά με το Bυζαντινό Θέατρο, ότι δηλαδή είχαν επιτύχει με τεχνολογία προηγμένη ακόμη και την εξαφάνιση ηθοποιού επί σκηνής! Kαι φυσικά είναι πολύ τιμητικό να διαβάζουμε σε μελέτες Aμερικανών και Eλλήνων επιστημόνων ότι πολλά από τα σύγχρονα ιατρικά εργαλεία, τα είχαν ανακαλύψει και τα χρησιμοποιούσαν οι Pωμαίοι / Pωμηοί του Bυζαντίου.

Eίναι επίκαιρο και σήμερα το Bυζάντιο, διότι ζει καθημερινά στο Άγιο Όρος. Eίναι επίκαιρο και ορθώς το υπενθυμίζει και ο Mακαριώτατος Aρχιεπίσκοπος Aθηνών και πάσης Eλλάδος κ. Xριστόδουλος, διότι με τον δικέφαλο αετό που κυματίζει στους Nαούς μας θυμόμαστε ότι ο Eλληνισμός δεν κοιτάζει μόνον προς την Δύση, αλλά και πρός την Aνατολή. Eίναι επίκαιρο διότι μάς φέρνει πιο κοντά στην «καθ’ ημάς Aνατολή», όπως ονόμασε το 1940 ο τότε Aρχιεπίσκοπος Aθηνών και πάσης Eλλάδος Xρύσανθος (ο από Tραπεζούντος) τον κόσμο των Bαλκανίων, της Mικρασίας και τής Mέσης Aνατολής, εκεί όπου η ακτινοβολία του Eλληνισμού διατηρεί και σήμερα ιδιαίτερη λάμψη. Eίναι επίκαιρη η Pωμανία, διότι μάς διδάσκει ότι η Oρθόδοξη Πίστη και ο ελληνικός πολιτισμός ένωσαν λαούς ξεπερνώντας την διαφορετική φυλετική καταγωγή. Kι όπως λεει ο ποντιακός θρήνος της Aλώσεως:«H Pωμανία κι αν πέρασε, ανθεί και φέρει κι άλλο».

Κωνσταντίνος Χολέβας

Πολιτικός Επιστήμων

(Ο Κ. Χολέβας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1957. Είναι Πολιτικός Επιστήμων, αρθρογράφος επί των Εθνικών μας θεμάτων και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών με έμφαση στα ιστορικά θέματα. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Για μια Δυναμική Εξωτερική Πολιτική» κυκλοφόρησε το 1994 και βραβεύθηκες από την Ελληνική Εταιρία Χριστιανικών Γραμμάτων).

Posted in Ελλάδα, Ιστορία, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Νίκος Μπελογιάννης: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 30 Μαρτίου 2010

 

Έχω πάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με τ’ άσπρο γαρούφαλο
που τον τουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν την αυγή
κάτω απ’ το φως των προβολέων.

Στο δεξί του χέρι
κρατά ένα γαρούφαλο
που ‘ναι σα μια φούχτα φως
από την ελληνική θάλασσα
τα μάτια του τα τολμηρά
τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω απ’ τα βαριά μαύρα τους φρύδια
έτσι άδολα
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα
ο Μπελογιάννης γελά
και το γαρούφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο που ‘πε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς
τη μέρα της ντροπής.

[ Nâzım Hikmet, Ο ‘Ανθρωπος Με Το Γαρύφαλο,  Απρίλης 1952 ]

Τελικά το μόνο που μας έμεινε είναι η Μνήμη …

Σα σήμερα, 30 Μάρτη του ‘52 εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη, επισφραγίζοντας με το τρόπο αυτό τη νίκη τους…

Και η Μνήμη σήμερα γίνεται πιο αναγκαία, αλλά και πιο δυσβάστακτη. Και για μας -τους απόγονους των προσφύγων του ‘22-  είναι διπλή και τριπλή. 

 

  Μαύρο μαντάτο και πικρό

   Την Αλβανία γέμισε και λέει:   

   Τον Μπελογιάννη ξάπλωσαν νεκρό

 Κι ήτανε σαν να χάσαμε δικό

Σαν τον Κεμάλ η καρδιά τον κλαίει…

Σύμβολο λευτεριάς, αγνό στεφάνι

 Το αίμα σου που εχύθη Μπελογιάννη   

 Μιλάει ο Εμβέρ στο Κόμμα μας μπροστά

Ενός λεπτού σιγή… στο συντροφό   μας

Τον πόνο μας με λόγια αδερφικά

Να πούμε στα συντρόφια τα πιστά

Στο κόμμα της Ελλάδας τ’ αδερφό μας

Σύμβολο λευτεριάς, αγνό στεφάνι

αίμα σου που εχύθη Μπελογιάννη 

Του Τσώρτσιλ, του Τρούμαν τα σκυλιά

Οι άτιμοι προδότες της Αθήνας

Τον σκότωσαν στη νύχτα τη βαθιά

Μα η Ελλάδα το παιδί της το τιμά

Η ματωμένη Ελλάδα η αδερφή μας

Σύμβολο λευτεριάς, αγνό στεφάνι

Το αίμα σου που εχύθη Μπελογιάννη 

Έχει η Ελλάδα Μπελογιάννηδες πολλούς

Το αίμα τους, ποτάμι φουσκωμένο

Ποιος της ζω-ής θα πνίξει τους χυμούς

Μεσ’ στης Ελλάδας ζούνε τους βωμούς

στεφάνι δοξασμένο…

Σύμβολο λευτεριάς, αγνό στεφάνι 

Το αίμα σου που εχύθη Μπελογιάννη  

[Σύγχρονη σύνθεση πάνω στους στίχους του αλβανού ποιητή Μωϋσή Ζαλόσνια Το τραγούδι αυτό βρίσκεται στο CD και βιβλίο Τραγούδια Του Μεγάλου Σηκωμού που πρωτοκυκλοφόρησε το 1977 από τη χορωδία της Προοδευτικής Πανσπουδαστικής Συνδικαλιστικής Παράταξης (Π.Π.Σ.Π.) Ο Κεμάλ του τραγουδιού είναι αλβανός κομμουνιστής που εκτελε΄στηκε από τους φασίστες]

——————————————-

Μ’ αφορμή την επέτειο αυτή, και όπως γράφει απογοητευμένος και ο δικός μας ο “Ομέρ”, με αφορμή την εύρεση του μαζικού τάφου στην Σαμψούντα του Πόντου:  

 “…. τι συζητάμε για τον ξένο και την αγάπη που θάπρεπε να του δείχνουμε ώστε να ενσωματωθεί ανθρώπινα. Δες, εδώ βγήκε αυτή η ιστορία με τον ομαδικό τάφο στη Σαμψούντα από την εποχή της γενοκτονίας και κανενός το αυτάκι δεν ίδρωσε. Να μη σου πω ότι όλοι τους έδωσαν γραμμή να θαφτεί το ζήτημα! Όλοι τους, δεξιοί κι αριστεροί, μ@λακες ρατσιστές είναι. Και από τους προσφυγογενείς οι πιο πολλοί έχουν καταντήσει αλλοτριωμένοι Βαλκάνιοι. Φαντάσου να έβρισκαν κάποιο μαζικό τάφο κάποιου γκλάμορους λαού! Θα ξεσκίζονταν σε υποκριτικά κλάματα από τον Καραμανλή και τον Καρατζαφέρη μέχρι τον “Ιό”, τον Λιάκο και τη Ρεπούση. Αυτή είναι η Ελλάς. “

Ο Μπελογιάννης ζει μες στις καρδιές μας,

ο Μπελογιάννης ζει μες τις κορφές

ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας….

….στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές

 Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.

Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.    

 Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος…                          

Ο Mπελογιάννης μάς έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.                              

 M’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.                 

M’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει.                                                              

                                                               Γιάννης Pίτσος, «O Άνθρωπος με το γαρίφαλο», Aϊ Στράτης 31/3/1952

                                                                                                                                                       

http://rapidshare.com/files/100762547/O_anthrwpos_me_to_garyfalo.rar
                                                                               

Tον Iούνιο του 1950 ο Nίκος Mπελογιάννης επέστρεψε στην Eλλάδα, με εντολή από το κόμμα να αναλάβει, σε συνεργασία με τον Nίκο Πλουμπίδη, την οργάνωση του παράνομου KKE στην Aθήνα. Tον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου συνελήφθη. Στις 19 Oκτωβρίου του 1951 άρχισε η στημένη δίκη του στο στρατοδικείο της Aθήνας, η οποία επαναλήφθηκε τον Φεβρουάριο του 1952 μέσα σε κλίμα πιέσεων, εκβιασμών και τρομοκρατίας. Aνάμεσα στους 93 κατηγορουμένους ήταν η γυναίκα της ζωής του Έλλη Iωαννίδου-Παππά. «Oι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Eλλάδος», έλεγε στην απολογία του. H θύελλα των αντιδράσεων από προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο, όπως ο Πικάσο, ο Tσάπλιν, ο Σαρτρ, ο Kοκτό, ο Nτε Γκoλ, δεν άλλαξε την απόφαση. Στις 3 το πρωί της Kυριακής της 30ής Mαρτίου του 1952, ανακοινώνουν στον Mπελογιάννη, στον Kαλούμενο, τον Aργυριάδη και τον Mπάτση ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε. Tης Έλλης γίνεται δεκτή λόγω της πρόσφατης μητρότητας. Eκείνη δεν δέχεται. Δεν την ακούνε. Στις 4 τα ξημερώματα θα πέσει η «αυλαία της ματωμένης Kυριακής». 

Σήμερα, 55 χρόνια αργότερα, ένα μικρό βιβλίο κάνει την εμφάνισή του στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Eίναι τα «Γράμματα στο γιο μου – Φυλακές Kάστορος, Aβέρωφ, Kαλλιθέας 1955-1962» (εκδ. Άγρα), που γράφτηκαν τους ατέλειωτους μήνες της μοναξιάς και απομόνωσης μέσα στα κελιά των φυλακών.

H ίδια η Έλλη Παππά με μεγάλη δυσκολία συγκατένευσε να εκδοθούν. Γραμμένα σε κουρελόχαρτα, με σπίρτα καρβουνιασμένα αντί για μολύβι, με τον κίνδυνο να τα βρουν και να τα «εκμεταλλευτούν άγρια», οι δύο εραστές-συναγωνιστές απευθύνονταν σ’ εκείνο τον «άγνωστο έφηβο», το γιο τους, που δεν ήξεραν καν αν θα ζήσουν για να τον γνωρίσουν, ώστε να τα διαβάσει όταν θα γινόταν 16 χρονών.

H A.V. συνάντησε τον Nίκο Mπελογιάννη, γιο του Nίκου Mπελογιάννη και της Έλλης Παππά, και μίλησε μαζί του γι’ αυτό το συγκλονιστικό βιβλιαράκι με τις λέξεις από την κόλαση, που ήδη «ζουν τη δική τους ζωή».

Πότε διαβάσατε τα γράμματα πρώτη φορά;

Ήταν ιστορίες που τις είχα ακούσει πολλές φορές κι ήξερα ότι τα γράμματα υπήρχαν. Όταν έγινα 16 ήταν Aύγουστος του ‘67, είχε γίνει η Δικτατορία. H Έλλη ήταν στα Γιούρα. H Διδώ εν τω μεταξύ είχε αναγκαστεί να καταστρέψει παρά πολλά γράμματά της και ήδη είχε με τον εμφύλιο και με τις διώξεις καταστρέψει ακόμα περισσότερα. Aποφάσισε και νοίκιασε μια θυρίδα στην Eθνική Tράπεζα στο Σύνταγμα, τα φύλαξε εκεί και έτσι σώθηκαν «H Eντολή» και άλλα μυθιστορήματα, καθώς και οι «Mικρογραφίες». Δεν τα αποζήτησα τότε γιατί δεν είχε νόημα και περίμενα πια τη μεταπολίτευση να τα διαβάσω. Mετά βέβαια είχε αλλάξει πολύ το κλίμα. Έπρεπε να δυσκολευτεί κανείς πολύ για να μπει σε μια εποχή διώξεων, όντας μέσα σε εκείνο το απίστευτο κλίμα της Mεταπολίτευσης και της «υπερ-δημοκρατίας» που όποιος έβγαζε πιο αριστερές κραυγές ήταν πιο καλός και που όλη η Eλλάδα ψήφιζε NΔ, αλλά κανείς δεν τολμούσε να δηλώσει δεξιός. Σε αυτό το κλίμα τα πρωτοδιάβασα. Mερικά απλώς αποδίδανε το κλίμα της εποχής, είχανε από τότε κάποια ιστορική αξία. Tώρα όλα έχουν ιστορική αξία.

Πώς είναι να μεγαλώνεις ως παιδί «επικίνδυνων φυλακισμένων»;

Ήταν δύσκολο και στις παρέες και παντού. Θυμάμαι του Aβέρωφ, τον τεράστιο θάλαμο επισκέψεων. Mέχρι τα δώδεκά μου πήγαινα. Aπό ένα σημείο κι έπειτα το είχα συνηθίσει. Στην Aίγινα, που πηγαίναμε διακοπές, όλοι με ήξεραν με το επίθετο της Διδώς. Eίχα πάει και κάποιες φορές επίσκεψη στις φυλακές της Aίγινας που ήταν ο νονός μου ο Στάθης ο Δρομάζος. Στου Aβέρωφ η επίσκεψη ήταν σίγουρα 2 φορές το μήνα, ενίοτε και μια φορά την εβδομάδα. 

Σας μεγάλωσε η αδελφή της, η Διδώ Σωτηρίου…

H Διδώ δεν ήθελε παιδιά η ίδια και βρέθηκε να έχει την πιο περίεργη περίπτωση παιδιού. Προσπάθησε να παίξει το ρόλο της μαμάς. Aλλά ήταν υπερ-αγχωμένη με όλη την Aριστερά να κοιτάει αν με ανέτρεφε σωστά! Bεβαίως «σωστά» με τα κριτήρια της Aριστεράς, εξ ου και με έτρεχε στη σοβιετική πρεσβεία συνεχώς. Έπαιξε και καθοριστικό ρόλο ως προς την πολιτική μου διαπαιδαγώγηση, γιατί τα πρώτα μου ακούσματα από τη Διδώ δεν ήταν βέβαια ο ηρωισμός αυτών που πέθαναν, αλλά η διαγραφή της από τον Zαχαριάδη το ‘48. Oι απαράδεκτες και γελοίες συνθήκες με τις οποίες τη διαγράψανε. Δηλαδή είχα πολύ «αντιηρωικές» προσλαμβάνουσες, που παίξανε καθοριστικό ρόλο μετά το ‘68, όπου είχα πλήρη επίγνωση.

Θυμάστε κάτι έντονα από εκείνα τα χρόνια;

Θυμάμαι εκείνο το πρωινό, Φεβρουάριος του ‘68 -η Έλλη ήταν στη εξορία- που είχαμε βάλει με τη Διδώ, στις 6.30 το πρωί, τη «Φωνή της Aλήθειας». Aντί λοιπόν να ακούσουμε όλα αυτά που έλεγαν εκείνες τις μέρες με τους αγώνες για την απελευθέρωση του αγωνιστή Γρηγόρη Φαράκου, ξαφνικά αρχίζουν να λένε κάτι πράγματα τελείως διαφορετικά. Eίναι το μήνυμα που έχει περάσει ο Παρτσαλίδης, ο Zωγράφος και ο Δημητρίου, ακούμε ουσιαστικά το διάγγελμα της διάσπασης. H Διδώ, που ήταν συναισθηματικό άτομο, βάζει τα κλάματα. Eγώ, που ήμουν πια 17 χρονών, της λέω «επιτέλους». Aφού ήδη φαινόταν το πράγμα, ότι ήταν δυο γραμμές, δεν ήμουν παιδάκι για να μην τα βλέπω… Aπ’ ό,τι έμαθα και η Έλλη είχε αντιδράσει το ίδιο όταν της το είπε η Aύρα η Παρτσαλίδου και η Pούλα Kουκούλου, είπε «επιτέλους».

                                               

                                                                               

                                                                         

Kουβαλάτε ένα βαρύ όνομα. Πώς συμβιβάζεστε με αυτό, σας υπαγορεύει έναν τρόπο που πρέπει να φέρεστε;

Eίναι όχι απλώς βαρύ, είναι πλακωτικό. Aν γίνει αυτό, προσπαθείς να κρατήσεις την ανωνυμία σου. Kαι μάλιστα υπό τέτοιες συνθήκες, και να έχεις μια ολόκληρη σταλινική αριστερά που σου λέει «παιδάκι μου να γίνεις σαν τον πατέρα σου και να τον ξεπεράσεις!». Tι να τον ξεπεράσω δηλαδή, να πάω να σκοτωθώ; Πήγα Πολυτεχνείο ακριβώς για να ξεφορτωθώ τέτοιες καταστάσεις. Γιατί το θέμα είναι ότι, αν το αποδεχτείς, ή θα σε συνθλίψει τελείως ή θα αφομοιωθείς από το σύστημα. Πράγμα που θα μπορούσα να το είχα κάνει κάλλιστα με τη Mεταπολίτευση, να είχα δηλώσει ότι ένα είναι το Κόμμα, να πάω σε αυτούς και από κει και πέρα θα είχα εκλεγεί. Θα είχαν τη φίρμα, αφού ακόμα και τώρα κοιτάνε πώς να καπηλευτούν το όνομα.

Πώς αισθάνεστε που το κράτος της Δεξιάς σάς στέρησε τον πατέρα σας;

H Δεξιά παραβίασε ανοιχτές πόρτες. Περισσότερο όμως στους άλλους καταλογίζω το θάνατο του πατέρα μου, γιατί αν δεν ήταν ο Zαχαριάδης, η Δεξιά δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα. Aυτός τον έστειλε να σφαχτεί εδώ. Mε την ήττα ο Zαχαριάδης ήθελε έναν ήρωα κι ένα χαφιέ. Έτσι έγινε και η επιλογή, θα μπορούσε να είχε συμβεί και το ανάποδο. Ίσως επειδή ο Πλουμπίδης ήταν πιο ήσυχος χαρακτήρας και δεν αντέδρασε, ως πιστός πάντα στο κόμμα, ίσως να τον βρήκε αυτόν πιο εύκολο ο Zαχαριάδης για το ρόλο του θύματος. Mάλλον κάτι τέτοιο είχε υπ’ όψιν του ο πατέρας μου όταν έλεγε στην Έλλη «να ζήσεις για την εκδίκηση». Aλλά αυτά είναι εικασίες. H Έλλη έχει πει να ανοίξουν κάποια πράγματα μετά το θάνατό της και έτσι μπορεί εκεί να διευκρινιστούν κάποια πράγματα.

Mπορούσατε να κατανοήσετε το πάθος τους για τον αγώνα σε «βάρος της οικογένειάς τους»;

H θυσία τους, όταν τη βλέπεις εκ των υστέρων, ήταν τόσο μη-δικαιολογημένη. Όμως, αυτός ήταν ο τρόπος τους να βλέπουν τα πράγματα, αυτό το άσπρο-μαύρο που είχε εμφυσήσει η σταλινική αριστερά σε όλους. Kαι όταν μάλιστα εμπλουτίστηκε και με την αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο, δεν θέλανε ποτέ να φανταστούνε ότι είχε επικρατήσει του Xίτλερ ένα τέρας ίδιο με αυτόν. Όταν η Έλλλη έγραφε από τη φυλακή «θέλω ο γιος μου να γίνει καλός κουκουές…», αυτό ακούγεται πια κωμικό.

Πώς μιλούσε η Έλλη για τον Nίκο; Φαίνεται κι από αυτά που γράφει ότι για εκείνη το ιδιωτικό ήταν ιερό…

Mιλούσε σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τι θα είχε γίνει αν ζούσε, τίποτα. Tο μόνο σίγουρο είναι ότι θα είχε διαγραφεί! Για τα άλλα μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε…

Ήσασταν μικρός κι όμως βλέπατε και ακούγατε πολλά. Όλα αυτά που αναγκαστήκατε να ζήσετε σε τόσο τρυφερή ηλικία πώς επέδρασαν στο χαρακτήρα σας; 

Aπό τα Xριστούγεννα του ‘63 -που αποφυλακίστηκε η Έλλη- μέχρι τη δικτατορία, πήγαινα και εγώ συνεχώς στα γραφεία της EΔA. Πριν, με πήγαινε και η Διδώ, γιατί δεν είχε τι να με κάνει, ή με έπαιρνε μαζί της στη σοβιετική πρεσβεία για να με δείξει στους Σοβιετικούς. Έβλεπα κι άκουγα όλο τον κόσμο. Έβλεπα πως πολλοί στην EΔA ήταν αγράμματοι. Θυμάμαι ένα στέλεχος να λέει συνέχεια «παρρησία όλων» και εγώ, παιδί της έκτης Δημοτικού τότε, τη διόρθωνα, «παρουσία» τής έλεγα. Aλλά όλοι αυτοί οι αγράμματοι έπρεπε να κυριαρχήσουν. Kαι όλο αυτό που έβλεπα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαπαιδαγώγησή μου. Aναρωτιόμουν τι γυρεύει η Έλλη, που ήξερα ότι ήταν μορφωμένη, με αυτούς τους αγράμματους.

O πατέρας σας ήταν για σας ήρωας, ήταν ο… «Έλληνας Tσε»;

Για τα ελληνικά δεδομένα ναι. Ότι όμως θα μπορούσε να είχε συμβάλει πιο εποικοδομητικά το πιστεύω. Aν δεν είχε πάει έτσι, ως πρόβατο επί σφαγή… Kαι για την Έλλη, το ίδιο. Aν η Έλλη είχε φύγει στη Γαλλία, με την αρχή του εμφυλίου, το ‘46, θα ήταν σήμερα ένα στιλ Aρβελέρ. Σκέφτομαι μήπως έτσι θα είχαν συμβάλει καλύτερα. Για την Έλλη χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια πριν δει τα βιβλία της εκδίδονται. Mόλις 2 χρόνια πριν ευτύχησε να τα δει επιτέλους να αναγνωρίζονται και τα μίντια να ασχολούνται μαζί

Tο ότι η μητέρα σας γράφει πως «ήθελε να πεθάνει» σας πείραξε;

Aυτό που έγραφε εκφράζει μια εποχή, με τα μέτρα τα σημερινά είναι απλώς ακατανόητο. Στο κλίμα της Mεταπολίτευσης αναρωτιόσουν γιατί πήγαν και σκοτώθηκαν. Aυτό, φυσικά, από το ‘74 μέχρι το ‘89. Γιατί μετά το ‘89 έλεγες «Για το όνομα του Θεού, γι’ αυτό το τερατούργημα θυσιάστηκαν;».

Mέσα στα μπουντρούμια οι γονείς σας έζησαν ένα μοναδικό έρωτα, που ζωντανεύει εξαίσια στα γράμματα της μητέρα σας. Tι μήνυμα είναι αυτό για σας;

Ήταν ένας μεγάλος έρωτας, αλλά από κει και πέρα γιατί πήγε και θυσιάστηκε; Για ένα πράγμα που αποδείχθηκε η μεγαλύτερη απάτη του 20ού αιώνα; Θύματα της μεγαλύτερης απάτης του 20ού αιώνα; Aυτό ήτανε. O υπαρκτός ήταν η μεγαλύτερη απάτη του 20ού αιώνα…

Πηγή athensvoice

   
                                                                                                                          
 

Δείτε τα αφιερώματα:

Στου ΑΦΜ ,

στου Άθλιου,

στου Αν Ξαναγεννιόμουν,

στου μπολσεβικίδη,

στης παρτιζάνας,

στου poetryscale,

στον Φάρο.

καθώς και κάποια παλιότερα:

στο πολιτικό καφενείο,

στην Οργή Λαού 

στο Καπνοχώρι

Δημοσιεύθηκε από Πόντος και Αριστερά

Posted in Ιστορία | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

«A much better line than we thought we might get»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Μαρτίου 2010

Ευχαριστώ τους κκ Καρυώτη και Ευρυβιάδη, (ο πρώτος επισήμανε την παρακάτω συνέντευξη και ο δεύτερος την προώθησε).

de Crina Boros HotNews.ro
Marţi, 16 martie 2010, 13:17


James Crawford
Foto: HotNews.ro
Professor James Crawford has been awarded a Romanian national order as “Knight” last year for helping Romania to win the trial addressing the Black Sea maritime border with Ukraine in Hague. Originally from Australia, he teaches International Law at Cambridge University and he’s a member of the English and Australian Bars. Professor Crawford recently had the time to tell us about the trial and about the role he played.

R: You contributed to Romania’s verdict in Hague. What was your role in the trial?
James Crawford: I was one of the five  external lawyers working for Romania. The other three included one from Paris, one from Oxford and French and English juniors. It seems like a large number but obviously it was a very sensitive case and an important case for Romania. I worked on the case since 1999. So it’s been quite a long period as well. I’m a professor of International Law at Cambridge and also a member of the English and Australian Bars. I advise governments on a range of issues, including law of sea issues in regards delimitation and fisheries. The Government asked me if I could help them. It is a specialised professional relationship in that you are working directly with the people in Government, not through the intermediation of solicitors.

The Government decided at an early stage that it would run the case itself with the assistance of counsel and they appointed a fairly small in-house team – about six people – and they maintained the consistency of that team throughout the 10 years that it took, from the time in 1999 when the Government came to the conclusion that the negotiations had no prospect of success, till’ 2009 when we got the decision of the Court. This was important because the in-house people, the agent, the co-agent and the other younger lawyers knew what they were doing throughout and developed a familiarity with the issues which helped enormously.

«To put it crudely, the court traded the Serpent’s island for Sulina dyke»
R: Which were, in your opinion, the key moments of the trial?
J. Crawford: The actual court cases are nothing like the trials you see on television. You can occasionally see things on television from international trials, but it all looks like it’s happening very slowly and most of the key developments occur behind the scenes, in particular in the deliberations of the court, which of course are secret.

The key issues in the case were, simplifying matters greatly, the following. The first aspect is that in the Black Sea Ukraine has much longer coastline than Romania does, because of the Crimean peninsula in particular. And the Ukrainian coastlines are deeply indented, which greatly increases the length of the coastline. Now, one criterion taken into account in maritime delimitation is coastal length, because every seacoast is entitled in principle to maritime zones – territorial sea and economic zone. So the theory has gone that if you have more coast, you get more zones. And that had the potential consequence of squeezing Romania entirely out, especially in the Northern part of the Romanian coast. So there was the important question of which coastal length would be taken into account.

The second problem coming up to the trial, which is a problem we always knew about, was Serpants Island, a very small island which used to belong to Romania. It was removed from Romanian control in a process which doesn’t bear much examination after the Paris Peace Treaty. It wasn’t removed from Romanian control by the Paris Peace Treaty, but by a bi-lateral agreement with the Soviet Union in 1948.

The problem when you have a coastline and an island off-shore fairly close to the coastline, in this case 23 miles away, if you give the island the same effect as the coast, it pushes the boundary off where it would otherwise be. It acts like a blocker. In the Ukrainian case, it was the combination of their coastline and the existence of this tiny island off-shore which threatened to push the whole of the Romanian maritime boundary well to the south.

So the crucial things that we had to do was to show first of all that some of the Ukrainian coast was irrelevant to our purposes, which we did to a certain extent. And secondly, to show that you had to draw the line, taking no account of the Serpents Island, which we did in the end completely successfully. What the court did was to draw a mainland coast equidistance line, which goes around Serpent’s Island on a 12-mile arc. That had already been agreed way back in 1949. And then the Court went on to discount the Sulina dyke, which is Romanian feature, which sticks out into the sea and had the effect of pushing the line in the other direction. To put it crudely, the Court traded Serpent’s Island for Sulina dyke.

That led to a line somewhat more to the south than the strict equidistance line would have been if you could have drawn that from the end of Sulina dyke. But not very far. It meant that essentially, Romania has the entire economic zone of its coasts in a forward projection up to the medium line with the Crimea. That is, in fact, a much better line than we thought we might get. And it reflected that 80% of the overlapping claims. If you take the two claims of the parties and take the zones that overlapped, Romania won 80% of that area. In maritime trials, that is a good win.

«The Court was unanimous and this is unusual in maritime limitations»
R: Why did you think that Romania would get less?
J. Crawford: Well, I was worried about coastal length. A particular worry was the south-facing coast of Ukraine. You could treat that western part of that part of the Black Sea and Ukraine did treat the Western part of the Black Sea as the sort of Ukrainian lake, because of its control of Crimea. And I was worried that the projection from the North, which coasts project 200 miles of economic zone, would have the effect of pushing us to the South.

And it was also the concern that the Court might say that the Serpent’s Island should be given some effect. Serpent’s Island is small, but it is there. When islands are given effect in maritime delimitation it is not uncommon to give them half-effect, which means that you draw a line giving then full effect and a line giving them zero effect and then split the difference. And I thought there was a risk that the court might say that taking into the account the coastal length, it was equitable to give Serpent’s Island half-effect. In fact, they gave it zero effect, but recovered some of the consequences of that for Ukraine by discounting Sulina dyke, which I think was fair.

What has to be emphasised is that the Court was unanimous and this is unusual in maritime delimitation. So we managed to get a judgment which satisfied the entire Court and nonetheless won the case. Quite often there is the fear that the Court would be unanimous, but at your expense. In other case, it would give you less than you’re entitled to in order to produce a substantial majority. But in President Higgins’ last case this did not happen.

«Ukraine was obviously interested in integration with Europe»
R: Why do you think that Ukraine went along with the verdict? They tried to compromise with Romania for so many years and it didn’t work out. Why now?
J. Crawford: The case was referred to the court with the agreement of Ukraine. And we’ve had 23 rounds of negotiations, which achieved nothing. Ukraine was obviously interested in integration with Europe, so it couldn’t be seen to simply rejecting the judgment of the court. The normal pattern is that if parties agree to go to the Court, they accept the result. And it’s easier for Ukraine to accept the result coming from an outside party than to make a compromise itself. From a political point of view, you can always blame the outside party. The area that I understand to be particularly prospective is the area East of Serpents Island where Ukraine got some, we got some. So they still got prospective areas in the Black Sea. We will see what happens.

R: Both Romania and Ukraine started to give away territories in the Black Sea to foreign companies before the verdict was ruled out. Can this be done legally?
J. Crawford: Well, obviously a company which accepts the concession from a Government in respect of a disputed area of a continental shelf or economic zone takes the risk that the government doesn’t own that, doesn’t have the right to give it away. Now that we have a line in the sea, that the Court has told us exactly where the boundary is, it will be for governments to modify those concessions, so that each of the companies stay on the right side of the line. I don’t know to which extent these concessions are continuing. Some of them are rather old, some of them are more recent. But that will have a corresponding effect for the companies.

R: How did you work with the Romanian team? Did you have to work long hours?
J. Crawford: I tend to go to bed early and get up early. One of my colleagues in the team goes to bed late and wakes up late. So between us, we were working 24 hours. One of us was always working. He does the night shift and I do the early morning shift. So he gives me his takes at the end of the day and I make comments on them while he’s asleep. It’s very efficient.

It’s very hard work. The Romanian team, including the cartographic expert, worked very hard and very well. It showed the wisdom of keeping the team together during the years of getting ready for the court case.

We also had to present the Romanian position as to the history of the dispute. It went back to this very controversial transaction of 1948, although that’s strictly irrelevant because Romania accepted Ukraine’s sovereignty over the Serpents Island in 1997 in a bi-lateral agreement. So it wasn’t anymore relevant strictly speaking. Nonetheless, the government’s position was that the court had to be told how this issue arose. And there were a series of agreements between the Soviet Union and Romania after 1948. It started with 1949, which drew a line around Serpents Island – a 12-mile line. And one of our arguments was that the line was an all-purpose maritime boundary; the Court didn’t accept that, but it produced a result which was nearly the same as if it had been, so I didn’t mind losing that argument.

The court said the 1949 Agreement wasn’t clear enough. It was expressed only as a territorial sea boundary not as an exclusive economic zone boundary. And the exclusive economic zone boundary developed later. It wasn’t really an existence in 1949, so the parties couldn’t have agreed in 1949 what the boundary would be. I think that’s correct.

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα | Με ετικέτα: , | 1 Comment »

Μίζες – ρεκόρ για τα υποβρύχια

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Μαρτίου 2010

Πάνω από 5% οι προμήθειες που πληρώθηκαν. Μόνο για το «Παπανικολής» δόθηκαν 10 – 12 εκατ.

Μετά τη Siemens, τη ΜΑΝ, την Daimler και η γερμανική εταιρεία Ferrostaal AG φέρεται να έδωσε μίζες δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ ώστε να κερδίσει το συμβόλαιο για την κατασκευή των υποβρυχίων 214 του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού το 2000 στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με μαρτυρικές καταθέσεις που έγιναν στην Εισαγγελία του Μονάχου από στελέχη της εταιρείας, οι προμήθειες που κατεβλήθησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση ξεπέρασαν το 5%, ενώ μόνο για την περίπτωση του «Παπανικολής» κατεβλήθησαν, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις της έρευνας, 10 με 12 εκατομμύρια ευρώ για… «χρήσιμες πληρωμές». Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στελέχη της γερμανικής εταιρείας χαρακτήρισαν τις παράνομες πληρωμές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πορτογαλία, «παιδικό σταθμό» μπροστά σε όσα γίνονταν στην Ελλάδα. Οι παράνομες πληρωμές της Ferrostaal προέκυψαν έπειτα από έρευνα της Εισαγγελίας-1 του Μονάχου στη μητρική της εταιρεία ΜΑΝ το 2008. Αυτές οδήγησαν σ’ ένα δίκτυο υπεράκτιων εταιρειών της γερμανικής εταιρείας μέσω των οποίων γίνονταν οι «χρήσιμες πληρωμές» σε ολόκληρο τον κόσμο.

Τις προηγούμενες μέρες στελέχη της εταιρείας κατέθεσαν στον εισαγγελέα, ενώ την περασμένη Τετάρτη έγινε έφοδος των γερμανικών αρχών στα γραφεία της εταιρείας στο Εσσεν. Κομβικό σημείο για την πληρωμή των «μιζών» ήταν το Λονδίνο. Εκεί η Ferrostaal είχε δημιουργήσει μία θυγατρική εταιρεία για να διαχειρίζεται τις παράνομες πληρωμές. Αυτή εκταμίευε και τις πληρωμές προς την Ελλάδα μέσω ενός 60χρονου Ελληνα, ο οποίος διατηρούσε «εταιρεία συμβούλων». Αυτή ήταν, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις της Εισαγγελίας, που τροφοδότησε Ελληνες αξιωματούχους οι οποίοι είχαν βαρύνοντα λόγο στην προμήθεια και κατασκευή των υποβρυχίων. Συνολικά η σύμβαση ξεπέρασε τα 1,8 δισ…

Μίζες και για τα υποβρύχια
«Χρήσιμες πληρωμές» που ξεπερνούσαν και το 5% της σύμβασης δόθηκαν για προμήθεια
Του Τ. Τελλογλου

Η γερμανική εταιρεία Ferrostaal AG, με παρουσία σε πάνω από 60 χώρες και 4.500 εργαζομένους, «λάδωσε» για να αναλάβει την κατασκευή 4 υποβρυχίων στην Ελλάδα στο πλαίσιο της σύμβασης 012Β/00. Μόνο για το «Παπανικολής», σύμφωνα με τις καταθέσεις που έγιναν στην Εισαγγελία του Μονάχου, δόθηκαν 10-12 εκατομμύρια ευρώ, ενώ γενικά οι προμήθειες-ρεκόρ που καταβάλλονταν από τους Γερμανούς ξεπερνούσαν το 5% του κόστους της παραγγελίας. Αυτά προκύπτουν, σύμφωνα με πληροφορίες της «Καθημερινής», από στοιχεία και μαρτυρικές καταθέσεις που έχει συγκεντρώσει η Εισαγγελία-1 του Μονάχου στο πλαίσιο έρευνας που πραγματοποίησε στα γραφεία της Ferrostaal στο Εσσεν.

Την Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010, άνδρες της Εισαγγελίας του Μονάχου έκαναν έφοδο στα γραφεία της εταιρείας για την οποία υπήρχαν ήδη ενδείξεις ότι «λάδωνε» συστηματικά για να κερδίζει παραγγελίες εργοστασίων παραγωγής και υποβρυχίων σε ολόκληρο τον κόσμο (Αργεντινή, Πορτογαλία, Πακιστάν, Ελλάδα, Τουρκία). Η Εισαγγελία του Μονάχου διενεργεί ανάκριση εναντίον 4 πρώην στελεχών της εταιρείας στον τομέα των πωλήσεων στο εξωτερικό, ενώ δύο μέλη του Δ.Σ. έχουν προφυλακιστεί. Η εταιρεία παραδέχθηκε ότι διενεργείται έρευνα, αλλά «κατά συγκεκριμένων προσώπων και για συγκεκριμένα εγχειρήματα».

Ομως, όπως προκύπτει από στοιχεία που είναι στη διάθεση της Sueddeutsche Zeitung και της «Καθημερινής», οι δωροδοκίες στο εξωτερικό ήταν «σύστημα» για τη γερμανική εταιρεία. Οι Γερμανοί εισαγγελείς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις παράνομες πληρωμές της Ferrostaal κατά την έρευνά τους στην εταιρεία ΜΑΝ, που κατείχε την εταιρεία Ferrostaal, έως ότου αγοράσει την πλειοψηφία των μετοχών η International Investment Company του Αμπου Ντάμπι, την 1η Ιανουαρίου του 2008. Μία κρατική εταιρεία του Αμπου Ντάμπι, η Αμπου Ντάμπι Μαρ, αγόρασε πρόσφατα και τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, που επίσης εμπλέκονται στην κατασκευή των υποβρυχίων. Η ΜΑΝ κράτησε το 30% της Ferrostaal. Της εφόδου στα γραφεία της Ferrostaal προηγήθηκαν καταθέσεις στελεχών της εταιρείας, που περιέγραφαν το σύστημα δωροδοκιών σε ολόκληρο τον κόσμο.

Δικηγορική μεσολάβηση

Μέχρι την αλλαγή του νόμου στη Γερμανία το 1999, πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτό γινόταν κατευθείαν προς τους αξιωματούχους που έπαιρναν τις αποφάσεις προς όφελος της γερμανικής εταιρείας. Στη συνέχεια άρχισε να μεσολαβεί δικηγορικό γραφείο της Ζυρίχης που έπαιρνε ποσοστά 10% και είχε συγκροτήσει δίκτυο υπεράκτιων εταιρειών. Μία τέτοια εταιρεία με έδρα το Λονδίνο, η Marine Force International (MFI), στην οποία συμμετείχαν κατά 50% η Ferrostaal και κατά 50% η Thyssen Krupp Marine Systems, διαχειριζόταν τις δουλειές των υποβρυχίων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα με τις ενδείξεις της Εισαγγελίας του Μονάχου, τα χρήματα έφευγαν από την MFI και υπό την υψηλή εποπτεία ενός 60χρονου Ελληνα μοιράζονταν «χρήσιμες (σ.σ. παράνομες) πληρωμές», για τη σύμβαση των 1,8 δισ. ευρώ που αφορούσαν την κατασκευή των υποβρυχίων 214, οι οποίες αποτελούν ακόμα το «μήλον της Εριδος» μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού Δημοσίου. Ολα τα παραπάνω προκύπτουν από κατάθεση που δόθηκε στην Εισαγγελία του Μονάχου, πριν από την έφοδο στο Εσσεν.

Μέλος της διοίκησης της εταιρείας του Λονδίνου είναι ο Κλάους Λέσκερ, που ανακρίθηκε την περασμένη Τετάρτη στο Μόναχο. Σύμφωνα με τις πρώτες καταθέσεις, από το Λονδίνο ήταν «ευκολότερο να λαδώνει κανείς παρά από το Εσσεν», ενώ, όπως υποστηρίζεται, οι παράνομες πληρωμές στην Πορτογαλία ήταν «νηπιαγωγείο μπροστά στις παράνομες πληρωμές στην Ελλάδα». Τα στελέχη της εταιρείας που εξετάστηκαν δήλωσαν έκπληκτα από το γεγονός ότι σε μία χώρα της «Ευρωπαϊκής Ενωσης ζητούσαν και έπαιρναν τόσο υψηλές μίζες». Τα στελέχη αυτά επιβεβαίωσαν, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Πορτογαλία, κατεβλήθησαν μίζες σε αξιωματούχους που ελάμβαναν τις αποφάσεις για την παραγγελία των υποβρυχίων.

«Συμβόλαια συμβούλων»

Ο Ελληνας μεσάζων προετοίμαζε για τον σκοπό αυτό «συμβόλαια συμβούλων», αλλά στην πραγματικότητα ήταν «αχυράνθρωπος». Το κεντρικό διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας γνώριζε για τις πληρωμές αυτές, που σε κάποιες περιπτώσεις προσέγγιζαν το 2,5-3% της σύμβασης. Στην Ελλάδα, ωστόσο, ξεπέρασαν το 5% ή τα 50 εκατομμύρια ευρώ και φαίνεται ότι δόθηκαν για προμήθεια σε συγκεκριμένη εταιρία απ’ όπου, σύμφωνα με τις πρώτες καταθέσεις, κατευθύνθηκαν σε κρατικούς αξιωματούχους. Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έχει αναφερθεί έως τώρα ακριβές ποσό για τις «χρήσιμες πληρωμές» στην Ελλάδα.

Για το «Παπανικολής», το πρώτο από τα υποβρύχια που παρελήφθησαν από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, κατεβλήθη από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας το 75% του τιμήματος, κάπου 250 εκατομμύρια ευρώ. Καθώς οι «μίζες» δίνονταν pro rata, δηλαδή ανάλογα με το ύψος της πληρωμής από τον πελάτη προς τις κατασκευάστριες εταιρείες, για το υποβρύχιο που «έγερνε» κατεβλήθησαν, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις της έρευνας, περίπου 10-12 εκατομμύρια ευρώ σε «χρήσιμες πληρωμές». Οι συνολικές πληρωμές, και ενόψει του γεγονότος ότι η κοινοπραξία Ferrostaal/HDW αγόρασε το 2001 τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, «πρέπει να ήταν πολύ υψηλότερες», σύμφωνα με μία κατάθεση που δόθηκε στο Μόναχο.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, infognomonpolitics.blogspot.com

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Η στρατηγική του Βυζαντίου μάθημα για τις ΗΠΑ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Μαρτίου 2010

Ο ιστορικός Εντουαρντ Λούτβακ προτείνει να διδαχθούν από τη διπλωματία του

Συνέντευξη στον Δημητρη Δεληολανη

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους, πρέπει να διδαχθούν από το Βυζάντιο. Να χρησιμοποιήσουν με επιδεξιότητα ένα αρτιότατο δίκτυο πληροφοριών σε συνδυασμό με τη διπλωματία και, μόνο σε έσχατες περιπτώσεις, έναν καλά εκπαιδευμένο επαγγελματικό στρατό. Αυτοί οι ευφυείς χειρισμοί, που διατήρησαν κραταιά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί μία χιλιετία.

Ο 68χρονος στρατηγικός σύμβουλος και ιστορικός Εντουαρντ Λούτβακ, κορυφαίος εκπρόσωπος του Κέντρου Στρατηγικών Μελετών της Ουάσιγκτον, οχυρού της ρεπουμπλικανικής Δεξιάς, τεκμηριώνει αυτή τη θέση στο ογκώδες βιβλίο «Η Μεγάλη Στρατηγική του Βυζαντίου», που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιταλία. Ο Λούτβακ κατά καιρούς εργάστηκε ως σύμβουλος των υπουργείων Αμύνης και Εξωτερικών και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ.

«Η Αμερική ποτέ δεν υπήρξε Ρώμη. Και αν σήμερα εφαρμόσει τη στρατηγική της –αμείλικτη επέκταση, κυριαρχία σε ξένους λαούς, το εξοντωτικό πρότυπο ολοκληρωτικού πολέμου–, το μόνο που θα καταφέρει είναι να επισπεύσει την παρακμή της. Είναι πολύ πιο χρήσιμο να μελετήσει τη στρατηγική της ανατολικής πτέρυγας της αυτοκρατορίας, που ξεπέρασε τη δυτική σε διάρκεια κατά 8 αιώνες», συμβουλεύει ο Λούτβακ την κυβέρνηση Ομπάμα. Χωρίς, βεβαίως, να χάσει την ευκαιρία, σε αυτήν τη συνέντευξή του που μας παραχώρησε στη Ρώμη, να εκτοξεύσει και δηλητηριώδεις αιχμές προς την πλευρά των εξτρεμιστών Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι επικράτησαν επί Μπους.

Διπλωματία

– Ποιο ήταν το καθοριστικό νεωτεριστικό στοιχείο που διαφοροποιούσε τη στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε σχέση με τη Ρωμαϊκή;

– Οι Ρωμαίοι της Κωνσταντινούπολης επινόησαν μια νέα στρατηγική, το απόλυτο δόγμα της οποίας ήταν ότι οι απειλές αντιμετωπίζονται με τη διπλωματία. Αυτό μεταφράζεται σε κάτι το εξαιρετικά απλό: αν ο εχθρός σού επιτίθεται ή σε απειλεί, τότε πρέπει να ψάξεις για κάποιον άλλον εχθρό, ο οποίος θα είναι σε θέση να απειλήσει ή και να επιτεθεί στον πρώτο. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τις ένοπλες δυνάμεις τους μόνο για να χειριστούν την απειλή, να καθυστερήσουν τους εισβολείς, να ανακόψουν την προέλασή τους ή για να ενισχύσουν τους νέους συμμάχους. Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, δεν έριχναν τον στρατό τους στην αποφασιστική μάχη, εκείνη που ενδεχομένως να έκρινε την έκβαση του πολέμου. Οι Βυζαντινοί απέφευγαν συστηματικά τις κατά μέτωπον συγκρούσεις. Προτιμούσαν πάντα να μάχονται μέσω τρίτων και μόνον όταν αυτό δεν ήταν δυνατόν, εφάρμοζαν μια τακτική ανταρτοπολέμου, για να φθείρουν και να εξαντλήσουν τους εισβολείς. Πάντα, όμως, έριχναν το κύριο βάρος στη διπλωματική προσπάθεια, που ήταν διαρκής: αναζητούσαν πιθανούς συμμάχους, ακόμη και σε εξαιρετικά απομακρυσμένες περιοχές, και τους έπειθαν να πολεμήσουν για λογαριασμό της Κωνσταντινούπολης.

– Αυτό το νεωτεριστικό στοιχείο ισχύει και σε σχέση με τη στρατηγική που εφήρμοζαν τα άλλα βασίλεια εκείνης της περιόδου;

– Βεβαίως. Ηταν μια σπουδαία αλλαγή στρατηγικής. Βασιζόταν στη μεγάλη ικανότητα που επέδειξαν οι Βυζαντινοί στη δημιουργία, τη συντήρηση και την αξιοποίηση ενός πολύ αποτελεσματικού δικτύου πληροφοριών – σήμερα θα λέγαμε intellingence. Η λειτουργία ενός τέτοιου δικτύου απαιτούσε την ύπαρξη μιας ιθύνουσας ελίτ με βαθιά παιδεία, που ήταν σε θέση να χειριστεί, να αξιολογήσει και να αξιοποιήσει τις πληροφορίες κατά τη διπλωματική δραστηριότητά της. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είχε στη διάθεσή του μια μορφωμένη ελίτ που μπορούσε να κάνει μακρινά ταξίδια, να επισκεφθεί ξένες χώρες, να καταλάβει ποια είναι η πολιτική κατάσταση εκεί και να αναλύσει ενδεχόμενους κινδύνους. Και, βεβαίως, να συντάξει σωστές και ακριβείς αναφορές. Με αυτόν τον τρόπο, επί παραδείγματι, το έτος 550 οι κυβερνώντες στην Κωνσταντινούπολη ήταν οι μόνοι που γνώριζαν πολύ καλά τι συνέβαινε στην κεντρική Ασία. Ολα αυτά δεν θα ήταν εφικτά, αν δεν υπήρχε ως υπόβαθρο η ελληνική και ελληνιστική παιδεία, την οποία η άρχουσα τάξη στο Βυζάντιο διαφύλαξε και καλλιέργησε με μεγάλη αγάπη. Αυτή η ελληνική παιδεία προσέφερε ένα ευρύ πολιτιστικό πλαίσιο, το οποίο επέτρεπε τη δημιουργία δικτύου πληροφοριών, το οποίο, με τη σειρά του, επέτρεπε τη διπλωματική δραστηριότητα. Επέτρεπε, δηλαδή, να εντοπιστούν οι πιθανοί νέοι σύμμαχοι και να βρεθούν τα κατάλληλα επιχειρήματα ώστε να πειστούν να πολεμήσουν για χάρη της Κωνσταντινούπολης. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να εφαρμόσει παρόμοια στρατηγική.

– Αυτό είναι το στοιχείο της βυζαντινής στρατηγικής που θεωρείτε επίκαιρο και χρήσιμο για τη σημερινή στρατηγική των ΗΠΑ;

– Ακριβώς αυτό είναι το μεγάλο μάθημα των Βυζαντινών προς την Ουάσιγκτον: όταν έχεις κάποιο πρόβλημα στην Υεμένη ή στο Αφγανιστάν, δεν πρέπει να ορμάς εκεί με τις στρατιές σου, οι οποίες, μόνο στο Αφγανιστάν, σου κοστίζουν κατά μέσον όρο 1 δισ. δολάρια το χρόνο. Πρέπει, αντιθέτως, να μελετήσεις την κατάσταση και να βρεις ποιος έχει τα ίδια συμφέροντα με σένα. Οι Κινέζοι συνορεύουν με το Αφγανιστάν και έχουν σοβαρά προβλήματα με τους ένοπλους ισλαμιστές. Γιατί, επί παραδείγματι, να μην αναλάβουν οι Κινέζοι το κόστος της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας στο Αφγανιστάν; Το ίδιο ισχύει και για τους Ρώσους. Δέχονται σοβαρές απειλές από τους ισλαμιστές τρομοκράτες, έχουν ανοιχτό μέτωπο στην Τσετσενία, σοβαρά προβλήματα στο Νταγκεστάν και αλλού. Ενδεχόμενη νίκη των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν θα αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα για τη Μόσχα. Πρέπει η Αμερική να βρει τον τρόπο ώστε οι Ρώσοι να αναλάβουν ένα σημαντικό μερίδιο του κόστους στο Αφγανιστάν.

Αφγανιστάν και Ιράκ

– Κάνετε την αυτοκριτική σας; Αν θυμάμαι καλά, ήσαστε μεταξύ των ένθερμων οπαδών της στρατηγικής του Μπους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ…

– Οχι, καθόλου. Το 2003 τάχθηκα κατά της εισβολής στο Ιράκ. Δεν συμφωνούσα με τις αγαθές προθέσεις που αιτιολογούσαν την εισβολή. Και λέω αγαθές προθέσεις διότι, όπως οι πάντες τώρα πλέον γνωρίζουν, οι Αμερικανοί δεν εισέβαλαν στο Ιράκ για το πετρέλαιο, όπως είχαν υποθέσει τότε κάποιοι αφελείς. Εισέβαλαν στο Ιράκ για να πετύχουν έναν σοβαρό πολιτικό στόχο: να επιβάλουν το δημοκρατικό σύστημα σε μια σημαντική αραβική χώρα, που θα έπρεπε να αποτελέσει πρότυπο και για τις υπόλοιπες χώρες του αραβικού κόσμου. Η εισβολή έγινε με αγαθό σκοπό. Αλλά εγώ δεν είμαι τόσο αγαθός και δεν πίστεψα ότι η Αμερική έπρεπε να βάλει στο κέντρο της προσοχής της και να επενδύσει τόσο πολλά για να βοηθήσει τους Ιρακινούς να ζουν πολιτισμένα. Βεβαίως, οι αριστεροί ανά τον κόσμο προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την εισβολή του Μπους με τους μόνους όρους που οι ίδιοι κατανοούν. Ελεγαν ότι οι Αμερικανοί πήγαν εκεί για να αρπάξουν το πετρέλαιο. Οπως όλοι ξέρουμε, οι Αμερικανοί ούτε καν προσπάθησαν να προστατεύσουν τις πετρελαιοπηγές, να διαφυλάξουν τους αγωγούς, να εμποδίσουν τη διακοπή της εξόρυξης από τον Σαντάμ. Ηταν μια εισβολή ανιδιοτελής, από οικονομική άποψη, κι εγώ δεν πιστεύω στις ανιδιοτελείς εισβολές. Προτιμούσα η κυβέρνηση Μπους να επικεντρωθεί στα δικά μας προβλήματα, σε ό, τι συμβαίνει στο σπίτι μας και στη Λατινική Αμερική, που είναι η αυλή του σπιτιού μας, αντί να τρέχει τόσο μακριά προκειμένου να βοηθήσει τους Ιρακινούς.

– Συμφωνείτε, λοιπόν, με όσους είχαν μιλήσει τότε για «τροτσκισμό» των Ρεπουμπλικανών;

– Ναι, είναι επιτυχής η περιγραφή. Το σκεπτικό τους ήταν ότι ο ισλαμικός κόσμος παράγει βία εναντίον όλων των μη μουσουλμάνων, από το Μιντανάο μέχρι τις Φιλιππίνες, την Ταϊλάνδη, τη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία, τη Νιγηρία. Οπουδήποτε οι μουσουλμάνοι έρχονται σε επαφή με μη μουσουλμάνους, τους επιτίθενται, καταφεύγουν στη βία. Σκέφτηκαν τότε στην Ουάσιγκτον ότι η σωστή απάντηση σε αυτό το φαινόμενο ήταν η δημοκρατία, αρχής γενομένης από τον αραβικό κόσμο, όπου δεν υπάρχει ούτε μία χώρα με γνήσιο δημοκρατικό καθεστώς. Ούτε μία. Δεν είναι ούτε ο Λίβανος, όπου επικρατεί μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ θρησκευτικών ομάδων. Ας αναζητήσουμε, είπαν, την αραβική χώρα με το υψηλότερο ποσοστό αλφαβητισμού και πτυχιούχων. Ποια είναι; Το Ιράκ. Ας επιβάλουμε, λοιπόν, δημοκρατικό καθεστώς στο Ιράκ. Κατά την άποψή μου, ήταν ένα σχέδιο με εμφανή στοιχεία μεγαλομανίας, καθόλου ρεαλιστικό και πάρα πολύ δαπανηρό. Δεν είχαμε την πολυτέλεια να κάνουμε τέτοιου είδους πειράματα, όπως αποδείχθηκε οδυνηρά μετά την εισβολή. Ναι, λοιπόν, υπήρχαν στοιχεία «τροτσκισμού», διότι ήταν ένα σχέδιο επαναστατικό και τρομερά φιλόδοξο, μάλλον ουτοπικό, θα έλεγα. Οι Βυζαντινοί δεν θα έπεφταν ποτέ σε τέτοια παγίδα.

Ρωσία και Κίνα

– Στο βιβλίο σας επιμένετε ιδιαιτέρως και σε ένα άλλο στοιχείο που χαρακτήρισε τη στρατηγική των Βυζαντινών. Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, οι Βυζαντινοί δεν αποσκοπούσαν στην ολοκληρωτική συντριβή του εχθρού, διότι θεωρούσαν ότι ο σημερινός εχθρός μπορεί να γίνει ο αυριανός σύμμαχος. Αυτό ισχύει και για τις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα και τη Ρωσία;

– Οχι. Η Ρωσία και η Κίνα είναι δύο μεγάλες δυνάμεις, που εμφανίζουν πολύ χαμηλό επίπεδο αντιπαλότητας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν τίθεται θέμα συντριβής τους. Η καθοριστικής σημασίας διδαχή της βυζαντινής στρατηγικής έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν πριν από την εισβολή στο Ιράκ. Επρεπε να είχαμε λάβει υπ’ όψιν ότι, αν καταστρέψουμε τον Σαντάμ Χουσεΐν, τότε θα ήμαστε αναγκασμένοι να αναμετρηθούμε μόνοι με το Ιράν. Οσο κυβερνούσε ο Σαντάμ, μπορούσε να ανακόψει το Ιράν – επικρατούσε κάποια ισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεν χρειαζόταν άμεση επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Μπους ο πρεσβύτερος σταμάτησε την προέλασή του στο Ιράκ το 1991, στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, ακριβώς για να επιτρέψει στο καθεστώς του Σαντάμ να παραμείνει στη θέση του και να συνεχίσει να λειτουργεί ως ανάχωμα προς το Ιράν. Τώρα βγάλαμε από τη μέση τον Σαντάμ και αντιμετωπίζουμε μόνοι μας το Ιράν. Που δεν είναι βεβαίως καμιά μεγάλη δύναμη, αντιθέτως, θα έλεγα, η ιρανική ηγεσία δεν φαίνεται να ξέρει τι θέλει. Αλλά θα ήταν πολύ καλύτερα να διδαχθούμε από τους Βυζαντινούς και να αφήσουμε κάποιον άλλον να ελέγχει τους αγιατολάχ, παρά να το κάνουμε μόνοι μας.

Οι «τζιχαδιστές» μουσουλμάνοι και η στάση της Δύσης

– Στο βιβλίο σας, εξετάζετε πολύ αναλυτικά τις συγκρούσεις των Βυζαντινών με εκείνους που αποκαλείτε «τζιχαδιστές» μουσουλμάνους, δηλαδή τους οπαδούς της τζιχάντ, του «ιερού πολέμου». Τι μπορούν να μας διδάξουν οι Βυζαντινοί ώστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα τους ισλαμιστές τρομοκράτες;

– Το πρώτο μεγάλο επεκτατικό κύμα του Ισλάμ, που κατατρόπωσε την Περσία των Σασσανιδών και επεκτάθηκε μέχρι την Ινδία, την κεντρική Ασία και, στη Δύση, μέχρι την Ισπανία και τη νότια Γαλλία, δεν κατάφερε να κάμψει το Βυζάντιο. Η Κωνσταντινούπολη αντιστάθηκε με επιτυχία. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η τριπλή και ισχυρότατη ταυτότητα των Βυζαντινών, που ήταν ταυτόχρονα ελληνική, χριστιανική και ρωμαϊκή. Αυτή η ταυτότητα τους έκανε να αισθάνονται υπερήφανοι και δυνατοί εκπρόσωποι ενός σημαντικού πολιτισμού. Είχαν βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής παιδείας, άρα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους. Ηταν βαθύτατα χριστιανοί: είχαν τόσο δυνατή πίστη στο χριστιανισμό, που εμείς οι μεταγενέστεροι με μεγάλη δυσκολία μπορούμε να την αντιληφθούμε. Και βασίζονταν στους ισχυρούς ρωμαϊκούς θεσμούς, τους νόμους, τον στρατό, το κράτος. Χάρη σε αυτή την τριπλή ταυτότητα διέθεταν ένοπλες δυνάμεις περιορισμένες αριθμητικά αλλά ανώτερες ποιοτικά και με ισχυρά κίνητρα. Ο βυζαντινός στρατός δεν αποτελείτο από τυχοδιώκτες που αποσκοπούσαν στο πλιάτσικο. Ηταν άριστα εκπαιδευμένοι επαγγελματίες στρατιώτες, που χρειάζονταν χρόνια για να εξασκηθούν στον πόλεμο ελιγμών. Για τον λόγο αυτό, ήταν λίγοι και πολύτιμοι. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη διέθετε εξαίρετη διπλωματική υπηρεσία, αποτελούμενη από αξιωματούχους με υψηλή μόρφωση και βαθιά νομιμοφροσύνη. Με αυτά τα εργαλεία κατάφερε να αποκρούσει το πρώτο κύμα επέκτασης του Ισλάμ, τον 7ο αιώνα. Και στη συνέχεια αντιστάθηκε αιώνες ολόκληρους, ώσπου υπέκυψε όχι στους μουσουλμάνους, αλλά στη Δύση. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά την Τέταρτη Σταυροφορία ήταν το πρώτο βήμα της αναγέννησης της Δύσης μετά τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα.

– Αρα και οι Δυτικοί σήμερα πρέπει να αναπτύξουμε ισχυρή αίσθηση ταυτότητας.

