βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα"

Ηλεκτρονικός χώρος ενημέρωσης και σχολιασμού

Archive for the ‘Ελληνική Διασπορά’ Category

«Η εφημερίδα ‘Κόκινος Καπνας’ και ο ελληνισμός του Καυκάσου (1932-1937)»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 10 Δεκεμβρίου 2010

exofyllo agtzidis.jpg

Kυκλοφόρησε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις η μελέτη μου με τίτλο: «Η εφημερίδα ‘Κόκινος Καπνας’ και ο ελληνισμός του Καυκάσου (1932-1937)». Η εφημερίδα αυτή  εκδιδόταν στο σοβιετικό Καύκασο κατά το Μεσοπόλεμο.

Είναι ένα από τα λίγα τεκμήρια που διασώθηκαν ενός μοναδικού ιστορικού πειράματος.  Σχετίζεται με τη διαμόρφωση του σημαντικού σοβιετικού ελληνισμού, πλήρως αυτονομημένου από την Ελλάδα και σε σύγκρουση με το ιδεολόγημα της “μητέρας-πατρίδας”.  Ενός ελληνισμού που συγκροτήθηκε τότε σ’ ένα ιδιαίτερο ελληνικό κέντρο, απέκτησε εσωτερική ζωή και ενδιαφέρουσες δομές, υπήρξε το καταφύγιο και το αποκούμπι των κυνηγημένων αριστερών από την “αστική Ελλάδα”, συνομίλησε ισότιμα με το σοβιετικό περιβάλλον,  υλοποίησε τις πλέον προχωρημένες ιδέες του ελληνικού δημοτικισμού (που σήμερα μας παραξενεύουν αρκετά).

Ο Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας) ήταν ένα επίσημο σοβιετικό ελληνικό έντυπο του μεσοπολέμου. Εξέφρασε τη συνάντηση των σοβιετικών αντιλήψεων για την κοινωνία και τον πολιτισμό με τις ριζοσπαστικότερες ελληνικές θέσεις. Στις σελίδες του αποτυπώνεται ένας ελληνικός καθεστωτικός κομμουνιστικός λόγος. Οι νέοι κώδικες που εισήχθησαν στη σοβιετική κοινωνία είναι παρόντες στην εφημερίδα, δίνοντας μια μοναδική ευκαιρία αποκρυπτογράφησης των μηχανισμών ελέγχου και των μεθόδων που είχαν εφευρεθεί για να εξυπηρετήσουν την ανάγκη του βίαιου μετασχηματισμού.

(Προλετάριοι  Όλου  του  Κόσμου  Ενωθείτε)

 Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας προβάλλει ένας άγνωστος ελληνικός κόσμος, ο οποίος κλήθηκε να πειθαρχήσει στις νέες απόψεις που εκφράστηκαν από τη σοβιετική εξουσία. Ακολουθώντας τους σοβιετικούς δημοσιογραφικούς κανόνες χρησιμοποιούσε τη φωνητική γραφή παραμένοντας πιστός στις δημοτικιστικές απόψεις.

Τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες για τις ελληνικές κοινότητες που δίνει η εφημερίδα έρχονται να καλύψουν το μεγάλο κενό της γνώσης μας για τον τρόπο  προσαρμογής τους στο κομμουνιστικό περιβάλλον και ειδικότερα  στις νέες οικονομικές δομές που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης. Κατανοούμε με σαφήνεια ότι το ελληνικό στοιχείο της Σοβιετικής Ένωσης συμμετείχε σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου και βίωσε με τον πιο δραματικό τρόπο τις εγγενείς αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος. Ανέπτυξε επί πλέον στο νέο περιβάλλον την επιτρεπτή για τη σοβιετική εξουσία προβληματική  για  τον πολιτισμό και διατύπωσε πολιτικά αιτήματα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός ιδιόμορφου ελληνικού σοβιετικού λόγου.

Η τελική καταστροφή του από το σταλινισμό, η εξόντωση του μεγαλύτερου μέρους της διανόησης και η αποσάρθρωση της κοινωνικής του δομής  με τη μαζική μετατόπιση του ελληνικού στοιχείου του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία, εξαφάνισαν τα περισσότερα ίχνη του σοβιετικού ελληνικού πολιτισμού του μεσοπολέμου.

Στη συνέχεια παρατίθενται οι Πρόλογοι του Σεραφείμ Φυντανίδη και του Γιάγκου Ανδρεάδη:

Πρόλογος Σεραφείμ Φυντανίδη

Ερευνώντας τα ίχνη ενός χαμένου Ελληνισμού, άγνωστου στους άλλους Έλληνες, ο Βλάσης Αγτζίδης έφτασε κάποτε στη μακρινή – όχι τόσο γεωγραφικά, όσο γνωστικά  – περιοχή του Καυκάσου. Και ανακάλυψε κάτι πολύ σπάνιο: Μια εφημερίδα που έβγαινε στα ελληνικά από Έλληνες, ώσπου την “πήραν μπάλα” οι σταλινικές εκκαθαρίσεις του τέλους της δεκαετίας του ’30. Αυτοί που είχαν την ευθύνη της εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν στα βάθη της Σιβηρίας και το τυπογραφείο τους ρίχθηκε στα βάθη της Μαύρης Θάλασσας.

Το έγκλημά της; Ήταν μια εθνοτική εφημερίδα. Και μολονότι οι εκδότες της ήταν γνήσιοι κομμουνιστές, θεωρηθηκαν προδότες του σοσιαλισμού και της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Βλάσης Αγτζίδης ανακάλυψε πριν από αρκετά χρόνια στο Σοχούμι το κρυμμένο αρχείο αυτής της σπάνιας εφημερίδας: Κόκινος Καπνας ο τίτλος της, δηλαδή καπνεργάτης, ο οποίος παρουσιάζει μια ορθογραφικη πρωτοτυπία. Έχει καταργήσει όλα τα φωνήεντα και τα διπλά σύμφωνα, έχει κρατήσει μόνο το “ι”, το “ο” και το “ς”, χρησιμοποιεί το “υ” στη θέση του “ου”. Πρόκειται για μια ακραία εκδοχή του άκρατου δημοτικισμού, που πρέσβευαν τότε οι κομμουνιστές του 20γράμματου αλφάβητου.

Φυσικά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αρθρογραφία του Κόκινυ Καπνα (Κόκκινου Καπνά) και πολλά ιστορικά συμπεράσματα μπορεί να εξαγάγει ο ερευνητής, εφόσον πρόκειται για ένα μεγάλης σημασίας πείραμα που πραγματοποιήθηκε μόνον εκεί. Γιατί, στις ελληνικές κοινότητες της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης έγινε κάτι που δε ζήσαμε στην “αστική” Ελλάδα: την απόλυτη κυριαρχία των Ελλήνων κομμουνιστών……..

Ενδιαφέρον έχει επίσης και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάσωση της εφημερίδας, τον Αύγουστο του 1991, τις ημέρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος των αμετανόητων γραφειοκρατών. Όπως μας πληροφόρησε ο συγγραφέας, η φωτογράφιση με μικροφίλμς των φύλλων της εφημερίδας άρχισε την ημέρα που εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα. Ο άμεσος απόηχος των εξελίξεων στον Καύκασο ήταν η αναθάρρηση των ασφαλιτών και των στρατιωτικών, πράγμα που απείλησε το εγχείρημα με ματαίωση. Όμως η αποτυχία του πραξικοπήματος σε σύντομο χρόνο λόγω της στάσης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επέτρεψε τη ολοκλήρωση της μικροφωτογράφισης.

Η ειρωνία -με την οποία η Ιστορία βλέπει πολλές φορές τα ανθρώπινα δρώμενα- ήταν ότι λίγα χρόνια μετά, το πρωτότυπο σώμα, το μοναδικό που υπήρχε σ’ όλο το σοβιετικό Καύκασο, καταστράφηκε. Ο φοβερός πόλεμος μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων την περίοδο 1992-1993 δεν είχε μόνο ανθρώπινα θύματα. Δεν χάθηκαν μόνο χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και διακόσιοι ομογενείς μας, αλλά καταστράφηκε και η ιστορική μνήμη της περιοχής. Η αυθαιρεσία των παρακρατικών ομάδων που κυριαρχούσαν στο Σοχούμι -την αρχαία ελληνική Διοσκουριάδα- κατά την περίοδο της πολιορκίας του από τις δυνάμεις των Αμπχαζίων, οδήγησε στη συνειδητή πυρπόληση του Ιστορικού Αρχείου της πόλης. Έτσι, στη μετασοβιετική εποχή ολοκληρώθηκε το έγκλημα που είχε ξεκινήσει κατά την περίοδο του σταλινισμού. Μαζί με την ανθούσα ελληνική κοινότητα,   καταστράφηκε και η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς, αδιάψευστο τεκμήριο της μεγάλης ελληνικής αναγέννησης του μεσοπολέμου και των πρωτοποριακών πειραματισμών.

Σερ. Φυντανίδης

τ. Διευθυντής της Ελευθεροτυπίας

και της Κυριακάτικης Ε.

 

Πρόλογος Γιάγκου Ανδρεάδη

Και γι’ αυτούς της θυσίας ο καπνός: Το έπος και το δράμα των ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου.

Το βιβλίο που ακολουθεί είναι από τα κείμενα που κανείς τα διαβάζει με σπαραγμό. Όχι τυχαία ο συγγραφέας του, ο μαθηματικός και ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, έχει γράψει σε άλλο κείμενό του ότι η ιστορία του ελληνισμού της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως και η ιστορία του ελληνισμού της Κύπρου απωθείται είτε διεκπεραιώνεται με καθησυχαστικά στερεότυπα από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με τραυματικές, αιμάσσουσες μνήμες και ακόμη με γεγονότα που ακόμη και η απλή τους εξιστόρηση απαιτεί την ανατροπή των σταθερών μας και την βαθιά ανασκευή των εργαλείων της σκέψης μας, αν όχι και των συντεχνιακών ισορροπιών που προώθούνται υπό το προσωπείο  της επιστημονικής αντικειμενικότητας.

Ποιά είναι η ιστορία του “Κόκκινου Καπνά” που φέρνει στο φως ο συγγραφέας; Πρόκειται για την ιστορία ενός εντύπου που εκδίδεται από έλληνες κομμουνιστές των ποντιακών περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης σχεδόν αμέσως μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων και μέχρι τα κύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων του 1936 και του 1938 που έδωσαν τα πρώτα μαζικά πλήγματα στον ελληνισμό που ζούσε για χιλιετίες στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Ο  Αγτζίδης εντόπισε το αρχείο της εφημερίδας, προχώρησε πρώτα στην φωτοτύπησή του και στη συνέχεια,  το διέσωσε και το μετέφερε με την μορφή μικροφίλμ στην Ελλάδα.

Πράξη διπλά ευεργετική, αφού, εκτός από το υλικό που προσφέρεται  πια στην ελληνική έρευνα, τα μικροφίλμ αυτά αποτελούν δυστυχώς και την μόνη μορφή στην οποία σώζονται τα ντοκουμέντα αυτά που προσφέρουν μια ακόμη σημαντική πτυχή του έπους και του δράματος των Ελλήνων του Πόντου. Και τούτο διότι, μετά το 1989,  στη διάρκεια των ταραχών που σημάδεψαν τους επιθανάτιους σπασμούς του σοβιετικού καθεστώτος, το σώμα των εφημερίδων του “Κόκκινου Καπνά” έγινε παρανάλωμα του πυρός. Το βιβλίο λοιπόν και τα μικροφίμ, στοιχειοθετούν την πράξη μιας δραματικής επιστροφής, ενός επώδυνου νόστου, παράλληλου με την μοίρα των ελλήνων των περιοχών αυτών, οι οποίοι στα τέλη του 20ου αιώνα γνώρισαν ένα ύστατο ξεριζωμό που τους έφερε ναυαγούς στις συχνά άξενες όχθες της μητέρας πατρίδας.

Ο νόστος αυτός, επιθυμητός για άλλους Ποντίους συντοπίτες τους μοιάζει ωστόσο πως δεν ήταν καθόλου μέσα στους συνειδητούς στόχους της εκδοτικής ομάδας του “Κόκκινου Καπνά”. Οι άνθρωποι αυτοί που σχεδόν όλοι τους τέλειωσαν τον βίο τους στο εκτελεστικό απόσπασμα είτε στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με την κατηγορία του τροτσκιστή είτε κάποια άλλη ανάλογη συκοφαντία, αποδεικνύονται, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας, απόλυτα πιστοί μπολσεβίκοι, φανατικοί υποστηρικτές πρώτα του Λένιν και μετά του Στάλιν, που διέταξε την εξόντωσή τους. Αυτό για το οποίο αγωνίζονται λοιπόν είναι να παραμείνουν  στις προαιώνιες εστίες τους σαν υποδειγματικοί σοβιετικοί πολίτες, πρωτοπόροι στον αγώνα για την οικοδόμηση της σοβιετικής κοινωνίας.

Κανένα ίσως στοιχείο δεν αποτυπώνει την κυριολεκτικά απόλυτη και ενδεχομένως τυφλή πίστη των ανθρώπων αυτών στο σοβιετικό καθεστώς και στον σταλινισμό, όσο οι απόψεις που η εφημερίδα εκφράζει για τα διεθνή ζητήματα και οι επαφές που διατηρεί με άλλα έντυπα. Το τουρκικό καθεστώς του Κεμάλ θεωρείται, σε πλήρη αρμονία με την επίσημη σοβιετική εξωτερική πολιτική, απόλυτα φιλικό. Το ελληνικό καθεστώς είναι, από την πλευρά του, αστικοτσιφλικάδικο και μοναρχοφασιστικό και οι όποιες σχέσεις με τα επίσημα όργανα, τους θεσμούς, τα σύμβολα και την ρητορική της “μητέρας πατρίδας” αντιμετωπίζονται με εχθρότητα και ειρωνεία. Ανάλογες είναι και η σχέσεις του “Καπνά” με τα έντυπα του εξωτερικού.

Συνομιλητές του είναι μόνον οι κομμουνιστικές εκδόσεις “Ριζοσπάστης” της Ελλάδας και “Εμπρός” της Αμερικής, ενώ όλος ο άλλος Τύπος δεν είναι παρά εκφραστής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και τυρανίας. Ας μην λησμονούμε ότι η ίδια η έκδοση της εφημερίδας και γενικά η απόλυτη κυριαρχία του κομμουνιστικού Τύπου στην χώρα είναι η συνέπεια και η συνέχεια της κατάργησης από τον Λένιν κάθε μη μπολσεβίκικου εντύπου ως οργάνου των εκμεταλλευτών. Τέλος, αντίστοιχες, και απόλυτα σύμφωνες με την επίσημη κομματική γραμμή, είναι και οι αντικληρικές και αντιθρησκευτικές θέσεις  που εκφράζει η εφημερίδα.

Είναι σήμερα εύκολο, όσο και αντιιστορικό, να κρίνουμε και να καταδικάσουμε τέτοιες θέσεις.

Και για μας της θυσίας ΙΙ

Με μια πρόχειρη, εξωτερική και οπωσδήποτε άδικη ματιά, οι θέσεις των υπευθύνων του «Κόκκινου Καπνά» εμφανίζονται απλώς ως κάθετη άρνηση της αναφοράς στο εθνικό κέντρο -και άρα σε ένα βαθμό της ρίζας και της ταυτότητάς τους- σαν ρήξη με την θρησκεία τους και διαστρέβλωση της γλώσσας τους. Μια τέτοια αποτίμηση ωστόσο είναι αντιιστορική. Η θέση των υπευθύνων του Καπνά, πέρα από την δεδομένη τους ένθερμη αποδοχή της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας,  εκφράζει και μια θεμελιώδη απόφασή τους: να ζήσουν στα πανάρχαια εδάφη του ποντιακού ελληνισμού, σαν ενεργά και μάλιστα πρωτοπόρα μέλη της σοβιετικής κοινωνίας. Όλες σχεδόν οι άλλες θέσεις στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε, η πλήρης εναρμόνιση με την σοβιετική εξωτερική πολιτική και άρα οι ένθερμη κατάφαση του κεμαλισμού, η αθεΐα, οι επιθέσεις κατά των κουλάκων με και χωρίς εισαγωγικά,  μοιάζουν να μην είναι τίποτε άλλο παρά υποχρεωτικές συνέπειες αυτής τους της βασικής τοποθέτησης.

Τα πράγματα είναι όμως μάλλον πιο σύνθετα και η άποψη αυτή μπορεί να στηριχτεί και στο ότι πολλά από τα κείμενα που μας έρχονται από ανθρώπους που ζούσαν και έγραφαν επί σοβιετικού καθεστώτος πρέπει να διαβάζονται σαν να ήταν γραμμένα με κώδικα, καθώς οι άνθρωποι εκφραζόταν υπό την απειλή της σιδηράς πυγμής του καθεστώτος, ακόμα και αν ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του. Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η εφημερίδα και τα άρθρα της  για την γλώσσα και τον πολιτισμό προσφέρουν πιστεύω μια κωδική μήτρα για να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό.

Τα κείμενα της εφημερίδας είναι γραμμένα με μια απλοποιημένη γραφή που αποδίδει ακουστικά την γλώσσα και ακολουθεί το μονοτονικό σύστημα που καταλήγει συχνά ατονικό. Γλώσσα είναι η δημοτική με κάποιες παραχωρήσεις τόσο στην ποντιακή διάλεκτο, όσο και στην τρέχουσα σοβιετική ορολογία διατυπωμένη σα ρωσικά. Το πρώτο που έχει κανείς να κατανοήσει είναι η αντικειμενική δυσκολία που έχει για να επικοινωνήσει στην κοινή δημοτική, οπωσδήποτε επηρεασμένη από τις θέσεις του μαχόμενου δημοτικισμού, ένας πληθυσμός που έχει για μητρικό γλωσσικό εργαλείο την διάλεκτο και κάποιες φορές τα τουρκικά. Το δεύτερο ότι από την στιγμή που η διαμάχη των Ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου ανάμεσα στους οπαδούς της δημοτικής και αυτούς της διαλέκτου λύνεται υπέρ των πρώτων, έχει διασφαλιστεί ένα μεγάλο κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας και το γίγνεσθαι το εθνικού κέντρου, φιλτραρισμένο έστω σε μεγάλο βαθμό μέσα από την κομμουνιστική οπτική του Ριζοσπάστη. Αξίζει να προσεχτεί ότι οι υπεύθυνοι του Κόκκινου Καπνά αγωνίζονται μαχητικά και με επιτυχία για την διάδοση της εφημερίδας και δεν διστάζουν να συγκρουστούν με κομματικά όργανα όταν αυτά την υποκαθιστούν σε κάποια ελληνικά χωριά με  ρωσικά ή άλλα έντυπα.

Η καθιέρωση της ελληνικής έχει φυσικά μια καίρια επίδραση και στο περιεχόμενο της παιδείας, όπως αυτό μας αποκαλύπτεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που δημοσιεύονται. Τα κείμενα αναφοράς που συναντάμε περιλαμβάνουν για παράδειγμα και κείμενα του Παπαδιαμάντη, που θα περίμενε κανείς να έχει αποκλειστεί για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη γλώσσα του, ενώ οι κεντρικές θεατρικές σκηνές ανεβάζουν ακόμη και Αντιγόνη και Οιδίποδα τύραννο. Αυτό που με δυο λόγια συμβαίνει είναι ότι η καθιέρωση της δημοτικής τόσο στον Καπνά όσο και στην εκπαίδευση επιτρέπει την πρόσβαση σε ένα σώμα παιδείας και πολιτισμού που σε ένα μόνο βαθμό μπορεί να διεκδικήσει ταξικό χαρακτήρα και που, έστω και αν δεν το διαδηλώνει, αποτελεί οπωσδήποτε ένα ισχυρό δεσμό των κομματιών του ποντιακού ελληνισμού μεταξύ τους αλλά και με το εθνικό κέντρο.

Με την έννοια αυτή μπορούμε να ξαναδούμε και την συκοφαντική καταγγελία περί εθνικισμού που οδήγησε στην εξόντωση των ελλήνων αυτών κομμουνιστών από τον σταλινισμό. Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έκαναν την παραμικρή διασπαστική κίνηση εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης στην οποία ήταν απόλυτα πιστοί. Από την άλλη όμως πλευρά, σεβόμενοι απόλυτα τα πλαίσια της σοβιετικής νομιμότητας, προσπάθησαν, με τους τρόπους και με τα μέσα που επέλεξαν και που τους ήταν επιτρεπτά, να περιφρουρήσουν και να αναπτύξουν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα στο βαθμό που, σε αρμονία με τα γενικά μαρξιστικα- λενινιστικά πιστεύω, να προσβλέπουν στην δημιουργία μιας αυτόνομης ελληνικής περιοχής. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανώς αρκετό για να θεωρηθούν από τον Στάλιν εχθροί του σοσιαλισμού και να αντιμετωπίσουν τον θάνατο στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στα γκούλαγκ. Μπορεί κανείς, ξεφεύγοντας από την αυστηρότητα της επιστημονικής διαπραγμάτευσης, να αναλογιστεί πώς θα ένοιωσαν οι ατσάλινοι εκείνοι αγωνιστές μπροστά στα δικαστήρια των συντρόφων τους που τους ζητούσαν να παραδεχτούν ότι ήταν προδότες των αγώνων για τους οποίους είχαν προσφέρει τα πάντα. Άραγε να αρνήθηκαν με αγανάκτηση τα πάντα, να έμειναν σιωπηλοί με το κεφάλι σκυφτό ή μήπως, όπως συνέβη με τους μπολσεβίκους αρχηγούς στις δίκες της Μόσχας του 36 και του 38 να αναγκάστηκαν να παραδεχτούν συνωμοσίες και προδοσίες που ούτε καν είχαν ποτέ διανοηθεί;

Το δράμα και  εποποιία των Ελλήνων του Πόντου δεν περιορίζεται βέβαια στην ομάδα του Κόκκινου Καπνά και στους συνεπείς κομμουνιστές που αποτελούν το κοινό και το σημείο θετικής αναφοράς του. Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας, μέσα από τις πολεμικές , τις καταγγελίες και τις αναφορές σε καταδίκες διαφόρων που έχουν- υποτίθεται πάντοτε δίκαια- κριθεί ένοχοι απέναντι στην σοβιετική νομιμότητα, διαφαίνεται σε ένα βαθμό και το δράμα των άλλων. Εκείνων για παράδειγμα που έχουν φτάσει στον ρωσικό Πόντο μετά τους τουρκικούς διωγμούς του 1918 και που όχι μόνο δεν συμμερίζονται το υμνολόγιο για τον Κεμάλ, αλλά διατηρούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, πρωταρχικά της θρησκευτικής, και προσβλέπουν στον διάλογο με το εθνικό κέντρο και πολλές φορές στο νόστο.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι όχι μόνο για την ελληνική ιστοριογραφία, αλλά και για το κράτος και για την κοινή γνώμη της Ελλάδας ο Ποντιακός ελληνισμός υπήρξε μια ακόμη αγνοούμενη ήπειρος, όπως συμβαίνει επίσης, με διαφορετικό έστω τρόπο με τον ελληνισμό των Ηνωμένων πολιτειών, στον οποίο , ενώ το αγνοούμε, προστρέχουμε σε κάθε αναποδιά και επίσης με τον ελληνισμό της Κύπρου, αλλά και με άλλες περιπτώσεις. Ο λόγος είναι πιστεύω μια κρατιστική αντίληψη των εθνικών όπως και των κοινωνικών θεμάτων, η οποία , εννοείται, αποδυναμώνει σε καθοριστικό βαθμό το κράτος προκαλώντας μια βαθιά ζημία που βέβαια δεν μπορεί να επουλωθεί από τα τετριμμένα στερεότυπα περί απόδημων. Στα θεμέλια της αντίληψης αυτής βρίσκεται, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, η αδυναμία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής ιθύνουσας τάξης να ενσωματώσει στην σχεδίαση της πολιτικής της οτιδήποτε ξεφεύγει από τα στενά όρια της κρατικής εξουσίας και κατ’ εξοχήν την πολιτιστική παράμετρο, η οποία μπορεί και πρέπει να λειτουργεί, ακόμη ή κυρίως όταν όσοι συνεχίζουν να μετέχουν του ελληνικού πολιτισμού είναι με την θ’ελησή τους ενσωματωμένοι σε άλλες κρατικές οντότητες.

Στην περίπτωση της υποβάθμισης και της αγνόησης του δράματος των Ελλήνων του Πόντου νομίζω ότι λειτούργησε και μια άλλη διάσταση. Το δέος που δημιουργούσε επί πολλά χρόνια στους φίλους και στους εχθρούς της, αλλά και στον μέσο δημοκρατικό άνθρωπο η Σοβιετική Ένωση. Το δέος αυτό δεν είχε να κάνει μόνον με τους έλληνες κομμουνιστές, οι οποίοι, μέχρι τουλάχιστον την ρήξη ΕΣΣΔ- Κίνας και την ανάδυση του ευρωκομμουνισμού θεωρούνταν η αναμφισβήτητη πατρίδα της κομμουνιστικής επανάστασης ή όπως ειπώθηκε σε πιο θεωρητική γλώσσα το μοναδικό “κέντρο αναφοράς”. Για την μεγάλη κεντρώα και κεντροαριστερή παράταξη, που έβλεπε με δυσπιστία τις προθέσεις των Δυτικών συμμάχων απέναντι στην χώρα η ΕΣΣΔ δεν ήταν μόνο η ηρωική πρωταγωνίστρια στον νικηφόρο αγώνα κατά του Άξονα στον οποίο και η δική μας χώρα είχε τόσα προσφέρει. Ήταν επίσης ένα αντίπαλο δέος απέναντι στην αμερικανοκρατία και μια δύναμη που ενίοτε υπεράσπιζε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα που απεμπολούσαν οι σύμμαχοι, ενώ και για την ελληνική δεξιά η “σοβιετία” ήταν η χώρα του κακού που όμως δεν στερούνταν δύναμης και ενδεχομένως γοητείας. Η ιδέα αυτή για την δύναμη και την λαμπερή ή την σκοτεινή γοητεία της πατρίδας του σοσιαλισμού δεν ήταν φυσικά μόνον ελληνικό φαινόμενο και επηρέαζε τους φίλους αλλά και τους εχθρούς του κομμουνισμού σε πλανητικο επίπεδο, ξεκινώντας από πολλούς αντιεξουσιαστές και καταλήγοντας στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες……………….

Γιάγκος Ανδρεάδης

Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας,Μέσων και Πολιτισμού,

Πάντειο Πανεπιστήμιο

πώς διαβάζουμε κείμενα σε 20γράμματο αλφάβητο:

Το 20γράμματο αλφάβητο καθιερώθηκε για τους σοβιετικούς Έλληνες (περίπου 400.000 άτομα) σε συνδιάσκεψη Ελλήνων εκπαιδευτικών στην ΕΣΣΔ το 1926.

Η αντικατάσταση του 24γράμματου με το 20γράμματο ήταν ένα από τα μέτρα της γλωσσικής μεταρρύθμισης.

Καταργήθηκαν:

-τα γράμματα της αλφαβήτου που δεν προφέρονται: ‘η’, ‘ω’

-οι δίφθογγοι,

-το ‘σ’ στη μικρογράμματη γραφή και στη θέση του εισήχθη το “ς”,

-τα διπλά γράμματα ‘ξ’ και ‘ψ’.

Το ‘υ’ καθιερώθηκε στη θέση του ‘ου’

Επίσης εισήχθη το μονοτονικό σύστημα. Στη λήγουσα δεν έμπαινε τόνος…

….μια γόνιμη κριτική!

Posted in Βιβλία Νέες Κυκλοφορίες, Γλώσσα & Πολιτισμός, Ελληνική Διασπορά | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Ανοικτή επιστολή δημόσιου προβληματισμού προς τον Ελληνισμό

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 6 Σεπτεμβρίου 2010

Την υπογράφουν 20 καθηγητές πανεπιστημίων Ελλάδας, Κύπρου, Καναδά και ΗΠΑ, ενώ η κίνηση υποστηρίζεται από ιδιώτες, επιχειρηματίες και απλούς πολίτες.

Η επιστολή έχει ως εξής:

Αγαπητοί συμπολίτες, η Πατρίδα μας η Ελλάδα ευρίσκεται υπό κατοχή. Με αύξουσα επικινδυνότητα η κατοχή είναι οικονομική, πολιτική, εθνική και πνευματική.
Οικονομική κατοχή από τα ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τις ντόπιες συντεχνίες, τον διεφθαρμένο συνδικαλισμό, τις ΔΕΚΟ και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Πολιτική κατοχή από το κατ’ επίφαση δημοκρατικό σύστημα που στην πράξη υποθάλπει μία ανεξέλεγκτη κομματική δικτατορία με στρατιώτες της γραβάτας και του λευκού πουκάμισου, υποστηριζόμενη από τα επιστημονικώς καθοδηγούμενα μέσα μαζικής επιρροής ΜΜΕ.
Εθνική κατοχή από νεοταξικούς εθνομηδενιστές, υπηρέτες της παγκοσμιοποίησης, που οδηγούν το έθνος κράτος σε αλλοτρίωση και σε συρρίκνωση.
Πνευματική κατοχή από αμοραλιστές, διαφθορείς της πνευματικής και ψυχικής υγείας των πολιτών, υποβαθμιστές της παιδείας, εκμαυλιστές της νεολαίας και αρνητές κάθε φιλόπονης έννοιας αρετής.
Τα αίτια που μας οδήγησαν έως εδώ είναι πολλά και κατά περίπτωση αν και έχουν αναλυθεί σε λεπτομέρεια εντούτοις συγκαλύπτονται από σύγχυση που δημιουργούν ο καταιγισμός με άσχετες πληροφορίες, οι ποικίλες υστερόβουλες αναλύσεις και τα αντικρουόμενα συμπεράσματα εξεταστικών δήθεν επιτροπών που η κάθε μία παρουσιάζει διαφορετική άποψη για το ίδιο θέμα.
Τα γεγονότα ξεκίνησαν με τη μεταπολίτευση όταν πολλά αιτήματα για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, ελευθερίας, μόρφωσης και υπαρξιακής ολοκλήρωσης έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης, διαστρέβλωσης των εννοιών και μετατροπής τους σε μηχανισμούς υποτέλειας και εξάρτησης.
Στην οικονομία τα αιτήματα βελτίωσης του επιπέδου ζωής δεν ικανοποιήθηκαν από την οικονομική ανάπτυξη σαν αποτέλεσμα βελτίωσης της παραγωγικότητας αλλά καλύφθηκαν από δανεισμό που σπαταλήθηκε στην ικανοποίηση ξενόφερτων καταναλωτικών συνηθειών και τρόπων διαβίωσης που προέβαλε το διεθνές εμπόριο και πολιτιστική προπαγάνδα. Συγχρόνως ξεκίνησε ένα σύστημα επιδοτήσεων χωρίς τον απαιτούμενο έλεγχο για την επένδυση τους σε παραγωγικά συστήματα. Τα κομματικά ρουσφέτια αύξησαν υπέρμετρα τις προσλήψεις στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα ενώ επινοήθηκαν και επιβλήθηκαν δημοσιονομικές ανάγκες που επιβαρυμένες από το τη διαπλοκή και την κατάχρηση, αύξησαν τις δαπάνες σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που δικαιολογούσε η παραγωγικότητα της χώρας και τα εξ αυτής έσοδα του κράτους. Τουναντίον, η πραγματική οικονομία συρρικνώθηκε, ενώ πολλές παραγωγικές βιομηχανικές μονάδες κοινωνικοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να καταστούν ζημιογόνες υπό το βάρος της κομματικής τους διαχείρισης και τη λοιμική των συνδικαλιστικών αρπακτικών, που υποστήριζαν τις κομματικές ή και υστερόβουλες επιλογές σε βάρος των ίδιων των επιχειρήσεων. Σε όλα αυτά να προσθέσουμε τις διάφορες συντεχνιακές ομάδες που συντηρήθηκαν με ευνοϊκές για αυτές συνθήκες αδειοδότησης, λειτουργίας και φορολογικών ελαφρύνσεων εις βάρος των μισθωτών και συνταξιούχων.
Όλα αυτά έγιναν δυνατά με πολιτικές αποφάσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις που διέλυσαν το κράτος και ενίσχυσαν τον κομματικό μηχανισμό. Εξαλείφθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας, ενώ η εξάρτηση, το ρουσφέτι και η συνδιαλλαγή έγιναν ο τρόπος επιβίωσης και κοινωνικής καταξίωσης. Η αρχοντιά του ελεύθερου παραγωγικού πολίτη που δημιουργεί επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου και καταξιώνεται μέσα από αυτό αντικαταστάθηκε από τη μιζέρια του διαπλεκόμενου, που όντας ανάξιος να παράγει, επιβιώνει εκμυζώντας από το δημόσιο τομέα και το κοινωνικό σύνολο. Ο αυθεντικός ζήλος για δημιουργία μετετράπηκε σε δουλικά αιτήματα δικαιωμάτων, πολλές φορές για πράγματα που δεν ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα προσόντα.
Δυστυχώς το υπάρχον πολιτικό σύστημα με τις επιπρόσθετες απαξιωτικές ρυθμίσεις του Συντάγματος, που επέβαλε ο κομματικός μηχανισμός επέτρεπε στην εκάστοτε εξουσία να επηρεάζει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, ακόμη και αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετατρέποντας το πολίτευμα από προεδρευομένη σε πρωθυπουργική δημοκρατία. Η κομματική αντιπαράθεση δεν επέτρεψε τη λήψη μέτρων για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και υγείας, της παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα και της εξασφάλισης ενός λειτουργικού νομοθετικού πλαισίου. Έπρεπε να έλθουν οι δανειστές μας για να μας τα επιβάλλουν και μόνο τότε αρχίσαμε να τα διαφημίζουμε σαν αναγκαία. Τι ντροπή! Για κάθε υπόθεση υπάρχουν αντικρουόμενοι νόμοι και νομοθετικές διατάξεις που έχουν μετατρέψει το νόμο σε ιστό αράχνης, που συγκρατεί μεν τα μικρά έντομα αλλά διαπερνάται από τα μεγάλα, με αποτέλεσμα την διατάραξη του κοινού περί δικαιοσύνης αισθήματος.
Λόγω της τραυματικής εμπειρίας της χούντας ήταν εύκολο να υποβαθμισθεί η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και να γίνει έρμαιο στις εκάστοτε επιλογές της κομματικής εξουσίας. Το φιάσκο στα Ίμια, το Μακεδονικό, οι απαιτήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο, το Κυπριακό , τα τεκταινόμενα στη Θράκη αλλά και το μεταναστευτικό δείχνουν ότι ο ρόλος του στρατού στις εθνικές υποθέσεις και την κατάρτιση στρατηγικών σχεδίων πέραν των καθαρά επιχειρησιακών έχει έλθει σε δεύτερη μοίρα. Το θυσιαστικό παράδειγμα των Ελλήνων αξιωματικών αλλοιώθηκε στα μάτια του έθνους από τον πλουτισμό των πολιτικών που τους έχουν υποσκελίσει. Η έννοια της πατρίδας ως νοηματική προϋπόθεση υπαρξιακής ολοκλήρωσης έχει μετατραπεί σε έννοια συνόλου ανθρώπων με κοινά συμφέροντα που μπορεί κανείς να την επιλέγει κατά το δοκούν. Η ηγεσία μας , πιστή στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του εθνομηδενισμού, της αυτοκατάργησής της και της δημιουργίας μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, οδηγεί το έθνος κράτος προς εξαφάνιση.
Η χειρότερη όμως μορφή κατοχής, που απειλεί την υπαρξιακή μας συνείδηση , θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα μας και αμφισβητεί τη διατήρηση των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων του έθνους και της φυλής μας, είναι η πολιτιστική κατοχή. Επιβάλλεται με την κατάργηση του γλωσσικού μας πλούτου, την παραποίηση της ιστορίας, την αλλοίωση της κοσμοθεωρίας και της θρησκευτικής μας παράδοσης με την ανεξέλεγκτη εισροή λαθρομεταναστών και την προπαγάνδα αλλά κυρίως με την απαξίωση των αρετών. Αυτά δηλαδή που μέχρι τώρα συνέβαλαν και συμβάλουν στην διατήρηση της εθνικής μας συνείδησης για δύο χιλιάδες χρόνια υπό τον ζυγό πρώτα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που την μετατρέψαμε σε Ελληνική και μετά της Οθωμανικής, από την οποία απελευθερωθήκαμε με την Εθνική Επανάσταση του 1821.
Σήμερα οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα τους και η υποκρισία, η υστεροβουλία, το ψέμα, η αυθάδεια και η αδιαντροπιά χαρακτηρίζουν όχι μόνο τις σχέσεις των πολιτών αλλά δυστυχώς και το δημόσιο λόγο των ‘αρχόντων’ που θυσιάζεται στο βωμό της αρχομανίας και συγκαλύπτεται από τα επιστημονικά οργανωμένα μέσα μαζικής επιρροής. Η πασιφανής υποβάθμιση της παιδείας και ο εκμαυλισμός των νέων σε αυτό αποσκοπεί, στον αποπροσανατολισμό τους και τη μείωση των αντιστάσεων του έθνους μπροστά στον μεθοδευόμενο μηδενισμό του. Το είναι μας έχει αντικατασταθεί από το έχει μας και η έννοια της ελευθερίας έχει χάσει το συστατικό της υποχρέωσης και αναγνωρίζει μόνο δικαιώματα. Η υφιστάμενη αλλοίωση στην κρίση των πολιτών και της νεολαίας φαίνεται στα ευτελή αιτήματα τους που κλείνουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια για μακρές περιόδους ακόμη και στην ανακόλουθη ένταση των κινητοποιήσεων τους. Για ένα ατυχές και θλιβερό γεγονός, το οποίο προφανώς δεν ήταν προκατασκευασμένο από τον κρατικό μηχανισμό κάηκε η μισή Αθήνα το Δεκέμβριο του 2008 ενώ η εν ψυχρώ δολοφονία ενός δημοσιογράφου και μάλιστα της ερευνητικής δημοσιογραφίας πέρασε στα ψιλά γράμματα.
Συμπατριώτες, το πράγμα έχει ωριμάσει από καιρό και οι συνέπειες του είναι ήδη ορατές. Κάτι πρέπει να γίνει εδώ και τώρα με ελεγχόμενο τρόπο πριν η ροή των εξελίξεων μας φέρει σε νέες ανεξέλεγκτες εθνικές περιπέτειες μπροστά στις οποίες η υφιστάμενη δυσκολία των οικονομικών μέτρων φαίνεται ασήμαντη. Το μέγα πρόβλημα είναι το ίδιο το πολιτικό σύστημα που αναπαράγει τους ίδιους ανθρώπους και την ίδια νοοτροπία της εξουσιαστικής συναλλαγής. Τα αιτήματα στις κινητοποιήσεις δεν πρέπει να είναι μόνο κατά των εν μέρει αναγκαίων, εδώ που φτάσαμε, και κοινωνικά άδικων οικονομικών μέτρων, αλλά κατά του σχεδιαζόμενου εθνομηδενισμού. Μας οδηγούν χρεοκοπημένους σε ένα σχεδιαζόμενο τραπέζι διαπραγματεύσεων όπου θα παιχθούν πολλά και σημαντικά εθνικά θέματα.
Η πρόταση μας είναι η κατάργηση της υφιστάμενης κομματικής δικτατορίας. Να γίνει ανασχεδιασμός του πολιτικού συστήματος έτσι ώστε να εξασφαλίζεται αμεσότερη δημοκρατία και να υπάρχουν ελεγκτικοί μηχανισμοί που να μην εξαρτώνται από την εκάστοτε εξουσία αλλά να εκλέγονται κατευθείαν από το λαό. Σαν παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να αναφέρει
• Την άμεση μείωση του αριθμού των Βουλευτών,
• Την ανάδειξη τους στις εκλογικές, κατά περιφέρεια, λίστες όχι από τους αρχηγούς των κομμάτων αλλά από θεσμοθετημένα όργανα αξιολόγησης τους
• Τη δημιουργία Γερουσίας και Προεδρίας της Δημοκρατίας που να εκλέγονται από τον λαό με αυξημένες αρμοδιότητες κυρίως σε εθνικά θέματα και στον έλεγχο του στρατού.
• Τη δημιουργία ελεγκτικών μηχανισμών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που να αποδίδει ευθύνες για την κακοδιαχείριση των εθνικών και δημοσίων θεμάτων.
• Την σύσταση Συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης που να καθορίσει το νέο σύνταγμα.
Πιστεύουμε ότι στο έθνος μας υπάρχουν άνθρωποι με τις απαραίτητες γνώσεις, την εμπειρία, τις δημιουργικές ικανότητες και κυρίως το απαραίτητο ήθος και τον ανάλογο οραματισμό, ακόμη και μέσα στα σημερινά κόμματα, για να θεσμοθετήσουν ένα νέο καταστατικό χάρτη. Αυτούς καλούμε να βοηθήσουν στην αναγέννηση του έθνους και τη σωτηρία του όχι τόσο από την οικονομική κατοχή αλλά από την μεθοδευμένα επερχόμενη αλλοίωση και συρρίκνωση του.