– Βεβαίως, ισχυρή ταυτότητα και ισχυρή βούληση να αντισταθούμε. Οταν έρχομαι στην Ελλάδα, βλέπω διαδηλωτές να υψώνουν σημαίες της Χαμάς στο κέντρο της Αθήνας. Και σκέφτομαι ότι αυτοί οι Ελληνες αριστεροί πρέπει να είναι πολύ αφελείς γιατί, αν έπεφταν στα χέρια της Χαμάς, θα τους έσφαζαν χωρίς χρονοτριβή ως άπιστους. Το αδύναμο σημείο του Ισλάμ είναι ο κατακερματισμός. Οι «τζιχαδιστές» ηγέτες προτιμούν να καταπιάνονται με την εξόντωση των μουσουλμάνων παρά να πολεμούν τους μη χριστιανούς. Επί παραδείγματι, στην Αλγερία, οι «τζιχαδιστές» σκότωσαν 100 χιλιάδες μουσουλμάνους και 6 Γάλλους ιεραποστόλους. Μόνο στην Αλγερία σκότωσαν περισσότερους μουσουλμάνους παρά μη μουσουλμάνους σε όλον τον πλανήτη! Στο Πακιστάν σιίτες δολοφονούν σουνίτες, σουνίτες δολοφονούν σιίτες, σιίτες δολοφονούν σιίτες και σουνίτες δολοφονούν σουνίτες. Το Ισλάμ προτρέπει στη βία στο όνομα της τζιχάντ, και αυτή η βία κατά κανόνα ξεσπά ενάντια στους ίδιους τους μουσουλμάνους. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να αντισταθούμε στην ισλαμιστική βία, αρκεί να ξέρουμε ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι αυτοί. Αυτό το είχαν καταλάβει πολύ καλά οι Βυζαντινοί, που εκμεταλλεύονταν επιδέξια κάθε διαμάχη μεταξύ «τζιχαδιστών» ηγετών.

Ελλάδα και Τουρκία

– Γνωρίζετε ότι η Ελλάδα αντιμετώπιζε ανέκαθεν προβλήματα με την Τουρκία. Τι θα μπορούσαν να μας διδάξουν οι Βυζαντινοί σε αυτήν την περίπτωση;

– Η ελληνική και η τουρκική διπλωματία έκαναν πολλά για να αποφύγουν τη σύγκρουση. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να συγκρουστεί με την Τουρκία. Πώς θα την πολεμήσει; Οχι βεβαίως παρατάσσοντας μια μεγάλη ελληνική στρατιά στα σύνορα με την Τουρκία, προκαλώντας χιλιάδες θύματα. Ενας Βυζαντινός αυτοκράτορας θα μας έλεγε ότι ο σωστός τρόπος να πολεμήσει κανείς την Τουρκία, είναι να υποστηρίξει το αυτονομιστικό κίνημα της μειονότητας Ζαζά στο Τουντσελί.

– Ζαζά; Ποιοι είναι αυτοί;

– Δεν τους ξέρετε; Λάθος! Είναι περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι, πολύ δυσαρεστημένοι με την Αγκυρα. Υστερα, έχουμε περισσότερα από 20 εκατομμύρια Κούρδους, που κινητοποιούνται πολύ εύκολα εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης. Υπάρχουν και οι Λαζοί και άλλες καταπιεσμένες μειονότητες. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε ο υποθετικός μας Βυζαντινός αυτοκράτορας θα ήταν να ανοίξει ένα μεγάλο μέτωπο στις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, πρωτίστως με τους Κούρδους, που είναι οι πιο πρόθυμοι, αρκεί να τους ενθαρρύνει κανείς με λίγα όπλα και χρήματα. Εν συντομία, οι Βυζαντινοί θα εξουδετέρωναν την Τουρκία πολεμώντας ελάχιστα. Θα τη θρυμμάτιζαν σε χίλια δυο κομμάτια, εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές της αδυναμίες.

– Θα χρησιμοποιούσαν το όπλο της ένταξης στην Ε.Ε.

– Και αυτό. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της Ελλάδας. Δεν έχω να κάνω καμία κριτική στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική διπλωματία χειρίστηκε το πρόβλημα με την Τουρκία, διότι υπήρξε πολύ μελετημένη, έξυπνη και προσεγμένη. Αν η Ελλάδα εμπόδιζε την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας θα έπραττε μεγάλο σφάλμα. Υπάρχουν άλλες χώρες που θέλουν να την κρατήσουν, ούτως ή άλλως, εκτός Ευρώπης. Ας αφήσουμε τους Γάλλους να πουν το όχι, γιατί να το πούμε εμείς; Ετσι, η Ελλάδα μπορεί με μηδενικό κόστος να εισπράξει όλα τα οφέλη της πορείας εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας.

“Καθημερινή”

Posted in Γεωπολιτική -Γεωοικονομία, Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Πώς λύνεται ο «κόμπος» των Σκοπίων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Μαρτίου 2010

Του ΣΑΡΑΝΤΟΥ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΥ (εφημ. Παρόν)

Το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των Σκοπίων είναι κάτι που μπορεί να σχεδιαστεί, όχι όμως και να λεχθεί, αν πρόκειται να εφαρμοστεί. Τουλάχιστον η μακιαβελική τακτική που εφαρμοζόταν πολύ προ του Μακιαβέλι αυτό επιβάλλει. Επειδή όμως εμείς δεν είμαστε πολιτικοί, «δυνάμεθα να λέγομεν ό,τι θέλομεν. Ουδείς αρμόδιος μας λαμβάνει υπ’ όψιν». Προσωπικά αυτό που θα πρότεινα για την αντιμετώπιση του κακοήθους αποστήματος των Σκοπίων είναι μια σειρά παράλληλων ενεργειών, πέρα από την αναγκαία κινητοποίηση εδώ και στο εξωτερικό, μια σειρά από μποϊκοτάζ, μια οικονομική επίθεση σε πολλαπλά επίπεδα (π.χ. ως αντίβαρο στο καζίνο της Γευγελής άλλο «αντικαζίνο» στη Γουμένισσα), μια σειρά απειλών για απόσυρση ελληνικών βιοτεχνιών και φυσικά μια σειρά πολλαπλών κυρώσεων ποικίλων μορφών. Μη αποκλειομένων και των στρατιωτικών σε περίπτωση παραβιάσεως των συνόρων μας. Προτείνω ακόμη να αφήσουμε τον μεγαλύτερο υποστηρικτή των Σκοπιανών να τραβήξει αυτός στο εξής «κουπί» για λογαριασμό μας. Και φυσικά εννοώ τις ΗΠΑ. Και την Ευρώπη ακόμη. Είναι απαραίτητο μια εκστρατεία χρηματοδοτούμενη και συνεπικουρούμενη από μας να ξεκινήσει ανά την υφήλιο που να δείχνει ότι η πολιτική «ελίτ» των Σκοπίων δεν στερεί το όνομα της Μακεδονίας από την Ελλάδα, στερεί -κι αυτό είναι το εγκληματικότερο- από τους ιθαγενείς κατοίκους της χώρας τους αλλά και από τους μετανάστες τους τη σλαβικότητά τους. Λες κι είναι εντροπή να είναι κανείς Σλάβος! Αυτό, αν εξεταστεί βαθύτερα, είναι μια μορφή ρατσισμού. Γιατί ρατσισμός είναι και το να μη σου επιτρέπεται να είσαι αυτό που είσαι. Με την άρνηση του σλαβισμού τους οι Σκοπιανοί αποκόπτονται από τη μεγαλύτερη φυλετική «φέτα» της Ευρώπης. Που δεν είναι στο κάτω κάτω πολιτιστικά αξιοκαταφρόνητη. Τους πέφτει λίγος ένας Ντοστογέφσκι; Μια κίνηση επανασλαβισμού, που μπορεί καταλλήλως να αρχίσει στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αυστραλία μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος στις περιοχές των Σκοπίων ώστε να σπαρεί ο σπόρος μιας σλαβικής επαναστάσεως, που θα έχει ευλόγως τη συμπαράστασή μας. Διότι η επανασλαβοποίηση του κρατιδίου μπορεί να δημιουργήσει άριστες προϋποθέσεις αρμονικής συνεργασίας με την Ελλάδα. Από ό,τι έχω υπόψη μου, τόσο στα Σκόπια όσο και εκτός αυτών έχει αρχίσει μια αντίδραση προς το καθεστώς. Πολλοί Σκοπιανοί αποποιούνται τη «μακεδονικότητά» τους και επανέρχονται στη «βουλγαρικότητά» τους. Άλλοι αναζητούν έναν νέο σκοπό. Οφείλουμε -για να μην έχουμε οχλήσεις- να τον προσφέρουμε εμείς. Μπορούμε στις επόμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και στις κάθε λογής βουλευτικές και γερουσιαστικές να ενορχηστρώσουμε μια νέα εκστρατεία με αίτημα την απελευθέρωση των Σλάβων των Σκοπίων, να ονομάζονται δηλαδή Σλάβοι -που είναι- και όχι Μακεδόνες – που δεν είναι. Κι αυτό, με κατάλληλη πριμοδότηση, μπορεί να το υποστηρίξει ένα σμήνος ιστορικών. Που μπορεί να είναι «λαδωμένοι», όχι όμως επιστημονικά λερωμένοι. Δεν θα λένε ψέματα. Ούτε θα κουραστούν. Το υλικό το έχουμε έτοιμο εμείς. Όχι φυσικά στα πανεπιστήμιά μας. Με όλα αυτά δεν προτείνω να παίξει η Ελλάς τον μαγικό αυλό του γερμανικού παραμυθιού, που έκανε τα ποντίκια να πέσουν στη λίμνη και να πνιγούν. Προσωπικά έσωσα Σκοπιανούς μέσα από τα ερείπια κατά τον μεγάλο σεισμό του Αγίου Παντελεήμονος το 1963. Ό,τι έγραψα εναντίον τους το έγραψα από οίκτο. Ασφαλώς έχουν δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστούν. Όχι όπως τους υπαγόρευσαν άλλοι (βούλγαροι εθνικιστές, τιτοϊκοί τοπάρχες, αμερικανοί διπλωμάτες και χρηματοδότες), αλλά όπως τους το υπαγόρευε η συνείδησή τους, η γλώσσα, η παράδοση, η ιστορία τους. Δηλαδή ως μια ιδιαίτερη -έστω- κατηγορία Σλάβων. Και δεν είναι μικρός τίτλος τιμής αυτός. Αν σύντομα δεν συνετιστούν, αν δεν βάλουν μυαλό στο κεφάλι τους, θα χάσουν το κεφάλι τους από τους Αλβανούς και ό,τι απομείνει από αυτούς θα απογίνει απλό δορυφόρημα της Σόφιας. Αυτό όμως συνιστά έλλειψη σοφίας. Ο φίλος μου Αλέκος, γνωστός ως «Παραπονεμένος γύφτος», έχει κι αυτός πολλά παράπονα από τη σκοπιανική «ελίτ». Έχει συχνά επισκεφθεί την περιοχή για να κάνει «κοντραμπάντο» -πάντως όχι ναρκωτικών- κυρίως μπακιριών και υπολειμμάτων της ελληνικής άλλοτε αρχοντιάς στο Μοναστήρι, στη Στρώμνιτσα στο Κρούσοβο. Παράπονα γιατί κι εκεί οι γύφτοι που πλειονοψηφούν μετά τους Αλβανούς σε ορισμένες περιοχές δεν έχουν καμία πολιτική και πολιτιστική προβολή. Τα λεγόμενα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» είναι στην ταινία αλλά όχι στην πραγματικότητα. Οι τσιγγάνοι είναι η πιο παραγνωρισμένη, η πιο εξαθλιωμένη μάζα που επιζεί χάρη στο λαθρεμπόριο και στη ζητιανιά, πάντως όχι από την παραγωγική δουλειά. Άρα και μέσω δικών μας αφυπνισμένων τσιγγάνων δυνάμεθα να αφυπνίσουμε και τους τσιγγάνους της περιοχής. Θα αφήσω το θέμα των Βλάχων, που κάποια στιγμή θα δείξουν στη σκοπιανική ηγεσία το «πόσα απίδια έχει ο σάκος». Δεν μπορώ πάνω στο ζήτημα αυτό να πω περισσότερα. Αρκούμαι απλώς να τονίσω ότι προς το παρόν οι Βλάχοι των Σκοπίων εφαρμόζουν επιτηδείως το πανάρχαιο «’Μείς οι Βλάχοι, όπως λάχει». Δεν ήλθε η στιγμή της γκλίτσας… Άφησα τελευταίο ένα «χαρτί», που χρειάζεται όμως εκτενές άρθρο για να αναλυθεί. Οι Σκοπιανοί δεν φοβούνται τους Έλληνες, φοβούνται τους Αλβανούς. Εντελώς υπαινικτικά θα πω ότι ένα καλό «συμβόλαιο» με τους Αλβανούς θα κάνει την ηγεσία των Σκοπίων να παραλύσει.

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: , | 1 Comment »

«ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, ο Διαφωτισμός και η Επανάσταση του ΄21»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Μαρτίου 2010

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 Το βιβλιοπωλείο «χωρίς όνομα» σας προσκαλεί στην συζήτηση με θέμα «ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, ο Διαφωτισμός και η Επανάσταση του ΄21», με ομιλητές τους Γιώργο Καραμπελιά και Κωνσταντίνο Χολέβα.*

   Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 14 Απριλίου, στις 7.00 το απόγευμα στο πνευματικό κέντρο «Σήμαντρο» στον Χολαργό, Ελευθέριου Βενιζέλου 59 Α (4η στάση Χολαργού απο λεωφ. Μεσογείων).  

    Για οποιαδήποτε πληροφορία επικοινωνήστε στο τηλέφωνο 210-6546742.

 * Ο Γιώργος Καραμπελιάς γεννήθηκε το 1946 στην Κάτω Αχαΐα. Από το 1964 συμμετείχε στη Νεολαία Λαμπράκη. Σπούδασε οικονομικά στη Γαλλία. Συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα και στο Μάη του ’68 σε ελληνικές και γαλλικές οργανώσεις. Από το 1979 έως το 1993 εξέδιδε το περιοδικό Ρήξη. Το 1980 δημιουργεί μαζί με άλλους το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο και τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των Οικολόγων – Εναλλακτικών. Από το 1995 είναι εκδότης του περιοδικού Άρδην και της εφημερίδας Ρήξη.

Ο Κωνσταντίνος Χολέβας γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1957. Είναι Πολιτικός Επιστήμων, αρθρογράφος επί εθνικών και ιστορικών θεμάτων και συνεργάτης των ραδιοφωνικών σταθμών της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Πειραϊκής Εκκλησίας. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία και είναι έγγαμος και πατέρας ενός παιδιού.

Posted in Εκδηλώσεις | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Κυπριακή Δημοκρατία-Ελληνοκύπριοι: ‘Ενα κράτος και μια εθνική ομάδα υποψήφιοι να αυτοκτονήσουν!

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Μαρτίου 2010

του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

(Οκτώβρης 2009, περιοδικό Τετράδια, τεύχος 57 & konstantakopoulos.blogspot.com)

«Για να σκλαβώσουν τους λαούς, αρχίζουν αποκοιμίζοντάς τους»
Ζαν-Πωλ Μαρά (1743-1793)

«Προσβλέπουμε σε μια λύση … στο πλαίσιο της
οποίας η λειτουργία του κυπριακού κράτους θα
είναι υπόθεση των ίδιων των Κυπρίων, χωρίς
παρεμβάσεις ή επιδιαιτησίες ξένων»
Κάρολος Παπούλιας, Πρόεδρος της Ελληνικής
Δημοκρατίας, προσφώνηση στον Πρόεδρο της
Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια
4.3.2008

«Θα βάζουμε ξανά και ξανά το σχέδιο Ανάν σε δημοψήφισμα μέχρι να πούνε ναι οι Ελληνοκύπριοι»
Σερ Ντέιβιντ Χάνει, συνέντευξη στο CNN-Turk , Μάρτιος 2004

Tο πρόβλημα εξάρτησης/ανεξαρτησίας είναι ένα κεντρικό, ίσως το πιο κεντρικό πρόβλημα του ελληνικού χώρου από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, ανεξαρτήτως των διαφορετικών μορφών και ιδεολογιών με τις οποίες εκδηλώνεται. Το νεοελληνικό κράτος γεννήθηκε και παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από ξένες δυνάμεις, ειδικά την Αγγλία και, στη συνέχεια, μετά το 1947, από τις ΗΠΑ. Η ανάπηρη ελληνική ανεξαρτησία, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κοινωνικά μας προβλήματα και την ατελή, «ανολοκλήρωτη» μορφή της δημοκρατίας μας, είναι στη ρίζα των προβλημάτων και των γεωπολιτικών απειλών που αντιμετωπίζει ο ελληνικός χώρος. Η μεγαλύτερη απειλή για την εξωτερική ασφάλεια του ελληνικού λαού, προέρχεται όχι τόσο ή μόνο από το εξωτερικό της χώρας, αλλά από τον τρόπο που οι «ελίτ» του οργανώνουν την εξάρτησή τους από ξένες δυνάμεις.

Αυτό ακριβώς εξηγεί γιατί, τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία μας έχει απελπιστικά ανάγκη για να προωθήσει την ένταξή της στην ΕΕ, έχουμε καταφέρει το «ακατόρθωτο», να εξακολουθούμε να συζητάμε σχέδια λύσης του κυπριακού που, όχι μόνο αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα της στρατιωτικής εισβολής και κατοχής μετά το 1974, αλλά και τα επεκτείνουν επί των Ελληνοκυπρίων! Αυτά τα σχέδια απειλούν ευθέως την ύπαρξη συντεταγμένου κυπριακού κράτους, ύπαρξη που συνιστά, στις σημερινές συνθήκες, την πιο αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης, ελευθερίας και ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου. Η διατήρηση συντεταγμένου κυπριακού κράτους είναι επίσης η βασικότερη προϋπόθεση για να υπάρχει και στο μέλλον ο σημερινός βαθμός ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της μητροπολιτικής Ελλάδας – με την έννοια αυτή η απειλή για την Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη από μια κακή λύση του κυπριακού, απότι από τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Γιατί μια λύση μη βιώσιμη στην Κύπρο, θα καταστήσει την Αθήνα όιμηρο, εις το διηνεκές, της καλής θέλησης ‘Αγκυρας, Ουάσιγκτον και Λονδίνου.

Η απειλή είναι ίσως μεγαλύτερη σήμερα, παρά τη διαφορά στη μορφή της, απότι στην περίοδο 1972-74. ‘Ενα κράτος δεν καταλύεται μόνο με τη βία των τανκς, όπως επεχείρησε να κάνει η CIA με τον Ιωαννίδη και η Τουρκία. Καταλύεται επίσης με τη συγκατάθεση στην κατάλυσή του και μια τέτοια κατάλυση είναι πολύ αποτελεσματική, πόσω μάλλον νομιμοποιούμενη δια της υπογραφής εκλεγμένων ηγετών και δημοψηφίσματος, σε αντίθεση με βίαιη εισβολή ή πραξικόπημα, που δύσκολα μπορούν να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων και θέτουν τον νικητή προ προφανών δυσκολιών.

Το 1974 έγινε το πραξικόπημα και η εισβολή, χρειάστηκε όμως να φτάσουμε το 2000-2004, για να επιχειρήσουν οι ίδιες δυνάμεις (Αγγλία, Αμερική, Τουρκία), που επετέθησαν στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1974, να νομιμοποιήσουν και να ολοκληρώσουν το έργο τους προωθώντας με παραπλάνηση, απειλές και χρήση της επιρροής τους στα πολιτικά κόμματα, τους οικονομικούς παράγοντες και τα ΜΜΕ Κύπρου και Ελλάδας το σχέδιο Ανάν.

Το πρόβλημα της «ανολοκλήρωτης» αυτοδιάθεσης/ανεξαρτησίας των Ελλήνων, σε Ελλάδα και σε Κύπρο, αντανακλάται, εν κατακλείδι, και στην έλλειψη εμπεδωμένης κρατικής κουλτούρας, κατανόησης του κρατικού φαινομένου, που διακρίνει την πολιτική τάξη της Κύπρου και της Ελλάδας και τις δραματικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην πράξη μια τέτοια έλλειψη κατανόησης, συνέπειες που θα μπορούσαν, στην πιο ακραία περίπτωση, να δρομολογήσουν ακόμα και μια πορεία σταδιακής εξαφάνισης των Ελλήνων από την Κύπρο.

Το μάθημα του σχεδίου Ανάν

Προτού εξηγήσουμε τι εννοούμε με τον όρο «κίνδυνος αυτοκτονίας», ας μας επιτραπεί να υπενθυμίσουμε ότι έχει ήδη γινει μια τέτοια απόπειρα αυτοκτονίας το 2002-2004 με το σχέδιο Ανάν. Η ουσία του σχεδίου αυτού ήταν ο μετασχηματισμός της κρατικής εξουσίας. Παρελάμβανε μια ακρωτηριασμένη, αλλά πρακτικώς λειτουργούσα και διεθνώς αναγνωρισμένη Δημοκρατία και την μετέτρεπε σε προτεκτοράτο, δια του αποφασιστικού λόγου που θα είχαν στα πράγματα της χώρας και σε όλες τις αποφάσεις που την αφορούσαν, τρεις ξένοι δικαστές οριζόμενοι από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, και προφανώς απηχούντες την βούληση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, δικαστές που θα επέλεγαν οι ίδιοι τους διαδόχους τους. (Πέραν των δικαστών, προβλεπόταν και μια ολόκληρη στρατιά ξένων αξιωματούχων, που θα αποφάσιζαν όλα τα ζητήματα των σχέσεων ανάμεσα στις κοινότητες). Η νέα Κύπρος θα ήταν ένα κράτος διοικούμενο από ξένους και διοικούμενο από δικαστές, όχι αιρετούς εκπροσώπους του λαού.

Οι κάτοικοι του «κράτους» εστερούντο επίσης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, δηλαδή του δικαιώματος να διαθέτουν στρατό και να εισάγουν όπλα για την άμυνά τους, γεγονός αντίθετο με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και παγκοσμίως πρωτοφανές (τέτοιος όρος εις το διηνεκές δεν επεβλήθη ούτε στη ναζιστική Γερμανία και την Ιαπωνία μετά την ήττα τους, το 1945). Αντιθέτως, επετρέπετο η στάθμευση και το δικαίωμα επέμβασης ξένων δυνάμεων, Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας, η πρώτη μάλιστα διέθετε το δικαίωμα απεριόριστης στάθμευσης στρατιωτικών δυνάμεών της! (1) Τα επεμβατικά δικαιώματα των τριών δυνάμεων, αφορούσαν στην πραγματικότητα τις δύο από τις τρεις, γιατί η δράση ελληνικών στρατευμάτων στην Κύπρο είναι δύσκολη λόγω απόστασης και, κυρίως, λόγω περιορισμένης ανεξαρτησίας της Ελλάδας και των πολιτικών της, και μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο στα πλαίσια υπάρχοντος και συνεργαζόμενου κυπριακού κράτους. Επιπλέον, επεξετείνοντο και στα εσωτερικά των δύο «ομοσπόνδων» κρατών, που συνέστηνε το σχέδιο Ανάν.

Το όλο συμπληρωνόταν από ένα επαχθές καθεστώς «εσωτερικής» διχοτόμησης του νησιού, στο οποίο ασκήθηκε πολύ περισσότερη κριτική απότι στο πρηγούμενο σημείο, στο οποίο όμως δεν θέλω να σταθώ γιατί έχει εν τέλει δευτερεύουσα σημασία, συγκρινόμενο με την οικειοθελή κατάργηση της κρατικής κυριαρχίας της Κύπρου που προνοούσε το σχέδιο. Το γεγονός άλλωστε ότι η κριτική εστιάστηκε περισσότερο εκεί, μαρτυρά επίσης το έλλειμμα κρατικής κουλτούρας στην Κύπρο. Η προεκλογική συζήτηση στην Κύπρο, το 2007-2008, για το αν επροτάθη ή δεν επροτάθη η «επιστροφή» της Καρπασίας στις διαπραγματεύσεις φανερώνει ότι, ακόμη και σήμερα, δεν έγινε σε βάθος, πλήρως αντιληπτός ο «μετασχηματισμός Ανάν», η κατάργηση δηλαδή του κράτους. Εκεί ακριβώς στηριζόταν η παραπλάνηση, γιατί ο Κύπριος έτεινε να νομίσει ότι θα διατηρούσε το κράτος του και θα έλυνε ταυτόχρονα το κυπριακό, έστω με «οδυνηρή» λύση. Δεν θα επιστρεφόταν όμως καμμία Καρπασία, γιατί δεν θα υπήρχε που να επιστραφεί. Δεν θα υπήρχε το κυπριακό κράτος, αν γινόταν δεκτό το σχέδιο Ανάν. Θα υπήρχε ένα ελληνοκυπριακό κρατίδιο, υποκείμενο αφενός στην τελική εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, εκπροσωπούμενων υπό «τριών ξένων δικαστών» και «τριών ξένων στρατών», αφετέρου στα «καπρίτσια» της ‘Αγκυρας. Δεν υπήρχε κανένας υποχρεωτικός μηχανισμός και μέσο τήρησης ακόμα και του σχεδίου αυτού, το οποίο είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν τελικά θα εφήρμοζε η Τουρκία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε και πιθανώς δεν θα ήθελε να «διορθώσει» τα «κακώς κείμενα». Δεν διαθέτει τέτοιους μηχανισμούς, δεν θα διέθετε τέτοιο δικαίωμα και, επιπλέον, έχει επιδείξει σε πάμπολλες περιπτώσεις την προθυμία της να αποδεχθεί κραυγαλέες παραβιάσεις του δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (λειτουργία δικτύου στρατοπέδων συγκέντρωσης και βασανιστηρίων τύπου Γκουαντάναμο, με χρήση μάλιστα και του αεροδρομίου Λάρνακας, αφαίρεση κάθε πολιτικού δικαιώματος από τους σλαβικής καταγωγής «ρωσσοφόνους» κατοίκους της Βαλτικής, παράνομος βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας και βίαιη απόσπαση του Κοσόβου από την σερβική κυριαρχία και άλλα πολλά, ων ουκ έστι αριθμός). Για να το πούμε γενικότερα, κάποιος που αντιστέκεται, ακόμη και εναντίον ισχυρών δυνάμεων, μπορεί να αναπτύξει κάποιες συμμαχίες και να απολαύσει κάποια συμπαράσταση. Κάποιος που οικειοθελώς παραδίδεται, κερδίζει μόνο την περιφρόνηση εχθρών και φίλων. Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες άμυνας ενός χώρου όπως η Κύπρος, ο μόνος όμως τρόπος για να υπάρξει αυτός ο χώρος, για να υπάρξει το κυπριακό κράτος, είναι να έχει τη θέληση να αμυνθεί.

Αν το σχέδιο Ανάν γινόταν δεκτό, η Κύπρος θα γινόταν, εσαεί και με τη δική της συγκατάθεση (!) όμηρος της καλής διάθεσης των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Τουρκίας. Φοβούμενη μια ανώμαλη κατάσταση στην Κύπρο, η κυβέρνηση της μητροπολιτικής Ελλάδας θα καθίστατο σταδιακώς δορυφόρος της ‘Αγκυρας, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον (δεν θα μπορούσε π.χ. να κάνει την πολιτική που έκανε ο Καραμανλής στα Βαλκάνια ή με τη Ρωσία, ή να συμμετάσχει σε ένα αυριανό ευρωπαϊκό αμυντικό σχήμα, αν δημιουργηθεί). Ελλάδα και Κύπρος θα έχαναν κάθε υπόλοιπο ανεξαρτησίας διατηρούν σήμερα, στα πλαίσια μιας αμερικανοτουρκικής ζώνης νεοπροτεκτοράτων, που θα άρχιζαν από την Αδριατική και θάφταναν στον Καύκασο, το Κουρδιστάν και την Κύπρο. Η ζώνη αυτή θα παρεμβαλλόταν μεταξύ Ρωσίας και «θερμών θαλασσών», μεταξύ Γαλλογερμανίας και Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία θα γινόταν εκ των πραγμάτων μέλος της ΕΕ χωρίς υποχρεώσεις. Τόσο λόγω της θεσμοποιημένης επιρροής στις αποφάσεις της ΕΕ μέσω της ψήφου της Λευκωσίας, όσο και γιατί αν αύριο, η ΕΕ ήθελε να αυτονομηθεί στο ένα ή το άλλο ζήτημα, θα κινδύνευε να της προκύψει μια εθνοτική διαμάχη τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου στο εσωτερικό της.

Δεδομένων των προνοιών του σχεδίου Ανάν, αλλά και της σοβαρότητας του τουρκικού κράτους, εν αντιθέσει με τη ραγιάδικη, ψοφοδεή νοοτροπία που επικρατεί διαχρονικά, με μικρές εξαιρέσεις, στο μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού και ελληνοκυπριακού πολιτικού προσωπικού, και δεδομένου ότι η Τουρκία είναι ήδη στο νησί, όχι μόνο δεν θα «αφομοιωνόντουσαν» οι Τουρκοκύπριοι και έποικοι από τους Ελληνοκύπριους, δεν θα «επικρατούσαν» οι Ελληνοκύπριοι, όπως νομίζουν οι δήθεν «συμφιλιωτές», αλλά μακροχρόνια θα κινδύνευαν να γίνουν, οι τελευταίοι, παρακμάζουσα μειοψηφία. Σε αντίθεση με τους λαούς των αποικιών, οι Ελληνοκύπριοι δεν θα είχαν τη συμπαράσταση κανενός, αφού θα είχαν οι ίδιοι καταργήσει, δια της ψήφου τους, τα δικαιώματά τους. Εχθροί και φίλοι θα τους περιφρονούσαν και θα τους οίκτιραν, όχι άδικα άλλωστε. Τον ξεσηκωμένο ραγιά, ακόμα κι αν τον πολεμάς, κάπου τον σέβεσαι. Τον εθελόδουλο όχι.

Βεβαίως το σχέδιο Ανάν απερρίφθη το 2004, εν μέρει και χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία (αλλαγή κυβέρνησης σε Ελλάδα και Κύπρο, καθυστέρηση Ερντογάν, «κλείδωμα» ένταξης Κύπρου, αποφασιστική στάση Προέδρου Παπαδόπουλου, στάση Καραμανλή). Σήμερα οι περισσότεροι πολιτικοί Κύπρου και Ελλάδας δηλώνουν ότι ανήκει στο «παρελθόν», περιλαμβανομένων και όσων τότε συμφώνησαν, αποφεύγουν όμως επί το πλείστον να εξηγήσουν σε τι ακριβώς διαφωνούν με αυτό που τότε συμφωνούσαν – το ζήτημα δεν είναι πως θα ονομάζεται, αλλά τι θα προβλέπει ένα σχέδιο «λύσης» του κυπριακού.

Δεν είναι φρόνιμο να ξεχάσουμε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ελλαδικής και κυπριακής πολιτικής ελίτ, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ υποστήριξε, με ή χωρίς ενθουσιασμό το σχέδιο Ανάν. ‘Οτι στην πραγματικότητα δεν ήταν σχέδιο Ανάν, αλλά το σχέδιο που έδωσαν στον Ανάν να παρουσιάσει οι πολιτικοί ηγέτες Ελλάδας και Κύπρου, και γι’ αυτό (και εξαιτίας των μυστικών διαβεβαιώσεων που προφανώς είχαν δώσει τα περισσότερα κόμματα) οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ηγέτες ήταν βέβαιοι ότι θα εγκρινόταν και διαμαρτύρονταν εκ των υστέρων γιατί απερρίφθη. ‘Οτι οι περισσότεροι συνταγματολόγοι και νομικοί και διεθνολόγοι της χώρας το καταδίκασαν μετά βδελυγμίας, αλλά μόνον μετά την καταψήφισή του, προηγουμένως είχαν καταπιεί τη λαλιά τους! Κι αυτό συνέβη όχι σε κάποιο δευτερεύον ή πρωτεύον ζήτημα πολιτικής, αλλά στα θεμέλια της κρατικής συγκρότησης του κυπριακού κράτους, δηλαδή στη βασική προϋπόθεση, στον σύγχρονο κόσμο, της ύπαρξης, ασφάλειας, ελευθερίας και ευημερίας των Ελλήνων της Κύπρου.

Μια «αναπηρία» στο κέντρο της ελλαδικής και κυπριακής κρατικής συγκρότησης

Η ίδια η εμφάνιση του εξωφρενικού σχεδίου Ανάν μαρτυρά ένα σοβαρό «έλλειμα» κρατικής οργάνωσης, κρατικής κουλτούρας, ανεξαρτησίας και δημοκρατικής συνείδησης που δεν απέβη μοιραία το 2004, μπορεί όμως να αποβεί στο μέλλον, μια βαθύτατη σύγχυση ως προς την ίδια την ιδέα του κράτους, της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας. Ομολογεί επίσης την «ανεπάρκεια» του κράτους, του πολιτικού προσωπικού και των κοινωνιών Ελλάδας και Κύπρου.

Ο ελληνικός λαός πραγματοποίησε τρεις μεγάλες επαναστάσεις σε διάστημα δύο αιώνων: την Επανάσταση του 1821, τη δεύτερη μεγάλη ευρωπαϊκή επανάσταση μετά τη γαλλική, την μεγαλειώδη εθνική αντίσταση (1940-1944), που απέκτησε επίσης στην πορεία έντονα κοινωνικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά και την επανάσταση της ΕΟΚΑ (1955-59), πρωτοπόρα στο κύμα εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων που συγκλόνισε την ανθρωπότητα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και έκανε την Κύπρο παράδειγμα προς μίμηση και θαυμασμό σε τρεις ηπείρους. Η Επανάσταση όμως του 1821 ήρθε πολύ αργά για να επωφεληθεί της απήχησης του Διαφωτισμού και των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και πολύ νωρίς για να εκμεταλλευθεί την προϊούσα αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, δεν φάνηκε να διαθέτει μια επαρκή κοινωνική βάση για το έργο που έθεσε στον εαυτό της. ‘Ηδη, ο εμφύλιος πόλεμος του 1823-24, υπονομεύει την Επανάσταση αυτή, που δεν αποτυγχάνει μεν εντελώς, οδηγεί όμως στη δημιουργία ενός κράτους εν πολλοίς προτεκτοράτου των τριών Μεγάλων Δυνάμεων και, ιδίως, της Μεγάλης Βρετανίας. Η εξάρτηση της Ελλάδας από ξένες δυνάμεις θα συμβάλει αργότερα αποφασιστικά (αν και δεν είναι ο μόνος παράγοντας) στην καταστροφή του 1922.

Αν η Επανάσταση του 1821 ήταν μια αστραπή στη νύχτα της Ιεράς Συμμαχίας, πούχε τότε καλύψει την Ευρώπη, η αντίσταση που προέβαλε ο ελληνικός λαός στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι ήταν η πιο σημαντική, λαμβανομένου υπόψιν του μεγέθους της χώρας, που προβλήθηκε στο Τρίτο Ράιχ. Λίγοι λαοί, οι Σέρβοι, οι Σοβιετικοί, οι ‘Αγγλοι, οι Πολωνοί, μπορούν να καυχηθούν για τέτοιο ηρωϊσμό. Η εξάρτηση όμως της ηγεσίας της αντίστασης από το Κρεμλίνο και ο καθαρά ταξικός, «αντεθνικός» ρόλος του αστικού πολιτικού κόσμου, που έβλεπε τον ευατό του όχι ως ηγεσία της Ελλάδας αλλά ως προέκταση των αγγλικών συμφερόντων, οδήγησε σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο και στη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο, της Βρετανίας αρχικά, των ΗΠΑ μετά το 1947. Η ηγεσία αυτού του αμερικανικού προτεκτοράτου ήταν που πρόδωσε, και δεν μπορούσε να γίνει αλλοιώς, με τις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης, το 1960, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και δεν τους επέτρεψε να ασκήσουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, που αναγνωρίστηκε σε τόσους και τόσους λαούς των αποικιών. Αυτό το αμερικανικό προτεκτοράτο, στην τελική και πιο υποτελή μορφή του, αυτή της χούντας του Ιωαννίδη, συμμετείχε, από κοινού με την Τουρκία, στην «δίπρακτη» επιχείρηση καταστροφής της Κυπριακής Δημοκρατίας και δολοφονίας του Προέδρου της που οργάνωσε ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αμερικής Χένρι Κίσσινγκερ και η CIA το 1974. Χρειάστηκε να περιμένουμε το 2000-2004, για να δούμε την ελλαδική πολιτική ηγεσία να «καθοδηγεί» πάλι την ελληνοκυπριακή ηγεσία και πάλι στον δρόμο της υποταγής, αποκαλύπτοντας τον «κρυφό», «εσωτερικό», αλλά τόσο υπαρκτό μηχανισμό εξάρτησης του ελληνικού χώρου που παραμένει και σήμερα ενεργός, θέτοντας σε κίνδυνο της εθνική ασφάλεια του ελληνικού λαού σε Κύπρο και σε Ελλάδα. Η απόλυτα εύλογη και θεμιτή επιθυμία των Ελληνοκυπρίων να ενωθεί το νησί τους με την Ελλάδα (τόσο εύλογη και θεμιτή, όσο και η ανάγκη των Τουρκοκυπρίων να τύχουν κάθε προστασίας) ματαιώθηκε και στη θέση της δημιουργήθηκε ένα ανεξάρτητο κράτος εξ αρχής υποθηκευμένο στην εσωτερική λειτουργία του με τα υπέρογκα βέτο και διεθνώς με το σύστημα εγγυήσεων και επέμβασης, που χρησιμοποίησε η Τουρκία το 1974.

Το κυπριακό πρόβλημα είναι προπάντων ένα πρόβλημα αυτοδιάθεσης, ένα πρόβλημα αντιαποικιακό στην ουσία του, στο οποίο ήρθε να προστεθεί στη συνέχεια, με την συνδρομή του αποικιοκράτη, μια εμφύλια σύγκρουση, μια εθνοτική σύγκρουση και μια εισβολή τρίτης δύναμης. Είναι επίσης μια ακόμη εκδήλωση του προβλήματος εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου, που υποθήκευσε την ιστορική του ανάπτυξη, τον καταδίκασε συχνά σε αυταρχικά καθεστώτα και εμπόδισε την κρατική, εθνική ολοκλήρωση του ελληνικού λαού. Φυσικά οι ‘Ελληνες είμαστε ικανοί για εθνικισμό, για σωβινισμό και για εγκλήματα, όπως και όλοι, ανεξαιρέτως, οι λαοί και τα κράτη του κόσμου, περιλαμβανομένων των «φτωχών Τουρκοκυπρίων», που αξίζουν μεν τη συμπαράστασή μας αν εξεγείρονται εναντίον του τουρκικού στρατιωτικού καθεστώτος, δεν αξίζουν όμως καθόλου την «αγιοποίηση», όταν δέχονται να παίξουν τον ρόλο της εφεδρικής αστυνομίας των αποικιοκρατών ή της «στρατηγικής μειονότητας»-προσχήματος μιας εισβολής, που διεκδικεί προνόμια χάρη στην ισχύ του τουρκικού στρατού και όχι στο εύλογο των δικαιωμάτων της.

‘Οσοι επικαλούνται τα πραγματικά ή υποθετικά εγκλήματα κατά των Τουρκοκυπρίων, το κάνουν κυρίως για να δικαιολογήσουν την παραίτησή τους από την υπεράσπιση του δικαιώματος των Ελληνοκυπρίων να αυτοκυβερνώνται. Η υποδούλωση όμως των Ελληνοκυπρίων, της καταπληκτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού, στην Αγγλία, την Αμερική και την Τουρκία είναι επίσης έγκλημα, διαρκές και πολύ βαρύτερο από αυτά που επικαλούνται για να την δικαιολογήσουν. Ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και κομμουνιστής, ο Ναζίμ Χικμέτ, συνιστούσε το 1955 στους συμπατριώτες του να μη δοκιμάσουν να σταματήσουν τον αγώνα των Κυπρίων για τη λευτεριά τους γιατί η Κύπρος είναι, όπως έλεγε, ένα ελληνικό νησί!

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πολύς διεθνισμός σε όλη την ψευτοπροσέγγιση ΕΚ και ΤΚ, από την οποία απουσιάζει παντελώς η ειλικρίνεια, υπάρχει κυρίως κυνισμός και προσπάθεια ωραιοποίησης. ‘Οπως είναι επίσης για κλάματα η προσπάθεια κατασκευής εκ του μη όντος μιας κυπριακής εθνικής ταυτότητας. Η Βρετανία έκανε στον ελληνικό χώρο αυτό που έκανε παντού αλλού με τις αποικίες: θεσμοθέτησε στις ρυθμίσεις που κληροδότησε την αρχή του «διαίρει και βασίλευε». ‘Οπως έκοψε ένα «φιλέτο» της Αραβίας και το ονόμασε Κουβέιτ, όπως οι Γάλλοι έκαναν το ίδιο με τον Λίβανο, έτσι ακρωτηρίασε και τον ελληνικό χώρο, δίνοντας με το ένα χέρι μια τυπική ανεξαρτησία στην Κύπρο και υπονομεύοντάς την παντοιοτρόπως με το άλλο. Ακόμη και στις μέρες μας, ένα βασικό θινκ τάνκ των ατλαντιστών, το Ιντερνάσιοναλ Κράιζις Γκρουπ, ζητάει να διακόψει η Αθήνα κάθε λειτουργία ενιαίου αμυντικού δόγματος. Αφού κατάφεραν να αποτρέψουν την ελληνική εθνική ολοκλήρωση στη δεκαετία του 1950 και του 1960, οι ‘Αγγλοαμερικανοί και οι Τούρκοι θέλουν αφενός να στερήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία από την αλληλεγγύη (της στρατιωτικής αλληλεγγύης περιλαμβανομένης) της Ελλάδας και να «απαλλάξουν» την Ελλάδα από το κυπριακό. Δεν θέλουν την Ελλάδα να συνδράμει την Κύπρο, θέλουν όμως την Ελλάδα πιέζουσα την Κυπριακή Δημοκρατία να αυτοδιαλυθεί και θα θέλουν αύριο την Κύπρο ως μοχλό διαρκούς πίεσης και ομηρίας της Ελλάδας.

Γι’ αυτό και θα ήταν απολύτως γελοία, αν δεν ήταν ιδιοτελής και εθνικά επικίνδυνη, η διαχεόμενη από το ελλαδικό κατεστημένο άποψη ότι πρέπει, επιτέλους, να «απαλλαγούμε» από το κυπριακό. Με τέτοιες αντιλήψεις η Ελλάδα οδηγήθηκε στην αποστασία και στη δικτατορία, παρολίγον να οδηγηθεί σε γενικό πόλεμο με την Τουρκία και πληρώνει σήμερα τον μισό προϋπολογισμό της σε όπλα. Ελλάδα και Κύπρος είναι αμοιβαίως εξαρτημένες κατά τρόπο αναπόφευκτο – είναι καλύτερα να αναγνωρίσουν αμφότερες αυτή τη βαθιά στρατηγική πραγματικότητα, από το να προσπαθούν να την αποφύγουν, συσσωρεύοντας καταστροφές.

Η πολύ σύντομη αυτή ιστορική νύξη δεν γίνεται για να ξαναγράψουμε εκ των υστέρων την ιστορία, αλλά για δύο άλλους λόγους. Πρώτον, για να δείξουμε ότι στον ελληνικό χώρο (Ελλάδα και Κύπρο) λειτουργούν πάντα ισχυροί μηχανισμοί εξάρτησης από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, που αντιστρατεύονται το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον του ελληνικού λαού και των δύο κρατών που αυτός αναγνωρίζει ως δικά του. Δεύτερον, για να υπογραμμίσουμε ότι η στρατηγική του «καλού παιδιού», που συνήθως χαρακτηρίζει την ελλαδική και κυπριακή πολιτική ηγεσία, οδηγεί σε εθνικές τραγωδίες. Τρίτο, ότι η λογική, που δεν διατυπώνεται ποτέ ανοιχτά, υφέρπει όμως με σαφήνεια σε πολλές πολιτικές στρατηγικές, να δώσουμε την Κύπρο στους Αγγλοαμερικανούς για να βγάλουν από τη μέση την Τουρκία δεν ισχύει. Θα πάρουν ότι τους δώσουμε, δεν θα βγάλουν όμως την Τουρκία από την Κύπρο (άλλωστε οι ίδιοι την έβαλαν!).

Ο γράφων δεν είναι εναντίον των συμβιβασμών. Αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι προς το συμφέρον μας να τα βάλουμε με τις ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη, ότι δεν θέλουμε πιθανώς να καταβάλουμε πάντα το τίμημα που απαιτεί μια μαχητικότερη υπεράσπιση των εθνικών μας δικαιωμάτων, ότι χρειάζονται στην πολιτική, όπως και στη ζωή, συμβιβασμοί. Επιπλέον, μια μικρή Κύπρος και μια Ελλάδα-μπάχαλο, κατάφεραν να μετατρέψουν πρακτικά τις θεμιτές εθνικές τους διεκδικήσεις σε μοχλό πίεσης εις βάρος τους, με το πολιτικό προσωπικό να εξαντλείται συχνά στην προσπάθεια να κοροϊδέψει τους πολίτες ως προς την ουσία των ρυθμίσεων που διαπραγματεύεται. ‘Ενας ισορροπημένος συμβιβασμός μπορεί να είναι σώφρων επιλογή. Αλλά το παν είναι να μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιοί συμβιβασμοί είναι αποδεκτοί, στα πλαίσια μιας α ή β κατάστασης, και ποιοί είναι απαράδεκτοι. Γιατί μερικές φορές το τίμημα του συμβιβασμού μπορεί επίσης να είναι πολύ μεγαλύτερο από το τίμημα της αντίστασης. Αλλά και γιατί η αξιοπρέπεια δεν είναι μόνο ηθική ιδιότητα, είναι και προϋπόθεση εθνικής και κοινωνικής επιβίωσης.

Το δυσάρεστο είναι ότι πολλές φορές ο συμβιβασμός έχει γίνει στον ελληνικό χώρο «ιδεολογία», με την κατά Μαρξ έννοια του όρου – κυρίως γιατί η άρχουσα τάξη Ελλάδας και Κύπρου επιχειρεί έτσι να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Μιλάμε π.χ. για «λύση του κυπριακού» χωρίς να προσδιορίζουμε το περιεχόμενο αυτού του όρου, με τον οποίο άνετα συμφωνεί η ‘Αγκυρα και οι πάντες (το σχέδιο Ανάν «έλυνε» το κυπριακό καταλύοντας το κυπριακό κράτος). Μιλάμε για «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία», ως να είναι το απαύγασμα της παγκόσμιας πολιτικο-νομικής εξέλιξης, δεν απαντάμε όμως στο ερώτημα των ερωτημάτων: ποιός θα κάνει κουμάντο στη διζωνική-δικοινοτική ή όποια άλλη ομοσπονδία, ποιός θα έχει το νόμιμο δικαίωμα να παίρνει αποφάσεις και τα μέσα να τις εφαρμόζει. Καταλήγουμε έτσι αντί να συζητάμε τακτικές και στρατηγικές, να ανταλάσσουμε ιδεολογικές κατηγορίες, με την κυρίαρχη άποψη να παραμένει, αν και τραυματισμένη μετά το 2004, το «ανήκουμε εις την Δύσιν και ας κυττάξουμε να τα βρούμε στα εθνικά έστω και με κάποιο σκόντο» («ειρήνη ή πόλεμος;» συνόψισε το τρομοκρατικό του δίλημμα ο Κώστας Σημίτης), και από την άλλη μια «αμοιγής» εθνική άποψη, που θέλει μεν να αγωνιστεί υπέρ των εθνικών συμφερόντων, δεν αποδέχεται όμως καμμία έννοια τακτικής ή συμβιβασμού (εν αμύνει τελούσα)

Η έννοια της εξάρτησης/ανεξαρτησίας του ελληνικού χώρου, στην οποία αποδώσαμε τόση σημασία προηγουμένως, δεν είναι ένα απλό φαινόμενο, δεν πρέπει να γίνει κατανοητή μόνο ως «πολιτικοί πουλημένοι στους ξένους». Συμβαίνει και αυτό και συχνά μάλιστα, αλλά θα ήταν απλοποίηση και χυδαιοποίηση του προβλήματος να το ανάγουμε αποκλειστικά εκεί. Ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, νοοτροπίες, παραδόσεις, λειτουργούν εδώ.

Η ιστορική εμπειρία μπορεί να είναι καλός σύμβουλος, μόνο όμως όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία της. Αλλοιώς είναι το ιδανικό μέσο για την παραπλάνηση ενός λαού, αφού τον οδηγεί στη χρήση όμοιων εργαλείων σε διαφορετικές καταστάσεις και άρα στην ήττα! Για πολλούς αιώνες, όσοι ένοιωθαν ‘Ελληνες ή Χριστιανοί, απλός λαός ή «ελίτ», έπρεπε να λειτουργούν στα πλαίσια της Οθωμανικής ή άλλων Αυτοκρατοριών. Εβγαλαν το συμπέρασμα, εν μέρει τουλάχιστον ορθό, στις συνθήκες της εποχής, ότι πρέπει «να φιλάς το χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις». Μερικοί μάλιστα δεξιοί της «υποτέλειας» ή και «μαρξίζοντες αντιεθνικιστές» θέλουν να το γενικεύσουν, υποστηρίζοντας αφενός ότι κακώς έγιναν οι εθνικές επαναστάσεις που διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ότι τα έθνη είναι παντελώς αυθαίρετες «κατασκευές» οικονομικών συμφερόντων, ή ότι σήμερα τείνουν προς εξαφάνιση οι εθνικές διαμάχες και το εθνικό ζήτημα δεν υφίσταται. Πρόκειται για γελοίες, αν όχι υστερόβουλες απόψεις και δεν θα χρονοτριβήσουμε ανασκευάζοντάς τες. Το εθνικό ζήτημα και τα έθνη απεδείχθησαν οι ισχυρότερες κοινωνικές δομές στον εικοστό αιώνα και αρκεί να ανοίξει κανείς το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση για να δει αν οι εθνικές διαμάχες είναι ξεπερασμένες. Το ζήτημα δεν είναι να τσουβαλιάζουμε εθνικισμούς καταπιεστών και καταπιεσμένων στο ίδιο τσουβάλι, ονομάζοντας διεθνισμό την υποταγή των δεύτερων στους πρώτους, αλλά να αντιμετωπίσουμε δημοκρατικά το πρόβλημα, αφού βέβαια πρώτα το αναγνωρίσουμε. Τα ηθικοπλαστικά κυρήγματα όχι μόνο δεν βοηθάνε στην επίλυση των υπαρκτών ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά την εμποδίζουν, γιατί κρύβουν την πραγματικότητα και τους λόγους της διένεξης, δηλ. το πρόβλημα που λένε ότι θέλουν να λύσουν και να αντιμετωπίσουν.

Επειδή έχουμε ζήσει αιώνες σε καθεστώς υποτέλειας, χωρίς να ολοκληρώσουμε ποτέ τη δημοκρατική μας επανάσταση, κι επειδή φάγαμε και τις «σφαλιάρες» του 1922, του 1955 και του 1974, η ιδεολογία της υποτέλειας παραμένει βαθιά ριζωμένη στην κοινωνική συνείδηση, πολύ περισσότερο στη συνείδηση της ελίτ, ο ραγιάς είναι μέσα στην ψυχολογία μας. Αυτό προκαλεί δύο αντίθετες στάσεις. Την κυρίαρχη, που ζητάει διαρκώς συμβιβασμούς, καταλήγοντας να διαπραγματεύεται την ίδια την κρατική κυριαρχία και ξεχνώντας ότι τις μεγαλύτερες καταστροφές τις πάθαμε όταν είμαστε περισσότερο υποτελείς στους ξένους, όχι όταν τους αντιστεκόμαστε. Και μια πιο περιθωριακή, που αρνείται να δει το πραγματικό πρόβλημα του συσχετισμού δυνάμεων, της τακτικής και της στρατηγικής, εν ονόματι μιας «αμοιγούς» εθνικής τοποθέτησης (επειδή τα τελευταία χρόνια τα μέσα είναι στα χέρια των φορέων της πρώτης άποψης, η δεύτερη παρουσιάζεται ως γραφική ή περιθωριακή). Κατά βάθος, η υποτέλεια ανταγωνίζεται με την εξεγερσιακή διάθεση στο ίδιο το DNA του ‘Ελληνα, αδυνατώντας συνήθως να συντεθεί σε μια ισορροπημένη στάση, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.

Η υποτέλεια ήταν ίσως μια σώφρων επιλογή στην Ελλάδα πριν το 1821, στην Κύπρο πριν το 1931. Μετά, δεν ήταν δυνατή ως στάση. Από τη στιγμή που αποκτήσαμε τα θεσμικά χαρακτηριστικά των ανεξαρτήτων κρατών, δεν μπορούμε να τα υπερασπιστούμε με τις μεθόδους των υποτελών στον Σουλτάνο ή στη Βασίλισσα της Αγγλίας. ‘Οσο «προσαρμοσμένη» κι αν είναι η πολιτική μας στους «πλούσιους και ισχυρούς», αυτοί δεν θέλουν κάτι λιγότερο από την κρατική μας υπόσταση και μας το είπαν οι ίδιοι επανειλημμένως (2). Γιατί αν είσαι κάπως ανεξάρτητο και δημοκρατικό κράτος, μπορεί σήμερα να είσαι φιλοαμερικανικό και αύριο να τους φύγεις. Αν όμως παραιτηθείς από την κρατική και διεθνή υπόστασή σου τότε δένεσαι για πάντα στο άρμα τους. (Θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην το τραβήξουν ως εκεί, αλλά η «ευκαμψία» των ιθυνόντων μας τους ανοίγει την όρεξη). Κι επειδή ο τουρκικός στρατός είναι μετά το 1974 στην Κύπρο, θα είμαστε εντελώς ανόητοι για να μη συνειδητοποιήσουμε ότι, χωρίς στεγανοποίηση της Κύπρου από την Τουρκία, η τελευταία (υπό δημογραφική πίεση τελούσα) θα ακολουθήσει υποχρεωτικά μια πολιτική συνέχισης και έντασης του εποικισμού, θα είναι σχεδόν υποχρεωμένη από τη δυναμική του γεωποιλιτικού ανταγωνισμού να το κάνει, που θα αλλάξει τη δημογραφική σύσταση του νησιού, μόνο σίγουρο μέσο για τον έλεγχό του. Αν δε τελικά η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ, η πολιτική αυτή θα ενταθεί ακόμα περισσότερο. (Το 1974, η Τουρκία δεν κατέλαβε ολόκληρη την Κύπρο, κυρίως γιατί ήξερε ότι δεν θα είχε τι να κάνει την ελληνική πλειοψηφία του νησιού. ‘Οπως είπε ο Ναπολέων, με τις λόγχες κάνεις τα πάντα, εκτός από το να καθήσεις απάνω τους. Τόσο οι «εθνικόφρονες» όμως, όσο και οι «ενδοτικοί» παρ’ημίν, δεν μπορούν να αναλύσουν σωστά την τουρκική πολιτική, γιατί δεν μπορούν να μπουν στη θέση υποκειμένου με αυτοπεποίθηση. Είτε τρομάζουν και πανικοβάλλονται, είτε αρνούνται τον κίνδυνο).

Η νοοτροπία του «καλού παιδιού» κερδίζει μόνο την περιφρόνηση των κυρίαρχων, που δεν ενδιαφέρονται μόνο για τα χαμόγελα των πολιτικών, αλλά θέλουν να πάρουν πίσω και τις «κολοβές» έστω θεσμικές κατακτήσεις των υποτελών. Απόγονοι ραγιάδων, πιστεύουμε ασυνείδητα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον Ηγεμόνων – δεν δίνουμε μεγάλη σημασία σε θεσμούς, συμφωνίες κλπ. – πλην των περιπτώσεων που εξεγειρόμαστε. Εμμένουμε στο δίκαιο, όχι για το διεκδικήσουμε, αλλά για να εκλιπαρήσουμε τρίτους να το εφαρμόσουν μόνοι τους υπέρ μας. Επειδή οι τρίτοι, με τους οποίους συναλλασόμαστε, δεν βλέπουν τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ από τα γλοιώδη χαμόγελα της υποτέλειας – ζητάνε και τους θεσμούς, ζητάνε την υπογραφή μας για την αιώνια υποταγή μας. Γιατί ξέρουν ότι όσο δεν την έχουν πάρει, δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν και να διαιωνίσουν την υποταγή. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε τεχνικές επίβίωσης που
ταιριάζουν στην παρούσα κατάσταση, εγκαταλείποντας μεθόδους που ίσως ήταν αποτελεσματικές το 1700.

Μερικοί θεωρούν ότι κακώς εξερράγη η κυπριακή επανάσταση του 1955-59. Είναι προφανώς ανόητο συμπέρασμα, γιατί οι επαναστάσεις δεν ρωτάνε ούτε τους ιστορικούς, ούτε τους φιλοσόφους, πότε και πως θα ξεσπάσουν, και γιατί χωρίς αυτές θα ζούσαμε ακόμα στα σπήλαια. Αλλά κι αν το υιοθετήσουμε αυτό το συμπέρασμα, για τις ανάγκες του συλλογισμού μας, πάλι δεν μπορούμε να γυρίσουμε την ιστορία πίσω από το 1955 ή το 1974. Δεν μπορούμε να «ξαναπαίξουμε» το 1960 γιατί έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Θάχε μεγάλο νόημα να εξαντλήσουν οι ‘Ελληνες κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, αυτό όμως είχε, αν είχε, νόημα, κυρίως μέχρι το 1974. Μπορούν να το κάνουν και σήμερα, γιατί όχι, αυτό όμως που προέχει στις σημερινές, πολύ αλλαγμένες συνθήκες, μετά το 1974, είναι να διατηρήσουν την κρατική τους κυριαρχία τουλάχιστον εκεί που μένουν! Δεν μπορεί το δευτερεύον, η λύση του κυπριακού, να υπερβαίνει την ανάγκη του πρωτεύοντος, την ασφάλεια και επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, που δεν μπορεί να εξασφαλισθεί, σήμερα και όχι το 1700, παρά μόνο με την ανεμπόδιστη άσκηση της κρατικής κυριαρχίας τους, τουλάχιστον εκεί που ζοιυν. Αλλά το σχέδιο Ανάν καταργούσε το κυπριακό κράτος, υπήγαγε τους Κυπρίους στην εξουσία τριών ξένων δικαστών και τριών ξένων στρατών. Ορισμένοι απατεώνες επιχειρηματολόγησαν υπέρ του σχεδίου Ανάν το 2004 και υπέρ μιας λύσης «όπως-όπως» σήμερα, λέγοντας ότι τι να κάνουμε, χάσαμε τον πόλεμο, πρέπει να αναγνωρίσουμε τα τετελεσμένα. Αλλά τα τετελεσμένα είναι η ντε φάκτο κατοχή της Βόρειας Κύπρου, μη αναγνωριζόμενη από τη διεθνή κοινότητα. Αναγνώριση των τετελεσμένων θα μπορούσε να σημαίνει αναγνώριση του ψευδοκράτους έναντι εδαφών και περιορισμών στη δική του κυριαρχία, όχι να τεθούν οι ‘Ελληνες και η δική τους «ζώνη» υπό την κυριαρχία Αγγλοαμερικανών και Τούρκων. Αυτό είναι ολοκλήρωση της κατάληψης της Κύπρου!

Το 1972-74, οι δυνάμεις που ήθελαν να διαλύσουν το κυπριακό κράτος χρησιμοποίησαν τον ελληνικό και τουρκικό εθνικισμό, τις βόμβες και τις δολοφονίες. Σήμερα χρησιμοποιούν τον (ψευτο)διεθνισμό (της Αυτοκρατορίας) και την «αντιεθνικιστική» ιδεολογία. Πριν το 1974, θα μπορούσαμε ίσως να συζητήσουμε την άποψη ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν απειλούμενη μειονότητα. Μετά το 1974, είναι η δημογραφικώς μεν ασθενέστερη, στρατιωτικώς δε ισχυρότερη μειονότητα-πρόσχημα που χρησιμοποείται για την καταπίεση της πλειοψηφίας. ‘Οσο για τη φτώχεια και τα μύρια όσα προβλήματά τους, μάλλον υπεύθυνη είναι η ‘Αγκυρα και η ηγεσία τους και όχι οι διωγμοί των Ελληνοκύπριων. Αν χρησιμοποιήσουμε λάθος την εμπειρία του 1960-74 θα καταπολεμάμε τον ελληνικό εθνικισμό νομίζοντας ότι επανενώνουμε την Κύπρο, αντί να κινητοποιούμε τον εθνισμό της μεγάλης πλειοψηφίας των Κυπρίων για να αντισταθούμε στον ιμπεριαλισμό των Αγγλομερικανών και τον επεκτατισμό της Τουρκίας. Αυτό είναι επίσης ένα δεύτερο παράδειγμα λάθους χρήσης της ιστορικής εμπειρίας, μέσω του υστερόβουλου και καθοδηγούμενου από τις αποικιακές δυνάμεις μετασχηματισμού της σε «ιδεολογία». ‘Οπως έλεγε ο Λένιν, αλλά ξέχασαν πολλοί οπαδοί του, απαιτείται κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης. (Αυτό ακριβώς έκανε, υπό την ηγεσία του Γκορμπατσώφ, το ΚΚΣΕ, αυτοκτόνησε δηλαδή. Θεώρησε ότι ο «εχθρός» ήταν οι «αντιδραστικοί» στις τάξεις του και ο φίλος, το πρότυπο, Δύση. ‘Ετσι και σήμερα, το υπό την ηγεσία του Χριστόφια ΑΚΕΛ νομίζει ότι εχθρός είναι ο ελληνικός εθνικισμός και φίλος ο διεθνής παράγων, που θα μας βοηθήσει να λύσουμε το κυπριακό. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής ολοκληρούμενης, θα είναι το ίδιο και στην περίπτωση, η αυτοδιάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αυτοκαταστροφή του ΑΚΕΛ, που, αν συμβεί, θα ολοκληρώσει εις βάρος του ελληνικού λαού τον κύκλο γεωπολιτικών μεταβολών στην Ευρώπη που εγκαινίασε η πτώση του τείχους του Βερολίνου).

Κράτος και ιδιοκτησία

Στην εποχή μας και στις κοινωνίες μας η έννοια της ιδιοκτησίας είναι δεδομένη. Κάθε αντικείμενο, ακόμα και ιδέες ή καλλιτεχνικά δημιουργήματα έχουν ιδιοκτήτη. Μπορούμε φιλοσοφικά να συζητήσουμε για την αξία του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας (που δεν ήταν πάντα και παντού τόσο εδραιωμένος όσο νομίζουμε σήμερα), αλλά δεν είναι του παρόντος. Γεγονός είναι ότι συνιστά ένα σύστημα θέσμισης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που πρακτικά λειτουργεί και τις ρυθμίζει. Αν βέβαια ένα άτομο το παρακάνει προσβάλλοντας το δίκαιο θα διακινδυνεύσει ένα έγκλημα εναντίον του, αν μια τάξη το παρακάνει θα διακινδυνεύσει μια εξέγερση, γενικά όμως το σύστημα λειτουργεί, σε συνθήκες τουλάχιστο σχετικής ευημερίας και οικονοικής σταθερότητας. Κάθε αντικείμενο έχει ιδιοκτήτη, ακόμα και στα πλαίσια μιας οικογένειας, κι αυτή η κατάσταση έχει ορισμένα πλεονεκτήματα. ‘Ενας φρόνιμος πατέρας μοιράζει σαφώς την κληρονομιά στα παιδιά του – ακόμα κι αν έχουν κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους δεν σκοτώνονται γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο διαμάχης. Αν όμως δώσετε σε δύο καλούς φίλους μια περιουσία να τη μοιράσουν, πιθανώς θα τους κάνετε εχθρούς.

Αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση, ίσως είναι προϊστορική και βάρβαρη στην πραγματικότητα, μπορεί να αντικατασταθεί σε εκατό ή χίλια χρόνια από έναν αληθινά «πολιτισμένο πολιτισμό», αυτή όμως είναι. Στο επίπεδο της διεθνούς ζωής, του συνταγματικού και του διεθνούς δικαίου, των διεθνών σχέσεων, το αντίστοιχο της ιδιοκτησίας είναι η κρατική κυριαρχία, το νόμιμο, διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα δηλαδή ενός λαού να κάνει αυτός κουμάντο στον τόπο του, να παίρνει τις αποφάσεις που τον αφορούν. Αν ορίζεται σαφώς ο έχων το νόμιμο δικαίωμα, τότε δυσκολεύονται οι διενέξεις των εχθρών. Αν δεν ορίζεται σαφώς, τότε και φιλικές δυνάμεις μπαίνουν στον πειρασμό της διένεξης.

Γι’ αυτό και τα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους θεωρούν αιτίες πολέμου την κρατική τους κυριαρχία, δεν την παζαρεύουν όπως έγινε με το σχέδιο Ανάν! Το κράτος άλλωστε, με όλες τις ανεπάρκειες και τα ελαττώματά του, είναι η μόνη διεθνώς σταθερή και υπαρκτή δομή. Παραιτούμενος κάποιος από το κράτος του δεν θα βρεθεί σε μια παγκόσμια σοσιαλιστική ομοσπονδία ή σε κάποιον κόσμο όμορφο, αγγελικά πλασμένο, αλλά θα γίνει «κοινότης εις αναζήτηση κηδεμόνα». Ούτε καν η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση δεν είναι κρατική οντότητα και δεν έχει τρόπο να υπερασπιστεί τα μέλη της. Η συμμετοχή στην ΕΕ μπορεί να είναι ατού, δεν λύνει το πρόβλημα εθνικής ασφάλειας.

Στην πραγματικότητα, η πείρα όλης της ευρωπαϊκής ιστορίας μετά το 1945, της Κύπρου περιλαμβανομένης, καταδεικνύει ότι όλες οι πολεμικές συγκρούσεις στην ήπειρο σημειώθηκαν σε καταστάσεις αμφισβητούμενης, θολής, μπερδεμένης κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι μπερδεμένες καταστάσεις με ξένους δικαστές και ξένους στρατούς που έχουν δικαίωμα επέμβασης είναι συνταγή προς καταστροφή.

Λεφτά, ειρήνη και πόλεμος

Ακούμε τώρα ότι αν η Κύπρος γίνει Σιγκαπούρη, όλα αυτά τα περί κρατικής κυριαρχίας χάνουν τη σημασία τους. Μέγα λάθος. Τα λεφτά δεν αποτρέπουν τους πολέμους, τους προκαλούν. Η Κύπρος είναι σήμερα, δεν θα γίνει αύριο «Σιγκαπούρη» και είναι τέτοια γιατί είναι διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος και γιατί δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία σε κανένα για το ποιός κάνει κουμάντο βορείως ή νοτίως της πράσινης γραμμής, άρα δεν υπάρχει γεωπολιτική αβεβαιότητα για την επιχείρηση που θα εγκατασταθεί στο νησί. Η ευημερία του νησιού δεν θα οδηγήσει στην ειρήνη, καθιστώντας περιττή την κρατική κυριαρχία, θα την καταστήσει περισσότερο αναγκαία, γιατί θα προσθέσει στη γεωπολιτική και την οικονομική επιβουλή.

Η ίδια η πείρα της Κύπρου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Ο Τούρκος διοικητής της το 1821 Μεχμέτ Κιουτσούκ ζήτησε από τον Σουλτάνο να προχωρήσει σε εκατοντάδες εκτελέσεις Ελλήνων, όχι τόσο γιατί το επέβαλε η επαναστατική τους δράση, όσο για να βρει την ευκαιρία να αρπάξει τις μεγάλες περιουσίες τους (Διονύση Διονυσίου, «Η ‘Αγνωστη Κύπρος του 1821», στο «1821, οι αθέατες όψεις», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, Αθήνα, σελ. 107). Ενάμισυ αιώνα αργότερα, η Βυρηττός δεν είναι μακριά από την Κύπρο, για να την ξεχνάνε τόσο εύκολα οι Κύπριοι. Αξίζει να προσθέσουμε ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε σε μια περίοδο «παγκοσμιοποίησης», ακόμα πιο προχωρημένης από τη σημερινή και οι εμπορικές ανταλλαγές Γαλλίας και Γερμανίας έφτασαν στο ιστορικό ζενίθ τους την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος. Η άποψη ότι η δημοκρατία και το ελεύθερο εμπόριο εμποδίζουν τους πολέμους αμφισβητείται από όλη την ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας, από την αρχαία Αθήνα και τη Μήλο, μέχρι την Αμερική και το Ιράκ.

‘Ενας Κύπριος πολιτικός πρώτης γραμμής, της αριστεράς, μου είπε μια μέρα ότι αν δώσουμε 5000 δολλάρια σε κάθε έποικο θα ξαναγυρίσει στην Τουρκία. ‘Ισως τέτοιες σκέψεις να θεωρούνται φυσικές σε ένα νησί με την ψυχοπαθολογική, «αρρωστημένη» σχέση της Κυπριακής ελίτ με το χρήμα. Με τέτοιες ιδέες όμως στα κεφάλια μας θα βρεθούμε κάποια μέρα όλοι μαζί στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ο Τούρκος έποικος δεν είναι ένας απλός «φουκαράς», έχει πίσω του ένα πολύ σοβαρό κράτος, όχι τους δικούς μας διεφθαρμένους καραγκιόζηδες και βλαχοδήμαρχους! Είναι αλήθεια ότι οι Αγγλοαμερικανοί θάθελαν ένα νησί-προτεκτοράτο και χρηματιστηριακό κέντρο υπό τον έλεγχό τους. Στα Βαλκάνια, ευνόησαν την ανάδειξη σειράς μικροπροτεκτοράτων, κέντρων παντός οργανωμένου εγκλήματος και ανεξέλεγκτης δράσης ξένων μυστικών υπηρεσιών. Θα ήθελαν ίσως να κάνουν την Κύπρο μια τέτοια «Σιγκαπούρη». Και γιατί νομίζουν οι πανέξυπνοι «φωστήρες» μας, τύπου Βασιλείου, ότι θα αναθέσουν τη διοίκηση μιας τέτοιας Σιγκαπούρης στους αιρετούς εκπροσώπους της πλειοψηφίας των κατοίκων της; Το αντίθετο θα συμβεί. Θα ευνοήσουν τη μεταβολή επί το «πολυεθνικότερο» της δημογραφικής σύστασης του πληθυσμού, για να απαλλαγούν από την ενοχλητική «λεπτομέρεια» ότι οι κάτοικοι της Κύπρου είναι κατά 80% ‘Ελληνες κι όσο μένουν ‘Ελληνες, όλο και κάτι «θα ζητάνε» από το δικαίωμά τους να διαφεντεύουν την πατρίδα τους, το δικαίωμα σε πλήρη, απεριόριστη κρατική υπόσταση.

Το πεδίο «επιτρεπτών» λύσεων του κυπριακού

Αν μπούμε, με ένα νέο σχέδιο «λύσης» του κυπριακού, σε καταστάσεις «θολής», «ασαφούς», κρατικής κυριαρχίας στην Κύπρο, αυτό θα δημιουργήσει όχι συνθήκες ειρηνικής επίλυσης, αλλά εθνοτικής διαμάχης τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου, με ότι συνεπάγεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ευημερία της Λευκωσίας θα αυξήσει, δεν θα μειώσει τον πειρασμό τρίτων να εκμεταλλευθούν τη «θολούρα» ως προς την κρατική κυριαρχία για της «βάλουν χέρι». Αυτό ακριβώς προσδιορίζει και το εύρος των δυνατών, επιτρεπτών «λύσεων» του κυπριακού. Αν παίξουμε εκτός αυτού του πλαισίου, θα έχουμε βάλει σε μεγαλύτερη προτεραιότητα την (θεωρτηική και προπαγανδιστική εν πολλοίς) «λύση του κυπριακού» και την «άρση της διχοτόμησης» από την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων, για να απαλλαγούμε από την κατηγορία ότι δεν θέλουμε λύση του κυπριακού. Το πιθανότερο αποτέλεσμα μιας τέτοιας ρύθμισης θα είναι μια τραγωδία χειρότερη από αυτή που είχαμε το 1963 και το 1974, ως αποτέλεσμα, και τότε, μιας κακής συμφωνίας.

Ο Πρόεδρος Χριστόφιας τάχθηκε, σε μια συνέντευξη στη αρχή της θητείας του, εναντίον της παρουσίας ξένων δικαστών και αξιωματούχων στο μέλλον κυπριακό κράτος. Ήταν μια πολύ θετική εξέλιξη, γιατί η παρουσία ή απουσία ξένων μπορεί να κάνει τη διαφορά κράτους και προτεκτοράτου . Και το προτεκτοράτο, με τη μορφή που το επαναφέρει ένα σχέδιο Ανάν ή Μπανάν, δεν είναι μόνο αναξιοπρεπής, είναι και καταστροφική λύση. (Η απουσία ξένων είναι η εσωτερική προϋπόθεση κράτους, η απουσία επεμβατικών δικαιωμάτων και ξένων στρατών, η πλήρης κατάργησή τους είναι η εξωτερική). Δυστυχώς όμως ο κ. Χριστόφιας δεν έμεινε πιστός στην υπόσχεσή του. Οι προτάσεις του που διέρρευσαν αφήνουν ξένο δικαστή να εμπλέκεται στις κυπριακές υποθέσεις. Απλώς, ο ρόλος του περιορίζεται στη δικαστική εξουσία και όχι στη νομοθετική ή εκτελιστική.

Επιπλέον, ο Δ. Χριστόφιας προσπάθησε να καταργήσει ορισμένους από τους μηχανισμούς του σχεδίου Ανάν, όπως οι τρεις ξένοι δικαστές ως τελική νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία, χωρίς όμως να θέσει σε αμφισβήτηση τις αιτίες που τους παράγουν, εν προκειμένω την «αρχή» της «πολιτικής ισότητας», που ερμηνεύεται ως κατάργηση της «αρχής της πλειοψηφίας» και της αρχής «ένας άνθρωπος, μία ψήφος», δηλαδή της δημοκρατίας. Οι τρεις δικαστές είχαν παρουσιαστεί για να μπορεί να κυβερνάται το νησί, δεδομένης της απόλυτης ισότητας πλειοψηφίας και μειοφηψίας. Επιχειρώντας να καταργήσει τους δικαστές, αλλά μην αποκαθιστώντας τα δικαιώματα της πλειοψηφίας, ο Πρόεδρος της Κύπρου προτείνει τώρα να ασκείται εκ περιτροπής η εκτελεστική εξουσία – πότε ‘Ελληνας και πότε Τούρκος. Φαντάζεται κανείς τι θα γινόταν αν ήταν Τούρκος ο πρόεδρος το 1963 ή το 1974: θάπαιρνε το κράτος με τη διεθνή του αναγνώριση που θάφευγε. Το ΑΚΕΛ έχει προφανώς και την γελοία ιδέα ότι θα κυβερνάει αιωνίως το νησί μαζί με την τουρκοκυπριακή αριστερά. Αν κρίνουμε από τις πράξεις της τελευταίας, δεν μπορούμε να είμαστε καθόλιου βέβαιοι ότι θα προτιμάνε πάντα την αριστερή από την εθνική τους ταυτότητα και τον σύνδεσμο με την Τουρκία,όπως συνήθως έκαναν μέχρι τώρα. Επιπλέον, αν αύριο οι Κύπριοι βαρεθούν τις συνεργαζόμενες αριστερές τους, θα υποστηρίξουν τις δεξιές τους. Που μπορεί να συνεργασθούν, όπως και στο παρελθόν, διαλύοντας το κράτος.

Κράτος σημαίνει νόμισμα και στρατός. Η κυπριακή Κεντρική Τράπεζα θα διοικείται εκ περιτροπής. Κοινός Στρατός δεν θα υπάρχει, θα υπάρχουν όμως δύο αστυνομίες, που στην πραγματικότητα θα είναι παραστρατιωτικές δυνάμεις δύο κρατών σε συσκευασία ενός. Γι’ αυτό η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αναθεωρήσει τη θέση της περί αποστρατιωτικοποίησης, που είναι άλλωστε κίβδηλη, αφού δεν προβλέπεται η αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων. Γιατί άλλωστε αποστρατιωτιικοποιημένη Κύπρος; Εξωτερικά, η Δημοκρατία δεν απειλεί κανένα με τον στρατό της. Εσωτερικά, αν θέλουμε κοινό κράτος με τους Τουρκοκύπριους, αν μπορούμε να δημιουργήσουμε βάσεις κοινού κράτους, τότε μπορούμε και πρέπει να δημιουργήσουμε και κοινό στρατό. Αν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε, τότε δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε κοινό κράτος. Ποιός θα προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της Κυπριακής Δημοκρατίας; Ο στρατός είναι εξάλλου και κατεξοχήν εργαλείο συγκρότησης συνείδησης κράτους. Αυτοί που λένε ότι πιστεύουν τόσο πολύ στην κυπριακή ταυτότητα, την ταυτότητα δηλαδή του γενημμένου στην Κύπρο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, γιατί οι Κύπριοι δεν αποτελούν εθνότητα, γιατί θέλουν αποστρατιωτικοποιημένη Κύπρο; Μια Κύπρο δηλαδή στο έλεος των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, γιατί με τον όρο αποστρατιωτικοποίηση έχουμε καταλήξει να εννοούμε την οικειοθελή απεμπόληση από τους Κυπρίους του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Ακόμη και το Βατικανό ή η Μάλτα διαθέτουν στρατιωτικές δυνάμεις. Γιατί δεν πρέπει να διαθέτει η Κύπρος, χώρα που έχει υποστεί εισβολή και βρίσκεται σε τόσο στρατηγικό σημείο; Γιατί πρέπει οι Κύπριοι να είναι εσαεί πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε κράτος ειδικών αναγκών; Τι σημαίνει «αποστρατιωτικοποίηση» αν παραμείνουν τα βρετανικά στρατεύματα; Γιατί κάθε φορά που ξύνουμε την «κυπριακότητα», βρίσκουμε πάντα τη «βρετανικότητα» πίσω της;

Η διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών άρχισε με μεγάλες προκαταβολικές ελληνικές παραχωρήσεις, με διορισμό σε υπεύθυνες θέσεις των αρχιτεκτόνων και πρωταγωνιστών του σχεδίου Ανάν, χωρίς σαφές πλαίσιο αναζήτησης λύσης. Γιατί οι κ. Χριστόφιας αναγνώρισε αμέσως μετά την εκλογή του τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, υπογράφοντας το μνημόνιο με τον Γκόρντον Μπράουν, θύτη της Κύπρου στον οποίο τρέχει κάθε τόσο και γιατί αποδέχθηκε την έννοια των «συνιστώντων κρατών» στο κοινό ανακοινωθέν με τον Ταλάτ της 23.5.2008; Ο κ. Ταλάτ που, όπως όλοι οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έχει έλλειμμα σοβαρότητας, το ξεκαθαρίζει σε κάθε περίπτωση. Θέλει το 50% της Κύπρου και την Τουρκία στην Κύπρο. Θέλει παραμονή όλων των εποίκων. Εμείς τι συζητάμε ακριβώς μαζί του; Για ποιό λόγο δεχόμαστε και μάλιστα προτού καλά-καλά αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις την παραμονή εποίκων; Πως θα διαφοροποιήσουμε τους Τουρκοκύπριους από τους εποίκους και την Τουρκία, όταν δεχόμαστε εμείς εξ αρχής την παρουσία τους, νομιμοποιώντας ένα από τα πιο κραυγαλέα εγκλήματα πολέμου της Τουρκίας στην Κύπρο; Εδώ δεν πρόκειται καν για υπερβολικές, απαράδεκτες τουρκοκυπριακές απαιτήσεις που γίνονται λόγω κάποιας «ανασφάλειας», προϊόντος μιας δικής μας «κακής συμπεριφοράς» στο παρελθόν (λες και εμείς δεν έχουμε υποστεί, εις την νιοστήν μάλιστα, την «κακή συμπεριφορά» της άλλης πλευράς). Εδώ πρόκειται για θρασείες απαιτήσεις, στηριγμένες στις λόγχες και στον «τσαμπουκά» (μην ασκείς κριτική στην Τουρκία, γιατί θα θυμώσει, είπε δημόσια ο κ. Ταλάτ στον κ. Χριστόφια).

Αυτού του είδους η διαπραγματευτική τακτική τείνει να αποθρασύνει την τουρκοκυπριακή και τουρκική ηγεσία, αποτρέποντας και όχι προκαλώντας διαφοροποίηση Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας. (Το μαρτυρά άλλωστε η εκλογική επιτυχία του κ.’Ερογλου μετά από αυτές τις παραχωρήσεις).Τέτοια διαφοροποίηση μπορεί να προκληθεί από τη σταθερότητα και τη σαφήνεια, όχι από την ευελιξία. Βεβαίως πρέπει οι Τουρκοκύπριοι να νοιώσουν ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν και πολλά να κερδίσουν από τη συμμετοχή τους σε ένα κυπριακό σχέδιο. Αλλά η συμμετοχή τους σε ένα κυπριακό σχέδιο συνεπάγεται το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με την Τουρκία – δεν μπορεί να τα έχουν όλα ταυτόχρονα. Ούτε μια μειοψηφία εν τέλει και οι απαιτήσεις της μπορούν να ανατρέψουν το δικαίωμα της ελληνικής συντριπτικής πλειοψηφίας να ασκεί εξουσία, να κάνει κουμάντο, στα κεντρικά θέματα του μελλοντικού κράτους. Ούτε μπορούν οι ‘Ελληνες να μην εκδηλώνουν τον εθνισμό και όχι εθνικισμό τους, γιατί θα παρεξηγηθούν οι Τούρκοι. Χρειάζεται να βρεθεί μια δύσκολη, σύνθετη ισορροπία, ανάμεσα στην απαραίτητη καλλιέργεια του εθνισμού, της εθνικής ταυτότητας, του ισχυρότερου όπλου ενός λαού που απειλείται και στην απαραίτητη καταπολέμηση ενός εθνικισμού, που δεν μας βγήκε ποτέ σε καλό. Δυστυχώς, συχνά οι πολιτικοί και οι δημόσιοι παράγοντες δυσκολεύονται πολύ, λόγω και της σύνθετης φύσης του προβλήματος, να βρουν έναν δρόμο ανάμεσα στα δύο άκρα.

Δεν μπορεί όμως να βρεθεί αξιοπρεπής και ασφαλής λύση του κυπριακού, όσες παραχωρήσεις κι αν κάνουμε, εφόσον δεν πιεσθεί η Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, αν πιεσθεί, θα ενδώσει. Η Αθήνα έχασε τη σημαντικότερη ευκαιρία που της δόθηκε μετά το 1974 στο κυπριακό, μην απαιτώντας από την ‘Αγκυρα την αποχώρηση του στρατού της από την Κύπρο, το 1999 και το 2004, όταν έδωσε το πράσινο φως στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Λευκωσία έχασε δύο ευκαιρίες. Το 2005 όταν ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας δήλωσε ότι είναι αδιανόητη η έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης με μια Τουρκία που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ (ενώ η Μέρκελ, με επιστολή της, χαρακτήριζε απαράδεκτη την κατοχή της Κύπρου). Το 2006, όταν υπό την πίεση της κυβέρνησης της Αθήνας, η Λευκωσία συγκατατέθηκε να σταματήσει τα «μικρά βέτο» και να δεχθεί επανάκριση της Τουρκίας το 2009. Προσδιόρισε έτσι μόνη της την περίοδο μέχρι τότε ως περίοδο πιέσεων για την επαναφορά μιας παραλλαγής του σχεδίου Ανάν. Και τέλος, το 2008, όταν αποδέχθηκε την επανέναρξη συνομιλιών για το κυπριακό.

Η Ελλάδα συγκατατέθηκε στην τουρκική ένταξη γιατί έτσι ήθελαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τον προφανή κίνδυνο να καταστρέψει η ίδια το στρατηγικό ώφελος από τη συμμετοχή της στην ΕΕ. ‘Οχι μόνο δεν αντήλλαξε το «ναι» με αξιοπρεπή λύση του κυπριακού, άρση της απειλής στο Αιγαίο, διακοπή του ανταγωνισμού εξοπλισμών κλπ., αλλά βρισκόμαστε τώρα στο σημείο η τουρκική ενταξιακή πορεία να καθίσταται μοχλός πίεσης στην Κύπρο και την Ελλάδα, με τους πολιτικούς μας να καλούνται να εξωραϊσουν την απώλεια της κυριαρχίας των κρατών μας, βαφτίζοντάς την «λύση του κυπριακού» ή «ελληνοτουρκική συμφιλίωση», βαφτίζοντας «πολυεθνικότητα» την υποτέλεια, «διεθνισμό» την υποταγή στην Αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα μια τέτοια πολιτική δεν οδηγεί στην ειρήνη και δεν προετοιμάζει συμβιβασμό, διαμορφώνει τους όρους μελλοντικών συγκρούσεων ή, στην «καλύτερη» περίπτωση, επιδεινώνει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού χώρου. Ο ανταγωνισμός των δύο χώρων είναι μια πολύ δυσάρεστη και επικίνδυνη κατάσταση, δεν αντιμετωπίζεται όμως, επιδεινώνεται το πρόβλημα και καθίσταται αδύνατη η λύση του με τις διαρκείς υποχωρήσεις.

Παραμένει ακατανόητο γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα δεν κάνουν και δεν στηρίζουν μια διεθνή πρόταση για αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής από την Κύπρο, με ανάπτυξη στα κατεχόμενα μιας ευρωπαϊκής δύναμης ασφάλειας, και με δέσμευση της Δημοκρατίας να μην επεκτείνει στον Βορρά την κυριαρχία της, έως ότου λυθεί το κυπριακό. Πως είναι δυνατόν να πετύχουν κάτι Ελλάδα και Κύπρος συμπεριφερόμενες ως διεθνείς επαίτες; Σήμερα, διεθνώς, ούτε η κυπριακή, ούτε η ελληνική διπλωματία κάνουν το παραμικρό για να ενημερώσουν τη διεθνή κοινή γνώμη για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, το 1974, ή για τους λόγους που οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν. Τι μπορεί να κερδίσει μια διπλωματία που φιλοδοξεί να μαζέψει όσα ψίχουλα, αν μείνουν, από τα τραπέζια διεθνών διαβουλεύσεων, όσα είναι διατεθειμένες να της αφήσουν Λονδίνο, Ουάσιγκτον και ‘Αγκυρα;

Σε ότι αφορά την ίδια την (αγγλικής βέβαια εμπνεύσεως, όπως και όλα στο κυπριακό) διαδικασία των διακοινοτικών δεν επιτρέπει, όπως είναι δομημένη, στην κοινωνία του νησιού να γίνει υποκείμενο, να αποφασίσει τι θέλει και γιατί το θέλει, να «μιλήσει». Βρισκόμαστε στο οξύμωρο σημείο να συζητούνται, εν κρυπτώ και εν παραβύστω, ακόμα και τα «ζητήματα καθημερινότητας»! Είναι άλλωστε ήδη σαφές ότι ο Δημήτρης Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ έχουν υπερβεί ουσιαστικά τα όρια της νομιμότητας, διαπραγματευόμενοι επί θέσεων που δεν εγκρίνει ο κυπριακός λαός, ούτε και τα συγκυβερνώντα κόμματα, χάρη στην ψήφο των οποίων εξελέγη στον δεύτερο γύρο ο σημερινός Πρόεδρος και τις οποίες δεν γνωρίζουμε καν στις λεπτομέρειές τους!!! Από την άποψη αυτή, ο κ. Ταλάτ φέρεται πιο δημοκρατικά, ενημερώνοντας τους «βουλευτές» του λεπτομερώς για τις συνομιλίες.

‘Οταν οι Ελληνοκύπριοι λένε ότι θέλουν λύση του κυπριακού, εννοούν ότι θέλουν να παύσουν να βρίσκονται σε ειδικό καθεστώς, σε μια Κύπρο με κυπριακό. Ενστικτωδώς, και ορθά, διαισθάνονται ότι τελούν υπό απειλή με το κυπριακό άλυτο. Ο κίνδυνος είναι ο φόβος που δημιουργεί η απειλή να τους οδηγήσει να πάνε εκεί που φοβούνται, για να απαλλαγούν από το φόβο τους, με ένα μηχανισμό πασίγνωστο στους ψυχολόγους.Ο κίνδυνος είναι επίσης να νομίσουν ότι, επειδή έχουν συνηθίσει τον κίνδυνο, δεν υπάρχει. Αν δεχθούν, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, συνθήκες, ανταλλάγματα ή υποσχέσεις την κατάλυση του κράτους τους, θα διακινδυνεύσουν την καταστροφή τους.

Δεν θέλησα στο σημείο αυτό να εστιάσω στις διάφορες λύσεις του κυπριακού και στα συγκριτικά υπέρ ή κατά τους για δύο λόγους. Πρώτο, είναι υπόθεση των ιδίων των Κυπρίων να αχθούν στο σημείο εκείνο που θα τους επιτρέψει να διατυπώσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες και να συζητήσουν μεταξύ τους. ‘Οσο δεν το κάνουν, δεν μπορούν να υπερβούν την κατάσταση του αντικειμένου και όχι υποκειμένου της ιστορίας τους ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός μονίμως αμυνόμενου υποκειμένου. ‘Εχω την αίσθηση ότι είμαστε ακόμα πολύ μακριά από αυτό το σημείο. Κανονικά, των συνομιλιών επίλυσης, θα έπρεπε να προηγηθεί μια ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση στην κυπριακή κοινωνία για το τι θέλει, ενδεχομένως μια προ-συντακτική συνέλευση ή και προ-δημοψηφίσματα. Δεν εκπονούνται συντάγματα σε μυστικές διαβουλεύσεις διπλωματών υπό την καθοδήγηση Αγγλων και Αμερικανών απεσταλμένων. Δεύτερο και κυριότερο, είναι αδύνατη η εξεύρεση οποιασδήποτε αξιοπρεπούς και ασφαλούς λύσης του κυπριακού με την παρούσα απροθυμία των πολιτικών ηγεσιών σε Ελλάδα και Κύπρο να χρησιμοποιήσουν τα πολιτικο-διπλωματικά όπλα που διαθέτουν για να πιέσουν την Τουρκία. Τρίτο, γιατί η απειλή κατάλυσης της Δημοκρατίας είναι τόσο μεγάλη και τόσο διαρκής που αναγκαστικά συγκεντρώνει κανείς εκεί την προσοχή του.’Ισως στο μέλλον μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω μια ανάλυση των δυνατών λύσεων ή «μη λύσεων» του κυπριακού. Προς το παρόν όμως μοιάζουμε να έχουμε πάλι εγκλωβιστεί σε μια διαδικασία που κινδυνεύει να οδηγήσει σε «μονόδρομους» τύπου Ανάν, μονόδρομους που καταλήγουν στην αυτοκτονία των Ελλήνων της Κύπρου. Ελπίζω να έχω άδικο. Ελπίζω επίσης από την εμπειρία του σχεδίου Ανάν και του δημοψηφίσματος να μην έχουν αντλήσει μαθήματα μόνον οι εχθροί της Κύπρου. Εμείς πάντως, δεν πρόκειται να απαλλαγούμε από την εχθρότητά τους βαφτίζοντάς τους φίλους μας.

‘Οπως τώρα εξελίσσονται τα πράγματα, η ‘Αγκυρα θα περάσει αβρόχοις ποσίν την αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, με μια παράταση ή άλλη φόρμουλα. Μετά, η Κύπρος θα πιεσθεί αφόρητα, να συγκατατεθεί στην αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους. Επειδή το διακύβευμα αφορά εν τέλει ένα μείζονα στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ (τουρκική ένταξη και διακοπή σχέσεων με Ρωσία) και επειδή το διακύβευμα αυτό συνδέεται με τη σύγκρουση για τον έλεγχο της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, μέσω και της διεύρυνσης, που είναι η υπ. Αρ. 1 επιδίωξη διεθνώς των ΗΠΑ, πρέπει να περιμένει κανείς την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο να εξαντλήσουν την επιρροή τους για να «λύσουν» το κυπριακό, μετερχόμενοι παντός δυνατού μέσου και επιχειρώντας να εξουδετερώσουν, με κάθε μέσο, κάθε εστία αντίστασης στον πολιτικό, επιχειρηματικό, εκδοτικό και διανοούμενο κόσμο της Κύπρου και της Ελλάδας.

Ενθαρρυντικό πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι, εδώ και αρκετούς μήνες, η κοινή γνώμη της Κύπρου δείχνει να απορρίπτει βασικά στοιχεία του «επερχόμενου» σχεδίου, όπως την εκ περιτροπής προεδρία. Ακόμη όμως κι αν μειώνει, χωρίς να εξαφανίζει την πιθανότητα να εγκριθεί τελικά ένα τέτοιο σχέδιο σε ένα δημοψήφισμα υπό συνθήκες εγκλωβισμού και εκβιασμού, οι ‘Ελληνες της Κύπρου θα καταβάλουν σοβαρότατο ποιλιτικο-διπλωματικό τίμημα, όσο εξακολουθούν να αποδέχονται ή να προτείνουν, νομιμοποιώντας τες, απαράδεκτες προτάσεις που συνιστούν κατ’ ουσίαν κατάλυση του συντεταγμένου, δημοκρατικού, κυρίαρχου κυπριακού κράτους.

Posted in Κύπρος | Με ετικέτα: , | 1 Comment »

Το μοίρασμα του Αιγαίου πάει να επιβάλει ντε φάκτο η Άγκυρα, με τις συνεχείς παραβιάσεις και τις αβλαβείς διελεύσεις

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Μαρτίου 2010

 (εφημ. Παρόν 28/3/10)

 

Το μοίρασμα αλλά και τη συνδιαχείριση – συνεκμετάλλευση του Αιγαίου προσπαθούν να επιβάλουν με κάθε τρόπο οι Τούρκοι, ποντάροντας και στη ΝΑΤΟϊκή ανοχή. Την ώρα που στην Τουρκία υπάρχει μια οξύτατη και σχεδόν «εμφυλιοπολεμική» αντιπαράθεση μεταξύ Ερντογάν και στρατιωτικών (με νικητή σε όλους τους γύρους μέχρι τώρα τον Ερντογάν) και η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας οικονομικής κρίσης που της έχει ανοίξει πολλές πληγές, η τουρκική πλευρά δημιουργεί τις συνθήκες, με μια διαρκώς κλιμακούμενη ένταση, ακόμα και για θερμό επεισόδιο στην περιοχή. Αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία εικοσιτετράωρα στη θάλασσα (ακόμα και με νηοψίες) αλλά και στον αέρα (με αναχαιτίσεις ελικοπτέρων της FRONTEX) του Αιγαίου δημιουργούν κλίμα έντονης ανησυχίας και προβληματισμού στην Αθήνα, καθώς έμπειροι διπλωμάτες και στρατιωτικοί φοβούνται για τα χειρότερα. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα οι Τούρκοι προχώρησαν σε όλες τις δυνατές προκλήσεις, με σημαντικότερη και πλέον ανησυχητική την παραβίαση των κανόνων αβλαβούς διέλευσης στο Αιγαίο και την πραγματοποίηση φάσης νηοψίας από την τουρκική κορβέτα «Bafra» σε ελληνικό εμπορικό πλοίο στην περιοχή των Κυκλάδων. Η ελληνική κυβέρνηση, αν και στην αρχή αντέδρασε στοιχειωδώς παγώνοντας τις προγραμματισμένες επισκέψεις στην Τουρκία του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη (για την Παρασκευή 26 Μαρτίου) και του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Δημήτρη Δρούτσα (για τις 31 Μαρτίου), στη συνέχεια «ανέκρουσε πρύμναν» και έκανε «γαργάρα» το όλο θέμα και με τον ισχυρισμό ότι μπερδεύτηκαν τα σήματα (αναφορικά με τη νηοψία) αλλά και με το ότι φαίνεται να επαναεπικαιροποιήθηκε η ημερομηνία της επίσκεψης του κ. Ερντογάν στην Αθήνα ύστερα από ένα μεταμεσονύχτιο παρασκήνιο στις Βρυξέλλες (βλέπε διπλανή στήλη). Το όλο σκηνικό που τείνει να διαμορφωθεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα έρχεται την ώρα που αυξάνονται οι έξωθεν «υποδείξεις» και «πιέσεις» προς την Αθήνα με στόχο να αναγκαστεί η ελληνική πλευρά να εκχωρήσει τουλάχιστον τον επιχειρησιακό έλεγχο του μισού Αιγαίου στην Τουρκία. Είναι άλλωστε γνωστές οι προκλήσεις της Τουρκίας των τελευταίων ετών και στην περιοχή του Καστελλόριζου, στο οποίο υποτίθεται πως υπάρχουν δυνατότητες άντλησης πετρελαίου και το οποίο επίσης είναι κομβικό σημείο για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.

Posted in Γεωπολιτική -Γεωοικονομία, Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Να εργαστούμε για την Έγερση, που έχει ανάγκη η Ελλάδα!

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 26 Μαρτίου 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                            

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ                                           Ασπρόπυργος, 25-3-2010

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ                        Αρ. Πρωτ.: Δ.Υ.                      

ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ                                                           

ΔΗΜΟΣ ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ                                         ΠΡΟΣ: -Τους ΠΟΛΙΤΕΣ του 

ΓΡΑΦΕΙΟ  ΔΗΜΑΡΧΟΥ                                                          ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ

Ταχ. Δ/νση : Λ. Δημοκρατίας 18                                 

Ταχ. Κωδ.  : 193 00                                                                   -Τα Μ.Μ.Ε.

Τηλέφωνο : 210-5572698                                          

FAX           : 210-5572276                                                       

email :grafeiodimarxou@aspropyrgos.gr                       

 

Δ  Ε  Λ  Τ  Ι  Ο     Τ  Υ  Π Ο Υ

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ,

του ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ του 1821.

 

(Εκφωνήθηκε στην Πλατεία Ηρώων της Πόλης, στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου του 1821)

 

«Ελληνίδες, Έλληνες,

Ασπροπυργιώτισσες κι Ασπροπυργιώτες,

 

Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, σε τούτη την Πλατεία, που αφιερώσαμε στους ήρωες του Ελληνισμού, για να τιμήσουμε τη μνήμη, να παραδειγματιστούμε από τη θυσία, όλων εκείνων των προγόνων μας, που αγωνίστηκαν για να ελευθερωθεί, τούτος ο Τόπος, από ζυγό δουλείας, που διήρκεσε τέσσερις αιώνες!

 

Εκατόν ογδόντα εννιά χρόνια, από εκείνη την Άνοιξη, του 1821, στέκομαι απέναντί σας, με γνώμονα τα λόγια του εθνικού μας ποιητή: «Το έθνος, πρέπει να μάθει, να  θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθινό»!

 

Κι έχουμε υποχρέωση, αφού η κατεστημένη Πολιτεία, αφού η πνευματική μας ηγεσία, κρατούν αποστάσεις απ΄ την αλήθεια, που ελευθερώνει, να την ψηλαφίσουμε μόνοι μας!

 

Για να μας χρησιμεύσει, ως οδηγός, ως άσβεστος φάρος, στην τρικυμία που ζούμε. Ως φάρμακο, για να αντιμετωπίσουμε την εθνική κατάθλιψη, που μας κατέλαβε, όλους τους Έλληνες!

 

Έλληνες του Ασπρόπυργου,

 

Πήρα την απόφαση, να σταθώ -σήμερα- μπροστά σας, όχι για να επαναλάβω, κάποια γνωστά λόγια, για το θαύμα του 1821!

Αλλά, για να σας προτρέψω, με απαρχή, τούτες τις κρίσιμες ώρες, που διέρχεται η Πατρίδα μας, να ξεκινήσουμε μια σταυροφορία, να προετοιμάσουμε, να εργαστούμε για την Έγερση, που έχει ανάγκη η Ελλάδα!

 

Γιατί είναι η ώρα, ο Τόπος μας, να εξορίσει διαπαντός, από τη συλλογική μας μνήμη, απ΄ τη δημόσια ζωή, τις μισές αλήθειες, που είναι χειρότερες, και από τα μεγαλύτερα ψεύδη! Πρωτίστως, έχουμε υποχρέωση, να απαιτήσουμε και να επιβάλλουμε, τον πλήρη, τον απόλυτο σεβασμό, σε όλους εκείνους, τους αληθινούς ήρωες, που έταξαν την ψυχή τους,

στα ιδανικά της Πατρίδας και της Λευτεριάς, για να μην ζούμε -σήμερα- εμείς, υπόδουλοι στους Τούρκους!

 

Ας αναλογιστούμε, λοιπόν: Πώς έφτασαν, οι πρόγονοί μας, στον ξεσηκωμό του 1821; Ποιές ήταν οι αφετηρίες τους; Για ποιά πράγματα αγωνίστηκαν; και τί κέρδισαν; Ποιοί υπονόμευσαν, και πώς, όσα κατέκτησαν με αίμα και θυσίες; Είχαν, εθνική συνείδηση; Ή μήπως την απέκτησαν εκ των υστέρων, κατασκευασμένη σε «εργαστήρια Ιστορίας», όπως προπαγανδίζουν κάποιοι, που πληρώνονται από τον ιδρώτα,

από το αίμα του ελληνικού Λαού;

 

Απαντά, στα ερωτήματα αυτά, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, από το Ιάσιο, στις 24 Φεβρουαρίου του 1821, με τούτα τα λόγια:

«…Ας καλέσουμε, ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερία, στη γη της Ελλάδος! Ας πολεμήσουμε, στους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, για να μας αφήσουν ελευθέρους, πολέμησαν και πέθαναν εκεί. …Το αίμα των τυράννων, δεν είναι δεκτό, στη σκιά του Θηβαίου Επαμεινώνδα, του Αθηναίου Θρασύβουλου… Στα όπλα, λοιπόν, η Πατρίδα, μας προσκαλεί!»

 

Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, πού βρίσκουν το θράσος, όλοι αυτοί που αγωνίζονται να μας πείσουν, πως γίναμε εκ των υστέρων Έλληνες; Κι αφού υπηρετούν αλλότριους στόχους, εμείς, γιατί τους ανεχόμαστε; Γιατί τους επιτρέπουμε, να προσπαθούν, να διδάξουν στα παιδιά μας «ανάπηρη ιστορία»;

Γιατί αφήνουμε αναπάντητες, τις προκλήσεις κάποιων, που επιχειρούν να καπηλευτούν ήρωες του 1821; Να τους παρουσιάζουν, ως μη Έλληνες, ως πολέμαρχους άλλων Εθνών;

 

Στις 28 Ιουνίου, του 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης κι ο Κίτσος Τζαβέλας, σε προκήρυξη τους, προς τους κατοίκους της Πάργας, διακηρύσσουν:

 

«Είμεθα Έλληνες, πιστοί στον όρκο μας, σταθεροί στην απόφαση μας, και με το Σταυρό μπροστά, και τα όπλα στα χέρια, προτιμάμε να κατεβούμε στους τάφους, χριστιανοί και  ελεύθεροι, παρά να ζήσουμε σκλάβοι, χωρίς θρησκεία, χωρίς  πατρίδα, χωρίς τιμή»!

 

Πώς τολμούν, λοιπόν, όχι μόνο ξένοι προπαγανδιστές, αλλά και κάποιοι ελληνόφωνοι, δήθεν επιστήμονες, να αμφισβητούν την ελληνικότητα, των συγκεκριμένων, και άλλων πολλών καπεταναίων, που ήταν Αρβανίτες, σαν κι εμάς, τους ιδρυτές αυτής της Πόλης;

 

Πώς τολμά, το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, να συνεχίζει το ίδιο, μονότονο, προκλητικό τροπάριο, περί Εθνικής Μειονότητας Αρβανιτών στην Ελλάδα; Πού βασίζεται ο διαρκής πόλεμος, σε βάρος της χώρας μας;

 

Συμπατριώτισσες και Συμπατριώτες,

 

περιμένουμε χρόνια, από τους ταγούς μας, πολιτικούς και πνευματικούς, κοντά δύο αιώνες, να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας, να δώσουν, σ’ αυτό το Λαό, τη δυνατότητα να αντιληφθεί, σε τί οφείλονται τα δεινά κι οι εθνικές καταστροφές, που βιώνει αυτός ο Τόπος.

 

Για να σηκωθούμε, επιτέλους! Να δικαιώσουμε, τους πόθους και τα οράματά μας!

 

Άκρα του Τάφου σιωπή!

 

Ε, λοιπόν, 189 χρόνια μετά, την ώρα που κορυφώνεται η αγωνία μας, για το μέλλον της Ελλάδας, υπερχρεωμένης και περίγελο όλης της οικουμένης, ας γίνουμε εμείς οι σταυροφόροι της αλήθειας!

 

Ας πούμε, ας αντιληφθούμε επιτέλους, ότι όσα διέσωσαν οι προγονοί μας, επί τέσσερις αιώνες, όσα θυσίασαν, οι Έλληνες Επαναστάτες, με απαρχή την άνοιξη του 1821, υποθηκεύτηκαν στο βωμό των δανειστών μας! Δύο δάνεια, του 1824 και του 1825, ύψους δύο εκατομμυρίων, οκτακοσίων χιλιάδων λιρών, ήταν αυτά που υποκίνησαν την εμφύλια διαμάχη, αυτή, που έθεσε σε κίνδυνο, την έκβαση της Επανάστασης του 1821.

 

«Όταν μιλάει ο χρυσός, τα πάντα είναι άχρηστα», έλεγε ο Γκούρας, που από θαρραλέος καπετάνιος, έγινε συνώνυμος της ψυχικής φθοράς που προκλήθηκε, με τα αργύρια των δανείων.

 

«Νόμος και ισχύς οι λίρες των δανείων»! Μ΄ αυτές εξαγοράζονταν οι πάντες! Μ΄ αυτές, οι δανειστές μας, διέφθειραν διαχρονικά, τον κοινοβουλευτισμό και τη διοίκηση! Και το 1825, κηρύχτηκε  η πρώτη πτώχευση!

 

Όταν ανέλαβε η Κυβέρνηση Ζαΐμη, στο ταμείο του αγώνα, βρήκε μόνο 16 γρόσια, δηλαδή, ούτε μια ακέραια λίρα! Χρωστούσαμε ήδη, 2,8 εκατομμύρια λίρες,  από τις οποίες, «στο χέρι», οι Επαναστάτες είχαν πάρει μόνο τις 800 χιλιάδες!

 

Τα άλλα ήταν «έξοδα», «κρατήσεις», για το «κοινωνικό έργο» των Τραπεζιτών, αδελφών Ρικάρντο, από την Αγγλία, και  Ρότσιλντ, από τη Γαλλία. Κι έκτοτε, η Ελλάδα πορεύεται, με εκείνη τη θηλιά στο λαιμό του έθνους!

 

Κρίμα στις θυσίες, των ανώνυμων και επώνυμων αγωνιστών, των άγνωστων ηρώων και των γνωστών καπεταναίων! Η λευτεριά μας, κατάντησε κλοτσοσκούφι των δανειστών μας! Τα οράματά μας, παιχνίδι στα χέρια των διεθνών τοκογλύφων!

 

Δεύτερη χρεωκοπία, το 1843. Τρίτη χρεωκοπία , το 1893. Το 1898, η Ελλάδα, υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο.

 

Από το 1824, ως σήμερα, πορευτήκαμε, με πάνω από 100, εξωτερικά δάνεια κάθε μορφής. Με ληστρική φορολογία στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα! Έρμαιο των δανειστών μας, που έγιναν οι κρυφοί, και καμιά φορά, οι φανεροί εξουσιαστές, αυτού του Τόπου, την ώρα που όλοι εμείς παριστάναμε, πως διαφεντεύουμε την Πατρίδα μας!

 

Σε ποια βαθμίδα της Εκπαίδευσης, τα διδάσκονται αυτά οι νέοι μας; Σε ποια συζήτηση, στα Μέσα Ενημέρωσης ή στο Ναό της Δημοκρατίας μας, αναλύθηκε ποτέ, αυτή, η γάγγραινα του έθνους μας;

 

Σε ποια επέτειο, οι ταγοί μας, μας μίλησαν ξεκάθαρα, για τους λόγους που διαιωνίζουν την ξενοδουλεία και την εξάρτηση; Πότε ξεκίνησε, μια σοβαρή προσπάθεια, να βγούμε από το βούρκο;

 

Ελληνίδες και Έλληνες,

Ασπροπυργιώτισσες και Ασπροπυργιώτες,

 

Αν δεν βάλουμε τέλος, στο φαύλο κύκλο, των θυσιών χωρίς ελπίδα, δε δικαιούμαστε να παριστάνουμε, πως τιμούμε την εξέγερση του 1821. Αυτή, θα παραμείνει αιώνιο σύμβολο, το οποίο θα διδάσκει, στους λαούς όλου του κόσμου, τη δύναμη που κρύβει μέσα του ο Έλληνας, αλλά και την εγκληματική  μαεστρία, με την οποία, το διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο, μας κρατά, φόρου και αίματος υποτελείς, για 189 Χρόνια!

 

Αν θέλουμε, λοιπόν, να λέμε, πως τιμούμε τους ήρωες, που δεν προσκύνησαν τον Τούρκο κατακτητή, για πάνω από τέσσερις αιώνες, έχουμε υποχρέωση να αντιληφθούμε, στις πραγματικές τους διαστάσεις, και το 1821, αλλά και όσα ακολούθησαν!

 

Σήμερα, που πολλαπλασιάζονται οι φόβοι μας για το μέλλον, επιβάλλεται να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους! Να προχωρήσουμε ενωμένοι, με σχέδιο και όραμα!

 

Τιμή στο 1821, σημαίνει πρώτα από όλα, απόφαση να εγερθούμε! Να αποθέσουμε, στο κατώφλι των δύσκολων χρόνων, που έρχονται, όλα τα ελαττώματα, που μας βοήθησαν να αποκτήσουμε!

 

Να εγερθούμε, όποιο κι αν είναι το κόστος! Να αντιμετωπίσουμε την οικονομική τρομοκρατία, που χτυπά την Ελλάδα και τους Έλληνες, που είναι χειρότερη κι από τη δεσποτεία του Σουλτάνου!

 

Η τιμή στου Ήρωες του 1821, επιβάλλει να πούμε «ΟΧΙ»! στην πτώχευση του Λαού μας! «Όχι»! στην εξαθλίωση, των πολλών νεόπτωχων, και στην προκλητική καλοπέραση των νεόπλουτων!

 

Τιμή στους Ήρωες, της εξέγερσης του ΄21, σημαίνει επιτέλους, να διαφεντέψουμε τον Τόπο μας! Αλλά, για να εγερθούμε, θα πρέπει πρώτα, να απαιτήσουμε, να γίνουν ευρύτατα γνωστά, συνείδηση όλων, όσα μας κρατούν στο χείλος του γκρεμού! Για να μας παραδειγματίσουν όλους, και κυρίως , τα παιδιά μας!

 

Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει να εξοστρακίσουμε τους τοποτηρητές, τους εγγυητές των συμφερόντων, αυτών που ρουφούν, κάθε ικμάδα της Ελλάδας, και το αίμα του Ελληνικού Λαού! Αυτούς, που καλλιεργούν την πνευματική σύγχυση, που μας αποκόπτουν μεθοδικά από τις ρίζες μας, τους εθνομηδενιστές, τους υπαλλήλους της «νέας τάξης»!

 

Αδέλφια Ασπροπυργιώτες,

Έλληνες και Ελληνίδες,

 

Τούτη, τη μέρα της εθνεγερσίας, ας είναι η απαρχή, για να πάψουμε να αναλωνόμαστε, σε ζήτω και γεια μας! Αν τιμούμε, αυτούς που προετοίμασαν τον Εθνικό ξεσηκωμό, έχουμε υποχρέωση, να απαιτήσουμε μιαν άλλη Παιδεία! Να χτίσουμε μιαν άλλη Πολιτεία! Με θεμέλιο την αλήθεια, την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά! Να προασπισθούμε τις λαϊκές κατακτήσεις! Να υποχρεώσουμε, σε αναλογική συμμετοχή στις θυσίες, όλους αυτούς που θησαύρισαν, σε βάρος του απλού, του εργαζόμενου Έλληνα, ξεπουλώντας την ψυχή τους στο διάβολο,  κι υπονομεύοντας την υπόσταση της  Χώρας μας !

 

Τιμή στο ορόσημο 1821, σημαίνει επίσης: Να αποδοκιμάσουμε, κάθε σχέδιο εξόντωσης του κοινοτισμού μας, κάθε προσπάθεια υπονόμευσης της τοπικής Δημοκρατίας, κάθε προσπάθεια μετατροπής της, σε κακέκτυπο του σκληρού, του απάνθρωπου και απόμακρου κράτους μας! Να πολεμήσουμε, κάθε ψεύτικο άλλοθι, που επιχειρεί να δικαιολογήσει, να ρίξει αλλού τις ευθύνες, για το θάνατο της διοικητικής λειτουργίας της χώρας!

 

Να σταθούμε, μαχητικά, με αποφασιστικότητα και ορμή,

απέναντι στους αποδομητές της Δημοκρατίας και της Κοινωνίας μας! Στους «πλασιέ της υποτέλειας»! Τους διαμορφωτές της παρακμής αυτού του τόπου, τους βιαστές της ψυχής του Λαού μας!

 

Χρόνια μας ποτίζουν δηλητήριο! Χρόνια εργάζονται, από το χώρο της Παιδείας, για να μην υπάρξει περίπτωση έγερσης, δικής μας ή των παιδιών μας! 189 χρόνια, ας αναλογιστούμε πού μας κατάντησαν, αυτοί που μας οδηγούν, κι εμείς που τους χειροκροτούμε: Οι κόποι κι οι θυσίες του Λαού μας, όχι μόνο δεν πιάνουν τόπο, αλλά κάθε μέρα που περνά, οι οφειλές της Πατρίδας μας, γιγαντώνονται!

 

Αν πράγματι, λοιπόν, τα ινδάλματα μας είναι, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Τζαβέλας, ο δικός μας, ο Καπεταν-Μελέτης Βασιλείου, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, ας κάνουμε πράξη τις επιταγές τους! Ας διδαχτούμε, και από τα κατορθώματά τους, αλλά και από τα λάθη τους!

 

Την ώρα που οι δανειστές μας, μαζί με κάποιους ελληνώνυμους συνεργάτες τους, οραματίζονται την αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την Ελλάδα, φόρου υποτελή και επαρχία της, την ώρα που ουδείς ταράζεται, ούτε στη θέα των τουρκικών πολεμικών πλοίων, που εδώ και πολλούς μήνες, έφτασαν να «κόβουν βόλτες» έξω από το Σούνιο, εμείς, έχουμε υποχρέωση, να θυμηθούμε το «Γέρο του Μωριά», και να βροντοφωνάξουμε, να κάνουμε πράξη, το: «φωτιά και τσεκούρι, στους προσκυνημένους»!

 

Μακάρι, αδέλφια Συμπατριώτες, να βρούμε τη δύναμη, μέσα από το διάλογο με τους Ήρωές μας, κι από σήμερα, να επαναλαμβάνουμε διαρκώς, να κάνουμε πράξη τους στίχους του μεγάλου μας ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, δείχνοντας το στήθος μας: «Σε τούτα εδώ, τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δεν πιάνει! Μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στ΄ αγεριού το πόδι»!

 

Το χρωστάμε στο γένος μας, στους αγωνιστές της Τουρκοκρατίας, στους Λευτερωτές μας, του ΄21, σε όλους όσους έπεσαν μαχόμενοι, στους αγώνες της Πατρίδας, και κυρίως, το χρωστάμε στα παιδιά μας!

 

Εμπρός, λοιπόν, Συμπατριώτες, ασυμβίβαστα, συνειδητά, με πάθος, εμπρός, για της γενιάς μας το ΄21!»

 

Posted in Ελλάδα, Ιστορία | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Τα ψέματα και οι αλήθειες για το χρέος

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 26 Μαρτίου 2010

του Δημήτρη Καζάκη – Δημοσιεύτηκε στο «Ποντίκι» στις 25/3/2010 

 Η χρεωκοπία της χώρας είναι δεδομένη. Όχι γιατί την επιδιώκουν κάποιοι καταχθόνιοι και σκοτεινοί κερδοσκόποι, αλλά γιατί το κράτος και η οικονομία της χώρας δεν μπορεί πια να σηκώσει το βάρος της εξυπηρέτησης των δανείων. Αυτή είναι η αλήθεια που κρύβει συστηματικά η κυβέρνηση από τον ελληνικό λαό.

 

Ο κ. Παπανδρέου μιλώντας στη 8η Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ στις 20/3, διαβεβαίωνε: «Να είναι όλοι βέβαιοι, να είναι ακόμα πιο βέβαιοι οι διάφοροι καλοθελητές, που καθημερινά διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις για τη χώρα μας, με προφανείς σκοπιμότητες: Η Ελλάδα δεν θα χρεοκοπήσει. Δεν θα την αφήσουμε να χρεοκοπήσει.» Η δήλωση αυτή μοιάζει εξαιρετικά με μια άλλη ιστορική δήλωση, του Ελευθερίου Βενιζέλου, όταν σε διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, διαβεβαίωνε κι αυτός: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπική διαβεβαίωσιν, ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσουμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επακολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως.»

 Την εποχή εκείνη είχαν ανακαλύψει μια άλλη νομισματική πανάκεια για τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, την οποία αντί για ευρώ ονόμαζαν χρυσή δραχμή. Για να στηριχθεί το «ισχυρό νόμισμα» της Ελλάδας που ήταν κλειδωμένο με την χρυσή Αγγλική λίρα, ξεπουλήθηκε κυριολεκτικά το σύμπαν. Όλες οι υποδομές της χώρας δόθηκαν σε ξένες εταιρείες (Ούλεν, Πάουερς, κλπ.) ενώ η χρυσή δραχμή χρηματοδοτήθηκε αδρά με πληθώρα δανείων.

 

Για να στηριχθεί η χρυσή δραχμή και το πρόγραμμα δημόσιου δανεισμού εφαρμόστηκε σκληρή λιτότητα με την κατάργηση κάθε κοινωνικής δαπάνης. Η μόνη κοινωνική πρόνοια που απέμεινε στη χώρα ήταν τα λαχεία και τα λαϊκά συσσίτια των φιλανθρωπικών σωματείων. Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευαν καθημερινά δεκάδες θανάτους από την πείνα. Το κράτος προκειμένου να συνεχίσει τη στήριξη της χρυσής δραχμής και να πληρώνει τα τοκοχρεωλύσια των δανείων του, έκλεινε τα δημόσια σχολεία, δημοτικά και γυμνάσια και απέλυε δασκάλους και καθηγητές. Το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων κλήθηκε να καταβάλει με τη βία έως και το 50% των αποδοχών του. Πολλοί απ’ αυτούς απολύθηκαν. Απαγορεύτηκε ο συνδικαλισμός στους δημοσίους υπαλλήλους και οι απεργίες στους εργάτες, ενώ οι διαδηλώσεις κηρύχθηκαν παράνομες.

 

Η Ελλάδα είχε τεθεί υπό διπλή κηδεμονία, όχι μόνο του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που είχε εγκατασταθεί ήδη από το 1898, ως αποτέλεσμα της χρεωκοπίας επί Τρικούπη το 1893 και του ελληνοτουρκικού πολέμου της ντροπής του 1897, αλλά καιτης Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα των δανειστών της χώρας, απαιτούσε να χυθεί αίμα. Οι κυβερνήσεις της χώρας, ως τυφλά και πειθήνια όργανα της κηδεμονίας, εκτελούσαν με υπερβάλλοντα ζήλο τις έξωθεν εντολές. Το αποτέλεσμα μπορεί εύκολα να το φανταστεί κανείς. Λίγους μόνο μήνες μετά από τη διαβεβαίωση του Βενιζέλου η χρυσή δραχμή συντρίφτηκε και η χώρα κήρυξε επίσημα την χρεωκοπία της λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών της. Με το χρεωστάσιο η χώρα παραδόθηκε στο έλεος των δανειστών της. Προκειμένου αυτοί να πάρουν τα λεφτά τους έφεραν ξανά στη χώρα το βασιλιά, που είχε εκδιωχθεί το 1922 και βοήθησαν να ανοίξει ο δρόμος για το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά.