Το κείμενο υπογράφουν 20 καθηγητές πανεπιστημίου και 18 ιδιώτες, επιχειρηματίες.
Επικοινωνία: Ηλίας Σταμπολιάδης, καθηγητής, elistach@mred.tuc.gr. Τηλ. 6979300732

http://amphiktyon.blogspot.com/ 

Posted in Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά | Με ετικέτα: , , | 1 Comment »

Το δικό μας Ολοκαύτωμα

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 17 Αυγούστου 2010

 

 
 
Οστά Ποντίων από τον τάφο στο Γιαζισιλάρ
ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ Ποντιακή Γενοκτονία: σιγή Αγκυρας για τους ομαδικούς τάφους
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ

Νέα στοιχεία έρχονται στο φως από τον ομαδικό τάφο Ποντίων σε χωριό της Σαμψούντας της περιόδου 1916-1922, που ήρθε στο φως πριν από δύο χρόνια. Εκπρόσωποι των Ποντίων εκφράζουν την έντονη δυσφορία τους για την παθητική ελληνική πολιτική σε ό,τι αφορά το ποντιακό ζήτημα και τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας στον Πόντο.

Οστά Ποντίων από τον τάφο στο Γιαζισιλάρ Τα οστά βρέθηκαν τυχαία κατά τη διάρκεια εργασιών σε σχολείο του χωριού Γιαζισιλάρ, ενώ, σύμφωνα με τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων, οι εργάτες πέταξαν τα οστά στο ποτάμι της περιοχής. Οι κάτοικοι του χωριού, όπου βρέθηκε ο ομαδικός τάφος, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και ερείπια από τέσσερις ελληνικές εκκλησίες. Μία απ’ αυτές βρισκόταν εκεί όπου σήμερα έχει κατασκευαστεί το σχολείο. Οι ιστορικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο στο σημείο να βρισκόταν και χριστιανικό νεκροταφείο.

«Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση Ερντογάν μεσολάβησε για να αναγνωρίσουν οι Σέρβοι τη σφαγή μουσουλμάνων αμάχων στη Σρεμπρένιτσα, κωφεύει στο ζήτημα των ομαδικών τάφων στην περιοχή του Πόντου.

Προαποφασισμένο σχέδιο
Την περίοδο που ακολούθησε υλοποιήθηκε το προαποφασισμένο σχέδιο των Τούρκων εθνικιστών, των Νεότουρκων, για φυσική εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων» σημειώνει ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης. «Ηταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Pallavicini (Παλαβιτσίνι) έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: «Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοούμενους πολιτικούς σκοπούς». Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατόφσκι (Kwiatkowski) ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεότουρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ό,τι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων».

Ο συγκεκριμένος ομαδικός τάφος που εντοπίστηκε στη Σαμψούντα φαίνεται ότι ανήκει στη δεύτερη περίοδο της Γενοκτονίας (1919-1922). Για τον τάφο αυτό ο μελετητής της ιστορίας των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, εκπαιδευτικός Γιώργος Αντωνιάδης, υπογραμμίζει: «Το χωριό Γιαζισιλάρ αποτελεί συνοικισμό του χωριού Τερέκιοϊ, που βρίσκεται πάνω στην παραλιακή οδό. Τον Ιούνιο του 1921, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα του χωριού Τερέκιοϊ και αφού τα έπνιξαν με βρόχο, τα πέταξαν σε ένα λάκκο και στη συνέχεια κάλυψαν το λάκκο αυτό με χώμα…»

Η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδας διαμαρτυρήθηκε προς τον Τούρκο πρωθυπουργό και ζήτησε (χωρίς αποτέλεσμα απ’ ό,τι φάνηκε) από την τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Ντόρα Μπακογιάννη να επέμβει. Στην ανακοίνωσή της αναφερόταν: «Στο χωριό Γιαζισιλάρ της Σαμψούντας κατά τη διάρκεια εργασιών για ανέγερση σχολείου σε οικόπεδο που υπήρχαν τα ερείπια χριστιανικού ναού αποκαλύφθηκε ομαδικός τάφος. Είναι προφανές ότι πρόκειται για οστά των κατά το έτος 1916 σφαγιασθέντων Ελληνοποντίων ανδρών ηλικίας 16-60 ετών της περιοχής Σαμψούντας και Πάφρας. Η αποκάλυψη του τάφου αυτού συνιστά αμάχητο τραγικό τεκμήριο της διαπραχθείσης κατά τα έτη 1916-1923 γενοκτονίας σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου από τους Νεότουρκους και το κεμαλικό καθεστώς, έγκλημα που δυστυχώς η επίσημη Τουρκία επιμένει να μην ομολογεί και αρνείται πεισματικά την επιβαλλόμενη αίτηση συγγνώμης. Εξάλλου είναι προσφιλής και επαναλαμβανόμενη η τακτική της να αποποιείται την ευθύνη για το έγκλημα και τα θύματά της να τα χαρακτηρίζει ως «αγνοούμενους»».

Ο Βλάσης Αγτζίδης σημειώνει: «Για άλλη μία φορά το θέμα υποβαθμίστηκε από τις αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της υποτίμησης της τραυματικής προσφυγικής εμπειρίας και της επίτευξης ελληνοτουρκικής συνεννόησης χωρίς την τήρηση των στοιχειωδών ανθρωπιστικών αρχών, όπως είναι ο σεβασμός της μνήμης των νεκρών και η απόδοση των στοιχειωδών τιμών που απαιτούν οι -τυπικά αποδεκτοί- απ’ όλους πολιτισμικοί κανόνες».

Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό Γ. Θ. Αντωνιάδη, οι περιοχές όπου υπάρχουν γνωστοί ομαδικοί τάφοι βρίσκονται στην Πάφρα, τη Σαμψούντα, το Γαβάκ, την Κάβζα, στην Ερπαα.

«Ενδεικτικά αναφέρω μόνο τους ομαδικούς τάφους της περιοχής της Πάφρας του Δυτικού Πόντου: Στον ποταμό Αλυ (1918): Με πρόσχημα την κατάταξη στον τουρκικό στρατό 4.000-4.500 Ελληνες της Πάφρας από 15-60 ετών, οδηγήθηκαν παρά τον ποταμό Αλυ, αφού προηγουμένως τους είχαν δέσει πισθάγκωνα ανά δύο. Ολους τους πέταξαν και τους έπνιξαν στα βαθιά και θολά νερά του ποταμού. Κατά μήκος του ποταμού υπήρχαν 70 αμιγή ελληνικά χωριά. Το έγκλημα αποκαλύφθηκε το 1938, κατά τη διάρκεια ερευνών καταγραφής του βυθού του ποταμού. Στο χωριό Μουαμλή (15-5-1921): στα οικήματα του καπνεμπόρου Σάββα Τζιβαλόγλου, μαζί με τα παιδιά του Γιώργο και Νικόλα, καίνε ζωντανούς 365 άνδρες που είχαν συλλάβει και μεταφέρει εκεί από τα χωριά Μουαμλή, Καράσεϊν-Εκίζ και Τεπέ-ελταβούρ. Στο χωριό Σουρμελή (1-6-1921): στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου έκαψαν ζωντανά 550 άτομα, που τους συνέλαβαν από τα γειτονικά χωριά. Στο χωριό Κοβτσέ-σου (5-6-1921): 570 άνδρες μεταφέρθηκαν από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και φυλακίστηκαν στην εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου. Δολοφονήθηκαν όλοι με τον διά πυράς θάνατο, πλην δύο που κατάφεραν να διαφύγουν. Στο χωριό Σελεμελίκ (8-6-1921): Δολοφονήθηκαν με τον γνωστό τρόπο 520 άτομα. Από το Σελεμελίκ συνελήφθησαν 180 άτομα, 80 μεταφέρθηκαν εκεί από την Πάφρα, 15 από το Τιγκιρλά, 30 από το Αζάι, 30 από το Καράπερτσιν και 180 από άλλα χωριά. Επέζησαν μόνο δύο άτομα».

Λίστα χωρίς τέλος

Ο ίδιος έχει καταγράψει ακόμη τάφους στο χωριό Τσουλφάς-Χότζα (11-6-1921): Στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου του Σουλού Τερέ δολοφόνησαν 470 άνδρες και 7 ιερείς, ενώ άλλους 60 τους έκαψαν στην εκκλησία του παρακείμενου συνοικισμού Ελεζλού. Στο χωριό Γαβλαάν (14-6-1921): λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Πάφρας ο Τοπάλ Οσμάν συνέλαβε 250 άντρες και γυναίκες και αφού τους έκλεισε στο σπίτι του Νίκου Γεωργιάδη, του έκαψε ζωντανούς. Μαζί τους πήρε 10 αιχμαλώτους για την Κερασούντα, αλλά τους εκτέλεσε στο πλοίο που τους μετέφερε με φρικτό τρόπο ρίχνοντάς τους στο καμίνι της μηχανής του πλοίου.

Στο χωριό Εβρέν Ουσαγί (15-6-1921): 420 άνδρες δολοφονήθηκαν από τον Τοπάλ Οσμάν μέσα στο Σχολείο και στην οικία του Θεμιστοκλή Χαραλάμπους. Στο χωριό Τουβάν Γιουβασί (16-6-1921): 180 Ελληνες συλληφθέντες από χωριά που βρίσκονταν γύρω από την Πάφρα, κάηκαν ζωντανοί στην εκκλησία του Αγίου Ευγενίου. Στην κωμόπολη Καράπουναρ (18-6-1921): οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν περικύκλωσαν τους δύο συνοικισμούς της κωμόπολης και δολοφονούν όποιον συναντούν. Τους κατοίκους που συνέλαβαν τους συγκέντρωσαν μπροστά την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Εκεί ξεχώρισαν 70-80 νεαρές κοπέλες τις οποίες, αφού τις βίασαν, τις μετέφεραν ημιθανείς στην εκκλησία και τις έκαψαν μαζί με τους υπόλοιπους. Στη συνέχεια κατεδάφισαν την εκκλησία και επιχωμάτωσαν το χώρο για να μη διακρίνονται τα ίχνη του εγκλήματος. *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 

Προσθήκη στα αγαπημένα

 X

Όριο 255 χαρακτήρων

Posted in Ελληνική Διασπορά | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Για ποιό λόγο δολοφονήθηκε ο Αριστοτέλης Γκούμας

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 16 Αυγούστου 2010

Η δολοφονία του Αριστοτέλη Γκούμα στη Χιμάρα τρεις ημέρες πριν τον Δεκαπενταύγουστο, δεν μας παραξένεψε. Ξέραμε ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Κάποιος Αλβανός από αυτούς που κατακλύζουν το καλοκαίρι τη Χιμάρα θα έδειχνε με πιο βίαιο τρόπο την ενόχλησή του που η περιοχή μας έχει τόσο έντονο ελληνικό χαρακτήρα. Αυτό είναι και το ιδεολογικό πρόβλημα της Αλβανίας με τη Χιμάρα. Λόγω της προπαγάνδας που ξεκινάει από την εποχή Χότζα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, πολλοί Αλβανοί πιστεύουν (αρκετοί καλόπιστα) ότι οι κάτοικοι της Χιμάρας δεν είναι ελληνικής καταγωγής. Τους λένε ότι μάθαμε ελληνικά τα τελευταία χρόνια που πήγαμε στην Ελλάδα για να βρούμε εργασία. Τους βομβαρδίζουν το μυαλό ότι δεν είμαστε Έλληνες αλλά Αλβανοί που προδώσαμε τη γλώσσα μας και την καταγωγή μας και ξιπαζόμαστε να μιμούμαστε τους Έλληνες.Αυτή την προπαγάνδα αναπαράγουν ο τύπος και τα σχολικά βιβλία και εφαρμόζουν και οι κρατικές αρχές. Αυτή την προπαγάνδα πρέπει να καταπολεμήσουμε με μέτρα τα οποία θα χτυπάνε το πρόβλημα στη ρίζα του. Καλούμε την αλβανική κυβέρνηση να λάβει τα ακόλουθα μέτρα:http://www.enkripto.com/2010/08/blog-post_15.html

1. Απομάκρυνση Αξιωματικών αστυνομίας: Άμεση απομάκρυνση όλων των αξιωματικών της αστυνομίας που υπηρετούν στην αστυνομική διεύθυνση Χιμάρας. Ενέχονται στη συγκάλυψη της δολοφονίας του Αριστοτέλη και στην εικόνα που μεταδόθηκε τις πρώτες ώρες μετά το συμβάν. Επίσης συστηματικά συγκαλύπτουν περιστατικά βίας εναντίον μελών της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην περιοχή της Χιμάρας.

2. Τοποθέτηση δημοσίων πινακίδων στην ελληνική: Τοποθέτηση σε όλη την περιοχή της Χιμάρας δίγλωσσων δημοσίων πινακίδων στην αλβανική και στην ελληνική γλώσσα. Αυτό αποτελεί και υποχρέωση της Αλβανίας με βάση τη Σύμβαση – Πλαίσιο για τις μειονότητες που έχει υπογράψει. Η τοποθέτηση των πινακίδων θα αποτελεί και ένα επίσημο μήνυμα προς όλους τους επισκέπτες της Χιμάρας από την υπόλοιπη Αλβανία, ότι στην περιοχή κατοικούν πολίτες που ανήκουν στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα.

3. Κατάργηση αναγνωρισμένων μειονοτικών περιοχών: Η αλβανική πρακτική αυθαίρετου διαχωρισμού μεταξύ «αναγνωρισμένων μειονοτικών ζωνών» και άλλων περιοχών, αμιγώς ελληνικών, όπως π.χ. η Χιμάρα, η Κορυτσά και η Πρεμετή οι κάτοικοι των οποίων θεωρούνται «Αλβανοί» πρέπει να τερματισθεί το συντομότερο. Είναι ένα θέμα που παραπέμπει στους διαχωρισμούς της εποχής Χότζα.

4. Ελληνική γλώσσα στη δημόσια διοίκηση: Η δημόσια διοίκηση όταν απευθύνεται στη Χιμάρα θα πρέπει να χρησιμοποιεί στα έγγραφά της την ελληνική γλώσσα. Καμία διοικητική ή δικαστική πράξη που αφορά σε κατοίκους της Χιμάρας δεν θα εκτελείται εάν δεν είναι γραμμένη στην ελληνική γλώσσα.

5. Δημιουργία γραφείου προστασίας της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας: Λόγω του αυξημένου αριθμού περιστατικών βίας στην περιοχή της Χιμάρας ζητάμε τη δημιουργία γραφείου προστασίας της μειονότητας που θα εγκατασταθεί στην πόλη της Χιμάρας. Το γραφείο αυτό πρέπει να τελεί υπό την υψηλή εποπτεία του ΟΑΣΕ και να στελεχώνεται από προσωπικό που θα επιλέξει ο ΟΑΣΕ και θα μισθοδοτείται από την αλβανική κυβέρνηση.

ΕΝΩΣΗ ΧΙΜΑΡΕΙΩΤΩΝ

http://epirusgate.blogspot.com/2010/08/blog-post_3808.html

Posted in Ελληνική Διασπορά, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Kαραθεοδωρή ο Έλληνας

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 3 Απριλίου 2010

Γράφει ο Μιχάλης Καρλής

» Λίγο να σηκωθούμε

Λίγο ψηλότερα

Λίγο,ακόμα θα ιδούμε

τα μάρμαρα να λάμπουν ,να λάμπουν στον ήλιο.. »

Τα μαθηματικά είναι ένα νοητικό δημιούργημα της ανθρώπινης ευφυϊας και φαντασίας.

Σύμφωνα με το Πυθαγόρα η φύση εκφράζεται με αριθμούς.

Τα μαθηματικά κατά αρχάς είχαν αφετηρία την αισθητή πραγματικότητα,και δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν πρακτικές ανάγκες ,έτσι δημιουργήθηκε η Γεωμετρία από του Αρχαίους Έλληνες για να …………
εξυπηρετήσει τις ανάγκες της καθημερινότητας και μετέπειτα της αρχιτεκτονικής.

Με τη πάροδο των αιώνων τα μαθηματικά απομακρύνθηκαν από τον αισθητό κόσμο και κατέληξαν να είναι ένα καθαρά αφηρημένο νοητικό δημιούργημα.

Τα αφηρημένα αυτά μαθηματικά είναι δυσνόητα και καθόλου προσεγγίσιμα από το κοινό νου.

Ένας μεγάλος υπηρέτης των αφηρημένων μαθηματικών με πίστη όμως ότι θα πρέπει να εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες επίλυσης των προβλημάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή δάσκαλος του Αλβέρτου Αϊνστάιν.

Ήταν γόνος οικογένειας από τη Κωνσταντινούπολη με καταγωγή από τη Βύσσα της Θράκης,γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1873 όπου ο πατέρας του ήταν πρεσβευτής της Τουρκίας.Έδειξε από νωρίς τη κλίση στα μαθηματικά αλλά ο πατέρας του έλεγε για τα μαθηματικά «επάγγελμα χωρίς μέλλον» και γιαυτό τον προέτρεψε να σπουδάσει στο τμήμα μηχανικών της στρατιωτικής Ακαδημίας όπου πήρε το βαθμό του ανθυπολοχαγού του μηχανικού το 1895.

Το 1897 τον βρίσκει στη Αίγυπτο βοηθό Μηχανικού στο φράγμα του Ασουάν στο Νείλο.

Μέχρι αυτό το χρονικό διάστημα συμμετέχει σε μαθηματικούς διαγωνισμούς και συνεχίζει να μελετά μαθηματικά.

Στην Αίγυπτο συνειδητοποιεί ότι η δουλειά του Μηχανικού δεν ήταν αυτό που επιθυμούσε στη ζωή του.Εγκαταλείπει το επάγγελμα του μηχανικού και πάει στη Γερμανία να σπουδάσει μαθηματικά.

Έχει δασκάλους διάσημους μαθηματικούς όπως ο Χέρμαν Σβάρτς.Το 1902 πάει στο πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν για διδακτορικό με θέμα «περί ασυνεχών λύσεων στο λογισμό των μεταβολών» ,όπου διδάσκουν οι διασημότητες των μαθηματικών Χίλμπετρ και Μινκόφσκι.Το 1905 διδάσκει πλέον στο πανεπιστήμιο ως υφηγητής.

Αναζητά εργασία σε Ελληνικό πανεπιστήμιο και το Ελληνικό κράτος του προσφέρει θέση ελληνοδιδάσκαλου σε επαρχιακό σχολείο.Απογοητευμένος ταξιδεύει Παρίσι γνωρίζεται με διασημότητες των μαθηματικών όπως ο Πικάρ και ο Πουανκαρέ.

Το 1909 είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Ανόβερου.

Είχε ασχοληθεί επι 10 χρόνια με αφηρημένα μαθηματικά είχε έρθει η ώρα να τα εφαρμόσει στη πράξη μια και είχε παρελθόν μηχανικού.

Δημοσιεύει εργασία με θέμα «Ερευνα επί των βάσεων της Θερμοδυναμικής» όπου περιέχεται και η περίφημη στο κόσμο των Φυσικών «η Αρχή Καραθεοδωρή» που την αναφέρω για ιστορικούς λόγους.

«Σε κάθε κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας ενός συστήματος υπάρχουν μερικές απείρως γειτονικές καταστάσεις ισορροπίας στις οποίες δεν μπορούμε να φτάσουμε με αδιαβατικές μεταβολές»

Οταν μιλούσε για το θεώρημα του έλεγε «Σύμφωνα με το θεώρημα που έχω τη τιμή να φέρω το όνομα του».

Το 1918 γίνεται καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου αντικαθιστώντας το μεγάλο μαθηματικό Χέρμαν Σβάρτς.Αντιλαμβάνεται τη μεγάλη αξία του θεωρήματος του Σβάρτς το αξιοποιεί και το μετονομάζει σε «λήμμα του Σβάρτς»,και έτσι είναι πλέον γνωστό διεθνώς στο κόσμο των μαθηματικών.

Το 1920 συμμετέχει με τη προτροπή του Ελευθερίου Βενιζέλου στη δημιουργία Πανεπιστημίου στη Σμύρνη.

Το 1922 η Μικρασιατική καταστροφή τον βρίσκει στη Σμύρνη δεν φεύγει, ως δημόσιος υπάλληλος με άλλη αίσθηση του καθήκοντος προσπαθεί να περισώσει ότι ο πάμφτωχος ελληνικός λαός του είχε εμπιστευθεί,τη βιβλιοθήκη και όργανα φυσικής που υπάρχουν ακόμα στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Από το 1922 έως το1924 είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο στο τομέα των μαθηματικών και της μηχανικής.

Το 1924 η μητέρα πατρίδα διώχνει πάλι το παιδί της,εγκαταλείπει την Ελλάδα και γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστημίου του Μονάχου διάδοχος του μεγάλου μαθηματικού Λίντεμαν.

Στο Μόναχο είχε προσκληθεί από το μεγάλο της επιστήμης της δομής του ατόμου , Ζόμερφελντ.

Ο οποίος είχε πει: «το Πανεπιστήμιο του Μονάχου είναι αρκετά μεγάλο για να έχει τη πολυτέλεια ενός Καραθεοδωρή».

Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Βερολίνου,Μονάχου,Γκέντιγκεν,Κολωνίας,Αθηνών,Ρώμης.

Το έργο του μεγάλο.Λογισμός των μεταβολών,Σύμμορφες απεικονίσεις,μερικές διαφορικές εξισώσεις,πραγματικές συναρτήσεις,μιγαδικές συναρτήσεις,γεωμετρική οπτική,θερμοδυναμική,θεωρία συνόλων,πολυδιάστατοι χώροι,αστρονομία.

Αποδεικνύει το θεώρημα του Πουανκαρέ.

Στις εργασίες του στην οπτική βασίζεται η κατασκευή ενός από τα τηλεσκόπια στο Αστεροσκοπείο του Πάλομαρ.

Θεωρείται ο δάσκαλος του Αϊνστάιν ,διότι ο Αϊνστάιν βασίστηκε στις εργασίες του και δημιούργησε την ειδική θεωρία της σχετικότητας.

Ο Αϊνστάιν βρέθηκε στην ανάγκη να δεχθεί το τετραδιάστατο χωροχρόνο,εδώ ζήτησε τη βοήθεια του Καραθεοδωρή, όπως φαίνεται απο την αλληλογραφία του Αϊνστάιν προς το Καραθεοδωρή που αποκάλυψε η κόρη του μετά το θάνατο του.

Η συμβολή του στη Θεωρητική Φυσική είναι τεράστια διότι συνέβαλε στη μαθηματική θεμελίωση τομέων της φυσικής όπως η γεωμετρική οπτική,η θερμοδυναμική,η μηχανική,η σχετικότητα.

Έχει 232 εργασίες δημοσιευμένες οι 162.

Ήταν Ελληνολάτρης και Αρχαιολάτρης.Στο σπίτι δεν επέτρεπε άλλη γλώσσα εκτός από τα Ελληνικά.

Πέθανε στο Μόναχο το 1950 όπου και ο τάφος του.

Προσωπικότητα άγνωστη στην Ελλάδα για πολλά χρόνια, τα τελευταία χρόνια έγινε προσπάθεια να γίνει γνωστό το έργο του στο ευρύ κοινό.

Το 1994 το Ελληνικό κράτος τον τίμησε με την έκδοση γραμματοσήμου.

Δεν πλούτισε από την επιστήμη του ,αλλά ήθελε η επιστήμη του να πλουτίζει.

Πηγή πληροφοριών η 5 τομη έκδοση του έργου του από τη Βαυβαρική Ακαδημία Επιστημών.

Η ανάρτηση αφιερώνεται στο φίλο Δημήτρη,που τα καράβια του μου θυμίζουν τα πνευματικά ταξίδια που έκανα και τα πραγματικά που δεν έκανα.

Μιχάλης Καρλής

Αναρτήθηκε από kafeneio

Posted in Ελληνική Διασπορά | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Η Επανάσταση του 1821 ως επιστέγασμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας και οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες αυτής της διαδικασίας, οι οποίοι συνετέλεσαν στην εξέγερση των Ελλήνων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 20 Μαρτίου 2010

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               

του Δημήτρη Παπαλεωνίδα.

 Συζητώντας για την Επανάσταση του 1821 αναφερόμαστε με κάποια δημοφιλή στερεότυπα που προβάλλουν την τουλάχιστον μονομερή άποψη για την καταπίεση από τους Οθωμανούς των μη μουσουλμάνων (υπονοώντας κυρίως τους Έλληνες) και δεν αναφερόμαστε στους άλλους λαούς Σέρβους, Βούλγαρους, Ρουμάνους και Αλβανούς, που συνυπάρχουν και συμβιώνουν όλοι μαζί στον ίδιο γεωγραφικό χώρο τα Βαλκάνια. Λαοί, που αναπτύχθηκαν σημαντικά η ιδιαίτερη έκφραση και ο γραπτός πολιτισμός τους χάρη στην ανεκτικότητα, που επέδειξε από τον 6Ο αιώνα έως την Άλωση το Βυζάντιο. Στην συνέχεια η Οθωμανική αυτοκρατορία ακολουθώντας ανάλογη πολιτική με την οργάνωση των μιλέτ (της θρησκευτικής κοινότητας που διατηρεί την πολιτιστική της ιδιαιτερότητα)(1) εδραίωσε την πολιτιστική πολυμορφία και την αρμονική συμβίωση των υποτελών της για σχεδόν πέντε αιώνες. Σημαντική επιβεβαίωση είναι το ιστορικό γεγονός του διωγμού των Εβραίων από την καθολική Ισπανία, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στα εδάφη του σουλτάνου στα 1492.

 Αποτέλεσμα αυτής της μακρόχρονης διεργασίας και συμβίωσης διαφόρων εθνογλωσσικών ομάδων σε ένα τόσο στενό γεωγραφικό χώρο δημιούργησε το φαινόμενο του Βαλκάνιου ανθρώπου, που μεταχειρίζεται με μεγάλη ευκολία τις διαφορετικές γλώσσες και μεταπηδά ανάλογα με τις συνθήκες από την μια εθνοτική κοινότητα στην άλλη, περιστασιακά ή και μόνιμα.

 Ποιοι ήταν αυτοί οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες που ώθησαν τους Έλληνες να διαταράξουν αυτό το σύστημα ειρηνικής συμβίωσης, να εγκαταλείψουν την σαφώς ηγετική θέση τους έναντι των άλλων υπόδουλων, να διαμορφώσουν εθνική συνείδηση και να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους; Η εξουσία και τα προνόμια του  έλληνα οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης επί όλων των χριστιανικών εκκλησιών των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου, η διοικητική ισχύς των Φαναριωτών, η θεσμοθετημένη αυτοδιοίκηση των ελληνικών κοινοτήτων  και οι επιδόσεις στο εμπόριο των Ελλήνων(2) είναι θέματα ανάμεσα σε άλλα που θα εξετάσουμε παρακάτω. 

 Α.        Οικονομικοί παράγοντες

 Το 1715, με την κατάληψη της Πελοποννήσου ολοκληρώνεται η πολιτική ενότητα των Ελλήνων κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών. Η σύντομη ειρήνη που ακολουθεί, μεταξύ των τουρκοβενετικών και ρωσοτουρκικών πολέμων, επιτρέπει την ανάπτυξη του εμπορίου στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που περνά στα χέρια των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής Αγγλίας και Γαλλίας. (3) Οι εστίες πολέμου μεταφέρονται προς την Μεσοποταμία, στις περιοχές γύρω από τον Δούναβη και στην θάλασσα με συνέπεια την αύξηση του κόστους του πολέμου με αμφίβολα κέρδη και στις πιέσεις για την καταβολή υψηλότερων φόρων, που επιβάρυναν κυρίως τους ραγιάδες.  Αυτή την περίοδο ξεκινά η μαζική μετανάστευση των Ελλήνων προς την Ευρώπη, όπου σχηματίζονται οι πρώτες ελληνικές κοινότητες (Βιέννη, Τεργέστη, Μασσαλία, Οδησσό, Αμβέρσα) κυρίως από εμπόρους και ναυτικούς. (4) 

 Με την συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) οι υπήκοοι του σουλτάνου κερδίζουν εμπορικά προνόμια στις κτήσεις των Αψβούργων και οι Οθωμανοί αποσπούν τον Μοριά από την Βενετία. Οι Βενετοί χωρίς λιμάνια πια χάνουν το διαμετακομιστικό εμπόριο στο Ιόνιο και στην Αδριατική, αρχικά από τους Μεσολογγίτες και στη συνέχεια από το Αιτωλικό και το Γαλαξίδι.

 Με την ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), η Ρωσία αποκτά το δικαίωμα προστασίας των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και με το το άρθρο 11 της συνθήκης επιτρέπεται η ελεύθερη ναυσιπλοΐα σκαφών και υπηκόων της Ρωσίας στη Μαύρη θάλασσα. Σε συνδυασμό της παραπάνω συνθήκης με την Εμπορική Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (10.6.1783), οι Έλληνες ναυτικοί μπορούν να ταξιδεύουν με «ρωσικά ναυτιλιακά έγγραφα», υψώνοντας στα πλοία τους την ρωσική σημαία. Γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος ότι από τότε «μπορούσαν να οι Έλληνες να ταξιδεύουν ανενόχλητοι…σε όλα τα λιμάνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Μεσογείου ως το Γιβραλτάρ». (5) Η ανάπτυξη της βιομηχανίας, η αύξηση του εμπορίου στην Ευρώπη(6) και οι αυξημένες ανάγκες για εισαγωγή πρώτων υλών, από μη αναπτυγμένες χώρες, ευνόησαν τους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κυρίως τους Έλληνες. (7) Η Γαλλική Επανάσταση (1789), οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο διπλός ναυτικός αποκλεισμός (1796-1814)  των Άγγλων που απέκοπταν το εμπόριο της Ευρώπης με τις αποικίες και των Γάλλων που απέκλειαν τα αγγλικά πλοία και εμπορεύματα από κάθε ευρωπαϊκό λιμάνι, ωφέλησε μεταξύ άλλων τους έλληνες ναυτικούς, που παραβιάζοντας τον αποκλεισμό των εμπολέμων μετέφεραν εμπορεύματα και κυρίως (ρωσικό) σιτάρι σε αποκλεισμένα λιμάνια. Το γαλλικό εμπόριο στην Ανατολή «παραλύει», που το παίρνουν στα χέρια τους οι Έλληνες ναυτικοί, που αναλαμβάνουν τις μεσογειακές μεταφορές και όλη την ακτοπλοΐα και ανταγωνίζονται ανοικτά τους Άγγλους. Οι Υδραίοι, Σπετσιώτες και Ψαριανοί κερδίζουν τεράστιες περιουσίες, τροφοδοτώντας την αποκλεισμένη Γαλλία με σιτάρι. 

Χαρακτηριστικό  είναι ότι την περίοδο 1810-1815 η συμμετοχή ελληνικών πλοίων στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας – λιμάνι σταθμός στο διεθνές εμπόριο δημητριακών- κυμαίνεται στο 65% με 69%. Ανάλογα στοιχεία προκύπτουν για το λιμάνι της Οδησσού, από όπου φορτώνονται τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας. Η συμμετοχή των ελληνικών πλοίων για την ίδια περίοδο κυμαίνεται πάνω από το 60% και ειδικά την περίοδο 1812-1814 κυμαίνεται στο 95%. Σημαντική παρουσία ελληνικών πλοίων παρατηρούνται και στην δυτική Μεσόγειο (Αγκόνα, Μασσαλία και Λιβόρνο).(8) Η Θεσσαλονίκη είναι το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της Μεσογείου, από την οποία τροφοδοτείται ολόκληρη η Ευρώπη, αναπτύσσοντας το στεριανό εμπόριο με βασικά προϊόντα υφάσματα, μεταξωτά, γούνες και νήματα.  Παράλ-ληλα δημιουργούνται σε διάφορα μέρη της ελλαδικού χώρου (Μαδεμοχώρια, Αμπελάκια) συνεταιρισμοί (συντροφίες) και για πρώτη φορά παρατηρείται μια μορφή συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας συστήνοντας μετοχικές εταιρείες . Αντίστοιχα στο εμπορικό ναυτικό ισχύει το «συντροφοναυτικό» σύστημα, στο οποίο κάθε ναύτης είχε λόγο στις συναλλαγές και μερίδιο στα κέρδη.

Οι ιστορικές συγκυρίες που ώθησαν το ελληνικό εμπόριο και ειδικά την ελληνική ναυτιλία να κυριαρχήσει στις θαλάσσιες μεταφορές στην Μεσόγειο είχαν σαν συνέπεια εκτός των πέρα από κάθε προσδοκία θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων, να συνειδητοποιήσουν κυρίως οι Έλληνες του εξωτερικού την απόσταση που απείχε η ανεπτυγμένη Ευρώπη από την Οθωμανική Ανατο-λή.  Χάρη στο εμπόριο οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με την Ευρώπη και επηρεά-στηκαν από την Γαλλική επανάσταση, το κίνημα του Διαφωτισμού, τον Ρομ-αντισμό και τις φιλελεύθερες ιδέες.

 Τέλος το σημαντικότερο κέρδος ήταν η δημιουργία στόλου επανδρωμένου με έμπειρους και ετοιμοπόλεμους ναυτικούς, ο οποίος σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, το 1813 διέθετε 611 πλοία συνολικής χωρητικότητας 153.080 κόρων με 5.850 κανόνια και 17.045 άνδρες έμπειρους και ετοιμοπόλεμους. (9) 

Β.         Κοινωνικοί παράγοντες. 

Η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια ισλαμική αυτοκρατορία, αλλά η οθωμανική κοινωνία ήταν μία πολυθρησκευτική κοινωνία, με την έννοια ότι στην επικράτειά της δεν ζούσαν μόνο μουσουλμάνοι, αλλά επίσης χριστιανοί (ορθόδοξοι, καθολικοί,  Αρμένιοι) και εβραίοι. Με βάση τις ισλαμικές κοινωνικό-πολιτικές αρχές για το οθωμανικό κράτος δεν είχε καμία θεσμική σημασία η εθνική προέλευση των υπηκόων του, αλλά το θρήσκευμά τους. Υπήρχαν λοιπόν το μιλέτ των πιστών (μουσουλμάνων), το μιλέτ των χριστιανών και το μιλέτ των εβραίων. Ελληνόφωνοι,  σλαβόφωνοι ή τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί αναγνωρίζονταν ως «Ρουμ» – «Ρωμιοί» και συγκροτούσαν το μιλέτ με επικεφαλής τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και διοικητικό μηχανισμό την εκκλησία με πλήρη οργανωτική αυτονομία, δικαστική εξουσία και δικαίωμα φορολόγησης των πιστών. (10) Κατά την άλωση της Πόλης δεν υπήρχε Πατριάρχης. Ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής αναβίωσε και αναβάθμισε τον θεσμό, με αυξημένες μάλιστα αρμοδιότητες και εξουσίες, διορίζοντας μία ηγετική μορφή του ανθενωτικού ορθόδοξου κλήρου, τον Γεννάδιο Σχολάριο, ενισχύοντας την ορθόδοξη χριστιανοσύνη έναντι των ρωμαιοκαθολικών, που απειλούσαν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας του. (11) Η ανάδειξη της ορθόδοξης Ρωσίας και η ανάγκη συνδιαλλαγής μαζί της, προσέδωσε στον Πατριάρχη και αρμοδιότητες εξωτερικής πολιτικής, με την επιπλέον υποχρέωση να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε κάθε μορφή δυτικής επιρροής στον οθωμανικό χώρο. Το Πατριαρχείο και η εκκλησία στηρίχτηκαν στην ελληνική γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων, με συνέπεια να τη διατηρήσουν ζωντανή. Από την πρώτη εκλογή πατριάρχη υπήρξε έντονη συμμετοχή λαϊκών (ορθόδοξων), που λόγω της πρόσδεσης τους με την νέα τάξη πραγμάτων και εκμεταλλευόμενοι την πολιτική αλλαγή προσπάθησαν και συχνά κατάφεραν να επιβάλλουν το πρόσωπο της επιλογής τους και φυσικά να έχουν λόγο στις υποθέσεις της εκκλησίας και γενικότερα της ορθόδοξης κοινότητας. Αυτοί αποτελούνταν από τους επικεφαλείς των συντεχνιών της οθωμανικής πρωτεύουσας, αλλά και της ανερχόμενης σε ισχύ αριστοκρατίας των Φαναριωτών. Από τον 17ο αιώνα οι Φαναριώτες διορίζονται «μεγάλοι δραγουμάνοι» (αξίωμα που είχε την ευθύνη για τις σχέσεις με την χριστιανική Δύση), «δραγουμάνοι του στόλου» και από το 18Ο αιώνα προμήθευαν κυβερνήτες της παραδουνάβιες ηγεμονίες.  Σύμφωνα με τον Παρασκευά Κονόρτα, παρατηρείται συχνά το γεγονός Φαναριώτες να καταλαμβάνουν εκκλησιαστικά αξιώματα ή να αντλούν οικονομικά οφέλη από παροχές που ο πατριάρχης τους παρείχε, αποβλέποντας στην στήριξη τους σε διάφορα θέματα,  λόγω των στενών σχέσεων τους με υψηλόβαθμους Οθωμανούς αξιωματούχους ή και με τον ίδιο τον σουλτάνο. Η ανάμιξη των Φαναριωτών στα εκκλησιαστικά ζητήματα αυξάνεται και σύμφωνα με τα χρονικά του Υψηλάντη και του Σεργίου Μακραίου, οι επεμβάσεις στην επιλογή του πατριάρχη, η επιλογή επισκόπων, οι δανειοδοτήσεις μελών του ανώτατου κλήρου είναι συνεχείς.  (12)

 Η οθωμανική αυτοκρατορία αδυνατώντας να συγκεντρώσει τους φόρους λόγω έλλειψης ισχυρού κεντρικού μηχανισμού νοίκιαζε την συλλογή φόρων. Ο ενοικιαστής έπρεπε να βρει τον τρόπο να εισπράξει τα χρήματα της φορολογίας πλέον κάποιου κέρδους για τον ίδιο.  Οι κοινότητες ήταν ένας θεσμός που διευκόλυνε την συγκέντρωση των φόρων και την απόδοση τους στο κρατικό ταμείο. Μεσάζοντες στην διαδικασία είσπραξης των φόρων κυρίως σε είδος και μετατροπής των σε χρήμα ήσαν οι προεστοί, δημογέροντες, κοτζαμπάσηδες η προύχοντες που διακρίνονταν όχι τόσο από τον πλούτο τους σε ιδιόκτητες γαίες, όσο στα μέσα που διέθεταν για την ολοκλήρωση της αποστολής τους (αποθήκες, μεταφορικά μέσα, γνωριμίες, άνθρωποι για έλεγχο και προστασία κ.α.).

 Άλλος θεσμός ήταν οι αρματολοί,  ένοπλοι, άτακτοι ή ληστές, οι οποίοι συμφωνούσαν με την οθωμανική εξουσία με οικονομικά ανταλλάγματα ή και σχετική ανεξαρτησία την είσπραξη φόρων και την επιβολή της τάξης στις περιοχές τους. Επίσης υπήρχαν οι εκτός νόμου κλέφτες,  που όσο συχνά επιβουλεύονταν τις περιουσίες των προεστών, άλλο τόσο συνέπρατταν μαζί τους, παρέχοντας στρατιωτικές υπηρεσίες. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο η μετατροπή κλεφτών σε αρματολούς και το αντίθετο ανάλογα με τις συγκυρίες και τα συμφέροντα που διαμορφώνονταν συγκεντρώνοντας συχνά τεράστιες περιουσίες.

Οι μεγάλοι καπεταναίοι και έμποροι από τις ναυτικές κοινότητες της Υδρας, των Σπετσών ή της Μυκόνου, οι ηγέτες των επαγγελματικών συντεχνιών ή σημαντικών εμπορικών κοινοτήτων (Αμπελάκια) και οι Έλληνες των παροικιών κυρίως έμποροι αντιπροσωπεύουν σημαντικά κομμάτια του Ελληνισμού. (13)

 Η ιδιαίτερη θέση και τα προνόμια μέσα στην οθωμανική κοινωνία του ανώτατου κλήρου, των φαναριωτών, των ελληνικών κοινοτήτων, των αρματολών και των κλεφτών καθώς και η δεσπόζουσα θέση στις παροικίες των Ελλήνων που διέπρεψαν στο εμπόριο ή τα γράμματα, συγκροτούν με όλες τις μεταξύ τους διαφορές (γλωσσικές, πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές) μια ακμάζουσα αστική τάξη,  που σταδιακά καθοδηγούμενη και εξαρτημένη από ξένες δυνάμεις οδηγεί στην ιδεολογική και εθνική αφύπνιση των ελλήνων και φουντώνει την επιθυμία τους για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση. (14)

Γ.         Πολιτισμικοί παράγοντες.