 Όπως σήμερα, έτσι και τότε, οι λόγοι που οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες έφεραν την ευθύνη για τη χρεωκοπία της χώρας,επικαλούνταν για να δικαιολογηθούν ήταν η «ατάσθαλος οικονομική πολιτική» του κράτους. Κι όπως σήμερα με το ευρώ, έτσι και τότε, κάθε σκέψη για εγκατάλειψη της χρυσής δραχμής ισοδυναμούσε με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Μόνο που οι σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί ήρθαν από την προσπάθεια διάσωσης του «ισχυρού νομίσματος». Προκειμένου λοιπόν να διασωθεί το «ισχυρό νόμισμα» ας πέθαινε η χώρα και ο λαός της.

 Μάλιστα, μέχρι και ειδικό ταμείο ιδρύθηκε το 1930 για την στήριξη της δραχμής, ανάλογο με αυτό του κ. Πετσάλνικου σήμερα. Το ταμείο αυτό οργάνωνε δεξιώσεις στα καλά σαλόνια των Αθηνών και καλούσε τις κυρίες του καλού κόσμου να δώσουν κοσμήματα και ότι άλλο πολύτιμο έχουν «δια την εθνικήν υπόθεσιν». Η εξέλιξη ήταν προβλέψιμη. Κάποιοι αετονύχηδες καταχράστηκαν το ταμείο, λίγο πριν κηρυχθεί το επίσημο χρεωστάσιο και κατέφυγαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής για να ζήσουν τη ζωή τους εις υγείαν των κορόιδων.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται…

 Ένα παρόμοιο σκηνικό βλέπουμε να στήνεται και σήμερα προκειμένου να παραδοθεί η χώρα και ο λαός της στο έλεος των δανειστών και των αγορών. Οι ίδιες λογικές, οι ίδιες δικαιολογίες, οι ίδιες πρακτικές, τα ίδια αποτελέσματα. Τι συνέβη όμως και βρεθήκαμε ξανά σαν χώρα σε κατάσταση χρεωκοπίας; Ο πίνακας που παραθέτουμε είναι αποκαλυπτικός.

 Σύμφωνα μ’ αυτόν οι πληρωμές για τα δάνεια που έχουν συνάψει οι κυβερνήσεις της χώρας εκτινάχθηκαν από 23,8 δις ευρώ το 2000 στα 84,2 δις ευρώ το 2009. Δηλαδή από το 17,4% του ΑΕΠ της χώρας το 2000, στο 35% του ΑΕΠ το 2009! Μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος η οικονομία της χώρας; Και βέβαια όχι. Εδώ βρίσκεται το όλο πρόβλημα. Όταν η χώρα έχει φτάσει να ξοδεύει το 140% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού σε εξυπηρέτηση του δανεισμού της, είναι προφανές ότι βρίσκεται σε κατάσταση χρεωκοπίας, είτε το θέλει, είτε δεν το θέλει, είτε το γνωρίζει, είτε όχι.

 Που οφείλεται αυτός ο δανεισμός; Η συνηθισμένη δικαιολογία είναι το σπάταλο κράτος. Από τον πίνακα όμως βλέπουμε ότι η συμμετοχή των κρατικών ελλειμμάτων στο δημόσιο δανεισμό είναι ασήμαντη. Την τελευταία δεκαετία το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε συνολικά σε εξυπηρέτηση δανείων πάνω από 450 δις ευρώ και δανείστηκε εκ νέου σχεδόν 486 δις ευρώ. Απ’ αυτόν τον νέο δανεισμό μόλις το 3,1% κατά μέσο όρο πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όλα τα υπόλοιπα πήγαν στην αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους.

 Ακόμη και για το 2009, όπου το δημόσιο έλλειμμα έφτασε τα 17,1 δις, ο νέος δανεισμός του δημοσίου ξεπέρασε συνολικά τα 85,2 δις ευρώ. Με άλλα λόγια το δημόσιο έλλειμμα συνέβαλε στο νέο δανεισμό του δημοσίου μόνο κατά 20%. Επομένως, προς τι τα μέτρα και η λιτότητα για να περιοριστεί το δημόσιο έλλειμμα; Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν περιορισθεί το δημόσιο έλλειμμα, όσο κι αν σφίξουν το ζωνάρι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όσο κι αν περιοριστούν οι κρατικές δαπάνες, όσους φόρους κι αν μαζέψουν οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του κράτους, δεν πρόκειται να αναχαιτισθεί το δημόσιο χρέος. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις το δημόσιο χρέος της χώρας θα εκτιναχθεί έως το 2012 στα 350 δις ευρώ, δηλαδή στο 135% του ΑΕΠ. Πράγμα που σημαίνει ότι η ετήσια εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει το 40% του ΑΕΠ. Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι όλα τα μέτρα της κυβέρνησης θα αποδώσουν τα αναμενόμενα. Πράγμα φυσικά πολύ αμφίβολο.

 Γιατί η κυβέρνηση που διαρρηγνύει υποκριτικά τα ιμάτιά της για τους μισθούς και τις συντάξεις που πληρώνει το δημόσιο, δεν λέει κουβέντα για τον φόρο αίματος που πληρώνει η χώρα στους δανειστές της; Για λόγους σύγκρισης και μόνο, αξίζει να σημειώσουμε ότι το σύνολο των αμοιβών και συντάξεων που πληρώνει το κράτος στους δημόσιους υπαλλήλους ανήλθε το 2009 στα 25,5 δις ευρώ, δηλαδή στο 10,6% του ΑΕΠ της χώρας. Ολόκληρο το ποσό αυτό φτάνει μόλις στο 31% του συνόλου των εξόδων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού τον ίδιο χρόνο. Τι περιμένει λοιπόν να αποκομίσει η κυβέρνηση από τη λιτότητα, εκτός από την εξουθένωση των εργαζομένων και της κοινωνίας;

 

Προς τα πού βαδίζουμε;

 

Για να καταλάβουμε τι σημαίνει η επιβάρυνση από την εξυπηρέτηση του χρέους και πόσο ανατροφοδοτεί την έξαρση του δημόσιου χρέους, αρκεί να πούμε το εξής: Την τελευταία δεκαετία (2000-2009) το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους δανειστές του πάνω από 450 δις ευρώ. Παρ’ όλα αυτά το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν συγκρατήθηκε, αλλά αυξήθηκε την ίδια δεκαετία σχεδόν 155 δις ευρώ! Ενώ τα επόμενα δύο χρόνια, με τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις, το ελληνικό δημόσιο θα κληθεί να πληρώσει συνολικά πάνω από 180 δις ευρώ για εξυπηρέτηση ενός διαρκώς αυξανόμενου χρέους. Πώς είναι δυνατό να συνεχιστεί αυτή αιμορραγία χωρίς να οδηγηθεί η χώρα στη διάλυση και η κοινωνία στην ανέχεια;

 

Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δανεισμού και δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή που της έχουν εφαρμόσει οι δανειστές της με την συνεπικουρία της ΕΕ.Όσο για το ποιος φταίει για την κατάσταση, δεν έχει παρά να κοιτάξει κανείς τα ελλείμματα στην παραγωγή, το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και την τεράστια διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 2009 (με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΔΝΤ) έχουν βγει από την Ελλάδα πάνω από 200 δις δολ. που έχουν τοποθετηθεί σε κάθε είδους κερδοσκοπία (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) του εξωτερικού! Ποιοι τα έβγαλαν από την Ελλάδα; Οι δημόσιοι υπάλληλοι; Κι από πού βγήκαν αυτά; Προφανώς από τη λεηλασία της χώρας, από τα υπερκέρδη των μονοπωλίων, των καρτέλ και των τραστ, που φρόντισαν να διογκώσουν με τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων, των ανοιχτών αγορών και της απορρύθμισης όλες οι κυβερνήσεις.

 

Μάλιστα, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, στα τέλη του 2009 υπήρχαν ως καταθέσεις κατοίκων της Ελλάδας σε τράπεζες του εξωτερικού 15 δις ευρώ. Αναλογικά με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες με τις περισσότερες καταθέσεις κατοίκων της σε τράπεζες του εξωτερικού. Οι ιδιοκτήτες αυτών των λογαριασμών δεν είναι περισσότεροι από 3.000. Αν είχαμε την ευκαιρία να ακτινοσκοπήσουμε τους λογαριασμούς αυτούς θα ανακαλύπταμε τηναφρόκρεμα του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου της χώρας. Πρόκειται για μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που δεν της καίγεται καρφί για το τι θα απογίνει η χώρα.

 

Όταν μιλάμε για κέρδη και υπερκέρδη, αρκεί να πούμε ότι σύμφωνα με τους National Accounts της Eurostat, σε κάθε 1000 ευρώ νέα προϊόντα και υπηρεσίες (δηλαδή προστιθέμενη αξία) που παρήγαγε ετήσια η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία, τα 560 ευρώ μετατράπηκαν σε επιχειρηματικό κέρδος και μόλις τα 350 σε αποζημίωση των εργαζομένων. Στην ΕΕ η αντίστοιχη κατανομή είναι 360 υπέρ του επιχειρηματικού κέρδους και 550 υπέρ της εργασίας! Η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση μέσα στην ΕΕ ως προς το μερίδιο του προϊόντος της που νέμεται το επιχειρηματικό κέρδος, το οποίο το 2008 (για το οποίο διαθέτουμε στοιχεία) έφτασε στο ύψος ρεκόρ του 59,5%. Πίσω της ακολουθεί η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Ιρλανδία, κοκ.

 

Το ελληνικό κράτος υπήρξε εξ ιδρύσεώς του σπάταλο, διεφθαρμένο και βαθύτατα παρασιτικό. Κι αυτό γιατί οικοδομήθηκε για να εξυπηρετήσει μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία το αξιοποίησε για να λεηλατήσει τη χώρα και το λαό της. Ο δανεισμός ήταν εξυπαρχής ένας από τους πιο προσοδοφόρους τρόπους για να χρηματοδοτηθεί αυτή η λεηλασία. Έτσι προέκυψαν και οι απανωτές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους. Υπολογίζεται ότι από τα 170 χρόνια του επίσημου ελληνικού κράτους έως το τέλος του 20ου αιώνα, η χώρα βρέθηκε σε κατάσταση πτώχευσης στα 50 από αυτά. Η τελευταία επίσημη πτώχευση ήταν αυτή του 1932. Και τότε ο λαός ήξερε πολύ καλά ότι οι κυβερνήτες της χώρας που την οδήγησαν στην χρεωκοπία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα σώμα πολιτικών «επαγγελματιών επιδιωκόντων ατομικά συμφέροντα και εξαγοραζομένων υπό των διαφόρων αναδόχων εταιριών, της δωροδοκίας διενεργουμένης δια του εις το Χρηματιστήριον διεξαγομένου παιγνιδίου, όπερ πράκτορες καθωδήγουν εκ των διαδρόμων της βουλής», όπως έγραφε εκείνη την εποχή ο επιφανής ιστορικός Π. Καρολίδης.

 

Σήμερα βαδίζουμε ολοταχώς προς μια νέα επίσημη πτώχευση. Κι αυτό γιατί φαίνεται αδιανόητο στην κυβέρνηση της χώρας, όπως έγινε και σε ανάλογες εποχές παλιότερα, να αμφισβητήσει την εξάρτηση της χώρας από τους δανειστές και τις διεθνείς αγορές. Φαίνεται αδιανόητο στην κυβέρνηση να προτάξει το συμφέρον της χώρας και του λαού της, έναντι των συμφερόντων των αγορών, των τραπεζών και των ισχυρών της ΕΕ. Κι έτσι όλοι μαζί έχουν δρομολογήσει για τη χώρα μια ακόμη καταστροφική πτώχευση. Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης είναι το πώς θα τεθεί η χώρα υπό κηδεμονία προκειμένου οι διεθνείς τοκογλύφοι και οι αγορές να κατασχέσουν και να δημεύσουν ότι μπορούν. Οι συζητήσεις στην ΕΕ, οι κινήσεις της κυβέρνησης και τα πακέτα των μέτρων, αφορούν στην προετοιμασία του εδάφους και στην τελική μορφή που θα πάρει η επίσημη μετατροπή της χώρας σε αποικία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό θα γίνει υπό την κηδεμονία της ΕΕ, του ΔΝΤ, ή ενός συνδυασμού και των δυό; Θα γίνει με το ευρώ, με την επιστροφή σ’ ένα ελεγχόμενο και πληθωριστικό εθνικό νόμισμα, ή με την επιβολή διπλού νομίσματος; Όλα αυτά δεν είναι παρά λεπτομέρειες που υπηρετούν την ίδια βασική κατεύθυνση, την ίδια πορεία προς την επίσημη πτώχευση και δήμευση της χώρας.

 

Posted in Ελλάδα | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Μια απάντηση στο Focus

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 25 Μαρτίου 2010

από τον Γιάννη Καψή

 Η επιστολή του δημοσιογράφου και πρώην υπουργού εξωτερικών (1982-1989) Γιάννη Καψή στο γερμανικό περιοδικό Focus, χωρίς κανένα σχόλιο: «Κύριε διευθυντά Θα ήθελα να συγχαρώ τούς συναδέλφους του περιοδικού σας για την τόσο επιτυχημένη προβοκάτσια τους με το περιβόητο πλέον, εξώφυλλο σας. Κατόρθωσε να παρασύρει τους αδιόρθωτα παρορμητικούς συμπατριώτες μου, σε συναισθηματικές αντιδράσεις, αδιανόητες για ένα καθεστώς ελευθερίας του Τύπου (;) και ν’ αποτρέψει μια ψύχραιμη απάντηση στην πραγματική πρόκληση ότι «ο Γερμανός φορολογούμενος δεν θα βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη για να βοηθήσει τους ‘Έλληνες». Δεν θα αμφισβητήσω τις βαρύτατες ευθύνες όλων των κατοίκων αυτής της χώρας και την υποχρέωση μας να προχωρήσουμε σε οδυνηρές θυσίες για την ανασύνταξη της οικονομίας μας. Ούτε είμαι απ’ αυτούς που θέλουν να βάλει ο Γερμανός φορολογούμενος το χέρι στην τσέπη για να μας βοηθήσει. Θα μου αρκούσε να βγάλει ο Γερμανός εταίρος το χέρι του, που έχει χωθεί βαθύτερα,από την δική μου τσέπη και λεηλατεί την ελληνική Οικονομία όπως συνέβη και κατά την ναζιστική κατοχή- λεηλασία για την οποίαν μας οφείλετε ακόμη τις περιβόητες πολεμικές επανορθώσεις. Θα σας θυμίσω ότι την παραμονή της εισδοχής μας στην ευρωζώνη η ισοτιμία της δραχμής προς το μάρκο ήταν 174:1, αλλά η ισοτιμία δραχμής:ευρώ ορίσθηκε σε 340,75:1 που σημαίνει ότι η αγοραστική αξία του μάρκου, στην Ελλάδα, τριπλασιάσθηκε. Υπεραπλουστευμένα, εάν ο Γερμανός φορολογούμενος– που σήμερα αρνείται και ορθά, να βάλει το χέρι στην τσέπη– αγόραζε ένα κιλό λάδι με ένα μάρκο την επομένη με το ίδιο μάρκο, που είχε βαφτίσει ευρώ, αγόραζε τρία κιλά λάδι περίπου. Πως έγινε αυτό; Θα συνιστούσα να μην επιδιώξετε δικαστική διερεύνηση γιατί στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν θα καθόντουσαν μόνον Έλληνες. Το αποτέλεσμα έχει σημασία. Σήμερα το γερμανικό κεφάλαιο έχει εξαγοράσει το 38% της παραγωγικής βάσης της Ελλάδας, χωρίς να υπολογίσουμε την γιγαντιαία εξαγορά του ΟΤΕ από την D.T. ενώ υφιστάμεθα διάφορους εκβιασμούς όπως ν’ αγοράσουμε τα ελαττωματικά υποβρύχιά σας. Η προβοκάτσια, λοιπόν, του περιοδικού σας επέτυχε. ‘Ένα μόνον λάθος έγινε, γεγονός που με κάνει ν’ ανησυχώ προσωπικά. Αυτό το «απατεώνες» και «αλήτες» μου θύμισε τον στίχο του νομπελίστα μας Ελύτη για την μεγάλη εξέγερση την ημέρα της εθνικής μας επετείου το ’43. Απέναντι στα μουσκέτα του κατακτητή γράφει, στάθηκαν «παιδιά με γυμνά γόνατα, που τους έλεγαν αλήτες». Συγγνώμη που το θυμήθηκα, αλλά ήμουν ένας από τους «αλήτες» εκείνους. Δεν μνησικακώ. Προσωπικά γλίτωσα με ένα σημάδι στο πετσί μου. Ο διπλανός μου τέλειωσε στο Άουσβιτς. Δεν μνησικακώ. Ανησυχώ.. Γιάννης Καψής Δημοσιογράφος-πρώην υπουργός των εξωτερικών και… αείποτε «αλήτης».

Αναρτήθηκε από antonispapagiannis.blogspot.com

Posted in Ελλάδα | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Παραβιάζουν τα χωρικά ύδατα και άλλων χωρών οι Τούρκοι και ιδού πως αντιμετωπίζονται (video)

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 25 Μαρτίου 2010

 Με αφορμή τις πρόσφατες συνεχόμενες τουρκικές ναυτικές προκλήσεις στον αργοσαρωνικό και την απορία που αρκετοί εξέφρασαν για το τι θα μπορούσε να πράξει το Πολεμικό Ναυτικό για τη συμμόρφωση των υπερφίαλων τούρκων κυβερνητών των συνολικά 7 πολεμικών πλοίων που αποφάσισαν να διασχίσουν το Στενό του Καφηρέα, θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε στο πρόσφατα παρελθόν και να δούμε δύο περιστατικά που σημάδεψαν τις ουκρανο-τουρκικές σχέσεις.

Πιο συγκεκριμένα στα μέσα Ιανουαρίου του 1998, δεκαεπτά τουρκικά αλιευτικά πλοία εντοπίστηκαν από τρία σκάφη της ουκρανικής Ακτοφυλακής να ψαρεύουν στην περιοχή των ρουμανο-ουκρανικων θαλάσσιων συνόρων, εντός της ΑΟΖ της Ουκρανίας.

Παρά τις προειδοποιήσεις των σκαφών της ουκρανικής Ακτοφυλακής, τα τουρκικά αλιευτικά συνέχισαν να μην υπακούν στις υποδείξεις τους, ενώ ξεκίνησαν να εκτελούν επικίνδυνους ελιγμούς. Ως αποτέλεσμα αυτής της στάσης των τουρκικών αλιευτικών, τα σκάφη της ουκρανικής Ακτοφυλακής άνοιξαν προειδοποιητικό πύρ κατά των τουρκικών αλιευτικών με σκοπό να τα αναγκάσουν να σταματήσουν.

Την ίδια στιγμή ένα από τα τουρκικά αλιευτικά κατά τη διάρκεια επικίνδυνων  χτύπησε ένα σκάφος της ουκρανικής Ακτοφυλακής που βρισκόταν κοντά του. Αποτέλεσμα αυτών των επικίνδυνων «παιχνιδιών» ήταν ο θάνατος δύο τούρκων ψαράδων οι οποίοι έπεσαν στην θάλασσα από το σκάφος, ενώ επτά ακόμη ψαράδες διεσώθησαν αργότερα από την ουκρανική Ακτοφυλακή.

Ο Τούρκος Πρέσβης στην Ουκρανία Alp Karaosmanoglu αναγνώρισε ότι τα τουρκικά σκάφη ψάρευαν εντός της ουκρανικής ΑΟΖ, αλλά όπως δήλωσε η χρήση βίας για κάτι τέτοιο ήταν υπερβολική και μη αποδεκτή. Ακολούθησε νότα διαμαρτυρίας στο ουκρανικό ΥΠΕΞ στην οποία ανέφερε ότι «η Τουρκία θα διατηρήσει το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την απώλεια ζωών και υλικού».

Δύο χρόνια αργότερα η σύγκρουση της ουκρανικής Ακτοφυλακής και των Τούρκων ψαράδων έλαβε νέες, πιο δραματικές διαστάσεις αυτή τη φορά, αφού στις 22 Μαρτίου 2000, σε παρόμοια αντιπαράθεση μεταξύ των Τούρκων ψαράδων και της ουκρανικής Ακτοφυλακής, ένα σκάφος της τελευταίας άνοιξε πυρ κατά τεσσάρων τουρκικών αλιευτικών, βυθίζοντας ένα από αυτά και συλλαμβάνοντας τα πληρώματα τους.

Τα τουρκικά αλιευτικά ψάρευαν εντός των χωρικών υδάτων της Ουκρανίας κοντά στη νήσο Zmiiny (ή αλλιώς νήσος των Φιδιών) 410 χλμ από την πλησιέστερη τουρκική ακτή και μόλις 36 χλμ από τις ακτές της Ουκρανίας, με αποτέλεσμα η ουκρανική Ακτοφυλακή να αναγκαστεί να τους ζητήσει να απομακρυνθούν. Τα τουρκικά πλοία δεν απεχώρησαν και ακολούθησε καταδίωξη, η οποία συνοδεύτηκε από ρίψη φωτοβολίδων και τελικά χρήση αληθινών πυρών.

Αποτέλεσμα της χρήσης αληθινών πυρομαχικών ήταν η βύθιση ενός από των αλιευτικών, ο θάνατος ενός Τούρκου ψαρά και ο τραυματισμός ενός ακόμα. Τα πληρώματα των τουρκικών αλιευτικών συνελήφθηκαν από την ουκρανική Ακτοφυλακή και μεταφέρθηκαν στην Ουκρανία για τα περαιτέρω. Σύμφωνα με αναφορές της ουκρανικής Ακτοφυλακής από τον Φεβρουάριο του 2000 μέχρι και τον Μάρτιο του 2000 εκατόν πενήντα τουρκικά αλιευτικά είχαν εισέλθει παράνομα στα ουκρανικά ύδατα.

Το συμπέρασμα είναι ένα και απλό. Η τότε ουκρανική κυβέρνηση δεν φοβήθηκε να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα παρά το γεγονός ότι χώρα αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Οι Ουκρανοί απέδειξαν ότι έχουν κράτος και δεν φοβήθηκαν να εφαρμόσουν το Διεθνές Δίκαιο, έδειξαν αποφασιστικότητα αφού είχαν το δίκιο με το μέρος τους. Αναμφίβολα η χρήση βίας θα πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή για μία χώρα. Όμως κάποιες φορές αν δεν υπάρξει αντίδραση το αποτέλεσμα που θα ακολουθήσει μπορεί να είναι χειρότερο από αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε με την αποφυγή της χρήσης βίας.   
 
Όσον αφορά τα παραπάνω γεγονότα για του λόγου το αληθές ακολουθεί το video από τη τελευταία ουκρανο-τουρκική  θαλάσσια αντιπαράθεση.

http://www.youtube.com/watch?v=d4QIOejVbos&feature=player_embedded (video)

δημοσιεύτηκε στο defencenet.gr

 

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Τουρκία | Με ετικέτα: | 1 Comment »

ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Μαρτίου 2010

του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Τις προάλλες έβλεπα μια συζήτηση στην κρατική τηλεόραση για τα μέτρα. Τέσσερις συνομιλητές, “μεσαιομεγάλα” ονόματα, ανάμεσά τους και ένας από τους αρχιτέκτονες του “βρώμικου ‘89”, συμφωνούσαν με την κυβέρνηση. Διερωτήθηκα μήπως έπρεπε να φωνάξουν και κάποιον που διαφωνεί, έτσι για τα μάτια του κόσμου βρε αδερφέ, μπορεί και να αυξανόταν η τηλεθέαση.

Δεν μούκαναν εντύπωση οι ασήμαντες εξυπνάδες που έλεγαν. Κάτι άλλο μούκανε εντύπωση. Δεν νοιάζονταν. Μιλούσαν για τη χώρα τους (;), τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών της, που κινδυνεύει να καταστραφεί. Το μόνο που τους ενδιέφερε όμως ήταν να εκστομίσουν μια “έξυπνη” ατάκα. Δεν αγνοούσαν μόνο το θέμα τους, αγνοούσαν και σε ποια χώρα ζουν και τι θα της συμβεί. Αγνοούσαν επίσης ότι κινδυνεύουν να θαφτούν κάτω από τη λάσπη των ελληνικών ερειπίων.

Χαρακτηριστικό των μεγάλων δομικών κρίσεων είναι η αδυναμία των ιθυνόντων στρωμάτων να αντιληφθούν το βάθος τους και να προτείνουν λύσεις. ¨Όπως οι βουλευτές, που εξακολουθούν να πραγματοποιούν ρουσφετολογικές προσλήψεις και να μην περιορίζουν τις αμοιβές των υπαλλήλων τους. Προφανώς δεν καταλαβαίνουν ότι ίσως αύριο να μην μπορούν να περπατάνε στον δρόμο.

Λιγότερο ή περισσότερο βολεμένοι, μπορούμε να καταδικάζουμε όσο θέλουμε τον ξυλοδαρμό του φίλου Παναγόπουλου, οι καταδίκες μας όμως δεν θα τον εμποδίσουν να αποδειχθεί μόνο η αρχή. Η αγανάκτηση και οργή που συσσωρεύονται γρήγορα στα έγκατα της κοινωνίας θα τα προκαλέσουν νομοτελειακά αυτά. Πόσο μάλλον που, τα φυσιολογικά αυτά και πολύ υγιή συναισθήματα, δεν μπορούν να βρουν καμία διέξοδο σε ένα χρεωκοπημένο πολιτικό-κομματικό σύστημα που μεταβλήθηκε, περιμένοντας τον νεκροθάφτη του, στη μεγάλη πληγή της χώρας.

Κοιμήθηκα με τη ΝΕΤ, ξύπνησα με γνωστό σχολιαστή μεγάλου ιδιωτικού ραδιοφώνου, που βάζει όλο το αναμφισβήτητο ταλέντο του στην υπηρεσία του εργοδότη του και του νεοφιλελευθισμού. Ε ρε και τι έσερνε στους δημοσίους υπαλλήλλους, αλλά και στη ΝΔ, επί των ημερών της οποίας, έλεγε, διογκώθηκε το δημόσιο. Υπήρχε βέβαια μια μικρή λεπτομέρεια που ο ίδιος δεν ανέφερε και οι ακροατές αγνοούσαν. Αυτός ο λαύρος ”κοινωνικός κριτής” διόρισε την άνευ καταλλήλων προσόντων σύζυγό του, με ικανοποιητικότατες αποδοχές, σε δημόσιο οργανισμό, το τελευταίο διάστημα της ΝΔ! Μετά το 1990, το θράσος έγινε η κυριαρχούσα αρετή σημαντικού τμήματος της ελληνικής δημοσιογραφίας. ¨Όπως και η ξετσιπωσιά, το ότι κανείς δεν ντρέπεται πια, κορυφαία εκδήλωση της εθνικής παρακμής.

Ποτέ δεν πολυσυμπάθησα τους δημοσίους υπαλλήλους και, όπως όλοι, έχω άπειρες φορές βλαστημήσει στις επαφές μου με το κράτος. Αγανακτώ όμως με αυτούς που τους κάνουν τώρα εξιλαστήρια θύματα, διοχετεύουν τερατωδίες εις βάρος τους και επιχειρούν να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες και να εκτονώσουν την οργή των εργαζομένων του ιδιωτικού στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα.

Τι θέλει π.χ. να μας πει ο κ. Πρόεδρος του ΣΕΒ που, κάθε λίγο και λιγάκι, υποστηρίζει ότι χρεωκόπησε το κράτος, αλλά υγιαίνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με όλο τον σεβασμό, δεν είμαστε τουρίστες. Ξέρει πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα που δεν χρηματοδοτήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από το κράτος; Που δεν εκμεταλλεύθηκαν την αποδιοργάνωση και τη διαφθορά του; Προφανώς τη λειτουργία του κράτους δεν την καθόρισε ιστορικά η νοοτροπία των κλητήρων του. Τη νοοτροπία των κλητήρων καθόρισαν οι ανάγκες των πολιτικο-οικονομικών ιθυνόντων. Κι ας μη γελιέται ο κ. Πρόεδρος: όταν μια χώρα χρεωκοπεί, χρεωκοπούν όλοι, και χρεωκοπούν τόσο πιο γρήγορα, όσο λιγότερο το καταλαβαίνουν.

Στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ μια υπάλληλος τοποθετήθηκε σε κρίσιμη θέση. Ο προϊστάμενός της της εξήγησε ότι μπορεί να παίρνει εικονικά έξοδα μετακινήσεων. Εκείνη αρνήθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν να μην ησυχάσει επί δύο χρόνια, πόσο μάλλον που ο προϊστάμενος ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού. Με αφορμή και πολλές ανάλογες περιπτώσεις, είπα μια μέρα σε ένα φίλο ότι η “ταξική πάλη” στην Ελλάδα, εκείνα τα χρόνια, ήταν σύγκρουση μεταξύ δύο κατηγοριών “πρασινοφρουρών”, των παληότερων και ιδεολογικότερων στελεχών του ΠΑΣΟΚ και των καιροσκόπων που το πλημμύρισαν μόλις οσμίστηκαν εξουσία.

Αντίθετα με ότι λένε οι Βούδες της αριστεράς, από φόβο ίσως σε ποια κατηγορία μπορεί να τους κατατάξουν και τους ίδιους, η “ταξική” σύγκρουση δεν γινόταν αναγκαστικά μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική θέση στην ταξική πυραμίδα, ήταν κυρίως σύγκρουση ανθρώπων με διαφορετικά ηθικο-ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν σύγκρουση διαφορετικών ιδεολογιών, αλλά ανθρώπων που είχαν και ανθρώπων που δεν είχαν ιδεολογία. Οι δεύτεροι κέρδισαν και χάσαμε όλοι!

‘Eνας γνωστός μου προτίμησε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα από την πολεοδομία, μη θέλοντας να ενταχθεί στην παρανομία, ένας άλλος αναγκάστηκε να το βουλώσει όταν τον απείλησε πασίγνωστος επιχειρηματίας, γιατί διαπίστωσε τεράστιας έκτασης λαθρεμπορία καυσίμων. Μια συμφοιτήτριά μου, πεισματάρα ΚΝίτισσα, πήγαν να την κλείσουν στο τρελοκομείο γιατί επέμενε να κάνει τη δουλειά της. Μπορεί να γίνεται χάος στις προμήθειες των ενόπλων δυνάμεων, να μη βρίσκει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, σε κάθε διεύθυνση προμηθειών υπάρχει όμως ένας, αμετάθετος επί δεκαετίες υπάλληλος, που ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλους τους κωδικούς, πως λειτουργεί όλο το σύστημα και εξασφαλίζει το interface κράτους-λαμογίων.

Η διάλυση του ελληνικού κράτους είναι η αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου και για την ξένη εξάρτηση της χώρας, οι δύο αυτές λειτουργίες δεν είναι παρά οι δύο όψεις της λειτουργίας του ελληνικού Λαμογιστάν. Από τη μια διογκώνει το κράτος, διορίζοντας σε μεγάλο νοσοκομείο 45 ηλεκτρολόγους, που χτυπάνε κάρτα το πρωί και φεύγουν, από την άλλη αποφεύγει να διορίσει 50 χειρουργούς που λείπουν στο πιο κεντρικό νοσοκομείο της πρωτεύουσας, ώστε να πηγαίνει η πελατεία στην ιδιωτική, αλλά κρατικοδίαιτη και χειρότερης ποιότητας ιατρική. ¨Όταν ένας άξιος ¨Ελληνας διπλωμάτης στη Μόσχας έγραψε πέρυσι σε υπηρεσιακή έκθεση την αλήθεια για τους αγωγούς, τον παρέλαβε ολόκληρο το σύστημα ΥΠΕΞ και μόνο που δεν τον πέταξαν από την υπηρεσία προς παραδειγματισμό και των υπολοίπων. Ποιος συνάδελφός του θα τον μιμηθεί τώρα;

Οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα είναι αυτοί που είναι γιατί “διατάχθηκαν” να γίνουν τέτοιοι – κι αυτό που κυρίως πρέπει να τους προσάψουμε είναι ότι υπήρξαν, οι περισσότεροι, πειθήνια όργανα της εξουσίας. Διατάχτηκαν από τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, τους εν γένει ιθύνοντες, που τέτοιους τους θέλουν, έστω και αν κατά καιρούς αγανακτούν με το αποτέλεσμα της δικής τους δράσης ή αβελτηρίας. ‘Αλλωστε, το δημόσιο δεν λειτουργεί με αυτοδιαχείριση, έχει κάθετη οργάνωση. Αρκεί να μπουν συγκεκριμένοι στόχοι και συγκεκριμένο, μετρήσιμο έργο σε κάθε επίπεδο. Αλλά οι προϊστάμενοι του ελληνικού δημοσίου χρειάζονται ένα διαλυμένο και πειθήνιο δημόσιο.

¨Εχουν και οι ίδιοι οι υπάλληλοι σημαντικό μερίδιο ευθύνης, είτε γιατί ορισμένοι έβαλαν το χέρι στο μέλι, είτε γιατί δεν έθεσαν τα ζητήματα, προτίμησαν να δωροδοκούνται με εικονικές υπερωρίες, επιδόματα, εύνοιες προϊσταμένων και υπουργών, λαμπρές καριέρες συνδικαλιστών που δεν θυμούνται πότε δούλεψαν. Αλλά υπάρχει τεράστια δόση υποκρισίας, απάτης και υστεροβουλίας στην άποψη ότι φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι για την οικονομική κρίση, ή ότι φταίει εν γένει ο λαός, η κοινωνία, ο παληοχαρακτήρας μας. Δεν εξισώνονται οι ευθύνες του περιπτερά και του πρωθυπουργού, ούτε είμαστε όλοι ίδιοι. Μόνο οι ένοχοι και όσοι επιδιώκουν διαιώνιση του συστήματος έχουν συμφέρον από μια τέτοια ερμηνεία. Επιπλέον, υπάρχουν και υπάλληλοι που εκτελούν άψογα τα καθήκοντά τους.

Σε αυτούς θάπρεπε κανονικά να στηριχθεί μια προσπάθεια αναμόρφωσης, επανίδρυσης του κράτους. Συνδέοντας εξέλιξη-αποδοχές με απόδοση, θέτοντας μετρήσιμους, συγκεκριμένους στόχους σε κάθε υπάλληλο και κλιμάκιο, προστατεύοντας τους κρατικούς λειτουργούς από την αυθαιρεσία προϊσταμένων και υπουργών.

Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση πήρε συλλήβδην τους υπαλλήλους των 1200, 1500, 1800 ευρώ, συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων και τους μείωσε τον μισθό. Ταυτόχρονα τους ενοχοποίησε συλλήβδην ως ανίκανους και διεφθαρμένους. Εσείς τι λέτε; Θα ορθοποδήσει η διοίκηση; Θα κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους; Τώρα τους απειλεί με άρση μονιμότητας. Μα υπάρχουν νόμοι που επιτρέπουν την απόλυση υπαλλήλων, απλώς δεν εφαρμόζονται. Στη σημερινή κατάσταση η κατάργηση της νομιμότητας θα οδηγήσει στο να διορίζει κάθε κυβέρνηση τους δικούς της υπαλλήλους, όπως ακριβώς γινόταν προτού θεσπισθεί!

Καμμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πετύχει χωρίς πολύ διαφορετικό δημόσιο. Ούτε ανάπτυξη θα υπάρξει, γιατί δεν διαθέτουμε αστική τάξη με αίσθηση ιστορικής αποστολής και δυνατότητα υποκατάστασης του κράτους. Πουθενά και ποτέ στον κόσμο, σε οικονομίες πολύ ισχυρότερες της δικής μας, δεν υπήρξε βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς στρατηγική εμπλοκή, άμεση ή έμμεση, του κράτους και χωρίς εθνική ηγεσία με στρατηγική ανάπτυξης. Μια ηγεσία που νοιώθει ότι απολογείται στην ιστορία του έθνους της, όχι στην Ουάσιγκτων και τις Βρυξέλλες και ακολουθεί τη συμβουλή του Κρούγκμαν: Μην κάνετε αυτά που σας λέμε, κάντε αυτά που κάνουμε! (Δίπλα μας άλλωστε έχουμε το παράδειγμα Ερντογάν. Ζημιώθηκε η Τουρκία γιατί δεν έχει πειθήνιους ηγέτες;)

Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Αλλά για να γίνει οτιδήποτε, χρειαζόμαστε κυρίως εθνικό όραμα. Τουλάχιστο επί ένα τέταρτο αιώνα, σε αυτή τη χώρα, αποκαθηλώνονται, αποδομούνται, γελοιοποιούνται, εξευτελίζονται στην πράξη όλες οι συλλογικές αξίες, αριστεράς ή δεξιάς, παράδοσης ή νεωτερικότητας, κάθε ατομική και κοινωνική έννοια ηθικής. Είτε πρόκειται για τις αξίες του έθνους, του καλώς νοούμενου πατριωτισμού, του χριστιανισμού, είτε πρόκειται για τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης και του σοσιαλισμού. Ακόμα και οι νέοι της Ελλάδας, όταν ξεσηκώθηκαν τόσο βίαια το 2008, γιατί ένοιωσαν πριν από μας το μεγάλο κενό και το καθολικό αδιέξοδο, δεν είχαν που να στραφούν για να δώσουν νόημα στην εξέγερσή τους.

Δεν πρόκειται για αποκλειστικά ελληνική τάση, εδώ όμως παίρνει τώρα τόσο επικίνδυνες διαστάσεις. Δεν είναι η μόνη αιτία της κρίσης, είναι μόνο η εσωτερική συνιστώσα. Διαπλέκεται όμως με τις οικονομικές και γεωπολιτικές πιέσεις στη χώρα, γιατί καθορίζει τη δυνατότητα επιτυχούς ή όχι απόκρουσής τους.

Κανένα “σύστημα” δεν μπορεί να επιβιώσει με κύρια οργανωτική αρχή “προτίμα τον ανίκανο από τον ικανό, τον ανήθικο από τον ηθικό, τον δικό μας από τον άλλο”, κατευθυντήρια αρχή ενός συστήματος μηδενικού κοινωνικού κεφαλαίου. Στην ιατρική είναι πασίγνωστο το φαινόμενο που κάθε κύτταρο ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, πολλαπλασιαζόμενο χωρίς περιορισμούς και αδιαφορώντας για το σύνολο, Λέγεται καρκίνος.

Καμμιά κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει όταν καταστρέψει όλες τις κοινωνικές αξίες, όλες τις κοινότητες απόψεων, συμφερόντων και στόχων, βάζοντας μόνο έναν ξετσίπωτο ατομικισμό, ένα εγωϊστικό κενό στη θέση τους. Μια τέτοια κοινωνία αναπόφευκτα παρακμάζει και πεθαίνει.

konstantakopoulos.blogspot.com
Επίκαιρα, 18.3.2010

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Κείμενα για το 1821

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Μαρτίου 2010

http://www.antibaro.gr/node/1353

 Όλο το υλικό του Αντίβαρου συγκεντρωμένο σε μία σελίδα

Περιεχόμενα

  • Πρωτοβουλία του Αντίβαρου για την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου 2010 (συλλογή υπογραφών, ονόματα υπογραφόντων, πρωτοβουλίες ελληνικών κοινοτήτων εξωτερικού και ένα σχετικό άρθρο)
  • Άρθρα στο Αντίβαρο κάτω από το θέμα της Επανάστασης του 1821
  • Άρθρα στο Αντίβαρο στην κατηγορία Ιστορία – Επανάσταση 1821
  • Ορισμένα άρθρα από το παλιό Αντίβαρο
  • Πλήρης κατάλογος αρχείων με φωτογραφίες και πλήθος κειμένων από τη βιβλιοθήκη του Αντίβαρου

Συλλογή υπογραφών – Αίτημα για ανάκληση της απόφασης αναστολής του εορτασμού της 25ης Μαρτίου στις ελληνικές διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού

 
Επιστολή στον πρωθυπουργό 2700 και πλέον πολιτών για την εορτή της 25ης Μαρτίου

 

 
Πρωτοβουλίες Ελληνικών κοινοτήτων του εξωτερικού για την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου

Για την κατάργηση του επίσημου εορτασμου της 25ης Μαρτίου στις διπλωματικές αποστολέςΚρίτων Σαλπιγκτής

03 Mar 2010   Συλλογή υπογραφών – Αίτημα για ανάκληση της απόφασης αναστολής του εορτασμού της 25ης Μαρτίου στις ελληνικές διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού Βιβλιοθήκη Αφιερώματα Επανάσταση 1821
21 Mar 2010   Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Αγορά Ιστορία Επανάσταση 1821
13 Feb 2010   Ο λόγος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα to 1838 Βιβλιοθήκη Ντοκουμέντα Επανάσταση 1821
29 Mar 2009 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον Ο Απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε το 1821 Βιβλιοθήκη Κείμενα Επανάσταση 1821
26 Mar 2009   Φάκελος: 25η Μαρτίου – Ελληνική επανάσταση. Μύθοι και αλήθειες Βιβλιοθήκη Αφιερώματα Επανάσταση 1821
01 Oct 2007 Γιώργος Κεκαυμένος 25η Μαρτίου και Ελληνική Επανάσταση: Οι Μυθοπλόκοι μένουν πάντα Αδιόρθωτοι Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση Επανάσταση 1821

22 Apr 2009 Γιώργος Καραμπελιάς Η κατασυκοφάντηση της Επανάστασης του 21 Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση  
03 Apr 2009 Κωνσταντίνος Χολέβας Άλλη μια μαρτυρία που διαψεύδει τους αποδομητές Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση  
27 Mar 2009 Γιώργος Κεκαυμένος Ο Καρλ Μαρξ και η Επανάσταση του 1821. Μια άγνωστη σχέση Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση  
09 Mar 2009 Δημήτρης Μαυρίδης Τό δακτυλίδι τῆς Ψωροκώσταινας. Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση  
01 Oct 2007 Γιώργος Κεκαυμένος 25η Μαρτίου και Ελληνική Επανάσταση: Οι Μυθοπλόκοι μένουν πάντα Αδιόρθωτοι Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση Επανάσταση 1821
01 Jun 2007 Γιώργος Κεκαυμένος 25 Μαρτίου – Αγία Λαύρα: Μύθοι; Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση  
06 Sep 2003 Κωνσταντίνος Χολέβας Ιωάννης Καποδίστριας, ο διπλωμάτης, ο πατριώτης Αρθρογραφία Ιστορία: 1821-Επανάσταση  

Ορισμένα άρθρα από το παλιό Αντίβαρο για το 1821

Τα παρακάτω αρχεία βρίσκονται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Αντίβαρου (http://library.antibaro.gr). Την επιμέλεια του αφιερώματος στην Επανάσταση του 1821, έχει ο Φειδίας Μπουρλάς

 Makrugiannhs_apomnhmoneumata.pdf    24-Apr-2009 18:54 4.6M 
 mp3/           22-Sep-2008 05:06 - 
 Ήρωες (εικόνες)/        22-Sep-2008 05:06 - 
 Ήρωες (μνημεία)/        22-Sep-2008 05:06 - 
 Αφιέρωμα στο 1821 - Αρχεία, εικόνες, mp3.txt 22-Sep-2008 05:06 1.6K 
 Σημαίες/          22-Sep-2008 05:06 - 
 αρχεία/          22-Sep-2008 05:06 - 
 λάβαρα, αφίσσες/        22-Sep-2008 05:06 - 
 πίνακες/          22-Sep-2008 05:06 - 


 ’στιγξ.jpg        22-Sep-2008 05:06 17K 
 Αθανάσιος Διάκος.jpg     22-Sep-2008 05:06 26K 
 Αναγνωστόπουλος Πάνος.jpg    22-Sep-2008 05:06 20K 
 Ανδρούτσος Οδυσσέας.jpg     22-Sep-2008 05:06 28K 
 Βέικος Λάμπρος.jpg      22-Sep-2008 05:06 25K 
 Γρίβας Θ..jpg       22-Sep-2008 05:06 20K 
 Δεληγιάννης Κ..jpg      22-Sep-2008 05:06 16K 
 Δράκος Γ..jpg       22-Sep-2008 05:06 26K 
 Δυοβουνιώτης Ι..jpg      22-Sep-2008 05:06 25K 
 Κανάρης Κωνσταντίνος (1).jpg   22-Sep-2008 05:06 29K 
 Κανάρης Κωνσταντίνος (2).jpg   22-Sep-2008 05:06 19K 
 Καρατάσος Αναστάσιος.jpg    22-Sep-2008 05:06 30K 
 Καρατάσος Τσάμης.jpg     22-Sep-2008 05:06 31K 
 Καραϊσκάκης Γεώργιος (1).jpg   22-Sep-2008 05:06 21K 
 Καραϊσκάκης Γεώργιος (2).jpg   22-Sep-2008 05:06 26K 
 Κασομούλης Νικόλαος.jpg     22-Sep-2008 05:06 18K 
 Κολοκοτρώνης Γενναίος.jpg    22-Sep-2008 05:06 21K 
 Κολοκοτρώνης Θεόδωρος (1).jpg   22-Sep-2008 05:06 27K 
 Κολοκοτρώνης Θεόδωρος (2).jpg   22-Sep-2008 05:06 25K 
 Κουντουριώτης Γ..jpg     22-Sep-2008 05:06 21K 
 Κουντουριώτης Λ..jpg     22-Sep-2008 05:06 14K 
 Κριεζής Α..jpg       22-Sep-2008 05:06 22K 
 Κριεζώτης Ν..jpg      22-Sep-2008 05:06 23K 
 Κυπριανός, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.jpg  22-Sep-2008 05:06 22K 
 Κωλέτης Ι..jpg       22-Sep-2008 05:06 17K 
 Λογοθέτης Λ..jpg      22-Sep-2008 05:06 17K 
 Λόντος Ανδρέας.jpg      22-Sep-2008 05:06 38K 
 Λόρδος Βύρων.jpg      22-Sep-2008 05:06 23K 
 Μακρυγιάννης Ιωάννης.jpg    22-Sep-2008 05:06 25K 
 Μαυρογένους Μαντώ (1).jpg    22-Sep-2008 05:06 22K 
 Μαυρογένους Μαντώ (1β).jpg    22-Sep-2008 05:06 13K 
 Μαυρομιχάλης Γ..jpg      22-Sep-2008 05:06 19K 
 Μαυρομιχάλης Ηλίας.jpg     22-Sep-2008 05:06 22K 
 Μαυρομιχάλης Πέτρος.jpg     22-Sep-2008 05:06 25K 
 Μητροπέτροβας.jpg      22-Sep-2008 05:06 21K 
 Μητρόπουλος Νικ..jpg     22-Sep-2008 05:06 33K 
 Μιαούλης Ανδρέας (1).jpg    22-Sep-2008 05:06 19K 
 Μιαούλης Ανδρέας (2).jpg    22-Sep-2008 05:06 22K 
 Μιαούλης Ανδρέας (3).jpg    22-Sep-2008 05:06 29K 
 Μπουκουβάλας.jpg      22-Sep-2008 05:06 29K 
 Μπουμπουλίνα.jpg      22-Sep-2008 05:06 12K 
 Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (1).jpg   22-Sep-2008 05:06 23K 
 Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (2).jpg   22-Sep-2008 05:06 9.2K 
 Παλαιών Πατρών Γερμανός.jpg    22-Sep-2008 05:06 19K 
 Παπάς Εμμανουήλ.jpg      22-Sep-2008 05:06 31K 
 Παπανικολής.jpg       22-Sep-2008 05:06 21K 
 Παπαφλέσσας.jpg       22-Sep-2008 05:06 28K 
 Πατριάρχης Γρηγόριος Ε'.jpg    22-Sep-2008 05:06 15K 
 Πετμεζάς Α..jpg       22-Sep-2008 05:06 20K 
 Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος.jpg   22-Sep-2008 05:06 17K 
 Σανταρόζα.jpg       22-Sep-2008 05:06 23K 
 Σκυλογιάννης (Μαυρομιχάλης Ιωάννης).jpg 22-Sep-2008 05:06 24K 
 Σταθάς Γιάννης.jpg      22-Sep-2008 05:06 21K 
 Σταϊκόπουλος Στάικος.jpg    22-Sep-2008 05:06 19K 
 Στουρνάρης Ν..jpg      22-Sep-2008 05:06 25K 
 Τζαβέλλας Κίτσος.jpg     22-Sep-2008 05:06 29K 
 Υψηλάντης Αλέξανδρος.jpg    22-Sep-2008 05:06 22K 
 Υψηλάντης Δ..jpg      22-Sep-2008 05:06 18K 
 Φαρμάκης Ιωάννης.jpg     22-Sep-2008 05:06 25K 
 Φωτομάρας.jpg       22-Sep-2008 05:06 23K 



 Αλέξανδρος ο Μέγας (1).jpg       22-Sep-2008 05:06 19K 
 Βελιγράδι - Ρήγας Φεραίος.jpg      22-Sep-2008 05:06 107K 
 Κολοκοτρώνης.jpg          22-Sep-2008 05:06 11K 
 Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος (Μητρόπολις Αθηνών).jpg 22-Sep-2008 05:06 45K 
 Λεωνίδας.jpg           22-Sep-2008 05:06 11K 




 Filiki_Etaireia.jpg   22-Sep-2008 05:06 76K 
 Γαλανόλευκη (1).jpg   22-Sep-2008 05:06 7.5K 
 Γαλανόλευκη (2).jpg   22-Sep-2008 05:06 80K 
 Δονούσα - ηλιοβασίλεμα.jpg  22-Sep-2008 05:06 50K 
 Επαναστατική Σημαία Λόντου.jpg 22-Sep-2008 05:06 31K 
 Φιλική Εταιρεία.jpg   22-Sep-2008 05:06 18K 




 1821 - Επιστολή υιού Εμμανουήλ Παπά.txt        22-Sep-2008 05:06 4.2K 
 1821 και σεξ.txt             22-Sep-2008 05:06 20K 
 25η Μαρτίου 1821 - Απαντήσεις σε ψευδολόγους.txt     22-Sep-2008 05:06 3.6K 
 25η Μαρτίου 1821 - Πρώτος επίσημος εορτασμός της Εθνικής Εορτής.doc 22-Sep-2008 05:06 51K 
 Αθανασόπουλος - 1821, Εκκλησία, Ν. Δήμου.txt      22-Sep-2008 05:06 14K 
 Αθανασόπουλος - Παραλειπόμενα της 25ης Μαρτίου 1821.txt    22-Sep-2008 05:06 6.6K 
 Αφορισμός επαναστατών από τον Γρηγόριο Ε'.htm      22-Sep-2008 05:06 7.5K 
 Γεωργουσόπουλος - Κάλβος, Βαρνακιώτης.html       22-Sep-2008 05:06 2.0K 
 Ελληνική Σημαία.txt             22-Sep-2008 05:06 2.0K 
 Κρυφό σχολειό (Κ. Φίνας).html          22-Sep-2008 05:06 51K 
 Κρυφό σχολειό - μαρτυρίες.txt          22-Sep-2008 05:06 20K 
 Κρυφό σχολειό, μύθος, όχι θρύλος (Κακριδής Φ.Ι.).htm    22-Sep-2008 05:06 7.7K 
 Κρυφό σχολειό.txt             22-Sep-2008 05:06 26K 
 ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ.doc         22-Sep-2008 05:06 35K 
 Μακρυγιάννης - Απομνημονεύματα.jpg         22-Sep-2008 05:06 86K 
 Μαυρογιάννης - Κοινοτικός πολιτισμός επί τουρκοκρατίας.doc   22-Sep-2008 05:06 43K 
 Μεταλληνός - 1821.html            22-Sep-2008 05:06 90K 
 Μπουκάλας - 1821 και θρύλοι.jpg          22-Sep-2008 05:06 320K 
 Νέοι Έλληνες (Κονταρής, Βενετία 1675) (1).htm      22-Sep-2008 05:06 11K 
 Νέοι Έλληνες (Κονταρής, Βενετία 1675) (2).htm      22-Sep-2008 05:06 7.7K 
 Ο λόγος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα.doc      22-Sep-2008 05:06 37K 
 Παπαγιώργης Κωστής - 1821 και εκσυγχρονιστές.doc     22-Sep-2008 05:06 58K 
 Πιζάνιας - Παπαγιώργης, Τα καπάκια.htm        22-Sep-2008 05:06 21K 
 Σταμέλος Δ. - Ανδρέας Μιαούλης.htm         22-Sep-2008 05:06 17K 
 Το σχέδιο του Αλ. Μαυροκορδάτου.htm         22-Sep-2008 05:06 21K 
 Τουρκικός πολιτισμός - Η τεχνική του γδαρσίματος.htm    22-Sep-2008 05:06 3.6K 
 Τουρκικός πολιτισμός - Η τεχνική του σουβλίσματος.htm    22-Sep-2008 05:06 6.4K 
 Φωτιάδης - Δολοφονία Καραϊσκάκη.html        22-Sep-2008 05:06 22K 




 1821-Ύδρα.gif            22-Sep-2008 05:06 1.8K 
 1821-Ψαρά.gif            22-Sep-2008 05:06 1.0K 
 2EAGLE2.GIF            22-Sep-2008 05:06 929 
 Emblem3.gif            22-Sep-2008 05:06 7.9K 
 GR_MAP1.GIF            22-Sep-2008 05:06 19K 
 Gr_flag5.gif            22-Sep-2008 05:06 5.7K 
 Grecotex.jpg            22-Sep-2008 05:06 99K 
 Konstantinoupolis.jpg          22-Sep-2008 05:06 22K 
 RESALTO-16.jpg            22-Sep-2008 05:06 23K 
 flag.gif             22-Sep-2008 05:06 21K 
 istoria1821.jpg           22-Sep-2008 05:06 63K 
 kontoglou_Palaiologos.jpg         22-Sep-2008 05:06 42K 
 ’γιος Κοσμάς ο Αιτωλός.jpg         22-Sep-2008 05:06 20K 
 Αγία Σοφία (6).jpg           22-Sep-2008 05:06 93K 
 Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος (1448-53) (1).jpg 22-Sep-2008 05:06 17K 
 Γίγας Ελληνισμός.jpg          22-Sep-2008 05:06 75K 
 Διεκδικούμε.jpg           22-Sep-2008 05:06 24K 
 Εθνική Εορτή.png           22-Sep-2008 05:06 129K 
 Ελλάς (1).gif            22-Sep-2008 05:06 59K 
 Ελλάς (2).jpg            22-Sep-2008 05:06 39K 
 Ελλάς αιμορραγούσα.jpg          22-Sep-2008 05:06 12K 
 Ελλάς-τουρκία.jpg           22-Sep-2008 05:06 37K 
 Ελληνίς υπερήφανος.jpg          22-Sep-2008 05:06 30K 
 Ελληνική κληρονομιά (1).jpg        22-Sep-2008 05:06 37K 
 Ελληνική κληρονομιά (2).jpg        22-Sep-2008 05:06 28K 
 Ελληνική κληρονομιά (3).jpg        22-Sep-2008 05:06 23K 
 Ελληνική κληρονομιά (4).jpg        22-Sep-2008 05:06 42K 
 Ελληνική κληρονομιά (5).jpg        22-Sep-2008 05:06 57K 
 Ελληνική κληρονομιά (6).jpg        22-Sep-2008 05:06 92K 
 Ελληνική κληρονομιά (7).jpg        22-Sep-2008 05:06 35K 
 Ελληνισμός.jpg            22-Sep-2008 05:06 78K 
 Εύζωνας.gif            22-Sep-2008 05:06 40K 
 Μαρμαρωμένος Βασιλιάς.jpg         22-Sep-2008 05:06 52K 
 Ρωμανία.jpg            22-Sep-2008 05:06 38K 
 Φουστανελάς.jpg           22-Sep-2008 05:06 52K 




 Αριστεύς Φρίξος, Ωδή στον Ήλιο, 1910.jpg          22-Sep-2008 05:06 51K 
 Βολανάκης, Η πυρπόληση του τουρκικού δικρότου, 1882.jpg       22-Sep-2008 05:06 36K 
 Βρυζάκης Θ., Η Έξοδος του Μεσολογγίου, 1853.jpg         22-Sep-2008 05:06 30K 
 Βρυζάκης Θ., Ο όρκος των αγωνιστών και η ευλογία της Σημαίας, 1865 (1).jpg  22-Sep-2008 05:06 31K 
 Βρυζάκης Θ., Ο όρκος των αγωνιστών και η ευλογία της Σημαίας, 1865 (2).jpg  22-Sep-2008 05:06 84K 
 Βρυζάκης, Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, 1861.jpg     22-Sep-2008 05:06 188K 
 Γύζης Ν., Το κρυφό σχολειό, 1880.jpg           22-Sep-2008 05:06 56K 
 Δέρπαπας Γιώργος, Χωρίς τίτλο.jpg            22-Sep-2008 05:06 94K 
 Εγγονόπουλος Ν., Θησεύς και Μινώταυρος, 1961.jpg        22-Sep-2008 05:06 82K 
 Εγγονόπουλος.jpg                22-Sep-2008 05:06 127K 
 Θεόφιλος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, 1932.jpg         22-Sep-2008 05:06 177K 
 Λύτρας Νικηφόρος, Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδος από τον Κανάρη, 1872.jpg 22-Sep-2008 05:06 30K 
 Μποστ, Ο Μεγαλέξανδρος με την αδελφή του την Γοργόνα.jpg      22-Sep-2008 05:06 87K 
 Παρθένης, Ο Ευαγγελισμός, 1920.jpg            22-Sep-2008 05:06 46K 
 Ρίζος, Αθηναϊκή βραδυά, 1897.jpg            22-Sep-2008 05:06 44K 
 Τσιρώνης Θέμης, Το θαλασσινό τριφύλλι (ζωγραφική σε ξύλο).jpg     22-Sep-2008 05:06 309K 
 Τσόκος Θεόφιλος, Ο Όρκος των Φιλικών, 1849.jpg         22-Sep-2008 05:06 74K 

 

Posted in Ελλάδα, Ιστορία | Leave a Comment »

Αγαπητοί Έλληνες!

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Μαρτίου 2010

Μετά το γερμανικό κείμενο, ακολουθεί  μετάφραση του Stern στα ελληνικά.

 

Ευριπίδης Μπίλλης

Τ. Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ

 

Liebe Griechen!

 

http://www.stern.de/politik/ausland/offener-brief-zur-krise-liebe-griechen-1548498.html

 

Ein offener Brief von stern-Autor Walter Wüllenweber hat viele Griechen in Rage gebracht. Nun erklärt der Autor, warum der Ärger auch sein Gutes hat – auch auf Griechisch.

 

 Liebe Griechen!

 

 Das geht Euch sicher nicht anders als uns Deutschen: Wenn wir an die Europäische Union denken, dann erscheint vor unserem inneren Auge diese verwirrende Maschinerie in Brüssel, in der bestbezahlte Bürokraten zusammen mit in der Heimat aussortierten Politikern laufend nervige Regeln produzieren. So habe ich das bisher gesehen. Doch plötzlich habe ich ein ganz anderes Bild von Europa und der EU. Das habe ich Euch zu verdanken.

 

 Angefangen hat alles mit einem

http://www.stern.de/wirtschaft/geld/beschwerdebrief-nach-griechenland-streng-genommen-seid-ihr-pleite-1548605.html

 Brief an Euch Griechen, den ich vor einigen Wochen im stern geschrieben habe. Ich muss zugeben: Da standen heftige Vorwürfe drin. Und Ihr habt geantwortet, dass mein E-Mail-Briefkasten noch immer überläuft. Der Streit, der nun seit Wochen zwischen Deutschen und Griechen tobt, ist wild und voller Emotionen, aberer ist notwendig und vor allem: Es ist ein wirklich fruchtbarer Streit. Und seitdem ist die EU für mich nicht mehr nur ein Paragrafengebirge. Mit dem Streit zwischen Euch Griechen und uns Deutschen hat Europa für mich erst so richtig angefangen.

 

 Ich habe viel von Euch gelernt

 

 Bisher war es doch so: Wenn Griechen und Deutsche etwas miteinander zu besprechen haben, dann treffen sich Bundeskanzlerin Angela Merkel und Ministerpräsident Giorgos Papandreou. Wir Bürger sind dabei nur Zuschauer. Vor dem Fernseher. Jetzt, in dieser Krise, haben wir Bürger endlich begonnen, alleine, ohne unsere Regierungschefs, miteinander zu sprechen. Die deutsch-griechische Debatte ist der Beginn einer echten, europäischen Öffentlichkeit.

 

Dabei zeigt sich: Streiten ist besser als schweigen. Die endlich ausgesprochenen Vorwürfe bringen uns tatsächlich weiter. Beide. Natürlich hat die Auseinandersetzung auch weh getan. Wenn wir Euch vorwerfen, korrupt zu sein und den Rest Europas zu betrügen, klar, das macht Euch keine gute Laune. Und wenn anonyme Briefeschreiber mir anbieten, mich zu Gyros zu verarbeiten, oder griechische Zeitungen die Gold-Else auf der Berliner Siegessäule mit Hakenkreuz zeigen, da muss ich schon schlucken. Doch insgesamt habe ich viel von Euch gelernt:

 Dass deutsche Handelsketten wie Lidl oder Saturn Griechenland erobert haben, und somit deutsche Unternehmen aktiv die von mir kritisierte, griechischen Wirtschaft mitgestalten, davon hatte ich keine Ahnung.

 

Und ich wusste auch nicht, wie gigantisch die deutsche Waffenindustrie an Euch verdient. Allein 13 Prozent aller deutschen Waffenexporte gehen nach Griechenland. Ihr kauft so viele unserer Panzer und Knarren, weil Ihr Euch von unserem Nato-Verbündeten Türkei bedroht fühlt. Und wer liefert die Waffen an die Türkei? Wieder wir Deutschen. Die deutsche Rüstungsindustrie ist also Profiteur eines Konfliktes, den die große Mehrheit der deutschen Bürger für überflüssig hält. Ich muss zugeben: In dieser Frage habt Ihr Griechen ein gutes Argument auf Eurer Seite.

 

Natürlich eine Einmischung in Eure Angelegenheiten

 

In meinem Brief hatte ich das Gefühl der Ohnmacht von uns Deutschen geschildert, weil auch unsere wirtschaftliche Stabilität von den Entscheidungen Eurer Regierung abhängig sind. Einer Regierung, die wir nicht wählen können. Doch die öffentliche Debatte in Deutschland ist in Griechenland nicht ohne Wirkung geblieben. Sie hat Euch Griechen noch mehr dazu gezwungen, Euch den Problemen zu stellen. Ich behaupte:

 Der Protest von uns Deutschen erleichtert es Eurer Regierung, die notwendigen, harten Sparmaßnahmen durchzuziehen. Es gibt also nicht nur eine neue Öffentlichkeit in Europa. Sie wirkt sogar. Natürlich müsst Ihr Griechen das als Einmischung in Eure inneren Angelegenheiten empfinden. Denn genau das ist es auch. Die deutsche Öffentlichkeit hat sich in Fragen eingemischt, die in Griechenland entschieden werden müssen. Ist das überhaupt zulässig? Als junger Reporter habe ich aus dem Krieg im ehemaligen Jugoslawien berichtet.

Selbst bei schlimmsten Verletzungen der Menschenrechte war es damals völkerrechtlich verboten, sich in die inneren Angelegenheiten eines souveränen Staates einzumischen. In diesem Punkt wurde das Völkerrecht inzwischen geändert. Doch in der Wirtschafts- und Finanzpolitik sind die Staaten weiterhin vollständig souverän.

 

Griechische Wirtschaftspolitik ist inzwischen auch deutsche Theoretisch. In der Realität haben sich in der Globalisierung die Wirtschaften der Länder so eng, so untrennbar miteinander verflochten, dass die Entscheidungen der Regierung eines Landes unvermeidliche Folgen für die Wirtschaft und damit das Leben der Menschen in einem anderen Land auslöst.

 

n der EU ist diese Wirkung noch stärker und unmittelbarer. Die Wirtschaftspolitik der Regierung Papandreou ist also immer auch eine Einmischung in die deutsche Wirtschaft, obwohl sie das nicht beabsichtigt.

 

Und darum ist es absolut verständlich und legitim, dass sich die deutsche Öffentlichkeit und die deutschen Bürger in die politischen Entscheidungen Griechenlands einmischen. Und umgekehrt! Und genau das ist es, was ich in den letzten Wochen bei unserem Streit gelernt habe: In der EU gibt es keine inneren Angelegenheiten mehr.

 

Herzliche Grüße

 

Walter Wüllenweber

 

 

 

 Αγαπητοί Έλληνες!

 

 http://www.stern.de/politik/ausland/offener-brief-zur-krise-liebe-griechen-1548498-photoshow.html

 

Σίγουρα σας συμβαίνει ό,τι και σε εμάς τους Γερμανούς: Όταν σκεφτόμαστε την  Ευρωπαϊκή Ένωση, το μυαλό μας πάει σε αυτόν τον συγκεχυμένο μηχανισμό στις Βρυξέλλες, όπου καλοπληρωμένοι γραφειοκράτες, μαζί με ξεδιαλεγμένους στην πατρίδα τους πολιτικούς, συνεχώς παράγουν εκνευριστικούς κανόνες. Έτσι έβλεπα εγώ τα πράγματα έως τώρα. Ξαφνικά όμως, η άποψή μου για την Eυρώπη και την Ε.Ε. άλλαξε ριζικά. Κι αυτό το οφείλω σε εσάς.

 

Όλα ξεκίνησαν με μια επιστολή http://www.stern.de/wirtschaft/geld/beschwerdebrief-nach-griechenland-streng-genommen-seid-ihr-pleite-1548605.html προς εσάς τους Έλληνες, την οποία έγραψα πριν από λίγες εβδομάδες στο περιοδικό Stern. Οφείλω να ομολογήσω:

Η επιστολή περιείχε βαριές κατηγορίες. Και μου απαντήσατε, και μάλιστα σε βαθμό που το ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο ακόμη ξεχειλίζει. Η αντιπαράθεση μεταξύ Γερμανών κι Ελλήνων που έχει ξεσπάσει εδώ και  εβδομάδες, είναι σφοδρή και συναισθηματικά φορτισμένη, από την άλλη όμως, είναι απαραίτητη και προπάντων πραγματικά γόνιμη. Και από τότε η Ε.Ε. δεν αποτελεί πλέον απλώς έναν λαβύρινθο διατάξεων για μένα. Τώρα, με την αντιπαράθεση ανάμεσα σε εσάς τους Έλληνες κι εμάς τους Γερμανούς, είναι που η Ευρώπη ξεκινά πραγματικά για μένα.

 

Θα συμφωνήσετε πως έως τώρα τα πράγματα είχαν ως εξής: Όποτε προκύπτει κάποιο θέμα μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών, η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ συναντιέται με τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου. Εμείς οι πολίτες είμαστε μονάχα θεατές. Μπροστά στην τηλεόραση. Τώρα, σε αυτή την κρίση, εμείς οι πολίτες αρχίσαμε επιτέλους να συνομιλούμε μεταξύ μας, χωρίς τους αρχηγούς των κυβερνήσεων. Η ελληνογερμανική συζήτηση αποτελεί την αρχή μιας πραγματικής, ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας.

 

Ενόψει αυτού του γεγονότος, γίνεται εμφανές ότι η αντιπαράθεση είναι προτιμότερη από τη σιωπή. Οι κατηγορίες που επιτέλους εκφέρονται,  πραγματικά μας πάνε μπροστά. Και τις δύο πλευρές.

Φυσικά πόνεσε η αντιπαράθεση αυτή. Όταν σας κατηγορούμε ότι είστε διεφθαρμένοι και εξαπατάτε την υπόλοιπη Ευρώπη, βεβαίως αυτό σας χαλάει τη διάθεση. Κι όταν ανώνυμοι επιστολογράφοι μου προτείνουν να με επεξεργαστούν παράγοντας γύρο ή όταν ελληνικές εφημερίδες παριστάνουν το Άγαλμα της Νίκης στην ομώνυμη στήλη με σβάστικα, αυτά με κάνουν να ξεροκαταπίνω.

 

Συνολικά, όμως, με διδάξατε πολλά: Το γεγονός ότι γερμανικές εμπορικές αλυσίδες όπως η Lidl και η Saturn κατέκτησαν την ελληνική αγορά, συμμετέχοντας έτσι ενεργά στη διαμόρφωση της ελληνικής οικονομίας, την οποία κατακρίνω, αυτό το αγνοούσα τελείως.

Όπως επίσης αγνοούσα το ύψος των υπέρογκων κερδών που η Ελλάδα αποφέρει στη γερμανική βιομηχανία όπλων. Το 13 τοις εκατό των συνολικών γερμανικών εξαγωγών όπλων διοχετεύεται αποκλειστικά στην Ελλάδα. Αγοράζετε τόσα άρματα μάχης και τουφέκια, επειδή αντιλαμβάνεστε τη σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ, Τουρκία, ως απειλή. Και ποιος εφοδιάζει την Τουρκία με όπλα; Πάλι εμείς οι Γερμανοί. Η γερμανική αμυντική βιομηχανία λοιπόν, επωφελείται από μια διαμάχη, την οποία η μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών πολιτών θεωρεί περιττή. Οφείλω να ομολογήσω: Όσον αφορά αυτό το θέμα, εσείς οι Έλληνες έχετε ένα ισχυρό επιχείρημα με το μέρος σας.

 Στην επιστολή μου είχα περιγράψει το αίσθημα της αδυναμίας που νιώθουμε εμείς οι Γερμανοί, λόγω του ότι και η δική μας οικονομική σταθερότητα εξαρτάται από τις αποφάσεις που λαμβάνει η δική σας κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση, την οποία εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να εκλέξουμε. Η δημόσια συζήτηση στη Γερμανία δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα στην Ελλάδα. Άσκησε ακόμη περισσότερη πίεση σε εσάς τους Έλληνες, ώστε να αντιμετωπίσετε τα προβλήματα.

Ισχυρίζομαι το εξής: Οι διαμαρτυρίες εκ μέρους εμάς των Γερμανών διευκολύνουν την κυβέρνησή σας να φέρει εις πέρας την εφαρμογή των απαραίτητων, σκληρών οικονομικών μέτρων. Επομένως, δεν υπάρχει μόνο μια νέα δημόσια σφαίρα στην Ευρώπη. Αυτή δρα κιόλας.

 

Φυσικά εσείς οι Έλληνες αυτό θα το θεωρείτε παρέμβαση στις εσωτερικές σας υποθέσεις. Μα αυτό ακριβώς είναι. Η γερμανική δημοσιότητα επενέβη σε θέματα, τα οποία πρέπει να αποφασιστούν στην Ελλάδα. Αυτό άραγε είναι επιτρεπτό; Ως νέος δημοσιογράφος έκανα ρεπορτάζ για τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Τότε, ακόμη και σε περιπτώσεις σοβαροτάτων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κυρίαρχου κράτους απαγορευόταν σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Ως προς αυτό το σημείο το  Διεθνές Δίκαιο στο μεταξύ έχει τροποποιηθεί. Όσον αφορά την οικονομική και  δημοσιονομική πολιτική, όμως, τα κράτη εξακολουθούν να είναι απολύτως κυρίαρχα.

 

 Θεωρητικά. Στην πραγματικότητα με την παγκοσμιοποίηση οι οικονομίες

 των χωρών έχουν συνδεθεί τόσο στενά, τόσο άρρηκτα, ώστε οι αποφάσεις

 που λαμβάνει η κυβέρνηση της μιας χώρας να έχουν αναπόφευκτες

 επιπτώσεις στην οικονομία και συνεπώς και στη ζωή των ανθρώπων σε μια

 άλλη χώρα. Στην Ε.Ε. οι επιδράσεις αυτές είναι ακόμη πιο ισχυρές και

 άμεσες. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου, συνεπώς,

 επεμβαίνει πάντοτε και στη γερμανική οικονομία, παρόλο που δεν το

 επιδιώκει.

 

 Και γι’ αυτό το λόγο είναι απολύτως κατανοητή και δικαιολογημένη η

 Παρέμβαση της γερμανικής δημοσιότητας και των Γερμανών πολιτών στις πολιτικές αποφάσεις της Ελλάδας. Όπως και το αντίστροφο!

 Κι ακριβώς αυτό είναι που έμαθα τις τελευταίες εβδομάδες μέσα από την

 αντιπαράθεσή μας: Στην Ε.Ε. δεν υπάρχουν πλέον εσωτερικές υποθέσεις.

  Με εγκάρδιους χαιρετισμούς,

  Walter Wüllenweber

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , | 1 Comment »

Ο Μαρξ – ο Λένιν – ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Μαρτίου 2010

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,

 βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι μόλις σήμερα αποπεράτωσα τη σημαντική για μένα μελέτη, που κατά κάποιο τρόπο oλοκληρώνει τον κύκλο των δικών μου έργων, όπως: «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη», καθώς και το έργο μου: «Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις της ΄Ενωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη». Με αυτό ολοκληρώνεται η κατά κάποιο τρόπο τριλογία μου. Σας το αποστέλλω ως βασανιστικό ανάγνωσμα για το Πάσχα, πριν την έκδοσή του, για όποιον θέλει και ενδιαφέρεται. Σχόλια είναι ευπρόσδεκτα και με περισσή παράκληση μάλιστα!

 Φιλικά

Δαμιανός Βασιλειάδης

 

 

 

 O Μαρξ – ο Λένιν – ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς 

Στους γνήσιους αγωνιστές

του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ

που κράτησαν ψηλά τη σημαία των αρχών

της 3ης του Σεπτέμβρη απέναντι στο

υπαρκτό ΠΑΣΟΚ:

 Εθνική Ανεξαρτησία

Λαϊκή κυριαρχία

Κοινωνική απελευθέρωση

Δημοκρατικές διαδικασίες


 «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα»  Λένιν[1] 

 Εισαγωγή                                                                                   

Ι. Η αξία της κριτικής σκέψης 

Το ανωτέρω αξίωμα του Λένιν έχει καθολική εφαρμογή. Η θεωρία, είτε επαναστατική είτε μη επαναστατική, είναι γενικά  απαραίτητη για κάθε ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο που θέλει να ξεφύγει από το τυχαίο, αυθόρμητο και στατικό και σκοπεύει συνειδητά να αναλύσει την πραγματικότητα, να  βάλει στόχους στη δράση του και να προγραμματίσει τους τρόπους και την οργανωτική μεθοδολογία εφαρμογής τους. Έχει βασικά σχέση με το σοφό που διακήρυξε ο Μαρξ ότι «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[2]

Η αλλαγή φυσικά δεν μπορεί να γίνει στην τύχη και στα τυφλά. Προϋποθέτει την θεωρία ή οποία διαμορφώνει τα κριτήρια – έννοιες με τα οποία θα αναλυθεί η πραγματικότητα και θα καθοριστεί η στρατηγική και τακτική για την αλλαγή της.

Βασικά η θεωρία δημιουργεί το αξιακό σύστημα, με βάση το οποίο ερευνάται και κρίνεται η πραγματικότητα και επιχειρείται, με την διαμορφωμένη από την  κοσμοθεωρία ιδεολογία, η αλλαγή της. Παράδειγμα η αστική ή η σοσιαλιστική ιδεολογία, με τις αρχές και αξίες που την προσδιορίζουν. Αφορά με την έννοια αυτή μια συνειδητή επιλογή ενός ατομικού ή συλλογικού ιστορικού υποκειμένου. Η αναφορά στην ιδεολογία είναι προϋπόθεση για σχηματισμούς πολιτικής δράσης, γιατί δείχνει την στρατηγική κατεύθυνση του πολιτικού προγραμματισμού. Η ιδεολογία τελικά, ως κοσμοαντίληψη,[3] είναι η δύναμη εκείνη που μετασχηματίζει τη θεωρία σε οράματα, αρχές και αξίες της πρακτικής πολιτικής και διαμορφώνει τις ανάλογες οργανωτικές δομές υλοποίησής της. Η πράξη δίνει το υλικό προς θεωρητική επεξεργασία. Όχι βέβαια για να προσαρμοστεί η αντικειμενική πραγματικότητα στα καλούπια της θεωρίας, όπως κάνουν πολλοί απολογητές ή δογματικοί μιας οποιασδήποτε θεωρίας, αλλά για να γίνει θεωρητική επεξεργασία της πραγματικότητας και προσαρμογής της ερευνητικής δουλειάς με βάση τα θεωρητικά εργαλεία. Αν τα εργαλεία αυτά δεν είναι ικανά να αναλύσουν την πραγματικότητα, τότε πρέπει να αλλάξουν. Γιατί τελικό κριτήριο αξιοπιστίας και επαλήθευσης της θεωρίας είναι η πράξη.[4]

Επειδή αποτελεί βαθιά πεποίθηση μας ότι η κρίση της Αριστεράς στο σύνολό της έγκειται στη θεωρία και κατ’ επέκταση στην ιδεολογία., όπως θα την αναλύσουμε σε άλλο κεφάλαιο, γι αυτό θεωρούμε την εκ των ων ουκ άνευ αναγκαιότητα της αναλυτικής προσέγγισης του θέματος αυτού. Αν από την άλλη μεριά η πράξη δεν επιβεβαιώνει την θεωρία, τότε υπάρχει πρόβλημα στη θεωρητική προσέγγιση της αντικειμενικής πραγματικότητας και απαιτείται ο επαναστοχασμός των θεωρητικών εργαλείων ή της θεωρίας, εν μέρει ή στο σύνολό της.

Η διεργασία αυτή λοιπόν δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενασχόλησή μας και – αν θέλουμε -χωρίς την αντιπαράθεσή μας, με εκείνους τους στοχαστές, που δημιούργησαν κατά βάση τις θεωρητικές -ιδεολογικές υποδομές για την αλλαγή της πραγματικότητας προς μια συγκεκριμένη και καθορισμένη από την θεωρία κατεύθυνση. Αντιπαράθεση βέβαια με την έννοια είτε της προσαρμογής της θεωρίας τους στη σημερινή συγκυρία, είτε ακόμη και της αναθεώρησής της κάτω από τις επιταγές των σημερινών κοινωνικών δεδομένων. Ο λόγος: Άλλες ήταν οι προκλήσεις του χθες και άλλες είναι οι προκλήσεις του σήμερα, άλλες οι συνθήκες του χθες και άλλες οι συνθήκες του σήμερα.

Ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να καταπιαστούμε με τους μεγάλους θεωρητικούς στον τομέα αυτόν, που η αυθεντία τους έχει μια γενικότερη αναγνωρισιμότητα, που δεν μπορούμε να την παραγνωρίσουμε. Στη χωρία αυτή ανήκουν: ο Μαρξ ο Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και οι επίγονοί τους.

Η ενασχόλησή μας με αυτές τις παγκοσμίου εμβέλειας και κύρους στοχαστές είναι αναγκαστική, γιατί οι δικές μας θέσεις ή η δική μας θεωρία, χωρίς αυτό να αποτελεί «ύβριν», θα προκύψει, για να έχει κάποιαν αξία, από την αντιπαράθεσή μας με τα θεωρητικά εργαλεία-έννοιες, που χρησιμοποίησαν εκείνοι για να διαμορφώσουν τη δική τους θεωρία. Στο βαθμό βέβαια που έχουμε την επάρκεια να κάνουμε αυτή την αντιπαράθεση, από την οποία θα κριθούμε.

Με την έννοια αυτή ο σεβασμός στην άποψή τους δεν σημαίνει αυτομάτως και αποδοχή της θεωρίας τους. Κάθε θεωρία, ως γνωστόν, αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, χωρίς αυτή η προσπάθεια να έχει τέλος. Αυτό είναι το νόημα κάθε θεωρίας. Η αλήθεια φαίνεται ότι είναι διαλεκτική, δηλαδή οδεύει στο άπειρο, όπως οι ίδιοι αυτοί οι κολοσσοί της σκέψης αποδέχονται. Με την έννοια αυτή μόνο προσέγγιση της αλήθειας είναι δυνατή και τα όρια της καθορίζει κάθε φορά ο χώρος και ο χρόνος, η δεδομένη «χωροχρονική» συγκυρία. Ταυτόσημη άποψη εκφράζει και ο Ένγκελς: «Έχουμε πάντα συνείδηση, ότι οι γνώσεις που αποχτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποκτήσαμε».[5] Κάτω από αυτήν την οπτική θα μπορούσαμε, τη ρήση του Μαρξ για τους φιλοσόφους, να την εφαρμόσουμε και για τον ίδιο, λέγοντας ότι οι μαρξιστές μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον Μαρξ, το ζήτημα όμως είναι –σχήμα λόγου – να τον αλλάξουμε.

Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαρξ, όταν μερικοί προσπαθούσαν να τον κάνουν δόγμα, δήλωνε ότι δεν είναι μαρξιστής.

Καθήκον λοιπόν του φιλοσόφου – και όχι μόνο- είναι, να αμφιβάλλει για οποιαδήποτε θεωρία για να διατηρεί αλώβητη την ανεξάρτητη κριτική κι ερευνητική του σκέψη. Αλλιώς αυτοπαγιδεύει τον κριτικό του στοχασμό. Πολλοί αντί να είναι ερευνητές, γίνονται απολογητές ανθρώπων που τις θεωρούν αυθεντίες. Αυτοί όμως δεν κατέχουν την ανεξαρτησία της σκέψης. Σε τελευταία ανάλυση αυτό έχει σημασία, δηλαδή η ανεξαρτησία της κριτικής σκέψης, γιατί μόνο αυτή μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας θετικής εξελικτικής πορείας της κοινωνίας. Αλλιώς καταλήγουμε σε μεσσιανισμούς, όπου το δόγμα και η πίστη είναι το καθοριστικό στοιχείο. Το δόγμα και η πίστη πασιφανώς δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, παρά με τη θρησκεία. Όταν ο μαρξισμός αναγορεύτηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα σε θρησκεία (πίστευε και μη ερεύνα) κάποιου επίγειου παραδείσου, χωρίς αυτό φυσικά να ομολογείται, τότε καταλήξαμε στα καταστροφικά αποτελέσματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που όλοι γνωρίζουμε. Η μονολιθικότητα και ο δογματισμός, που έπνιξε την κριτική σκέψη και την ελεύθερη διακίνησή της, ήταν ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα.

Συμπέρασμα: Την κριτική μας σκέψη δεν πρέπει να την χαρίζουμε σε κανέναν και για τίποτε, ούτε και να την υποτάσσουμε σε κάποιες «χαρισματικές αυθεντίες», πίσω από τις οποίες καλυπτόμεθα, για να δημιουργούμε άλλοθι για τη δική μας επιστημονική ανεπάρκεια ή βεβαιότητα. Προτιμότερη είναι η κριτική μας σκέψη που αμφισβητεί και ερευνά, από την αποδοχή οποιασδήποτε αυθεντίας, ας θεωρείται και η πιο μοναδική στον κόσμο. Δεν υπάρχει το «αλάθητο» του Πάπα.

Δυστυχώς η εθνικοφροσύνη από τη μια και ο σταλινισμός από την άλλη καθήλωσαν και ποινικοποίησαν την ελεύθερη και αδέσμευτη κριτική σκέψη στην Ελλάδα. Ο Στάλιν πέθανε, αλλά και σήμερα ακόμη ο σταλινισμός ζει και βασιλεύει και όχι μόνο στην παραδοσιακή, αλλά περισσότερο, θα’ λεγα στην Ανανεωτική Αριστερά, που θέλει να είναι βασιλικότερη του βασιλέως. Αλλά και η εθνικοφροσύνη αναδημιουργείται στο πνεύμα και το γράμμα της νεοφιλελεύθερης σκέψης και της Νέας Τάξης, στην οποία εντάσσεται και την οποία υπηρετεί.

΄Εχοντας ως βάση και αφετηρία αυτό το κριτήριο θα ασχοληθούμε με ορισμένα καθοριστικής σημασίας θέματα της θεωρίας, που έχουν όμως άμεσες επιπτώσεις στο περιεχόμενο και τη μορφή δράσης των ανθρώπων. Τελικά αυτό μας ενδιαφέρει, γιατί από αυτό θα κριθεί και η αξία της θεωρίας.

Στο πλέγμα αυτού του προβληματισμού εκείνο που ανέκαθεν μας απασχολούσε και συνεχίζει να μας απασχολεί, ήταν το βασικό και θεμελιακό ερώτημα: Εάν και κατά πόσο και σε ποιο βαθμό η θεωρία του Μαρξ ήταν ο πρωταρχικός παράγοντας της εξελικτικής πορείας προς τον ολοκληρωτισμό, ο οποίος μετά τον Λένιν βρήκε την πληρέστερή του εκδοχή στον Στάλιν και στα φαινόμενα του Σταλινισμού.

Συνήθως δεν τολμάει κανείς να θέτει τέτοιου είδους ερωτήματα. Ο λόγος είναι πολύ  απλός: Την εξήγηση για τη στάση αυτή μας τη δίνει μία φράση του παιδαγωγού Αλέξανδρου Δελμούζου, από τους πρωτεργάτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Είχε πει το σοφό: «Για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δε χρειάζεται μονάχα μυαλό παρά και χαρακτήρας». Χαρακτήρας βέβαια με την έννοια ότι τολμάς να βλέπεις την αλήθεια κατάματα, όσο σκληρή κι’ αν είναι, και να έχεις το θάρρος και την παρρησία της γνώμης σου, χωρίς να λογαριάζεις τις προσωπικές συνέπειες!

Ο Γκράμσι σηματοδοτεί, κατά τη γνώμη μας μια αλλαγή ιστορικής προσέγγισης των προβλημάτων που έθετε ο επιστημονικός σοσιαλισμός και ως σημαντικός στοχαστής  διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη οπτική στο έργο του, που επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις, ανάλογα με τα διάφορα ρεύματα σκέψης.

Στην έρευνά μας το πρώτο και καθοριστικό ζήτημα, με το οποίο θα ασχοληθούμε, είναι το πρόβλημα του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης ή της βάσης και του εποικοδομήματος», που είναι ένα γενικότερο πρόβλημα, που άπτεται ωστόσο της θεωρίας του Γκράμσι ως ένα βαθμό και μπορεί να θεωρηθεί ως αφετηρία του.

Το δεύτερο έχει σχέση με την ιδεολογική ηγεμονία,  το τρίτο με αυτό που αποκαλείται από τον Γκράμσι «συναίνεση» και το τέταρτο με την έννοια του συλλογικού οργανικού διανοούμενου. Όλα αυτά βρίσκονται σε μια εσωτερική σχέση, μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους.

Βασικά θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε κι επεξεργαστούμε τις απόψεις των κύριων εκφραστών του μαρξισμού: Μαρξ, Λένιν και Γκράμσι, για να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα που είναι χρήσιμα για τη πράξη, για τον σχεδιασμό της στρατηγικής του λαϊκού κινήματος.[6]

Η ανάλυση της θεωρίας μας ενδιαφέρει, με βάση τον επιστημονικό σοσιαλισμό, ότι κι’ αν σημαίνει αυτό, αλλά κυρίως όσον αφορά την εφαρμογή και επαλήθευση της στην πράξη. Η πολιτική πρακτική είναι εκείνη που καθορίζει την αναγκαιότητα της θεωρητικής μας ενασχόλησης. Για να γίνει κατανοητό τελείως: Η θεωρία για τη θεωρία δε μας ενδιαφέρει, παρά μόνο όταν παράγει μια συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση και τροφοδοτεί τη συγκεκριμένη πρακτική δράση.[7]

Στο βαθμό που αυτό επιτυγχάνεται, μαζί με το ύφος και το ήθος που εκφράζει, έχει και την ανάλογη αξία.

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 

 Ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει  –  Θιβετιανό ρητό

 

Ι. Κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα 

Μία από τις βασικές θέσεις του Μαρξ που υπέχουν τη μορφή αξιώματος [8] είναι αυτή που εκφράζεται ως «κοινωνικό είναι και συνείδηση». Γράφει ο Μαρξ συγκεκριμένα, δίνοντας τον ορισμό της σχέσης ανάμεσα στις δύο έννοιες: «Στην κοινωνική τους ζωή οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους».[9]

Η έννοια του «κοινωνικού είναι και της συνείδησης» αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Μαρξ για την ιστορία. Η πάλη των τάξεων συνιστά την κοινωνιολογική της διάσταση. Η σωστή ή λανθασμένη ερμηνεία τους και η αντίστοιχη εφαρμογή τους στην πράξη καθόρισε και καθορίζει ακόμη τις θετικές ή αρνητικές εξελίξεις του επαναστατικού κινήματος.

Στην θεμελιακή αυτή τοποθέτηση του Μαρξ οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις, που αποκαλύπτουν κατά την άποψή μας βασικές αντιφάσεις, που έχουν συνέπειες στις μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις.

Ο Μαρξ, όπως ακριβώς και ο Χέγκελ, πριν απ’ αυτόν, μιλάει για καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση των ανθρώπων σχέσεις. Τις σχέσεις αυτές καθορίζει νομοτελειακά ο τρόπος παραγωγής, που αποτελεί την βασική έννοια του ιστορικού υλισμού. Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε  αντίθεση με άλλες δηλώσεις του ίδιου του Μαρξ καθώς και του Ένγκελς, όπου η θέληση του ανθρώπου παρουσιάζεται ανεξάρτητη και καθορίζουσα. Στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» γράφει ο Μαρξ τα ακόλουθα: «Η υλιστική διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και της αγωγής και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμένης αγωγής, ξεχνούν ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν ακριβώς οι άνθρωποι και ότι πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί και ο ίδιος ο διαπαιδαγωγητής… Η σύμπτωση της αλλαγής των συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης μπορεί να θεωρηθεί και να κατανοηθεί σωστά μονάχα σαν ανατρεπτική πράξη».[10]

Άσχετο με το πως πρέπει να κατανοηθεί η αλλαγή συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης, γεγονός είναι ότι στην άποψη αυτή εξυφαίνεται η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης, που είναι ανεξάρτητη από αδήριτες αναγκαιότητες.

 Εδώ βέβαια υπάρχει ο αντίλογος, τον οποίο πρέπει να επισημάνουμε, ότι ή έννοια της πράξης και της πρακτικής ως ανοιχτής διαδικασίας, δε μπορεί να περιγραφεί με όρους της «ελευθερίας της βούλησης». Είναι ένα ερώτημα, που απασχολεί τη φιλοσοφική έρευνα.

Και σ’ ένα άλλο σημείο, που έχει σχέση με το πρόβλημα των ιστορικών νόμων και της ελευθερίας του ανθρώπου, προσθέτει το περιβόητο: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».[11] Στο ίδιο πνεύμα μιλάει και ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ: «…η συνείδηση του ανθρώπου όχι μόνο αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά και τον δημιουργεί…δηλαδή, ο κόσμος δεν ικανοποιεί τον άνθρωπο και ο άνθρωπος με τη δράση του αποφασίζει να τον αλλάξει».[12]

Στο σημείο αυτό είμαστε υποχρεωμένοι, προσπαθώντας να προσεγγίσουμε την αντικειμενική αλήθεια, να εκφράσουμε έναν αντίλογο, ότι δηλαδή η ελευθερία της θέλησης εκλαμβάνεται από πολλούς ως η συνειδητοποίηση μιας συγκεκριμένης αναγκαιότητας, στην οποία προσαρμόζεται η θέληση του ανθρώπου. Είναι μια άποψη, είναι κι’ αυτό ένα φιλοσοφικό πρόβλημα προς διερεύνηση.

Αν είναι πάντως αληθινά αυτά, που ισχυρίζεται πιο πάνω ο Μαρξ και ο Λένιν, τότε τίθεται και πάλι το επιτακτικό ερώτημα: Ποιος θα επιφέρει την αλλαγή, η θέληση του ανθρώπου, δηλαδή η συνειδητή του παρέμβαση, ή θα έρθει αυτή από μόνη της ή εν πάση περιπτώσει από μια νομοτελειακή αναγκαιότητα, την οποία καθορίζουν οι ανεξάρτητοι από τη θέληση του ανθρώπου «σιδερένιοι» νόμοι της εξέλιξης, που όμως κι’ αυτοί υπάγονται στους οικονομικούς όρους; Έχει λοιπόν η ιστορία ένα προδιαγεγραμμένο τέλος; Είναι ένα ερώτημα που απαιτεί διερεύνηση της σχέσης καθορισμού και μετασχηματισμού.[13]

Η ίδια ακαθοριστία παρατηρείται ακόμα πιο έκδηλα στον Ένγκελς. Στο γράμμα του προς τον Μπλοχ  εκφράζεται πολλές φορές τελείως αντιφατικά. Παραθέτουμε ορισμένα σημεία του γράμματός του.

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής.

Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό, έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε  λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τα αποτελέσματά της – τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κ.λπ. – οι νομικές μορφές, κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών  αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη – οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες – οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις, αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατελείωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλαδή των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μη τη λογαριάζουμε)… Την ιστορία μας, την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ’ αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά».[14]

Βλέπουμε στα παραπάνω την απεγνωσμένη προσπάθεια του Ένγκελς να προσδώσει αντικειμενική ύπαρξη και στη συνείδηση του ανθρώπου, αλλά από την άλλη δεν θέλει να θεμελιώσει την ψευδαίσθηση ή τη βεβαιότητα, ότι αυτή είναι σε θέση να καθορίζει τις εξελίξεις σύμφωνα με δικούς της στόχους και επιλογές, ούτε να της προσδώσει πρωτογενές χαρακτήρα, που θα ανέτρεπε τη θεωρία του ιστορικού υλισμού. Για τον Μαρξ και τον Ένκγελς η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής καθορίζονται νομοτελειακά από τις παραγωγικές δυνάμεις. Οι οικονομικοί νόμοι δηλαδή, οι νόμοι που υπαγορεύονται από την «αδήριτη» οικονομική αναγκαιότητα, δεν επιδέχονται σε τελευταία ανάλυση καμία απολύτως αμφισβήτηση. Έτσι αναιρείται λογικά αλλά και στην πράξη η δυνατότητα διαμόρφωσης των εξελίξεων με βάση το εποικοδόμημα (την «επαναστατική» συνείδηση). Αυτή η «παράλογη» λογική συνεχίζεται και με μια σειρά παρόμοιους διαλογισμούς, την οποία επαναλαμβάνουν και πολλοί από τους επιγόνους, που εξάρουν και τη σημασία του ιδεολογικού εποικοδομήματος, αλλά τελικά ασπάζονται αυτό που αποτελεί το καταληκτικό συμπέρασμα του Ένγκελς, με τη χαρακτηριστική φράση: «… σε τελευταία ανάλυση»!

Σε ένα γράμμα του στον Στάρκενμπουργκ επανέρχεται ο Ένγκελς στην ίδια επιχειρηματολογία: «Η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κ.λπ. ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους όμως αντεπιδρούν επίσης η μια πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση. Τα πράγματα όμως δεν έχουν καθόλου έτσι, ότι δηλ. η οικονομική κατάσταση είναι η μόνη που δρα, ενώ όλα τα άλλα είναι μόνον παθητικό αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε αλληλεπίδραση πάνω στην βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που επιβάλλεται πάντα σε τελευταία ανάλυση».[15] Και ακόμη μια πιο προχωρημένη θέση του Ένγκελς στο ίδιο θέμα: «Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα, ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτιά του».[16]

Ο ΄Ενγκελς ο ίδιος ομολογεί ότι μπορεί να υπάρχει αλληλεπίδραση, αλλά μπορεί και να μην υπάρχει. Την επίδραση ή αλληλεπίδραση δεν την καθορίζει η οικονομική βάση, που ενδέχεται να είναι η αιτία, αλλά η πολιτική εξουσία, την οποία μπορεί να αποκτήσει μια τάξη (π.χ. το προλεταριάτο ως επαναστατικό κόμμα, που εκφράζει την ανώτατη προλεταριακή συνείδηση), όταν έχει την ιδεολογική – πολιτισμική ηγεμονία, όπως λέει ο Γκράμσι.[17] Γράφει σχετικά: «Δεν μπορούμε βέβαια να απαιτήσουμε από κάθε εργάτη της μάζας να έχει πλήρη συνείδηση όλης της σύνθετης λειτουργίας, που η τάξη του είναι προορισμένη να αναπτύξει μέσα στη διαδικασία ανάπτυξης της ανθρωπότητας…Αλλά το κόμμα μπορεί και πρέπει στο σύνολό του να αντιπροσωπεύει αυτή την ανώτερη συνείδηση. Διαφορετικά δεν θα είναι επικεφαλής, αλλά στην ουρά των μαζών, δεν θα τις οδηγεί, αλλά θα το σέρνουν».[18]

Στις ανωτέρω τοποθετήσεις τονίζεται με μεγαλύτερη έμφαση το σχήμα της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης βάσης και εποικοδομήματος, αλλά στην ουσία δεν υπάρχει καμιά διαφοροποίηση από τη γενική και σταθερή επιχειρηματολογία, ότι τελικά το κοινωνικό είναι καθορίζει την συνείδηση, ότι το δεύτερο επικαθορίζεται από το πρώτο, αλλά κάτω από μια ειδική σχέση την οποία μας αναλύει ο Νίκος Πουλαντζάς, που στον πυρήνα της ταυτίζεται με την άποψη του ΄Ενγκελς, αλλά δίνει στη βάση και το εποικοδόμημα και τη σχέση τους μια πιο συγκεκριμένη «μαρξιστική» έννοια. Αναφερόμενος στο κράτος, ως ιδιαίτερο τομέα του εποικοδομήματος, το παρουσιάζει ως «μια αντικειμενική πραγματικότητα, δημιουργημένη από τη βάση, η οποία οριοθετείται επιστημονικά, σαν πάλη των τάξεων στο εσωτερικό ενός ιστορικά καθορισμένου τρόπου παραγωγής: εμφανίζεται η αντίληψη του ταξικού κράτους».[19]

Δεν μπορεί κανείς να μην παραξενευτεί με αυτό το «ναι μεν αλλά» των απόψεων και ερμηνειών του Ένγκελς. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε λογικά, πώς την ιστορία τους την κάνουν οι άνθρωποι οι ίδιοι και από την άλλη όχι, δεν την κάνουν οι ίδιοι, γιατί τελικά εκείνοι που αποφασίζουν είναι οι οικονομικοί όροι «σε τελευταία ανάλυση». Ή το ένα θα συμβαίνει ή το άλλο ή και τα δυο μαζί, μέσα σ’ ένα πλέγμα διαλεκτικής σχέσης. Στο δίλημμα αυτό είναι φυσικά δεδομένη η απάντηση του Ένγκελς υπέρ του οικονομικού παράγοντα. Όλα τα άλλα αποτελούν γι’  αυτόν διαστρέβλωση της πραγματικότητας, την οποία ο Λουί Αλτουσέρ αποκαλεί «επιστημονικό κενό»[20]

Το ίδιο ισχυρίζεται και αλλού: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όποια κι αν είναι η έκβασή της, επιδιώκοντας ο καθένας τους δικούς του συνειδητά θελημένους σκοπούς, και η συνισταμένη αυτών των πολλών θελήσεων που δρουν προς διάφορες κατευθύνσεις, και η πολλαπλή τους επίδραση στον εξωτερικό κόσμο αποτελεί ακριβώς την ιστορία».[21] Και σ’ αυτή την περικοπή φαίνεται έκδηλα το παράλογο του ισχυρισμού, ότι ο άνθρωπος θέτει, συνειδητά μάλιστα, σκοπούς οι οποίοι όμως, τελικά, δεν μπορούν να καθορίζουν το αποτέλεσμα, αλλά βασικά μόνο οι οικονομικοί όροι. Αυτή η μονόπλευρη και σταθερά οικονομίστικη αντίληψη για τον πρωτογενή καθοριστικό ρόλο του «κοινωνικού είναι» απέναντι στην «συνείδηση», όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα, είχε καταλυτικές αρνητικές συνέπειες στην πρακτική εφαρμογή του.

Η μονοδιάστατη αυτή αντίληψη, ο «μηχανιστικός ντετερμινισμός», όπως τον χαρακτηρίζει ο Γκράμσι, εκφράζει την πεποίθηση, ότι τελικά η ουσία του ανθρώπου είναι η παραγωγική του δραστηριότητα. Ο άνθρωπος είναι ό,τι παράγει.[22] Έτσι μεταβάλλεται σε οικονομική μονάδα, παραγνωρίζοντας την πνευματική και ηθική του ιδιοσυστασία (συνείδηση) και μ’ αυτό τον τρόπο αποβάλλει τον ανθρωπιστικό του χαρακτήρα. Ο μαρξισμός από την αφετηρία του, αλλά και έτσι όπως εξελίχτηκε σε μονοφυσίτικη θεωρία, έχασε την ολοκληρωμένη ανθρώπινή του διάσταση

Την πραγματικότητα αυτή δεν θέλουν να την δουν και να την αποδεχτούν οι απολογητές (και όχι ερευνητές) της μαρξιστικής θεωρίας. Μήπως –υπάρχει το πρόβλημα – η εξέλιξη αυτή να οφείλεται στο γεγονός, ότι έτεινε να οριστεί η μαρξιστική σκέψη προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση ως μια εκδοχή «ανθρώπινης ουσίας», όταν τελικά αυτό συμπυκνώνει μια μεταφυσική αντίληψη; Είναι κι’ αυτό ένα πρόβλημα.

Προς επίρρωση των ανωτέρω παραθέτουμε και μια κριτική άποψη του Κ. Παπαϊωάννου στη θεώρηση του Μαρξ: «Ο κοινωνιολογικός ‘μονισμός’ του, που γνωρίζει μόνο τον οικονομικό ντετερμινισμό και θεωρεί όλα τα υπόλοιπα λίγο –πολύ ‘αιθέρια’ (εξωπραγματικά) ‘εποικοδομήματα’, απορρέει άμεσα και σχεδόν καθόλου κριτικά, από τη ‘μονοφυσίτικη’ φιλοσοφία του, που θέλει να ταυτίσει την ‘ουσία’ του ανθρώπου αποκλειστικά με την παραγωγική του δύναμη»[23]

Αυτή η άποψη που κυριάρχησε στη μαρξιστική θεωρία στην Πρώτη, τη Δεύτερη και εν μέρει και στην Τρίτη Διεθνή, εκφράστηκε ως οικονομισμός. Στην πραγματικότητα, λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, «ο οικονομισμός θεωρεί ότι όλα τα επίπεδα της κοινωνικής πραγματικότητας, συμπεριλαμβανομένου του κράτους, είναι απλώς επιφαινόμενα, που μπορούν να αναχθούν στην οικονομική βάση. Ως εκ τούτου μια ειδική μελέτη του κράτους καθίσταται περιττή».[24] Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου, μας λέει στη συνέχεια, ανάγεται στο γεγονός ότι «Η μαρξιστική σκέψη έχει παραμελήσει, με ορισμένες σπάνιες εξαιρέσεις, όπως ο Γκράμσι, τη θεωρία του κράτους και της πολιτικής εξουσίας»[25], δηλαδή της σημασίας του εποικοδομήματος και της σχέσης του με την οικονομική βάση. Μια πολύ σημαντική επισήμανση του Νίκου Πουλαντζά, που τη σημασία της θα αναλύσουμε πιο κάτω.

Μάλιστα πολλοί, οδηγώντας αυτή τη λογική του Μαρξ και Ένγκελς περί οικονομισμού στα άκρα διατυπώνουν την άποψη, ότι «ο άνθρωπος είναι, ό,τι τρώει» (Der Mensch ist, was er ißt), που έρχεται σε αντίθεση με το «ουκ επ’  άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», που σημαίνει ότι ο άνθρωπος, όταν εξασφαλίσει τα προς το ζην, διεκδικεί και τα ατομικά και κοινωνικά του δικαιώματα και ελευθερίες, αυτές δηλαδή που του εξασφάλισε το αστικό κράτος.

Τι από τα δύο είναι άραγε ο άνθρωπος; Η δική μας απάντηση, ακόμη και ως έκφραση διαίσθησης και πεποίθησης και όχι αναγκαστικά επιστημονικής έρευνας, είναι σαφής: Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, αλλά και τα δυο μαζί; Φαίνεται ωστόσο ότι οι πράξεις των ανθρώπων έχουν άλλο νόημα.

Στο σημείο αυτό μάλιστα ταυτίζεται η άποψη του Ένγκελς απόλυτα με τον ισχυρισμό του Μαρξ: «Η ιστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Αντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται. Δεν είναι διόλου η ‘ιστορία’ που, σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς».[26]

 Ένας κοινός νους βγάζει αναγκαστικά το συμπέρασμα, διαβάζοντας αυτές τις απόψεις, ότι τελικά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να βάζει στόχους και να αποφασίζει, χωρίς να υπάρχουν κάποιοι κρυφοί νόμοι και μάλιστα οικονομικής μορφής, που «σε τελευταία ανάλυση», όπως λέει ο Ένκγελς, καθορίζουν τις επιλογές του και τη δράση του.[27]  Στο θέμα αυτό έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε την άποψη του Λένιν.

ΙΙ. Η διαφοροποίηση του Λένιν στο θέμα του κοινωνικού είναι και της συνείδησης[28]

Ο Λένιν, σε αντίθεση με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οδηγώντας στα άκρα τη λογική της αυτενέργειας του ανθρώπου ως δημιουργού της ιστορίας, εκφράζει στην ανάλυσή του για το αυθόρμητο και τη συνείδηση του προλεταριάτου την άποψη, ότι καθοριστικό και πρωτογενή ρόλο παίζει η συνείδηση του ανθρώπου και ότι η επαναστατική συνείδηση του προλεταριάτου, δηλαδή η συνειδητοποίηση και ανάδειξη της «ιστορικής του αποστολής», δεν παράγεται από το ίδιο, αλλά εισάγεται σ’ αυτό απ’ έξω, από την επαναστατική αστική διανόηση. Το προλεταριάτο δεν είναι σε θέσει να υψωθεί πάνω από τα συνδικαλιστικά του συμφέροντα, να αναπτύξει την ταξική του συνείδηση και ιδεολογία, ώστε να προχωρήσει αυτόβουλα στην κοινωνική επανάσταση. «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος», ισχυρίζεται ο Λένιν, «δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία». Όσο δηλαδή η συνείδηση του ανθρώπου δεν αλλάζει από αστική σε σοσιαλιστική (επαναστατική), ούτε οι παραγωγικές σχέσεις μπορούν να αλλάξουν, μα ούτε κατά συνέπεια οι παραγωγικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιος αυτοματισμός που να συνδέει διαλεκτικά αυτά τα δύο πράγματα.

Η σοσιαλιστική συνείδηση, λέει ο Λένιν «γεννήθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που τις επεξεργάστηκαν οι πεπαιδευμένοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων, από τους διανοούμενους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ήταν κι αυτοί, από την κοινωνική τους τοποθέτηση, αστοί διανοούμενοι. Το ίδιο και στη Ρωσία, η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Υπήρξε το φυσικό και αναπόφευκτο προϊόν της ανάπτυξης της σκέψης στους σοσιαλιστές επαναστάτες διανοούμενους».[29] Οι θέσεις αυτές του Λένιν έρχονται σε κατάφορη αντίθεση με την θεωρία του Μαρξ για την πρωτοκαθεδρία του κοινωνικού είναι απέναντι στη συνείδηση.[30]

Ο Λένιν δεν αναλύει το περιεχόμενο της συνείδησης, πιθανόν αποδεχόμενος τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς στο πρόβλημα αυτό. Τον ενδιαφέρουν βασικά ο φορείς αυτής της συνείδησης, που τους χαρακτηρίζει ως αστούς, επαναστάτες διανοούμενους καθώς και ο τρόπος που αυτή η συνείδηση επηρεάζει και δραστηριοποιεί την εργατική τάξη, χωρίς ωστόσο η ίδια να την παράγει. Κι’ εδώ βέβαια υπάρχει ο αντίλογος, με την έννοια ότι μια τέτοια συνείδηση δεν θα ήταν δυνατό να αναπτυχθεί και στους ίδιους τους αστούς διανοούμενους επαναστάτες (ό Μαρξ και ο Λένιν και πολύ περισσότερο ο ΄Ενγκελς ήταν ένας απ’ αυτούς), αν δεν υπήρχαν οι υλικοί όροι. Είναι κι’ αυτό ένα θεωρητικό πρόβλημα, προς έρευνα. Έτσι επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα, που μπορούμε να το εκφράσουμε εκλαϊκευτικά και κατανοητά για τον καθένα Ποιο ήταν πρώτο: Το αυγό ή η κότα! Και φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν μπαίνει το ερώτημα, αν το αυγό ή η κότα είναι κάτι άυλο ή υλικό.

Σχολιάζοντας αυτή τη θέση του Λένιν ο Κώστας Παπαϊωάννου, που ασχολήθηκε διεισδυτικά και εμπεριστατωμένα με τον μαρξισμό – λενινισμό, διατυπώνει την ακόλουθη κριτική άποψη: «Πρόκειται εδώ για αναπάντεχη αντιστροφή μιας από τις θεμελιώδεις προτάσεις του Μαρξισμού: δεν καθορίζει πια το είναι τη συνείδηση, οι ιδέες δεν είναι πια ‘αντανακλάσεις’ της κοινωνικής κατάστασης, αλλά αναπτύσσονται αυθόρμητα, σύμφωνα με τη δική τους λογική, ανεξαρτήτως κάθε ταξικής ή άλλης κατάστασης, και καταλήγουν να καθορίζουν αυτές το είναι. Επιπλέον: το είναι του προλεταριάτου καθορίζεται τελικά από τη συνείδηση των διανοουμένων».[31]

Οι διανοούμενοι, οι οποίοι ανήκουν σαφώς στην αστική ή μικροαστική τάξη, είναι εκείνοι τελικά που είναι σε θέση να στοχαστούν και να συλλάβουν την ιστορική εξέλιξη και την επαναστατική διαδικασία της ιστορίας, ενώ η εργατική τάξη, αφημένη στον εαυτό της, μπορεί να φτάσει μόνο στην συνδικαλιστική συνείδηση, στην τρεϊντ-γιουνιονίστικη συνείδηση, όπως λέει ο Λένιν.

Η ταξική πάλη, κατά τον Λένιν, δεν αποτελεί αυτοματισμό, ο οποίος μπαίνει σε λειτουργία από μόνος του. Για να το πούμε πιο απλά και κατανοητά: Οι τάξεις να υπάρχουν, όμως η ταξική πάλη να μη λαμβάνει χώραν. Γι’ αυτό και τονίζει: «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς, πως οι επαναστατικές τάξεις έχουν πάντα αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσουν την επανάσταση, όταν αυτή η επανάσταση έχει ωριμάσει πέρα για πέρα, λόγω των συνθηκών της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης. Όχι, η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι συγκροτημένη τόσο έλλογα και τόσο ‘βολικά’ για τα πρωτοπόρα στοιχεία. Η επανάσταση μπορεί να ωριμάσει, ενώ οι δυνάμεις των επαναστατών δημιουργών αυτής της επανάστασης μπορεί να φανούν ανεπαρκείς για την εκτέλεσή της».[32] Μ’ αυτό δηλώνει ο Λένιν απλούστατα, αν κατανοούμε σωστά τη θέση του, ότι δεν υπάρχει αναγκαστική σχέση ανάμεσα στις αντικειμενικές συνθήκες και το επαναστατικό υποκείμενο, ενώ θα «πρέπει» να δημιουργηθεί αυτή η σχέση, για να υπάρξει τρόπον τινά, από την ένωση αυτή, επαναστατική έκρηξη, για να χρησιμοποιήσουμε όρους της επιστήμης της Χημείας.

Η ανεπάρκεια, στην οποία αναφέρεται ο Λένιν, έχει άμεση σχέση με την ιδεολογική (πολιτισμική) ηγεμονία, για την οποία μιλάει ο Γκράμσι, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω.

Ένας τέτοιος στοχασμός ωστόσο, που θέτει και το πρόβλημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης από μέρους του Λένιν σε διαφορετική βάση, δεν εκφράζει τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι υποστηρίζουν πάντοτε την ίδια βασική θέση, ότι δηλαδή οι οικονομικές συνθήκες είναι εκείνες που καθορίζουν τελικά (σε τελευταία ανάλυση, όπως λέει ο Ένγκελς) τα κοινωνικά δρώμενα και όχι οι πράξεις των ανθρώπων, ως απόρροια συνειδητών επιλογών. Κι’ ας προσπαθεί ο Ένγκελς απεγνωσμένα και με επιχειρήματα, που δεν αντέχουν στην αυστηρά κριτική σκέψη, να τη διαφοροποιήσει. Υπάρχει σ’ αυτή την άποψη, πέρα από την αυθαίρετη επιχειρηματολογία, μια αιτιοκρατία «ένας ντετερμινισμός», που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες, διαφορετικές σκέψεις και επιχειρήματα, για παρέκκλιση από την οικονομική νομοτελειακή πραγματικότητα, όσο κι’ αν προσπαθούν πολλοί από τους επιγόνους να πείσουν, ότι γίνεται παραποίηση της αλήθειας, ή αδυναμία κατανόησης και αποδοχής της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Τελικά, η προσπάθεια του Μαρξ και του Ένγκελς να κατοχυρωθεί το «αξίωμα» του Μαρξ με επιστημονικούς όρους, φαίνεται πως αποτυγχάνει, γιατί δεν υπάρχουν τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία, που να εδραιώνουν λογικά παρόμοιους διαλογισμούς, μα ούτε και η κατοπινή ιστορική εξέλιξη τα επιβεβαίωσε. Μάλιστα το αντίθετο συνέβη.

Πολλές φορές επανέρχεται ο Μαρξ, αλλά κυρίως ο Ένγκελς, στην πιο πάνω επιχειρηματολογία, η οποία σε τελευταία ανάλυση καταλήγει, όπως τονίσαμε επανειλημμένα, στη γνωστή θέση, ότι «το κοινωνικό είναι» καθορίζει τη «συνείδηση» του ανθρώπου. Αυτό το κοινωνικό είναι αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομείται η συνείδηση και που χαρακτηρίζεται με άλλον όρο ως εποικοδόμημα ή υπερδομή και που εμείς με μια ευρύτητα της έννοιας θα την εντάσσαμε στην έννοια του πολιτισμού, ο οποίος διαμορφώνει και τη συνείδηση μιας κοινωνίας.

Ισχυρίζεται επιπλέον ο Μαρξ ότι με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Δεν είναι όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός παράλογος; Πώς μπορεί να καταστραφεί πρώτα η βάση ενός οικοδομήματος και μετά όλο το οικοδόμημα; Και πού και πότε άλλαξε ένας κάποιος οικοδόμος τα θεμέλια ενός κτιρίου, για ν’ ανατρέψει μετά (αργά η γρήγορα) το επ-οικοδόμημα; Αυτό τουλάχιστον μας λέει και ο ίδιος ο Μαρξ σε άλλες περιπτώσεις. Αναφέρουμε πάλι ένα παράδειγμα παρμένο από την ανάλυσή του: Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία: «Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης. Γι’ αυτό η Κομμούνα θα έπρεπε[33] να χρησιμεύει σαν μοχλός, για ν’ ανατραπούν οι οικονομικές βάσεις, που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και επομένως η ταξική κυριαρχία. Όταν θα έχει πια χειραφετηθεί η εργασία, κάθε άνθρωπος γίνεται εργάτης και η παραγωγική δουλειά παύει να αποτελεί ταξική ιδιότητα».[34] Εδώ με πολιτική κυριαρχία εννοείται η κυβέρνηση της εργατικής τάξης, δηλαδή η νομική και πολιτική μορφή αυτής της εξουσίας, που σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αποτελούν καθοριστική μορφή του εποικοδομήματος ή της συνείδησης. Η πολιτική κυριαρχία της Κομμούνας θα έπρεπε να θέσει τις καινούργιες οικονομικές βάσεις, καταργώντας τις παλιές, που σημαίνει σ’ αυτή την περίπτωση, ότι η συνείδηση καθορίζει το κοινωνικό είναι. Αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση της επιχειρηματολογίας του Μαρξ είναι και το ρήμα που χρησιμοποιεί, λέγοντας «θα έπρεπε». Τι σημαίνει αυτό. Απλούστατα ότι δεν υπάρχει κανένας αδήριτος νόμος που να χρησιμεύει ως μοχλός, αλλά ηθικός, με την έννοια ότι επαφίεται στην ελεύθερη συνείδηση και βούληση της Κομμούνας. Αυτό σημαίνει «θα έπρεπε». Αλλιώς η διατύπωση στο σχετικό χωρίο όφειλε να ήταν διαφορετική, δηλαδή: «Γι’ αυτό η Κομμούνα θα χρησιμεύσει…», που σημαίνει αναγκαστικά, ότι θα χρησιμεύσει σαν φυσικός νόμος και όχι «θα έπρεπε…».

Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και πολλά άλλα παραδείγματα, που έχουν να κάνουν με αυτό το βασικό πρόβλημα, (κοινωνικού είναι και συνείδησης), όμως και μόνο αυτά αρκούν για να αποδεχτούμε τουλάχιστον, ότι όχι μόνο το κοινωνικό είναι του ανθρώπου καθορίζει τη συνείδησή του, αλλά και η συνείδησή του καθορίζει το κοινωνικό του είναι, άσχετα με το οντολογικό πρόβλημα, αν  η συνείδηση είναι πνευματική η υλική, δηλαδή προϊόν της ύλης. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στο θέμα αυτό. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, στον καθορισμό απλούστατα της διαλεκτικής τους αλληλεπίδρασης, με άλλα λόγια πότε και κάτω από ποιες συνθήκες η μια καθορίζει την άλλη, γιατί το γεγονός της αλληλεπίδρασης δεν το αρνείται κανείς. Το τονίζει και ο ίδιος ο ΄Ενγκελς. Αν θέλουμε να απλουστεύσουμε ακόμη περισσότερο τον προβληματισμό αυτόν θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τη βάση σαν τις ρίζες ενός δέντρου και το εποικοδόμημα σαν τον κορμό, τα κλαδιά και τα φύλλα του. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τις ρίζες δεν μπορεί το δέντρο να επιβιώσει, αλλά χωρίς τα φύλλα και τα κλαδιά δεν θα επιζούσαν και οι ρίζες.

Πριν κλείσουμε την σύντομη αυτή περιγραφή της θεμελιακής φιλοσοφικής θεωρίας του Μαρξ, επιθυμούμε μαζί με τον Ένγκελς να τονίσουμε την ουσιαστική του προσφορά στην ανθρωπότητα: «Αυτές τις δύο μεγάλες ανακαλύψεις: την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την αποκάλυψη του μυστικού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την υπεραξία, τις χρωστάμε στον Μαρξ».[35]

Η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη αποτελεί τον λόγο που υποχρεώνει τον Ένγκελς να επιμένει πάντοτε ότι οι οικονομικοί όροι είναι οι καθοριστικοί. Αν δεν δινόταν αυτή  η ερμηνεία θα κατέρρεε αυτομάτως ο ιστορικός υλισμός. Και αυτό είναι αυτονόητο. Γι’ αυτό η «εναγώνια» προσπάθεια να αποφευχθεί η παρεξήγηση ή παρερμηνεία, όταν τονίζεται και η επίδραση της συνείδησης πάνω στην οικονομική βάση. Η κάθε φορά επαναφορά στον ισχυρισμό, ότι τελικά (σε τελευταία ανάλυση) οι υλικοί όροι είναι το πρωταρχικό, «σώζει» τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν αλλάζει όμως την πραγματικότητα, η οποία μπορεί να είναι τελείως η μερικώς διαφορετική απ’ ότι την καθορίζει η θεωρία.