 Ο 18ος αι., ήταν εποχή αφύπνισης της εθνικής συνείδησης των ελλήνων και προπαρασκευής για τον μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Το κίνημα του γαλλικού διαφωτισμού, συνταράζει όλη την Ευρώπη και αναπόφευκτα τους υπόδουλους έλληνες. «Η μετάδοση του Διαφωτισμού στην ελληνική παιδεία γίνεται δυνατή μέσω των εμπόρων και των διανοούμενων της διασποράς. Πολλοί από αυτούς κατάγονται από ορεινές περιοχές και άγονα νησιά και στράφηκαν προς την Δύση, όπου ταξίδεψαν είτε για να μορφωθούν είτε να εμπορευθούν. Γνώρισαν και αφομοίωσαν τις αρετές και τα ελαττώματα της Δύσης και αφομοίωσαν την νοοτροπία, την επιστήμη και την παιδεία της «φωτισμένης Ευρώπης». Οι φορείς αυτών των ιδεών πρόβαλλαν τον Διαφωτισμό ως εναλλακτική πρόταση στην ελληνική συλλογική συνείδηση και ανέλυσαν το ελληνικό πρόβλημα με τους όρους της πολιτισμικής ανανέωσης(15) και της πολιτικής αλλαγής(16) κατά το πρότυπο του δυτικού φιλελευ-θερισμού.» (17)  

Τα κηρύγματα για ελευθερία, ισότητα, κοινωνική πρόοδο, φτάνουν και στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι πρώτες μεταρρυθμίσεις παρατηρούνται στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες σε μία προσπάθεια, των Φαναριωτών που έχουν την εξουσία, να συμβιβάσουν τις διαφορές απόψεων (συντηρητικοί – φιλελεύθεροι), διαφυλάσσοντας και αναδεικνύοντας την θέση τους, ως ελίτ και στο νέο υπό διαμόρφωση έθνος, εκτός της οθωμανικής αυτοκρατορίας..

Τότε περίπου προκύπτει το σημαντικότερο ζήτημα, που είναι η υιοθέτηση ενός απλουστευμένου γλωσσικού τύπου σαν εκπαιδευτικού οργάνου για την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού. Δάσκαλοι όπως ο Μοισιόδακας(18), ο Ανθρακίτης ο Βούλγαρης και ο Καταρτζής, διδάσκουν ή καλούν το έθνος σε επανάσταση στην μόνη γλώσσα που μπορούν να επικοινωνήσουν την ομιλούμενη γλώσσα του λαού. Συμφωνούν ότι η κοινωνική πρόοδος, η ελευθερία και η πολιτική ανεξαρτησία θα είναι συνέπεια της διάδοσης των γραμμάτων και της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης με μέσο την ζωντανή γλώσσα του έθνους. Πολύ γρήγορα οι πρώτες αντιδράσεις στην επιλογή αυτή έρχονται για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και ταξικών συμφερόντων.(19) Η ιστορική συγκυρία του κλασικισμού και η νεοελληνική «Αναγέννηση» όπως την αποκαλεί ο Σβορώνος, που συμβάλλει στην ανύψωση του μορφωτικού και πνευματικού επιπέδου του έθνους και εμβαθύνει στις νέες επιστήμες μέσα σε δεκάδες ελληνικά σχολεία σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις, με όλα τα προβλήματα επικοινωνίας και συνοχής λόγω γλωσσικών, πολιτιστικών, οικονομικών, κοινωνικών και θρησκευτικών διαφορών, που υπάρχουν μεταξύ των ελλήνων, τους επιτρέπουν να ανακαλύψουν στην Αρχαιότητα, το λαμπρό παρελθόν των προγόνων τους, να «επανασυνδεθούν» με τις ρίζες τους και έμμεσα να νομιμοποιήσουν την απαίτηση τους για εθνική ανεξαρτησία. Οι έλληνες, όπως υποστήριζαν, μπορεί να τους χώριζαν πολλά, αλλά το μόνο αδιαμφισβήτητο στοιχείο που τους ένωνε ήταν οι κοινοί πρόγονοι. Η σύνδεση με την Αρχαιότητα, η συγγένεια με τους ένδοξους προγόνους, η ονοματοδοσία παιδιών και πλοίων με ονόματα αρχαιοελληνικά, ενώ την ίδια στιγμή πολλοί κυρίως αλβανικής καταγωγής δεν μιλούσαν καν ελληνικά, ξεκίνησε πολύ πριν το 1821 .(20)

 Η γλώσσα, οι πατροπαράδοτοι δημοκρατικοί θεσμοί, το εθιμικό δίκαιο, οι παραδόσεις, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, το δημοτικό τραγούδι, η παιδεία και άλλες αξίες προσέδωσαν στον ελληνικό λαό συνοχή και κράτησαν ζωντανή την ιστορική συνείδηση της συνέχειας τους από την αρχαιότητα. Οι επιδόσεις του στο εμπόριο, ο υψηλός βαθμός αυτοδιοίκησης,  η κοινωνική αλληλεγγύη που επεδείκνυε, τον ανέδειξαν μέσα από την πανσπερμία των λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κυρίως της Βαλκανικής σε μία μορφή «διαβαλκανικής» αστικής τάξης. Η συμπαράσταση που επιδεικνύουν οι Βαλκάνιοι μεταξύ τους, σε κάθε κίνημα ανεξαρτησίας του ομόδοξου γείτονα, δεν έχει σχέση με τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν τον 19Ο αιώνα, με την ανάδειξη του εθνικισμού, το δώρο της «φωτισμένης Ευρώπης» στα Βαλκάνια. Το όραμα του Ρήγα για μια δημοκρατική βαλκανική πολιτεία, στην οποία θα συμμετέχουν όλοι ακόμη και οι Τούρκοι, ισότιμα, όπου θα προστατεύεται η ζωή και η περιουσία κάθε πολίτη, όπου όλοι άντρες και γυναίκες θα έχουν δικαιώματα εκπαίδευσης και συμμετοχής στα κοινά,  ξεσηκώνει τις καρδιές και οι διακηρύξεις του Ναπολέοντα για αυτοδιάθεση των λαών τους γεμίζει προσδοκίες.         

(1)              Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.48-49, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999

(2)          Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.50-52, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999

(3)             Σβορώνος Ν. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,  Αθήνα,  Θεμέλιο, ιγ΄έκδοση, σελ.51-53, Αθήνα 1999.

(4)             Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.45-46, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999

(5)             Βακαλόπουλος Α. Συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, ,τ.ΙΑ,. σελ.84 Αθήνα 1975 

(6)             Μαργαρίτης Γ. «Η Ευρώπη των επαναστάσεων» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.31, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999

(7)             Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.54, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999

(8)             Βλάμη Δ., «Το ελληνικό εμπόριο και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι», Ελευθεροτυπία, Ιστορικά τεύχος 6/2/2003, σελ.10, Αθήνα.

(9)             Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.54, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999

(10)           Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.49-50, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999

 (11)          Κολοβός Η., «Μη μουσουλμάνοι και Οθωμανική κοινωνία», Ελευθεροτυπία, Ιστορικά τεύχος 285, σελ.41, Αθήνα, 2005.

 

     (12)      Κονόρτας Π.,»Οθωμανικές θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατρι-αρχείο», εκδ.Αλεξάνδρεια, σελ.143-145, Αθήνα 1998

     (13)      Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.51-54, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999.

    (14)       Σβορώνος Ν. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,  Αθήνα,  Θεμέλιο, ιγ΄έκδοση, σελ.53-55, Αθήνα 1999.

    (15)       Ρήγας Φεραίος – Βελεστινλής (1757-1798) Επηρεασμένος από την Γαλλική Επανάσταση, με το συγγραφικό του έργο (Μεγάλη Χάρτα, Θούριος, Νέα Πολιτική Διοίκησις) συνδέει την απελευθέρωση του έθνους με την ανάπτυξη της παιδείας.

   (16)        Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833). Στήριξε την ιδέα διεκδίκησης εθνικού κράτους ερχόμενος σε αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο απαντώντας στην συντηρητική Πατρική Διδασκαλία με την Αδελφική Διδασκαλία προς τους Γραικούς. Εξέδωσε Ιπποκράτη και αρχαίους συγγραφείς. Οι πολιτικές του διακηρύξεις Σάλπισμα Πολεμιστήριον (1801) και Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί  (1805) δείχνει πως πιστεύει ότι η γέννηση του νέου ελεύθερου γένους των Γραικών εκτός από υπόθεση παιδείας και εθνικής συνείδησης είναι και υπόθεση πολιτικής βούλησης.

    (17)       Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Μ.Ι.Ε.Τ., σελ.505-6, Αθήνα 1996.

   (18)        Ιώσηπος Μοισιόδακας (1730-1800) δάσκαλος, υποστηρικτής της προφορικής γλώσσας για παιδευτικούς λόγους. (βλ. Μάριο Βίττι, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1978, σελ.131)

   (19)        Σβορώνος Ν. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,  Αθήνα,  Θεμέλιο, ιγ΄έκδοση, σελ.56-57, Αθήνα 1999.

  (20)        Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, σελ.55-56, Ε,Α,Π,, Πάτρα 1999.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Μαργαρίτης Γ. «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999
  2. Σβορώνος Ν. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,  Αθήνα,  Θεμέλιο, ιγ΄έκδοση, Αθήνα 1999.
  3. Βακαλόπουλος Α. Συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, ,τ.ΙΑ,. σελ.84 Αθήνα 1975 
  4. Μαργαρίτης Γ. «Η Ευρώπη των επαναστάσεων» στο Ελληνική Ιστορία Γ΄- Νεότερη & Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999
  5. Βλάμη Δ., «Το ελληνικό εμπόριο και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι», Ελευθεροτυπία, Ιστορικά τεύχος 6/2/2003, Αθήνα.
  6. Κολοβός Η., «Μη μουσουλμάνοι και Οθωμανική κοινωνία», Ελευθεροτυπία, Ιστορικά τεύχος 285, Αθήνα 2005.
  7. Κονόρτας Π., «Οθωμανικές θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατρι-αρχείο», εκδ.Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998
  8. Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1996.
  9. Μάριο Βίττι, «Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας», Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1978.

 

Posted in Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά, Ιστορία, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , | 1 Comment »

Η Ελληνική μειονότητα στην Αλβανία

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 1 Ιανουαρίου 2010

Ο Ελληνισμός της Αλβανίας

Κοινωνία και Παιδεία της
Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία.

Θεοφάνης ΜΑΛΚΙΔΗΣ

Εισαγωγή

Εδώ και πολλά χρόνια, ουσιαστικά αιώνες σε πολλές περιοχές στον Ευρωπαικό χώρο, τα προβλήματα των μειονοτήτων και ιδιαίτερα τα εκπαιδευτικά, είναι αναμφισβήτητα υπαρκτά και έντονα. Οι περισσότερες χώρες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όπου αναπτύσσεται μια έντονη δραστηριότητα για τα μειονοτικά ζητήματα με διεπιστημονικές προσεγγίσεις που αποκαθιστούν το μειονοτικό ως ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ιστορίας του τόπου (Λαφαζάνη, 1997, 12), αν και δείχνουν θέληση και πρόθεση για την αντιμετώπισή τους, δεν προχωρούν σε ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων τους.
Στη χρονική φάση που διανύουμε, παρατηρείται μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση στον τομέα των μειονοτικών διεκδικήσεων. Οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στο χώρο της Χερσονήσου του Αίμου, έφεραν (ξανά) στο προσκήνιο ένα πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ διευθετηθεί και επιλυθεί: το ζήτημα της προστασίας της ταυτότητας, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών πληθυσμών. Εξάλλου, στον Ευρωπαϊκό χώρο, και ιδιαίτερα στη Βαλκανική χερσόνησο, όπου οι εδαφικές και πληθυσμιακές ανακατατάξεις αποτελούν πολιτική και πρακτική αιώνων, είναι αναμενόμενο το φαινόμενο αυτό να παρουσιάζεται πολύ πιο έντονο και διαρκές.
Το ζήτημα της μειονοτικής εκπαίδευσης, το θέμα της διάχυσης της γνώσης στη μητρική γλώσσα, της ύπαρξης εκπαιδευτηρίων, τα οποία θα συμβάλλουν στην ύπαρξη των μειονοτικών ομάδων, κυριαρχεί στα αιτήματα των μειονοτικών ομάδων και αποτελεί ένα από τα βασικά αίτια προστριβών, πολιτικών αντεγκλήσεων, ενώ προτάσσεται ως καθοριστικός παράγοντας ακόμη και για την ανάληψη ένοπλης δράσης, ενάντια στην πλειονότητα.
Η ανάλυση του ζητήματος της μειονοτικής εκπαίδευσης, στην περίπτωση της Ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία, λαμβάνει υπ’ όψην τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παιδείας στη χώρα, όπως διαμορφώνονται τόσο από την εφαρμογή διεθνών συνθηκών και τις τοπικές νομικές και άλλες ρυθμίσεις, όσο και από τις κοινωνικές, πολιτικές και γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής.
Επιχειρείται μια προσέγγιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η μειονοτική εκπαίδευση στην Αλβανία, καθώς και η δυσκολία να εξασφαλιστεί η πολιτισμική διαφορετικότητα και να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, στην παιδεία αλλά και τη συνέχεια της ελληνικής μειονότητας. Γεγονός το οποίο έχει άμεση επίπτωση στην εκπαιδευτική, κοινωνική και οικονομική υστέρηση των μελών και τελικό αποτέλεσμα τον κοινωνικό και πολιτισμικό αποκλεισμό της από την ευρύτερη κοινωνία.

Το πλαίσιο για τις μειονότητες

Η αρχή της μη διάκρισης για τις μειονότητες.
Η προβληματική της διεθνούς κοινότητας, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των μειονοτικών ομάδων, έχει περάσει από διάφορα στάδια. Από την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), όπου και οι συμβάσεις «περί μειονοτήτων» (Azcarate, 1945, 23) μέχρι την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε δοθεί έμφαση στο θέμα της ομαλής ενσωμάτωσης των διαφόρων ομάδων στις κυρίαρχες κοινότητες. Με το τέλος του πολέμου και την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε), και έχοντας υπόψη, τα ζητήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας σύγκρουσης σχετικά με τις μειονότητες, η διεθνής κοινότητα θα προβεί σε ενέργειες προς τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα μπορούσε να διασφαλίσει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιερώνοντας την αρχή της μη-διάκρισης λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή γλώσσας.
Στο σημείο αυτό γίνεται ένα σημαντικό βήμα, το οποίο δεν είναι, ωστόσο, αρκετό για να εξασφαλίσει την ουσιαστική προστασία των μειονοτήτων και να διαφυλάξει τη διαφορετικότητά τους. Το βασικό μειονέκτημα της προσέγγισης αυτής, εκτός από το γεγονός ότι τα μειονοτικά δικαιώματα εντάχθηκαν ως ιδιότυπη προστασία στο corpus των δικαιωμάτων του ανθρώπου χωρίς να κρατήσουν την αυτοτέλειά τους, (Τσιτσελίκης, 1997, 26) ήταν ότι θεωρούσε πως η εφαρμογή της αρχής της μη-διάκρισης αποτελεί επαρκή εγγύηση για την προστασία των μειονοτήτων, άποψη η οποία επέφερε μια ταύτιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων με τα ατομικά δικαιώματα.
Ο προβληματισμός και η συζήτηση στη διεθνή κοινότητα, βασίζεται στο συλλογισμό ότι, για να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο, τα μέλη των μειονοτικών ομάδων δεν θα έπρεπε να διαφέρουν από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν, θεωρία που κυριαρχεί σε όλα τα διεθνή συμβατικά κείμενα της περιόδου. Έτσι τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν απλώς την υποχρέωση να μην εμποδίζουν τα μέλη των μειονοτικών ομάδων να κάνουν χρήση της γλώσσας τους, να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ή να τηρούν τα έθιμά τους. Η προσέγγιση αυτή πηγάζει κυρίως από την αντίθεση πολλών κρατών στο να παραχωρήσουν συλλογικά δικαιώματα σε μειονοτικές ομάδες, φοβούμενα ότι μια τέτοια παραχώρηση θα εισήγαγε μια συλλογική διάσταση μειονοτικής πραγματικότητας και ύπαρξης και θα οδηγούσε στην ανεπιθύμητη συσπείρωση των μειονοτικών πληθυσμών. Η προσέγγιση αυτή γινόταν πολύ πιο δύσκολη στην υλοποίησή της, τόσο έχοντας υπόψην τα πρόσφατα γεγονότα του πολέμου, όσο και τα επίκαιρα κινήματα στις χώρες της περιφέρειας.
Η μελέτη των συμβατικών κειμένων που υιοθετήθηκαν, κυρίως μέσα από διαδικασίες του Ο.Η.Ε., δίνει την εντύπωση ότι τα κυρίαρχα κράτη δεν επιθυμούν να δεσμευθούν απέναντι στις μειονότητές τους. Ουσιαστικά διακηρύσσουν την πρόθεσή τους να μη σταθούν εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων των εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, χωρίς, να δεσμεύονται να προωθήσουν και να στηρίξουν τις προσπάθειες των ομάδων αυτών για συνοχή. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η ιταλοαυστριακή σύμβαση σχετικά με τη γερμανόφωνη μειονότητα του Άλτο Άντιτζε, η ιδρυτική συνθήκη του αυστριακού κράτους, η οποία καθορίζει το πλαίσιο προστασίας της ουγγρικής, σλοβενικής και κροατικής μειονότητας, οι διακυρήξεις της Δανίας και της Γερμανίας για τις μειονοτικές ομάδες. (Minority Rights Group, 1991, 45)
Ειδικότερα η Αλβανία, μεταπολεμικά παρουσιάστηκε απρόθυμη στην επικύρωση βασικών διεθνών συμβάσεων, όπως το Διεθνές Σύμφωνο Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε, το οποίο καταχύρωνε και εκπαιδευτικές πληροφορίες, ενώ επικύρωσε άλλες, όπως η Συμφωνία για τα Πολιτικά Δικαιώματα της Γυναίκας (1952) και τη Συμφωνία για την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948) (Amnesty Interantional 1991, 92).
Το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων, αντιμετωπίζεται πιο συγκροτημένα και ολοκληρωμένα -το ψυχροπολεμικό ωστόσο πλαίσιο υπάρχει ακόμη- από τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε), σήμερα Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ( Ο.Α.Σ.Ε.), καθώς στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) γίνεται κάποια αναφορά, στην πολιτιστική συνεισφορά των μειονοτικών πληθυσμών και στην ανάγκη διευκόλυνσής τους από τα κράτη διαβίωσή τους. Οι εξαγγελίες και η ύπαρξη αναφορών περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμπεριλαμβάνονταν στην Τελική Πράξη, αν και δημιουργούσαν την εντύπωση ότι δεν είχαν σημαντικές διαφορές από τα αντίστοιχα κείμενα του Ο.Η.Ε., εντούτοις εμφάνιζαν κάποιου είδους παραχωρήσεις από την κρατική πλευρά και αναφέρονταν, για πρώτη φορά, όχι μόνο στην ανάγκη για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και για «προαγωγή και ενθάρρυνσή τους».
Στο κείμενο της Βιέννης (1989), το τελευταίο πριν τις αλλαγές στον Ευρωπαικό και Βαλκανικό χώρο με την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτωνν, που έδωσε μία άλλη διάσταση στο ζήτημα των μειονοτήτων, αναφέρεται ότι τα κράτη θα πρέπει «να φροντίσουν ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ή τοπικούς πολιτισμούς […] να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους σε όλους του τομείς». Σχετικά με το θέμα της εκπαίδευσης, αναγνωρίζεται στα μέλη των μειονοτικών ομάδων το δικαίωμα να «…μεταδίδουν ή να λαμβάνουν παιδεία που να σχετίζεται με το δικό τους πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των γονιών να μεταφέρουν στα παιδιά τους τη γλώσσα, τη θρησκεία και την πολιτιστική τους ταυτότητα…», χωρίς όμως να υπάρχουν και να οριοθετούνται και εδώ, κάποιες συγκεκριμένες υποχρεώσεις από την πλευρά των κρατών.

Οι αλλαγές στον Ευρωπαικό χώρο μετά το 1991

Η πτώση των καθεστώτων που κυριαρχούσαν στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη καθώς και στη Χερσόνησου του Αίμου- ορισμένα είχαν κάποιας μορφής μειονοτική πολιτική- ανέδειξε το θέμα της παραχώρησης ειδικών δικαιωμάτων, τα οποία αποσκοπούν πλέον στη διάσωση της ελεύθερης έκφρασης της διαφορετικότητας αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών ομάδων.
Ο διεθνής παράγοντας αρχίζει να κατανοεί και μπροστά στο πρόβλημα των προσφύγων που δημιουργούνται λόγω των κρατικών πολιτικών, αλλά και των ένοπλων συγκρούσεων που αρχίοζυν, ότι επιβάλλεται να προχωρήσει στη διαμόρφωση του δικαιώματος στην προστασία της ιδιαίτερης ταυτότητας μειονοτήτων, όσο και στο ζητούμενο του εκδημοκρατισμού των καθεστώτων. Τον Ιούνιο του 1990 υιοθετείται το κείμενο της Διακήρυξης της Κοπεγχάγης, στο οποίο για πρώτη φορά τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα των μειονοτικών ομάδων και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την προώθησή της.
Στο 4ο κεφάλαιο, παρ.33, της Διακήρυξης, περιλαμβάνεται ένα σύνολο διατάξεων, το οποίο αναφέρεται συγκεκριμένα στην προστασία των μειονοτήτων και των μελών τους. Στη συνέχεια τονίζεται ότι, για την προώθηση του έργου που αναλαμβάνουν τα κράτη προτείνεται να συμβουλεύονται αντιπροσώπους των μειονοτικών πληθυσμών. Με τον τρόπο αυτό οι διάφορες ομάδες, μέσα στις πολιτιστικές και άλλες τους διαφοροποιήσεις, αναγνωρίζονται για πρώτη φορά όχι μόνο ως φορείς δικαιωμάτων αλλά και ως αποδέκτες μιας επίσημης κρατικής πολιτικής. Τα κράτη τα οποία υπογράφουν και επικυρώνουν τη Σύμβαση συμφώνουν και διακυρρήτουν ότι «…ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες […] αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τη σταθερότητα και τη δημοκρατία…».
Στο κείμενο της Διακήρυξης σημειώνεται επίσης το δικαίωμα των μειονοτικών πληθυσμών να «…προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητά τους…», με τη βοήθεια των κρατών μέσα στα οποία ζουν, σημείο το οποίο για πρώτη φορά γίνεται τόσο σαφές . Η Διακήρυξη εκχωρεί στα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες έναν αριθμό συγκεκριμένων δικαιωμάτων, τα οποία θα μπορούν να εξασκούν ατομικά ή και από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους. Τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ελεύθερα τη μητρική τους γλώσσα, κατ’ ιδίαν ή δημόσια, να συγκροτούν και να συντηρούν ιδρύματα, οργανώσεις και εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς συνδέσμους, και να ακολουθούν και να ασκούν ελεύθερα το θρήσκευμά τους. Η Αλβανία προσήλθε ως παρατηρητής στην Κοπενχάγη, υιοθετώντας μια σειρά από ζητήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Revue Universelle des Droit del’ Homme, 1990, 339-346).

Ο νέος μηχανισμός προστασίας των μειονοτήτων

Την 21η Νοεμβρίου του 1990 θα υπογραφεί «ο Χάρτης του Παρισιού για μια νέα Ευρώπη», ο οποίος εξέταζε το μειονοτικό ζήτημα από θετική οπτική γωνία, αποτελώντας ταυτόχρονα πραγματική διακήρυξη των πιστεύω της ηπείρου μετά την πτώση του τείχους, καθώς τόνιζε την άμεση σύνδεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου.
Συνειδητοποιώντας την επιτακτικότητα της ενίσχυσης συνεργασίας, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες αλλαγές στο χώρο, αλλά και σε διεθνές επίπεδο στο θέμα των μειονοτήτων, τα κράτη που συμμετείχαν στο Παρίσι, αποφάσισαν τη σύγκληση ειδικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων με σκοπό την περαιτέρω διευκρίνιση και διεύρυνση των αρχών της Κοπεγχάγης. Τον Ιούνιο του 1991, στη Γενεύη, οι διαπραγματεύσεις αποδείχτηκαν εξαιρετικά δύσκολες, σε σημείο μάλιστα ώστε να υπάρξει κίνδυνος οι συμμετέχοντες να μην καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα τελικό κείμενο. Τα αποτελέσματα της Σύσκεψης, όπως αποτυπώνονται στην Έκθεση της Γενεύης, ήταν απογοητευτικά, καθώς επιβεβαίωναν τη δυσχέρεια και τη δυσκολία επίλυσης του ζητήματος των μειονοτήτων. Περιορίστηκαν στο συμπέρασμα ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επιλυθούν τα προβλήματα στις περιοχές όπου γίνεται προσπάθεια για ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, καθώς εκεί τα θέματα που αφορούν στους μειονοτικούς πληθυσμούς είναι ιδιαίτερα επιτακτικά και η επίλυσή τους αποτελεί ίσως το σημαντικότερο βήμα προς την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική πρόοδο.
Το φθινόπωρο του 1991 (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος) πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του της ΔΑΣΕ (Ο.Α.Σ.Ε.), στην οποία η Αλβανία είχε γίνει μέλος με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, η Συνδιάσκεψη της Μόσχας, κατά τη διάρκεια της οποίας κατεβλήθησαν προσπάθειες προσέγγισης του ζητήματος, με σκοπό να καταστεί σαφές σε όλα τα κράτη ότι η αποτελεσματική προστασία των μειονοτικών πληθυσμών που βρίσκονται στην επικράτειά τους είναι και προς δικό τους όφελος και δεν οδηγεί στην αποσύνθεση της εθνικής τους ενότητας. Παράλληλα, ένα πολύ σημαντικό βήμα προόδου ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Συνδιάσκεψη, δηλώνοντας ότι πρέπει να ασκηθεί η απαραίτητη πίεση ώστε να μην έγκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους η εφαρμογή ή μη των διεθνών κανόνων προάσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των μειονοτικών πληθυσμών. Στη Συνδιάσκεψη έγινε παρέμβαση από εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία, οι οποίοι τόνισαν τον περιορισμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων, ενώ έθεσαν και το ζήτημα της εκπαίδευσης, τονίζοντας την πολιτισμική καταπίεση και την αφομοίωση της μειονότητας. (Αmpatzis – Malkidis, 2000, 45)
Η στάση της διεθνούς κοινότητας στον τομέα του σεβασμού της ταυτότητας των μειονοτήτων, ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο αμφιλεγόμενη, καθώς από τη μια πλευρά εκδηλώνε την επιθυμία της να προστατεύσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς και να συμβάλλει ενεργά στο σεβασμό της διαφορετικότητάς τους και από την άλλη απέφευγε να προβεί σε δεσμεύσεις και κυρίως επίσημες αναγνωρίσεις της οντότητας των μειονοτικών πληθυσμών. Η περίπτωση του Ευρωπαικού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικής Γλώσσες, και πολύ έντονα της Σύμβασης Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα, αφού η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε ένα εξαιρετικά εύκαμπτο σχήμα, το οποίο θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις κατά τόπους ειδικές περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η μειονοπτική γλώσσα, ενώ την ταυτόχρονα απέφευγε να συγκεκριμενοποιήσει και να αναλύσει το νομικό πλαίσιο σε δικαιώματα υπέρ των μειονοτήτων.
Είναι λοιπόν εμφανές το πόσο ισχυρός και επικίνδυνος παράγοντας θεωρείται η συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης ταυτότητας των μειονοτικών πληθυσμών, και οι προσπάθειες για κατοχύρωσή της από την πλευρά των μειονοτήτων, κυρίως όταν τα ίδια τα κράτη έχουν πλήρη επίγνωση ότι την έχουν εσκεμμένα αγνοήσει τόσο καιρό. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ακολουθεί η διεθνής κοινότητα ένα δρόμο χαμηλής και ήπιας προσέγγισης, προσπαθώντας να περιορίσει στο μικρότερο βαθμό δυνατόν τη λήψη μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανακατατάξεις και αναταράξεις και να φέρουν σε δύσκολη θέση τις κράτη, που έχουν αποδεχθεί κάποιες δεσμεύσεις.
Την περίοδο που ακολούθησε την ίδρυση του Ο. Η. Ε., ήταν αυτή των θεωρητικών προσεγγίσεων και δεσμεύσεων των κρατών στα μειονοτικά ζητήματα, που αποδεικνύει την ελλειπή κάλυψη που παρείχε το διεθνές περιβάλλον και σύστημα. Το κύριο βάρος σήμερα πρέπει να δοθεί στους μηχανισμούς διασφάλισης της εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου που ήδη υπάρχει, καθώς και στην περαιτέρω διεύρυνσή του. Τα κράτη οφείλουν να κατανοήσουν ότι η λήψη των αναγκαίων από τις σημερινές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές περιστάσεις, μέτρων για την αποτελεσματική προστασία των μειονοτικών πληθυσμών είναι και προς δικό τους όφελος και δεν οδηγεί στην αποσύνθεση της εθνικής τους ενότητας. Το κυρίαρχο κράτος οφείλει να κατανοήσει ότι μπορεί να συνυπάρχει με τις μειονότητες, να τις βοηθήσει να ενταχθούν στην κοινωνία, σεβόμενη την ταυτότητά τους, και να χρησιμοποιήσει εποικοδομητικά την παρουσία τους, εξασφαλίζοντάς τους την προστασία του κράτους και ίσες ευκαιρίες με τους υπόλοιπους πολίτες. Η παρουσία και η έννομη δράση των μειονοτήτων κάθε είδους αποτελεί, όχι μόνο μια δημοκρατική υποχρέωση αλλά ένα ουσιαστικό στοιχείο του πολιτισμού των διαφόρων χωρών. (Καραμπελιάς, 1993,122)
Η ελληνική μειονότητα μπορεί να αποτελέσει μέσα σε ένα πλαίσιο που οφείλει να δημιουργήσει ή να εφαρμόσει η Αλβανία, αφού υπάρχει η διεθνής εμπειρία, μια δύναμη υπέρβασης των εθνικών απομονωτισμών, όταν δεν λειτουργεί ως στρατηγική μειονότητα που χρησιμοποιείται από τη χώρα μητρόπολη σε βάρος της χώρας διαμονής τους. Τότε γίνεται παράγοντας έχθρας, αντιπαράθεσης. Η ελληνική μειονότητα με την ίδια την ύπαρξή της, μπορε;i να συνεισφέρει με την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητά της στην ανασυγκρότηση της Αλβανίας, μπορεί να στηρίξει και να συμβάλλει ουσιαστικά, στη βαλκανική συνεννόηση και την πορεία της Αλβανίας, προς τη δημοκρατία, το σεβασμό των πολιτικών και ανθρώπινων ελευθεριών και την ανάπτυξη. (Φιλανιώτης-Χατζηαναστασίου, 1992,105).
Και αυτό μπορεί να το πετύχει αφού έχει ιστορικά καλές σχέσεις με τις ομάδες του αλβανικού λαού, διαθέτει βαθιά δημοκρατική παράδοση με την ενεργό της συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα και έχει πείρα ζωής της ελληνοαλβανικής κοινωνικής ζωής και των βαλκανικών ισορροπιών.

Η Αλβανία και η Ελληνική μειονότητα

Η εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας, στοιχείο των Ελληνοαλβανικών σχέσεων

Η Αλβανία, συνορεύει με την Ελλάδα, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και βρέχεται από το Ιόνιο Πέλαγος και την Αδριατική Θάλασσα. Έχει έκταση 28.750 τ.χλμ και πληθυσμό (1994) 3.374.000 άτομα (1994). Γλώσσα είναι η Αλβανική (επίσημη), ελληνική, ενώ τοπικά ομιλούνται διάφορες άλλες γλώσσες. Η Εθνολογική σύνθεση είναι Αλβανοί 85-92%, Ελληνες 6-12% και το με βάση το θρήσκευμα υπολογίζεται ότι υπάρχουν Μουσουλμάνοι σε ποσοστό 70%, χριστιανοί ορθόδοξοι 20%, ρωμαιοκαθολικοί 10%.Το Ακαθάριστο Εθνικό Προιόν της χώρας ήταν 2.106.875.000 δολάρια ΗΠΑ (2000) ο μέσος μηνιαίος μισθός: 75 δολάρια ΗΠΑ, ο πληθωρισμός: 42,1% και η ανεργία έφτανε στα 171.000 άτομα. (Μαλκίδης 2002, 34)
Η παρουσία της ελληνικής μειονότητας στο αλβανικό έδαφος και ο τρόπος αντιμετώπισής της από τις αλβανικές αρχές υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από την εποχή ακόμη της ίδρυσης του αλβανικού κράτους. Λίγο πριν τη δημιουργία του αλβανικού κράτους οι τουρκικές στατιστικές ανέβαζαν τον ελληνικό πληθυσμό σε 113.000 άτομα, ενώ η ελληνική διοίκηση σε 117.000 σε συνολικό πληθυσμό 230.000 περίπου. Τα αριθμητικά δεδομένα υπέστησαν αλλοιώσεις κατά την πάροδο των ετών, και παρά τις αφομοιωτικές και άλλες πολιτικές που υπέστη η ελληνική μειονότητα, ο ρυθμός πληθυσμιακής αύξησής της, ήταν ανάλογος με αυτόν της υπόλοιπης Αλβανίας. Σύμφωνα με στοιχεία των Ελληνικών προξενικών αρχών, ο αριθμός των Ελλήνων ανερχόταν σε 200.000 -250.000 άτομα. Στη δεκαετία του 1980, τα ηπειρωτικά σωματεία, όπως η «Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνα», ο «Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτών», η «Πανηπειρωτική Επιτροπή Αμερικής και Καναδά», δήλωναν ότι με στοιχεία, η μειονότητα αριθμούσε 400.000 άτομα τουλάχιστον. Η Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία, ΟΜΟΝΟΙΑ σε υπόμνημα της στη ΔΑΣΕ (Μόσχα 1991) υποστήριξε ότι η ελληνική μειονότητα πλησιάζει τις 300.000 άτομα, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για «αυθαίρετο γεωγραφικό διαχωρισμό της μειονότητας και στατιστική γενοκτονία». Στέλεχος της Διεθνούς Εταιρείας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε έρευνα που πραγματοποίησε στην Αλβανία, το 1991, τόνιζε ότι ο πραγματικός αριθμός των Ελλήνων είναι περίπου 300.000 και με εγκατάσταση σε όλη τη χώρα, δηλώνοντας ότι μόνο στα Τίρανα ζούσαν 15.000. (Waehling, Η Φωνή της Ομόνοιας 3/12/1991).
Από την άλλη πλευρά οι αλβανικές αρχές, υποστήριζαν, καθόλη τη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος ότι ο αριθμός των ατόμων που συγκροτούσαν την ελληνική μειονότητα κυμαινόταν γύρω στις 50.000 με 59.000, στοιχεία που αντλούσαν από την τελευταία απογραφή του 1988.
Σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου (17/5/1913), με την οποία ιδρυόταν το Αλβανικό κράτος, προβλεπόταν στο άρθρο 7 ότι «τα αφορώντα εις την εθνικότητα ζητήματα κανονισθήσονται δι’ ειδικών συνθηκών». Ήδη από την πρώτη στιγμή, όταν η ελληνική μειονότητα αναγνωρίστηκε επίσημα, ως εθνική και γλωσσική και τέθηκε υπό την προστασία της ΚτΕ, μετά από τη σχετική δήλωση της Αλβανίας της 2ας Οκτωβρίου 1921, το αλβανικό κράτος έδειξε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για σεβασμό των εκπαιδευτικών και άλλων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας που διαβιούσε στο έδαφός του μετά την οριοθέτηση της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Τον Ιούνιο του 1921 το αλβανικό κράτος, είχε απαντήσει θετικά στα αιτήματα της Μόνιμης Ελληνικής Γραμματείας στην ΚτΕ για «τη λήψη αναγκαίων μέτρων για ανοικοδόμηση και συντήρηση ακινήτων χριστιανικής λατρείας, σχολείων και αγαθοεργίας καθώς και για ίση μεταχείριση και aσφάλεια στο νόμο και στην πράξη των Αλβανών υπηκόων που ανήκουν στις φυλετικές, γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες με τους υπόλοιπους Αλβανούς», αλλά το προστατευτικό πλέγμα λειτούργησε ανεπαρκώς για την ελληνική μειονότητα. (Γεωργούλης, 1995, 191)
Η ελληνική μειονότητα, αντιδρώντας στην πολιτική του αλβανικού κράτους, που ουσιαστικά δεν επέτρεπε την δημιουργία πλαισίου για την εκπαίδευση, προσέφυγε στην ΚτΕ στις 7 Αυγούστου 1934 (αριθμός αναφοράς στον γενικό Γραμματέα C.336.1), θέτοντας ως πρώτο ζήτημα την Αλβανική στάση, «της επιβράδυνσης ανοίγματος σχολείων και αδικαιολόγητης άρνησης διορισμού των κοινοτικών δασκάλων». Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου και παραπέμφθηκε από την ΚτΕ το θέμα, αποφάνθηκε (Αριθ. Πινακίου 62, Σειρά Α/Β Τεύχ. Αριθμ. 64 /6/4/1935), με την εξής γνωμοδότηση : «Όθεν το δικαστήριον καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι το άρθορν 5 παρ. 1 της από 2ας Οκτωβρίου 1921 δηλώσεως εξασφαλίζει εις τους Αλβανούς υπηκόους ανήκοντας εις μειονότητας, φυλής, θρησκείας ή γλώσσης το δικαίωμα όπως διατηρώσει, διευθύνωσι και ελέγχωσι ιδίοις εξόδοις και ιδρύωσιν εν τω μέλλοντι αγαθοεργά ιδρύματα, θρησκευτικά ή κοινωνικά, σχολεία ή άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα μετά του δικαιώματος να ποιώνται εν αυτοίς χρήσιν της ιδίας των γλώσσης και να εξασκώσιν ελευθέρως την θρησκείαν των». Δια ταύτα το Δικαστήριον «δια ψήφων οχτώ έναντι τριών, είναι της γνώμης ότι η θέσις της Αλβανικής Κυβερνήσεως, κατά την οποίαν η κατάργησις των εν τη Αλβανία ιδιωτικών σχολείων, αποτελούσα γενικόν μέτρον, εφαρμοζόμενον τόσο επί της πλειονότητος, όσον και επί της μειονότητος, είναι σύμφωνος προς το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 της από 2ας Οκτωβρίου 1921 δηλώσεως, δεν είναι βάσιμος»
Ωστόσο παρά την απόφαση αυτήν, η τακτική της παρεμπόδισης της μειονοτικής παιδείας, διατηρήθηκε αναλλοίωτη σε όλη την περίοδο που προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να γίνει ακόμη σκληρότερη και να προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις μετά την επικράτηση του κόμματος Εργασίας, το 1945. Σε εφαρμογή της πολιτικής αυτής οι επίσημα αναγνωρισμένες περιοχές της μειονότητας συρρικνώθηκαν αυθαίρετα σε 99 μόνο χωριά των νομών Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα. Η διακυβέρνηση της Αλβανίας, από το Κόμμα Εργασίας, και η πολιτική που εφάρμοσε το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν σημαντικά ιστορικά κέντρα του χώρου, όπως η Χιμάρα, το Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά, το Δέλβινο, την ελληνική παιδεία, τα σχολεία, τη χρήση της γλώσσας και οι κάτοικοί των, την ιδιαιτερότητα της εθνικής καταγωγής, το δικαίωμα στον εθνικό αυτοκαθορισμό, ενώ συνέπεια της κρατικής στάσης, «ο λαογραφικός θησαυρός των Ηπειρωτών, υπέστη μέγιστη βιβλική διάβρωση».(Ντάγιος, 1997,19) .
Τα 99 αυτά χωριά χαρακτηρίστηκαν ως «μειονοτικές ζώνες» και μόνο οι κάτοικοί τους είχαν πλέον τη δυνατότητα να χαρακτηριστούν ως «μειονοτικοί» και να διατηρήσουν τα λίγα, άλλωστε, δικαιώματα που τους εξασφάλιζε αυτός ο χαρακτηρισμός. Οι μειονοτικές περιοχές, απομονώνονται, οικονομικά, συγκοινωνιακά και πολιτικά, χώροι χαρακτηρίζονται, απαγορευμένοι, επιτηρούμενοι και εγκαθίστανται Αλβανοί δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί από τις βόρειες επαρχίες, με τελικό στόχο η επίτευξη της αλλοίωσης της εθνικής σύνθεσης του πληθυσμού, ενώ παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν συστηματικές προσπάθειες αφελληνισμού των ίδιων των μειονοτικών ζωνών με την αλβανοποίηση ονομάτων και τοπωνυμίων.
Ανάλογη ήταν η τύχη που επιφυλάχθηκε και για την εκπαίδευση των Ελλήνων. Τις συστηματικές προσπάθειες για τον περιορισμό του αριθμού των ελληνικών μειονοτικών σχολείων και των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, συνέχισε και το μεταπολεμικό αλβανικό καθεστώς. Πρωταρχικοί στόχοι του νέου εκπαιδευτικού συστήματος υπήρξαν η άμβλυνση των εθνικών διαφορών, η καλλιέργεια της σοσιαλιστικής συνείδησης στους νέους και η πλήρης ενσωμάτωση των Ελλήνων στο νέο κοινωνικό πρότυπο που διαμορφωνόταν. Η παιδεία παρείχε στρατευμένη μόρφωση, η οποία πολλές φορές, όπως προκύπτει και από την εξέταση σχολικών εγχειριδίων, είχε σαφώς ανθελληνικό χαρακτήρα. (Παπαδόπουλος, 1981, 208).
Στις μειονοτικές περιοχές λειτούργησαν κρατικά οκτατάξια δημοτικά σχολεία, στις τέσσερις πρώτες τάξεις των οποίων η διδασκαλία των μαθημάτων γινόταν στην ελληνική, ενώ η αλβανική διδασκόταν ως ξένη γλώσσα. Η αναλογία αυτή αντιστρεφόταν εξολοκλήρου στις τέσσερις τελευταίες τάξεις. Τα βιβλία που χρησιμοποιούνταν ήταν απλές μεταφράσεις των αντίστοιχων αλβανικών και κάθε αναφορά στην ελληνική καταγωγή των μαθητών, την ελληνική ιστορία ή τον πολιτισμό απουσίαζε. Ελληνικά γυμνάσια δεν υπήρχαν, ενώ η μόνη ανώτερη σχολή σε ελληνική γλώσσα που λειτουργούσε ήταν η Παιδαγωγική Ακαδημία του Αργυροκάστρου, από όπου αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι που προορίζονταν για τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία.

Οι εξελίξεις στην Αλβανία μετά το 1991

Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, που συγκλόνισαν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας μας, δεν ήταν δυνατό να αφήσουν ανέπαφη την Αλβανία. Το 1991 υπήρξε, αναμφισβήτητα, μια χρονιά-σταθμός για τη νεότερη ιστορία της, καθώς η πτώση του καθεστώτος του κόμματος Εργασίας, σηματοδότησε την είσοδο της χώρας σε μια μακρά διαδικασία εκδημοκρατισμού και ενσωμάτωσης στη διεθνή κοινότητα. Στις 31 Μαρτίου διεξήχθησαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές μετά από σαράντα και πλέον χρόνια ενώ ταυτόχρονα σχεδόν ξεκίνησε και η προσπάθεια (επανα)σύνδεσης της χώρας με τους διεθνείς οργανισμούς. Η Αλβανία στις 19 Ιουνίου 1991 έγινε δεκτή ως πλήρες μέλος της ΔΑΣΕ, αποδεχόμενη την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, το Χάρτη των Παρισίων και όλα τα κείμενα της Διάσκεψης, μαζί με τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτά. Στις 11 Μαΐου 1992 σύναψε δεκαετή συμφωνία οικονομικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 25 Ιουνίου υπέγραψε την ιδρυτική διακήρυξη της Παρευξείνιας Πρωτοβουλίας, στις 2 Δεκεμβρίου έγινε μέλος της Ισλαμικής Διάσκεψης και στις 26 του ίδιου μήνα υπέβαλε αίτηση για την εισδοχή της στο ΝΑΤΟ. Στις 23 Φεβρουαρίου 1994 έγινε μέλος του προγράμματος Σύμπραξη για την Ειρήνη, ενώ στις 29 Ιουνίου 1995 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε την ένταξή της ως πλήρους μέλους.
Η ελληνική μειονότητα, η οποία πρωταγωνίστησε στις εξελίξεις και στην αλλαγή του καθεστώτος με μαζική συμμετοχή στις διαδηλώσεις του αλβανικού λαού, που είχαν ως επίκεντρο το πανεπιστήμιο των Τιράνων, θα ιδρύσει στις 11 Ιανουαρίου 1991, τη Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας ΟΜΟΝΟΙΑ, με στόχο την εκπροσώπησή του έναντι του αλβανικού κράτους και την προάσπιση των εθνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων. Τριανταπέντε άτομα από τους Άγιους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και τα Τίρανα, υπογράφουν στην κωμόπολη Δερβιτσάνη, την ιδρυτική διακήρυξη της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, της πολιτικής οργάνωσης με έδρα τους Αγίους Σαράντα.
Η οργάνωση είχε ως βασικούς στόχους, «να ενώσει όλους τους Έλληνες μειονοτικούς ανεξάρτητα από την κομματική τοποθέτησή τους και τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός» καθώς και «την ενίσχυση της εθνικής οντότητας της μειονότητας, μέσα από τη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό, τις συχνότερες επαφές με τον εθνικό κορμό», ενώ στους σκοπούς της οργάνωσης συμπεριλαμβανόταν και «η συμβολή της μειονότητας στην προσπάθεια του αλβανικού λαού για πρόοδο, εκδημοκρατισμό και δημιουργία κράτους δικαίου». (Λαϊκό Βήμα, 28/2/1991).
Ως εκπρόσωπος της μειονότητας η ΟΜΟΝΟΙΑ έλαβε μέρος στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1991, εξέλεξε πέντε βουλευτές και αναδείχθηκε τρίτη δύναμη στο αλβανικό Κοινοβούλιο. Η απόφαση όμως της αλβανικής κυβέρνησης της 27ης Ιουνίου 1991, με την οποία απαγορευόταν η συμμετοχή στις εκλογές κομμάτων ή οργανώσεων που συγκροτούνταν σε εθνική ή θρησκευτική βάση, πυροδότησε νέο κλίμα έντασης ανάμεσα, στην Ελλάδα και την Αλβανία, η οποία οξύνθηκε ιδιαίτερα κατά τις παραμονές των εκλογών της 22ας Μαρτίου 1992, εξαιτίας των επεισοδίων που σημειώθηκαν σε αρκετές περιοχές σε βάρος Ελλήνων. Στις εκλογές αυτές η ελληνική μειονότητα εκπροσωπήθηκε τελικά από το νεοιδρυθέν Κόμμα της Ένωσης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ), το οποίο εξέλεξε δύο βουλευτές. Οι εξελίξεις αυτές, δεν προώθησαν όπως ήταν φυσικό, το ζήτημα της εκπαίδευσης της ελληνικής μειονότητας,.

Το νομικό πλαίσιο και κατάσταση στη μειονοτική εκπαίδευση

Το μεγάλο θέμα που επηρεάζει άμεσα την εξέλιξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων και που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων και συχνής αντιπαράθεσης είναι το ζήτημα της λειτουργίας των ελληνικών σχολείων. Το κυριότερο από τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική εκπαίδευση στην Αλβανία είναι η απουσία οποιουδήποτε νομοθετικού πλαισίου που να καθορίζει σαφώς τις συνθήκες και τους όρους λειτουργίας της. Η κατάρρευση του καθεστώτος οδήγησε σε μια φυσική προσπάθεια απαλλαγής του εκπαιδευτικού συστήματος από τα δεσμά του παρελθόντος και στο πλαίσιο αυτό προτάθηκαν αρκετά σχέδια νόμων, χωρίς ωστόσο κανένα να καταλήξει σε νόμο του κράτους. Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει το θεσμικό κενό, το οποίο καλύπτεται με κυβερνητικές αποφάσεις και διατάγματα που παρέχουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να χειρίζεται το θέμα με πολιτικά και όχι με αυστηρά εκπαιδευτικά κριτήρια.
Το πρώτο διάταγμα, που αποτελούσε ταυτόχρονα και την πρώτη προσπάθεια ρύθμισης του καθεστώτος λειτουργίας της μειονοτικής εκπαίδευσης, είχε εκδοθεί ήδη από το Σεπτέμβριο 1991. Το διάταγμα αυτό προέβλεπε ότι τα μαθήματα στα οκτατάξια σχολεία της ελληνικής μειονότητας θα διδάσκονταν στα ελληνικά, σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα καθοριζόταν από το Υπουργείο Παιδείας, ενώ η αλβανική θα διδασκόταν ως ξένη γλώσσα. Παρά το γεγονός ότι κανένας λόγος δεν γινόταν για τη διδασκαλία της ελληνικής στα γυμνάσια και τις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, εκτός από τη λειτουργία της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αργυροκάστρου, ωστόσο η ρύθμιση αυτή δημιούργησε στο ελληνικό στοιχείο της Αλβανίας ένα κλίμα αισιοδοξίας σε ό,τι αφορούσε τα εκπαιδευτικά πράγματα, καθώς αποτελούσε σαφώς ένα πρώτο βήμα για τη βελτίωση της κατάστασης σε σχέση με το παρελθόν.
Η συνέχεια όμως δεν επιβεβαίωσε τις αισιόδοξες προβλέψεις, καθώς δεν έλειψαν τα προβλήματα και τα εμπόδια που διαρκώς παρεμβάλλονταν στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων. Για παράδειγμα το σχέδιο νόμου που προέβλεπε στο άρθρο 4 ότι «οι πολίτες της Δημοκρατίας της Αλβανίας έχουν ίσα δικαιώματα για εκπαίδευση κάθε σχολικού επιπέδου που καθορίζει ο νόμος ανεξαρτήτως από την κοινωνική θέση, από την εθνικότητα, τη γλώσσα, το γένος, τη θρησκεία», δεν ψηφίστηκε ποτέ. Στις εγγενείς οικονομικές δυσκολίες και τα πρακτικά προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής που έπρεπε να αντιμετωπιστούν, ήρθαν να προστεθούν η επίμονη άρνηση της αλβανικής κυβέρνησης να καταργήσει το καθεστώς των μειονοτικών ζωνών, εντός των οποίων μόνο επιτρέπεται η λειτουργία μειονοτικών σχολείων, και η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού στα μειονοτικά σχολεία. (Εφημερίδα Φωνή της ΟΜΟΝΟΙΑΣ 5/2/1993, όπου και σχετική διαμαρτυρία του Γενικού Συμβουλίου της ΟΜΟΝΟΙΑΣ)
Η ανυπαρξία νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την εκπαίδευση και οι περιορισμοί που παρεμβάλλονταν στη λειτουργία των κρατικών μειονοτικών σχολείων οδήγησαν το ελληνικό στοιχείο στην υιοθέτηση της λύσης της ίδρυσης φροντιστηρίων αποκλειστικά για την ελληνική γλώσσα, τα οποία χρηματοδοτούνταν από πολίτες και βορειοηπειρωτικές οργανώσεις. Παρ’ όλες τις αρχικές δυσκολίες για την εξασφάλιση αιθουσών και διδασκάλων με επαρκές επιστημονικό επίπεδο, τελικά, λειτούργησαν φροντιστήρια, στο Αργυρόκαστρο, στο Μπεράτι, στη Χιμάρα, στην Κορυτσά, Πρεμετή, Τεπελένι, ακόμη και στην πρωτεύουσα Τίρανα. Τα 110 φροντιστήρια που λειτουργούν σήμερα, είναι ένας «θεσμός», που λειτουργεί και στηρίζει την μειονοτική εκπαίδευση όχι όμως χωρίς εμπόδια και δυσκολίες. (Παράρτημα -Πίνακας 1 ).
Οι προσπάθειες και οι πρωτοβουλίες της μειονοτικής οργάνωσης ΟΜΟΝΟΙΑ, αυτόνομα, είτε μέσα από το ΚΕΑΔ, επικεντρώθηκαν και αυτές, κυρίως στα εκπαιδευτικά δικαιώματα της μειονότητας. Το Μάιο του 1993 παρουσιάζονται οι βασικές θέσεις της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, με το «Ψήφισμα για τα Δικαιώματα της Εθνικής Ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία», οι οποίες αποστέλλονται στον πρόεδρο Σ.Μπερίσα, τον πρόεδρο της Βουλής Π.Αρνμπνόρι και τον πρωθυπουργό Α.Μέξη. Στο ψήφισμα παρουσιάζονται σε 12 παραγράφους, τα θεμελιώδη δικαιώματα που η οργάνωση απαιτεί εξ ‘ ονόματος ολόκληρης της ελληνικής μειονότητας. Ζητείται πρώτο απ ‘όλα, το δικαίωμα της διδασκαλίας, της εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης στη μητρική γλώσσα σε όλα τα επίπεδα και βαθμούς της παιδείας εκεί όπου τα μέλη της εθνικής ελληνικής μειονότητας αποτελούν την πλειοψηφία ή ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, εννοώντας. Στη συνέχεια απαιτείται, η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, το δικαίωμα της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, η άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, η ελεύθερη ίδρυση και συμμετοχή σε κάθε είδους πολιτικό σχηματισμό, το δικαίωμα εγγύησης της συμμετοχής των μελών της μειονότητας σε όλα τα επίπεδα και τομείς της εξουσίας και το δικαίωμα της μετανάστευσης αλλά και της επιστροφής.Τέλος ζητείται η εθνική ταυτότητα να καθορίζεται βάσει της ελεύθερης δήλωσης κάθε πολίτη, τη στιγμή κάθε απογραφής. (Κondis – Μanda, 1994, 56).
Το αίσθημα δυσπιστίας απέναντι στις προθέσεις της Ελλάδας, όπως και της μειονοτικής πολιτικής οργάνωσης και η αυξανόμενη επίδραση και άνοδο του εθνικιστικού κλίματος στην Αλβανία, ήταν τα στοιχεία εκείνα που θα διαμόρφωναν, από το 1994 και εντεύθεν, μετά τη σύλληψη 6 ηγετικών στελεχών της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και τη δίκη τους, το περιβάλλον στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Επιδίωξη της ελληνικής πλευράς παρέμενε η απόσπαση εγγυήσεων για την ασφάλεια και το σεβασμό των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, κυρίως των εκπαιδευτικών και των θρησκευτικών, καθώς και η κατάργηση των μειονοτικών ζωνών. Στην πολιτική της αυτή το ελληνικό κράτος, συναντούσε την επίμονη άρνηση της αλβανικής πλευράς, να παραχωρήσει στη μειονότητα, τα προβλεπόμενα από τις διεθνείς συμβάσεις που είχε πρόσφατα υπογράψει το αλβανικό κράτος.
Στα αιτήματα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και των ελλαδικών κυβερνήσεων, για εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα, η αλβανική κυβέρνηση απάντησε με το διάταγμα αριθ. 19 της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, το οποίο επανέφερε τη μειονοτική εκπαίδευση στο καθεστώς της κομμουνιστικής περιόδου. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, η ύλη των μαθημάτων θα διδασκόταν στην ελληνική μόνο κατά τις τέσσερις πρώτες τάξεις των οκτατάξιων σχολείων, ενώ στις υπόλοιπες τέσσερις τάξεις τα μαθήματα θα διδάσκονταν στην αλβανική και η ελληνική θα διδασκόταν ως ξένη γλώσσα. Καμία αναφορά δεν γινόταν ούτε είχαν ληφθεί υπόψη τα αιτήματα που είχε υποβάλει η ΟΜΟΝΟΙΑ.
Το θέμα της εκπαίδευσης αποτελούσε σχεδόν κάθε φορά αντικείμενο των ελληνοαλβανικών συνομιλιών, τουλάχιστον όποτε αυτές βρίσκονταν σε εξέλιξη, και τέθηκε από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών κατά τη διάρκεια της επίσκεψης που πραγματοποίησε στα Τίρανα το Νοέμβριο του 1993. Το σημαντικότερο από τα σημεία, για τα οποία επιτεύχθηκε τελικά μια συμφωνία, ήταν η ίδρυση και λειτουργία του Τμήματος Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Αργυροκάστρου, το οποίο έχει ως στόχο την εκπαίδευση των δασκάλων που προορίζονται να διδάξουν στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία από την πέμπτη τάξη και εξής, το οποίο όμως ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα.
Αργότερα, με την απόφαση αριθ. 396 της 22ας Αυγούστου 1994, το αλβανικό Υπουργικό Συμβούλιο επέβαλε ακόμη περισσότερους περιορισμούς στη λειτουργία της οκτάχρονης μειονοτικής εκπαίδευσης, καθώς στο άρθρο 6, υπήρχε η αναφορά πως για να δοθεί άδεια για το άνοιγμα νέων σχολείων έπρεπε να υπάρχουν 30 τουλάχιστον μαθητές. Ταυτόχρονα, καθιστούσε αναγκαία την υποβολή σχετικής αίτησης από τους γονείς των ενδιαφερόμενων μαθητών έξι μήνες πριν την έναρξη του σχολικού έτους. Επρόκειτο βέβαια για μιαν απόφαση προορισμένη να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων το αυθαίρετο κλείσιμο από τις αλβανικές αρχές αρκετών ελληνικών σχολείων, στο Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα κ.ά., που είχε πραγματοποιηθεί ήδη από το 1993 με το πρόσχημα της έλλειψης μαθητών, ζήτημα πολύ έντονο λόγω της μετανάστευσης της ελληνικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Πιο αισιόδοξη ήταν η κατάληξη της επίσκεψης που ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, πραγματοποίησε το Μάρτιο του 1995 στα Τίρανα, ύστερα από την αποφυλάκιση των πέντε στελεχών της ΟΜΟΝΟΙΑΣ ( ο έκτος είχε αποφυλακισθεί νωρίτερα) και την επανέναρξη του ελληνοαλβανικού διαλόγου. Τότε, θα αποφασισθεί, η δημιουργία ελληνοαλβανικής επιτροπής της οποίας κύρια ασχολία θα ήταν το ζήτημα της μειονοτικής εκπαίδευσης. Η προσπάθεια της ελληνικής πλευράς επικεντρωνόταν κυρίως στην κατάργηση των μειονοτικών ζωνών και στο άνοιγμα νέων σχολείων για την ελεύθερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο. Για μιαν ακόμη φορά όμως οι προσδοκίες δεν επαληθεύτηκαν: κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Αθήνα την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Αλβανός Υπουργός Εξωτερικών και φάνηκε ότι η Αλβανική πλευρά, δεν ήταν διατεθειμένη να τηρήσουν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει αναφορικά με το θέμα των σχολείων.
Η πολιτική και οικονομική κρίση του 1997 στην Αλβανία είχε ως αποτέλεσμα να περιορισθούν οι διεκδικήσεις σχετικά με το ζήτημα της εκπαίδευσης, ενώ στο τέλος αυτής της περιόδου θα μεταναστεύσει στην Ελλάδα και ένα δεύτερο κύμα Ελλήνων, με αποτέλεσμα τη μείωση και μειωθεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των μαθητών.

Η μειονοτική παιδεία σήμερα

Στο νομό Αργυροκάστρου λειτουργούσαν το 1991, 42 οχτάχρονα σχολεία και 3 λύκεια με 1658 και 170 μαθητές αντίστοιχα, ενώ το σχολικό έτος 2000-2001, ήταν κλειστά 22 οχτάχρονα και γράφτηκαν σ’ αυτά 1137 λιγότεροι μαθητές. (Παράρτημα – Πίνακας 2) Μέσα στο 2000 θα πρέπει να επισημανθεί ότι λόγω της τρομοκρατίας και του κλίματος ανασφάλειας έκλεισαν τα σχολεία των Σχωριάδων, Χλωμού και Κουρά του νομού Αργυροκάστρου, γεγονός που ανέφερε και η αλβανική εφημερίδα Γκαζέτα Σκιπτάρ, της 12/1/2001. Η ίδια και πιο τραγική κατάσταση επικρατεί και σε άλλες περιοχές όπου ζει η ελληνική μειονότητα, όπως στους Αγίους Σαράντα, Πρεμετή, Χιμάρα, ενώ την ίδια στιγμή, το Αρσάκειο, σχολείο που λειτουργεί στα Τίρανα, αντιμετωπίζει συχνά προβλήματα τόσο από πολιτικούς όσο και από εθνικιστικούς, παρακρατικούς κύκλους, οι οποίοι στηρίζουν την κριτική τους τόσο στο ασαφές του νομοθετικού πλασίου, όσο και στον ελληνικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Σε ημερίδα που διοργάνωσε η ΟΜΟΝΟΙΑ στους Αγίους Σαράντα για την Παιδεία της Ελληνικής μειονότητας και τα προβλήματά της στις 6/31999 αναφέρθηκαν, από το γραμματέα του Συλλόγου Ελλήνων Εκπαιδευτικών Αργυροκάστρου μεταξύ άλλων τα εξής: «Tην τελευταία δεκαετία όπως και σε όλους τους τομείς ξεκίνησαν ουσιαστικές αλλαγές…… γενική επισήμανση γι΄αυτή την περίοδο είναι η συρρίκνωση και υποβάθμιση της παιδείας…. η μαζική εγκατάλειψη του χώρου μας, τα τελευταία χρόνια διαμόρφωσε ένα διαφορετικό σκηνικό στην παιδεία μας. Μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των μαθητών. Στο νομό Αργυροκάστρου από 3000 μαθητές στο σχολικό έτος 1991-1992 έχουμε μόνον 853 το 98-99. Στα περισσότερα σχολεία μας δημοτικά και οχτάχρονα, το μάθημα γίνεται με συνδιδασκόμενες τάξεις ενώ αρκετά σχολεία δημοτικά και 8χρονα έκλεισαν και αρκετά άλλα κινδυνεύουν άμεσα να κλείσουν. Σήμερα στο νομό Αργυροκάστρου διδάσκουν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση περίπου 147 εκπαιδευτικοί από τους οποίους 17 ανειδίκευτοι και περίπου 21 νηπιαγωγοί από τους οποίους οι 9 είναι ανειδίκευτοι….οι εναπομείναντες δάσκαλοι, σήμερα με τις γνώσεις τους και τη δουλειά τους επιμένουν στην εκτέλεση του επαγγελματικού και εθνικού τους χρέους…..η μη καταβολή του επιδόματος τα τελευταία δύο χρόνια είχε σαν αποτέλεσμα τη φυγή αξιόλογων εκπαιδευτικών υποχρεωμένοι να αναζητήσουν άλλους τρόπου επιβίωσης πέρα από το επάγγελμά τους, κυρίως στον ελλαδικό χώρο…. απαίτησή μας είναι να συνεχισθούν οι υποτροφίες και στο μέλλον….θεωρούμε επιτακτική ανάγκη τη διεξαγωγή μακροπρόθεσμων σεμιναρίων». (Κουτσός, Νέα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ 13-14/3/1999).
Σε άλλη εισήγηση τονίστηκε ότι «από τους 9000 μαθητές το 1989 σήμερα έμειναν μόνο 1600, από τους 700 δασκάλους έμειναν 270, οι κτιριακές εγκαταστάσεις είναι άθλιες σε πολλά σχολεία είναι χαώδης είναι κατάσταση σε σχολικά βιβλία, προγράμματα, εποπτικά μέσα διδασκαλίας». (Εφημερίδα Πρωινός Λόγος-13-14/3/1999).
Σε παρέμβαση φοιτητή του τμήματος Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου, επισημάνθηκε ότι «πρέπει να γίνει συνένωση των σχολείων…σημαντικό πρόβλημα είναι η συντήρηση των σχολικών κτιρίων , όπου η κατάσταση που επικρατεί σήμερα είναι ανεπίτρεπτη… ενώ αρνητικό ρόλο παίζει και το οικονομικό αφού το επίδομα το ελληνικό κράτος εδώ και δύο χρόνια το έχει στερήσει». ( Δράπας, Νέα της Ομόνοιας 13-14/3/1999).
Ενώ σε περιοδικό που εκδίδεται στο μειονοτικό χώρο, ως σχόλια στην ημερίδα γραφόταν τα εξής: «Στο πλαίσιο της διακοινοτικής διένεξης υπάρχει από χρόνια τώρα μια επικίνδυνη εστία, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αργυροκάστρου όπου οι Έλληνες μαθητές οι οποίοι αποτελούν το 30% των μαθητών βρίσκονται υπό διωγμό από τους αλβανούς μαθητές. Για τη γλώσσα μας πρέπει να προωθήσουμε το αίτημα για δημιουργία σχολείων εκεί, όπου ζει η μειονότητά μας…..η Αλβανία οφείλει να επικυρώσει τη σύμβαση πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων ….οι περιοχές μας απειλούνται από την εγκατάλειψη των κατοίκων της, οι οποίοι πηγαίνουν στην Ελλάδα για να εργαστούν.Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να επιστρέψουν στα σπίτια τους…..χρειάζεται όμως η δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων ….για να επιστρέψουν, πρέπει να νιώσουν ασφάλεια. Κάτι που σήμερα ουδείς μπορεί να εγγυηθεί….η εγκατάλειψη της περιοχής όμως οφείλεται εκτός των άλλων στη φτώχεια που βασιλεύει στην περιοχή. Η αλβανική κυβέρνηση δείχνει να έχει εγκαταλείψει το νότο της χώρας…η διεθνής βοήθεια δεν κατανέμεται δίκαια.Οι περιοχές μας για να αναζωογονηθούν χρειάζονται επενδύσεις….να γίνουν έργα υποδομής .Υδραγωγεία, εξοπλισμός για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και δρόμοι που θα συνδέουν τα ορεινά χωριά….». ( «Η Βόρειος Ήπειρος σήμερα», 1998,17)
Σημαντικό ζήτημα που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια είναι το αίτημα της ελληνικής μειονότητας να ανοίξουν σχολεία, εκεί όπου το κράτος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη της μειονότητας, ζήτημα που αναφέρεται τόσο σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών όσο και κυβερνήσεων. (Reports on Human Rights Practises, 2001, 12)
Κεντρικό ρόλο στη διεκδίκηση του δικαιώματος εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα, κρατά η περιοχή της Χιμάρας. .Η αλβανική κυβέρνηση απέρριψε στις 13 Αυγούστου 1998 το αίτημα των Χιμαριωτών για την επαναλειτουργία του σχολείου στην περιοχή. Με πρωτοβουλία της οργάνωσης της Ομόνοιας Χιμάρας οι γονείς 26 παιδιών, που επρόκειτο να φοιτήσουν στη πρώτη τάξη δημοτικού σχολείου υπέγραψαν αίτηση προς το αλβανικό Υπουργείο Παιδείας ώστε οι μαθητές να διδαχθούν την μητρική εθνική τους γλώσσα.Ο διευθυντής της Οκτατάξιας Εκπαίδευσης Εδουάρδος Οσμάνη, απάντησε με το παρακάτω κείμενο στους αιτούντες γονείς: «Σχετικά με το αίτημά σας και μερικών κατοίκων της πόλης της Χιμάρας προς το Υπουργείο παιδείας και επιστημών με ημερομηνία 16-7-1998 σας διευκρινίζουμε. Το αίτημά σας για το άνοιγμα πρώτης τάξης στην ελληνική γλώσσα στην πόλη της Χιμάρας δεν στηρίζεται σε καμία απόφαση ή διάταγμα του Υπουργικού συμβουλίου. Στην Χιμάρα και στα άλλα γειτονικά παραλιακά χωριά δεν υπήρξε ελληνική μειονότητα και κατά συνέπεια ούτε ελληνικό σχολείο στην ελληνική γλώσσα Η ένταξη της ελληνικής ως ξένης γλώσσας επιλογής για την εκπλήρωση του αιτήματος μερικών μειονοτικών με διαμονή στη Χιμάρα ,παραμένει στα υπόψη για το μέλλον». Η απάντηση επιστράφηκε από τους αιτούντες κατοίκους στο Υπουργείο, ως απαράδεκτη, επισυνάπτοντας βαθμολόγια μαθητών, ενδεικτικά του 1946 καθώς και ταυτότητες ως ελάχιστο δείγμα της ελληνικότητας της περιοχής, ενώ η ΟΜΟΝΟΙΑ στη σύσκεψή του Γενικού της Συμβουλίου την 5η Σεπτεμβρίου 1998, «ανέφερε την απογοήτευσή της και την αντίθεσή της στην απάντηση του Αλβανικού Υπουργείου Παιδείας, που δεν έχει καμία ιστορική βάση». (Νέα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ 12/9/1999)
Το Σεπτέμβριο του 1999, σε υπόμνημα της ΟΜΟΝΟΙΑ, που απέστειλε στο Συμβούλιο της Ευρώπης με 15.000 υπογραφές, αναφερόταν το ζήτημα της εκπαίδευσης στη Χιμάρα, (όπως και στην Πρεμετή), χωρίς όμως καμία βελτίωση ή συμμόρφωση από τις αλβανικές αρχές. Το αίτημα για σχολείο στη Χιμάρα επανήλθε με νέο υπόμνημα κατοίκων της στις 21 Μαρτίου 2000, προς τις Αλβανικές και Ελλαδικές αρχές, όπου μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι «η Χιμάρα είχε ελληνικά σχολεία ανά τους αιώνες. Αυτό το μαρτυρούν οι παππούδες και οι γονείς μας, το μαρτυρούν τα σχολικά κτίρια , το μαρτυρεί το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 1935, το μαρτυρούν τα σχολικά έγγραφα μέχρι το 1946 όταν το ολοκληρωτικό σύστημα έκλεισε βίαια τα σχολεία». (Νέα της Ομόνοιας 25/3/200) Και το νέο όμως αυτό αίτημα απορρίφθηκε από τις Αλβανικές αρχές.

Συμπεράσματα

H εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας, δοκιμάζεται από εγγενή προβλήματα, από φόβους, επιφυλάξεις και καχυποψία του αλβανικού κράτους, απέναντι στην ελληνική παιδεία. Aλλαγή των συνθηκών μπορεί να υπάρξει εφόσον το Αλβανικό κράτος, κατορθώσει και πείσει με τις ενέργειές της τα μέλη της μειονότητας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος αφομοίωσής τους από την κυρίαρχη ομάδα και απώλειας της πολιτισμικής τους ταυτότητας Έτσι θα βοηθήσει με τη συγκεκριμένη πολιτική τη μειονότητα να αισθανθεί την ανάγκη να μοιραστεί με την κυρίαρχη και ευρύτερη κοινότητα μερικές κοινές αξίες και να αγωνιστεί από κοινού, για την επίλυση των προβλημάτων της κοινής τους καθημερινότητας, τα οποία είναι έντονα και ολοένα και βαθαίνουν.
Kύρια αιτία για την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος της Αλβανίας σχετικά με την ελληνική μειονότητα, στον ένα από τους βασικούς διεθνείς στόχους του είναι η ανεπαρκής εκπαιδευτική πολιτική σε ζητήματα που αφορούν στην εκπαίδευση γλωσσικών, κοινωνικών, πολιτισμικών μειονοτήτων. H κοινωνική και πολιτισμική, αλλά και οικονομική- αναπτυξιακή πραγματικότητα της περιοχής και η διαφορετικότητα που τη χαρακτηρίζει, λόγω διεθνών δεσμεύσεων, την εκπαίδευση, αφενός δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική και ολοκληρωμένη προσέγγιση και αφετέρου απαιτούν ένα άλλο πρόγραμμα. H μειονοτική εκπαίδευση έχει ανάγκη από ευκαιρίες για συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών και από κοινά προγράμματα. O σεβασμός στη διαφορά δεν αποκλείει την ενίσχυση των κοινών χαρακτηριστικών. H επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει παιδεία που θα λαμβάνει υπόψη της, τις κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της μειονότητας και θα συνδυάζει την καλλιέργεια στοιχείων που οδηγούν στη διαφοροποίηση με στοιχεία που προωθούν την ενσωμάτωση. Παιδαγωγική θεωρία και εκπαιδευτική εμπειρία παρέχουν την εγγύηση για μια επιτυχημένη παρέμβαση, εκεί όπου σήμερα η παιδεία αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη κρίση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Amnesty Interantional /EUR 11/01/91.
Αmpatzis, S.- Malkidis, F. (2000), La situation de la Minorite Grecque en Albanie. A l’ egard du Droit International relatif a la protection des Minorites. Dimensions Politigues et Juridques.Alexandroupolis.
Azcarate. P. (1945), The League of Nations and national Minorities. Washington D. C.
Βίκερς, Τ.- Πέτιφερ, Μ.(1998), Αλβανία: Από την αναρχία σε μια βαλκανική ταυτότητα.Αθήνα, Καστανιώτης,.
Βlejer, M.(1992), Albania From Isolation Forward to Reform. Washington D.C, International Monetary Fund,.
Γεωργούλης, Σ. (1995), «Το καθεστώς των ελληνικών σχολείων από την ίδρυση του αλβανικού κράτους μέχρι σήμερα», 183-245 στο Βερέμης, Θ.- Κουλουμπής, Θ.- Νικολακόπουλος, Η.επιμ. (1995), Ο Ελληνισμός της Αλβανίας .Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών –ΕΛΙΑΜΕΠ- Ι.Σίδερης.
Δώδος, Δ.(1994), Εκλογική γεωγραφία των μειονοτήτων .Μειονοτικά κόμματα στη Νότιο Βαλκανική. Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία. Αθήνα, Εξάντας.
Καραμπελιάς, Γ.επιμ.(1993), Η Ελληνική Ουτοπία. Αθήνα- Λευκωσία, Αιγαίον -Εναλλακτικές Εκδόσεις..
Κondis, Β. – Μanda, Ε.(1994), Τhe Greek Μinority in Αlbania. Α Documentary Record (1921-1993). Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ.
Λαφαζάνη, Δ. (1997), «Εμείς και οι «άλλοι»:Η διαχείριση της εθνοπολιτισμικής διαφορετικότητας». Σύγχρονα Θέματα. τ.63, 11-15.
Letter from the CSCE High Commissioner on National Minorities to the Minister of Foreign Affairs of Albania , 19/9/1993.
Μαλκίδης, Θ. (2002) Οικονομία και Κοινωνία στον Παρευξείνιο χώρο. Αθήνα Γόρδιος.
Minority Rights Group, 1991, 45 Minorities and Autonomy in Western Europe, MRG International Report, London 1991.
Ντάγιος, Σ.(1997), Αποκληρωμένο Έθνος.Η λαϊκή λογοτεχνία των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος.
Περράκη Στ. επιμ. (1993), Τα δικαιώματα των λαών και των μειονοτήτων. Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκκουλας.
Παπαδόπουλου, Γ.(1981), Η εθνική ελληνική μειονότης εις την Αλβανίαν και το σχολικόν αυτής ζήτημα. Ιστορικόν αρχείον 1921-1979. Ιωάννινα, Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών.
Παπασωτηρίου,Χ.(1994), Τα Βαλκάνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.Αθήνα, Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων –Παπαζήσης.
Reports on Human Rights Practises. Albania 2001, Department of State, USA.
Revue Universelle des Droit del’ Homme, vol 2, No 9, Chapter I 22/10/1990 339-346.
Τσιτσελίκης, Κ.(1997), «Τα δικαιώματα των μειονοτήτων». Σύγχρονα Θέματα. τ.63, 26-32.
Φιλανιώτης-Χατζηαναστασίου, Τ.(1992), Το Ηφαίστειο του Αίμου.Τα Βαλκάνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Waehling S, Διεθνής Εταιρεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IGFM) .Εφημερίδα Η Φωνή της ΟΜΟΝΟΙΑΣ -Αργυρόκαστρο 3/12/1991.

Posted in Ελληνική Διασπορά, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | 1 Comment »

Το πολυτονικό ζήτημα σήμερα και νέες τεχνολογίες

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Δεκεμβρίου 2009

 Συνέντευξη τοῦ Γιάννη Χαραλάμπους στὸ περιοδικὸ ΒΗΜΑMen (25/12/2008)

Μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε δύο λόγια γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Μὲ τί ἀκριβῶς ἀσχολεῖσθε; πῶς βρεθήκατε στὴ Γαλλία;

Ἀπόφοιτος τοῦ Λεοντείου Λυκείου Πατησίων, ἔφυγα τὸ 1979 στὴν Γαλλία γιὰ σπουδὲς καὶ ἔκτοτε ζῶ ἐκεῖ. Ἀπὸ τὸ 2001 διδάσκω Πληροφορικὴ στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Τηλεπικοινωνιῶν τῆς Βρετάνης (Télécom Bretagne), στὴν πόλη τῆς Βρέστης. Τὸ ἕτερον ἥμισύ μου εἶναι ἐπίσης Ἑλληνίδα καὶ ἔχουμε δύο ὑπέροχες κοροῦλες, 5 καὶ 11 χρονῶν.

Ποιά εἶναι ἡ σχέση σας μὲ τὴ τυπογραφία;

Τὰ τελευταῖα 20 χρόνια ἀσχολοῦμαι ἑρευνητικὰ μὲ τὴν ψηφιακὴ τυπογραφία καὶ τὸ ἠλεκτρονικὸ ἔγγραφο. Εἰδικότερα ἔχω ἐργασθεῖ ἐκτεταμένα πάνω στὴν διαφύλαξη τῆς τυπογραφικῆς παράδοσης διὰ μέσου τῶν νέων τεχνολογιῶν καὶ πάνω στὴν διεθνοποίηση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ κειμένου.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι, μέσῳ τοῦ βιβλίου καὶ τοῦ Διαδικτύου, ὁ γραπτὸς λόγος παίζει ὁλοένα καὶ σημαντικότερο ρόλο στὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία. Ἀντλώντας ἀπὸ τὸ μεσαιωνικὸ χειρόγραφο οἱ τυπογράφοι τῶν τελευταίων πέντε αἰώνων ἀνέπτυξαν ἕνα σύνολο ὁπτικῶν μεθόδων (τὴν «τυπογραφικὴ παράδοση») ποὺ ἀποσκοποῦν στὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ μηνύματος ποὺ μεταφέρει τὸ ἔντυπο κείμενο. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὅμως ἡ τυπογραφικὴ παράδοση κινδυνεύει ἀπὸ τὶς διαδοχικὲς ἀλλαγὲς τεχνολογίας ποὺ ὑπέστη τὸ γραπτὸ ἔγγραφο. Πάρτε ὡς ἁπλὸ παράδειγμα τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν μονοτυπία στὴν φωτοσύνθεση, καὶ ἔπειτα στὸν Η/Υ: καθεμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀλλαγὲς ἐπέφερε καὶ μία ποιοτικὴ πτώση τοῦ ἐγγράφου.

Τί σᾶς ὁδήγησε στὴ τυπογραφία; Ποιά ἦταν ἡ πρόκληση;

Ἡ πρόκληση ἦταν νὰ περάσει ἡ «ψυχὴ» τοῦ βιβλίου στὸν Η/Υ. Νὰ καταλάβω δηλαδὴ ποιές ἦταν οἱ μέθοδοι τῶν παραδοσιακῶν τυπογράφων καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόσω σὲ πληροφοριακὰ συστήματα, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μικροσκοπικὸ ἐπίπεδο (οἱ παραμικρὲς λεπτομέρειες στὴν χάραξη τῶν τυπογραφικῶν στοιχείων) καὶ καταλήγοντας στὸ μακροσκοπικὸ (λέξεις, παράγραφοι, σελίδες, τὸ βιβλίο, ἡ ψηφιακὴ βιβλιοθήκη). Τὸ ἔργο αὐτὸ ξεκίνησε ὁ μεγάλος πληροφορικὸς καὶ ἐκλεκτὸς φίλος Donald E. Knuth στὸ Stanford. Ὁ Knuth ὅμως περιορίσθηκε στὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Ἐγὼ προσπάθησα νὰ τὸ συνεχίσω γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες γραφὲς τοῦ κόσμου. Ταυτόχρονα ἐξελίχθηκαν καὶ οἱ τεχνολογίες τοῦ Διαδικτύου, καὶ ἀνοίχθηκαν νέοι ὁρίζοντες στὸ ἡλεκτρονικὸ κείμενο.