Πολύ σημαντική είναι η ίδια η ομολογία του Μαρξ, για τη δική του προσφορά στην ιστορία, που δίνει αφορμή να κριθεί αυτή η προσφορά στη συγκεκριμένη αντικειμενική πραγματικότητα. Στο γράμμα του στον Βαϊντερμάγιερ με ημερομηνία 5.3.1852 εκφράζει τα ακόλουθα αποκαλυπτικά: «Όσο για μένα, δε μου ανήκει η τιμή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσά τους. Πολύ πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι – την οικονομική ανατομία των τάξεων. Ό,τι καινούργιο έκαμα εγώ ήταν να αποδείξω: 1. ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής (historischen Entwicklungsphasen der Produktion), 2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου  3. ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία…».

Κατά πόσο οι αποδείξεις του Μαρξ επαληθεύτηκαν από την ίδια την πραγματικότητα, που αποτελεί για τους Μαρξιστές αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας, θα αναλύσουμε στα επόμενα. Προκαταβολικά δηλώνουμε, ότι η πράξη δεν επαλήθευσε τα συμπεράσματα του Μαρξ, τουλάχιστον σ’ ότι αφορά την Τρίτη θέση[36] και οι λεγόμενες «αποδείξεις» του στο θέμα αυτό, αποτελούν ζητούμενο, για να μην ισχυριστούμε ότι η ιστορία απέδειξε στην πράξη πολλές απ’ αυτές ως λανθασμένες, όπως ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου.[37] Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν επαληθεύτηκε πουθενά, ενώ αντιθέτως η δικτατορία μιας γραφειοκρατικής κάστας επί του προλεταριάτου επαληθεύτηκε περίτρανα. (βλ. υπαρκτό σοσιαλισμό). Εκτός βέβαια, αν ο Μαρξ είχε στο νου του τον υπαρκτό σοσιαλισμό, που φυσικά το αποκλείουμε ρητά και κατηγορηματικά![38] 

ΙII. Η συνείδηση ως πολιτισμική ηγεμονία. Η διαφοροποίηση του Γκράμσι από τον Μαρξ και τον Λένιν

Ενώ για το «κοινωνικό είναι» υπάρχει μια διεξοδικότερη ανάλυση για τον προσδιορισμό και τη σημασία του, για τη «συνείδηση» οι έννοιες που την καθορίζουν είναι συγκεχυμένες. Τι εννοούμε άραγε, όταν μιλάμε για συνείδηση; Έναν πρώτο προσδιορισμό μας δίνει ο Μαρξ κάνοντας αντιδιαστολή ανάμεσα στο κοινωνικό είναι, που είναι η πραγματική βάση, που όπως λέει ο ίδιος «πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης». Παρακάτω συμπληρώνει διατυπώνοντας την άποψη, ότι «Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά». Και συνεχίζει πιο αναλυτικά: «Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της».[39]

Παραθέτοντας πιο πάνω τις απόψεις του Μαρξ διαπιστώνουμε μια σύγχυση. Στην πρώτη παράθεση διακρίνουμε τρία επίπεδα:  Πρώτον «το κοινωνικό είναι», Δεύτερο το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και τρίτον «ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης». Πιο κάτω μεταβάλλει και ταυτίζει τα τρία επίπεδα σε δύο: Πρώτον «οι οικονομικοί όροι της παραγωγής» και δεύτερο «οι νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές…». Ταυτίζει δηλαδή την συνείδηση τόσο με το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, όσο και με όλες τις άλλες ιδεολογικές μορφές, που αναφέρει. Την ίδια σύγχυση παρατηρούμε και σε άλλους αναλυτές του μαρξισμού, όπως στον Νίκο Πουλαντζά, ο οποίος προσπαθεί να αποσαφηνίσει τις ανωτέρω έννοιες: «Όταν μιλάω για καθορισμό σε τελική ανάλυση από το οικονομικό, ήδη συμπεριλαμβάνω σ’ αυτό τις σχέσεις παραγωγής, τις κοινωνικές τάξεις και την πάλη των τάξεων. Δεν υπάρχει το ‘οικονομικό καθ’ εαυτό’, και μετά η πάλη των τάξεων, σ’ ένα άλλο επίπεδο».[40]

Σχηματικά και μεθοδολογικά θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις διάφορες κατηγορίες, τις οποίες αναφέρει ο Μαρξ σε τρία επίπεδα: Πρώτον οι παραγωγικές δυνάμεις σε συνάρτηση με τη φύση, που αποτελούν το κοινωνικό είναι και απεικονίζουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Δεύτερο οι παραγωγικές σχέσεις, που διαμορφώνονται από ένα νομικό και πολιτικό πλαίσιο ή ένα σύνταγμα, που περιλαμβάνει το όλο, δηλαδή την κοινωνική δομή, μέσα στην οποία λειτουργούν οι παραγωγικές δυνάμεις. Τρίτον τη συνείδηση, την οποία ορίζει ο Μαρξ ως ιδεολογική μορφή και η οποία έχει σχέση με τις αποκαλούμενες από τον Μαρξ «ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης, δηλαδή θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές κ.λπ».[41] Ο Νίκος Πουλαντζάς καθορίζει τη σχέση αυτών των επιπέδων ως εξής: «Η παραγωγική διαδικασία αποτελείται από την ενότητα της εργασιακής διαδικασίας και των παραγωγικών σχέσεων. Μπορούμε τώρα να υποστηρίξουμε μια συμπληρωματική θέση; Στο πλαίσιο αυτής της ενότητας, τον καθοριστικό ρόλο δεν τον έχει η εργασιακή διαδικασία, που περικλείει την ‘τεχνοδοσία’ και την ‘τεχνική διαδικασία’. Τουναντίον οι παραγωγικές σχέσεις έχουν το πρωτείο επί της εργασιακής διαδικασίας και των ‘παραγωγικών δυνάμεων’.

Πρόκειται για μια σημαντική άποψη αναφορικά με τις κοινωνικές τάξεις. Ο προσδιορισμός τους εξαρτάται από τις παραγωγικές σχέσεις, που παραπέμπουν ευθέως στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και στο πολιτικο –ιδελογικό εποικοδόμημα, και όχι από διάφορες συντεταγμένες κάποιας ‘τεχνικής διαδικασίας’ καθεαυτής».[42]

Στο σημείο αυτό ανακύπτουν και τα κρίσιμα ερωτήματα: Ποιος από τους τρεις αυτούς παράγοντες είναι ο καθοριστικός, δηλαδή αυτός που προσδιορίζει και καθορίζει τους άλλους και με ποια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, εάν πραγματικά υπάρχει; Ο Νίκος Πουλαντζάς τονίζει τις παραγωγικές σχέσεις, που όμως «παραπέμπουν», όπως λέει και ο ίδιος, στη συνείδηση (πολιτικο – ιδεολογικό εποικοδόμημα).

Ο Λένιν, κατά τη δική μας εκδοχή, για να επανέλθουμε σ’ αυτόν, αναφέρεται στη συνείδηση, όταν αποφαίνεται ότι: «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα». Αλλιώς δεν έχει νόημα η βαρύνουσα αυτή θέση του.

Θα πρέπει να διασαφηνίσουμε από τα συμφραζόμενα του Ν. Πουλαντζά ότι οι παραγωγικές σχέσεις προσδιορίζουν τις κοινωνικές τάξεις. Οι παραγωγικές σχέσεις, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, αποτελούν τον βασικό παράγοντα της διαμόρφωσης των τάξεων και καθορίζονται από το σύστημα δικαίου ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού.  Η ταξική πάλη στόχο έχει την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, όπως τόνιζε ο Μαρξ, ο Ένγκελς, αλλά πολύ πιο επίμονα ο Λένιν, για την αλλαγή αυτού του συστήματος της νομικής μορφής των παραγωγικών σχέσεων. Η κατάληψη από την άλλη μεριά της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει την επαναστατική συνείδηση, που με τη σειρά της προϋποθέτει την ιδεολογική (στην περίπτωση του Λένιν) την μαρξιστική θεωρία, αυτή την «πρωτοπόρα θεωρία», όπως την χαρακτήριζε ο ίδιος, και που προσέδιδε στο προλεταριάτο, κατά την άποψή του, την ιδεολογική ηγεμονία.

Ενδιαφέρον στον προβληματισμό αυτό έχει και η άποψη του Κ. Παπαϊωάννου.

Ο Κώστας Παπαϊωάννου αμφισβητώντας τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό είναι (αντικειμενικός παράγοντας, οικονομικοί όροι) και την ταξική πάλη (υποκειμενικός παράγοντας) και αναφερόμενος στις απόψεις του Μαρξ εκφράζει την ακόλουθη αντίληψη: «Με τη σκέψη στη σοσιαλιστική επανάσταση του μέλλοντος, πίστεψε πως έπρεπε οπωσδήποτε να συνδυάσει, στον ρόλο της «κινητήριας δύναμης» της ιστορίας, τον «αντικειμενικό» παράγοντα της πάλης των τάξεων. Ανεφάρμοστο στο παρελθόν το σχήμα αυτό, διαψεύστηκε ακόμα περισσότερο από το μέλλον που θα όφειλε να το νομιμοποιήσει: η πραγματική ιστορική εξέλιξη δεν άργησε να διαχωρίσει τους «αντικειμενικούς» από τους «υποκειμενικούς» παράγοντες, το συνταίριασμα των οποίων προέβλεψε με τόση σπουδή ο Μαρξ.

Πρώτ’ απ’ όλα, αντί να αναδείξει, με την αναμενόμενη ορμή, «την επαναστατική πλευρά της εξαθλίωσης», που είχε η ίδια προκαλέσει αρχικά, η πραγματική εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας μάλλον μετρίασε την πάλη των τάξεων προς την κατεύθυνση του ρεφορμισμού».[43], γεγονός που επιβεβαίωσε η ιστορική πραγματικότητα.

Ο Κώστας Παπαϊωάννου αναφέρεται στην περίπτωση αυτή στον ισχυρισμό του Μαρξ ότι η οικονομική ανάπτυξη με την επανάσταση της τεχνολογίας και της βιομηχανίας θα έφερνε τις παραγωγικές δυνάμεις στο σημείο να έρθουν σε αντίθεση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις και μέσω της ταξικής πάλης να πετύχουν τη δομική αλλαγή από το αστικό καθεστώς, με την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, σε έναν ανώτερο κοινωνικό σχηματισμό, όπου η παραγωγικές δυνάμεις θα απελευθερώνονταν για μια ανώτερη και πιο εξελιγμένη τεχνολογική εξέλιξη, σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, ο οποίος θα αποτελούσε φραγμό σε μια τέτοια πορεία. Η ιστορία όμως διέψευσε μια τέτοια εξέλιξη, έτσι όπως την προέβλεπε ο Μαρξ. Ο καπιταλισμός, αντιθέτως προώθησε την τεχνολογία και την παραγωγικότητα σε ύψιστο βαθμό, αντί να την καθηλώσει, όπως απεναντίας ισχυριζόταν ο Μαρξ.

Επιπλέον προσθέτει ο Κώστας Παπαϊωάννου «οι ‘σοσιαλιστικές’ επαναστάσεις, που ο Μαρξ πίστευε ότι θα έρχονταν σαν αποτέλεσμα ενός πολύ υψηλού βαθμού εκβιομηχάνισης, βρήκαν τη γη της επαγγελίας τους στις υπό ανάπτυξη χώρες, από τις οποίες απουσίαζαν εντυπωσιακά τόσο οι ‘αντικειμενικές’ προϋποθέσεις (η μεγάλη βιομηχανία) όσο και οι ‘υποκειμενικές’ (το ίδιο το προλεταριάτο, όπως στην Κίνα).

Τέλος, οι επαναστάσεις αυτές, που επικαλούνταν τον μαρξισμό, οδήγησαν όλες στη δημιουργία πανίσχυρων κρατών και οικονομικών συστημάτων, η λειτουργία των οποίων συνίστατο, κατά κύριο λόγο, στο να εκπληρώσουν το έργο της πρωταρχικής συσσώρευσης, το οποίο ο καπιταλισμός είχε ήδη πραγματοποιήσει με την ίδια ξέφρενη εκμετάλλευση της εργασίας».[44]

Στο σημείο αυτό της θεωρίας, και με δεδομένο το γεγονός ότι σ’ αυτήν υπάρχουν κάποια πραγματικά αδιέξοδα, παρεμβαίνει ο Γκράμσι για να δώσει μια άλλη, διαφορετική διάσταση στην βασική θέση του Μαρξ. Ο Γκράμσι απορρίπτει  τον οικονομικό αυτοματισμό του Μαρξ, χωρίς να απαρνείται τους οικονομικούς όρους, και αναλύει το περιεχόμενο αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί «μορφές κοινωνικής συνείδησης» ή ιδεολογικές μορφές. Εννοεί ότι την ηγεμονία στην κοινωνία δεν καθορίζουν πρωταρχικά οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό στοιχείο την υλική βάση, δηλαδή την παραγωγή και αναπαραγωγή της οικονομικής ζωής μόνο, αλλά κυρίως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας, που όπως λέει ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι οι νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές κ.λπ μορφές, που με μια λέξη θα τις [45]εντάσσαμε στις πολιτιστικές μορφές και δραστηριότητες μιας ανεπτυγμένης πολυεπίπεδης και πολύπλοκης κοινωνίας πολιτών. «Για τον Γκράμσι η λεγόμενη ‘υπερδομή’ δεν είναι καθαρή συνέπεια της ‘οικονομικής δομής’, αλλά, καθοριζόμενη απ’ αυτήν ταυτόχρονα την καθορίζει»[46]

Το καινούργιο που προσθέτει ο Γκράμσι στην θεωρία και που ενυπήρχε ως πυρήνας, στην αντίληψη  του Μαρξ και του Ένγκελς, αλλά του δόθηκε δευτερεύουσα σημασία, ως παράγωγο της οικονομικής βάσης και αντανάκλασή του στη συνείδηση, είναι η πρωταρχική σημασία της ιδεολογικής ηγεμονίας, που θέτει σε δράση την ταξική πάλη, με βάση την επαναστατική συνείδηση. Δηλαδή την επαναστατική συνείδηση που εμπνέεται από την μαρξιστική θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. ΄Επρεπε ο Μαρξισμός να απαλλαγεί από τις μηχανιστικές παραμορφώσεις και τον χυδαίο υλισμό. «Είναι αναγκαίο αντίθετα να ξυπνήσουν οι συνειδήσεις, να κατακτηθούν οι συνειδήσεις», για να πραγματοποιηθεί η «ενεργητική επανάσταση», τόνιζε ο Γκράμσι.[47] Απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθεί το επαναστατικό υποκείμενο. Ο Πουλαντζάς, παρ’ όλο που αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή του Γκράμσι στο θέμα της ηγεμονίας, την περιορίζει κατά την άποψή μας, στην ιδεολογική ηγεμονία, η οποία στενεύει κάπως τα περιθώριά της. Απεναντίας στον Γρκάμσι η ιδεολογική ηγεμονία παίρνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου της πνευματικής δημιουργίας μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, που με μια λέξη μπορούμε να την ονομάσουμε συνοπτικά πολιτισμό.[48]  Εκτός φυσικά, αν ταυτίζουμε την ιδεολογία σε τελευταία ανάλυση με τον πολιτισμό. Σ’ αυτόν περιλαμβάνονται εκτός από τις παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, όλες οι άλλες δραστηριότητες ενός κοινωνικού σχηματισμού που αφορούν τον πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό τομέα. «Όταν τα πλαίσια της εθνικής ζωής είναι σε εμβρυακή κατάσταση και δεν μπορούν να γίνουν χαράκωμα ή φρούριο»,[49]  δηλαδή ανταποκρίνονται στον πόλεμο ελιγμών, γιατί οι γενικές οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες δεν είναι σε ώριμη κατάσταση, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτιστική ηγεμονία.

Είναι αυτό που με τα λόγια του Ευαγγελίου θα λέγαμε: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». [50]

Αυτό που το ευαγγέλιο με απλά και κατανοητά λόγια εκφράζει ως «άρτο» δεν είναι τίποτε άλλο απ’ αυτό που αναλύεται στον μαρξισμό ως «βάση».[51]

Η ηγεμονία λοιπόν είναι έκφραση του εποικοδομήματος, δηλαδή της συνείδησης. Σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, τα εκπαιδευτικά συστήματα (η παιδεία σ’ όλα της τα στάδια), ο νομικός πολιτισμός με τα συντάγματα, τους νόμους και τους θεσμούς, η οικογένεια, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η επιστήμη, οι τέχνες (θέατρο, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ράδιο, τηλεόραση, διαδίκτυο), ήθη κι έθιμα, μύθοι και παραδόσεις, αρχές, αξίες και ιδανικά, γενικά οι ιστορικές πολιτιστικές διαδρομές κ.λπ, διαμορφώνουν την ατομική και συλλογική συνείδηση μέσα απ’ όλους αυτούς τους θεσμούς και τις μορφές ιδεολογικής παρέμβασης και αναπαραγωγής και σε τελευταία ανάλυση δημιουργούν την πολιτιστική ή ιδεολογική ηγεμονία, που χρειάζεται η άρχουσα τάξη, όποια κι αν είναι αυτή (καπιταλιστική ή κομμουνιστική ή οποιαδήποτε άλλη) για να κατακτήσει τη συναίνεση των αρχομένων τάξεων.[52] Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί κανείς ότι η αστική ή η εργατική τάξη προσπαθεί σ’ όλες αυτές τις πολιτιστικές δραστηριότητες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας να περάσει το δικό της σύστημα αξιών (υλικό, ηθικό και πνευματικό), δηλαδή το καπιταλιστικό ή προλεταριακό και μέσω αυτού να δημιουργήσει τη συναίνεση. Και όχι απλώς τη συναίνεση, αλλά ακόμη και την «ενεργή συναίνεση», όπως τονίζει ο Γκράμσι. Όλα αυτά φυσικά μέσω μεθόδων και πρακτικών που αποσπούν στη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων τάξεων, για να διαιωνίζεται η κυριαρχία των κυρίαρχων τάξεων, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν τις παραγωγικές σχέσεις, για να αξιοποιήσουν, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, τις παραγωγικές δυνάμεις. Δεν είναι δηλαδή μόνο η κρατική βία και καταστολή, ούτε η δικτατορική καταστολή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις επιβίωσης, διατήρησης και ανάπτυξης μιας κοινωνίας, αλλά και η συναίνεση με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή. Τον συσχετισμό αυτό ανάμεσα στην καταστολή και τη συναίνεση μας αναλύει ο Νίκος Πουλαντζάς με σαφήνεια: «Πράγματι οι κρατικοί μηχανισμοί επικυρώνουν και αναπαράγουν την ταξική κυριαρχία, ασκώντας την καταστολή, τη φυσική βία απέναντι στις λαϊκές μάζες, αλλά οργανώνουν εξίσου την ταξική ηγεμονία, καθώς επιστρατεύουν ένα  (ευμετάβλητο) παιχνίδι προσωρινών συμβιβασμών, ανάμεσα στο συνασπισμό εξουσίας και σε ορισμένες κυριαρχούμενες τάξεις και καθώς εδραιώνουν μια ιδεολογική ‘συναίνεση’ των κυριαρχούμενων τάξεων»[53]

Θα’ λεγε κανείς ότι υπάρχει μια αντίστροφη σχέση ανάμεσα στην καταστολή ή τον μηχανισμό καταναγκασμού, που λέει ο Μαρξ, και την συναίνεση. Στο βαθμό που αυξάνει η συναίνεση στον ίδιο βαθμό υποχωρεί η καταστολή, η οποία δεν καταργείται, αλλά παραμένει ανενεργή, σ’ ένα χώρο, «εφεδρικής επαγρύπνησης», θα λέγαμε, όσο αυτή η ισορροπία δεν διαταράσσεται. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις «κοινωνίες πολιτών», χωρίς φυσικά αυτός ο κανόνας να είναι και απόλυτος. «Συνοψίζοντας, τονίζουμε ότι η ηγεμονία είναι μια μορφή ελέγχου που ασκείται πρώτα και κύρια μέσω του εποικοδομήματος, σε αντίθεση με την υποδομή της βάσης της κοινωνίας  ή τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό οικονομικό χαρακτήρα. Έτσι η ιδεολογική κυριαρχία έχει ως αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε για τον κόσμο, σύμφωνα με τη δική της λογική και αντίληψη».[54] Αυτό άρχισε να επικρατεί κυρίως μετά το 1870, διαπίστωνε ο Γκράμσι. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί τον κίνδυνο, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, να θέτει φραγμό στην ταξική πάλη, γιατί η πολιτισμική ηγεμονία μέσω της συναίνεσης ή «της ενεργητικής συναίνεσης», αποσπά τη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων τάξεων. «Η πολιτισμική ηγεμονία δεν επιτυγχάνεται μόνο με βίαιο τρόπο, αλλά σε συνδυασμό με πρακτικές που αποσπούν τη συγκατάθεση των κυριαρχούμενων, που εξασφαλίζουν τη συναίνεσή τους»[55] Το σύγχρονο κράτος  δεν δίνει την έμφαση στο στοιχείο της καταστολής, αλλά στα στοιχεία εκείνα που δημιουργούν τη συναίνεση. Μόνο εκεί που η συναίνεση δεν είναι αναγκαία, προς συνετισμό και συγκατάθεση, μπορεί να παρέμβει η καταστολή απροκάλυπτα, για να επιβάλουν οι άρχουσες τάξεις τους στρατηγικούς τους στόχους. Εξαρτάται πάντοτε από τις αντικειμενικές συνθήκες, ποιες μεθόδους θα χρησιμοποιήσουν ή ποιο συνδυασμό και σε ποια δοσολογία.[56]

Για τον Γκράμσι η πορεία προς τον σοσιαλισμό και ο ίδιος ο σοσιαλισμός υλοποιείται με όρους πολιτιστικούς (πνευματικούς – ηθικούς). Στο κρίσιμο αυτό θέμα η άποψη του Γκράμσι, όπως λέει ο Λουκάς Αξελός είναι «ότι απέναντι σ’ έναν τέτοιο πανούργο, πολυμήχανο, και πάνοπλο αντίπαλο χρειάζεται να αντιτάξεις ένα εξίσου πολυμήχανο αντίρροπο δέος κουλτούρας, ότι ο σοσιαλισμός ταυτίζεται με μία λογική πολιτισμού, με μία λογική κουλτούρας και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν, ότι δεν είναι μόνο οι παραγωγικές δυνάμεις και οι παραγωγικές σχέσεις τα μοναδικά στοιχεία ερμηνείας των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων»[57]  

Τονίζει με έμφαση, ωσάν να αποτελεί εξομολόγηση, ότι «Οι σοσιαλιστές (και μιλάμε για εκείνους, που ένωσαν το σοσιαλισμό με την εσωτερική τους ζωή, για εκείνους, στους οποίους η σοσιαλιστική ιδέα, έκανε γόνιμες όλες τις δραστηριότητες, τις διανοητικές, τις ηθικές και εκείνες τις αισθητικές) προτείνουν με σοβαρότητα στον εαυτό τους τον σκοπό, να οικοδομήσουν τον κομμουνισμό. Σ’ αυτόν τον σκοπό υποτάσσουν όλες τις δραστηριότητές τους, γι’ αυτόν τον σκοπό διαπαιδαγωγούνται, γι’ αυτόν τον σκοπό συνάπτουν σχέσεις με τον κόσμο, στον οποίο είναι αφοσιωμένοι. Η στοργή τους, τα συναισθήματά τους η υποσυνείδητη ηχώ του ενστίκτου, υποτάσσονται συνεχώς σ’ αυτόν τον σκοπό. Φροντίζουν να βρουν πάντα και να αποσαφηνίσουν ένα στενό δεσμό, μεταξύ μιας πράξης που κάνουν και αυτού του σκοπού, μια αναγκαία εξάρτηση μεταξύ πράξης και αυτής της αδάμαστης θέλησής τους. Δεν θέλουν να είναι απατεώνες στην πολιτική, όπως θέλουν να είναι τέτοιοι και στην ιδιωτική τους ζωή, δεν θέλουν να είναι ερασιτέχνες στην σοσιαλιστική πίστη, όπως δεν θέλουν να είναι και στις μελέτες, στην τέχνη, στο επάγγελμα που εξασκούν.

Γι’ αυτούς τους σοσιαλιστές η αδιαλλαξία, το ασυμβίβαστο, ενώνονται με την ηθική σοβαρότητα και την τιμιότητα».[58]

Τα ανωτέρω μας θυμίζουν τη ρήση του Μάνου Χατζηδάκη, που είπε κάποτε: «Επαναστάτης είναι όποιος δε συμβιβάζεται».[59]

Μια αναπτυγμένη και πολύπλοκη κοινωνία πολιτών, προϋποθέτει για την επαναστατική αλλαγή όλα αυτά που αποτελούν την πεμπτουσία ενός σοσιαλιστή. Είναι προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ. Ο σοσιαλισμός για τον Γκράμσι είναι «πράξη ζωής», γιατί ο άνθρωπος είναι ό, τι πράττει. Εκλαϊκεύοντας αυτή την άποψη και αντιπαρατιθέμενος με τους αναρχικούς αποφαίνεται (και έχει τη σημασία και την επικαιρότητά του), ότι για την επανάσταση είναι απαραίτητοι «άνθρωποι με μυαλό νηφάλιο, άνθρωποι που να μην επιδιώκουν να λείπει το ψωμί από τους φούρνους, που να κάνουν να ταξιδεύουν τα τρένα, που να προμηθεύουν τα εργοστάσια με πρώτες ύλες και να καταφέρνουν να ανταλλάσσουν τα βιομηχανικά προϊόντα με τα αγροτικά, που να εξασφαλίζουν την ακεραιότητα και την ελευθερία του καθένα από τις επιθέσεις των κακοποιών, που θα βοηθούν να λειτουργεί το σύνολο των κοινωνικών υπηρεσιών και να μην καταντούν στην απελπισία και στην τρελή εξοντωτική σφαγή το λαό».[60]

«Η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας και οι αναλύσεις των τετραδίων», γράφει ο Θανάσης Γιαλκέτσης, «μπορούν ακόμη και σήμερα να προσανατολίζουν την Αριστερά προς μια αντίληψη της κοινωνικής αλλαγής, που δεν θα είναι απλώς πολιτική ή οικονομική, ή μάλλον, για να το πούμε καλύτερα, που θα είναι πολιτική με την υψηλότερη έννοια του όρου, με την έννοια δηλαδή μιας μεγάλης ικανότητας διανοητικής επεξεργασίας, αλλά και υιοθέτησης και επιβεβαίωσης ηθικών αξιών. Όπως πιστοποιεί άλλωστε και η εμπειρία του παρόντος, η πολιτική υποβαθμίζεται σε τεχνική διαχείριση και σε χειραγώγηση, όταν δεν διαθέτει μιαν ανώτερη ηθική και διανοητική έμπνευση, την ικανότητα δηλαδή να ανταποκρίνεται στις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου»[61]

Ο ίδιος λοιπόν αναπροσαρμόζει, ανασυνθέτει και εν μέρει αναθεωρεί την μαρξιστική θεωρία, διαμορφώνοντας καινούργια ερμηνευτικά σχήματα και αξίες της σύνθετης και πολύπλοκης πραγματικότητας, κυρίως των δυτικών κοινωνιών, σε αντίθεση με την ασιατική παράδοση και σε αντίθεση με ό,τι θεωρητικά προϋπήρξε. Εισάγει στη θεωρία τους όρους «κοινωνία πολιτών, πόλεμο κινήσεων, πόλεμο θέσεων, ιδεολογική ή πολιτισμική ηγεμονία, συναίνεση και τη θεωρία των οργανικών διανοουμένων. Επιπρόσθετα και μια άλλη αντίληψη για το κράτος απ’ αυτήν που όριζε ο Μαρξ και ο Λένιν.

«Σε όλα τα κείμενά του όπου ο Γκράμσι αναπτύσσει τις θέσεις του για το κράτος και την ηγεμονία, χρησιμοποιεί με διαφορετικούς τρόπους τους όρους «κοινωνία των πολιτών» και «πολιτική κοινωνία». ΄Ενας από τους συχνούς τρόπους χρησιμοποίησης του όρου «κοινωνία πολιτών» είναι αυτή που περιγράφει όλες της μορφές της ηγεμονίας. ΄Ετσι, το προηγούμενο απόσπασμα «κράτος = ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό» ο Γκράμσι το αποδίδει ολόκληρο έτσι: «Κράτος =κοινωνία των πολιτών + πολιτική κοινωνία, δηλαδή ηγεμονία, θωρακισμένη με καταναγκασμό».[62] Με την έννοια αυτή η έννοια της ηγεμονίας έχει σαν πεδίο εφαρμογής τον τομέα των θεσμοποιημένων πολιτικών δομών και ταυτόχρονα τον τομέα των πολιτικών πρακτικών των κυρίαρχων τάξεων».[63] Αλλιώς θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τις σχέσεις ηγεμονίας και κράτους με τα λόγια του Νίκου Πουλαντζά: «Οι σημερινές πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας εμφανίζονται έτσι, σ’ όλα τα επίπεδα με την ιδική μορφή βίας , που είναι η ‘συνταγματοποιημένη’ βία του κράτους δικαίου. Οι σχέσεις άμεσης καταπίεσης μετεξελίσσονται σε πολιτικές σχέσεις ηγεμονίας».[64]

Ο πυρήνας αυτής της πρωτοπόρας και ριζοσπαστικής θεωρίας του Γκράμσι, όπως την διατυπώνει η Ροσάνα Ροσάντα, μια ιστορική μορφή της ιταλικής  Αριστεράς, παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «Όπου η εξουσία της κυρίαρχης τάξης βασίζεται όχι μόνο στο κράτος, αλλά και σε μιαν αναπτυγμένη και πολύπλοκη κοινωνία πολιτών, το επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να νικήσει με μιαν επίθεση στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού (πόλεμος κινήσεων), αλλά μόνο στο βαθμό που έχει καταχτήσει τα ‘οχυρά’ της κοινωνίας πολιτών (πόλεμος θέσεων). Μόνον όπου το κράτος κατέχει όλη την εξουσία, ενώ η κοινωνία πολιτών είναι αδύναμη και σχετικά αδιαμόρφωτη, μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Ο πόλεμος κινήσεων είναι μια επανάσταση η οποία, ακόμη και αν καταλάμβανε με μια γρήγορη κίνηση την κορυφή της κρατικής εξουσίας, δεν θα μπορούσε να επικρατήσει εξαιτίας της αντίστασης μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών, στην οποία γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να διεισδύσουμε, από οχυρό σε οχυρό, με έναν επίμονο πόλεμο θέσεων. Παραδείγματα: Η Δύση παρουσιάζει εύρωστες κοινωνίες πολιτών, η Ανατολή εύθραυστες. Ο Γκράμσι δεν μπορεί να το γράψει καθαρά, αλλά αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η επαναστάσεις της μεταπολεμικής περιόδου στην Ευρώπη απέτυχαν, ενώ στην ΕΣΣΔ ο Οκτώβρης νίκησε».[65] Για το λόγο αυτό μια μετωπική σύγκρουση στη Δύση ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Αυτό τονίζει και ο Νίκος Πουλαντζάς: «Δεν πιστεύουμε ότι το κράτος είναι ένας μονόλιθος που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και να συντρίψουμε αποκλειστικά απ’ έξω, είμαστε πεπεισμένοι ότι είναι αναγκαίος ο ‘πόλεμος θέσεων’ ότι χρειάζεται στη Δύση μια μακρά περίοδος προετοιμασίας, κατάκτησης της ηγεμονίας κ.λπ».[66]

Ο ίδιος ο Γκράμσι αναφερόμενος στον Λένιν και συγκρίνοντας της συνθήκες της Ρωσίας και των δυτικών κοινωνιών σχετικά με το ζήτημα που επισημαίνει η Ροσάνα Ροσάντα γράφει τα εξής: «Στην Ανατολή, το κράτος ήταν το παν, η κοινωνία των πολιτών ήταν αρχέγονη και χαλαρή. Ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία των πολιτών υπήρχε μια στενή σχέση και μέσα στο τρεμούλιασμα του κράτους διακρίνονταν αμέσως μια ισχυρή δομή της κοινωνίας των πολιτών. Το κράτος ήταν μόνο ένα προωθημένο χαράκωμα, που πίσω του βρισκόταν μια γερή αλυσίδα από φρούρια και αμπριά»[67]  Τα οχυρά, για τα οποία μιλάει η Ροσάνα Ροσάντα και ο Γκράμσι, είναι βασικά η ηθική και πνευματική δημιουργία, τα πολιτιστικά προϊόντα μια συγκεκριμένης κοινωνίας σε ένα επίπεδο υψηλό και με μεγάλη ανθεκτικότητα. Μια συσσώρευση και ενεργοποίηση των στοιχείων που αποτελούν την επαναστατική συνείδηση. Το σοβιετικό πείραμα στερούνταν, σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του Γκράμσι ηγεμονικών βάσεων. Φαίνεται ότι, όταν η κοινωνία πολιτών στο σοβιετικό κράτος  κατέκτησε μερικά οχυρά, (δηλαδή διεκδίκησε τα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα της δημοκρατίας και της ελευθερίας) το σοβιετικό κράτος, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, κατέρρευσε.[68]

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις θεωρητικές επεξεργασίες του Γκράμσι θα πρέπει να αναφερθούμε στη σημασία του κράτους για την άρχουσα τάξη. Αυτή η ανάλυση έχει και την πρακτική της σημασία, γιατί θα μας δώσει απαντήσεις τόσο για το σημερινό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, όσο και για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει ο φορέας της σοσιαλιστικής αλλαγής. Αυτή είναι η πρόκληση και αυτό είναι το ζητούμενο.

 IV. Το κράτος σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Λένιν

 Ο δρόμος προς την εξουσία και ο ρόλος και η λειτουργία του κράτους, που επεξεργάζεται ο Γκράμσι διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τις απόψεις τόσο του Μαρξ όσο και του Λένιν. Ο Μαρξ δίνει πρωταρχική σημασία στον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτος, όπως κυβέρνηση, στρατός, αστυνομία, δικαστήρια, και δημόσια διοίκηση, ενώ ο Λένιν επικεντρώνεται (πιθανόν και λόγω των συνθηκών) στην κρατική εξουσία, Απεναντίας η θεωρία περί κράτους του Γκράμσι εμπλουτίζεται σε μεγάλο βαθμό και ανταποκρίνεται στις καινούργιες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες είναι ή γίνονται πολύ πιο περίπλοκες από ότι τις ανέλυσε ο Μαρξ και ο Λένιν για την εποχή τους, γιατί έχουν χαρακτήρα και ιδεολογικό –πολιτισμικό. Θα λέγαμε ότι προσαρμόζει τη λενινιστική παράδοση στις καινούργιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της κοινωνίας πολιτών. Μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση έχει ίσως γνήσιο νόημα η απαξιωμένη λέξη «εκσυγχρονισμός». Πράγματι ο Γκράμσι πέτυχε έναν εκσυγχρονισμό και εμπλουτισμό της θεωρίας. Παρ’ όλα αυτά αξίζει να προσθέσουμε και ένα σχόλιο του Νίκου Πουλαντζά που θέτει την προσφορά του Γκράμσι στη σωστή της διάσταση: «Ασφαλώς δε μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη σημαντική θεωρητικο-πολιτική συνεισφορά του Γκράμσι και γνωρίζουμε την απόσταση που κράτησε από τη σταλινική εμπειρία. Από την άλλη όμως, ούτε αυτός (όσο κι’ αν τον τραβάνε σήμερα πότε αριστερά και πότε δεξιά) κατάφερε να θέσει το πρόβλημα σε όλο το εύρος του. Οι πασίγνωστες αναλύσεις του για τις διαφορές ανάμεσα στον πόλεμο κινήσεων (των μπολσεβίκων στη Ρωσία) και στον πόλεμο θέσεων, γίνονται κατά βάση αντιληπτές ως εφαρμογή της λενινιστικής στρατηγικής – μοντέλου σε ‘διαφορετικές συγκεκριμένες καταστάσεις’ τις καταστάσεις της Δύσης, γεγονός που τον οδηγεί, παρά την αξιοσημείωτη διαίσθησή του, σε μια σειρά αδιέξοδα, στα οποία δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε».[69]

Για να κατανοήσουμε τα καινούργια στοιχεία που μας διευκολύνουν στην κριτική έρευνα, πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν για το κράτος.[70]

Πριν προχωρήσουμε στις θέσεις του Λένιν για το κράτος, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε συνοπτικά τη συλλογιστική του Μαρξ πάνω στο κράτος, για να κατανοήσουμε κατόπιν με σαφήνεια τις θέσεις του Λένιν γι’ αυτό και τις επιπτώσεις που είχαν για την επαναστατική πορεία των μπολσεβίκων

Πολύ πετυχημένα και με μεγάλη ακρίβεια αναφέρεται στο θέμα αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου στο σημαντικό άρθρο του: Ο Μαρξ, ο Λένιν και «η δικτατορία του προλεταριάτου», όπου με απαράμιλλα συνοπτικό αναλυτικό και εκλαϊκευτικό τρόπο εκθέτει τον πυρήνα της θεωρίας του Μαρξ και κατ’ επέκταση του Ένγκελς για το κράτος.[71] Παραθέτουμε το σχετικό χωρίο:

«Ο Λένιν πιστά συνοψίζει τη βασική θέση του Μαρξ πάνω στο κράτος. Αν και ο Μαρξ ήταν φειδωλός σ’ αυτά που έγραψε, τόσο πάνω στον θεσμό του ‘κράτους’, όσο και σχετικά με τη δομή της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μας άφησε μιαν αρκετά σαφή κληρονομιά».

 Για τον Μαρξ το κράτος είναι πρώτα απ’ όλα ένας γραφειοκρατικός – στρατιωτικός μηχανισμός εξαναγκασμού. (Η διοικητική όψη της λειτουργίας του δεν συνιστά κράτος). 

Δεύτερο, το κράτος αποτελεί έκφραση ιστορικά ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων. Αυτή και μόνη η παρουσία ισχυρού κράτους αποτελεί για τον Μαρξ αδιαμφισβήτητη απόδειξη ύπαρξης ισχυρών και ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων.[72]

Τρίτο, το κράτος είναι όργανο για την πολιτική επικυριαρχία της άρχουσας τάξης.

Αυτές οι θέσεις έχουν συγκεκριμένες λογικές συνέπειες:

Πρώτο, δεν νοείται κράτος ‘ουδέτερο’ σε σχέση με συγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα (που είναι λίγο – πολύ θέση της σοσιαλδημοκρατίας).

Δεύτερο, δεν νοείται ύπαρξη του κράτους (σαν μηχανισμού εξαναγκασμού) στα πλαίσια μιας αταξικής κοινωνίας. Στο μέτρο που μια μετακαπιταλιστική κοινωνία κινείται προς το όραμα μιας αταξικής κοινωνίας, σ’ αυτό το μέτρο το κράτος ‘φθίνει’.

Τρίτο, είναι αυτονόητο, πως αν το προλεταριάτο διαδεχτεί ιστορικά την κεφαλαιοκρατία σαν άρχουσα τάξη, το κράτος θα δομηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει την πολιτική επικυριαρχία του προλεταριάτου. Κι’ αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη έννοια της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’».

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση της έννοιας της δικτατορίας με την τρέχουσα σημασία της. Ο όρος δικτατορία σημαίνει απλώς, ποια είναι η τάξη που κατέχει την πολιτική εξουσία. Μ’ αυτήν την έννοια και η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία αποτελεί «δικτατορία» της αστικής τάξης.

Αυτό είναι το περίγραμμα της σκέψης του Μαρξ, που ενστερνίζεται και ο Λένιν, και που τα βασικά του χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έτσι όπως τα περιγράψαμε συνοπτικά πιο πάνω. Από κει και πέρα προχωρεί ο Λένιν σε παραπέρα επεξήγηση της μορφής και του περιεχομένου αυτού του κράτους, για να επεξεργαστεί τη δική του ερμηνεία, που, όπως θα δείξουμε, διαφοροποιείται από τα μαρξιστικά πρότυπα.

Θα αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα για τον καταπιεστικό ρόλο του κράτους και των συστατικών του στοιχείων, των δομικών του χαρακτηριστικών, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Λένιν: «Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν»[73] Και συνεχίζει πιο κάτω να διευκρινίζει ακόμη πιο λεπτομερειακά τη φύση και τον ρόλο του κράτους: «Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της ‘τάξεως’ εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων».[74] Συνεχίζει στο έργο αυτό να αναλύει τα συστατικά μέρη του κράτους: «Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα – μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;»[75] Αυτές είναι οι βασικές ιδιότητες του κράτους, έτσι όπως συμπληρωματικά προς τον Μαρξ τις αναπτύσσει ο Λένιν. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ο όρος «καταπίεση» ή «καταναγκασμός». Η εξουσία του κράτους έχει βασικά αυτή την δομή: Είναι καταπιεστική σε βαθμό καταναγκασμού. Αυτή είναι η φύση του κράτους. Ορισμένες φορές παρουσιάζει ο Μαρξ το κράτος ως μηχανή, μηχανή καταπίεσης και εξαναγκασμού.

Αυτή η εκδοχή του κράτους, ως μηχανής, που μπορεί να την χρησιμοποιήσει κανείς, ήταν, σε μεγάλο βαθμό, κυρίαρχη από την εποχή του Μαρξ και διατηρήθηκε και στα πλαίσια της 3ης Διεθνούς. Γι’ αυτό και πολλοί επίγονοι μαρξιστές διατήρησαν κατά βάση αυτή την εργαλειακή αντίληψη του κράτους. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Αλτουσέρ.

Επειδή όμως, σύμφωνα με τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς, το κράτος είναι προϊόν του εποικοδομήματος, δηλ. της «συνείδησης» και όχι του «κοινωνικού είναι», που είναι προϊόν της οικονομικής βάσης, έχει καθοριστική σημασία να προσδιορίσουμε, τι περιλαμβάνει η έννοια του κράτους. Το κράτος βασικά για να υπάρχει και να λειτουργεί σαν όργανο ταξικής επικυριαρχίας εδραιώνεται πρωταρχικά στο σύνταγμα, που επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη. Ο βασικός αυτός νόμος του κράτους καθορίζει τα επί μέρους νομικά και γενικότερα θεσμικά πλαίσια (του συντάγματος), μέσα στα οποία είναι υποχρεωμένο (αναγκασμένο) να  λειτουργεί.. Κάθε δραστηριότητα μιας δοσμένης κοινωνίας, είτε είναι πολιτική είτε οικονομική είτε πολιτισμική είτε θρησκευτική είτε καλλιτεχνική, είτε οποιαδήποτε άλλη, εμπεριέχεται και εκφράζεται μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια. Φυσικά το κράτος δεν είναι «ενσωματωμένο» στην άρχουσα τάξη. Μ’ αυτή την έννοια «το σύγχρονο Κράτος παρουσιάζεται σαν ενσαρκωτής του γενικού συμφέροντος όλης της κοινωνίας».[76] Με την εδραίωση του θεσμού στέκεται πάνω από την κοινωνία, παραμένοντας ωστόσο εκφραστής (ως μηχανισμός καταπίεσης) των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, είτε αυτή είναι αστική είτε προλεταριακή.

Οι μηχανισμοί καταπίεσης έχουν χαρακτήρα ιδεολογικό ή και πολιτικό. Στον ιδεολογικό τομέα το κράτος ηγεμονεύει μέσω της συναίνεσης. Όταν αυτή για κάποιους συγκεκριμένους πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους δεν λειτουργεί και συνεπώς δεν αποδίδει, ώστε να εξασφαλίζει απρόσκοπτα και χωρίς επικίνδυνους κλυδωνισμούς, την επικυριαρχία της άρχουσας τάξης, τότε παρεμβαίνουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι επιβάλλονται ακόμη και με τη φυσική βία, που ενυπάρχουν ως θεματοφύλακες στο σύστημα. Το κράτος δηλαδή επενεργεί ιδεολογικά και πολιτικά, αναλόγως, για να εδραιώσει εκείνες τις παραγωγικές σχέσεις, που κατοχυρώνουν την εκμετάλλευση της εξουσιαζόμενης τάξης από την εξουσιάζουσα. Θεμελιώδης παράγοντας λοιπόν, που υπέχει θέση κλειδί, είναι ένας βασικός άξονας του εποικοδομήματος, που λέγεται εξουσία.[77]

Γι’ αυτό και ο Λένιν επανέρχεται συχνά στο θέμα για να τονίσει, ότι για να αλλάξουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής «το προλεταριάτο δεν μπορεί να ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να κατακτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν’ αποκτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο ‘οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».[78] Ο Λένιν επαναλαμβάνει συχνά  αυτή την επιχειρηματολογία, που δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά, πως η συνείδηση του ανθρώπου προηγείται του κοινωνικού είναι, γιατί αυτή διαμορφώνει μέσω μιας ιδεολογικής διεργασίας (κατάκτηση της επαναστατικής συνείδησης) την πολιτική εξουσία.[79]

Επανερχόμαστε στο γνωστό πρόβλημα που αναπτύξαμε στο θέμα: «κοινωνικό είναι και συνείδηση ή βάση και εποικοδόμημα. Σημαντική είναι η άποψη του Λένιν για το προλεταριακό κράτος και την εξουσία του με αφορμή την Κομμούνα του Παρισιού του 1871. Αποφαίνεται στο θέμα αυτό ως εξής: «Η Κομμούνα ήταν βασικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της τάξης που παράγει, ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται…» Και συνεχίζει τον συλλογισμό του: «Η Κομμούνα είναι η πρώτη απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης, να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η ‘ανακαλυφθείσα επιτέλους’ πολιτική μορφή, με την οποία μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε»».[80] Από τις παραθέσεις αυτές συμπεραίνουμε ότι τον Λένιν απασχολούσαν βασικά η προλεταριακή εξουσία και η συντριβή της αστικής, της κρατικής μηχανής καταναγκασμού.

Η θεωρία ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί προλεταριακό κράτος, αν προηγουμένως δεν συντριβεί (zerbrechen) το αστικό κράτος, όπως ισχυρίζεται ο Μαρξ και να απονεκρωθεί, όπως λέει ο Λένιν, παραφράζοντας τον Μαρξ, είναι κατά την άποψή μας λανθασμένη. Το κράτος δεν καταστρέφεται, αλλά δημοκρατικοποιείται, όχι βέβαια με την έννοια του εκδημοκρατισμού του κράτους, την οποία διακήρυττε ο Μπερνστάιν, αλλά με την έννοια της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας, με την άμεση και πραγματική συμμετοχή του «Δήμου» στις αποφάσεις, αλλά και σε συνδυασμό με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.[81] Με το σημαντικό αυτό θέμα ασχοληθήκαμε σε άλλη ανάλυσή μας.[82]

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 

 « Η δυσκολία δεν έγκειται στις νέες ιδέες, αλλά στο να ξεφύγει κάποιος απ’ τις παλιές» – Τζον Μέιναρντ Κέινς

 I. Η άποψη του Γκράμσι για το κράτος

 

 Η άποψη του Γκράμσι για την εξουσία και το κράτος έχει και μια άλλη ουσιαστική παράμετρο, που δεν την υπολόγιζε ο Μαρξ, επειδή τον απασχολούσε καθοριστικά η δομή του τρόπου παραγωγής, πολύ περισσότερο μάλιστα ο Λένιν, παρ’ όλο που ο Λένιν εξέφραζε ορισμένες φορές στα γραπτά του (δύο τακτικές) και τη σημασία της ηγεμονίας, της επαναστατικής συνείδησης, που πρέπει να συντρίψει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, αλλά και της επανάστασης, η οποία θα συντρίψει με τη σειρά της (zerbrechen) τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, που τροφοδοτούν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.[83] Φαίνεται ότι αντί η επανάσταση να συντρίψει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους και να τροποποιήσει ή δώσει νέο περιεχόμενο με ανώτερη ποιότητα, στους ιδεολογικούς – πολιτιστικούς θεσμούς του, τους συνέτριψε και τους εξαφάνισε.  Η εξουσία του κράτους επιβάλλεται με δύο μεθόδους, όπως γράφει ο Νίκος Πουλαντζάς αναφερόμενος στον Γκράμσι: «Η έννοια της ηγεμονίας μας δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύσουμε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πολιτικής απέναντι στις  κυριαρχούμενες τάξεις: τις σχέσεις συναίνεσης, που συναρθρώνονται με τις σχέσεις καταστολής, τις οποίες αποκρυσταλλώνει η πολιτική εξουσία»[84] Ο ίδιος αντιλαμβάνεται το κράτος ως «υλική συμπύκνωση (το κράτος – μηχανισμός) ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και ταξικές μερίδες».[85]

Η παράμετρος, στην οποία αναφέρεται ο Γκράμσι, είχε να κάνει με την λεγόμενη «συναίνεση». Για τον ίδιο λοιπόν, μόνο η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν συνιστά κράτος. Η αντίληψή του περί κράτους ήταν πολύ πιο περίπλοκη:

«κράτος είναι το σύνολο των θεωρητικών και πρακτικών δραστηριοτήτων με το οποίο η ηγετική τάξη, όχι μόνο δικαιολογεί και διατηρεί την κυριαρχία της και ακόμη πιο πέρα καταλήγει να κατακτάει την ενεργητική συναίνεση των κυβερνωμένων….[86]

Αυτή η τελευταία παράμετρος έλειπε σε μεγάλο βαθμό από το σκεπτικό τόσο του Μαρξ όσο και του Λένιν. Το θέμα δηλαδή της ενεργητικής συναίνεσης.[87]

Ο Γκράμσι δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο σύνολο τόσο των θεωρητικών, όσο και πρακτικών δραστηριοτήτων. Ορίζοντας τη δομή του σοσιαλιστικού κράτους τονίζει επιπλέον, ότι «το σοσιαλιστικό κράτος ζητά μια εντιμότητα και μια πειθαρχία διαφορετικές και αντίθετες από εκείνες που απαιτεί το αστικό κράτος»[88]

Είναι κι αυτός ένας λόγος της κρίσης και της τελικής κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο πατερναλιστικός (αυταρχικός) τρόπος διαχείρισης της εξουσίας, δεν ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη συναινετικής διαδικασίας που ήταν απαραίτητη για την αποδοχή του καθεστώτος. Γι’ αυτό και η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στον Λένιν: «Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν αντιτάχθηκε στον Λένιν, επειδή ήταν πολύ συγκεντρωτιστής ή επειδή καταπίεζε την εργατική τάξη, αλλά πολύ περισσότερο επειδή συνέτριψε όλους τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, για να αφήσει μόνο τους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας των σοβιέτ».[89] Κατά την άποψή μας, μαζί με την συντριβή των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών και δικαιωμάτων που καθόριζε αυτή, (που αποτελούσαν και κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος) καταστράφηκαν τελικά και οι θεσμοί των σοβιέτ, καθώς και όλοι οι μηχανισμοί οποιασδήποτε μορφής συναινετικής διαδικασίας. Στην σταλινική μάλιστα περίοδο η τρομοκρατία αντικατέστησε κάθε μορφή συναίνεσης, η οποία έστω και στοιχειωδώς μπορούσε να υπάρξει. Εδώ έγκειται και η φυσιογνωμία του ολοκληρωτικού κράτους.  Τα καπιταλιστικά κράτη στον τομέα αυτόν αποδείχτηκαν πολύ πιο έξυπνα, ικανά, πανούργα και αποτελεσματικά. «Για να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος», λέει ο Τζόζεφ Μπάτιτζιζ,[90] δεν αρκεί να μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να αναλύσουμε εκείνο το σύνολο των φαινομένων που ο Γκράμσι αποκαλούσε ‘η οργάνωση της κουλτούρας’: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ».[91]

Θα προσθέταμε κάλλιστα και ορισμένα άλλα μέσα συναίνεσης, που στην εποχή του Γκράμσι δεν ήταν διαδεδομένα, όπως το ραδιόφωνο, ή δεν υπήρχαν, όπως, η τηλεόραση, το διαδίκτυο και γενικά η επαναστατική εφαρμογή της πληροφορικής και άλλων επιστημών που ήταν ακόμη άγνωστα την εποχή του ή σε αμελητέα κλίμακα.. Ιδιαίτερα η τηλεόραση αποτελεί για το πλατύ κοινό έναν μηχανισμό χειραγώγησης και συναινετικής διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να αντικαθιστά την πραγματική με την εικονική πραγματικότητα.(να αλώνει «τα οχυρά της κοινωνίας πολιτών»). Δεν νοείται σήμερα δυνατότητα συναινετικής διαδικασίας χωρίς τη μεσολάβηση κυρίως των τηλεοπτικών μέσων. Η τηλεοπτική εικόνα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές εξελίξεις, διαμορφώνει καθοριστικά τη συναινετική διαδικασία, έστω και μέσω της πλύσης εγκεφάλου. Κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίσει με το αζημίωτο αυτόν τον παράγοντα. Απεναντίας πρέπει να τον λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του, αν θέλει να διαμορφώσει την ιδεολογική του ηγεμονία στις κοινωνικές εξελίξεις.

Αυτή τη σχέση συναίνεσης και πολιτισμού, ο οποίος διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορική (διαδίκτυο, τηλεόραση, μέσα μαζικής ενημέρωσης, κ.λπ) θα την επεσήμανε για τη σημερινή εποχή ο Γκράμσι, αν ζούσε σήμερα.

«Επέμενε ιδιαίτερα», και αυτό είναι επίσης σημαντικό, όπως μας αναλύει ο Θανάσης Γιαλκέτσης, «όχι μόνο στην οικονομική και πολιτική διάσταση, αλλά και στην ιδεολογική ή ακόμη και στην ηθική διάσταση της διαδικασίας διαμόρφωσης της επαναστατικής συνείδησης. Αμφισβήτησε τον μαρξισμό ως ιδεολογία που γεννάει βεβαιότητες, για να τον επαναπροτείνει ως σκέψη ριζικά κριτική, αντιδογματική και αντιδεοντολογική. Διέγνωσε την κοινωνική πολυπλοκότητα και ανέλυσε τον ρόλο της κουλτούρας, των διανοουμένων, του κοινού νου, των θρησκειών και των ιδεολογιών στην αναπαραγωγή ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού..». στη συνέχεια τονίζει: «Δεν μπορεί να γίνει καμία ριζική αλλαγή, αν η διαδικασία του μετασχηματισμού δεν αγγίζει και δεν αναμορφώνει τις συνειδήσεις, τις αξίες και τις ηθικές συμπεριφορές των ανθρώπων».[92] Το ίδιο υποστηρίζει συμπληρωματικά και ο Λουκάς Αξελός: «Ο Γκράμσι λόγω και έργω είναι τελείως εχθρικός σε μια αμοραλιστική προσέγγιση της πολιτικής. Γι’ αυτόν η ηθική και η πολιτική, όπως αποτυπώνεται και σε διάφορα κείμενά του, αποτελεί μία από τις κολόνες της σκέψης του…Το δεύτερο στοιχείο, που επίσης δεν επιδέχεται καμία παρερμηνεία, είναι η σύνδεση θεωρίας και πράξης».[93] Τη σύνδεση της ηθικής με την πολιτική τη βλέπει ο Γκράμσι με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Λέει π.χ. ότι «δεν μπορούμε να κρίνουμε τον πολιτικό από τον αν είναι περισσότερο ή λιγότερο τίμιος, αλλά από τον αν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις του (και σ’ αυτή τη συνέπεια μπορούμε να συμπεριλάβουμε το ‘να είναι τίμιος’, δηλαδή το να είναι τίμιος, μπορεί να είναι ένας αναγκαίος πολιτικός παράγοντας, και γενικά είναι, αλλά η κρίση είναι πολιτική όχι ηθική».[94] «Ο Γκράμσι θεωρεί τον εαυτό του «απόλυτο ιστορικιστή», γι’ αυτό και δε συμφωνεί με την καντιανή θεμελίωση της ηθικής με αξιώσεις απολυτότητας. «Ταυτόχρονα, όμως εκπλήσσεται αρνητικά και αγανακτεί με μορφές ηθικού εκφυλισμού, που ακριβώς αυτή η σύγχυση μεταξύ απόλυτου ιστορικισμού και απόλυτου ηθικού σχετικισμού θα ήταν δυνατό να προκαλέσει (και όντως προκάλεσε) στο κίνημα που επικαλείται τον ιστορικό υλισμό και τον Μαρξ»[95] Επιπλέον τονίζει με κάποια μάλιστα απολυτότητα ότι «Χωρίς τον καθορισμό αρχών που τείνουν να γίνουν οικουμενικές, μια οργάνωση είναι μόνο ένα είδος μαφίας»[96]

Επανειλημμένα  τονίζει τη σύνδεση θεωρίας  – πράξης: «Αυτή η αδιάκοπη εργασία για να ξεχωρίσεις το ‘διεθνικό’ και το ‘ενωτικό’ στοιχείο μέσα στην εθνική και τοπικιστική πραγματικότητα είναι πραγματικά η συγκεκριμένη πολιτική δράση, η μόνη δραστηριότητα που παράγει ιστορική διαδικασία. Αυτό απαιτεί μιαν οργανική ενότητα ανάμεσα σε θεωρία και πρακτική…».[97] Αυτή η τοποθέτηση θυμίζει τη ρήση του Λένιν για τη σημασία της θεωρίας, αλλά και της πράξης, που πρέπει να ενσαρκώνει ένα επαναστατικό κόμμα: «Η δύναμη που είναι σε θέση να κατευθύνει τη διαδικασία αυτή ενότητας και θεωρίας και πράξης είναι το επαναστατικό κόμμα», επεξηγεί και τη θέση του Γκράμσι ο Λουτσιάνο Γκρούππι στην εισαγωγή του βιβλίου «Οι διανοούμενοι»[98]

Ο μαρξισμός απέβαλε την ψυχολογία από το θεωρητικό του οικοδόμημα ή την αγνόησε τελείως. ΄Ετσι οδήγησε σε εγκληματικές παραλήψεις και σε ολέθρια αποτελέσματα. Η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν είναι, όπως απέδειξε η πραγματικότητα, απόρροια μόνο της οικονομικής δομής του. ό άνθρωπος αποτελεί σύνθετη ύπαρξη, που δεν ερμηνεύεται μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά και ψυχολογικούς (η χαρακτηροδομή, η ψυχοσύνθεση με τα πάθη, τα μίση, τις φιλοδοξίες κ.λπ).