Τὸ 1994 ἱδρύσαμε μὲ τὴν σύζυγό μου ἕνα ἐργαστήρι ἠλεκτρονικῆς στοιχειοθεσίας καὶ σελιδοποίησης (τὸ Atelier Fluxus Virus). Στὸν ἑλληνικὸ χῶρο γνωρίσαμε ἄτομα ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια δίψα γιὰ τὴν διατήρηση τῆς παραδοσιακῆς τυπογραφίας (ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι τὰ βιβλία τῶν Ἑλλήνων «μαστόρων τῆς μονοτυπίας» ἦταν ἔργα τέχνης ποὺ κέρδισαν πάμπολλα βραβεῖα σὲ διεθνεῖς ἐκθέσεις). Ὁραματιστὲς καὶ πρωτοπόροι ἐκδότες ὅπως ἡ Τζούλια Τσιακίρη καὶ ὁ Σταῦρος Πετσόπουλος μᾶς ἀνέθεσαν τὴν στοιχειοθεσία βιβλίων μὲ τὴν νέα μέθοδο ποὺ ἀναπτύξαμε: τὴν «ψηφιακὴ μονοτυπία», ποὺ ἀποσκοπεῖ νὰ παράγει ἀποτέλεσμα πανομοιότυπο μὲ αὐτὸ τῆς παραδοσιακῆς μονοτυπίας. Μέχρι σήμερα στοιχειοθετοῦμε ὅλα τὰ βιβλία τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Τὸ Ροδακιὸ καὶ συνεισφέρουμε ἔτσι, ἐξ ἀποστάσεως, στὴν τυπογραφικὴ πορεία τῆς χώρας μας.

Γιὰ ποιό λόγο ἐπιμένετε στὴ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος;

Γιατὶ πιστεύω ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα μεταφέρουν πληροφορία ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Τὸ μονοτονικὸ ἐπιβλήθηκε τὸ 1982 γιὰ λόγους ψηφοθηρικοὺς (τὸ ΠΑΣΟΚ δὲν εἶχε πλέον ἄλλη μεταρρύθμιση νὰ κάνει στὸν τομέα τῆς γλώσσας, ἀφότου ἡ ΝΔ εἶχε ἤδη θεσπίσει τὸ 1976 τὴν δημοτικὴ ὡς ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους) καὶ κερδοσκοπικούς (τὸ λόμπυ τοῦ ἡμερήσιου τύπου ἔκανε σημαντικὲς οἰκονομίες στὴν στοιχειοθεσία τῶν κειμένων).

Γιὰ ποιό λόγο πιστεύετε ὅτι τὸ πολυτονικὸ σύστημα δὲν εἶναι ξεπερασμένο ἢ ἄχρηστο;

Τὸ μονοτονικὸ στηρίζεται στὴν (ἐσφαλμένη) ἄποψη ὅτι πρέπει σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες (γαλλική, γερμανική, βιετναμεζική, κ.λπ.) τὰ διακριτικὰ σημεῖα νὰ λειτουργοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, δηλαδὴ ὁ ρόλος τους νὰ εἶναι καθαρὰ φωνητικός. Ἡ δική μας γλώσσα ὅμως λειτουργεῖ διαφορετικά. Στὴν ἑλληνικὴ τὰ μὲν πνεύματα μεταφέρουν πληροφορία ἐτυμολογικῆς φύσεως (ὁ «ἐπίτιμος» παίρνει ψιλὴ γιατὶ τὸ ἔψιλον ἀνήκει στὴν πρόθεση «ἐπὶ» ἐνῷ ὁ «ἑπόμενος» παίρνει δασεία γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἕπομαι»), οἱ δὲ τόνοι μεταφέρουν πληροφορία μορφολογική (ἡ λέξη «τὰ ὡραῖα» παίρνει περισπωμένη ἑνῷ «ἡ ὡραία» παίρνει ὀξεία). Μπορεῖ λοιπὸν τὰ σημάδια αὐτὰ νὰ μὴν ἀλλάζουν τὴν προφορά, ἀλλὰ λειτουργοῦν μὲ ἄλλον τρόπο καὶ ἡ πληροφορία αὐτὴ ποὺ μεταφέρουν μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη.

Τὸ πολυτονικὸ ὄχι μόνο δὲν εἶναι ξεπερασμένο ἀλλὰ ὁ ρόλος του εἶναι ὅλο καὶ πιὸ σημαντικός. Ἀπὸ τότε ποὺ τὸ Διαδίκτυο ἐξαφάνισε τὰ γεωγραφικὰ σύνορα τῆς πληροφορίας, ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου δένεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονα μὲ τὴν γλώσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ. Στὸ Διαδίκτυο «εἴμαστε αὐτὸ ποὺ γράφουμε». Ἡ γλώσσα ὅμως ποὺ γράφουμε σήμερα εἶναι φτωχὴ γιατὶ εἶναι ξεκομμένη ἀπὸ τὴν ἱστορία της. Τὰ τελευταῖα τριάντα χρόνια, μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ ἐκμοντερνισμοῦ, οἱ ὑπερβολὲς τοῦ φανατικοῦ δημοτικισμοῦ καὶ τὸ μονοτονικὸ ἔπληξαν τὴν ἱστορικὴ ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Εἶναι σὰν νὰ ὑπάρχουν σήμερα δύο γλωσσικὲς μορφές: ἡ ἀρχαία (μὲ τόνους καὶ πνεύματα, ποὺ ἀπωθοῦν τὸν νέο ἀναγνώστη) καὶ ἡ νέα (συμβολογραφικὰ πιὸ πτωχὴ καὶ ἄρα πιὸ «προσιτή»). Βιώνουμε λοιπὸν τὸ παράδοξο νὰ θέλουμε οἱ νέοι νὰ κληρονομήσουν τὸν ἐθνικὸ πολιτιστικό μας πλοῦτο καὶ ταυτόχρονα νὰ τοὺς φράζουμε τὸν δρόμο κρύβοντάς τους τὴν ἱστορικὴ ἑνότητα τῆς γλώσσας μας.

Ποιές εἶναι οἱ ἀρετὲς τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος;

Οἱ ἀρετὲς τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀφοῦ εἶναι (ἐπὶ σχεδὸν δύο χιλιετηρίδες) ἀναπόσπαστο στοιχεῖο της. Οἱ περισσότερες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε στὴν καθημερινή μας ζωὴ ὑπῆρχαν κιόλας τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου. Φυσικὰ ἐξελίχθηκαν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τόσο νοηματικὰ ὅσο καὶ μορφολογικά, καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ διαχρονική τους ἐξέλιξη εἶναι μέρος τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ταυτότητάς μας. Οἱ ἀρχαῖοι πρόφεραν διαφορετικὰ τὰ δασυνόμενα καὶ μὴ φωνήεντα, τὰ ὀξύτονα καὶ τὰ περισπώμενα, ὅπως ἄλλωστε πρόφεραν καὶ διαφορετικὰ τὸ ὄμικρον καὶ τὸ ὠμέγα, ἢ τὸ ἰῶτα, τὸ ἦτα καὶ τὸ ὕψιλον. Ὁ προφορικὸς λόγος ἐκείνης τῆς ἐποχῆς σεβόταν αὐτὲς τὶς διαφορές. Σιγὰ-σιγὰ ἄλλαξε ἡ προφορὰ τῆς γλώσσας ἀλλὰ ἡ ἀνάγκη διαφοροποίησης τῶν γραμμάτων παρέμεινε, καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέμειναν καὶ τὰ σύμβολα αὐτὰ στὸν γραπτὸ λόγο ἐπὶ τόσους αἰῶνες. Σήμερα συνεχίζουμε νὰ γράφουμε τὴν «πείρα» μὲ ἔψιλον-ἰῶτα καὶ τὸ «πῆρα» μὲ ἦτα, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ προφορά τους εἶναι ἡ ἴδια· ὁ ἴδιος ἀκριβῶς μηχανισμὸς ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα.

Θεωρεῖτε ὄτι εἶναι ἐφικτὴ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ πολυτονικό; Τί θὰ ἀποκομίσει ὁ σημερινὸς ἀναγνώστης ἀπὸ τὴν (ἐπαν)εισαγωγή του στὸ πολυτονικό;

Τὸ πολυτονικὸ θὰ ἐπανέλθει τὴν μέρα ποὺ ὁ Ἕλληνας θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι οἱ τόνοι εἶναι ἕνα κομμάτι τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς ποὺ τοῦ ἐκλάπη ἀπὸ ἐπιπόλαιους πολιτικοὺς ὑποβοηθούμενους ἀπὸ ἀσυνείδητους γλωσσολόγους. Ὅταν θὰ καταλάβει ὅτι, πέρα ἀπὸ ἰδεολογίες καὶ θρησκεῖες, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἀδιάκοπα ὁδεύει πρὸς τὴν μαζικὴ διεθνοποίηση, ἡ γλώσσα εἶναι τὸ μικρὸ ἰδιωτικό του περιβόλι, ἡ καλλιέργεια τοῦ ὁποίου θὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ἰσορροπία καὶ αὐτογνωσία. Ὅλο καὶ πιὸ πολὺ προσέχουμε τί τρῶμε, τί φορᾶμε, ποῦ κατοικοῦμε, τί καταναλώνουμε… θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐξετάσουμε καὶ τὸ πῶς μιλᾶμε, ποιές εἶναι οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε, καὶ ποιό εἶναι τὸ βάρος τους. Ὅταν ξαναβρεῖ ὁ Ἕλληνας αὐτὴ τὴν εὐαισθησία στὸ γλωσσικὸ ἐργαλεῖο, τότε μὲ πᾶσα φυσικότητα θὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ μονοτονικὸ ὡς ἀποτυχημένη ἀπόπειρα ἀλλοτρίωσής του. Ὁ ἀείμνηστος Τσάτσος ἔγραφε ὅτι τὸ «μονοτονικὸ ἔκανε τὴν γλώσσα μας ἀπὸ στερεομετρία, ἐπιπεδομετρία», εὔχομαι κάποια μέρα ὁ Ἕλληνας νὰ θελήσει νὰ ξαναβρεῖ αὐτὴ τὴν χαμένη διάσταση.

Στὸν ἱστοχῶρο τῆς Κίνησης Πολιτῶν γιὰ τὴν Ἐπαναφορὰ τοῦ Πολυτονικοῦ http://www.polytoniko.gr ἔχουμε ἀναρτήσει μαρτυρίες ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, πληθώρα ἱστορικῶν ντοκουμέντων καὶ κειμένων (ἀπὸ τὴν «Δίκη τῶν Τόνων» μέχρι σήμερα), καὶ ἄλλο ὑλικὸ ποὺ θὰ βοηθήσει ὅποιον θέλει νὰ ἐνημερωθεῖ πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα.

Χρησιμοποιεῖτε τὸ πολυτονικὸ στὴν καθημερινή σας ζωή; (email, κ.λπ.)

Προσωπικὰ δὲν χρησιμοποιῶ ποτὲ καὶ πουθενὰ τὸ μονοτονικό. Βλέπω ὅτι ἀναφέρετε στὴν ἑρώτησή σας τὸ email· θὰ ὑπονοεῖτε ἀσφαλῶς ὅτι ὑπάρχουν τεχνικὲς δυσκολίες. Σᾶς ἀπαντῶ λοιπὸν ὅτι σήμερα πλέον ὅλα τὰ (σύγχρονα) λειτουργικὰ συστήματα (Windows, MacOS X, Linux) ὑποστηρίζουν πλήρως τὸ πολυτονικό, χάρη στὴν χρήση τῆς κωδικοσελίδας Unicode. Δυστυχῶς πολλοὶ συμπολίτες μας δὲν χρησιμοποιοῦν τόνους καὶ πνεύματα ἔχοντας τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ Η/Υ τους δὲν τὰ ὑποστηρίζει. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι. Στὸν ἱστοχῶρο τῆς Κίνησης ὑπάρχουν ὁδηγίες καὶ ἐργαλεῖα ὥστε νὰ μπορέσει νὰ γράψει κανεὶς γρήγορα καὶ ἄνετα πολυτονικὰ ἑλληνικὰ σὲ ὁποιαδήποτε ἐφαρμογή. Λείπουν βέβαια ἀκόμα κάποια ἐργαλεῖα (ὀρθογραφικὸς διορθωτής, συλλαβιστής, κ.λπ.) τὰ ὁποῖα ὅμως ἔχουμε σκοπὸ νὰ ἀναπτύξουμε μόλις οἱ συγκυρίες μᾶς τὸ ἐπιτρέψουν. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἀναπτυχθεῖ, καὶ μάλιστα σὲ κοινόχρηστη βάση, ὅλη ἡ ἀπαραίτητη λογισμιακὴ ὑποδομὴ ὥστε νὰ μὴν χρειασθεῖ νὰ θυσιάσει κανεὶς τὶς ἀνέσεις ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ διάφορες ἐφαρμογές.

Εἶναι ἐπίκαιρη ἡ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία; Εἰδικὰ ὅταν οἱ νεότεροι δὲν γνωρίζουν τοὺς κανόνες του;

Τὰ τελευταῖα χρόνια ὅλο καὶ περισσότερα βιβλία ἐκδίδονται πολυτονικά, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι οἱ ἐκδότες καταλαβαίνουν καὶ ἀναζητοῦν τὸν πρόσθετο πλοῦτο ποὺ προσδίδει ἡ «ἱστορικὴ ὀρθογραφία» στὸ κείμενο. Καὶ ἐπίσης ἐπειδὴ οἱ τεχνικὲς δυσκολίες ἔχουν πλέον ἐξαλειφθεῖ. Τὸ πολυτονικὸ δίνει στοὺς λογότεχνες, θεωρητικοὺς ἐπιστήμονες καὶ γενικὰ στοὺς σκεπτόμενους ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθοῦν μὲ ὅλο τὸ βάρος τῆς γλώσσας τους.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἑρώτησής σας, οἱ κανόνες τοῦ τονισμοῦ εἶναι εὔκολοι. Ἂν δὲν μὲ πιστεύετε, σᾶς προσκαλῶ νὰ τοὺς μάθετε στὸν ἱστοχῶρο μας, μέσα ἀπὸ «δέκα ἁπλᾶ μαθήματα ἄνευ διδασκάλου». Καὶ ἄν ἔχετε διδαχθεῖ τὴν ἀρχαία σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς σας, τότε τοὺς γνωρίζετε ἤδη.

Μιλώντας γιὰ κανόνες, ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ πολλοὶ συμπολίτες μας ἀποδέχθηκαν τὸ μονοτονικὸ ἦταν ἡ κάποια ἀνασφάλεια ποὺ ἔνοιωθαν μπροστὰ στὴν ἐπιλογὴ τοῦ σωστοῦ πνεύματος ἢ τόνου γιὰ κάθε λέξη, ἢ ἔστω γιὰ κάποιες δύσκολες περιπτώσεις. Ὁ ἐγωισμός μας δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι μπορεῖ ἐνίοτε νὰ κάνουμε λάθη, ὅτι μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἀτελεῖς καθότι ἡ γνώση τῆς γλώσσας μας εἶναι ἀτελής. Κι ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια, καὶ θὰ προσφέραμε πιὸ πολλὰ στὸν ἑαυτό μας, στοὺς γύρω μας καὶ στὰ παιδιά μας ἄν, ἀντὶ νὰ ἀκρωτηριάζουμε δειλὰ και ὕπουλα τὴν γλώσσα, τὴν ἀποδεχόμασταν μὲ ὅλο τὸν πλοῦτο της, καὶ μὲ ὅλα τὰ λάθη ποὺ ἀσφαλῶς θὰ κάνουμε. Γιατὶ τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη διορθώνονται. Κάθε λάθος ποὺ διορθώνουμε μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὴν γλώσσα μας, κάθε λάθος ποὺ ἀγνοοῦμε (εἴτε μὲ τὸ τέχνασμα τοῦ μονοτονικοῦ, εἴτε ἀπὸ κοινὸ ὠχαδερφισμό), μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν γλώσσα καὶ ἀπὸ τὴν ταυτότητά μας.

Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ ποὺ μοῦ δώσατε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκφρασθῶ μέσῳ τῶν σελίδων τοῦ περιοδικοῦ σας.

Posted in Γλώσσα & Πολιτισμός, Ελληνική Διασπορά | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Οι δρόμοι των Ελλήνων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Δεκεμβρίου 2009

του Βλάσση Αγτζίδη

 Μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ρolaris ένα συλλογικό έργο για τους εκτός Ελλάδας Έλληνες, που συμπεριλαμβάνει τόσο τη διασπορά, όσο και τις ένδημες κοινότητες του εξωτερικού.

Στο έργο αυτό. εκτός από μένα, γράφουν οι Αλέξανδρος Κιτρόεφ (Βόρεια και Κεντρική Αμερική, Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή), Αναστάσιος Τάμης (Νότια Αμερική, Ανατολική και Νότια Ασία, Ωκεανία), Γεώργιος Γιακουμής (Αλβανία), Κώστας Λουκέρης (Έλληνες της Κωσταντινούπολης, Υποσαχάρια Αφρική), Κυριακή Πετράκη (Δυτική Ευρώπη, Ρουμανία). Η δική μου συμβολή αφορά τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη FYROM.

Τα κείμενα αυτά θα τα αναρτήσω τις επόμενες μέρες. Την επιμέλεια του έργου είχαν οι Κ. Λουκέρης και Κ. Πετράκη. Το ιδεολογικό πλαίσιο το δίνουν οι επιμελητές στον Πρόλογό τους : “…Όταν μιλάμε για ελληνικές κοινότητες εκτός Ελλάδας και Κύπρου, δε μιλάμε για μια ενιαία ιστορική καταβολή ή θεσμική συγκρότηση. Για παράδειγμα, οι Έλληνες των ΗΠΑ ιστορικά έχουν λίγα κοινά με τους Κατωιταλιώτες Γκρεκάνους, ή οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι του Πόντου στη σημερινή Τουρκία έχουν ελαχιστα κοινά με τους Ελληνοαιθίοπες. Επίσης οι Έλληνες, πέραν των συνόρων Ελλάδας και Κύπρου δεν είναι όλοι μετανάστες. Οι ελληνικές κοινότητες στην Αλβανία ή στην Τουρκία δεν είναι κοινότητες μεταναστών αλλά γηγενείς. Τα υβριδικά εθνοτικά μορφώματα στα οποία το ένα συνθετικό παραπέμπει σε κάτι το ελληνικό -που παρεπιμπτόντως, συνειδητά δεν προσπαθούμε να ορίσουμε από κοινού- αποτελούν γεννήματα δυναμικών διαδικασιών, που κανένα “εθνικό κέντρο” δεν θα μπορούσε να ελέγξει ή να ορίσει. Αυτή η πανσπερμία, ο γαλαξίας ελληνικών κοινοτικών μορφωμάτων δεν πρέπει να μας τρομάζει. Συνηθισμένοι συχνά στη στενή ελλαδική μας αντίληψη για το ποιός ή ποια είναι Έλληνας ή Ελληνίδα, αρκετοί από μας αισθανόμαστε τουλάχιστον άβολα συναντώντας Έλληνες χωρίς την Ορθοδοξία., Έλληνες χωρίς την ελληνική γλώσσα. Έλληνες χωρίς τα μεσογειακά φυλετικά χαρακτηριστικά. Οι ειδικοί επιστήμονες τείνουν να διαφοροποιούν πλέον τον ελληνισμό σε “ελλαδικό ελληνισμό” και “ελληνισμό της διασποράς” και σε “μεταναστευτικό ελληνισμό της διασποράς” ή αλλιώς “απόδημο ελληνισμό”…”

Posted in Γεωπολιτική -Γεωοικονομία, Γλώσσα & Πολιτισμός, Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά, Ιστορία, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | 1 Comment »

τα αεροπλανικά κόλπα του φον τριπλάνου

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 18 Δεκεμβρίου 2009

Εχασε η Ντόρα κι έσκασε μύτη στο Μεϊντάνι ο Επίτιμος. Μελαγχολική πια η Ντόρα (έχει δώσει στο χαμόγελό της άδεια επ’ αόριστον), σαρδόνιος ο αντ’ αυτής πάτερ φαμίλιας. Οταν μάλιστα ομιλεί σε πρώτο πρόσωπο [«στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμα (!!!) που σας έστειλα, σας προειδοποιώ»…] κάτι σαν μπρρρ μπαίνει απ’ την καμινάδα στο σαλονάκι μας… Είναι λοιπόν διαφθορά να δίνει η Ζήμενς μίζες για να παίρνει δουλειές και δεν είναι διαφθορά να πρέπει να αγοράσει (πρώτα) όπλα η Ελλάδα για να πάρει (ύστερα) δάνεια… Και δεν είναι διαφθορά να χρωστάς και τα όπλα και τα δάνεια, όταν ξεζουμίζεις τον λαό σου για να τα πληρώσει (μαζί με τις μίζες που στο μεταξύ εξασφάλισαν οι έμποροι όπλων) προσποριζόμενος ταυτοχρόνως το αναγκαίο διάφορο για τις Τράπεζες, καθώς και τα δέοντα μπόνους (με την προβλεπόμενη σπατάλη) σε όλους τους καρεκλοκένταυρους που εδρεύοντας (κι ενεδρεύοντας) στο κράτος, στις ανεξάρτητες αρχές, στα λόμπυ κι ενίοτε στα σωματεία, επιβλέπουν όλην αυτήν την αλυσίδα των δοσοληψιών -πακέτα, βαλίτσες, τσουκάτοι- μη σπάσει κάνας κρίκος. Κι αν αυτή είναι η αλυσίδα της διαφθοράς (που πρέπει να… αγωνισθεί για να μη χάσει ο Μήτσος) είναι μήπως υψηλή πολιτική (ή πάλι διαφθορά), όταν τα όπλα (και το τι θα γίνει φέρ’ ειπείν στα Ιμια) τα εμπορεύεται αυτοπροσώπως ο Κλίντον ή ο Πούτιν ή ο Σαρκοζί; Παίζουμε με το μισό κουλούρι αύξηση που (δεν) θα πάρει ο εργαζόμενος (στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα) κι όχι με τα εκατομμύρια ευρώ που θα κάψει η κηροζίνη για να αντιμετωπίσουμε τους βαλτούς από απέναντι, υπήκοους κι αυτούς στους δικούς τους φραγκάτους πασάδες και καθώς πρέπει, αιματοβαμμένους αληταράδες…

ΣΤΑΘΗΣ Σ. 17.ΧΙΙ.2009 stathis@enet.gr

Posted in Ευρώπη, Ελληνική Διασπορά, Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ, του Ηλία Πετρόπουλου

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 13 Δεκεμβρίου 2009

(“Η μοναδική εθνική ομάδα που αντιστέκεται ακόμη στην αθηναϊκή τυποποίηση-αποβλάκωση, είναι οι πόντιοι. Γράφω αυτό το άρθρο για να τιμήσω αυτήν την αντίσταση…”)   

Οι πόντιοι άρχισαν να καταφθάνουν μετά τους βαλκανικούς πολέμους και, κυρίως, μετά την λεγόμενη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι τελευταίοι μας ήρθανε από την Σοβιετική Ένωση το 1940, σαν ένα πεσκέσι του Στάλιν. Δηλαδή, οι πόντιοι είναι επήλυδες, είναι ξενόφερτοι, είναι πρόσφυγες. Οι ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες. Και ακριβώς: τα αντιποντιακά ανέκδοτα που σήμερα κυκλοφορούν, εκφράζουν (σε τελικήν ανάλυση) την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής ομάδας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας…

Τα τελευταία χρόνια άκουσα πολλά αντιποντιακά καλαμπούρια. Οι σύγχρονοι έλληνες (με την κοντή μνήμη, που τόσο τους χαρακτηρίζει) φαντάζονται ότι τα αντιποντιακά ανέκδοτα είναι ένα καινούργιο φρούτο και,  επιπλέον,  κρυφοκαμαρώνουν για την εξυπνάδα τους. Θα ήθελα να διαβεβαιώσω τον αναγνώστη πως, αφ’ ενός, τα αντιποντιακά ανέκδοτα πρωτοφάνηκαν πριν αρκετές δεκαετίες και,  αφ’ετέρου, σχεδόν όλα αυτά τα πρόσφατα καλαμπούρια είναι ξένης προέλευσης – τα λένε οι “γνήσιοι” αμερικάνοι κατά των πολωνών, οι γάλλοι κατά των βέλγων κ.ο.κ. Πρoσέτι, οι νεοέλληνες ποτέ δεν θέλησαν να μάθουν το τι σκέφτονται οι άλλοι λαοί γι’ αυτoύς. ( … ) Τα αντιποντιακά ανέκδοτα αποτελούν ένα τυπικό δείγμα προφορικού ενδορατσισμού. Οι πόντιοι κατέληξαν να είναι ο ύστατος στόχος των ελλαδικών ρωμιών. Πριν τους πόντιους είχαμε, για να γελάμε, τους κερκυραίους, τους καλαματιανούς, τους κρητικούς, τους ηπειρώτες, τους χιώτες, τους μυτιληνιούς, τους σαλονικιούς. Δεν καταγράφω εδώ, σαν στόχους, τους εβραίους, τους βλάχους, τους γύφτους, τους αρναούτηδες, τους πομάκους και τους αρμένηδες, γιατί θα έβγαινα έξω από τα όρια του άρθρου. Άλλωστε, όλοι μας ξέρουμε τον «έρωτα» που θρέφουμε για τους γύφτους,  καθώς ξέρουμε και τον εβραίο του καραγκιόζη μας ή τον Αγκόπ και τον μενιδιάτη που παρουσίαζαν κάποτε τα θέατρά μας.

Τα ενδορατσιστικά ανέκδοτα θέτουν τρία βασικά ερωτήματα: ποιος επιτίθεται, ποιο είναι το θύμα,  πού οφείλεται η επίθεση; Στην περίπτωση των καλαματιανών (“καλαματιανός σωματέμπορας” κτλ.) και των μανιατών (“ο μανιάτης ή νταβατζης ή μπασκίνας”) και, γενικότερα, των πελοποννησίων (“μοραΐτης σαπιοκοιλιά”),  είναι σύσσωμος ο λοιπός ελληνικός λαός που επιτίθεται. Και η κρυφή αιτία αυτών των εθνοφαυλισμών είναι η καταπίεση του λαού μας εκ μέρους των μανιατών (εν γένει, μοραϊτών) που ελυμαίνονταν, μονοπωλιακά, την κρατική μηχανή.

Με τους αρβανίτες το πρόβλημα περιπλέκεται. Ο Βυζάντιος τους θεωρεί «έλληνες». Όμως, οι αρβανίτες (και, φυσικά, οι σουλιώτες!) δεν ήσανε έλληνες. Σήμερα, οι τέως αρβανίτες έχουν ελληνοποιηθεί τόσο πολύ, ώστε να ντρέπονται να ομoλoγήσoυν την καταγωγή τους. Οι αρβανίτες (καθώς οι βλάχοι),  έζησαν επί αιώνες μαζί με τους ρωμιούς,  στον ίδιο χώρο. Οι νεοέλληνες τους έτρεμαν. Οι νεοέλληνες έπαιρναν την εκδίκησή τους όπως μπορούσαν: εσάρκαζαν την αρβανίτικη προφορά, έβαζαν τον μπάρμπα¬Γιώργο να δέρνει τον Βεληγκέκα και, αμολάγανε δηλητηριώδεις φήμες για την πασίγνωστη πατριαρχική αιμομειξία των αρβανιτάδων και την ακόμη γνωστότερη στρατιωτική παιδεραστία τους. 

Με την οριστική νίκη των νεοελλήνων στα πλαίσια του νέου κράτους (που έφερε τον πομπώδη τίτλο “Ελλάς”) οι αρβανίτες άλλαξαν χαβά γιατί κατάλαβαν πως θα έχουν την τύχη των φαναριωτών. ‘Ομως, η ευγνωμονούσα Ελλάς, οφείλοντας την σύστασή της σχεδόν αποκλειστικά στους αρβανίτες, τους εχάρισε αρκετά προνόμια. Το κυριότερο απ’ αυτά τα προνόμια υπήρξε (και παραμένει) το δικαίωμα των αρβανιτάδων να μπαίνουν στο στρατό και στην αστυνομία. Οι αρβανίτες ξεπλήρωσαν τα προνόμιά τους διαπράττοντας έναν εθνικό αυτοευνουχισμό. Συμπαθώ την λεβεντιά και την μπέσα των αρβανιτάδων. Ωστόσο, πολύ φοβάμαι ότι τώρα πια, οι αρβανίτες μας δεν έχουν να επιδείξουν πολλές περγαμηνές. Οι σημερινοί αρβανίτες (που ξεχάσανε και τη γλώσσα τους) διολισθαίνουν, ελισσόμενοι μεταξύ των άλλων ρωμιών(…).

    Εδώ και λίγα χρόνια αναπαράγονται και αναμεταδίδονται χιλιάδες αντιποντιακά ανέκδοτα. Είναι σαν να βαράνε απαξάπαντες οι ελλαδικοί την πιο δυνατή και την πιο άξια μειονότητα της χώρας μας. Όταν λέω “απαξάπαντες οι ελλαδικοί” είναι σαν να λέω “όλοι οι αθηναίοι”, γιατί, έτσι που καταντήσαμε, η ταυτότητα “Αθήνα=Ελλάς”,  προτείνεται σαν μια αληθινότατη αλήθεια.  Σήμερα πια, δεν είναι μόνον η Ελλάς που συγκεντρώθηκε στο αττικό λεκανοπέδιο, αλλά είναι η Αθήνα που επιβάλλει την μονότονη γλωσσοπολιτιστική της δικτατορία στην λοιπή Ελλάδα. Οι αθηναίοι του 1821 (δηλαδή, οι γκάγκαροι) ήσανε μια χούφτα θρασιμιών, που μιλάγανε μια φωνητικώς απαίσια διάλεκτο και,  που έκαναν το παν κατά των κλεφτών της Ρούμελης. Όσο και να προσπάθησε ο Καμπούρογλου, με την “Ιστορία των Αθηναίων” του,  οι γκάγκαροι παρέμειναν σαν ένα παράδειγμα προς αποφυγήν,  εσαεί (…). 

Καθώς συμβαίνει στις άλλες χώρες, έτσι θα συμβεί και στην Ελλάδα: η πρωτεύουσα θα επιβάλλει, τελικά, το μοντέλο της. Ο αθηναϊκός οδοστρωτήρας ισοπέδωσε ήδη τους αρβανίτες και τους κρητικούς, που δεν αντιδρούν παρά με γλοιώδη τρόπο (ρουσφέτια, κουμπαριλίκια, συμπατριωτιλίκι και τα τοιαύτα). Η χοάνη της Αθήνας έχει καταπιεί τη διάλεκτο των ποντίων της πρωτεύουσας. Οι σποραδικές ομάδες τους (π.χ. της Λακωνίας) οδηγήθηκαν σε αποδιοργάνωση. Όμως, οι πόντιοι της Θεσσαλονίκης και της μακεδονικής υπαίθρου πάντα αμύνονται. Ωστόσο, θα υποκύψουν κάποτε …

Είχα μείνει με την εντύπωση ότι η ποντιακή διάλεκτος θα επιζούσε σαν αργκό. Πρόκειται για μια λανθασμένη ιδέα. Στον ορίζοντα διαφαίνεται ο θάνατος της ποντιακής διαλέκτου. Στην Ελλάδα διαθέτουμε την κουτσαβάκικη αργκό, που βασίζεται στην αναπλιώτικη ντοπιολαλιά,  ένα ιδίωμα που καλλιεργήθηκε επιμελώς από τους αρβανιτόμαγκες. Η αργκό μας είναι τα φωνητικώς ωραιότερα ελληνικά. Και οι αρβανίτες μάγκες είχαν (και έχουν) την ομορφότερη προφορά της αργκό. Το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Σε κάθε χώρα κατίσχυσε μια διάλεκτος, συνήθως η διάλεκτος της πρωτεύουσας. Μα, αυτό δεν είναι απόλυτο. Τα ευφωνικότερα γερμανικά τα μιλάνε στο Ανόβερο, ενώ τα βερολινέζικα θεωρoύvται κάπως βαριά. Όλοι οι ιταλοί είναι σύμφωνοι πως οι φλορεντινοί χρησιμοποιούν την πιο στρωτή διάλεκτο και, επίσης, ότι τα ιταλικά της Ρώμης είναι απαίσια. Ωστόσο (αυτοί που ξέρουν, λένε πως) τα ωραιότερα ιταλικά τα μιλάνε οι σαρδήνιοι (οσάκις δεν κρύβονται πίσω από την ακαταλαβίστικη vτoπιoλαλιά τους).

Η Ελλάδα δεν υιοθέτησε την διάλεκτο των γκάγκαρων. Και, κατά ευτυχή σύμπτωση, τα σημερινά αθηναίικα είναι, ακουστικώς, μια πεντακάθαρη διάλεκτος. Μπρος στην αθηναϊκή διάλεκτο τα ποντιακά φαντάζουν σαν μια γελοία και ακατανόητη γλώσσα. Τα ποντιακά είναι μια διάλεκτος μελλοθάνατη. Τα ποντιακά θα σβήσουν, όπως έσβησαν τα τσακώνικα…

                                                 Παρίσι 31-7-1987

                                    Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Σχολιαστής”

-Για τον Ηλία Πετροπουλο δείτε το αφιέρωμά μας πατώντας ΕΔΩ

Posted in Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 1 Νοεμβρίου 2009

           από τον Γεώργιο Δ. Μπάκο (gbakos@plural.gr) 

 Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Όλοι μας το γνωρίζουμε, σε όλους μας υπάρχει η μεγάλη απορία πως το καταφέρνει αυτή η Μεγάλη κατά τα άλλα χώρα.

Αν αναλογιστούμε την γνωστή αυτή ρήση και ανατρέξουμε στο όποιο παρελθόν της χώρας μας, θα βρούμε πλείστα όσα παραδείγματα απαξίωσης και αμφισβήτησης μεγάλων Ελλήνων, όπως ο Σωκράτης, ο Κολοκοτρώνης και ο Βενιζέλος. 

 

Όμως, αυτή η χώρα πάντα ήταν περήφανη για τα μέλη της όταν αυτά επιδείκνυαν ένα σημαντικό έργο στον όποιο κοινωνικό στίβο.

Έχουμε βγει πολλές φορές στους δρόμους γεμάτοι περηφάνια για να γιορτάσουμε μεγάλες επιτυχίας μιας μικρής σε μέγεθος και πληθυσμό χώρας.

Άλλες φορές, διαβάζοντας ή μαθαίνοντας για τα επιτεύγματα από «διάσημους άγνωστους» Έλληνες που είτε ζουν εντός ή εκτός Ελλάδος, η καρδιά μας γεμίζει από αίσθημα υπεροχής, επιβεβαιώνοντας ότι «και εκεί τα έχουμε καταφέρει να είμαστε στη κορυφή».

Αυτή τη στήλη θα ασχοληθεί με αυτές τις περιπτώσεις συμπατριωτών μας, οι οποίοι στους περισσότερους από εμάς είναι άγνωστοι, αλλά σε πολύ κόσμο είναι γνωστοί για τα επιτεύγματα τους.

 

Γιατί πείτε μου πραγματικά, ποιος ξέρει ότι ο αείμνηστος Άρης Αγγάνης έχει μείνει στην ιστορία του Baseball ως ένας εκ των κορυφαίων ποτέ παικτών κερδίζοντας επάξια τον τίτλο “The Golden Greek”?

Ποιος γνωρίζει ότι ο Αλέκος Ισιγώνης είναι ο σχεδιαστής του αυτοκινήτου Mini, ότι 3 συμπατριώτες μας είναι ιδιοκτήτες και πρόεδροι ομάδων του National Football League και ένας ομάδας του NBA, ότι η τόσο διαδεδομένη μέθοδος γύμνασης Πιλάτες (Pilates) έχει πάρει το όνομα της από τον «δικό μας» Joseph Pilates, ότι ο Isaac Carasso που ίδρυσε τον παγκόσμιο ηγέτη στα γαλακτοκομικά Danone είναι από Ελληνίδα μητέρα, ή ακόμα ότι οι ρίζες του μεγάλου Herbert von Karajan κρατούν από την Μακεδονία (Καραγιάννης)??

 

Στόχος λοιπόν είναι να γνωρίσουμε –έστω και εξ απαλών ονύχων- ένα συμπατριώτη μας, που έχει φροντίσει να βάλει ένα επιπλέον σκαλί στις κορυφές του Ολύμπου.

 

Την επόμενη φορά, θα υπάρχει αναφορά σε ένα άλλο μεγάλο Έλληνα, τον οποίον θα επιλέξετε εσείς μεταξύ των:

©   Ιδρυτή της γαλακτοκομικής εταιρίας κολοσσού Danone, Isaac Carasso,

©   Ιδρυτή και Πρόεδρο του ονομαστού ΜΙΤ, Nicholas Negreponte, και

©   Sir, Alec Isigonis, σχεδιαστή του best seller αυτοκινήτου Mini.

 

Για την επιλογή σας, στείλετε μήνυμα όπου μπορείτε να κάνετε και τις δικές σας προτάσεις για αναφορές σε Έλληνες της διασποράς που δυστυχώς δεν είναι τόσο γνωστοί στο ευρύ κοινό, παρά τις επιτυχίες και τις διακρίσεις που έχουν να επιδείξουν.

 

 

Θα ξεκινήσουμε από έναν άγνωστο σχετικά Έλληνα, τον Άρη Αγγάνη, επονομαζόμενο και “the Golden Greek”  

 

 

 

Ο Αριστοτέλης Αγγάνης, γεννήθηκε στο Lynn της Μασαχουσέτης στις 30 Απριλίου του 1930. Ήταν το τελευταίο από τα συνολικά 3 παιδιά του Γιώργου και της Γεωργίας Αγγάνη, από το χωριό Λαγονίκη της Σπάρτης.

 

Η μητέρα του τον φώναζε Άρη, και μοιραία «Αμερικανοποίθηκε» από τους φίλους του σε Harry. Αργότερα, έγινε γνωστός ως ο «Χρυσός Έλλην» σε αναγνώριση των κατορθωμάτων του στον αθλητισμό.

Το 1948, σε ηλικία 18 ετών, ο Άρης ήταν ένα φαινόμενο στο γυμνάσιο του Lynn στο baseball στο Αμερικάνικο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, με αποτέλεσμα 25 κολέγια μεταξύ των οποίων και το φημισμένο Notre Dame, να μάχονται για να δελεάσουν τον Άρη να δεχτεί τις υποτροφίες που του πρόσφεραν.

 

 

Η μητέρα του Άρη, με την οποία είχαν πολύ στενή σχέση, χήρεψε το 1946, και έτσι ο Άρης προτίμησε να πάει σε ένα κολέγιο το οποίο θα ήταν κοντά στο πατρικό του, και που θα του έδινε την δυνατότητα να απλώσει το μεγάλο του ταλέντο και να δεχθεί σωστές ακαδημαϊκές βάσεις.. Το Boston University, απεδείχθη ότι ήταν το καταλληλότερο για αυτό το σκοπό.

 

Ο Αγγάνης, άρχισε από το πρώτο έτος να δείχνει το πολύπλευρο ταλέντο του, κατακτώντας πολλές διακρίσεις στα αντίστοιχα πρωταθλήματα. Η καριέρα του όμως διακόπηκε προσωρινά όταν κλήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο της Κορέας το 1950, όπου υπηρέτησε 15 μήνες στο Ναυτικό. Τη περισσότερη από τη θητεία του την υπηρέτησε στο στρατόπεδο LeJune στην Βόρεια Καρολίνα, όπου συμμετείχε σε τουρνουά, όπου και ανακηρύχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του National Baseball Congress tournament.

 

Επέστρεψε στο κολέγιο το 1953, επιδεικνύοντας τα καλύτερα ρεκόρ ως quarterback στο Baseball. Παρότι η φυσική του θέση ήταν quarterback έπαιζε όταν χρειαζόταν και άμυνα και επίθεση, κάνοντας ρεκόρ σε όλες τις κατηγορίας!!!

 

Το όνειρο του ήταν πάντα να γίνει επαγγελματίας αθλητής; το θέμα ήταν ποιο άθλημα να επέλεγε για αυτό. Στην αρχή είχε αρνηθεί να πάει παρά την προ-επιλογή του νούμερο 1 των drafts ως επαγγελματίας αθλητής του Αμερικάνικου ποδοσφαίρου (American Football, Rugby), ελπίζοντας να παίξει στην διάσημη ομάδα του Baseball, Boston Red Sox (ναι την ομάδα που διάλεξε μετέπειτα ο Michael Jordan όταν αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του και σε αυτό το άθλημα).

 

Ως αριστερόχειρας που ήταν, σύντομα έγινε ο κορυφαίος παίκτης παίζοντας στην θέση του batter (αυτός που αποκρούει με το μπαστούνι), επιδεικνύοντας το εντυπωσιακό ρεκόρ 0.313 μέσο όρο.

Πριν προλάβει να πάρει το πτυχίο του τον Ιούνιο του 1954, είχε προλάβει να δημιουργήσει απλησίαστα για την ηλικία του ρεκόρ, κάνοντας τον επαγγελματία παίκτη, ένα εκ των σπουδαιότερων του πρωταθλήματος και για 2 συνεχόμενες σεζόν τον καλύτερο για την ηλικία του.