Βλέπουμε με τις ανωτέρω απόψεις και παραθέσεις ότι ο Γκράμσι τονίζει πολύ περισσότερο από τον Μαρξ και τον Λένιν την καθοριστική επίδραση της ιδεολογικής ηγεμονίας του κράτους για την κατοχύρωση και αποδοχή της κυρίαρχης εξουσίας. Συνεπώς η κρατική εξουσία δεν συνιστά κατά κύριο λόγο μηχανισμό εξαναγκασμού από έξω, αλλά και συναίνεσης από τα μέσα, από τους ίδιους τους πολίτες, στους οποίους ασκείται η πολιτική της ιδεολογικής (πολιτιστικής) ηγεμονίας. Διακατέχονταν από την πεποίθηση, ότι στους προχωρημένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς σε μεγαλύτερο βαθμό «η ιδεολογική πάλη είναι οργανικό τμήμα της ταξικής πάλης»[99]

Οι ποικίλες μορφές συναίνεσης που αναπτύσσονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους αποτελούν την εσωτερική μορφή ελέγχου οποιασδήποτε ριζοσπαστικής διαδικασίας αμφισβήτησης και ενδεχόμενης ανατροπής του αστικού συστήματος. Γι’ αυτό τονίζει ο Γκράμσι: «Η αστική τάξη υποθέτει τον εαυτό της σαν οργανισμό σε συνεχή κίνηση, ικανό να απορροφήσει όλη την κοινωνία, αφομοιώνοντάς την στο πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο: όλη η λειτουργία του κράτους μετασχηματίζεται: το κράτος γίνεται ‘παιδαγωγός κ.τλ».[100] Το σχολείο στην περίπτωση αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο: «Το σχολείο, και όχι μόνο, σαν θετική παιδαγωγική λειτουργία, και τα δικαστήρια, σαν κατασταλτική και αρνητική παιδαγωγική λειτουργία, είναι οι πιο σημαντικές κρατικές δραστηριότητες προς αυτή την κατεύθυνση: αλλά στην πραγματικότητα προς το σκοπό αυτό τείνουν ένα πλήθος από άλλες πρωτοβουλίες και δραστηριότητες, οι λεγόμενες ιδιωτικές, που διαμορφώνουν τον εξοπλισμό της πολιτικής και εκπολιτιστικής ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων».[101] Πρέπει, όπως τονίζει ο Γκράμσι, να λαβαίνουμε σοβαρά υπόψη «και τον ‘ιδιωτικό’ μηχανισμό ‘ηγεμονίας’ ή κοινωνίας πολιτών».[102] «Το ταξικό κράτος», προσθέτει ο Νίκος Πουλαντζάς, «οργανώνει, π.χ. κατά τέτοιον τρόπο την εργασία ή την εκπαίδευση, ώστε να εξυπηρετούν τελικά τα πολιτικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης».[103]

Η αποδοχή μιας τέτοιας πραγματικότητας, δηλαδή της καθολικής συστράτευσης όλων των ιδεολογικών μηχανισμών ενός κράτους, όπως είναι η παιδεία, η εκκλησία, τα ΜΜΕ, η οικογένεια κ.λπ, έχει τεράστια σημασία για τον καθορισμό της στρατηγικής και τακτικής ενός πολιτικού φορέα, ο οποίος αγωνίζεται να πείσει για μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας, απ’ αυτήν της άρχουσας τάξης.  Αυτό είναι και το ζητούμενο και συνάμα η πρόκληση. Η θεωρητική ανάλυση που προηγήθηκε αυτό το νόημα είχε. Να καθορίσει δηλαδή τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της στρατηγικής και τακτικής για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Πολλοί μιλούν για την αταξική κοινωνία. Έστω. Όμως η πίστη, γιατί περί πίστεως πρόκειται, για την αταξική κοινωνία, έχει τα μεσσιανικά, εσχατολογικά χαρακτηριστικά της θρησκείας. Μιας θρησκείας που επαγγέλλεται τον παράδεισο επί της γης, αντί εν τοις ουρανοίς.

 II. Ο οργανικός διανοούμενος (ο πολιτικός φορέας ως οργανικός διανοούμενος)

 Η επικαιρότητα του έργου του Γκράμσι για το εργατικό κίνημα εντοπίζεται και σε ένα άλλο σημείο της θεωρίας του, που αφορά στη σχέση των διανοουμένων με την εργατική τάξη.

Στο σύνθετο αυτό πρόβλημα δεν έχει δοθεί από τη θεωρία μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση. Υπάρχουν διάφορες απόψεις που αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους. Όμως η λύση αυτού του προβλήματος μπορεί να βγάλει από πολλά, αδιέξοδα, που δεν απασχολούν μόνο τη θεωρία, αλλά έχουν και σημαντική επίπτωση στην πράξη. Κι αυτό, γιατί το ζήτημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης έχει άμεση σχέση με την θέση και τον ρόλο των διανοουμένων σ’ αυτή.

Ο Γκάμσι διακήρυττε με υπερβολή ότι «όλα τα μέλη ενός πολιτικού κόμματος πρέπει να θεωρούνται διανοούμενοι, να μια άποψη που προσφέρεται για αστείο και καλαμπούρι. Κι’ όμως, αν το καλοσκεφτούμε, δεν υπάρχει τίποτε το πιο σωστό. Γι’ αυτό θα πρέπει να κάνουμε διάκριση διαβαθμίσεων: Ένα κόμμα μπορεί να έχει μια, απλούστερη ή συνθετότερη δομή από την πιο ψηλή ως την κατώτερη βαθμίδα. Μα δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Σημασία έχει ο ρόλος του που είναι καθοδηγητικός κι’ οργανωτικός, δηλαδή διαπαιδαγωγικός, δηλαδή διανοητικός».[104]

Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την πολύπλοκη και πολυεπίπεδη προβληματική του, για να βγάλουμε και τα ανάλογα συμπεράσματα για το «δια ταύτα».

Ο Γκράμσι στο θέμα που αφορά το ρόλο των διανοουμένων στη διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης προβαίνει σε μια σύνθεση των απόψεων του Μαρξ και του Λένιν με την εξής έννοια: Αναγνωρίζει τη σημασία που έχουν οι διανοούμενοι, γιατί, κατά την άποψή μας, ταξική πάλη χωρίς ταξική συνείδηση είναι αδιανόητη, και υποστηρίζει, όπως και ο Λένιν, ότι η επαναστατική συνείδηση της εργατικής τάξης εισάγεται σ’ αυτήν, αλλά όχι απ’ έξω, δηλαδή από τους αστούς διανοούμενους επαναστάτες, όπως ισχυριζόταν ο Λένιν, αλλά από μέσα. Το από μέσα σήμαινε σε διαφοροποίηση από τον Λένιν, ότι οι διανοούμενοι αυτοί προέρχονταν από την εργατική τάξη ή τουλάχιστον διαμορφώνονταν σε άμεση και οργανική σχέση με την εργατική τάξη. Δεν αποτελούσαν ένα ξένο σώμα. Ήταν με μια λέξη οργανικό (αναπόσπαστο) κομμάτι της εργατικής τάξης.

Με αυτή την έννοια προσέγγιζε την άποψη του Μαρξ που διακήρυττε ότι «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι το έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» και του Ένγκελς που συμπλήρωνε επεξηγηματικά: «Για την τελική νίκη των θέσεων που διακηρύσσονται στο Μανιφέστο ο Μαρξ στηρίζεται μοναδικά στην πνευματική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, που θα’ πρεπε να προκύψει από την ενιαία δράση και τη συζήτηση».[105] Βασικά της ίδιας της εργατικής τάξης, που όμως μέσα απ’ αυτήν δεν αποκλείονταν να αναπτυχθούν οι οργανικοί της διανοούμενοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο της διαφώτισης, όμως όχι της καθοδήγησης.

Αυτή ρήση του Ένγκελς μας θυμίζει τα λόγια του Περικλή στον περίφημο επιτάφιο: «Εμείς οι ίδιοι κρίνουμε και αποφασίζουμε για τα ζητήματά μας και θεωρούμε πως ο λόγος δε βλάπτει το έργο. Αντίθετα, πιστεύουμε πως βλαβερό είναι να αποφασίσει κανείς, χωρίς να έχει φωτιστεί»[106] Την καθοδήγηση με την έννοια της αυτοκυβέρνησης θα την είχε και θα την εφάρμοζε η ίδια η εργατική τάξη, αφού μέσα από διαδικασίες διαπαιδαγώγησης και επιμόρφωσης, θα ήταν οι εργάτες ικανοί να αυτοκυβερνηθούν.

Κι εδώ υπάρχει μια τεράστια σύγχυση. Συνήθως ταυτίζεται η διαφώτιση με την καθοδήγηση είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα. Πάντως η εφαρμογή του «Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού» του Λένιν και η δημιουργία του κόμματος νέου τύπου, με τον ηγετικό ρόλο του κόμματος και των επαναστατών διανοουμένων σ’ αυτό, οδήγησαν σταδιακά σ’ αυτήν την ταύτιση, που απέβη τελικά καταστροφική. Ιδού ο ισχυρισμός του Λένιν: «Ο μαρξισμός, διαπαιδαγωγώντας το εργατικό κόμμα, διαπαιδαγωγεί την πρωτοπορία του προλεταριάτου, που είναι ικανή να πάρει την εξουσία και να οδηγήσει όλο το λαό στο σοσιαλισμό, να κατευθύνει και να οργανώσει το νέο καθεστώς, να είναι ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής, ο αρχηγός όλων των εργαζομένων κι εκμεταλλευομένων στην οργάνωση της κοινωνικής τους ζωής, χωρίς την αστική τάξη και ενάντια στην αστική τάξη».[107]

Η ερμηνεία είναι απλή: Οι εξ επαγγέλματος διανοούμενοι επαναστάτες δεν αρκέστηκαν στο ρόλο της απλής διαφώτισης και διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης, με άλλα λόγια της εισαγωγής της επαναστατικής συνείδησης στο προλεταριάτο απ’ έξω, που θα μπορούσε κανείς θεωρητικά να το αποδεχτεί, αλλά προχώρησαν και στην υπαγόρευση της πορείας από τα πάνω, δηλαδή σφετερίστηκαν και την εξουσία, που δικαιωματικά ανήκε στην ίδια την εργατική τάξη, σύμφωνα και με τη γνωστή ρήση του Μαρξ, για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Μέσω της διαφώτισης, καθοδήγησης και ηγεσίας διολίσθησαν (είναι στην ανθρώπινη φύση, όπως λέει και ο Θουκυδίδης) και στην άσκηση της εξουσίας («αρχηγός όλων των εργαζομένων»), αυτοαναγορεύοντας τους ίδιους σε αυθεντίες κατόχων της απόλυτης αλήθειας και σε ηγετική τάξη, θέτοντας τελικά στο περιθώριο την εργατική τάξη ή μεταβάλλοντάς την σε εκτελεστικό όργανο, χωρίς αυτόβουλη συνείδηση.[108] Μια ηγεμονική νοοτροπία που διαμορφώθηκε στο πνεύμα της θεωρίας του Λένιν. Από τη μια οι μορφωμένοι κάτοχοι της αλήθειας και από την άλλη οι «καθυστερημένοι» εργάτες, οι «φτωχοί τω πνεύματι». Ο συνειδητός ή ασυνείδητος υποβιβασμός της εργατικής τάξης τελικά σε άβουλο όργανο μιας ηγετικής κάστας έστησε φραγμό στην χειραφέτηση τους, όπως την είχε διατυπώσει ο Μαρξ.

Κι έτσι η δικτατορία του προλεταριάτου έγινε σταδιακά, αλλά νομοτελειακά, δικτατορία επί του προλεταριάτου. Γι’ αυτό και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, συμφωνώντας με τον Μαρξ, για την αυτενέργεια της εργατικής τάξης στην πορεία χειραφέτησής της,[109] και επεξηγώντας διεξοδικότερα τον Ένγκελς, τόνιζε επιτακτικά: «Αλλά αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι το έργο της εργατικής τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας, που διευθύνει στο όνομα της τάξης. Με άλλα λόγια πρέπει να προχωρεί ανάλογα με την ενεργή συμμετοχή των μαζών, να παραμένει κάτω από την άμεση επίδρασή τους, να υποτάσσεται στον έλεγχο ολόκληρου του λαού και να είναι προϊόν της αυξανόμενης πολιτικής διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών».[110] Αλλά και ο Τρότσκι, παρ’ όλες τις μεταπτώσεις στις απόψεις του είχε τονίσει, διαισθανόμενος τις μετέπειτα εξελίξεις: «Είναι εντελώς φανερό πως ένα προλεταριάτο, ικανό να ασκήσει τη δικτατορία του πάνω στην κοινωνία, δεν πρόκειται να ανεχτεί μια δικτατορική εξουσία επάνω στον εαυτό του…Δε θα μπορέσουμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα, τοποθετώντας πάνω από το προλεταριάτο μια μικρή ομάδα επιλεγμένων ανθρώπων ή ένα και μόνο άτομο, να εκκαθαρίζει και να αποπέμπει…».[111] Κι όμως και ό ίδιος συναίνεσε σ’ αυτή την εξέλιξη. Η υποταγή της εργατικής τάξης στην κομματική γραφειοκρατία, που ήταν αναπόφευκτο να δημιουργηθεί, ήταν δεδομένη. Μια κομματική γραφειοκρατία για την οποία είχε πει ο Στάλιν ότι είναι «καμωμένη από μια πολύ ιδιαίτερη στόφα».

Μόνο οι συμμετοχή στις αποφάσεις, μετά φυσικά από διεξοδική συζήτηση, είναι σε θέση να αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα αυτού του κινδύνου χειραγώγησης και ποδηγέτησης της εργατικής τάξης.

 Κανείς δεν ωριμάζει από αστός σε επαναστάτη, αν δεν συνδιαμορφώνει και συμμετέχει στις αποφάσεις. Μόνο η συμμετοχή στη διαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων συγκροτεί τον επαναστάτη. Αλλιώς μεταβάλλεται από εντολέας σε εντολοδόχο. Γι’ αυτό και ο Γκράμσι τονίζει με έμφαση: «Το σοσιαλιστικό Κράτος ζητά τη δραστήρια και μόνιμη συμμετοχή των συντρόφων στη ζωή των θεσμών του»[112]

Η ανωτέρω αλήθεια θα  μπορούσε να υπέχει μορφή αξιώματος.

Αλλιώς, όπως προέβλεψε ο Πλεχάνοφ το 1905 «όλα θα περιστρέφονται γύρω από έναν μόνο άνθρωπο, ο οποίος θα συγκεντρώνει, από τη Θεία Πρόνοια, όλες τις εξουσίες», αναφερόμενος πιθανόν στην εμπειρία της Ρωσίας.[113]

 Και αυτό δεν αναλύθηκε, δεν συνειδητοποιήθηκε και δεν τονίστηκε επαρκώς ούτε από τον Μαρξ, ούτε από τον Λένιν και ούτε από τον Γκράμσι.

Έχει συνεπώς πρακτικά τεράστια σημασία ο προσδιορισμός του ρόλου των διανοουμένων, όπως τους όριζε ο Γκράμσι, σε σχέση με τους δύο άλλους μεγάλους θεωρητικούς της επανάστασης, δηλαδή τον Μαρξ και τον Λένιν.

Οι έννοιες κυρίως τόσο του οργανικού διανοούμενου, όσο και του κράτους, όπως τις διαμόρφωσε θεωρητικά ο Γκράμσι, αποτελούσαν προσαρμογή ή έναν εκσυγχρονισμό, θα λέγαμε σήμερα, της θεωρίας του Μαρξ και του Λένιν. Έναν εκσυγχρονισμό, ο οποίος ανταποκρινόταν στα καθήκοντα της εργατικής τάξης και της απελευθέρωσής της στα ιστορικά δεδομένα και την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Έδινε μ’ άλλα λόγια τη δυνατότητα της προσαρμογής της θεωρίας στις αλλαγμένες συνθήκες της εκάστοτε πραγματικότητας, σε αντίθεση με τις θεωρίες του Μαρξ και του Λένιν που διατηρούσαν ή εν πάση περιπτώσει διέτρεχαν τον κίνδυνο μιας ανελαστικότητας και μονολιθικότητας (δογματισμού) στην εφαρμογή τους.

Ο Γκράμσι κατάφερε να δώσει διέξοδο σε προβλήματα που απασχολούσαν τις προηγμένες πολιτιστικά κοινωνίες, τις κοινωνίες πολιτών, όπως τις χαρακτήριζε, διατυπώνοντας τις προϋποθέσεις της επαναστατικής τους διεξόδου, του ριζικού μετασχηματισμού τους.

 

III. Η επικαιρότητα της θεωρίας του Γκράμσι και η σημασία της για την πράξη[114]

 

Ο Γκράμσι πολύ σωστά επεσήμανε ότι η αστική τάξη, εκτός από τον καταναγκασμό, χρησιμοποιεί και την συναίνεση, που είναι αποτέλεσμα της ηγεμονίας που ασκεί στις καταπιεζόμενες τάξεις, για να αποδεχτούν (συναινέσουν) στην εξουσία της. Ο ρόλος των οργανικών διανοουμένων ενός ριζοσπαστικού ή επαναστατικού κινήματος έγκειται κατά συνέπεια στο καθήκον τους, να αντιπαλέψουν αυτήν την πολιτιστική -ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης και στη θέση της να εδραιώσουν την πολιτιστική ηγεμονία του λαϊκού κινήματος (της εργατικής τάξης). Θα πρέπει λοιπόν οι πολίτες να μεταπειστούν. Θα πρέπει με μια λέξη να αλλάξει η συνείδηση των ανθρώπων σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.  

Πως θα επέλθει αυτή η αλλαγή; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Δύο είναι τα μέσα: Το ένα είναι η βία, όσο διαρκεί αυτή φυσικά, και το άλλο είναι η πειθώ. Μπορεί σε μια δεδομένη συγκυρία να χρησιμοποιηθούν και τα δύο, όταν αποκλειστεί η περίπτωση της αλλαγής μέσω της πειθούς, όταν παρεμποδιστεί η προσπάθεια της πολιτισμικής ηγεμονίας και της εφαρμογής της στην κοινωνική πραγματικότητα, όπως την όριζε ο Γκράμσι. Βασικά διεξάγεται μια πάλη ανάμεσα σε αντίπαλες και εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτιστικές αξίες, αυτές της αστικής τήξης και του σοσιαλισμού, οι οποίες όμως απαιτούν όχι μόνο τη θεωρία αλλά και το παράδειγμα.

Πρέπει να υπάρχουν σοσιαλιστικά επίσης ηθικά πρότυπα στην πράξη, που να πείθουν. Μόνο ο λόγος δεν επαρκεί. Η ιδιοτέλεια δεν μπορεί να πείσει για την ανιδιοτέλειά της. Στον λεγόμενο αριστερό χώρο υπάρχει στο θέμα αυτό μεγάλη υποκρισία. ΄Ενας οργανικός διανοούμενος της Αριστεράς διατρέχει λιγότερους κινδύνους αλλοτρίωσης, από έναν ο οποίος – για να το εκφράσουμε απλά και κατανοητά – στα λόγια είναι «αριστερός» και στην πράξη «δεξιός». Μάλιστα – και αυτό είναι σημαντικό-, με μια δόση οίησης και υπεροπτικής αλαζονείας, απέναντι στην εργατική τάξη, ως κάτοχος της απόλυτης αλήθειας, στην οποία πρέπει να υποκύψουν οι υποτιθέμενοι ανιδεείς . Η ηθική που επικαλείται ο Γκράμσι έχει, κατά την άποψή μας, άμεση σχέση με αυτήν την προβληματική. Όμως παράλληλα και η πολιτισμική υπεροχή παίζει εξίσου καθοριστικό ρόλο.

Το πρόβλημα της ηγεμονίας είναι καθοριστικής σημασίας για την εργατική τάξη. Για να έχει προοπτική ανατροπής της αστικής τάξης και οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας πρέπει να περάσει στις λαϊκές τάξεις τη δική της αντίληψη για τον κόσμο, που αποτελεί ανώτερη ποιότητα από την ιδεολογία του κεφαλαίου.

Πως αντιλαμβάνεται ο Γκράμσι την ηγεμονία, μας το εκφράζει συνοπτικά ο Λουτσιάνο Γκρούππι: «Ο συλλογισμός του Γκράμσι πάνω στην ηγεμονία μπορεί να συνοψιστεί μ’ αυτό τον τρόπο: Η κυρίαρχη τάξη εφαρμόζει την  η γ ε μ ο ν ί α  της στο βαθμό που μπορεί να πραγματοποιήσει και να διατηρεί έναν  ι σ τ ο ρ ι κ ό  σ υ –ν α σ π ι σ μ ό  αντιφατικών κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, τόσο στην οικονομική βάση, όσο και στο πολιτικό και κρατικό εποικοδόμημα, που έχουν για συνδετικό κρίκο την ιδεολογία. Η ηγεμονία λοιπόν είναι η στιγμή της πολιτικής ηγεσίας και ταυτόχρονα και γι’ αυτό το λόγο, η ηγεσία στο χώρο των ιδεών, δηλαδή η πνευματική ηγεσία.

Η τάξη (ή οι τάξεις) που κυριαρχεί μπορεί να κυριαρχεί μόνο στο βαθμό που μπορεί να ακτινοβολήσει την ιδεολογία της προς όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και προς την εκμεταλλευόμενη τάξη, που έχει αντίθετα μ’ αυτήν συμφέροντα. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα επιρροής και ιδεολογικής αγωγής, απ’ τη μεριά της άρχουσας τάξης, είναι που έφερε σε υποδεέστερη θέση την κυριαρχημένη τάξη. Η τάξη αυτή, υποταγμένη σε μια ιδεολογία που δεν είναι δική της, δεν κατορθώνει να εκφράσει τα δικά της ταξικά συμφέροντα με συνεκτικό τρόπο, στο επίπεδο της πολιτικής και της κουλτούρας, ούτε κατορθώνει να συνειδητοποιήσει τον ιστορικό της ρόλο».[115]

Ο ορισμός αυτός της ηγεμονίας που επιχειρεί ο Λουτσιάνο Γκρούπι έχει καθοριστική σημασία και στην πρακτική της εφαρμογή, κυρίως όσον αφορά τους διανοούμενος που ασκούν και υπηρετούν μια συγκεκριμένη τάξη και ασκούν την ιδεολογική (πολιτισμική) ηγεμονία.

Αν λοιπόν θέλουμε να δούμε στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα πως εφαρμόζεται αυτή η ηγεμονία θα καταλήξουμε σε τραγικές αλήθειες για την λεγόμενη Εκσυγχρονιστική και Ανανεωτική Αριστερά και όχι μόνο.  Η αστική τάξη, πανέξυπνη, ικανότητα και πανούργα, ανέθεσε αυτό τον ρόλο της ηγεμονίας, έτσι, όπως τον αναλύσαμε, στην Εκσυγχρονιστική Δεξιά και Ανανεωτική Αριστερά, γιατί η ίδια δεν έχει παράξει μια ταξική κατηγορία ή ομάδα διανοουμένων, για να αναλάβει αυτόν τον ηγεμονικό ιδεολογικό ρόλο. Επειδή το σύγχρονο αστικό κράτος τάσσεται στις σημερινές συνθήκες ενάντια στο έθνος –κράτος επανδρώνει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του με διανοούμενους που ασπάζονται αυτή τη θεωρητική άποψη. Αυτό προσφέρει επιπλέον το άλλοθι μιας «αριστερής» ιδεολογίας. Μέσα στα πλαίσια του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που διασπά την ενότητα του έθνους – κράτους ή το διαβρώνει, η ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης αναθέτει το ρόλο της συναίνεσης στους εκσυγχρονιστές και αναθεωρητές διανοούμενους.[116]

Αυτή η ομολογία προέρχεται από τους ίδιους κύκλους  της «Αριστεράς»,που κυριαρχούν στον τομέα αυτόν. Ας παρακολουθήσουμε πως ερμηνεύουν την αφύσικη αυτή σχέση ορισμένες κατηγορίες διανοουμένων, όπου την ιδεολογική ηγεμονία ασκούν από μέρους της αστικής τάξης οι «Εκσυγχρονιστές της Δεξιάς» (Αντώνης Λιάκος, Μουζέλης, Δραγώνα, Κουλούρη, Ρεπούση κ.λπ) και οι Ανανεωτές της Αριστεράς (Γιάννης Μηλιός, Άκης Γαβριηλίδης, Ηλίας Ιωακείμογλου, Δημήτρης Μπελαντής, Γιώργος Οικονομάκης κ.λπ).

Θα παραθέσουμε τη δική τους ερμηνεία του φαινομένου, που είναι αποκαλυπτική και συνάμα απίστευτη:

Η Αριστερά από την Σοσιαλδημοκρατική έως την ΄Ακρα Αριστερά συναινεί και ταυτίζεται, σε σημαντικό της ποσοστό, με αυτή την πολιτική των πολυεθνικών μονοπωλίων στην πράξη;  Γιατί, όπως ισχυρίζεται ο Νίκος Πουλαντζάς «Η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζει, τόσο από οικονομική, όσο και από πολιτική και ιδεολογική σκοπιά, μια  ι δ ι ό τ υ π η κ α τ α  σ τ α  σ η   ε ξ ά ρ τ η σ η ς,  που συνεπάγεται ότι η μορφή του κράτους της παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο κράτους αναπτυγμένης σχετικά καπιταλιστικής χώρας, όσο και κράτους «υπανάπτυκτης χώρας, αν και αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά έχουν τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στις δομές του κυρίαρχου κράτους». Η Αναθεωρητική και Ανανεωτική Αριστερά φυσικά διακηρυχτικά ή θεωρητικά δεν ταυτίζεται με αυτήν την εξάρτηση.  Στην πράξη όμως είναι τελικά ενταγμένη σ’ αυτή την λογική, ναι ή ου; Εκ προοιμίου η απάντησή μας είναι, ναι! γιατί οι ίδιοι το επιβεβαιώνουν.

Δυστυχώς η Αριστερά και κυρίως η αυτοαποκαλούμενη μαρξιστική αριστερά,[117] όπως γράφει και ο Γιάννης Μηλιός έπαθε ιδεολογικό μετασχηματισμό.

Γράφει ο ίδιος σχετικά, ως γνώστης του φαινομένου:

«Στη διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού που περιγράφουμε πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων στελεχών της παραδοσιακής Αριστεράς, αρχικά της ‘ανανεωτικής’ και στη συνέχεια και της ‘ορθόδοξης’ πτέρυγάς της. Η πρόσβαση (ή η προσδοκώμενη πρόσβαση) στις ανώτερες θέσεις των κρατικών μηχανισμών (που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή για το χώρο αυτό μετά τη μεταπολίτευση και ιδίως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981), αποτέλεσε το μηχανισμό ενσωμάτωσής τους στους κοινούς τόπους της κυρίαρχης ιδεολογίας».[118] Aυτό που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Αριστερά και στη συνέχεια σε μεγαλύτερη κλίμακα ο Κώστας Σημίτης, ήταν – για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο και με τη γλώσσα της ποίησης – ένα είδος φαουστικής συναλλαγής.[119] Όλοι αυτοί από την Αριστερά που εντάχτηκαν στο σύστημα (ενσωματώθηκαν στο σύστημα όπως λέει εμφαντικά ο Γιάννης Μηλιός), στο αστικό σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού φυσικά, (δε μιλάμε γι’ αυτούς, που ούτως ή άλλως ήταν ενταγμένοι, όπως ο Αντώνης Λιάκος, Νίκος Μουζέλης, ο Θάνος Βερέμης κ.λπ), κατέληξαν στην πλειοψηφία τους να γίνουν απολογητές και διαπρύσιοι κήρυκές του.[120] Ο λόγος είναι απλώς. Γιατί να τους διορίσει στα πνευματικά ιδρύματα και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αν δεν το εξυπηρετούσαν; Δεν πιστεύουμε ότι ήθελαν να υπηρετήσουν τη «σοσιαλιστική κυβέρνηση» του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη και να καταπολεμήσουν τη συντηρητική του κ. Μητσοτάκη και Κώστα Καραμανλή, του νεώτερου! Η κριτική τους στο σύστημα, στο καπιταλιστικό σύστημα δεν σημαίνει απαραιτήτως και αμφισβήτηση του συστήματος. Τουναντίον. Χρησιμεύει πολλές φορές ως βαλβίδα ασφαλείας του. Αυτό ισχυριζόταν ο Τρότσκι όταν έλεγε: «Για δεκαετίες η αντιπολιτευόμενη κριτική δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια βαλβίδα ασφαλείας για τη μαζική δυσαρέσκεια, μια από τις συνθήκες σταθερότητας της κοινωνικής δομής».[121] Η εργασιοθεραπεία της επανάστασης δεν συνιστά επανάσταση.[122]

Πιο αποκαλυπτικός ωστόσο είναι ένας άλλος διανοούμενος της Αριστεράς, ο Δημήτρης Μπελαντής. Γράφει σχετικά: «Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία, παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του ‘αριστερού εκσυγχρονισμού’. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν -κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουνγκ – από τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’ αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων με αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω από την ‘εκσυγχρονιστική’ κρατική πολιτική.

΄Εχουμε έτσι μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων από την περιφέρεια του κράτους, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς  και τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην ‘καρδιά’ του κράτους». Και σε ένα άλλο σημείο συμπληρώνει αποκαλυπτικά: «Η πλειοψηφική τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων ήταν μια τοποθέτηση αποδοχής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ως τεχνικής αναγκαιότητας, της θέσης της νέας μικροαστικής τάξης και των διανοουμένων μέσα σ’ αυτόν και ειδικότερα της ανάληψης από αυτούς διευθυντικών ρόλων στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας (ιδεολογική επιβουλή, ‘επιστημονική’ διεύθυνση  της εργασιακής διαδικασίας, λειτουργίες διεύθυνσης του κεφαλαίου)».[123]

Πιο παραστατικά δεν μπορεί να περιγραφεί ο ρόλος των εκσυγχρονιστών αριστερών διανοούμενων, οι οποίοι είναι οι κύριοι υπαίτιοι της αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, μέσω της ιδεολογικής ηγεμονίας και κατά συνέπεια της συναίνεσης, όπως αποφαίνεται ο Γκράμσι, δηλαδή της αστικής εξουσίας που υποτίθεται, ότι λόγω της αριστερής ιδεολογίας τους, θέλουν να καταπολεμήσουν, ενώ στην πράξη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί η κατηγορία των αριστερών διανοούμενων αποτελεί την «καρδιά του κράτους» του αστικού συστήματος. Αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει αυτό;

Κι’ όμως, όπως τονίσαμε ανωτέρω, δεν πρόκειται για θέατρο του παραλόγου, αλλά για μια σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα. Κατόπιν αυτού αναφύεται το ερώτημα: Πως είναι δυνατό να πείσει μια τέτοια Αριστερά για τους σοσιαλιστικούς παραδείσους που επαγγέλλεται;

Η ιδεολογική ηγεμονία προσθέτει και ο Νίκος Πουλαντζάς «υποδηλώνει το ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, δια μέσου των διανοουμένων της (υπαλλήλων της ιδεολογίας), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψή της και έτσι να διοικεί δια μέσου μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου».[124]

Εν κατακλείδι: Τόσο η εκσυγχρονιστική Αριστερά όσο και η εκσυγχρονιστική σοσιαλφιλελεύθερη και συντηρητική Δεξιά, από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά σε συγκλίνουσα πορεία, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το αστικό κράτος, θα κατέρρεε,  (ή θα αποδυναμώνονταν αποφασιστικά), αν δεν είχε τα ιδεολογικά στηρίγματα, απ’ όλους εκείνους που αναφέρει ο Μπελαντής και που αποτελούν τον σκληρό ιδεολογικό του πυρήνα. Οι εκσυγχρονιστές και ανανεωτές από τα αριστερά και από τα δεξιά, ασκούν την ιδεολογική – πολιτισμική ηγεμονία της αστικής τάξης στην Ελλάδα, για να δημιουργήσουν την περίφημη ενεργητική συναίνεση που χρειάζεται το σύστημα για να καταπιέζει και εκμεταλλεύεται τα λαϊκά στρώματα. Αυτό επιδιώκει η παγκοσμιοποίηση.[125]

Αλλιώς πώς να εκτιμήσει κανείς την παρακμιακή πορεία αυτού του τόπου, αν δεν συνέβαλαν όλοι αυτοί οι διανοούμενοι, που κατέχουν θέσεις κλειδιά στους ιδεολογικούς μηχανισμούς αυτού του κράτους, στο οποίο την πραγματική εξουσία ασκούν οι διαπλεκόμενοι από το παρασκήνιο της πολιτικής; Δηλαδή τα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας; Πως αλλιώς να εξηγήσουμε ότι σχεδόν καμία αντίσταση δεν προβάλλεται σ’ αυτήν την παντελή διαφθορά και σήψη της ελληνικής κοινωνίας; Τι έπραξαν όλοι αυτοί υπέρ του χειμαζόμενου λαού, που λειτουργώντας στα πλαίσια αυτών των ιδεολογικών μηχανισμών της άρχουσας τάξης (του κεφαλαίου), τους διευκολύνουν να πετύχουν την (ενεργητική) συναίνεση των λαϊκών στρωμάτων, ενάντια στα συμφέροντά τους;

Γιατί δεν κατάφεραν να αναστρέψουν αυτή την παρακμιακή πορεία;[126] Γιατί απλούστατα είναι οι κύριοι ιδεολογικοί εκφραστές αυτής της πορείας.  Αυτό είναι ξεκάθαρο, για να μην υπάρχει σύγχυση, ηθελημένη ή μη.[127]

Για να εκφράσουμε τη σημερινή πραγματικότητα και με ένα επίκαιρο θέμα. Η πανούργα, ικανότατη, και πανέξυπνη αστική τάξη της Ελλάδας και όχι μόνο φυσικά, βάζει όλους τους δήθεν προοδευτικούς και αριστερούς διανοούμενους να κάνουν την βρώμικη δουλειά. Το γιατί είναι εύκολο να απαντηθεί: ΄Ολοι αυτοί μπορούν να γίνουν πιο πειστικοί, ως «προοδευτικοί αριστεροί» ή «εκσυγχρονιστές», για να εκμαιεύσουν την απαραίτητη συναίνεση των εξουσιαζόμενων τάξεων, σύμφωνα και με την θέση του Μαξ Βέμπερ: «Ένα ορισμένο μίνιμουμ συναίνεσης – τουλάχιστον των κοινωνικά σημαντικών στρωμάτων – των εξουσιαζομένων είναι προϋπόθεση της διάρκειας κάθε εξουσίας, ακόμη και της άριστα οργανωμένης».[128]

Για όσους έχουν τυχόν αμφιβολία ή προβάλουν αμφισβήτηση, γι’ αυτήν την σκληρή πραγματικότητα, θα θέσουμε το απλό ερώτημα. Αν όλοι αυτοί που αποτελούν την πλειοψηφία των διανοουμένων στην Ελλάδα δεν υπηρετούσαν το σύστημα, πώς δικαιολογείται αυτή η απαράδεκτη κατάσταση και τα χάλια που βρίσκεται η πατρίδα μας; Ποιοι φταίνε, αν όχι οι ίδιοι, που προλειάνουν το έδαφος πνευματικά και ηθικά με το θεσμικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί από το σύστημα, για να απατούν τον ελληνικό λαό, ώστε εύκολα να γίνεται λεία τους; Αυτό σημαίνει συναίνεση, που εφαρμόζει η άρχουσα τάξη, χρησιμοποιώντας τους.

Η ίδια είτε είναι ανίκανη να παίξει αυτό το ρόλο είτε δε θέλει να λερώσει τα χέρια της. Βρίσκει πρόθυμους υπηρέτες για τα αντιλαϊκά της σχέδια. Ποιοι ακινητοποιούν τις αντιδράσεις του λαού και ποιοι τον αδρανοποιούν,  ποιοι παραλύουν τα αντανακλαστικά του, για να παραμένει υποζύγιο τους και υποτελής. Είναι όλοι αυτοί που εργολαβικά έχουν αναλάβει τον εκμαυλισμό του με αριστερό ή προοδευτικό πρόσημο. Η μαύρη αντίδραση εμφανίζεται με αριστερό ή σοσιαλιστικό μανδύα. Είναι φυσικό. Αλλιώς δεν μπορούν να παίξουν τον αντιδραστικό τους ρόλο.

Εκπληρώνουν την αποστολή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας για την κατάργηση του έθνους – κράτους και κατ’ επέκταση την αποδόμηση της εθνικής συνείδησης και ιστορικής μνήμης, για να γίνουν οι Έλληνες τελικά μια άμορφη καταναλωτική μάζα, έρμαιο στα νύχια της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.[129]

 

Η ένταξη των εκσυγχρονιστών αριστερών διανοουμένων στον σκληρό πυρήνα των μηχανισμών της αστικής ιδεολογίας, όπου πρωταγωνιστούν, όπως ισχυρίζεται ο Μπελαντής (Υπουργία, Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, εκκλησία (γιατί όχι), πανεπιστήμια, εκπαίδευση, τέχνη, ΜΜΕ, κ.λπ) έχει δύο ερμηνείες. Ο ένας είναι καθαρά ιδεολογικός. Πιστεύουν ότι πρέπει να ενισχύσουν το κεφάλαιο να καταργήσει το έθνος – κράτος και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μ’ αυτό τον τρόπο νομίζουν, ότι τους δίνεται μέσω του αστικού κράτους η ευκαιρία και δυνατότητα, να υπηρετήσουν την «μαρξιστική» ιδεολογία τους, ενώ αντικειμενικά υπηρετούν την ιδεολογική ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης  τάξης πραγμάτων, με κύριο εκφραστή τις ΗΠΑ. Θεωρούν (έχουν την αυταπάτη, αν δε το κάνουν συνειδητά) ότι η αστική τάξη είναι τόσο αφελής, ώστε να τους παρέχει τα θεωρητικά όπλα (θεσμούς και μηχανισμούς ιδεολογικούς) για την ανατροπή της. Ο άλλος είναι καθαρά καιροσκοπικός. Απλώς τους βολεύει και τους παρέχει προνόμια στην υπηρεσία προώθησης της αστικής ιδεολογίας, λόγω προσόντων. [130] Η ιδεολογία, λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, «υποδηλώνει το ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, δια μέσου των διανοουμένων της  (υπαλλήλων της ιδεολογίας), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψη της και έτσι να διοικεί μέσω μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου».[131]

Στο πλέγμα αυτού του προβληματισμού και της σχέσης της Ανανεωτικής και Αναθεωρητικής Αριστεράς με την παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να τονίσουμε  «τη σύνδεση της ανάλυσης των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης με την πολιτική στρατηγική. Και ταυτόχρονα, ή σχεδόν αυτονόητη, για όσους έχουν επαφή με το γκραμσιανό έργο, συνθήκη: τα εναλλακτικά ηγεμονικά σχέδια, για να είναι άξια του ονόματός τους, διαμορφώνονται ως απάντηση στις πιο προωθημένες και δυναμικές εκδηλώσεις της ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων. Αποδέχονται δηλαδή το πεδίο αντιπροτείνοντας την εναλλακτική ηγεμονία. Ο αμερικανισμός και όχι η ΕΣΣΔ ήταν για τον Γκράμσι η πραγματική ηγεμονική πρόκληση»[132]. Αυτήν την ηγεμονική πρόκληση φαίνεται ότι αγνοεί η ιδεολογικά ηγεμονική Αναθεωρητική Αριστερά στην Ελλάδα. Δυστυχώς στον τόπο μας (που, οι αποδομητές του έθνους, θεωρούν την πατρίδα μας χώρο κι’ όχι χώρα), όχι μόνο δεν υπάρχει αυτή η εναλλακτική ηγεμονία, αλλά αντίθετα, όπως τονίσαμε, αποτελεί το αποτελεσματικό ιδεολογικό όργανο της Νέας Τάξης και της παγκοσμιοποίησης. Σ’ αυτήν την παρακμιακή πορεία δεν είναι αμέτοχα και τα κόμματα της Αριστεράς, κομμουνιστικά ή μη, που θέλουν να κατέχουν το φωτοστέφανο της προόδου.

Ο Γκράμσι, σε αντίθεση με όλους αυτούς, είναι «ένας αυθεντικός διεθνιστής με βαθιές εθνικές ρίζες» τονίζει ο Λουκάς Αξελός.[133]

Στην εποχή «αποθέωσης» του κομμουνιστικού κόμματος μετά την κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία από τους μπολσεβίκους το 1917 ο Γκράμσι εξιδανικεύει – και είναι θεωρούμε για την τότε συγκυρία λογικό – το ρόλο του ως απελευθερωτικού μοχλού της κοινωνίας: «Το Κομμουνιστικό κόμμα είναι το εργαλείο και η ιστορική μορφή του προτσές εσωτερικής απελευθέρωσης χάρη στο οποίο ο εργάτης από  ε κ τ ε λ ε σ τ ι κ ό  ό ρ γ α ν ο  μετατρέπεται σε άνθρωπο με πρωτοβουλία, από μάζα γίνεται ηγέτης και οδηγός και από μπράτσα γίνεται μυαλό και θέληση. Στο σχηματισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος βρίσκεται συγκεντρωμένο το σπέρμα ελευθερίας, που θα λάβει την πλήρη ανάπτυξή του και θα επεκταθεί, όταν το εργατικό κράτος θα οργανώσει τις αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις».[134]

Οι ελπίδες και οι προσδοκίες του Γκράμσι από το κοσμοϊστορικό γεγονός της επανάστασης στη Ρωσία, έμελε να έχουν διαφορετική εξέλιξη, απ’ ότι ο ίδιος προέβλεπε ή και ποθούσε. Η συνειδητοποίηση αυτή έλαβε χώρα σταδιακά, ιδίως στην περίοδο της φυλακής. Όμως τη διάψευσή τους δεν πρόλαβε να βιώσει. Οι θέσεις αυτές για τον ιστορικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν δικές του θέσεις και πεποιθήσεις, που φυσικά δε βρήκαν την επαλήθευσή τους στην αντικειμενική πραγματικότητα. Η κρίση της Αριστεράς βαδίζει παράλληλα με την παρακμιακή πορεία της χώρας, για την οποία δεν είναι καθόλου αμέτοχη. Τουναντίον!

 

Επίλογος

Όπως τονίσαμε και στην εισαγωγή αυτής της μελέτης μας ενδιαφέρει η θεωρία που οδηγεί όμως στο «δια ταύτα».

Στην μελέτη μας αυτή επικεντρωθήκαμε σ’ ένα θέμα που, που έχει άμεση σχέση με την επικαιρότητα και την πρακτική που ακολουθούν φορείς της Αριστεράς, που δεν δίνουν τη δέουσα σημασία στην πολιτισμική ηγεμονία και θεωρούν ότι με το να αναμασούν τη μαρξιστική –λενινιστική θεωρία, όπως αυτή διατυπώθηκε από τους γενάρχες της, δίνουν απαντήσεις και στα σημερινά προβλήματα. Μας ενδιαφέρει, όπως τονίσαμε και στην εισαγωγή η θεωρητική ανάλυση, που  οδηγεί όμως στο «δια ταύτα». Όμως ο τρόπος κατά τον μάλλον ή ήττον είναι δογματικός. Δογματικός με την έννοια ότι, ως απολογητές και όχι ως ερευνητές του μαρξισμού –λενινισμού, προσπαθούν να εφαρμόσουν ατόφιες τις θεωρίες εκείνες στη σημερινή πραγματικότητα, χωρίς να επαναστοχάζονται τα θεωρητικά εργαλεία και να τα προσαρμόζουν στη σημερινή πραγματικότητα.

Με τον τρόπο αυτό δίνουν ελάχιστη σημασία ή εν πάση περιπτώσει όχι τη δέουσα που απαιτούν οι νέες συνθήκες, που με τη σειρά τους απαιτούν σύγχρονα θεωρητικά εργαλεία τόσο για την κατανόησή της όσο και για την εφαρμογή μιας εναλλακτικής πρότασης διεξόδου από την πανθομολογούμενη κρίση.

Θεωρούμε ότι η σημερινή κρίση της Αριστεράς, πολιτική, ηθική, πολιτισμική, που την εμποδίζει να ανακάμψει και να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην θεωρητική και ιδεολογική της σύγχυση, η οποία την οδηγεί σε λάθος επιλογές στην πολιτική της πρακτική. Εκτός φυσικά, αν επικρατεί η άποψη ότι αυτή είναι η δυναμική της και τίποτε περισσότερο δεν μπορούμε να περιμένουμε. Τότε θα καταλήγαμε στην απαισιόδοξη εκδοχή του Φουκουγιάμα, ότι ο καπιταλισμός είναι η τελευταία μορφή της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας και ουδέν πέραν τούτου!

Το γεγονός ότι η πολιτική Αριστερά βρίσκεται απέναντι στην κοινωνική Αριστερά είναι ένα πρόβλημα που μας βάζει σε βαθιές σκέψεις και στοχασμούς. Κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν είναι σωστό στη στρατηγική και την τακτική που επιλέγει η συγκεκριμένη Αριστερά (δεν μιλάμε για το σύνολο της Αριστεράς), για να υπάρχει μια τέτοια διάσταση, ανάμεσα στον κόσμο (τους εργαζόμενους, τις λαϊκές τάξεις, την κοινωνική Αριστερά, που αποτελεί πλειοψηφία στην κοινωνία), που θέλει να εκπροσωπήσει και στην ουσιαστική της πολιτική εκπροσώπηση, που αποτελεί μειοψηφία. Στη διάσταση αυτή έγκειται και το πρόβλημα, είτε οι αναλύσεις μας είναι σωστές είτε λάθος.

Έχουμε την εντύπωση, ότι η πολιτική Αριστερά, όχι μόνο δεν εκπροσωπεί την κοινωνική Αριστερά, ως όφειλε, αλλά απεναντίας κάνει ότι μπορεί για να σπάσει τους δεσμούς μαζί της. Αλλιώς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τα φαινόμενα, να παραδέρνει στο περιθώριο της κοινωνίας, τελείως αναξιόπιστη και αναποτελεσματική. Το γνωστό της λαϊκής σοφίας: «Η στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε» ανταποκρίνεται πλήρως στη στάση τόσο τη θεωρητική όσο και την πρακτική της Αριστεράς η οποία βέβαια στραβά αρμενίζει. Συμπτώματα βαθιάς ιδεολογικής κρίσης (πνευματικής και ηθικής).

Βαθιά τρέφουμε την πεποίθηση  ότι η «εκσυγχρονιστική» Αριστερά, (υπάρχει και η πατριωτική Αριστερά) σε αγαστή σύμπνοια και αρμονία με την «εκσυγχρονιστή» Κεντροδεξιά περιφρονεί τους ταλαίπωρους ΄Ελληνες, ως εθνικιστές, ρατσιστές, σοβινιστές κ.λπ και εξιδανικεύει τους δύσμοιρους λαθρομετανάστες. Αν είναι δυνατόν![135]

Σύμπτωμα κι’ αυτό της ιδεολογικής σύγχυσης και της «πολιτισμικής της ενσωμάτωσης», όπως λέει ο Ν. Πουλαντζάς, στην κυρίαρχη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού.

΄Ετσι προσπαθούν ορισμένοι αυτοπροσδιοριζόμενοι Αριστεροί να βάλουν την πραγματικότητα στα θεωρητικά καλούπια, ακόμη κι’ αν η σύγχρονη πραγματικότητα που ζούμε δεν ταιριάζει απόλυτα ή σχετικά στα καλούπια αυτά. Αναμασώντας τον μαρξισμό –λενινισμό δεν πρόκειται να δώσουμε λύσεις στα προβλήματα. που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία. Χρειάζεται μια δημιουργική διεργασία και παρουσία.

Κάπου λοιπόν υπάρχει το πρόβλημα, που η Αναθεωρητική Αριστερά λόγω της ιδεολογικής της κρίσης, δε μπορεί να το λύσει ικανοποιητικά. Γιατί, είτε έχει δίκαιο και οι εργαζόμενοι άδικο, που δεν την κατανοούν και δεν την εμπιστεύονται, είτε η ίδια άδικο και οι εργαζόμενοι δίκαιο, και για το λόγο αυτό πρέπει να αλλάξει ρότα.

Εμείς θέλουμε να θέσουμε τα θέματα με θάρρος και παρρησία, αλλά και με πάθος, ίσως και υπερβολή (ως σχήμα λόγου), για να γίνουν αντικείμενο συζήτησης και διαλόγου, χωρίς δογματικές αγκυλώσεις και προαπαιτούμενα. ΄Εστω κι’ αν κάνουμε τυχόν λάθη, έστω κι’ αν είμαστε ανεπαρκείς να επεξεργαστούμε ικανοποιητικά τα θεωρητικά και πρακτικά αυτά θέματα. Θέλουμε να τα προσεγγίσουμε με αισιοδοξία και χωρίς φόβο, για τυχόν λάθη.

Η διαφορά ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό υπήρξε η διαφορά ανάμεσα στην εφαρμογή της συναίνεσης στη Δύση, (βλ. χώρες της Δύσης, εκτός από Ελλάδα και Χιλή) και μόνο της καταστολής στην Ανατολή (βλ. άνοιξη της Πράγας και καταστολή).

Είμαστε ανοιχτοί στην κριτική και την προκαλούμε! Για να μην πούμε ότι θα ήμασταν και ευγνώμονες, επειδή  πιστεύουμε, ότι συμβάλει στην παρά πέρα αναζήτηση της αλήθειας.

Όμως τα θέματα αυτά, δεν θα πάψουμε να τα προβάλουμε για να γίνουν συνείδηση και αφορμή για επαναστοχασμό και επανεξέταση. Θα λέγαμε με υπερβολή, από μηδενική βάση. Επιβάλλεται μια ανασύνθεση ή και επαναθεμελίωση της θεωρίας, έστω κι’ αν μια τέτοια απαίτηση θεωρηθεί αλαζονική.

Ας θυμηθούμε τι είπε o Πιέτρο Ιγκράο, ένας παλαίμαχος κομμουνιστής, ύστερα από βασανιστική εμπειρία μιας ζωής: «΄Ελεγα στον εαυτό μου: Πρέπει να ξαναδούμε τα πάντα, ακόμη και τα ‘ιερά κείμενα’», προσθέτοντας ότι πρέπει να κατακτήσουμε «τη γονιμότητα της αμφιβολίας και το αρραγές του αγώνα».[136]

Θέλουμε να απαλείψουμε κάθε εμπόδιο στο πεδίο δράσης της κριτικής μας σκέψης, ξεκινώντας από τη βάση κάθε φιλοσοφικής έρευνας: την απορία, (με τη φιλοσοφική σημασία της έννοιας, που εκφράζει η λέξη. Περίπου ως αμφιβολία, όπως λέει και ο Ιγκράο). Η απελευθέρωσή μας από κάθε καταναγκασμό, θεωρητικό ή πρακτικό αποτελεί προτεραιότητα της δράσης μας.  

Με την έννοια αυτή θέλουμε για ακόμη μια φορά να τονίσουμε ότι δεν είμαστε μαρξιστές και ούτε αποτελεί για μας τίτλο τιμής να αυτοαποκαλούμαστε μαρξιστές, ούτε καν αριστεροί (αποτελεί καταναγκασμό), αλλά απλώς και μόνο στοχαστές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ό,τι κι’ αν σημαίνει αυτό και έμπρακτοι εφαρμοστές του, δίνοντας και το ανάλογο παράδειγμα, γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό μετράει. Αλλιώς υπάρχει τεράστια υποκρισία, επειδή ο κόσμος αισθάνεται ότι πολλές φορές τα λόγια δεν ανταποκρίνονται στην πράξη.

Επιχειρήσαμε με παράδειγμα τον Γκράμσι, ένας πραγματικός ανανεωτής της λενινιστικής παράδοσης, να επισημάνουμε και αναδείξουμε, στον γενικότερο προβληματισμό, μερικά κρίσιμα θέματα και κυρίως αυτό της πολιτισμικής ηγεμονίας, που κατά τη γνώμη μας, σ’ αυτή την παρακμιακή κοινωνία της κατανάλωσης που ζούμε, έχει τεράστια σημασία για την έξοδο από την κρίση. Γιατί σε τελευταία ανάλυση η κρίση είναι πέρα από οικονομική, κατά πρώτο λόγο πνευματική και ηθική.

Με τον Γκράμσι μπορεί να μας ενώνουν και να μας χωρίζουν πολλά, όμως η πνευματική και ηθική του υπόσταση και το ανιδιοτελές προσωπικό του παράδειγμά είναι κάτι, με το οποίο ταυτιζόμαστε.

Το γενικό μας συμπέρασμα, ως απαύγασμα όλης της ανάλυσης που προηγήθηκε, συμπυκνώνεται στην άποψη, ότι το λαϊκό κίνημα δεν είναι δυνατό να αλλάξει τις κοινωνικές δομές και ανατρέψει την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, αν δεν αποκτήσει την πολιτισμική (ιδεολογική) ηγεμονία απέναντι της.[137]

Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα, που διαμορφώνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, είναι οι παραγωγικές σχέσεις. Η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική αλλαγή, – αυτό δεν επαρκεί, για την πραγματική απελευθέρωση των εργαζομένων,- αλλά απαραιτήτως και με την αλλαγή στο εποικοδόμημα, στο πνεύμα και στην προσέγγιση που επεδίωξε ο Γκράμσι με τη θεωρία για την ιδεολογική –πολιτισμική ηγεμονία. Αυτό εκφράζει  στην ουσία της και η μεγάλη επαναστατική φράση: Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».

Για το σκοπό αυτό πρέπει η Αριστερά να επεξεργαστεί μια νέα ανάγνωση του ελληνικού πολιτισμού και της εθνικής ιστορίας και όχι να την αποδομήσει και τελικά να την μηδενίσει.

Προς την κατεύθυνση αυτή ο Γκράμσι άφησε μια παρακαταθήκη για μια νέα εθνική στρατηγική ως θεωρητικός του «εθνικολαϊκού στοιχείου»: «Μια τάξη διεθνούς χαρακτήρα στο μέτρο που καθοδηγεί κοινωνικά στρώματα στενά εθνικά (διανοούμενοι), και μάλιστα, συχνά, λιγότερο ακόμη και από εθνικά, τοπικιστές και κοινοτιστές (αγρότες), πρέπει να εθνικοποιηθεί με μια ορισμένη έννοια και αυτή η έννοια δεν είναι άλλωστε πολύ στενή, επειδή , προτού διαμορφωθούν οι όροι μιας οικονομίας σύμφωνα μ’ ένα παγκόσμιο σχέδιο, είναι αναγκαίο να διανύσει κανείς πολλαπλές φάσεις, όπου οι περιφερειακοί συνδυασμοί  (ομάδων από έθνη) μπορούν να είναι ποικίλοι».[138]

Εν κατακλείδι θα τονίσουμε μαζί με τον Γκράμσι ότι «πρέπει από σήμερα να διαμορφωθούμε και να διαμορφώσουμε αυτή την αίσθηση υπευθυνότητας, κοφτερής κι’ αμείλικτης, σαν το σπαθί ενός εκδικητή. Η επανάσταση είναι κάτι μεγάλο και φοβερό. Δεν είναι παιχνίδι για ερασιτέχνες ή μια ρομαντική περιπέτεια».[139]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία 

 

 

Αλτουσέρ, Λούι, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα», Αθήνα 1978.

 

Αξελός, Λουκάς, «Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι», περιοδικό «Τετράδια», τεύχος πεντηκοστό τέταρτο, άνοιξη 2008.

Αξελός, Λουκάς,  Η επικαιρότητα του Αντόνιο Γκράμσι, εφημ., «Αριστερά», α.φ. 219, 25 Μαΐου 2007.

 

Αξελός, Λουκάς,  Οι «στάχτες» του Γκράμσι, εφημ., «Εργατική Αλληλεγγύη», α.φ. 762, 11 Απριλίου 2007.

 

Αξελός, Λουκάς, Αντόνιο Γκράμσι, «Αναγνώσματα», στο Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1982, σελ.149.

 

Βάκα, Τζουζέπε, «Ερμηνείες της κρίσης και στρατηγικές», άρθρο του στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.

 

Βασιλειάδης, Δαμιανός, «Κοινωνικοποίηση της εξουσίας και σοσιαλισμός», στο: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.

 

Βασιλειάδης, Δαμιανός, «Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός ή Αποκεντρωτισμός. Συγκεντρωτική ή Αποκεντρωτική Εξουσία» στο ιστολόγιο: http://www.damonpontos.gr

 

Βασιλειάδης, Δαμιανός, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.

Βασιλειάδης, Δαμιανός,  «Σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εναλλακτική πρόταση εξουσίας», στο ιστολόγιο:

http://www.damonpontos,gr.

 

Βασιλειάδης, Δαμιανός, «Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση» στο  ιστολόγιο:

www.damonpontos.gr.

 

Βάσσης, Λαοκράτης, Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2004.

 

Βέμπερ, Μαξ, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. «Κέντραυρος», Αθήνα 1996.

 

Γιαλκέτσης,, Θανάσης  «΄Ενας πρόδρομος της ανανέωσης», περιοδικό Βιβλιοθήκη, ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 7.12.2007.

 

Γκράμσι, Αντόνιο, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Δ’, Αθήνα 1975.

Γκράμσι, Αντόνιο, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Στ΄, Αθήνα 1982.

 

Γκράμσι, Αντόνιο, Για τον Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα.

Γκράμσι, Αντόνιο, Οι διανοούμενοι, εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Α΄, Αθήνα 1972.

Γκράμσι Αντόνιο, Il Risorgimento, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1987.

Γκράμσι, Αντόνιο, Πολιτικά κείμενα, εκδ. «Οδυσσέας», Β’ έκδοση, Αθήνα, Απρίλης 1978.

Γκράμσι, Αντόνιο, Γράμματα από τη φυλακή, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα 1972.

Γκράμσι, Αντόνιο, Η οργάνωση της κουλτούρας, τόμ. Β΄, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1973.

Γκράμσι, Αντόνιο, Λογοτεχνία και εθνική ζωή, τόμ. Ε΄, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα1981.

Γκρούππι, Λουτσιάνο, Εισαγωγή στο βιβλίο: Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι.

Ένγκελς, Φρίντριχ, Στον Μέρινγκ, Γράμματα, στο Μαρξ, Κ. – ΄Ενγκελς, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ.

 

Ένγκελς, Φρίντριχ,  Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951.

 

΄Ενγκελς, Φρίντριχ, Ο ΄Ενγκελς στον Μπολοχ,  στο   Μαρξ, Καρλ – ΄Ενγκελς,, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ 

 

 Θουκυδίδου Ιστορία, Μετάφραση Βλάχος, ΄Αγγελος, εκδ. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Θουκυδίδου ιστορίας Β΄(40 -41).

 

Καψωμένος, Ερατοσθένης, «Σχέση πολιτικής και πολιτισμού», συνέντευξη στην εφημερίδα Αντιφωνητής, (1.3.2010).

 

Κουίντιν, Χόαρ, Νόουελ, Σμιθ Τζέφρι, Για τον Γράμσι, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1980.

 

Λένιν, Β.Ι., Η τελευταία λέξη της ισκρικής τακτικής, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 9,

 

Λένιν, Β. Ι., Φιλοσοφικά τετράδια, στο Λένιν, Άπαντα, εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», Αθήνα 1977.

 

Λένιν, Β. Ι.,  Κράτος και Επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ.. 25.

 

Λούξεμπουργκ, Ρόζα, «Δημοκρατία και Ελευθερία», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα Έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972.

 

Μαρξ, Καρλ, Πρόλογος στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Φρίντριχ, Διαλεχτά έργα, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, τόμ. Ι.

Μαρξ , Καρλ, «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ», στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα.

 

Μαρξ, Καρλ – ΄Ενγκελς, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, Ο Ένγκελς στον Στάρκενμπουργκ, Γράμματα.

Μαρξ, Καρλ,  Γενικό καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο  Μαρξ, Κ – ΄Ενγκελς,, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι.

 

Μαρξ, Καρλ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι.

 

Μαρξ, Κ.  – Ένγκελς, Φ., Η Αγία Οικογένεια.

 

Μαρξ, Καρλ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο Κ. Μαρξ, Κ – ΄Ενγκελς, Φ., Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι.

 

Μηλιός, Γιάννης, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999.

Μπελαντής, Δημήτρης «Η ‘στροφή’ των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του ‘εκσυγχρονισμού’ στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997.

Μπελαντής, Δημήτρης, «Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός: Όψεις της σύγχρονης άποψης της κυριαρχίας», περιοδικό «Θέσεις», Ιανουάριος –Φεβρουάριος 2009.

Ντάτση, Αρ. Ευαγγέλη,  «Η λανθάνουσα δυναμική», εφημ. «Αυγή», 16.3.2008.

 

Παπαϊωάννου, Κώστας, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία.

 

Παπαϊωάννου, Κώστας, Μαρξ και μαρξισμός, τόμ. Ι, Οντολογία και αλλοτρίωση, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2009.

 

Παπανδρέου, Γ.  Ανδρέας,  Ο Μαρξ, ο Λένιν και η δικτατορία του προλεταριάτου”, εφημερίδα «Εξόρμηση», 26.9.1975.

Πουλαντζάς, Νίκος, Γκράμσι: μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, παρεμβάσεις, εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1984.

 

Πουλατζάς, Νίκος, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. «νήσος», Αθήνα 2008.

 

Πουλαντζάς, Νίκος, Θέματα της μαρξιστικής αντίληψης περί κράτους, ομιλία στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών, Αθήνα 1996.

Ροσάντα, Ροσάνα, «Μαθήματα από την αποτυχία των επαναστάσεων»,  άρθρο της δημοσιευμένο στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.

 

Σημίτης Κώστας, Εθνικιστικός Λαϊκισμός ή Εθνική Στρατηγική, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1992. 

 

Τορτορέλα, Άλντο, Η επικαιρότητα του Γκράμσι στη νέα χιλιετία, εκδ. «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2005.

 

Τσακίρης, Θανάσης, «Ο Αντόνιο Γκράμσι και η επικαιρότητα της σκέψης του για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα», εφημ. «Αυγή», 17.2.2008.

 

Χάρμαν Κρις, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009

 

Χόαρ, Κουίντιν, Σμιθ, Ν. Τζέφρι, Για τον Γκράμσι, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα11980.

 


[1] B. I. Λένιν, Τι να κάνουμε, στο: Β. Ι. Λένιν Άπαντα, τόμ. 5, τέταρτη έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ της Σοβιετικής ΄Ενωσης, σ. 372.

[2]  Καρλ Μαρξ , «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ», στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 468.

[3] Σε μια ταξική κοινωνία «ο ρόλος, λοιπόν, αυτού του ιδεολογικού συνόλου είναι να επιβάλει σ’ όλη την κοινωνία μια κοσμοαντίληψη, μέσα στην οποία οι ηγεμονικές τάξεις παρουσιάζονται σαν πραγματικοί εκπρόσωποι του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας σ’ όλα τα επίπεδα». Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις, εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 11984, σ. 63.

[4] Ένα παράδειγμα που έχει σχέση με τη θεωρία και την πράξη: Κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Μπαίνει το ερώτημα: ΄Ηταν λάθος η θεωρία που οδήγησε στην κατάρρευση; Και γιατί κατέρρευσε, αν η θεωρία, που εφαρμόστηκε, ήταν σωστή; Είναι ένα ερώτημα, που χρήζει απάντησης.

[5] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1951, σ. 449.

[6] Η πεποίθησή μας είναι ότι η γνώση των ανθρώπων είναι πάντοτε πεπερασμένη, με την έννοια ότι όσο ευρύνεται ο γνωσιολογικός του κύκλος, τόσο περισσότερο παραμένει το άγνωστο προς διερεύνηση. Η συνείδηση αυτή μας προφυλάσσει «ικανοποιητικά» από φαινόμενα αλαζονείας και οίησης.

[7] Η γλώσσα στην περίπτωση μας, τόσο στη θεωρία όσο και στην πολιτική δράση, αποτελεί το παιδευτικό εργαλείο, που πρέπει να είναι προσιτό και κατανοητό, σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό, στις λαϊκές τάξεις, εφόσον θέλουν να παίξουν το ρόλο του «οργανικού διανοούμενου» αυτών των τάξεων. Σ’ αυτό το ζήτημα, οι πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού,  Δελμούζος, Γληνός, Τριανταφυλλίδης για την εποχή τους, καθώς  και ο Σάκης Καράγιωργας, αλλά κυρίως ο Ανδρέας Παπανδρέου, «ο μάγος της ανάλυσης» κατά Πεπελάση, ήταν αξεπέραστοι.

[8] Μιλάμε για αξίωμα, γιατί ο ίδιος ο Μαρξ το ανέφερε εν είδη φιλοσοφικού αξιώματος και όχι ως συμπέρασμα μιας επιστημονικής ανάλυσης, που θα είχε και την ανάλογη αξία της. Γι’ αυτό και στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας γράφει εισαγωγικά: «Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατάληξα, και που, όταν πια το είχα αποκτήσει, χρησίμευε ως οδηγός στις μελέτες μου…». Βλ. Κ. Μαρξ, Πρόλογος στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, τόμ. Ι, σ. 424. Στο χωρίο αυτό ο Μάρξ δεν μας αναλύει πως κατέληξε σ’ αυτό το γενικό συμπέρασμα. Θα πρέπει να το αναζητήσουμε στα γραπτά του, που κι’ αυτά κατά την άποψή μας δεν μας διαφωτίζουν. Στη περίπτωση αυτή δεν μιλάμε για την καθαρή επιστημονική του εργασία, η οποία διαθέτει μια καταπληκτική πληρότητα, αλλά για τις φιλοσοφικές του απόψεις.

 

 

 

 

[13] Υπάρχουν πολλά ερωτήματα που είναι προς διερεύνηση. Η έρευνα δεν σταματά ποτέ, γιατί όσο πλουτίζει τι γνώση, άλλο τόσο αυξάνει και τα ερωτήματα. Συνιστά, θα λέγαμε μια διαλεκτική εξέλιξη. Φαίνεται λοιπόν ότι η αλήθεια έχει σχέση με το χωροχρόνο, ο οποίος την επαληθεύει ή τη διαψεύδει.

[14] Ο Ένγκελς στον Μπλοχ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ο.π., σ. 572-573. Η κριτική στην τοποθέτηση του Μαρξ για την καθοριστική σημασία του κοινωνικού είναι δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις στους διανοούμενους, κυρίως μετά τον θάνατο του Μαρξ. Γι’ αυτό και ο Έγκελς θεωρεί υποχρέωση του να υπερασπιστεί  επανειλημμένα και σθεναρά τις απόψεις του φίλου του στο κρίσιμο αυτό θεωρητικό πρόβλημα. Δυστυχώς οι κριτικές των θεωρητικών αντιπάλων του Μαρξ και ΄Ενγκελς συνήθως δεν αναφέρονται, για να γνωρίσουμε την επιχειρηματολογία τους. Η παρουσίαση των κλασσικών του Μαρξισμού ήταν πάντοτε επιλεκτική, με την έννοια ότι δεν προβαλλόταν ό αντίλογος απέναντί τους, όπως απαιτούσε η επιστημονική δεοντολογία. Βλ. και Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα», Αθήνα 1978, σ. 105 -6.

[15] Ο Ένγκελς στον Στάρκενμπουργκ, Γράμματα, στο Κ.Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ. όπ., π., σ. 592.

[16] Ο Ένγκελς στον Μέρινγκ, Γράμματα, στο Κ. Μαρξ  Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά ‘Εργα, τόμ. ΙΙ, σ. 585.

 

[17] Για την πολιτική εξουσία λέει ο Μαρξ: «Επειδή οι αφέντες της γης και του κεφαλαίου χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να υπερασπίζουν και διαιωνίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια και για να υποδηλώνουν την εργασία, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγάλο καθήκον του προλεταριάτου», Βλ., Κ. Μαρξ, Γενικό καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σ. 455.  Ανάμεσα στους όρους βάση και εποικοδόμημα υπάρχει σύγχυση. Οι σχέσεις παραγωγής καθορίζονται από νομικό πλαίσιο, που επιβάλει η πολιτική εξουσία ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, είτε είναι αστικός είτε όχι. Με την έννοια αυτή στον όρο βάση ή δομή περιλαμβάνονται μόνο οι παραγωγικές σχέσεις. Ενώ οι σχέσεις παραγωγής στην υπερδομή. Ο Λουί Αλτουσέρ συμπεριλαμβάνοντας τις παραγωγικές σχέσεις στην οικονομική βάση κάνει λάθος, όταν λέει: «Πράγματι πώς συγκροτούνται σε σύνολο οι καινούργιοι αυτοί όροι; ΄Αφενός η δομή (οικονομική βάση, παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις). Αφετέρου το εποικοδόμημα (το κράτος και όλες οι δικαιϊκές, πολιτικές, ιδεολογικές μορφές». Με μια λέξη: Οι παραγωγικές σχέσεις περιλαμβάνονται στις δικαιϊκές σχέσεις. Βλ., Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα, Αθήνα 1978, σ. 111. «Οι σχέσεις παραγωγής», λέει ο Μαρξ στην εισαγωγή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, «ακολουθούν μια άνιση ανάπτυξη σαν δικαιϊκές σχέσεις».

 

[18] Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά κείμενα, εκδ. «Οδυσσέας», Β’ έκδοση, Αθήνα, Απρίλης 1978, σ. 63.

 

[19] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις, ό.π., σ. 41. Όταν ο Ν. Πουλαντζάς μιλάει για «μια αντικειμενική πραγματικότητα» σχετικά με το εποικοδόμημα, δημιουργείται μια ασάφεια και πιθανή αντίθεση με αυτά που ισχυρίζεται ο ΄Ενγκελς. Αν αναγνωρίσουμε ότι οι οικονομικοί όροι είναι εκείνοι που «σε τελευταία ανάλυση αποφασίζουν, τότε λογικά δεν μπορεί να υπάρξει «αντικειμενική πραγματικότητα» του εποικοδομήματος με αυστηρά θεωρητικά λ- επιστημονικά κριτήρια.

[20] Βλ. Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα», Αθήνα 1978, σ. 128. Εκεί ο Αλτουσέρ ερμηνεύει τα αναπόδεικτα επιχειρήματα του ΄Ενγκελς.

[21] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ…, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 453 – 454.

[22] Είναι τελικά ο άνθρωπος ό,τι παράγει, ή ό,τι πράττει. ΄Εχει διαφορά, γιατί στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε τα πράγματα μονόπλευρα, ενώ στη δεύτερη συνολικά.

[23] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, Οντολογία και αλλοτρίωση, τόμ. Ι, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2009, σ. 65.

[24] Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. «Νήσος», Αθήνα 2008, σ. 236.

[25] Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 235.

[26] Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, σ. 265.

[27] Τόσο ο Μαρξ όσο και ο ΄Ενγκελς χρησιμοποιούν τις λέξεις «πρέπει», «καθήκον», που βασικά είναι έννοιες ηθικές, με την έννοια βέβαια ότι ο άνθρωπος έχει δύο και περισσότερες επιλογές για τη δράση του. Δηλαδή έχει την ελευθερία επιλογής. Δεν είναι συνεπώς οι αδήριτοι ή σιδερένιοι νόμοι που καθορίζουν τις πράξεις του, αλλά και άλλοι που δεν υπάγονται σ’ αυτήν την κατηγορία. Η περίφημη φράση του Μαρξ: «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη» αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα. Ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί την λέξη «πρέπει» τυχαία, αλλά τελείως συνειδητά. Αλλιώς η διατύπωση της φράσης αυτής, αν επρόκειτο για έναν φυσικό νόμο θα ήταν διαφορετική, ως εξής: «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης θα κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη». Δε θα έγραφε «πρέπει. Είναι λεπτομέρειες, αλλά έχουν τη σημασία τους.

[28] Αντιλαμβανόμαστε την συνείδηση ως τον κατ’ εξοχήν διανοητικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει όλες της εκφάνσεις του εποικοδομήματος.

[29] Βλ. Λένιν, Τι να κάνουμε, ό,π., σ. 379. Η ανωτέρω θέση του Λένιν είναι παρμένη από τα προλεγόμενα του Καρλ Κάουτσκι στο σχέδιο προγράμματος του Αυστριακού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1901. Εκεί μάλιστα προσθέτει ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα, που ασπάζεται ο Λένιν, και τα εξής: «Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί  μόνο πάνω στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης». Στους εργάτες οι σοσιαλιστική συνείδηση «εισάγεται απ’ έξω (von aussen hineingetragen)». Ο.π., σ. 387,

[30] Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παραθέσουμε μια άλλη άποψη, που αποτελεί τοποθέτηση της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Θέσεις»: «Παρουσιάζεται ο Λένιν ως βολονταριστής, ενώ σε αυτόν χρωστάμε μια υλιστική θεωρία της συγκυρίας, δηλαδή του σύνθετου και επικαθορισμένου χαρακτήρα των κοινωνικών συγκρούσεων ως αντικειμενικών διαδικασιών».

[31] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία, σ. 30-31.

 

[32] Βλ. Β. Ι. Λένιν, Η τελευταία λέξη της ισκρικής τακτικής, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 9, σ. 354. Βλ. και Δαμιανός Βασιλειάδης, Κοινωνικοποίηση της εξουσίας και σοσιαλισμός, στο: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σελ. 106 – 111.

 

[33] Κι’ εδώ ακόμη μιλάει ο Μαρξ για «έπρεπε». Χαρακτηριστική είναι και η φράση του ΄Ενγκελς: «Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, μετατρέποντας όλο και περισσότερο τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού σε προλετάριους, δημιουργεί τη δύναμη εκείνη, που υποχρεώνεται να κάνει την ανατροπή, αν δεν θέλει να αφανιστεί». Βλ. Φρίντριχ ΄Ενγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ –Φ. Ένγκελς, , Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 165. Τι νόημα έχει η λέξη «υποχρεώνεται» και το υποθετικό «αν», εφόσον ισχύουν οι σιδερένιοι νόμοι της αναγκαιότητας; Στους νόμους της φυσικής δεν υπάρχει ούτε πρέπει, ούτε «υποχρεώνεται», ούτε «αν», τις οποίες επανειλημμένα χρησιμοποιούν ο Μαρξ και ΄Ενγλελς. Να τις χρησιμοποιούσαν άραγε, χωρίς να έχουν συνείδηση της σημασίας τους, του τι δηλαδή πραγματικά εκφράζουν; Είναι ένα ερώτημα!

[34] Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, ό.π., σ. 625.

[35] Φ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, ό.π., σ. 148.

[36] Ο Μαρξ στον Βάϊντεμάγιερ, στο Κ. Μαρξ -Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 530.

[37] Bλ. Δήλωση του Μαρξ: « Ότι η κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή, ότι δεν είναι πια σε θέση να καθοδηγεί την κοινωνία και ότι μάλιστα γίνεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής…». Στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 183. Από πού βγαίνει άραγε το αυθαίρετο αυτό συμπέρασμα;

 

[38] Βλ. Το παράδειγμα της Κομμούνας του 1871 , που αναλύει ο Μαρξ.

[39] Πρόλογος στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Κριτική της Πολιτικής ΟικονομίαςΔιαλεχτά Έργα, τόμ. Ι, εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1951, σ. 424. Οι άνθρωποι βασικά δεν συνειδητοποιούν  αυτή τη σύγκρουση, αλλά συνειδητοποιούν, εφόσον το συνειδητοποιούν, ότι πρέπει να γίνει η σύγκρουση. Άλλο το πρέπει και άλλο ότι απλώς τη συνειδητοποιούν. Η συνειδητοποίηση ενός προβλήματος δεν επαρκεί για τη δράση και τη σύγκρουση. Είναι ένα πρώτο στάδιο, όχι επαρκές από μόνο του, όπως τονίζει και ο Λένιν.

[40] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρατηρήσεις, εκδ. «Πολύτυπο», Αθήνα 1984, σ. 25.

[41] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, τόμ. Ι, Οντολογία και αλλοτρίωση, ό.π., σελ. 19 -20 και αλλού.

[42] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 260-1.

[43] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό.π., σ. 208.

[44] Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό, π., σ. 208 -209.

[45] «Η κλασική μαρξιστική παράδοση της θεωρίας για το κράτος ενδιαφέρεται κυρίως  να αναδείξει τον κατασταλτικό ρόλο του κράτους, με την ακριβή έννοια της οργανωμένης σωματικής καταστολής. Υπάρχει μόνο μία αξιοσημείωτη εξαίρεση, ο Γκράμσι, με την προβληματική που αναπτύσσει για την ηγεμονία». Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 248.

[46] Άλντο Τορτορέλα, Η επικαιρότητα του Γκράμσι στη νέα χιλιετία, εκδ. «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2005, σ. 13. Ας παραβάλει κανείς το απλουστευτικό σχήμα: κότα –αυγό.

[47] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Στ΄, Αθήνα 1982, σ. 130. Η προτροπή αυτή του Γκράμσι μας θυμίζει το πρόβλημα του αυθόρμητου και της συνείδησης, όπως την είχε αναλύσει ο Λένιν. Η ύπαρξη των τάξεων δε σημαίνει αυτομάτως  και ταξική πάλη. Βλ. σχετικά: Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή τους στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2006, σ. 66 – 70.

[48] Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, Μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις, ό.π., σ. 64. «Οι αναλύσεις του Γκράμσι για το ρόλο που παίζουν οι ιδεολογίες στην ηγεμονική συγκρότηση των κυρίαρχων τάξεων αποκτούν ακέραια τη σημασία τους».

[49] Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα, ό.π., σ. 126.

[50] Ματθαίος, 4.4.

[51] Δεν υπάρχει, κατά την άποψή μας, μεγαλύτερη επαναστατική ρήση απ’ αυτήν, που να αφορά με απλά λόγια τη φιλοσοφική ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης.

[52] Έναν ακριβή ορισμό, σύμφωνα και με τη δική μας κοσμοθεωρία, που πιθανόν να προχωράει ένα βήμα παραπέρα και να ολοκληρώνει την άποψη του Γκράμσι, για την ιδεολογική ηγεμονία, δίνει ο Ερατοσθένης Καψωμένος με την έννοια του πολιτισμού, όπως την εκθέσαμε αναλυτικά: «Ο πολιτισμός αντιπροσωπεύει τη συνολική αντίληψη που έχει μια κοινωνία για τον άνθρωπο, τη φύση και τον κόσμο. Είναι λοιπόν ένα σύστημα συστημάτων, που περιλαμβάνει και ιεραρχεί όλες τις εκφράσεις της υλικής και πνευματικής ζωής του λαού». Διακηρύττει μάλιστα ότι εμείς οι ΄Ελληνες θα πρέπει να κάνουμε τον πολιτισμό μας «στρατηγικό άξονα της ελληνικής πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς». Βλ. Ερατοσθένης Καψωμένος, Συνέντευξη στην εφημερίδα «Αντιφωνητής», για τη σχέση πολιτικής και πολιτισμού. 1.3.2010, σ. 10. Με άλλα λόγια, αλλά βασικά με τον ίδιο εννοιολογικό προσδιορισμό εκφράζεται και ο Νίκος Πουλαντζάς: «Το ‘στάτους’ και η λειτουργία των ιδεολογιών έγκειται στο ότι ‘εκφράζουν’ τη ‘βιωμένη’ σχέση των ανθρώπων προς τις συνθήκες ύπαρξής τους, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν αυτές τις συνθήκες: στην πραγματικότητα, οι ιδεολογίες αποτελούν το σημείο ένταξης των ανθρώπων σ’ ένα αντικειμενικό σύστημα σχέσεων, που συμπεριλαμβάνει και τη βάση και τα εποικοδομήματα, με την αυστηρή έννοια του όρου, ενώ η ιδεολογία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την ‘συνεκτική ύλη’ των διάφορων επιπέδων κοινωνικών πρακτικών και δομών». Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 61. Αναφέρονται βασικά στις σχέσεις των ανθρώπων προς τις συνθήκες ύπαρξής τους και μ’ αυτή την έννοια είναι «πάντα απαραίτητες στον οποιοδήποτε κοινωνικό σχηματισμό», Νίκος Πουλαντζάς, ο.π., σ. 61.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Λαοκράτης Βάσσης, που ανέπτυξε το θέμα του πολιτισμού στο βιβλίο του, Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. «Ταξιδευτής», Αθήνα 2004. Παρεμβαίνοντας στην πολιτική συγκυρία (σ. 129 – 130), τονίζει σ’ ένα σημείο με σημασία για συγκεκριμένους αποδέκτες: «Η Αριστερά πρέπει να θέσει επί τάπητος το πολιτιστικό μας πρόβλημα, ως το κεντρικό υπαρξιακό μας πρόβλημα, σ’ αυτό το ύπουλο γύρισμα των καιρών. Και να το θέσει σωστά, ως αληθινή πολιτική και πολιτισμική πρωτοπορία, με ταυτόχρονα ανοιχτά μέτωπα και εναντίον των διακινητών της εθνικιστικής κουλτούρας, που καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα του κόσμου και εναντίον των διακινητών της αποεθνοποιητικής υποκουλτούρας, που καπηλεύονται τα αντιεθνικιστικά τους αισθήματα».

[53] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 408 – 9.

[54] Θανάσης Τσακίρης, «Ο Αντόνιο Γκράμσι και η επικαιρότητα της σκέψης του για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα», εφημ. «Αυγή», 17.2.2008.

[55] Ευαγγέλη Αρ. Ντάτση, Η λανθάνουσα δυναμική, εφημ. «Αυγή», 16.3.2008.

[56] Όταν το λαϊκό κίνημα είναι σε ύφεση ή σε υποχώρηση, τότε βασικά μπορεί να υπάρξει καταστολή, ενώ όταν υπάρχει αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό, όπως ήταν πριν η Σοβιετική ΄Ενωση, τότε επεδίωκε η αστική τάξη τη συναίνεση μέσω του κοινωνικού κράτους και της ιδεολογικής ηγεμονίας. Το τοίχος του Βερολίνου ήταν ένα πρακτικό χαρακτηριστικό παράδειγμα, για τον συμβολισμό εκατέρωθεν. Εφόσον λοιπόν λείπε ή δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη ένα αντίπαλο δέος, δηλαδή ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, είναι επόμενο να καταργείται το κοινωνικό κράτος και να οδεύουμε στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Φαίνεται ότι ο ιμπεριαλισμός (ως μονοπωλιακός καπιταλισμός) διαθέτει δυνατότητες στρατηγικών ελιγμών, που δεν τις διέθετε ο υπαρκτός σοσιαλισμός. 

[57] Λουκάς Αξελός, «Η επικαιρότητα του Αντόνιο Γκράμσι»ι, εφημ. «Αριστερά», α.φ. 219, 25 Μαΐου 2007.

[58] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 220.

 

[59] Βλ. και άρθρο μας με τίτλο: «Οι συμβιβασμένοι και προσεταιρισμένοι» στο www.damonpontos.gr., δημοσιευμένο και στο περιοδικό «΄Αρδην», τεύχος 78 Δεκέμβριος 2009 – Φεβρουάριος 2010.

[60] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 312.

[61] Θανάσης Γιαλκέτσης, «΄Ενας πρόδρομος της ανανέωσης», περιοδικό Βιβλιοθήκη, ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 7.12.2007. σ. 15.

[62] Γιώργος Τσίπρας, «Το κράτος και η ηγεμονία στο έργο του Γκράμσι», εφημ. «Αριστερά», τεύχος.

[63] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 52.

[64] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 67.

[65] Ροσάνα Ροσάντα, «Μαθήματα από την αποτυχία των επαναστάσεων»,  άρθρο της δημοσιευμένο στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη», 7.12.2007.

[66] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Κράτος, Δίκαιο, ό.π., σ. 445. Στην κριτική που γίνεται στον Λένιν, αλλά ιδιαίτερα στην Γ΄Διεθνή, για την στρατηγική της εφόδου (στα χειμερινά ανάκτορα), υπάρχει αντίλογος, που αποδομεί αυτήν την ακραία άποψη ενάντια στον Λένιν, ότι τάχα αυτός την εφάρμοσε. Ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό ως αντίλογος είναι η άποψη του Δημήτρη Μπελαντή στο περιοδικό «Θέσεις, Ιούλιος –Σεπτέμβριος 2008, με τίτλο: «Σημείωση σχετικά με τη ‘στρατηγική της εφόδου’», σ. 165- 170. 

[67] Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιιαβέλη, για την πολιτική και το σύγχρονο κράτος, εκδ. «΄Ηριδανός», Αθήνα, σ. 127-8.

[68] Μήπως αυτός ήταν ο λόγος (ανάμεσα και σε άλλους), που το πείραμα και το εγχείρημα του Γκορμπατσόφ απέτυχε; Δεν θα πρέπει αστόχαστα να απορρίψουμε και ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

[69] Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα, Κείμενα, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. «νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς», Αθήνα 2009, σ. 479-480.

[70] Οφείλει κάθε σχήμα ανάλυσης να προσαρμόζεται στα γεγονότα της εποχής που τα δημιούργησε. Για το λόγο αυτό έγραφε ο ΄Ενγκελς πολύ σωστά: «΄Εχουμε πάντα συνείδηση ότι οι γνώσεις που αποκτούμε είναι αναγκαστικά περιορισμένες, ότι καθορίζονται από τις συνθήκες, όπου τις αποχτήσαμε». Βλ. Φρίντριχ ΄Ενγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ 1951, σ. 449.

[71] Βλέπε, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Ο Μαρξ, ο Λένιν και η δικτατορία του προλεταριάτου”, εφημερίδα «Εξόρμηση», 26.9.1975.

[72] «… για τον ώριμο Μαρξ, ΄Ενγκελς και τον Λένιν, το Κράτος είναι Κράτος μιας κοινωνίας διαιρεμένης σε τάξεις», συνηγορεί ο Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 41.

[73] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ.. 25, σ. 397.

[74] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, ό.π., σ. 397.

[75] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 39.

[76] Βλ., Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 50.

[77] Υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες αναλύσεις για το ρόλο του κράτους στην ιστορική πορεία των κοινωνιών, Εμείς όπως είπαμε και στην αρχή αυτής της μελέτης, θα ασχοληθούμε κυρίως με τις απόψεις των θεμελιωτών του Μαρξισμού -Λενινισμού, για να τοποθετηθούμε απέναντί τους και δούμε το ειδικό τους βάρος για την ιστορία, χωρίς να παραγνωρίζουμε τη συμβολή των υπολοίπων.

[78] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, τόμ.. 25, σ. 416.

 

[80] Β. Ι. Λένιν, ό.π., σ. 442 -443.

[81] Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 511. Εκεί αναφερόμενος στο δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό γράφει τα ακόλουθα: «…η στρατηγική μας οφείλει όχι μόνο να μετασχηματίσει ριζικά, αλλά και να διατηρήσει μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ελευθεριών (που για καιρό αποκαλούσαμε «τυπικές ελευθερίες», αλλά που δεν είναι απλώς ‘τυπικές’). Αυτή η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει την ίδια στιγμή να συνδυαστεί με τη δημιουργία μιας άμεσης δημοκρατίας στη βάση». Βέβαια η φράση του «που για καιρό αποκαλούσαμε» εμάς δεν μας αφορά και αυτό πρέπει να το διευκρινίσουμε!

[82] βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, σσ. 70 – 78. Διεξοδικότερα μας απασχόλησε το θέμα αυτό στη μελέτη μας: «Σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εναλλακτική πρόταση εξουσίας», σσ. 10 -32.

[83] Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με ορισμένες μερίδες της Αριστεράς στην Ελλάδα,  οι οποίες θέλουν να καταστρέψουν ότι συνιστά τις αξίες του έθνους – κράτους, δηλαδή μόνο άρνηση και καμιά θέση, επαναλαμβάνοντας τα λάθη που έκανε ο Λένιν και κυρίως ο Στάλιν, καταργώντας όλες τις αξίες και θεσμούς τη αστικής δημοκρατίας, που αποτελούσαν, παρ’ όλα αυτά κατακτήσεις της ανθρωπότητας. Ο πολυπολιτισμός, όταν επιβάλλεται, και το τονίζουμε αυτό το «όταν επιβάλλεται», δεν αποτελεί για μας θέση, αλλά άρνηση και δεν ωφελεί κανέναν, εκτός από τη Νέα Τάξη των μονοπωλίων, που επιβάλουν το καταναλωτικό και μόνον πρότυπο.

[84] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π.,  σ. 66.

[85] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 404. Με την ανωτέρω τοποθέτησή του ο Ν. Πουλαντζάς θέλει να δηλώσει ότι το κράτος δεν είναι ένα μονολιθικό αρραγές  μπλοκ, αλλά διαπερνάται από ταξικές αντιθέσεις που εκδηλώνονται ως μηχανισμοί καταστολής, αλλά και συναίνεσης.

[86] βλ. Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, ό.π. σ. 148 και Τζουζέπε Βάκα, «Ερμηνείες της κρίσης και στρατηγικές», άρθρο του στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «βιβλιοθήκη», 7.12.2007.

[87] Το γιατί είναι θέμα άλλης συζήτησης, που πρέπει να γίνει και που μας απασχόλησε εν μέρει στην ανολοκλήρωτη μελέτη μας με τίτλο: «Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός ή Δημοκρατικός Αποκεντρωτισμός. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ανατρέξουν στην ιστοσελίδα μας: http://www.damonpontos.gr.

[88] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ 318.

[89] Νίκος Πουλαντζάς, Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, ό.π., σ. 515.  Βλ. και κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ, «Δημοκρατία και Ελευθερία» , στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972, σ. 104

[90] Γραμματέας της Διεθνούς Εταιρείας Γκράμσι (International Gramsci Sosiety).

[91] Βλ. συνέντευξη στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», 17.2.2008, του Τζόζεφ Μάτιτζιζ με τίτλο: «Η παρουσία του Γκράμσι».

[92] βλ. Θανάσης Γιαλκέτσης, Ένας πρόδρομος της ανανέωσης, ένθετο της Ελευθεροτυπίας, «Βιβλιοθήκη», 7/12/07, σ. 14.

[93] βλ. Λουκάς Αξελός, Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι, περιοδικό «Τετράδια», τεύχος πεντηκοστό τέταρτο, άνοιξη 2008, σε σ. 67.

 

[94] Αντόνιο Γράμσι, Ο Μακιαβέλη…, ό.π., σ. 197.

[95] Αντόνιο Γκράμσι, Η επικαιρότητα του Γκράμσι στην νέα χιλιετία, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2005, σ. 15. 

[96] Αντόνιο Γκράμσι, ό.π., σ. 16.

[97] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη…, ό.π., σ. 143-4.

[98] Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι, εκδ. «Στοχαστής», τομ. Α΄,  Β΄ έκδοση, Αθήνα 1972, σ. 22.

[99] Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. «Γράμματα» Αθήνα 1978, σ. 9.

[100] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη …, ό.π., σ. 183.

[101] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη…., ό.π., σ. 182. 

[102] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μακιαβέλη…, ό.π., σ. 184.

[103] Νίκος Πουλαντζάς,, Θέματα της μαρξιστικής αντίληψης περί κράτους», ομιλία του Νίκου Πουλαντζά στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών (ΚΜΕ) το 1966, σ. 19.

[104] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 67 -68.

[105] Γράφτηκε από τον Ένγκελς για τη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, Λονδίνο 1890, στο Κ. Μαρξ -Φ.Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σ. 16.

[106] Θουκυδίδου ιστορίας Β΄(40 -41).

[107] Βλ. Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, στο Λένιν, Άπαντα, τόμ. 25, σ. 411.

[108] Βλ. σχετική ανάλυσή μου με τίτλο: «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ή αποκεντρωτισμός. Συγκεντρωτική ή αποκεντρωτική εξουσία» στο ιστολόγιό μου: www.damonpontos.gr,  Εκεί αναφέρουμε ανάμεσα στα άλλα: «Το συγκεντρωτικό αυτό σχήμα, που την εμπειρία του διαπιστώσαμε στα πλαίσια του υπαρκτού σοσιαλισμού μετέτρεπε την ιδεολογία σε θρησκεία και την πολιτική σε διαιώνιση της εξουσίας μιας μικρής ηγετικής ομάδας ή ενός κομματικού δικτάτορα, της οποίας ή του οποίου την εύνοια αναζητούσαν τα κομματικά στελέχη που ήθελαν να αναρριχηθούν στα ανώτερα αξιώματα της κομματικής ιεραρχίας. Ένα τέτοιο σύστημα οδηγούσε σε τελευταία ανάλυση σε προσαρμογή ή υποταγή τα στελέχη, που φιλοδοξούσαν να ανέλθουν στα αξιώματα αυτά.

 

 Βλ. και Θουκυδίδου ιστορίας, (84 – 85): «…και η ανθρώπινη φύση, η οποία – κι’ όταν ακόμη υπάρχει ευνομία – έχει την τάση να παρανομεί, ξεχείλισε…».

[109] Ο Μαρξ είχε διακηρύξει «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη». Βλ. Καρλ  Μαρξ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς ΄Ενωσης των Εργατών, στο Κ. Μαρξ – Φ. ΄Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, ό.π., σ. 452.

[110] Ρ. Λούξεμπουργκ, «Δημοκρατία και Ελευθερία», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Όλα τα Έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972, σ. 104.

[111] Αναφέρεται στο: Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό. π., σ. 21.

[112] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, ό.π., σ. 318.

[113] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Μαρξ και μαρξισμός, ό.π. σ. 21.

[114] Η θεωρία για μας έχει τότε αξία, όταν έχει την εφαρμογή της στην πράξη και υπηρετεί το λαϊκό κίνημα. Μόνο η θεωρητική ενασχόληση, έχει βέβαια τη σημασία της, αλλά η αξία της πολιτικής πράξης,, ακόμη και με τη μαρξιστική έννοια και κυρίως μ’ αυτήν, έχει τεράστια σημασία και αυτή μας ενδιαφέρει πρωταρχικά. Όπως τονίσαμε κι αλλού: Ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει! Για τον λόγο αυτό η ενασχόλησή μας με τον Αντόνιο Γκράμσι, έχει καθοριστική πρακτική πολιτική αξία, που είναι και επίκαιρη. Ο Γκράμσι αναφερόμενος στη μαρξιστική θεωρία, την αποκαλεί, λόγω λογοκρισίας στη φυλακή, «θεωρία της πράξης». Ορισμένοι υποθέτουν ότι απλώς δεν ήθελε να αναγράψει «υλιστική θεωρία».

[115] Από την εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι στο βιβλίο: Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, ό.π., σ. 41.

[116] ΄Ετσι εξηγείται γιατί οι διανοούμενοι αυτοί διορίστηκαν στα πανεπιστήμια και πνευματικά και άλλα ιδρύματα του κράτους. για να αποδομήσουν τις αντιστάσεις του έθνους –κράτους και το κάνουν ευάλωτο στην εθνο-αποδομητική λαιμαργία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

[117] Εμείς δε θεωρούμε τους εαυτούς μας «μαρξιστές», ούτε αποτελεί για μας τίτλος τιμής ο όρος αυτός. Αντιθέτως, τίτλος τιμής αποτελεί ο ορισμός: «στοχαστές του επιστημονικού σοσιαλισμού», ό,τι κι’ αν σημαίνει αυτό, γιατί μας κατοχυρώνει την ανεξάρτητη κριτική μας σκέψη. Δεν θέλουμε να είμαστε απολογητές καμιάς αυθεντίας και καμιάς θεωρίας, όσο μεγάλη κι’ επιβλητική κι’ αν είναι, αλλά ερευνητές και όχι απολογητές. Προτιμούμε να είμαστε ερευνητές και να κάνουμε λάθη, παρά απολογητές και να είμαστε σωστοί (ως απολογητές). ΄Εχει διαμετρική διαφορά το ένα από το άλλο, επειδή οι πρώτοι «ρέπουν» (και διατρέχουν τον κίνδυνο) προς την ιδεολογική θεώρηση της επιστήμης, ενώ οι δεύτεροι προτάσσουν τη επιστημονική δεοντολογία από την ιδεολογία. Βέβαια όλα αυτά χρειάζονται, για να είμαστε «απόλυτα» ειλικρινείς και αντικειμενικοί, αλλά και κατοχυρωμένοι από αυθαιρεσίες το: Όπερ έδει δείξαι!

[118] Βλ,, Γιάννης Μηλιός, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 1999, σ. 154. Βλ. σχετικά για το ίδιο θέμα και τη μελέτη μας: «Διεθνισμός και Παγκοσμιοποίηση» αναρτημένο στο ιστολόγιο: www.damonpontos.gr.

[119] Μας έκανε αλγεινή εντύπωση και μας δημιούργησε τραυματική εμπειρία η διαπίστωση, ότι ακόμη και καπετάνιοι του Ε.Λ.Α.Σ εκλιπαρούσαν παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, που κατείχαν κάποια πόστα, για να διοριστούν σε μια θέση προέδρων κάποιων οργανισμών, ή να τακτοποιήσουν τα παιδιά τους, ή να αξιοποιηθούν κάπου στον κρατικό μηχανισμό, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη «σοσιαλιστική αλλαγή», τη στιγμή κατά την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραφε κατά χιλιάδες τους άξιους αγωνιστές του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ. Επί Σημίτη μάλιστα (δεν ήταν άμοιρος και ο Γιώργος Παπανδρέου) διορίστηκαν κατά εκατοντάδες στα πανεπιστήμια (κυρίως ιστορικοί), που ήταν ενάντια στο έθνος –κράτος, δηλαδή   ορκισμένοι αποδομητές της εθνικής συνείδησης και ιστορικής μνήμης. (βλ. ως ελάχιστο δείγμα: Αντώνη Λιάκο, Ρεπούση, Δραγώνα, Βερέμη, κ.λπ).

[120] Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλάει σ’ ένα άρθρο του για την κατηγορία των ανθρώπων αυτών, χαρακτηρίζοντάς τους συμβιβασμένους και προσεταιρισμένους, παρ’ όλο που και ο ίδιος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προώθησή τους, για να τους χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ως συμβιβασμένους, νόμιζε (είχε την αυταπάτη, όπως και με τον Σημίτη και άλλους), ότι μπορεί να τους χρησιμοποιήσει για δικές του αρχηγικές κι’ εξουσιαστικές σκοπιμότητες.

[121] Το απόσπασμα αναφέρεται στο έργο του Κρις Χάρμαν, Μαρξισμός και ιστορία. Βάση και εποικοδόμημα, εκδ. «Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο», Αθήνα 2009, σ. 63.

[122] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της χούντας 1967 -74 κυκλοφορούσε μια μεγάλη μαρξιστική βιβλιογραφία. Χρησίμευε για το καθεστώς, ως «επαναστατική» εκτόνωση.

[123] Δημήτρης Μπελαντής, «Η ‘στροφή’ των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του ‘εκσυγχρονισμού’  στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος – Ιούνιος 1997. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα γνωστών και μη εξαιρετέων πρώην «αριστερών» και νυν ακραιφνών νεοφιλελεύθερων, που έχουν διευθυντικούς ρόλους στο σύστημα εξουσίας της αστικής τάξης. Θα αναφέρω ορισμένα παραδείγματα, όπως της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, του Κοντζιά, του Πάγκαλου και άλλων πολλών που υπηρετούν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, όπως Πανεπιστήμια, Πνευματικά Ιδρύματα, συνδικάτα κ.λπ.

[124] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ. 36.

[125] Όποιος είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης είναι ενάντια στον πατριωτισμό και όποιος είναι ενάντια στον πατριωτισμό είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης. 

[126] Είναι γνωστό ότι η οικονομική κρίση δεν μετατρέπεται αυτομάτως και υποχρεωτικά σε πολιτική κρίση και κρίση του κράτους. Είναι επίσης γνωστό, όπως λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, ότι «οι κρίσεις, ιδιαίτερα οι οικονομικές, παίζουν οργανικό ρόλο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου». Βλ., Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…,ό.π., σ. 112. Κατά την άποψή μας δεν πρόκειται μόνο για αναπαραγωγή , αλλά και για ανασυγκρότηση. Σ’ αυτήν την αναπαραγωγή και ανασυγκρότηση συντελούν και συμβάλλουν και οι διανοούμενοι, τους οποίους αναλυτικά περιγράψαμε και οι οποίοι αποτελούν στην ουσία τους «οργανικούς διανοούμενους» της ελληνικής αστικής τάξης και γενικότερα.

Βλ. Στο θέμα αυτό και ανάλυσή μας στο ιστολόγιο: www. Damonpontos.gr. Στην ανάλυσή μας αυτή προσπαθούμε να αποδείξουμε τις αιτίες αυτής της ιδεολογικής σύγχυσης την «εκσυγχρονιστικής» και «ανανεωτικής» Αριστεράς, που ανάγεται σε μια αντίφαση της  μαρξιστικής θεωρίας. Όλοι αυτοί οι διανοούμενοι, που τάσσονται εναντίον του έθνους – κράτους και πρωτοστατούν στην αποδόμηση του, έχουν και την αντίληψη, ότι η ταξική πάλη δεν αναγνωρίζει έθνη και συνεπώς οποιαδήποτε σύμπραξη της εργατικής τάξης με την αστική τάξη, για την διαφύλαξη και υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αποτελεί αντιμαρξιστική ενέργεια. Παραθέτουμε μια σχετική άποψη αυτής της σχολής σκέψης: «Σε πολιτικό και ιδεολογικό – πολιτιστικό επίπεδο, νομιμοποιεί την άσκηση της αστικής εξουσίας, ως ‘εθνική ανεξαρτησία’ και εγχαράσσει-αποκρύβει την καταστολή των ταξικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων ως ‘εθνική ενότητα’, ως κοινότητα (εθνικών) συμφερόντων». Βλ. Δημήτρης Μπελαντής, «Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός: Όψεις της σύγχρονης άποψης της κυριαρχίας», περιοδικό «Θέσεις», Ιανουάριος –Φεβρουάριος 2009. Παραβλέπει η ανάλυση αυτή ότι η ταξική πάλη περνάει μέσα από την εθνική αυτοδιάθεση πρώτα, πριν από την ταξική πάλη, όπως διακήρυξε και ο Άρης Βελουχιώτης στο λόγο του στην Λαμία, τονίζοντας ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, ο εργάτης και αγρότης έχει και αυτή είναι η ασπίδα του. Παραγνωρίζει αυτή η σχολή σκέψης, που αντικειμενικά είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης, ότι στο εσωτερικό μιας χώρας ο αγώνας είναι ταξικός, όμως όσον αφορά το εξωτερικό είναι αγώνας αντι -ιμπεριαλιστικός. Ας πάρουν παράδειγμα και από τον Μάο  Τσε  Τουνγκ, που συμμάχησε με τον Τσανγκ Κάι  Σεκ της Κουόμιντανγκ, ενάντια στους Ιαπωνέζους κατακτητές και μετά τον συνέτριψε. Όλα αυτά είναι  θέματα στρατηγικής και τακτικής. Είναι θέματα συμμαχιών. Δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις τους Σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασίστες» και να τους ρίχνεις στην αγκαλιά του Χίτλερ και του Μουσολίνι, όπως έκανε ο Στάλιν. Το Λαϊκό Κίνημα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους , που δεν θα προκύψουν από παρθενογένεση. Θα τους αναζητήσει αναγκαστικά στην Κοινωνική Αριστερά που βρίσκεται σε μεγάλο ποσοστό στις γραμμές του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ και της πατριωτικής Λαϊκής Δεξιάς. Δεν μπορεί τους εν δυνάμει συμμάχους του, να τους κάνει αντιπάλους χαρακτηρίζοντας τους εθνικιστές, ρατσιστές, σοβινιστές και λοιπά και λοιπά!

Όπως συμπεραίνει και ο Μπομπ Τζέσοπ, για τον Πουλαντζά η πάλη για το σοσιαλισμό πρέπει ακόμα να είναι οργανωμένη γύρω από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας στο επίπεδο του έθνους-κράτους.

[128] Μαξ, Βέμπερ, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. «Κένταυρος», Αθήνα 1996, σ. 128.

[129] Ας αναλογιστούμε το ρόλο της αριστερής διανόησης κατά την περίοδο δράσης του ΕΑΜ και της ΕΔΑ, που αγωνίζονταν για να διατηρήσουν την εθνική και κοινωνική συνοχή της ελληνικής κοινωνίας και ας τον συγκρίνουμε με τον σημερινό της ρόλο. Καμία σύγκριση! ΄Αλλα τα ιδανικά εκείνης και άλλα τα «ιδανικά» της σημερινής.

[130] Η τοποθέτησή μας αυτή έχει δύο σκέλη. Οι καιροσκόποι καριερίστες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι κατακριτέοι. Όμως υπάρχει και κάποια κατανόηση, γιατί σ’ αυτούς λείπουν οι ηθικές αντιστάσεις! Και για το λόγο αυτό θέλουν να κρυφτούν πίσω από το «φωτοστέφανο του αριστερού».

Για τους άλλους, τους καθαρούς ιδεολόγους, το θέμα είναι ιδεολογικό και αντιμετωπίζεται με θεωρητική αντιπαράθεση, δηλαδή με αντιπαράθεση επιχειρημάτων, με την έννοια ότι πρέπει να κερδηθεί στο επίπεδο των ιδεών η ιδεολογική (πολιτισμική ηγεμονία)απέναντί τους, έτσι όπως την εννοεί ο Γκράμσι, δηλαδή ως πνευματική, αλλά συγχρόνως και ηθική ηγεμονία. Το αρνητικό στην περίπτωση αυτή είναι, ότι οι περισσότεροι, κατέχουν θεσμικό ρόλο στο κράτος, αυτό το αστικό κράτος που υπηρετούν, και ο αγώνας είναι απόλυτα άνισος, γιατί διαθέτουν όλα τα μέσα πλουσιοπάροχα.

[131] Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι…, ό.π., σ 36.

[132] Γιάννης Βούλγαρης, «Αναγνώσεις» του Γκράμσι. Μια αναδρομή από την οπτική της παγκοσμιοποίησης, περιοδικό «Ο πολίτης», Νοέμβριος 2007, τεύχος 160.

[133] Αξελός,  Λουκάς, Αντόνιο Γκράμσι, «Αναγνώσματα», στο Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1982, σελ.149. Βλ. στο ίδιο πνεύμα και μια υπόμνηση του Θουκυδίδη (ιστορίας Ζ΄13-15: «καλός άρχοντας είναι εκείνος που εξυπηρετεί όσο μπορεί την πατρίδα του ή τουλάχιστον εκείνος που δεν την βλάπτει εκούσια».

 

[134] Αντόνιο Γκράμσι, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Δ’, Αθήνα 1975, σ. 962. Θα προσέθετα στα λεγόμενα του Γκράμσι ότι μπορεί να είναι και μια κερδοφόρα επιχείρηση στο βαθμό που είναι απλώς εγκεφαλική σύλληψη,  δεν είναι πραγματοποιήσιμη και για το λόγο αυτό δεν έχει προσωπικές συνέπειες!

 

[135] Μια χαρακτηριστική δήλωση του ανεκδιήγητου Κώστα Σημίτη που επιβεβαιώνει την ιδεολογική συγγένεια ως «εκσυγχρονιστής» κεντροδεξιός με την «εκσυγχρονιστική» Αριστερά, ως «ανανεωτική», που τάσσεται εναντίον του Έθνους – Κράτους  και υπέρ της αποδόμησής του.

Ιδού η τοποθέτησή του:

«Η πολιτική μας είναι να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο την αδιαφορία απέναντι σε εξελίξεις με ιδεολογικό προσανατολισμό, μια χωρίς απήχηση ελληνική χριστιανική παράδοση. Να εμποδίσουμε και να αποτρέψουμε με κάθε κόστος την προσήλωση στην ιδέα του Έθνους και στη χριστιανική παράδοση, που αποδυναμώνει και εγκυμονεί κινδύνους σε μία σύγχρονη παρουσία, που
πρέπει να έχει η Ελλάδα.». Βλ. Κώστας Σημίτης, Εθνικός Λαϊκισμός ή Εθνική Στρατηγική, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1992, σ. 75. Πάνω σ’ αυτά τα αχνάρια του Κώστα Σημίτη βαδίζει ολοταχώς και ο Γιώργος Παπανδρέου, που ποτέ δε διαφοροποιήθηκε από τον πρώτο ως υπουργός του σε καίρια πόστα, απλώς τώρα πιο εντατικά και πιο συστηματοποιημένα για την αποδόμηση του έθνους – κράτους και τη δημιουργία μιας όχι μόνο πολυπολιτισμικής, όπως διακήρύττει ο ίδιος,  άλλα και πολυεθνικής Ελλάδας, ως χώρος και όχι ως χώρα.

Ιδού και δήλωση της ηγετικής ιδεολογικής ομάδας της «ανανεωτικής και εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς:
«Οι ‘εμμονές περί έθνους’ είναι εντελώς – μα εντελώς  (και δίχως περιστροφές) – ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική και εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας…».[135] Βλ. άρθρο της Σίσσυ Βωβού, μέλους της ΑΚΟΑ, Νάσου Θεοδωρίδη, μέλους του ΣΥΝ και Γιάννη Μηλιού, μέλους του ΣΥΡΙΖΑ, εφημερίδα της ΑΚΟΑ «Εποχή», 24.2.2006.

Και μια άποψη του Λένιν  ως απάντηση σ’ όλα αυτά:

«Η πατρίδα, δηλαδή το συγκεκριμένο πολιτικό, πολιτιστικό περιβάλλον, αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα στην ταξική πάλη του προλεταριάτου…Το προλεταριάτο δεν μπορεί να βλέπει με αδιαφορία και απάθεια τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της πάλης του, επομένως δεν μπορεί να είναι αδιάφορο για τις τύχες της χώρας του». Βλ. Λέων Τρότσκι, Ο Λένιν, εκδ. «Νέοι Στόχοι», Αθήνα.
Και ο Λένιν λοιπόν διατηρούσε τόσο τα εθνικά όσο και τα διεθνιστικά του χαρακτηριστικά: «Ο διεθνισμός του Λένιν», προσθέτει ο Τρότσκι στο βιβλίο του για τον Λένιν, «δεν έχει ανάγκη να αποδειχτεί. Αλλά ταυτόχρονα ο Λένιν είναι βαθιά εθνικός. Έχει τις ρίζες του μέσα στη νέα ιστορία της Ρωσίας…Από πρώτη όψη μπορεί να φανεί πολύ εκπληκτικό το ότι χαρακτηρίζεται ο Λένιν από την ‘εθνική’ του πλευρά. Αλλά στο κάτω κάτω της γραφής αυτό θα ‘πρεπε να είναι αυτονόητο. Για να κατευθύνει κανείς μια επανάσταση ανήκουστη στην ιστορία των λαών, την ανατροπή που περνάει η Ρωσία, πρέπει φυσικά να υπάρχει μεταξύ των αρχηγών και των βαθιών δυνάμεων της λαϊκής ζωής, ένας αδιάρρηκτος οργανικός δεσμός, που να φτάνει ίσαμε τις βαθιές ρίζες». Δεν μπορεί βέβαια να είναι κανείς τόσο αφελής ή ανιστόρητος , για να ισχυριστεί ότι ο Λένιν ήταν εθνικιστής!

αν εθνικιστής! Βλ. Λέων Τρότσκι, ό.π., σ. 28. Γνωστός είναι για του μυημένους και ο λόγος του καπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη για την πατρίδα στη Λαμία.

 

[136] Συνέντευξή του στο περιοδικό «Essere Communisti», αναδημοσιευμένη στην εφημ. «Η Εποχή», 1.11.09.

[137] Ορισμένοι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, πιστεύουν (όσοι πιστεύουν), ότι μπορούν να ξεγελάσουν την αστική τάξη, λειτουργώντας μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς της. Αυτοί είτε απατούν τους εαυτούς τους, είτε εξαπατούν τους άλλους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, δεν έχει σημασία. Η αστική τάξη θα τους είχε πετάξει στο περιθώριο, αν δεν την υπηρετούσαν πιστά, όπως «συνωστίζει» στο περιθώριο (για να χρησιμοποιήσουμε μια ρεπούσια έκφραση), όλους, όσους πραγματικά είναι εναντίον αυτού του συστήματος, γιατί τους θεωρεί επικίνδυνους.  Η διγλωσσία αυτής της συγκεκριμένης Αριστεράς (άλλα λέμε στη θεωρία και άλλα κάνουμε στην πράξη) αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες της αναξιοπιστίας της και κατά συνέπεια της περιθωριοποίησής της. Βέβαια υπάρχουν κι’ εκείνοι που είναι συνεπείς και στα λόγια και στην πράξη στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Αυτοί οι συνεπείς «αριστεροί (μαρξιστές) της αστικής τάξης», είναι σε όλους τους μηχανισμούς της, όπως τηλεόραση, ΜΜΕ, πανεπιστημιακά και άλλα ιδρύματα, συνδικάτα, ΜΚΟ κ.λπ. και έχουν συνήθως και τις ανάλογες απολαβές. Και αυτό αποτελεί μια «υλική» πραγματικότητα. Ο κανόνας φυσικά έχει πάντοτε τις εξαιρέσεις του. Δυστυχώς οι εξαιρέσεις δεν αποτελούν τον κανόνα!

[138] Αντόνιο Γκράμσι, Για Μακιαβέλη, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα, σ. 178.

[139] Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδ. «Στοχαστής», τόμ. Στ΄, Αθήνα 1982, σ. 319.

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Mια ρεαλιστική προσέγγιση του Κυπριακού Προβλήματος

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Μαρτίου 2010

του Μιχάλη Ιγνατίου

 Στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας ήταν φυσικό και επόμενο να μη λάβουν εκτενή δημοσιότητα τα συγκλονιστικά στοιχεία που προέκυψαν από τον αποχαρακτηρισμό των απόρρητων εγγράφων του Foreign Office, το περασμένο Νοέμβριο. Μετά την πάροδο 50 ετών, αντί 30 όπως ισχύει με άλλα απόρρητα βρετανικά έγγραφα, αποκαλύπτεται ότι ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ, το 1956, είχε πρoτείνει στον Αμερικανό ομόλογό του David Foy Kohler και στο Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα, τη διχοτόμηση ως την καλύτερη λύση του Κυπριακού, τη περίοδο δηλαδή που η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) έδινε αιματηρές μάχες για τη πολυπόθητη Ένωση με το εθνικό κέντρο.

Στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974, στο χωριό Δίκωμο του Πενταδάχτυλου, Διμοιρίες του 361 Τάγματος Πεζικού αντιστάθηκαν επί δύο μέρες απέναντι σε ολόκληρο τουρκικό Σύνταγμα. Σήμερα στο τιμόνι της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκεται ο ρίψασπης Δημήτρης Χριστόφιας από το Δίκωμο, που το καλοκαίρι του 1974 «έψαχνε να βρει την μονάδα του να καταταγεί αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει που ήταν» και φυσικά είχε ξεχάσει που βρίσκεται το χωριό του. Την ίδια στιγμή ο -αποκαλούμενος αδικαιολογήτως και Εθνάρχης- Κωνσταντίνος Καραμανλής, έχοντας στο πλευρό του τον Ευάγγελο Αβέρωφ, διαπίστωνε ότι «η Κύπρος κείται μακράν».
Πρόσφατη δημοσκόπηση της κυπριακής έκδοσης της εφημερίδας Καθημερινή (σ.σ. διεξήχθη πριν την απόφαση του ΕΔΑΔ που αναγνωρίζει την «επιτροπή αποζημίωσεων» των Κατεχομένων) δείχνει ότι ο βαθμός ικανοποίησης για τους χειρισμούς του προέδρου Χριστόφια στο Κυπριακό βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του. Οι Κύπριοι πολίτες τοποθετούνται με μεγάλη πλειοψηφία κατά της εκ περιτροπής προεδρίας και της παραμονής εποίκων, με το 37% να στηρίζει ως πρόταση επίλυσης τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, το 39% τη διχοτόμηση και το 16% τη μη-λύση της μακροχρόνιας διατήρησης του σημερινού καθεστώτος της de facto διχοτόμησης.

Καθώς το Κυπριακό εισέρχεται στη πλέον κρίσιμη φάση της πορείας του με τη διπλωματική στρατηγική των τελευταίων 35 ετών να έχει φθάσει στα όριά της, Ελλαδίτες και Κύπριοι θα πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε πως ό,τι χάθηκε με αίμα στα πεδία των μαχών δεν επανακτάται με διαπραγματεύσεις στις αίθουσες των διεθνών οργανισμών.

 

 

Ως πότε θα παραμένουν ατιμώρητα τα εγκλήματα του τουρκικού (παρα)κράτους;
Του Μιχάλη Ιγνατίου από την Ημερησία (09/03/2010)

Την ίδια στιγμή που ο «ευγενής» Ταγίπ Ερντογάν φωτογραφιζόταν με τους Ελληνοκύπριους δημοσιογράφους οι οποίοι τον παρουσίασαν ως ένα φιλειρηνικό και φιλήσυχο ηγέτη, η τουρκική αεροπορία παραβίαζε τον ελληνικό εναέριο χώρο… Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, που προς το παρόν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τους Τούρκους στρατηγούς χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει τον νικητή του λυσσαλέου αυτού πολέμου, πέτυχε τον σκοπό του, ο οποίος ήταν ένας και μοναδικός: Να παρουσιαστεί από τους εκστασιασμένους Ελληνοκύπριους δημοσιογράφους ως ο καλός ηγέτης, που επιθυμεί ειρήνη…
Βέβαια, η εικόνα που παρουσίασαν για την Τουρκία και τον πρωθυπουργό της είναι ψεύτικη και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει προσωπική ισλαμική ατζέντα, στην οποία η Κύπρος είναι κομμάτι του «Ισλαμικού Εθνους της Τουρκίας».
Ο σημερινός Τούρκος πρωθυπουργός είναι φανατικός -αν και δεν το δείχνει με την βοήθεια στρατευμένων δημοσιοσχεσιτών- και δεν πρόκειται ποτέ να συνθηκολογήσει ούτε με την Ελλάδα, πολύ περισσότερο δε με την Κύπρο. Δεν υπάρχει περίπτωση να υπογράψει καμία συμφωνία εάν δεν εξασφαλίζονται 100% τα κέρδη από την τουρκική εισβολή του 1974.
Δεν θα επιστρέψει ούτε ένα μέτρο εδάφους, εάν δεν ελέγχει το νησί. Οσοι πιστεύουν πως η Αγκυρα θα αφήσει να βασιλεύσει η ειρήνη στην Κύπρο είναι επικίνδυνα αφελείς.
Ο Ταγίπ Ερντογάν πέρασε απόλυτα τις θέσεις του στους Ελληνοκύπριους δημοσιογράφους αφού όλες οι ερωτήσεις τους κρίνοντας από το αποτέλεσμα ήταν παιδικές. Η επιλογή των εφημερίδων και των δύο τουλάχιστον εκ των τριών δημοσιογράφων έγινε από την κολυμβήθρα του Σχεδίου Ανάν. Ηταν τότε φανατικοί υποστηρικτές του αντιδημοκρατικού Σχεδίου Ανάν και σήμερα φιλαράκια του Αλεξάντερ Ντάουνερ ο οποίος τους «έδωσε» με τη διαρροή των εγγράφων του.
Εάν το σκηνικό της «συνέντευξης» του κ. Ερντογάν στήθηκε από τους συνεργάτες του για να επηρεαστεί η κοινή γνώμη στην Κύπρο και την Ελλάδα, ο στόχος δεν επιτεύχθηκε. Αντίθετα έγινε δεκτή η «συνέντευξη» με οργή και βοήθησε τον λαό να αντιληφθεί ότι οι υποσχέσεις του Τούρκου πρωθυπουργού είναι κάλπικες. Δεν μπορεί να πιστέψει κανείς τα «όμορφα λόγια» του κ. Ερντογάν, ο οποίος στο κάτω κάτω της γραφής θα μπορούσε να επιτύχει την υπερψήφιση του Σχεδίου Ανάν και από τους Ελληνοκύπριους με μία απλή κίνηση: με την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων από το νησί και την ταυτόχρονη κατάργηση των εγγυήσεων. Δεν το έπραξε διότι η πολιτική της Τουρκίας, ακόμα και αυτή την στιγμή, προβλέπει παραμονή του κατοχικού στρατού και τουρκικές εγγυήσεις επί όλου του νησιού. Και όμως… Οι Ελληνοκύπριοι δημοσιογράφοι μας βεβαίωσαν πως ο Ερντογάν αποδέχεται την αποχώρηση του κατοχικού στρατού.
Η Τουρκία δεν φημίζεται για την «μπέσα» της ως χώρα. Δεν μας έχει συνηθίσει να υιοθετεί τις συμφωνίες που οι ηγέτες της έχουν υπογράψει. Ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης εκκρεμούν πολλές συμφωνίες τις οποίες δεν επέτρεψαν να υλοποιηθούν οι βουλευτές σε συνεννόηση με τον εκάστοτε πρωθυπουργό και με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Τα ψέματα έχουν τελειώσει για την Κύπρο. Δυστυχώς, η Τουρκία δεν επιθυμεί και δεν θα επιτρέψει ποτέ την επανένωση του νησιού. Οι σχεδιασμοί της ήταν πάντα εναντίον της συνύπαρξης. Οπότε, ας προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, μου είπε ένας διπλωμάτης, ίσως να μην είναι καθόλου κακή ιδέα η διχοτόμηση… Ενα τρομακτικό σενάριο που δεν αποκλείεται να αποδειχθεί πραγματικότητα…