 

Δυστυχώς όμως, αυτή η τόσο μεγάλη καριέρα δεν έμελλε να ολοκληρωθεί, καθώς ο Άρης Αγγάνης έχασε την ζωή του από ξαφνική καρδιακή προσβολή στις 27 Ιουνίου του 1955 σε ηλικία μόλις 25 ετών.

 

 

Ο μύθος του κρατήθηκε ζωντανός ακόμα και μετά από 50 έτη, ενώ η κοινότητα τον τίμησε δίνοντας το όνομα του στο αθλητικό στάδιο του Camp LeJeune στη Βόρεια Καρολίνα, σε μια πλατεία στη πόλη που μεγάλωσε, στο Lynn, στον αθλητικό χώρο του Boston University Charles River Campus, ενώ τέλος ακόμα υπάρχει η υποτροφία με το όνομα του στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης.

Ο “Χρυσός Έλλην” μνημονεύεται ακόμα στο Sports Museum της Νέας Αγγλίας στο Boston‘s Fleet Center. Η φοιτητική κοινότητα του Πανεπιστημίου της Βοστόνης,  είναι περήφανη για την Agganis Arena, τον πλέον πρόσφατο φόρο τιμής αυτής της μεγάλης προσωπικότητας που μας άφησε ορφανούς τόσο νωρίς.

 

Ο Joe Pickering Junior, έχει γράψει τραγούδια σε ένα CD που ονομάζεται Baseball Songs Sports Heroes, το οποίο εκτός από τις επιτυχείς πωλήσεις που επέδειξε, εκτίθεται στο National Baseball Hall of Fame. Το πρώτο τραγούδι του CD είναι αφιερωμένο στον ήρωα αυτού του σπορ, Harry Agganis, The Golden Greek.

 

Για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για τον «Χρυσό Έλληνα», μπορούν να αγοράσουν το βιβλίο που εκδόθηκε το 1995 των Nick Tsiotos & Andy Dabilis “Harry Agganis, The Golden Greek: An All-American Story”.  

Για να πω την αλήθεια, δεν γνωρίζω εάν έχει κυκλοφορήσει από κάποιες Ελληνικές εκδόσεις, όμως ήταν εύκολο να το βρει και να το παραγγείλει κάποιος από το Amazon (με προπληρωμένη πιστωτική κάρτα βέβαια!! Μην έχουμε εκπλήξεις).

 

 

 

Πηγές:

Harry Agganis – The Golden Greek: An All-American Story, των Nick Tsiotos & Andy Dabilis,

http://www.hellenism.net ,

www.wikipedia.com,

προσωπικά αρχεία Γεωργίου Δ. Μπάκου

 

Έλληνας ανέλαβε πρωθυπουργός σε πρώην σοβιετική δημοκρατία

Ένας Έλληνας είναι εδώ και λίγες ημέρες πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Καρατσάγεβο- Τσερκεσίας! Κι αν η χώρα δεν σας λέει κάτι, πρέπει να γνωρίζετε ότι είναι μία από τις ανεξαρτητοποιημένες δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και βρίσκεται στη ρωσική πλευρά του Καυκάσου!Ο ελληνικής καταγωγής Βλαντίμιρ Γκριγκόριεβιτς Καΐσεφ εγκρίθηκε ομόφωνα από το νομοθετικό σώμα της δημοκρατίας και ο πρόεδρος Μπόρις Εμπζέγιεφ τον διόρισε στα νέα του καθήκοντα. ?λλωστε, τον είχε προτείνει ο ίδιος, σε ένδειξη αναγνώρισης των επαγγελματικών και τεχνοκρατικών δυνατοτήτων του.

Ο 54χρονος ομογενής, που γεννήθηκε από Ελληνίδα μητέρα σ’ ένα χωριό στα σύνορα της Σταυρούπολης με το Καρατσάγεβο- Τσερκεσία, δεν είναι άγνωστος στο πολιτικό σκηνικό της μικρής χώρας… Έχοντας σπουδάσει οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κράσνονταρ, εργάστηκε για χρόνια στην περιοχή πριν γίνει υφυπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση της Ρωσίας!

Μάλιστα, ο Βλαντίμιρ Γκριγκόριεβιτς Καΐσεφ ήταν αντιπρόεδρος της κοινής διυπουργικής επιτροπής Ελλάδας και Ρωσίας σε θέματα γεωργίας. Τον Δεκέμβριο του 2007, στο πλαίσιο της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή στη Μόσχα, είχε παραστεί στις συζητήσεις του με το Ρώσο τότε ομόλογό του Βίκτορ Ζούμπκοφ και τον πατριάρχη Αλέξιο. Παράλληλα, ο Καΐσεφ ανέπτυξε σημαντικό ομογενειακό έργο ως μέλος της Ελληνικής Διασποράς και πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Σωματείων Εκπατρισμένων Ελλήνων «Πόντος»!

Αλέξανδρος Ισιγώνης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μετά κόπων και βασάνων και αφού ο υπογράφων τελείωσε τις καλοκαιρινές διακοπές και ένα κύκλο ταξιδιών που περιλάμβανε τις χώρες: Αίγυπτος, Ρουμανία, Αλβανία, Κύπρος, Ντουμπάι, Ιράν και Κατάρ, γυρίζουμε σελίδα από την πρώτη αναφορά των «παιδιών που δεν ξέρει η Ελλάδα».  Μετά τον σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό Άρη Αγγάνη, θα αναφερθούμε σε ένα άλλο γνήσιο και πολύ διάσημο τέκνο της πατρίδας μας.

Με βάση τα πολυάριθμα μηνύματα σας που στείλατε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσω καταγραφής σχολίων στον ιστό, η προτίμηση για την επόμενη αναφορά ήταν «μονόδρομος», ήτοι ο γνωστός σε όλο τον κόσμο ως ο εμπνευστής και σχεδιαστής του αυτοκινήτου Mini, Sir Alec Issigonis ή απλά Αλέξανδρος Ισιγώνης.

 

 

Ένας από τους αρχικούς διάσημους σχεδιαστές αυτοκινήτων της σύγχρονης εποχής, ο Αλέξανδρος Ισιγώνης (1906-1988) έγινε γνωστός ως ο δημιουργός του αυτοκινήτου Mini, αλλά για τους πιο μυημένους και για το σχεδιασμό δύο από τα πέντε αυτοκίνητα με τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στη Βρετανική αυτοκινητιστική ιστορία – το Morris Minor και το Austin 1100.

«Ένα πράγμα που έμαθα με τον σκληρό τρόπο  όταν σχεδιάζεται ένα νέο αυτοκίνητο για την παραγωγή, είναι ποτέ μα ποτέ να μην αντιγράψεις από τον ανταγωνισμό» ανέφερε ο Αλέξανδρος Ισιγώνης, όταν κλήθηκε να συνοψίσει την προσέγγισή του στο σχέδιο αυτοκινήτων.

Ένας εκκεντρικός και συχνά ειλικρινής χαρακτήρας, ήταν εξίσου περιφρονητικός για τις εκάστοτε έρευνες αγοράς, τις οποίες περιέγραψε ως μαθηματικά, που εμφανίζονται ως «ο εχθρός κάθε αληθινά δημιουργικού ατόμου» (το οποίο ο υπογράφων ασπάζεται).

Σκληρός, ανεξάρτητος και υπερήφανα ασυμβίβαστος, ο Ισιγώνης υιοθέτησε μια πλευρική προσέγγιση στο σχέδιο και την εφαρμοσμένη μηχανική των αυτοκινήτων.

Η εικονοκλασία του εξασφάλισε ότι, παρά τους περιορισμούς σε μια ιδιαίτερα υψηλής έντασης κεφαλαίου βιομηχανία όπου το καθαρό κόστος και η πολυπλοκότητα της διαδικασίας παραγωγής σήμαιναν ότι ακόμα και ο πιο ισχυρός των σχεδιαστών ήταν μόνο ένα μέλος μιας μεγάλης ομάδας ανάπτυξης, τα αυτοκίνητα που σχεδίασε έφεραν την ανεξίτηλη σφραγίδα του ως εντελώς ξεχωριστά.

Ο Αλέξανδρος Arnold Κωνσταντίνος Ισιγώνης (ναι αυτό είναι το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στη Σμύρνη από Έλληνα πατέρα και Γερμανίδα μητέρα και οι δυο με Βρετανική υπηκοότητα. Σε μικρή ηλικία δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για τα αυτοκίνητα και έφτασε δώδεκα χρονών προτού να μπει σε ένα. Ο παππούς και ο πατέρας του Ισιγώνη ήταν μηχανικοί, αλλά μετά το πρόωρο θάνατο του πατέρας του όταν ακόμα ο Ισιγώνης ήταν έφηβος η μητέρα του, Hulda, η κόρη ενός βαυαρού ζυθοποιού έγινε ο κεντρικός πόλος στη ζωή του.

Μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Hulda και Αλέξανδρος αποχώρησαν από την Ελλάδα για την Αγγλία όπου και αντιστάθηκε στην επιθυμία της μητέρας του για να μελετήσει την τέχνη προτιμώντας να εγγραφεί το 1925 σε μια τρίχρονη σειρά μαθημάτων εφαρμοσμένης μηχανικής στο πολυτεχνείο Battersea.

Ο Ισιγώνης απέτυχε στον διαγωνισμό μαθηματικών τρεις φορές αλλά υπερείχε στο σχέδιο. Όταν πήρε το δίπλωμά του η μητέρα του, του έδωσε ένα αυτοκίνητο για να πάει σε έναν γύρο της Ευρώπης πριν αρχίζει να εργάζεται.

Το αυτοκίνητο που πήρε από την μητέρα του ήταν εξαιρετικά αναξιόπιστο. Η αντιμετώπιση τουλάχιστον δυο ζημιών κάθε ημέρα, και η εμπειρία που αποκόμισε από αυτό το γεγονός, παρακίνησαν τον Ισιγώνη για να προσπαθήσει να βελτιώσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Μετά από δυο μήνες περιήγησης η μητέρα του τον καθοδήγησε για να ξεκινήσει να εργάζεται.

Η πρώτη εργασία του Ισιγώνη ήταν πωλητής για έναν σύμβουλο εφαρμοσμένης μηχανικής που ανέπτυσσε έναν τύπο ημιαυτόματης μετάδοσης.

Στο ελεύθερο χρόνο του, από το 1933 έως το 1938, ο Ισιγώνης συνεργάστηκε με το φίλο του, George Dowson, σε ένα ιδιωτικό πρόγραμμα κατασκευής ενός χειροποίητου αγωνιστικού αυτοκινήτου, το Lightweight Special. Χτισμένο χωρίς την ενίσχυση των εργαλείων δύναμης, το αυτοκίνητο χρησιμοποίησε ένα περίβλημα αποδοτικής και τονισμένης δομής που επινοήθηκε από τον Ισιγώνη από κοντραπλακέ για το σώμα και κάλυψη από αλουμίνιο για την πλευρική κάλυψη.

Ο Ισιγώνης συναγωνίστηκε επιτυχώς το αυτοκίνητο ο ίδιος, έως ότου τον ανάγκασαν οι απαιτήσεις της εργασίας του να σταματήσουν το 1948. Περιέγραψε αργότερα το  Lightweight Special ως: «Μια επιπολαιότητα στη ζωή μου. Δεν ήταν τόσο πολύ μια άσκηση σχεδίου ως μέσο να με διδάξει για το τρόπο να χρησιμοποιώ τα χέρια μου.» Το 1936 του προσφέρεται η θέση του μηχανικού οδήγησης και κατεύθυνσης Morris στις μηχανές, μια επιχείρηση που ιδρύθηκε στην Οξφόρδη το 1912 από τον William Morris, ο οποίος είχε αφοσιωθεί στην χαμηλής τιμής παραγωγή. Ο Ισιγώνης ανέπτυξε τη μέθοδο των ανεξάρτητων συστημάτων αναστολής στις μηχανές Morris και επινόησε ένα ανεξάρτητο σύστημα διάνοιξης σπειρών υιοθετώντας μια συμβατικότερη και φτηνότερη λύση αξόνων ακτινών.

 

Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, οι μηχανές Morris ανέλαβαν  στρατιωτική εργασία, ειδικότερα την ανάπτυξη του ελαφρού οχήματος αναγνώρισης Morris. Δεδομένου ότι ο Ισιγώνης αποτελούσε μέλος ενός διατηρημένου επαγγέλματος, η υπηρεσία του στις οπλισμένες δυνάμεις ήταν μηδαμινή, παραμένοντας κυρίως στις εγκαταστάσεις Cowley της επιχείρησης κοντά στην Οξφόρδη.

Εκεί εργάστηκε στα στρατιωτικά οχήματα των διάφορων τύπων, συμπεριλαμβανομένου του μηχανοποιημένου wheel barrow που προορίστηκε προς χρήση από την Πολεμική Αεροπορία στις ζούγκλες, καθώς και στο σχεδιασμό μιας αμφίβιας έκδοσης που σχεδιάστηκε προς χρήση από το βασιλικό ναυτικό. Παρά τη δέσμευση των μηχανών Morris για πολεμική χρήση, η επιχείρηση παρέμεινε δεσμευμένη στην ανάπτυξη ενός δημοφιλούς, συμπαγούς αυτοκινήτου παραγωγής. Ο χρόνος, η εργασία και οι πόροι αφιερώθηκαν στη διαμόρφωση ενός πρωτοτύπου  μικρού διθέσιου αυτοκινήτου.

Το πρόγραμμα ονομάζεται αρχικά το κουνούπι από το διευθυντή Thomas. Λειτουργώντας κάτω από τον κύριο μηχανικό της επιχείρησης, Α. V. Oak, ο Ισιγώνης δημιούργησε σχεδόν ολόκληρο το σχέδιο και τις προδιαγραφές για το Morris Minor, ένα εξαιρετικό επίτευγμα στη βιομηχανία οχημάτων μαζικής παραγωγής. Ο Oak υποστήριξε το single-minded όραμα του Minor και έδωσε στον Ισιγώνη την ελευθερία να ελέγξει κάθε πτυχή του σχεδίου, παρά την ανάπτυξη της συμβατικής, πιo οικονομικής διαδικασίας και της δημιουργίας μια νέας αντισυμβατικής μορφής σωμάτων από τα υπάρχοντα τμήματα πλαισίων.

 

 MORRIS MINOR

Το 1942, το πρώτο πρότυπο κλίμακας παρήχθη και ξεκίνησε η διαδικασία κανονικής παραγωγής του προτύπου με χειροποίητη επεξεργασία και διαμόρφωση του χάλυβα. Μέχρι το 1945, ένα σύνολο – το στατικό πρότυπο κλίμακας κοντά στη συμβατική μορφή παραγωγής παρουσιάστηκε. Ο William Morris ήταν εξαγριωμένος όταν είδε το τελικό πρότυπο και το επονόμασε «το λαθραίο αυγό».

Παρότι πολλοί αυτοκινητιστικοί σχολιαστές συμφώνησαν με τον Morris, το αυτοκίνητο βγήκε στην πώληση το 1948, κερδίζοντας βαθμιαία το κοινό, πέρα και από τους βρετανικούς αυτοκινητιστές – ειδικά επειδή η οδήγηση και η ανάρτηση που είχε εξελίξει ο Ισιγώνης το κατέστησαν τόσο εύκολο στην οδήγηση έναντι άλλων αυτοκινήτων της εποχής. Το οικονομικό αυτοκίνητο του Ισιγώνη παρέμεινε στην παραγωγή έως το 1971.

Ενθαρρυμένος από την επιτυχία του Morris Minor, ο Ισιγώνης συνέχισε τα πειράματα σχεδίου του στις μηχανές Morris, αλλά όταν αυτή συγχωνεύτηκε με την επιχείρηση μηχανών του Ώστιν το 1952 για να διαμορφωθεί η British Motor Corporation (BMC), παραιτήθηκε για να εργαστεί στην Alvis, καθότι φοβήθηκε ότι η ελευθερία του θα συγκρατούταν σε μια μεγάλη επιχείρηση όπως η BMC.

Εκεί συνεργάστηκε με το φίλο του Alex Moulton, τον ειδικό συστημάτων ανάρτησης που εφεύρε την έννοια της ρευστής διασύνδεσης και αργότερα έγινε διάσημος για το συμπαγές Moulton στα πλαίσια της ανάπτυξης ενός αυτοκινήτου πολυτέλειας. Όταν η Alvis ακύρωσε το πρόγραμμα, ο Ισιγώνης κλήθηκε από τον Sir Leonard Lord για να επιστρέψει στην BMC όπου επρόκειτο να συνεργαστεί στενά και να αξιολογήσει τα σχέδια του Jack Daniels (όχι καμία σχέση!!!). Ο Ισιγώνης μετέφερε τα σκίτσα έννοιας σε τεχνικά σχέδια και σε λειτουργούντα πρωτότυπα. Η αποστολή που δόθηκε στον Ισιγώνη και την ομάδα του στη BMC ήταν να καταπολεμηθούν οι αυξανόμενες εισαγωγές των φθηνών και μικρών αυτοκινήτων φυσαλίδων από τη Γερμανία και την Ιταλία. Το τμήμα του χρεώθηκε με το σχέδιο ενός οικονομικού στην κατανάλωση βενζίνης, ανέξοδου 4θέσιου οχήματος χρησιμοποιώντας μια υπάρχουσα μηχανή για να επανακτήσει το μερίδιο αγοράς για BMC.

Ο Ισιγώνης είχε αποκτήσει την φήμη ως σχεδιαστή με τις πιο δημιουργικές και εμπνευσμένες ιδέες, από τότε που σχεδίασε το  άκρως απόρρητό σχέδιο –αρχικά αποκαλούμενο ADO 15 (Austin Design Office Project 15) – σε ένα τραπεζομάντηλο !!!. Το σχέδιο αυτό ήταν το επαναστατικό Mini, το οποίο μετά από λίγο έγινε το best-seller στην Ευρώπη.

Ο Ισιγώνης μπορεί να μην ανακάλυψε την φόρμουλα των mini αυτοκινήτων, αλλά έγινε ο εμπνευστής και δημιουργός του πιο διάσημου παραδείγματος του είδους. Αλλάζοντας τον παραδοσιακό τρόπο μετάδοσης του και τοποθέτησης του κινητήρα από εμπρός προς τα πίσω σε πλαϊνή μετάδοσης και ένθεση, εξοικονόμησε σημαντικό χώρο δίνοντας την δυνατότητα άνετης φιλοξενίας 4 ατόμων στο εσωτερικό μιας μικρής και εύκολης στο parking πλατφόρμας. Για πρώτη φορά υπήρχε διαθέσιμος χώρος για τους επιβάτες στο 80% του συνολικού όγκου του αυτοκινήτου.

 

 

 

Αφού ο Sir Leonard Lord οδήγησε το πρωτότυπο, ζήτησε από τον Ισιγώνη να ετοιμάσει για παραγωγή το αυτοκίνητο μέσα σε ένα έτος.

Το σχέδιο ήταν τόσο ριζικό και πρωτόγνωρο, που η BMC ανησύχησε για πιθανά πολύ υψηλό κόστος. Απτόητος, ο Ισιγώνης σχεδίασε τα εργαλεία ο ίδιος. Αλλά η βιασύνη για να βγάλει τα αυτοκίνητα στο δρόμο προκάλεσε προβλήματα για τα πρόωρα πρότυπα του μίνι, ιδιαίτερα με τα μονταρίσματα μηχανών και τις επικαλύψεις των πατωμάτων. Ο Ισιγώνης αργότερα αναγνώρισε ότι οι επικαλύψεις των πατωμάτων είχαν διαρροές επειδή τις είχε σχεδιάσει ανάποδα.

Το Mini ευνοήθηκε σημαντικά από την συνεχιζόμενη συνεργασία του Ισιγώνη με τον Alex Moulton και τα συστήματα ανάπτυξης για την ανάρτηση. Ο σχεδιασμός του αυτοκινήτου σε συνδυασμό με την επαναστατική κίνηση στους εμπρός τροχούς και την ανεξάρτητη ανάρτηση πίσω, έδωσαν σημαντική ευκολία στην οδήγηση, παρότι ο Ισιγώνης “περιφρονούσε” τις ανέσεις των καθισμάτων που παραδοσιακά προσέφεραν τα Βρετανικά αυτοκίνητα, δηλώνοντας ότι είναι προτιμότερο να κάθονται σε καρφιά όταν οδηγούν αυτοκίνητο παρά σε άνετα καθίσματα. 

Το 1959, όταν και το Mini βγήκε στην παραγωγή, ήταν η χρονιά για την δημιουργία ενός συμβόλου που εκτός από τις πωλήσεις ρεκόρ στην Ευρώπη, έγινε η “εικόνα” της δεκαετίας του ’60. Μεταξύ των 5 εκατομμυρίων που παρήγαγε η BMC, πολλά αγοράστηκαν από διάσημους ιδιοκτήτες όπως οι Beatles, οι ηθοποιοί Peter Sellers, Dudley Moor και οι Steve McQueen. Το μικρό αυτό αυτοκίνητο έγινε θρύλος όταν πρωταγωνίστησε στην ταινία του 1969 “The Italian Job” όπου πρωταγωνιστούσε ο Michael Caine, ενώ αργότερα έγινε το συνώνυμο του γέλιου με τον Mr. Bean.

Φιλόδοξος όπως πάντα, ο Ισιγώνης δημιούργησε πολλές διαφορετικές εκδόσεις του αυθεντικού Mini, περιλαμβάνοντας μικρά φορτηγά, αγροτικά, station wagon και το Morris Mini Traveler που χρησιμοποιήθηκε από την Βασιλική Πυροσβεστική και τα Ταχυδρομεία.

Μια από τις εκδόσεις ήταν για αγωνιστικούς σκοπούς, την οποία ο Ισιγώνης δεν υποστήριξε με πολλή θέρμη. Μετά από ένα αγώνα στον οποίο το αυτοκίνητο οδηγούσε ο οδηγός και σχεδιαστής John Cooper, αποφάσισε να το μεταλλάξει σε ένα πλήρως ανταγωνιστικό και νικητή αυτοκίνητο αγώνων, το γνωστό Mini-Cooper. Οι διάσημοι οδηγοί Formula 1, James Hunt, Jackie Stewart & Niki Lauda, ξεκίνησαν την καριέρα τους οδηγώντας σε αγώνες το Mini-Cooper.

Στρέφοντας την προσοχή του στα μέσου μεγέθους οχήματα, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ζήτησης, ο Ισιγώνης συνέχισε την ιδεοληψία του με τη μεγιστοποίηση του διαστήματος επιβατών που συνδυάστηκε με την καλύτερη δυνατή οδική εκμετάλλευση. Παρείχε στην BMC το πρότυπο 1100, που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με το στούντιο Pininfarina στην Ιταλία, όπου ο Sergio Pininfarina σχεδίασε τη μορφή εξωτερικών σωμάτων. Προωθημένο ως Morris 1100 το 1962, και  αργότερα ως Austin 1100, οι καθαρές, κλασσικές γραμμές του αυτοκινήτου εξυπηρέτησαν τις πωλήσεις της BMC πολύ καλά. Το Austin 1100  ξεπέρασε το μίνι σε κέρδη και παρέμεινε ως η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στα αυτοκίνητα της Μεγάλης Βρετανίας για πολλά έτη.

 

 

Το Ισιγώνης συνέχισε να λειτουργεί ως διευθυντής εφαρμοσμένης μηχανικής στο τμήμα του Austin Morris έως το 1971 όταν και αποσύρθηκε. Ένας ασυμβίβαστος ατομιστής, Ισιγώνης πιστώνεται με το ρητό: «μια καμήλα είναι ένα άλογο που σχεδιάζεται από την επιτροπή.»

 

 

Ήταν ανεξάρτητος φιλόσοφος, που περιφρόνησε τη σύμβαση, και δεν έπαιρνε  συμβουλές θεωρώντας ότι κάθε τι που σχεδίασε ήταν αρκετά ή πολύ καλό για όλους.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΙΜΙΖΗΣ

Σαν δώρο για το Πάσχα, σε όλους τους Έλληνες, Ομογενείς και Απόδημους αδελφούς μας είναι αυτό το αφιέρωμα για τον Έλληνα από την Χίο και όνομα του οποίου έχει δοθεί σε αστεροειδή, είναι ο ακαδημαϊκός Σταμάτης Μ. Κριμιζής, που είναι υπεύθυνος πολλών διαπλανητικών αποστολών της NASA. Ο Σταμάτης Κριμιζής συνεργάζεται με τη ΝΑΣΑ και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος. Είναι επίτιμος καθηγητής του διαστημικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Τζων Χοπκινς στις ΗΠΑ και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει τιμηθεί με πανω από 30 βραβεία (Group Achievement Awards) για την συμμετοχή του της NASA και ESA στις αποστολές Voyager, Ampte, Galileo, Ulysses, Cassini και Ace. Το 1999 η Διεθνής Αστρονομική Ένωση μετονόμασε τον αστεροειδή «1979 UH» σε «8323 krimigis» και φέρει το όνομά του. Έχει επανειλημμένως καταθέσει ενώπιον Επιτροπών του αμερικάνικου Κογκρέσου για θέματα διαστημικής επιστήμης και τεχνολογίας, με πιο πρόσφατες αναφορές του για την αποστολή Voyager, η οποία διέσχισε το εξώτατο όριο της ηλιόσφαιρας. Το 1997 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας τον τίμησε με τον Χρυσό Σταυρό του Ταξίαρχου του Τάγματος του Φοίνικος. Ένα άλλο πολύ σημαντικό προσόν που διαθέτει είναι ότι μπορεί να μιλά για επιστημονικά θέματα και ανακαλύψεις με τρόπο απλό που προσελκύει το κοινό. Εμείς και οι πολυπληθείς επισκέπτες – αναγνώστες μας είναι υπερήφανοι που ο ακαδημαϊκός Σταμάτης Μ. Κριμιζής είναι Έλληνας.

Ο Δρ Σταματης Μ. Κριμιζής

Και είναι δώρο για το Πάσχα, διότι ο Θεός μας χάρισε τον Σταμάτης Κριμιζής, τον  Έλληνας χαρτογράφος του διαστήματος και είναι πολύ τιμή σε εμάς και διότι είναι Έλληνας όπως είναι και όλοι οι Έλληνες , Ομογενείς και Απόδημοι αδελφοί μας που είναι Έλληνες . Η παρουσίαση αυτού του Αφιερώματος θα ακολουθήσει τους πιο κάτω άξονες ενημέρωσης θα γνωρίσουμε τον Δρ Σταμάτιο Μ. Κριμιζής ο οποίος έφυγε νέος από την Χίο για να διερευνήσει το Διάσημα, την περιγραφή του διαστημόπλοιου της NASA Voyager του οποίου τα όργανα σχεδίασε ο Σταμάτης Κριμιζής, μια Συνέντευξη του Dr Σταμάτη Κριμιζή που έχει μεγάλο ενδιαφέρον και μετά να παρακολουθήσουν σε Vision όλοι πολυπληθείς επισκέπτες – αναγνώστες του Apodimos.com Ολόκληρη η τηλεοπτική εκπομπή «ΣΤΑ ΑΚΡΑ» της ΝΕΤ με την Βίκυ Φλέσσα όπου ο Dr Σταμάτης Κριμιζής σας ταξιδεύει στο Διάστημα, ενώ ακολούθως θα μελετήσουμε αυτά που ο διάσημος Έλληνας Διαστημικός φυσικός και Ακαδημαϊκός Σταμάτης Κριμιζής μιλά για την ύπαρξη εξωγήινης νοημοσύνης και μια διάλεξη του Ακαδημαϊκού κ. Κριμιζή στην Ελληνική Πρεσβεία στη Ουάσιγκτον.

http://anopetra-eleos.blogspot.com/

Posted in Ελληνική Διασπορά | Leave a Comment »

Εθνική και κοινωνική Συνείδηση

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 12 Σεπτεμβρίου 2009

του Κ. Μοσκώφ, Άρδην τ. 74
Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αιώνα, στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί.
Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο. Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έστι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο.
Όμως, τα πλεονάσματα στον κάμπο δημιουργούνται κυρίως με διοικητικό τρόπο από φορολογίες, ιδίως από τη δεκάτη, από τον ισστιρά, την υποχρέωση πώλησης μέρους της παραγωγής σε χαμηλές τιμές προς το κράτος. Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν. Η αγορά, στον πεδινό αυτό χώρο, δεν θα διαμορφωθεί παρά μέσα από θύλακες, «comptoirs», που αφομοιώνουν στον διεθνή χώρο τα πιο προσοδοφόρα τμήματα της πεδινής αγροτικής οικονομίας σε μια κατευθείαν σύνδεση άρχουσας τάξης και εισαγωγέων της Ευρώπης· η σταφιδοπαραγωγή, ιδίως, μέσα σε τέτοια πλαίσια αναπτύσσεται· μέσα σε τέτοια πλαίσια, πάνω σε μια φεουδαλική και μεταπρατική βάση, θα διαμορφωθούν κοινωνικά και οι ασχολούμενοι με τις καλλιέργειες αυτές πληθυσμοί.
Αντίθετα, τα παραγωγικά πλεονάσματα δεν θα δημιουργηθούν στα ορεινά κέντρα, παρά μόνο περιθωριακά μέσα από την αγροτική παραγωγή. Βέβαια, η εισαγωγή νέων καλλιεργειών θα προκαλέσει, και εδώ, το πολλαπλασιαστικό φαινόμενο· το καλαμπόκι, το βαμβάκι βοηθούν στο να αξιοποιηθεί καλύτερα η γη στο βουνό, όπου η ύδρευση, σύμφωνα με τα τεχνικά μέσα της εποχής, είναι πιο πρόσφορη· η κάποια ανάπτυξη όμως της αγροτικής παραγωγής, που επακολουθεί, δεν οδηγεί προς την εξαγωγή αλλά προς την εξασφάλιση μεγαλύτερης αυτάρκειας απέναντι στην πεδιάδα σε ό,τι αφορά τα εδώδιμα, στη σημαδιακή στροφή προς τη βιοτεχνία, προς τα υφαντικά ιδίως προϊόντα. Η νηματουργία βαμβακιού και μαλλιού, η μεταξουργία και η βαφική θα αποτελούν τους κυριώτερους πόλους της οικονομικής ανάπτυξης μέσα σ’ αυτόν τον ορεινό ελλαδικό χώρο.
Καινούργιοι όροι, αυτοί εξωγενείς, θα ωθήσουν την παραγωγή προς μια νέα, επιταχυνόμενη ανάπτυξη· η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που τερματίζει τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, στα 1774, δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να χρησιμοποιήσουν τη ρωσική προστασία, εξασφαλίζοντάς τους από το αυθαίρετο της διοίκησης, αλλά και εξομοιώνοντάς τους, από φορολογική άποψη, με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές, θέτοντάς τους ακόμα σε μια θέση πιο ευνοϊκή από αυτήν που κατέχουν οι μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι συντοπίτες τους. Η διάνοιξη της Μαύρης Θάλασσας και της ρωσικής αγοράς στο ελληνικό εμπόριο, ο ηπειρωτικός αποκλεισμός και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, προσφέρουν καινούργιες δυνατότητες στην ελλαδική οικονομία· η οικονομική απογείωση αγκαλιάζει, από τα 1780-1790, τα εμπορευματικά κέντρα του βουνού, από τα 1790 το σύνολο του ελλαδικού χώρου. Η οικονομική δραστηριότητα θα συγκεντρωθεί σε τρεις τομείς· στα βιοτεχνικά κέντρα, στα ναυτικά νησιά, στις πλουσιώτερες σταφιδοπαραγωγικές πεδινές εκτάσεις.
Τα βιοτεχνικά κέντρα είναι, όπως είδαμε, δημιουργήματα της διαφοροποιημένης αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής του νεοεποικισμένου ορεινού χώρου· μοναδική εξαίρεση στον τομέα αυτόν, η περίπτωση της υφαντουργίας του θεσσαλικού Τυρνάβου(1)· η μεταξοβιοτεχνία γίνεται η κύρια παραγωγική απασχόληση στα Πηλιορίτικα χωριά και στην περιοχή της δυτικής Μάνης, ενώ στον βορεινό Κίσσαβο και στα χωριά του Κάτω Ολύμπου αναπτύσσεται η βαφική, η νηματουργία και η υφαντική· μια σειρά άλλα ορεινά κέντρα συγκεντρώνουν την κατεργασία του μαλλιού και των δερμάτων. Στα 1800 η βιοτεχνία απασχολεί ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγώτερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%(2).
Τα νησιά είναι ο άλλος πόλος της νεοελληνικής αναγέννησης· άλλα στο χρώμα της ώχρας του ξερού τοπίου τους, και άλλα στο χρώμα της ελιάς, γεννούν ανάλογα με την υφή της γης τους και δική τους μορφή κοινωνίας. Τα πλουσιώτερα νησιά, αυτά της μικρασιατικής ακτής, βρίσκονται στην ελληνική ιστορία από τα πιο αρχαία χρόνια, όπως η Λέσβος της αιολικής ποίησης και του αθηναϊκού λαδιού, όπως η Σάμος, η Χίος, η Ρόδος· πλούσια όμως και άγονα, θα μοιραστούν την κατάπτωση που προκαλούν οι διαρπαγές και η πειρατεία στα υστερώτερα χρόνια· η Σάμος δεν κατοικείται παρά από λίγες εκατοντάδες βοσκούς στα χρόνια του Σουλεϊμάν, η Λέσβος και η Ρόδος, από 10.000 η καθεμιά τους πενόμενους αγρότες, και η Δήλος, κάποτε κέντρο ιερό ή μέγιστο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου, καταντά στα ίδια αυτά χρόνια και για αιώνες πολλούς βοσκοτόπι της γειτονικής Μυκόνου. Αν η Χίος διατήρησε, χάρη στα προνόμιά της και στην εύνοια της Γαλλίας, τη θέση της μέσα στο Αιγαίο και αν η βενετσιάνικη ως τα 1715 κατοχή στην Τήνο διατήρησε στο νησί έναν πληθυσμό πυκνό, 28.000 στα 1780, ωστόσο δεν είναι τα πλούσια αυτά ελαιοφόρα νησιά που βγαίνουν θριαμβευτικά στο προσκήνιο της νεοελληνικής ιστορίας, αλλά τα άλλα, τα ξεχασμένα και μικρά, που η λειτουργία τους προσομοιάζει με αυτήν των βουνών της ηπειρωτικής χώρας και που γίνονται, μετά τα 1700, καταφύγια, από την ανασφάλεια, το στερνό κύμα φεουδαλοποίησης των κάμπων, της αλλαγής στο επαχθέστερο της αγροτικής φορολογίας. Η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, αλλά και ο Πόρος, η Μύκονος, η Κάσσος, η Σύμη, η Σκιάθος, βράχια του Μυρτώου και του Αιγαίου ακατοίκητα, συγκεντρώνουν έναν πληθυσμό που φτάνει τις 15.000-20.000 ήδη την εποχή των Ορλωφικών· οι μετά τα 1774 ευνοϊκές συνθήκες θα αυξήσουν παραπέρα τον πληθυσμό τους, που θα φτάσει στα 1820 στις 20.000 για την Ύδρα, 8.000 για τις Σπέτσες, 6.000 για τα Ψαρά, κάπου 100.000 για όλα τα μη γεωργικά νησιά του Αρχιπελάγους(3). Το ειδικό βάρος του νησιωτικού αυτού χώρου δεν φαίνεται μόνο από τη δημιουργημένη μέσα σε 30 χρόνια κραταιή ναυτιλία του -πάνω από 300 καράβια άνω των 100 τόννων, συνολικού εκτοπίσματος 61.500 τόννων στα 1819-, αλλά από την εμπορική και τραπεζιτική λειτουργία, που ασκεί για το σύνολο του ελλαδικού χώρου η συσσώρευση του ναυτιλιακού κεφαλαίου στα κυριώτερα από αυτά, κάπου 50.000.000 χρ. φράγκα σε νομίσματα, ένα ανάλογο ποσό επενδυμένο σε καράβια(4).
Όσο και αν ο οικονομικός διχασμός του ελλαδικού χώρου γίνεται μέσα στα χρόνια της οικονομικής απογείωσης ολοένα και εντονώτερος, ωστόσο από τα τέλη του 18ου αιώνα θα εμφανιστούν και στη φεουδαλική οικονομία του κάμπου τα επακόλουθα των ευνοϊκώτερων όρων που η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή παραχώρησε.
Ο μεταπρατικός αγροτικός χώρος θα απλώνεται σε όλη τη δυτική πλευρά του Μωρηά, από την Κόρινθο ως την Καλαμάτα. [ ] Οι καλλιέργειες αρχίζουν βαθειά στα ενδότερα, στους πρόποδες των λόφων, όπου η ελιά, το αμπέλι και η συκιά δίνουν σταδιακά τη θέση τους στη σταφίδα· τα 5 ή 6 καράβια φόρτωμα, που μας πληροφορούν τα περιηγητικά κείμενα του 17ου αιώνα ότι αποτελούσαν την τότε παραγωγή, γίνονται εκατοντάδες, εκατό χρόνια πιο μετά· στα 1800 ένα προϊόν αξίας 4.000.000 φράγκων κατευθύνεται προς τα ευρωπαϊκά λιμάνια ή τα βρεττανικά νησιά(5).
Η αγορά τα χρόνια αυτά έχει απόλυτο κυρίαρχο τον χριστιανό μεγαλοκτηματία, έμπορο και φοροεισπράκτορα μαζί, σαράφη ακόμα και προύχοντα της κοινότητάς του(6). Στα 1820, μετριούνται σε εκατοντάδες αυτοί οι πλούσιοι έμποροι και κτηματίες στον δυτικό Μωρηά· μεταξύ τους μοιράζονται κεφάλαια αξίας πάνω από 20.000.000 χρ. φράγκα· η Πελοπόννησος συγκεντρώνει 97.118 άτομα στα 1687, 259.564 στα 1719 και η αύξηση συνεχίζεται και μετά τη λήξη της δεύτερης βενετικής κατοχής· στα πρόθυρα της εξέγερσης του ’21 ο πληθυσμός θα έχει υπερδιπλασιασθεί ακόμα στα 504.000 άτομα(7).
Η οικονομική διαφοροποίηση, προχωρώντας μετά τα 1770 με ολοένα και πιο γοργό ρυθμό, έχει οδηγήσει και εδώ σε μια κοινωνική ιεράρχηση. Στην Πελοπόννησο, η πρώτη φορολογική τάξη, μεγαλοκτηματίες και μεγαλέμποροι, καραβοκυραίοι, σαράφηδες και ανώτεροι κληρικοί, οι «αϊλάδες», όπως αποκαλούνται στην οθωμανική δημοσιονομία, αποτελούν τα 3%-5% του χριστιανικού πληθυσμού· η μεσαία τάξη, κτηματίες κυρίως των βορειοδυτικών περιοχών, οι «εσσατλάρ», αποτελούν τα 30%-35% του πληθυσμού, αλλά 50% περίπου οι μεγάλες μάζες, ενώ οι άποροι, οι «φουκαριλάρ» των κειμένων, άλλα 10%-15% του πληθυσμού, εξαιρούνται, σύμφωνα με το Σεριάτ, από φόρους. Στην Κεντρική Μακεδονία, αντίθετα, η ανώτερη τάξη αποτελεί τα 6%-9% του πληθυσμού, τα 70%-75% η μεσαία, τα 15%-19% η κατώτερη· η διαφοροποίηση εδώ είναι πιο προχωρημένη, αλλά και τα εισοδήματα σημαντικά ανώτερα· είναι χαρακτηριστικοί οι αριθμοί για την πόλη της Θεσσαλονίκης· μέσα στην ελληνική κοινότητα των 2.175 οικογενειών, που σε σημαντικό βαθμό διατηρούν μιαν αγροτική λειτουργία, οι σχέσεις είναι: 7% η ανώτερη, 60% η μεσαία, 30% περίπου η κατώτερη τάξη· ανάμεσα στις 3.671 οικογένειες τής αποκλειστικά με τη βιοτεχνία και το εμπόριο απασχολούμενης ισραηλιτικής κοινότητας, οι ίδιες σχέσεις είναι αντίστοιχα: 5%, 20% και 70% περίπου(8).
Η οικονομική απογείωση ολοκληρώνεται έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα, πρόκειται όμως για μια απογείωση ανώμαλη, που όχι μόνο δεν πραγματοποιεί, αλλά εντείνει ακόμα περισσότερο τη διάσπαση της ενότητας της ελλαδικής αγοράς· με την Ελλάδα του ξερικού κάμπου, την εγκαταλελειμμένη στην ελονοσία και τον υποπληθυσμό της, θα συνυπάρχει τώρα η Ελλάδα των ορεινών βιοτεχνικών κέντρων, των ναυτικών νησιών, των μεταπρατικών κοιλάδων του Μωρηά· η Ελλάδα της σύνθετης ήδη και προηγούμενης στον καιρό της -σε ό,τι αφορά τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τουλάχιστο- βιοτεχνικής παραγωγής, θα έχει τώρα να υποστεί όλες τις συνέπειες της έλλειψης μιας δικής της ενδοχώρας, τις συνέπειες ίσως, να έλεγε κανείς, της τραγικής της «ύβρεως», που θα αποτελέσει ο εποικισμός και η πραγμάτωση, παρά τις τόσες αντιξοότητες, μιας οικονομικής ανάπτυξης στο βουνό. Η αδιαφιλονίκητη μετά το Βατερλώ κυριάρχηση της διεθνούς αγοράς από την βρεττανική βιομηχανία θα υπαγορέψει τώρα τους όρους ενός δύσκολου θανάτου· η ελληνική βιοτεχνία θα πεθάνει μέσα στην πιο σφριγηλή της εφηβεία, ανυπεράσπιστη από την πολιτική ηγεσία του τόπου, οπού θα κυριαρχήσει ο μεταπρατικός κόσμος.
Τα Αμπελάκια, όπου έχουν συσσωρευτεί κεφάλαια 30.000.000 χρ. φράγκων στα 1807, αποδυναμωμένα από την αυστριακή χρεωκοπία του 1811, που εξανεμίζει τα 2/3 των σε βιεννέζικες τράπεζες κατατεθειμένων διαθεσίμων τους, θα επιζήσουν επώδυνα ως τα μέσα του 19ου αιώνα· στα 1850 θα υπάρχουν ακόμα εκεί 300 περίπου παραγωγικές ομάδες υφαντικής και βαφής από τις 1.500 που υπήρχαν 20 χρόνια προτήτερα(9). Στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, παρ’ όλες τις απανωτές κρίσεις ανάμεσα 1811 και 1818, παρ’ όλες τις δηώσεις των δύο πρώτων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, θα επιζούν στα 1830 κάπου 400 από τους 2.500 αργαλειούς του 1812(10). Η ελληνική βιοτεχνία πεθαίνει, αλλά πεθαίνει δύσκολα και αργά.
Η ακόμα πιο μεγάλη διαφοροποίηση της ελλαδικής αγοράς, που φέρνει η ανεξαρτησία των μεσημβρινών επαρχιών, η καλπάζουσα αποικιοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα βόρεια, θα δώσουν το χαρακτηριστικό κτύπημα εκεί ανάμεσα 1830 και 1850. Η οικονομική απογείωση των τελευταίων χρόνων του 18ου αιώνα βοηθά στο να εμφανιστεί για μια ακόμα φορά ο Έλληνας στον πανάρχαιο ρόλο του· η ίδια η εντελέχεια της κοινωνίας του θα τον έχει σπρώξει μέσα στην ζέση της ενεργητικότητάς του προς τον ορεινό χώρο πρώτα, προς τον εξωτερικό χώρο έπειτα· η μοίρα του θα είναι για τα μεγάλα και όχι για τα μικρά της ιστορίας· ενώ το εσωτερικό της εθνικής αγοράς του θα βρεθεί να κατακλύζεται, να αλλοτριώνεται, στην οικονομία της ανεπτυγμένης Ευρώπης, αυτός θα συνεχίζει κοντοτιέρος της εμπορευματικής ανάπτυξης και του νεωτερικού πνεύματος στα βορειότερα Βαλκάνια, τον Εύξεινο και την Μικρασία, να διοργανώνει τις αστικές σχέσεις στον γύρω χώρο του, σπέρνοντας εκεί, όπου άλλα έθνη με το πλήρωμα του χρόνου θα δρέψουν…

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΣ

Τίποτα δεν χαρακτηρίζει περισσότερο αυτή τη διάχυτη υφή της ελληνικής δομής, από την ανάπτυξη που παίρνει μετά τον 17ο αιώνα η παροικιακή εξάπλωση του ελληνισμού σε όλον τον χώρο της οικονομικής του δράσης· το φαινόμενο δεν αποτελεί βέβαια παρά έξαρση μιας κατάστασης που ενυπάρχει στις ελλαδικές κοινωνίες από τον πρωταρχικό σχηματισμό τους, φθάνει όμως την φορά αυτή σε τέτοιο μέγεθος, που τείνει να γίνει ένα από τα κυριαρχικά στοιχεία του ελλαδικού συστήματος στα μεταξύ 1800 και 1900 χρόνια(11).

Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής· άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο· ωστόσο, με την παραπέρα ανάπτυξη των αστικών παραγωγικών σχέσεων, η λειτουργία της παροικίας θα αλλάξει· τα μέλη της γίνονται οι προσωπικοί φορείς της επαφής της ελληνικής αγοράς με τον εξωτερικό χώρο, αλλά και οι φορείς συνάμα προς τον εσωτερικό χώρο του νεωτερικού πνεύματος.

Ενδεικτικός είναι σχετικά ο τρόπος που σχηματίζεται, το παροικιακό πληθυσμιακό στρώμα σε μια τυπική, για την ανάπτυξη του φαινομένου στις ευρωπαϊκές χώρες, περίπτωση στην πόλη της Τεργέστης(12).

Η παροικία της Τεργέστης, όπως όλες οι ανάλογες της Δύσης, στην καινούργια αυτή περίοδο θα λειτουργήσει σαν πρακτορείο της ελλαδικής αγοράς· οι πάροικοι θα μείνουν περιθωριακά στοιχεία του εξελιγμένου ήδη τόπου εγκατάστασης· φροντίζουν για την τοποθέτηση των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων του τόπου τους στην ξένη αγορά, είναι και διάμεσοι συνάμα της εισαγωγής των ξένων προϊόντων στην χώρα τους. Η παροικία θα έχει 16 οικογένειες μέλη στα 1774, 27 στα 1782, πάνω από 200 στα πρόθυρα της Ελληνικής Επανάστασης.

Στα βορεινά Βαλκάνια, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στο εσωτερικό της Μικρασίας -οι ακτές της, αυτή την εποχή, αποτελούν ακόμα εθνικό χώρο του Ελληνισμού- η παροικία αποκτά μια λειτουργία πρόσθετη· πρακτορεύει από τη μία πλευρά τις ανταλλαγές με τον ελλαδικό χώρο, αλλά από την άλλη πλευρά γίνεται και ο διοργανωτής της αγοράς μέσα στις ξένες και καθυστερημένες αυτές οικονομίες, που διανύουν το πατριαρχικό ή το πρώτο φεουδαλικό τους στάδιο.

Στα πριν την Επανάσταση χρόνια το παροικιακό είναι ακόμα ένα νέο φαινόμενο· οι παλαιότεροι παροικιακοί -προσφυγικής γένεσης- πληθυσμοί μόνο μετά τα 1750 θα αποκτήσουν μια κάπως άνετη οικονομική υπόσταση. [ ]

Από τα 1805 ήδη μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικές τάσεις στην διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης των παροικιών, ανάλογα με το ειδικό βάρος που στο εσωτερικό της κάθε μιας έχει παίξει ο καθένας από τους παραπάνω παράγοντες. Οι Δυτικές παροικίες, ιδιαίτερα οι ιταλικές, γαλλικές και της Τεργέστης, ηγεμονεύονται ιδεολογικά από το Παρίσι, μέσα από τον κύκλο που δημιουργείται γύρω στον Κοραή· η επίδραση της γαλλικής πολιτικής και ιδεολογικής ζωής είναι στον κύκλο αυτό πιο άμεση, ίσως και πιο μηχανιστική και άκριτη· εδώ θα είναι το προπύργιο της φιλελεύθερης τάσης, όχι όμως πάντοτε και του αστικού ριζοσπαστισμού.

Στις Ανατολικές παροικίες, αντίθετα, ηγεμονεύει το Βουκουρέστι, αν και λιγώτερο αποκλειστικά απ’ ό,τι στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο η γαλλική πρωτεύουσα. Εδώ υπάρχει μια κρατική παράδοση, δημιουργημένη στις καλύτερες στιγμές του Φαναριωτισμού, και η προέλευση των παροίκων από τα ορεινά βιοτεχνικά κέντρα θα δώσει μια πιο λαϊκιστική, εθνικιστική, πιο ριζοσπαστική κάποτε χροιά στην ιδεολογική τους στάση. Αλλά και εδώ η διαμόρφωση του παροικιακού πνεύματος δεν θα είναι ομοιόμορφη· τα Βαλκάνια, οι Μαυροθαλασσίτικες ακτές, η Ανατολή, ζούνε ακόμα τότε μες στην πληθώρα των εθνικών ομάδων ταυτόχρονα πολλές κοινωνικοϊστορικές εποχές. Το παρόν, το μέλλον, το παρελθόν, διαχέονται στον ίδιο τόπο· δεν έχεις παρά να μετακινηθείς από το ένα χωριό στο άλλο, στις πόλεις από τον ένα στον άλλο μαχαλά, για να βρεθείς από το ένα στάδιο της ιστορικής εξέλιξης σε ένα άλλο· στο καθένα το άτομο κρατά και άλλη πολιτιστική στάση. Η παροικία, κάτω από την αλληλοεπίδραση των γύρω της καταστάσεων, στα καθένα φορεί κι ένα διαφορετικό ηθικό και υλικό προσωπείο.

Μπορεί να μιλήσει κανείς για αλλαγή θεμελιακή στην δεύτερη και τρίτη γενιά του παροικιακού κόσμου· ανεξάρτητα από την τοπική προέλευση, η παροικία τείνει να καταστεί τώρα φορέας πάντοτε μεταπρατικής ιδεολογικής επίδρασης· από εδώ θα ξεκινήσουν στα χρόνια του Αγώνα χιλιάδες οι πάροικοι με τις πιο καλόβουλες προθέσεις, εδώ όμως θα πρέπει να αναζητηθεί και η μεγαλύτερη πηγή του κοσμοπολίτικου πνεύματος, η απαρχή της κατεστημένης μας λεβαντίνικης ιδεολογίας.

Ο Κοραής και ο κύκλος του, ο Ά. Γαζής και ο δικός του κύκλος της Βιέννης, οι Σμυρνιοί έμποροι -χιώτικης οι περισσότεροι ή καραμανλήδικης προέλευσης-, ο κύκλος της «Νέας Ημέρας» της Τεργέστης, οι Ψυχάρηδες, οι Αιγυπτιώτες βαμβακέμποροι -μια γενιά πιο μετά- θα είναι φορείς μιας τέτοιας πνοής.

Η ανάπτυξη στα νοτιώτερα της Ελλάδας ενός κράτους ανεξάρτητου δεν θα θέσει σε περιθωριακό επίπεδο την επίδραση της παροικίας. Οι μεγάλοι πάροικοι, όπως θα δούμε, θα είναι η ισχυρότερη οικονομική δύναμη μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα, και στον πολιτικό κόσμο θα καταλάβουν καίριες θέσεις. Η ιδεολογική τους επίδραση, μέσα από τέτοια πόστα, θα μείνει πάντοτε δυνατή, στήριγμα της ντόπιας μεταπρατικής τάξης. Έτσι, οι παροικίες, ως ένα σημείο, θα γυρίσουν πίσω την οφειλή, ένα κομμάτι από την εθνική ενέργεια που είχαν απορροφήσει· η είσπραξη όμως θα γίνεται με τη μορφή ελεημοσύνης και δωρεάς· ο τόπος θα έχει για πάντα στερηθεί την εργασία και τα κεφάλαιά τους σαν στοιχεία μιας δικής του οργανικής ζωής, τη συμβολή τους σε μια εθνοτική, αυτόνομη προοπτική ανάπτυξης. Και στην δική τους ύπαρξη θα έρθει άλλωστε καιρός -στη Ρουμανία από τα 1904, στην Βουλγαρία από τα 1907, από τα 1908 ήδη στις έξω από τον εθνικό χώρο περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αργότερα στην Αίγυπτο-, που η άρνηση των παροικιακών πληθυσμών να μεταβληθούν από ξένα σώματα σε μειονότητες εθνικές της χώρας όπου έχουν ανθήσει, οδηγεί στην καταπίεσή τους και στην παρακμή. Θα είναι οδυνηρή η στιγμή που για μιαν ακόμα φορά ένα κομμάτι της εθνικής μας ζωής θα εκμηδενίζεται, οδηγημένο από την εντελέχεια της ελλαδικής δομής, δίχως δυνατότητες αντίστασης· θα είναι η ώρα της τραγικής Αλεξάνδρειας του Καβάφη.

* Από το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1972.

Σημειώσεις

1. Βλ. Α. Βακαλόπουλου, έ.α., τόμ. Β΄1, σελ. 96.

2. Βλ. ιδίως Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 167-170.
3. Βλ. Ι. Κοντογιάννη, Οι Έλληνες κατά τον Α΄ Ρωσσοτονρκικό πόλεμο, Αθήναι, 1952, σελ. 235-236, που αναφέρεται σε σχετική απογραφή του λοχαγού Α. Κρίνεν· επίσης Α. Μάμουκα, Στατιστική…, ΙΑ΄, σελ. 230, και J. Hasluck, De Population in the Aegean Islands and the turkish conquest, «Annual of the British School of Athens», τόμ. 17 (1910-1911), σελ. 156-181.
4. Α. Andreades, La marine marchande grecque, «Alcan», Paris, 1916, σελ. 36-37.
5. Pouqueville, έ.α., τόμ. Ill, σελ. 171.
6. Συχνή είναι η χρησιμοποίηση του κοινοτικού ταμείου, ή και του επισκοπικού, για τη διευκόλυνση και επέκταση των εμπορικών συναλλαγών. Ο Pouqueville αναφέρεται σχετικά στην Μητρόπολη Καστοριάς, στο ταμείο της οποίας κατέθεταν και μωαμεθανοί ακόμα γαιοκτήμονες ή πραματευτάδες, και τα κεφάλαια του οποίου αξιοποιούνται με τόκο 10%-12% μέσω των μεγαλεμπόρων, κάτω από την αλληλέγγυο ευθύνη της Μητρόπολης. Βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 1-2.
7. Η Πελοπόννησος συγκεντρώνει τα χρόνια αυτά τα 25% του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου, σε σύγκριση με 10% σήμερα. Για δημογραφικά την εποχή της απογείωσης βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 192-195.
8. Βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. VI, σελ. 225-261, και Ι. Βασδραβέλλη, Οθωμανικά αρχεία Θεσσαλονίκης, τόμ. Ι, σελ. 526.
9. L. Heuzey, Excursion dans la Thessalie turque, Paris, «Belles Lettres», 1927, σελ. 23.
10. L. Heuzey, έ.α., σελ. 24.
11. Τη σπουδαιότητα της λειτουργίας του παροικιακού φαινόμενου μέσα στην νεοελληνική ιστορία επισημαίνουν οι περισσότεροι ιστοριογράφοι· βλ. ιδίως Π. Καρολίδη, Ιστορία του ΙΘ΄ αιώνος, τόμ. Β΄, σ. 109-110, Αθήνα, 1892, Κ. Ντίτριχ, Ο εν διασπορά Ελληνισμός, «Εμπορεία Αθηνών», τεύχ. 33, 1920, Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τόμ. Α΄, σ. 214, Αθήνα, 1957, και τη μονογραφία του Ν. Ψυρούκη, Το παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα, 1965.
12. Βλ. Σ. Λάμπρου, Περί το συνοικισμού των γραικών εν Τεργέστη (παρουσίαση χειρόγραφης μελέτης του Χ. Φιλητά), «Δελτίον Εθνολογικής Αρχαιολογικής Εταιρείας», 1897, σελ. 370-376.

Posted in Ευρώπη, Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

«Φθινοπωρινός Πόνος» και Τουρκική μειονοτική πολιτική

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Αυγούστου 2009

Χρήστος Ιακώβου, Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Εσχάτως, η προβολή της Τουρκικής ταινίας «Φθινοπωρινός Πόνος» (Guz Sancisi) η οποία πραγματεύεται, πίσω από μία ιστορία αγάπης ενός Τούρκου μεγαλοαστού και μιας Ρωμιάς ιερόδουλης, τα βίαια και κατευθυνόμενα γεγονότα εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης του Σεπτεμβρίου του 1955, έχει προκαλέσει μία σειρά δημοσιευμάτων στον Ελληνικό Τύπο μέσα από τα οποία δυσκολεύεται κάποιος να ξεχωρίσει το ρομαντισμό από την πολιτική ανάλυση.

Σίγουρα, η ταινία δείχνει μία τάση μέσα στην Τουρκική κοινωνία που θέλει να δώσει την δική της εκδοχή για το παρελθόν. Αυτό που δεν πρέπει όμως να συγχέεται, και όντως συγχέεται, είναι η τάση αυτή με την συνεχιζόμενη επίσημη μειονοτική πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι καλό να μάθουν, όσοι σπεύδουν να δουν με περισσό ρομαντισμό μέσω μιας ταινίας, που αργά η γρήγορα θα αντικατασταθεί από μία άλλη κινηματογραφική εμπορική επιτυχία, ποια είναι η σημερινή πραγματικότητα για τη μειονότητα, την ίδια ώρα που προβάλλεται η ταινία.

Στις 20 Φεβρουαρίου του 2008, η Τουρκική εθνοσυνέλευση ψήφισε το νόμο 5555, γνωστό ως Νόμο περί των Μειονοτικών Ιδρυμάτων (Βακουφίων). Το πάγιο αίτημα των μειονοτικών ιδρυμάτων στην Τουρκία, στο πλαίσιο εναρμόνισης της χώρας με το κοινοτικό κεκτημένο, είναι η επιστροφή των ακινήτων περιουσιακών τους στοιχείων, τα οποία στο παρελθόν κατεσχέθησαν από το τουρκικό κράτος.

Σήμερα, 161 μειονοτικά ιδρύματα στην Τουρκία (η πλειοψηφία ελληνικά, 75 στον αριθμό), υπέβαλαν αιτήσεις για την επιστροφή 2.252 ακινήτων που, κατά το παρελθόν, μεταβιβάσθηκαν σε τούρκους ιδιώτες ή περιήλθαν στην κυριότητα του τουρκικού δημοσίου. Το ζήτημα αυτό ήρθε στην επιφάνεια στα μέσα του 2002, όταν στα πλαίσια εκπλήρωσης των κριτηρίων της ΕΕ αναφορικά με το σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων, οι τουρκικές κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν να επιτρέψουν στα μειονοτικά ιδρύματα να πάρουν τίτλους ιδιοκτησίας για την ακίνητη περιουσία τους, παρέχοντας σε αυτά το δικαίωμα να την διαχειριστούν, όπως ακριβώς προβλέπει και η συνθήκη της Λωζάννης.

Το πρόβλημα με τους τίτλους ιδιοκτησίας των μειονοτικών ιδρυμάτων, όπως προέκυψε σήμερα, πάει πολύ πίσω χρονικώς. Συγκεκριμένα, το 1936 η τότε τουρκική κυβέρνηση του Κεμάλ Ατατούρκ ζήτησε από τις ενορίες και τα μειονοτικά ιδρύματα να υποβάλουν αναλυτικές δηλώσεις με τα ακίνητα που κατείχαν. Η Διεύθυνση Μειονοτικών Ιδρυμάτων θεώρησε ως τελικές και αμετάκλητες τις δηλώσεις αυτές και δεκαετίες αργότερα, με αυθαίρετες αποφάσεις, αφαίρεσε από τα ιδρύματα την κυριότητα όλων των ακινήτων που είτε από παράλειψη δεν δηλώθησαν, είτε απεκτήθησαν, μέσω δωρεάς, αγοράς και διαθήκης, μετά το 1936.

Οι κατασχεμένες περιουσίες των ελληνικών ιδρυμάτων χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) οι περιουσίες που κατεσχέθησαν από το τουρκικό κράτος, β) τα μοναστήρια που υφαρπάχθησαν από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, και γ) τα ελληνικά νεκροταφεία, τα οποία υφαρπάχθησαν από τους Δήμους ή κατελήφθησαν παράνομα από ιδιώτες.

Ο νόμος 5555, όπως προηγουμένως και οι δύο εκτελεστικοί κανονισμοί του 2003 και 2004, αν και καλεί τα μειονοτικά ιδρύματα να υποβάλουν αιτήσεις για να παραλάβουν τίτλους ιδιοκτησίας για τις ακίνητες περιουσίες τους, στην ουσία αποκλείει ότι δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου του 1936. Επιπλέον, με τον νόμο αυτό, τα ελληνικά ιδρύματα, όπως και άλλα μη-μουσουλμανικά, δεν μπορούν να διεκδικήσουν την επιστροφή των κατασχεμένων περιουσιών (τα καλούμενα τουρκιστί mazbut) που ήδη έγιναν αντικείμενο αρπαγής από το τουρκικό δημόσιο ή μεταβιβάσθηκαν σε τούρκους ιδιώτες. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ζητήσουν τίτλους ιδιοκτησίας γι’ αυτά που δεν κατεσχέθησαν.

Η συζήτηση αυτή δεν αφορά το σύνολο των κατασχεμένων ελληνικών περιουσιών στην Τουρκία, αλλά μόνο ένα μικρό τμήμα. Δεν περιλαμβάνει δηλαδή τις ιδιωτικές περιουσίες που δημεύθησαν κατά καιρούς. Σύμφωνα με υπολογισμούς της ελληνικής κοινότητας της Πόλης, περίπου 11.900 τίτλοι ιδιοκτησίας ακινήτων στην Τουρκία ανήκουν σε Έλληνες, ένα μεγάλο μέρος των οποίων ανήκει στους απελαθέντες από το 1964. Πολλά από τα ακίνητα αυτά βρίσκονται σε περιοχές με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα και ως εκ τούτου, προσήλκυαν και προσελκύουν μεγάλο ενδιαφέρον από επιτήδειους που συστηματικά συνεργάζονται με το κεμαλικό κατεστημένο. Η εμπορική αξία της ακίνητης κατασχεμένης περιουσίας που ανήκει σε Έλληνες της Πόλης, με τουρκική ιθαγένεια, ξεπερνά το 11 δισ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό για τις περιουσίες των απελαθέντων προσεγγίζει το 2,5 δις. ευρώ. Μέχρι το 2000, 70% της περιουσίας της ελληνικής μειονότητας περιήλθε στην κατοχή του τουρκικού κράτους. Αυτές οι περιουσίες θεωρούνται οριστικά χαμένες αφού ο νέος νόμος δεν προβλέπει τίποτα γι’ αυτές.

Τελικά ο νόμος 5555 επιβεβαίωσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τις επιφυλάξεις πολλών που διέβλεπαν σκοπιμότητα και προσπάθεια εντυπωσιασμού πίσω από τη συζήτηση για τα μειονοτικά ιδρύματα, όπου στο τέλος αντί να αποκαθιστά την αδικία, την νομιμοποιεί και καθιστά τον νόμο αυτό ασυμβίβαστο με το κοινοτικό κεκτημένο. Επομένως, καλός ο ρομαντισμός αλλά ακόμη πιο καλό να ξέρεις την πραγματικότητα.

Αναρτήθηκε από Geopolitics-Gr.blogspot

Posted in Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά, Τουρκία | Leave a Comment »

Η μικρή Ελλάδα της Ουρουγουάης

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Αυγούστου 2009

Περπατώντας στις όχθες του ποταμού Ρίο δε λα Πλάτα, στην «καρδιά» του Μοντεβιδέο, βλέπεις παντού τριγύρω, πρόσωπα χαρούμενα. Πρόσωπα οικεία, που σε χαιρετούν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα «καλημέρα», στα ισπανικά, αλλά και- συχνά- στα … ελληνικά. Αυτή η τελευταία επισήμανση μπορεί να ηχεί παράξενα στα αυτιά του αναγνώστη, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή και κάθε άλλο παρά περίεργη, αφού στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, με το περίπου 1,5 εκατ. κατοίκους, ολοένα και περισσότεροι είναι αυτοί που μαθαίνουν και μιλούν ελληνικά.

Αυτούς τους ανθρώπους, με την ευγενική θωριά και την ελληνική «ψυχή» συνάντησε, στο πέρασμά της από την Ουρουγουάη, η Ελένη Γκίνου, καθηγήτρια γλώσσας και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, η οποία ζει και «τρέφεται» με τέτοια ταξίδια ανά τον κόσμο, όπου συχνά συναντά μια … άλλη Ελλάδα.

Και τούς συνάντησε, όπως μας μεταφέρει, σ’ έναν χώρο, που θα μπορούσε να πει κάποιος πως πρόκειται για το «λίκνο» του ελληνικού πολιτισμού στη μακρινή αυτή χώρα: το ίδρυμα «Μαρία Τσάκος».

«Παιδί» του Χιώτη καπετάνιου Π. Τσάκου, ο οποίος βρέθηκε στο Μοντεβιδέο για επαγγελματικούς λόγους, αλλά «κουβαλώντας» πάντα στην ψυχή του τη μεγάλη του αγάπη για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, την ελληνική παράδοση και τον πολιτισμό, το Ίδρυμα έχει καταφέρει, από την ίδρυσή του, το 1978, έως σήμερα, να φέρει στην «αγκαλιά» του χιλιάδες Ουρουγουανούς.

Το Ίδρυμα φέρει το όνομα της μητέρας του καπετάν Τσάκου, «μιας απλής γυναίκας της Χίου, που αποπνέει, όμως, τη σοφία της ζωής», όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει η Ελένη Γκίνου.

Η έμφυτη, θα έλεγε κάποιος, αγάπη των Ουρουγουανών για την Ελλάδα και ο απέραντος θαυμασμός τους για την πολιτισμό της ήταν το «κλειδί» της εδραίωσης του Ιδρύματος και της πολύ μεγάλης επιτυχίας του έργου του.

Χαρακτηριστικό είναι πως, μόνο την περασμένη χρονιά, από τα θρανία του σχολείου εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας πέρασαν 450 μαθητές και, μάλιστα, η ζήτηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αλλά το σχολείο δεν μπορούσε να φιλοξενήσει άλλους.

Σύμφωνα, μάλιστα, με τον καπετάνιο Δημήτρη Λίνα, στενό συνεργάτη του Παναγιώτη Τσάκου και αντιπρόεδρο του Ιδρύματος, συνολικά πάνω από 5.000 άτομα διδάχθηκαν την ελληνική γλώσσα έως σήμερα.

«Σ’ όποιο μέρος της πόλης και να πας μπορείς θα βρεις ανθρώπους να μιλούν ελληνικά», είπε στο Εθνικό Πρακτορείο ο κ. Λίνας από το μακρινό Μοντεβιδέο και τη διαπίστωση αυτή επιβεβαίωσε και η κ. Γκίνου, η οποία είχε την ευτυχία, όπως λέει, να ζυμωθεί με τους μαθητές του Ιδρύματος, να συνομιλήσει μαζί τους, ακόμη και να τους διδάξει κάποιες λέξεις και στοιχεία της ελληνικής γλώσσας.

Οι μαθητές είναι από 15 έως και 85 χρονών, μαθητές, φοιτητές, γιατροί, δικηγόροι, άνθρωποι του πνεύματος, αλλά και απλές νοικοκυρές, που προσέρχονται στο Ίδρυμα για να μάθουν ελληνικά, «τη γλώσσα της καρδιάς τους».

«Αγαπούν πάρα πολύ την Ελλάδα. Όταν τούς έλεγα ότι είμαι Ελληνίδα, ήταν σαν να έβλεπαν κάποια κόρη του Ποσειδώνα ή της αρχαίας Αθηνάς. Τέτοια είναι η αγάπη τους, που σε κάνει να συνειδητοποιείς πως έχεις έναν πολιτισμό που είναι οικουμενικός, είναι διαχρονικός», μας εξομολογείται η Ελένη Γκίνου, με μια χροιά έντονου ενθουσιασμού στη φωνή της και έκδηλη την αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους στο βλέμμα της.

«Θέλουν να μάθουν- συνεχίζει- από κάποιο μεράκι. Το βλέπεις στα μάτια τους. Με τι ζήλο, τι ζέση, τι πάθος μαθαίνουν τα ελληνικά. Τους ρώτησα γιατί θέλουν να μάθουν τα ελληνικά και μου απάντησαν: για την κουλτούρα, τον πολιτισμό. Είναι αυτό το δέος που έχουν απέναντι στο δικό μας τον πολιτισμό και η αγάπη για την πολύ πλούσια γλώσσα μας. Το κάνουν για μια εσωτερική μόρφωση. Ίσως επειδή πιστεύουν πως μαθαίνοντας αυτή τη γλώσσα, θα έρθουν σε στενότερη επαφή με την ελληνική κουλτούρα και τον πολιτισμό».

Μάλιστα, οι Ουρουγουανοί αυτοί λάτρεις του ελληνικού πνεύματος έχουν δώσει ερέθισμα ακόμη και σε Έλληνες τέταρτης γενιάς να ασχοληθούν με τη γλώσσα των προγόνων τους. Ωστόσο, το 90% και πλέον όσων συμμετέχουν στα μαθήματα της ελληνικής, τα οποία- σημειωτέον- παρέχονται δωρεάν, είναι Ουρουγουανοί.

Εκτός των μαθημάτων γλώσσας, το Ίδρυμα προσφέρει μαθήματα παραδοσιακών ελληνικών χορών, μουσικής και ελληνικής κουζίνας, ενώ κάθε Σάββατο η «φωνή» του εκπέμπει ραδιοφωνικά, μέσα από την εκπομπή «Ταξίδι στην Ιθάκη».

Ακούραστοι «εργάτες» του Ιδρύματος, ο Δημήτρης Λίνας και η σύζυγός του Καλλιόπη, μαζί με τη διευθύντρια του Ιδρύματος, Μαργαρίτα Λαριέρα, μια Ουρουγουανή, που όσο μεγάλωνε τόσο γιγαντωνόταν και η αγάπη της για την Ελλάδα, αλλά και τους υπόλοιπους δασκάλους και εργαζόμενους, δουλεύουν με κέφι και μεράκι για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και της πολύ πλούσιας γλώσσας μας.

Ο Δημήτρης Λίνας και η σύζυγός του πήγαν στην Ουρουγουάη πριν από 40 χρόνια, «για λίγο στην αρχή, για τη δουλειά», αλλά έφτασαν, σήμερα, όπως χαριτολογώντας μας λέει ο Χιώτης καπετάνιος, να είναι «μόνιμοι κάτοικοι επί προσωρινής βάσεως».

Κι όσο βρίσκονται εκεί, ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους: πώς να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το μεγάλο αυτό έργο του Ιδρύματος, που με τόση αγάπη και ευαισθησία, όπως μας λένε, δημιούργησε ο καπετάν Τσάκος.

Το Ίδρυμα συνεργάζεται στενά με τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μοντεβιδέο σε ό,τι αφορά την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και στόχος είναι, μέσα στα επόμενα χρόνια, να δημιουργηθεί έδρα ελληνικής γλώσσας εκεί. Σ’ αυτό αναμένεται να λειτουργήσει θετικά το γεγονός ότι, ήδη, το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, ανταποκρινόμενο θετικά σε σχετικό αίτημα του Ιδρύματος, ενέκρινε τη διάθεση ενός καθηγητή της ελληνικής γλώσσας για το Ίδρυμα.

«Εκτιμούμε τη δέσμευση του υπουργείου. Είναι μεγάλη τιμή για εμάς. Σκοπός μας είναι να δημιουργήσουμε μια επίσημη έδρα στο Πανεπιστήμιο», εξηγεί ο κ. Λίνας, ο οποίος, όταν τον ρωτάμε πώς θα μπορούσε κάποιος να συμβάλλει στο μεγάλο αυτό έργο του Ιδρύματος, με τη σεμνότητα που τον διακρίνει, μας είπε: «απλά, να μας αγαπάτε και να μας στηρίζετε».

Αυτό που πάντα, ωστόσο, αποδεικνύεται χρήσιμο «εργαλείο», είναι τα βιβλία, όπως επισημαίνει η κ. Γκίνου, γι’ αυτό και οποιαδήποτε προσφορά, που θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη του Ιδρύματος, είναι ευπρόσδεκτη.

Το Ίδρυμα «Μαρία Τσάκος»

————————

Το Ίδρυμα Τσάκος ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1978 και το 2002 μετονομάστηκε σε Ίδρυμα «Μαρία Τσάκου».

Αρχικά, λειτούργησε στις αίθουσες του σχολείου «Erwy School» στο Μοντεβιδέο. Στο χώρο αυτό πραγματοποιήθηκαν μαθήματα ελληνικών όπως κι άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, από το 1978 έως το 1984. Από τα πρώτα χρόνια, πολύτιμη υπήρξε η συμβολή – εκτός των προαναφερόμενων – του Cpt. Walter Fernandez Illa, του δασκάλου κ.Βασίλη Χαχαβιά, της Lucila Romero, του διπλωμάτη κυρίου Alvaro Gallardo.

Το 1985, το Ίδρυμα εγκαταστάθηκε σ’ ένα ιστορικό κτίριο, αυτό που στεγάσθηκε η πρώτη Δημαρχιακή Βουλή επί Ισπανοκρατίας, στην οδό Trienta y Tres.

Το Ίδρυμα έχει αναγνωριστεί επίσημα από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Ουρουγουάης, ενώ από το 1992, μετά την υπογραφή σχετικής σύμβασης, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουρουγουάης γίνεται με τη συνεργασία των καθηγητών του Ιδρύματος.

Το 1999, το Ίδρυμα αναγνωρίσθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Υπουργείου Παιδείας ως επίσημο Εξεταστικό Κέντρο Πιστοποίησης Ελληνομάθειας για τους σπουδαστές από την Ουρουγουάη, αλλά κι από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του Ιδρύματος στη ζωή και τα προβλήματα του απόδημου Ελληνισμού, σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή Ν. Αμερικής, το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού κι άλλους φορείς.

Το 1999, με τη συμπλήρωση 20 ετών λειτουργίας του Ιδρύματος, ο Καπετάν Τσάκος τιμήθηκε από τη Νομαρχία Αθηνών με τον τίτλο του «Πρέσβη του Ελληνισμού», το 2002 τού απενεμήθη το «Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών» και το 2003 τιμήθηκε με το σταυρό του Αγίου Στεφάνου από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Την ίδια χρονιά, το Ίδρυμα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το πολιτιστικό και κοινωφελές του έργο.

Posted in Ελληνική Διασπορά | Leave a Comment »

Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο …εκεί Έλλενοι επέθαναν

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 26 Ιουλίου 2009

του Δημήτρη Νατσιού

«Αν εξεράθη το κλαδί, πάντα χλωρή ειν’ η ρίζα»

 

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.

Γενάρης του 1952, πέρα από τον Άγιο Νικόλαο και πάνω στους πρόποδες του Πάικου βρέθηκε μισοφαγωμένη από άγρια θηρία του βουνού η ενενηντάχρονη γριούλα Παλάσα Παχατουρίδου. Κανένας συγχωριανός της δεν παραξενεύτηκε. Γνώριζαν καλά το δράμα της μεγαλοκυράς από την Χαμενία του Καρς πάνω στον Καύκασο. Η δύστυχη έχασε δέκα γιους λεβέντες και τον άνδρα της στην Μικρασιατική Καταστροφή. Τελευταία είχε χάσει και το μυαλό της. Αναζητούσε κάθε μέρα να βρει το δρόμο για την μεγάλη επιστροφή στην “πατρίδα”. Εκείνο το βράδυ έψαχνε το δρόμο για την γη που ήταν σπαρμένη με τα κόκαλα των παιδιών της…

8 Απριλίου 1921, ο βουλευτής Κ. Φίλανδρος μιλώντας στην ελληνική Βουλή για την Γενοκτονία αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: “Αι γραίαι και οι γέροντες διεσκορπίζοντο τότε εις τας ερήμους, όπου γυμνοί, άστεγοι και νήστεις σωρηδόν απέθνησκον. Αλλά και οσάκις την μακράν πεζοπορίαν διεδέχετο η διά του σιδηροδρόμου μεταβίβασις των ειλώτων, εξετυλίσσοντο σκηναί φρικτοτέρας τραγωδίας. Εσταμάτα το τραίνον μέσα εις την έρημον, διά να ριφθώσιν απροστάτευτα τα δυστυχή εκείνα πλάσματα εις την διάκρισιν των αγρίων θηρίων και των ανθρωπόμορφων θηρίων. Δυστυχής μητέρα, εστoιβαγμένη μετ’ άλλων γυναικών εντός σκευοφόρου βαγονίου, βλέπουσα κινδυνεύον το τέκνο της από ασφυξίαν, ετόλμησε να ζητήσει βοήθεια. Παρευθύς Τούρκος χωροφύλαξ αρπάσας από την αγκάλην της μητρός το τέκνον της το εξεσφενδόνισεν εκ του παραθύρου εις το κενόν, ενώ το τραίνο εξηκολούθει τρέχον εις την απέραντην έρημον! Άλλαι μητέρες ευρέθησαν παγωμέναι εις τα χιονισμένα όρη με τα δυστυχή μικρά των κρεμασμένα από ξηρούς μαστούς!…”.

Ο θάνατος της άμοιρης γριούλας, στο χιονισμένο Πάικο και οι θάνατοι εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και Ελληνίδων του Πόντου έχουν ένα κοινό στοιχείο. Ήταν απόρροια του “λευκού θανάτου”. Τραγική μοίρα επεφύλαξε στην χαρακομένη κυρά-Παλάσα θάνατο σαν αυτόν που γνώρισαν τα παιδιά της. Ο θάνατος φέρνει μια και μόνη ονομασία. Οι Τούρκοι όμως του έβαλαν επίθετο, τον έφεραν στα μέτρα τους, επινόησαν ένα νέο είδος θανάτου. “λευκός θάνατος”. Τι είναι ο “λευκός θάνατος;”. “Είναι η γενοκτονία αλά τούρκα, είναι βουβή, πονηρή, ανατολίτικη” γράφει στο βιβλίο του “Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο” ο καθηγητής Π. Ενεπεκίδης. “Οι καλούμενες εκτοπίσεις, εξορίες των κατοίκων ολόκληρων χωριών, οι εξοντωτικές εκείνες οδοιπορίες μέσα στο χιόνι των γυναικοπαίδων και των γερόντων -οι άνδρες βρίσκονται ήδη στα τάγματα εργασίας ή στο στρατό- δεν οδηγούν φυσικά σε κανένα Άουσβιτς με τους διαβολικά οργανωμένους μηχανισμούς της φυσικής εξόντωσης του ανθρώπου- όχι! Ήταν όμως ένα Άουσβιτς εν ροή, οι άνθρωποι πέθαιναν καθ’ οδόν, δεν περπατούσαν για να φτάσουν κάπου· όχι, περπατούσαν για να πεθάνουν από τις κακουχίες, την παγωνιά, την πείνα, τον εξευτελισμό του ανθρώπινου. Αυτό ήταν το διαβολικό σύστημα, πονηρά οργανωμένο. Δεν υπήρχε στο τέρμα κανένα Άουσβιτς, γιατί για τους περισσότερους δεν υπήρχε τέρμα. Το ταξίδι προς τον θάνατο ήταν ο θάνατος, όχι το τέρμα του ταξιδιού”.

Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, η 19η Μαΐου κάθε έτους. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 έληξε η ντροπή, το όνειδος του νεοελληνικού κράτους που αρνούνταν για δεκαετίες ολόκληρες να επιτελέσει το ελάχιστο καθήκον του απέναντι στα εκατομμύρια των νεκρών. Αναγνωρίζεται ομόφωνα από την ελληνική Βουλή η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.

Η Γενοκτονία των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν άρχισε το 1916 ή το 1913. Το απάνθρωπο φαινόμενο της Γενοκτονίας αιώνες τώρα, χαρακτηρίζει την πολιτική των εκάστοτε τουρκικών ή οθωμανικών κυβερνήσεων. Από την ήττα στο Ματζικέρτ (1071) ως την πτώση της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (1461), από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1915) ως την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και από τους βανδαλισμούς του 1955 στην Πόλη ως την εισβολή στην Κύπρο (1974) ένας ήταν και είναι ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας: η εξόντωση του Ελληνισμού.

Ήδη από το 1908 οι λεγόμενοι Νεότουρκοι, οι αιμοσταγείς Εμβέρ πασάς, ο Ταλαάτ, ο δρ. Σακίρ, ο δρ. Ναζί, ο Νουρεντίν, ο σφαγέας της Σμύρνης και του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη της Χρυσόστομου είχαν πάρει την απόφαση να εξοντώσουν τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας.

“Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς” δήλωνε ο Τούρκος πρωθυπουργός Σεφκέτ πασάς, τον Ιούλιο του 1909, στον μεγάλο πατριάρχη του Γένους, Ιωακείμ τον Γ’. Οι Γερμανοί, που πολλοί υποστηρίζουν πως ήταν οι ηθικοί αυτουργοί των εγκλημάτων, έβλεπαν τους Έλληνες και τους Αρμενίους ως φραγμό, εμπόδιο στα σχέδιά τους για οικονομική διείσδυση στην Ανατολή. Ο καθοδηγητής των Τούρκων στρατηγός Λίμαν Φον Σάντερς υποστήριζε τα εξής: “η Τουρκία δεν έχει ουδεμίαν ασφάλειαν ούτε δύναται να οργανωθεί ελευθέρως εις το μέλλον, λόγω της παρουσίας των Ελλήνων”. (“Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας”, Μ. Ροδά, εκδ. “Παρουσία”. Το βιβλίο γράφτηκε το 1916 και επανατυπώθηκε). Για να μην προκληθεί αντίδραση στον “πολιτισμένο” κόσμο προτείνει, ως “τελική λύση”, τον λευκό θάνατο, τις ατέλειωτες οδοιπορίες. “Σας διαβεβαιώνω ότι οι παγωνιές και το κρύο του χειμώνα, οι βροχές και η μεγάλη υγρασία, ο ήλιος και η τρομερή ζέστη του καλοκαιριού, οι αρρώστιες του εξανθηματικού τύφου και της χολέρας, οι κακουχίες και η ασιτία, θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, με τις σφαγές που λογαριάζετε να κάνετε εσείς”, δήλωνε στους Τούρκους ο Σάντερς. Από την στιγμή εκείνη (1914) ο Ελληνισμός δεν υπήρχε. Εκμεταλλευόμενοι και τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Τούρκοι διατάζουν για δήθεν λόγους ασφαλείας την μεταφορά των χριστιανών του Πόντου στα ενδότερα. Αρχίζει πλέον απροκάλυπτα η εξόντωση. Οι άνδρες δολοφονούνται στα διαβόητα “Αμελέ Ταμπουρού”, στα τάγματα θανάτου και τα γυναικόπαιδα με την διαδικασία του “λευκού θανάτου”. 353.000 Πόντιοι πεθαίνουν από φρικτό θάνατο. Εκατοντάδες χιλιάδες οι μάρτυρες των μαρτυρίων του Ποντιακού Ελληνισμού. Αδυνατεί ο ανθρώπινος νους να συλλάβει την φρίκη.

Ελάχιστα μόνο μπορούν να αναφερθούν στο παρόν αφιέρωμα. Θα περιοριστούμε σ’ ένα αποτρόπαιο συμβάν στον Πόντο, χαρακτηριστικό της τουρκικής θηριωδίας. Δέκα αποστολές νεών παληκαριών έγιναν από την Αμισό στα νότια, το καλοκαίρι του 1919. Κάθε αποστολή ακολουθούσε το ρεύμα ενός φαραγγιού, που μέχρι σήμερα λέγεται ΣΕΫΤΑΝ ΝΤΕΡΕΣΙ δηλ. το φαράγγι του διαβόλου. Ήταν τα χρόνια εκείνα, ο δρόμος που οδηγούσε νότια προς την Σεβάστεια. Είκοσι χιλιόμετρα νοτιότερα από την Αμισό, εκεί στο Σεϋτάν Ντερεσί κρυμμένοι καραδοκούσαν οι Τσέτες. Μόλις έφτανε η αποστολή, έπεφταν σαν λυσασμένοι λύκοι πάνω στους ανύποπτους και ταλαιπωρημένους εξορίστους, για να τους κατασφάξουν. Οι συνοδοί χωροφύλακες πρόσεχαν μήπως ξεφύγει κανείς. Μέσα στον πανικό και τους αλαλαγμούς, ελάχιστοι κατόρθωσαν να γλιτώσουν, τρέχοντας προς τα βουνά. Αυτοί διέσχισαν, σαν ζητιάνοι, όλη την Ανατολή και έφτασαν στην Μερσίνα, στα νότια της Τουρκίας, απ’ όπου έφυγαν στην Ελλάδα, για να είναι μάρτυρες, του τι έγινε τη χρονιά εκείνη, στο φαράγγι του διαβόλου.

Ο Τοπάλ Οσμάν, ο πρώην αρχιχαμάλης του λιμανιού της Κερασούντας, ανέλαβε με τους Τσέτες του, ν’ αλλάξει δημογραφικά τον Πόντο, δηλαδή να εξαφανίσει το ελληνικό στοιχείο. Λήστευε, λεηλατούσε, σκότωνε και έκαιγε χωριά ολάκερα, με σκοπό να αναγκάσει τους υπολοίπους να φύγουν.

Στο Παρίσι οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσιζαν την κατάργηση και την διάλυση του πιο βάρβαρου κράτους της Ευρώπης και την δημιουργία ανεξαρτήτων κρατών, από τους γηγενείς, εκ της αρχαιότητος, κατοίκους της περιοχής. Ένα από τα προβλεπόμενα κράτη ήταν και η Δημοκρατία του Ανεξαρτήτου Πόντου. (Πρωτοτάστησε σ’ αυτό ο ηρωικός Μητροπολίτης Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος). Ο Τοπάλ Οσμάν και τα σχέδια της λευκής σφαγής, σκοπό και στόχο είχαν, να μειώσουν τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Εάν γινόταν ειρήνη και έρχονταν επιτροπές για την καταμέτρηση του πληθυσμού, να μην βρεθούν Έλληνες.

Και σαν να μη έφταναν αυτά, το εγκληματικό κεμαλικό καθεστώς, που δήθεν ανέλαβε να μεταρρυθμίσει την χώρα και να επιφέρει την ειρήνη στους λαούς της περιοχής, οργάνωσε τα έκτακτα στρατοδικεία στην Αμάσεια, το 1921, για να προσδώσει νομιμοφάνεια στο έγκλημα, που είχε ήδη συντελεσθεί. Μάζεψε εκεί στην Αμάσεια και στοίβαξε στο κτίριο του Τιμαρχανέ, δηλαδή μέσα στο τρελλοκομείο της Αμάσειας, όλο το άνθος του Ποντιακού Ελληνισμού, προκειμένου δήθεν να το δικάσει.

Η Αμάσεια, μια από τις ωραιότερες πόλεις του κόσμου, με μοναδικό στον κόσμο προνόμιο φυσικής οχύρωσης, η πατρίδα του μεγαλύτερου γεωγράφου της αρχαιότητας, του Στράβωνας, είχε επιλεγεί για τον επίλογο του εγκλήματος.

Η κατηγορία για όλους τους παρόντες και ερήμην απόντες κατηγορουμένους, ήταν ότι: “Όλοι μαζί και ο καθείς χωριστά, προσπάθησαν να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος, αποσπώντας μέγα μέρος από την Αυτοκρατορία και συγκεκριμένα, από τα ρωσικά σύνορα μέχρι την Σινώπη”. Η δίκη γινόταν στο κτίριο της Γαλλικής Σχολής της Αμάσειας. Δικαστής του λεγόμενου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας (ΙΣΤΙΚΛΑΡ ΜΟΥΧΑΚΕΜΕΣΙ), ορίστηκε ο δικηγόρος από την Μπάφρα, Καβατζέ Ζατέ Εμίν Μπέης, που ήταν πριν βουλευτής Αμισού. Ήταν ένας άνθρωπος σαράντα χρόνων, μετρίου αναστήματος, αιμοχαρής, μοχθηρός, ανθρωπόμορφο τέρας. Παραβίασε κάθε έννοια δικαιοσύνης. Ξεφώνιζε ονόματα, έβριζε, απολογούνταν ο ίδιος από μόνος του για λογαριασμό των κατηγορουμένων και σημείωνε δίπλα στο κάθε όνομα την ποινή, που ήταν ο θάνατος. Η δίκη έγινε τον Σεπτέμβριο του 1921. Τέτοιο μίσος είχε, που κατά λάθος δίκασε εις θάνατον και τον επίσκοπο Πάφρας-Ζήλων Ευθύμιο Αγριτέλλη, ο οποίος όμως είχε ήδη πεθάνει τον Μάιο στις φυλακές Αμασείας. Δηλαδή δίκασε και νεκρούς ακόμη. Πολλοί δικάστηκαν ερήμην, γιατί είχαν προλάβει και ήσαν εκτός Τουρκίας. 69 όμως άτομα κρεμάστηκαν στην κεντρική πλατεία της Αμασείας. Οι βαρυποινίτες ήρθαν στην Ελλάδα, μετά το 1924 με την Ανταλλαγή και αυτοί είναι οι μάρτυρες, για όσα έγιναν στην φυλακή και στο δικαστήριο την χρονιά εκείνη. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1921, Κυριακή πρωί, οι μελλοθάνατοι έκαμαν την Θεία Λειτουργία και τη δική τους νεκρώσιμη ακολουθία. Ήξεραν ότι θα τους έθαβαν σαν τα ζώα.

Η απόφαση βγήκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1921, ώρα 4 το απόγευμα. Όλοι οι κατάδικοι φώναζαν ΑΣ ΚΟΛΣΟΥΝ ΑΤΑΛΕΤΙΝΙΖΕ, δηλ. συγχαρητήρια στη δικαιοσύνη σας. Ο μόνος που μπόρεσε να μιλήσει ήταν ο νεαρός δημοσιογράφος από την Τραπεζούντα, ο Νίκος Καπετανίδης. Ο Εμίν Μπέης τον άφησε να μιλήσει, γιατί νόμισε ότι μετάνιωσε και ήθελε να τον ξεφτιλίσει. “Εγώ κύριε Πρόεδρε” είπε με φωνή σταθερή, “δεν αγωνίστηκα ποτέ για Ανεξάρτητο Πόντο. Εγώ μια ζωή αγωνίστηκα για την Ένωση του Πόντου με την Ελλάδα”. Με κραυγές του στημένου ακροατηρίου, βγήκε κατακόκκινος από θυμό ο πρόεδρος Εμίν Μπέης από το δικαστήριο. Όταν το πρωί οδηγούσαν τους καταδικασθέντες στην πλατεία της Αμάσειας για κρέμασμα, έβαλαν επικεφαλής πρώτο στην πομπή τον αρχιμανδρίτη, γέροντα 70 ετών, Πλάτωνα Αϊβαζίδη (“αν υπάρχει κάποιος ένοχος, αυτός είμαι εγώ”, δήλωσε στους Τούρκους, προσπαθώντας να σώσει τους συγκαταδίκους του), και πάνω στο στήθος του, στο ράσο, καρφίτσωσαν την απόφαση.

Μια ομάδα από χαμάληδες, αλήτες και ανθρώπους του υποκόσμου αφέθηκαν ελεύθεροι να περιφέρονται κάτω από τα αιωρούμενα σώματα. Τα περιέπαιζαν, τα σκύλευαν, αφαιρούσαν παπούτσια και ρούχα. Τόσο απαίσιο ήταν το θέμα, που και Τούρκος αξιωματικός δεν άντεξε και τους έδιωξε με κλωτσιές λέγοντας: “Δεν τους φτάνει το κακό που έπαθαν”;

Θα πρέπει να αναφέρουμε και το γεγονός, ότι την άγρια εκείνη εποχή, τρεις γυναίκες από την Αμισό, πήραν την απόφαση να πάνε μόνες τους στην Αμάσεια, γιατί τις έτρωγε η αγωνία, για την τύχη των φυλακισμένων ανδρών τους. Αυτές ήσαν: Η γυναίκα του γιατρού Α. Χρυσαφίδη, του φαρμακοποιού Θεολ. Δημητριάδη και του μουσικοδιδασκάλου Διογένους. Όταν οι άμοιρες γυναίκες έφτασαν, με τη ναυλωμένη άμαξα, στην γέφυρα του Ίρη ποταμού, ήταν πια αργά. Από τη γέφυρα είδαν, απέναντι στην πλατεία, τα κρεμασμένα σώματα των ανδρών τους. Τραβούσαν τα μαλλιά τους, χτυπιόντουσαν και έκλαιγαν στο θέαμα του φριχτού θανάτου που βρήκε τους συζύγους τους. Δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν τα πτώματα για ταφή, αλλά και ούτε να πλησιάσουν. Την ώρα που αλιτήριοι περιέπαιζαν τους νεκρούς, οι γυναίκες τους δεν είχαν δικαίωμα ούτε να τους αγγίξουν.Τους έθαψαν, όλους σωρηδόν, σε λάκο έξω από την Αμάσεια, χωρίς παπά και χωρίς λιβάνι.

Παρενθέτω στο σημείο αυτό μια συγκλονιστική επιστολή του Αλ.Ακριτίδη, έμπορου από την Τραπεζούντα, ενός από τα θύματα του Εμίν Μπέη. Είναι αποκαλυπτική του ήθους, της αρχοντιάς, του πολιτισμού που κόμιζαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα «κείθε του Αιγαίου», στην καλλίγονο Ιωνία, στον ανδρειωμένο Πόντο. Ενώπιον του φρικτού και άδικου θανάτου ο Ρωμιός του Πόντου, δείχνει θαυμαστή καρτερία, φανερώνει μεγαλοψυχία, πίστη, φιλοπατρία, αγάπη μεγαλοπρεπή προς τους οικείους του. Όλη η επιστολή αποπνέει το άρωμα της πονεμένης Ρωμιοσύνης, που διατήρησε εν αιχμαλωσία, εν σκιά θανάτου, την πολιτισμική του αυτεπίγνωση, όχι ως κωμική προγονολαγνεία, αλλά ως βίωμα, ως τρόπο ζωής.

«1921 7βρ. 5 Κυριακή.

Γλυκυτάτη μου Κλειώ,

Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία κα εκοινωνήσαμε όλοι περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο διά κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν κα υπομονήν και άλλο κακόν να μην δοκιμάσετε. Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός, να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδιά ας παίξουν κι ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσεις όλα όπως ξέρεις συ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά, τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείον, την Βαλεντίνην να τη μάθεις ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόζω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε. Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύει ενόσω ζει. Να δώσεις 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στον Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδερφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Αντίο, βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρέσατέ μου.

Ο υμέτερος

Αλ. Γ. Ακριτίδης»

Τον σφαγέα 80.000 Ελλήνων του Πόντου, κατά διαταγή του Κεμάλ, τον ΤοπάΛ Οσμάν τον τιμούν οι Τούρκοι ως εθνικό τους ήρωα και ανήγειραν και ανδριάντα στην Κερασούντα, την πατρίδα του. Να αναφέρουμε στο σημείο αυτό πως ο Πόντος δεν έπεσε αμαχητί. Είναι άγνωστο, αποσιωπάται επιμελώς το έπος του “αντάρτικου του Πόντου”. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης (ιδού ο ποιμήν ο καλός), μητροπολίτης Αμασείας-Αμισού, υπολογίζει τους αντάρτες σε 20.000. Οι τουρκικές πηγές μιλούν για 25.000. Ονόματα όπως καπετάν Ευκλείδης, ηγέτης των ανταρτών της Σάντας, ο ξακουστός καπετάνιος Ιστύλ αγάς (Στυλιανός Κοσμίδης) στην Σαμψούντα, οι οπλαρχηγοί Ιορδάνης Παπούλας, Βασίλης Ανθόπουλος (Βασίλ αγάς), Κώστας Επεσλής, Ιορδάνης Χασερής, ο περιλάλητος οπλαρχηγός Αντών πασάς που είχε το βασίλειό του στα βουνά της Πάφρας, όπου έδρασε μαζί με την σύζυγό του Πελαγία, είναι λίγα μόνο ονόματα απ’ αυτά που κοσμούν το Συναξάρι των ηρώων του Πόντου. (Αποκαλυπτικό για το θέμα αυτό το βιβλίο του Α. Ανθεμίδη “ Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού”, Θεσ/νίκη 1998). Ο αρχιτσέτης, Τοπάλ Οσμάν, το μεγαλύτερο δολοφονικό εργαλείο του Κεμάλ στον Πόντο, ποτέ δεν τόλμησε να συγκρουστεί με Πόντιους αντάρτες. Έβγαζε το μένος του στα γυναικόπαιδα και τους γέρους…

Δεν θα αναφερθούμε στο παρόν αφιέρωμα στα αίτια και στους αίτιους του ξεριζωμού και της Γενοκτονίας. Είναι αφιέρωμα μνήμης, πενθούμε τους νεκρούς του Πόντου. “Η γνώση του ιστορικού παρελθόντος αποτελεί την βασικότερη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας” λέγει ο καθ. Βακαλόπουλος.

Θα κλείσουμε με τα λόγια, τα παλικαρίσια, του οπλαρχηγού του Πόντου Σάββα Ασλανίδη: “Μένουν ακόμη εκεί άταφα τα σώματα των αγαπημένων μας. Κράζουν ακόμη στους τραγικούς πατέρες, αδελφούς και συζύγους ζητώντας εκδίκηση. Ναι, εκδίκηση και εκδίκηση αιώνια. Έχουμε δώσει το λόγο μας, ορκίστήκαμε τον φρικτότερο των όρκων να μην δεχθούμε ποτέ συμφωνίες και σπονδές με τους Τούρκους. Και η ημέρα της ανταποδόσης δεν θα αργήσει”. (Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τομ. 1ος, σελ.344).

 

Αιωνία η μνήμη των μαρτύρων

της ποντιακής γης…

Δημήτρης Νατσιός

Δάσκαλος-Κιλκίς

Posted in Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά, Τουρκία | Leave a Comment »

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΟΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 26 Ιουλίου 2009

       

Συντάχθηκε απο τον ΙΩ. ΤΟΥΛΟΥΜΑΚΟ   

 

 

Ι

 Οι εγκατεστημένοι σε διάφορες χώρες και των πέντε ηπείρων ομογενείς είναι, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Αποδήμου Ελληνισμού, περίπου 5.600.000. Από αυτούς 3.400.000 διαμένουν στην Αμερική, 1.280.000 στην Ευρώπη, 710.000 στην Ωκεανία, 140.000 στην Αφρική και 70.000 στην Ασία[1]. Επειδή η εθνική συνείδηση συνιστά το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της πιο σημαντικής συλλογικής ταυτότητας (και γι’ αυτόν τον λόγο εξακολουθεί να είναι μία αναντικατάστατη προϋπόθεση της ευρύτερης κοινωνικής συνοχής), ο Απόδημος Ελληνισμός στο σύνολό του και παρά την ανομοιογένεια που ασφαλώς υπάρχει, εξαιτίας της μεγάλης διασποράς, πρέπει και μπορεί να αποτελεί για την Ελλάδα ένα πρωταρχικής σημασίας παράγοντα στην εθνική στρατηγική· ιδιαίτερα στην σύγχρονη εποχή και μάλιστα στην παρούσα συγκυρία με τα γνωστά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.

 

Τι γνωρίζει η ελληνική κοινωνία γι’ αυτόν τον Ελληνισμό της Διασποράς, το παρελθόν και το παρόν, τα επιτεύγματα αλλά και τα προβλήματά του; Τι έπραξε ή τι δεν έπραξε γι’ αυτόν το ελληνικό κράτος; Πού και γιατί κοινωνία και κράτος χρειάζονται σήμερα τους Απόδημους και ποια πρέπει να είναι η πράξη της οφειλής για να υπάρχει η προσδοκία της προσφοράς; Αυτά και μερικά άλλα ερωτήματα που προκύπτουν από την αποδοχή της αυτονόητης και επιτακτικά αναγκαίας αναγνώρισης της εθνικής και κοινωνικής σημασίας του Απόδημου Ελληνισμού θα πρέπει να συζητηθούν με την ανάλογη γνώση από διάφορες πλευρές (ακόμη και σε σύγκριση με τις περιπτώσεις άλλων εθνών, όπως π.χ. οι Εβραίοι). Στο παρόν, αναγκαστικά σύντομο, άρθρο μόνο μερικές προτάσεις μπορούν να γίνουν με οπωσδήποτε προκαταρκτικό –αλλά με ενδεικτικό χαρακτήρα– προτάσεις που προέρχονται κυρίως από την μακρόχρονη ενασχόληση του γράφοντος με το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας και τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές προεκτάσεις του.

ΙΙ

Αν στην ελλαδική εκπαίδευση ο Απόδημος Ελληνισμός βρισκόταν κατά το παρελθόν στο περιθώριο και σήμερα –στα Αναγνωστικά από την Α΄ Δημοτικού ως και την Γ΄ Λυκείου– λείπει παντελώς· αν η κύρια αρμόδια κρατική υπηρεσία, η υπαγόμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, με την ανεπαρκή της στελέχωση, είναι θεσμικά ισόβαθμη με την Γ. Γραμματεία Αθλητισμού· αν στα προγράμματα των πολυαρίθμων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών (ποικίλων, εμφανών ή αφανών, συμφερόντων) αλλά και κρατικών, η παρουσία του Απόδημου Ελληνισμού είναι μηδαμινή, πολύ περιορισμένη ή και ποιοτικά ανεπαρκής· αν οι περιστασιακές αναφορές στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο είναι, όπου και όταν γίνονται, επίσης ανεπαρκείς· αν το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού είναι στην συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού άγνωστο (ακόμη και στην Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκεται η έδρα του)· αν με όλα αυτά και μερικά άλλα ελλείμματα το ένα τρίτο ενός μικρού αριθμητικά έθνους είναι σε μεγάλη κλίμακα αποκομμένο από τον εθνικό κορμό, είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατο εξαιτίας της συνεχιζόμενης (και επιδεινούμενης) εσωστρέφειας στην δημόσια ζωή της χώρας όχι μόνο να εφαρμοσθεί, αλλά ούτε και να σχεδιασθεί οποιαδήποτε εθνική στρατηγική.

ΙΙΙ

Η αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε οργανική ένταξη του Απόδημου Ελληνισμού στην εθνική ζωή πρέπει και μπορεί να γίνει με τους ανάλογους θεσμούς ή άλλες οργανωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις όπως:

1.  Η ίδρυση Υπουργείου Αποδήμων (που υπάρχει σε άλλα κράτη, για την Ελλάδα είναι όμως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απαραίτητο) [Την επανίδρυση Υφυπουργείου Αποδήμου Ελληνισμού είχε υποσχεθεί η ελληνική Κυβέρνηση σε Έλληνες βουλευτές ξένων κρατών μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, στους οποίους το ¼ των Ελλήνων αθλητών ήταν παιδιά Αποδήμων]. Η οργάνωση και οι επί μέρους αρμοδιότητες αυτού του (αυτοτελούς) Υπουργείου πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής μελέτης από ειδικούς παράγοντες της χώρας και Έλληνες του εξωτερικού.

2.  Η αναδιοργάνωση του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού σύμφωνα με τις αναγκαιότητες που προκύπτουν από την (ζητούμενη νέα) εθνική στρατηγική.

3.  Η ίδρυση ενός αυτοτελούς τηλεοπτικού σταθμού με δορυφορική εμβέλεια ή η μετατροπή του υπάρχοντος τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής σε σταθμό Αποδήμων.

4.  Η εκπροσώπηση του Απόδημου Ελληνισμού σε ένα νέο «Εθνικό Ίδρυμα Εκπαιδευτικών Μελετών» που θα αντικαταστήσει το υπάρχον (δαπανηρό και κατά γενική ομολογία αποτυχημένο) Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (όπως και σε ένα επίσης αναγκαίο «Κεντρικό Εκπαιδευτικό Συμβούλιο») ή ακόμη στο «Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης», στο «Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου» και στο «Εθνικό Κέντρο Βιβλίου».

5.  Η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων του Εξωτερικού σε στενή συνεργασία με την Εκκλησία, ο ρόλος της οποίας στον τομέα αυτόν, όπως και σε άλλους, που αφορούν την πολιτιστική και κοινωνική ζωή των Αποδήμων, ήταν και θα είναι ουσιαστικός και εθνικά αναγκαίος.

6.  Η πολιτογράφηση νέων ελληνικής καταγωγής υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μία από τις οποίες (η σπουδαιότερη) πρέπει να είναι η θητεία (στρατιωτική ή κοινωνική) στις Ένοπλες Δυνάμεις. Το οξύ δημογραφικό πρόβλημα της χώρας· οι ανάγκες στην εθνική άμυνα που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με επαγγελματίες (τ.ε. μισθοφόρους) οπλίτες, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη μείωση του χρόνου της στρατιωτικής θητείας· προπάντων όμως ο σημαντικός παιδευτικός ρόλος του στρατού στην ανάπτυξη της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, προσδίδουν στην με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατάταξη εθελοντών στις Ένοπλες Δυνάμεις από ελληνικές κοινότητες του Εξωτερικού ιδιαίτερη σημασία.

7.  Η θέσπιση ελληνικών Ολυμπιακών αγώνων κλασσικού αθλητισμού ανά τετραετία με τη συμμετοχή νέων από την Ελλάδα, την Κύπρο και τις Κοινότητες του Εξωτερικού [όπως ενδεχομένως και ξένων, που γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό]. [Εκτενή παρουσίαση της πρότασης βλ. στο άρθρο του γράφοντος «Ολυμπιακοί αγώνες και Έλληνες του Εξωτερικού», Εθνικός Κήρυξ της Νέας Υόρκης, 2/3 Οκτωβρίου 2004].

8.  Η ίδρυση Ιστορικών Μουσείων του Απόδημου Ελληνισμού στις πρωτεύουσες των νομών, ιδιαίτερα εκείνων από τους οποίους προέρχονται πολλοί μετανάστες.

IV

Αν η εθνική στρατηγική γίνει, όπως θα ήθελε κανείς να ελπίζει, στο εγγύς μέλλον πραγματικότης, και δρομολογηθεί η άμεσα με αυτήν συνδεόμενη αναμόρφωση της πολιτικής ζωής, για την επιβαλλόμενη (διαφορετική από τις προηγούμενες), αναθεώρηση του Συντάγματος, την οποία προϋποθέτει, θα μπορούσαν να γίνουν επίσης οι ακόλουθες τρεις προτάσεις που αφορούν και τον Απόδημο Ελληνισμό.

–   Στην διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα πρέπει να αντικαταστήσει την ισχύουσα (προβληματική), θα μετέχουν ως μέλη ενός ευρύτερου εκλεκτορικού σώματος αποτελουμένου από βουλευτές και εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και εκλεγμένοι προς τούτο εκπρόσωποι του Απόδημου Ελληνισμού (και Έλληνες πολίτες) σε αναλογία που θα ορισθεί από τους αρμόδιους παράγοντες.

–   Σε ειδική αναλογία θα είναι επίσης μέλη της Βουλής Απόδημοι (Έλληνες πολίτες) που θα αντικαταστήσουν, επιλεγόμενοι με ειδική διαδικασία (και σε μεγαλύτερο βαθμό), τους βουλευτές Επικρατείας.

–   Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συντάσσει και εκφωνεί στο τέλος εκάστου έτους, μετά την συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, στη Βουλή έκθεση «Περί της καταστάσεως του Έθνους», στην οποία θα γίνεται η (αυτονόητη) εκτενής αναφορά και σε όλα τα θέματα των Αποδήμων.

V

Μόνο με μία τέτοια πολύπλευρη ή παρόμοια (ή διαφορετική, οπωσδήποτε όμως αποτελεσματική) ένταξη των Απόδημων στην εθνική ζωή (η οποία πρωτίστως προϋποθέτει την ανάλογη πολιτική βούληση) θα είναι δυνατόν να ζητηθεί η έμπρακτη συνδρομή από όσους θέλουν και μπορούν να συμβάλουν στην ίδρυση και λειτουργία θεσμών ή σε πρωτοβουλίες που υπαγορεύουν οι αναγκαιότητες της εθνικής στρατηγικής και επιβάλλουν τα οξυμμένα προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας. Μερικά παραδείγματα από την μία και την άλλη κατηγορία:

–   Αν η ενίσχυση του διεθνούς κύρους της χώρας μπορεί να γίνει πρωτίστως (οπωσδήποτε όχι μόνο) με πολιτιστικά κέντρα που θα προβάλλουν την πλούσια πολιτιστική της κληρονομιά στις πρωτεύουσες ή σε μεγάλες πόλεις ξένων χωρών, αυτά δεν μπορούν να οργανωθούν και να λειτουργήσουν από το υφιστάμενο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, χωρίς την συνεργασία και την υποστήριξη των κατά τόπους Αποδήμων.

–   Η θέσπιση διεθνών βραβείων για πρωτότυπες δημιουργίες στην Επιστήμη και στην Τέχνη, ιδιαίτερα για νέους, σε συνεργασία με ξένα πνευματικά ιδρύματα (Πανεπιστήμια και σχολεία): Εκτός από την καθαρά πολιτιστική του πλευρά, ο θεσμός έχει και το εθνικό όφελος, ότι στη νέα πνευματική ελίτ ξένων χωρών δημιουργείται ένα φιλικό ενδιαφέρον για την χώρα μας. [Η διαπίστωση αυτή βασίζεται στις εμπειρίες του γράφοντος από τον «Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Νέων» με θέμα την «Επιβίωση της Κλασσικής Αρχαιότητας στην σύγχρονη Ευρώπη» που διοργανώθηκε τρεις φορές (από το 1994 έως το 2001) από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και απέσπασε τα επαινετικά σχόλια του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζακ Ντελόρ]. Η συμβολή των Αποδήμων στην προβολή του θεσμού, όπως και στην χρηματοδότηση (με όχι υψηλή δαπάνη) είναι εξαιρετικά χρήσιμη ή εξαιτίας των γνωστών αδυναμιών της χώρας μας απολύτως αναγκαία. Πόσο χρήσιμος θα ήταν ο θεσμός και από πολιτική άποψη αν εφαρμοζόταν για τις χώρες της Βαλκανικής με έδρα την Θεσσαλονίκη, δεν χρειάζεται νομίζω να τονισθεί στην παρούσα συγκυρία.

–   Αν και ως ποιο βαθμό Έλληνες του Εξωτερικού μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην ενημέρωση της κοινής γνώμης των χωρών όπου διαμένουν για τα εθνικά μας θέματα ή στην τουριστική διαφήμιση της χώρας ή στην προβολή των ελληνικών προϊόντων, όπως, εξ όσων γνωρίζω, είχε κατά το παρελθόν περιστασιακά υποστηριχθεί από παράγοντες της Ομογένειας, θα πρέπει να διερευνηθεί συστηματικά από αρμόδιους παράγοντες στο άμεσο ή εγγύς μέλλον.

VI

Την συνδρομή των Ελλήνων του Εξωτερικού χρειάζεται όμως η χώρα κατά τη γνώμη μου επιτακτικά τώρα, στο εκπαιδευτικό πρόβλημα ή ακριβέστερα αδιέξοδο. Κατά τις συζητήσεις πριν και μετά τις διάφορες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 30 ετών η αναγκαιότητα αυτής της συνδρομής, εξ όσων γνωρίζω, πουθενά δεν αναφέρθηκε, μολονότι θα έπρεπε, και μόνο για τον λόγο ότι από τους χιλιάδες Έλληνες ερευνητές που σταδιοδρόμησαν και διακρίθηκαν σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ξένων χωρών, υπάρχουν αρκετοί που έχουν εκφράσει την επιθυμία να προσφέρουν τις γνώσεις και την πείρα τους στην πατρίδα. Με αναφορά στους επιστήμονες αυτούς γίνεται η πρώτη, με αναφορά σε αναφορά σε επιχειρηματίες (κυρίως) και σε ειδικούς η δεύτερη από τις προτάσεις που ακολουθούν:

–   Στην βαρέως νοσούσα ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση η δημιουργική πνοή που πρωτίστως χρειάζεται δεν μπορεί να προέλθει από εγχώριες δυνάμεις· θα προέλθει από Έλληνες του Εξωτερικού που ανεδείχθησαν αξιοκρατικά και βρήκαν με το έργο τους διεθνή αναγνώριση. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει με την ένταξη ορισμένου αριθμού από αυτούς στα μεταπτυχιακά τμήματα των διαφόρων σχολών, όπου θα διδάσκουν, αλλά και θα εξετάζουν ως επισκέπτες καθηγητές. Ως επισκέπτες καθηγητές θα πρέπει επίσης να είναι μέλη των εισηγητικών επιτροπών στις διάφορες κρίσεις του διδακτικού προσωπικού.

–   Στην επίσης βαρέως νοσούσα Γενική Εκπαίδευση η δημιουργική πνοή θα μπορούσε να προέλθει από πρότυπες τεχνικές – επαγγελματικές σχολές, με οικοτροφεία για τους μαθητές, επαρκή υποδομή και έμπειρη διοίκηση. Το υπόδειγμα: Η Αμερικανική Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης που λειτουργεί επί ένα αιώνα ως εκπαιδευτικό ίδρυμα και συγχρόνως ως παραγωγική μονάδα, γνωστή για το έργο που επιτελεί από πολλών ετών. [Θεωρώντας την ως πρότυπο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε προαναγγείλει ο Ελ. Βενιζέλος την επισκέφθηκε το 1929]. Θα σήμαινε πολλά όχι μόνο για την ίδια την χώρα, αν Έλληνες επιχειρηματίες του Εξωτερικού ήθελαν να συμβάλουν στην ίδρυση και λειτουργία μιας έστω τέτοιας σχολής και μάλιστα σε παραμεθόριο περιοχή, ιδιαίτερα στην Θράκη.

*

Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόταση ή συγκεκριμένη αναφορά στους Έλληνες του Εξωτερικού, το έμ­πρακτο ενδιαφέρον γι’ αυτούς στην σύγχρονη Ελλάδα, αποτελεί όχι μόνο αυτονόητη εθνική επιταγή, αλλά και ζωτική ανάγκη: Οι ελληνικής καταγωγής επιστήμονες, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, πολιτικοί, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι που πρόκοψαν και διακρίθηκαν χάρη στην προσωπική τους αξία και στην προσωπική τους προσπάθεια, αλλά και οι άγνωστοι απόγονοι μεταναστών, που πιστεύουν και με διαφόρους τρόπους δείχνουν πως η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι και γι’ αυτούς «πατρίδα» – όλοι αυτοί αποτελούν ένα σταθερό και γι’ αυτό σημαντικό στοιχείο συλλογικής (εθνικής) αυτοπεποίθησης, ίσως το μοναδικό, στην πολύπλευρη κρίση από την αδιέξοδη εσωστρέφεια που διέρχεται σήμερα η χώρα.

 

Ιω. Τουλουμάκος

Ομ. Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής

του Α.Π.Θ.

 

 

 

 

 

 


 

 

[1]. Βλ. σχετικά Γ.Β. Σέκερη (πρέσβεως ε.τ.), Η Ελλάδα στη “Νέα Τάξη”. Η Εθνική μας στρατηγική  στον 21ο αιώνα, Αθήνα 2004, σ. 504/5.

Posted in Ελληνική Διασπορά | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

1955-1965 Η Εξοδος των Ελλήνων από την Αίγυπτο

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 18 Ιουλίου 2009

Ο Νάσερ, το κύμα φυγής και η επίσκεψη Κων. Καραμανλή

 

Η ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο πηγαίνει βαθιά πίσω στους αιώνες, στην εποχή των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο τις πρώτες αμιγώς ελληνικές κοινότητες με εθνική συνείδηση συνέπηξαν οι έλληνες μετανάστες που αναζήτησαν στη φιλόξενη γη της Αιγύπτου καλύτερες συνθήκες διαβίωσης όσο η Ελλάδα παρέμενε υπόδουλη υπό οθωμανικό ζυγό.

Την περίθαλψη και φροντίδα τους ως την ίδρυση του πρώτου ελληνικού προξενείου στην Αλεξάνδρεια, το 1833, είχε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, αργότερα και πάσης Αφρικής, ένας μακραίων θεσμός και φάρος της Ορθοδοξίας από την εποχή της ιδρύσεώς του, τον 1ο αι. μ.Χ.
Κατά το τέλος του 18ου αιώνα ο ελληνισμός αυτός δεν ξεπερνούσε τις 2.000. Πολλαπλασιάστηκε όμως όταν κοντά στους Ελληνες από τις αλύτρωτες περιοχές, τη Μακεδονία και την Ηπειρο κυρίως, αλλά και από τα νησιά, όπως η Λήμνος, η Χίος, η Μυτιλήνη, η Κάσος, η Κρήτη, προσετέθησαν και εκείνοι από την ελεύθερη Ελλάδα, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό μέσα σε έναν αιώνα περί τις 76.000 ψυχές. Σύμφωνα μάλιστα με μια πρώτη επίσημη απογραφή της Αιγύπτου το 1907, οι κατέχοντες επισήμως την ελληνική υπηκοότητα κάτοικοι της χώρας ανήρχοντο σε 132.947, στους οποίους προσετέθησαν άλλες 40.000, προερχόμενοι από εδάφη υπό τουρκική κατοχή, και άλλες 30.000 μη αναγνωρισμένης υπηκοότητας, πλην ελληνόφωνοι.
Το διάστημα μεταξύ 1880 και 1920 σημειώθηκε η μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων της Αιγύπτου. Δημιουργήθηκαν κοινότητες με προεξάρχουσα εκείνη της Αλεξανδρείας, αλλά και του Καΐρου, σύλλογοι και εμπορικά σωματεία, αδελφότητες, ενώ ιδρύθηκαν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία ακόμη και φιλανθρωπικά σωματεία για την ενίσχυση με συσσίτια των αδυνάμων να συντηρηθούν οικονομικά. Γενικά ο ελληνισμός της Αιγύπτου ανεδείχθη σε κυρίαρχη από οικονομικής πλευράς δύναμη, με έντονη πνευματική και κοινωνική δράση, λαμπρύνοντας την ίδια του την πατρίδα, την Ελλάδα, στη φιλόξενη γη της Αιγύπτου, μιας χώρας με μακραίωνη επίσης ιστορία.
Στις τάξεις των αιγυπτιωτών Ελλήνων συγκαταλέγονταν όχι μόνο τραπεζίτες, βιομήχανοι και έμποροι, αλλά και μικροβιοτέχνες, χειροτέχνες, υπάλληλοι πολλών ειδικοτήτων σε εταιρείες και ξενοδοχεία, καταστηματάρχες, μικροϋπάλληλοι και επαγγελματίες ανώτατης εκπαίδευσης, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, χημικοί, φαρμακοποιοί κ.λπ. Αργότερα ανάμεσά τους θα βρεθούν και αρκετοί από τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες που στήριξαν με τις δωρεές τους την ελληνική παιδεία και συνέδραμαν σε κρίσιμες στιγμές τον αγώνα του έθνους για ασφάλεια και επιβίωση.
Την περίοδο της ακμής όμως ακολούθησαν, γύρω στη δεκαετία του 1940, η πτώση και ο μαρασμός, αρχής γενομένης με την κατάργηση των Διομολογήσεων στο Montreux, που οδήγησε σε εξάλειψη των προνομίων τα οποία απολάμβαναν μέχρι τότε οι Ελληνες ως ιδιώτες, είτε οι σύλλογοι και τα σωματεία τους. Η δεκαετία του 1940 επιπλέον σηματοδοτήθηκε από πολεμικές επιχειρήσεις με καθοριστικές για τον ελληνισμό της Αιγύπτου καταστάσεις. Μοιραίο έτος όμως για την παροικιακή διάλυση υπήρξε εκείνο των γεγονότων του 1952.
Ενώ ακόμη συζητιόταν, μετά την εκπνοή της δωδεκαετούς μεταβατικής περιόδου από την υπογραφή της Συνθήκης του Montreux, η ανάγκη μιας διμερούς συμφωνίας εγκαταστάσεως μεταξύ Ελλάδος – Αιγύπτου προκειμένου να διακανονιστούν τα θέματα παραμονής και υπόστασης των Ελλήνων στην Αίγυπτο και της κατοχύρωσης των περιουσιών τους με εθνικό προορισμό το ελληνικό Δημόσιο, επεβλήθη η επανάσταση Νάσερ της 23ης Ιουλίου του 1952 με βασικό σύνθημα «Η Αίγυπτος ανήκει στους Αιγυπτίους».
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική παροικία συμπαραστάθηκε στην προσπάθεια της Αιγύπτου να απαλλαγεί από τη μοναρχία και τη βρετανική επιρροή, καμία ουσιαστική πρόβλεψη δεν συνέτεινε ώστε να εξαιρεθούν οι Ελληνες από τα περιοριστικά μέτρα. Στο πνεύμα ξενοφοβίας άλλωστε αναφερόταν ενάμιση χρόνο νωρίτερα ο Ελληνας πρέσβης Γ. Τριανταφυλλίδης όταν, επισημαίνοντας την «έκδηλον ανησυχίαν (του ελληνισμού) διά το μέλλον του» και το λάθος του να διατηρεί μίαν «νοσταλγικήν ανάμνησιν ενός προσφάτου προνομιακού παρελθόντος» σφάλλοντας επομένως διότι έτρεφε «υπερβολικάς προσδοκίας εις την υπό διαπραγμάτευσιν Ελληνοαιγυπτιακήν Σύμβασιν Εγκαταστάσεως», έγραφε περί της «αρκούντως επισφαλούς θέσεως του ελληνισμού και λόγω του γοργού ρυθμού προόδου του ιθαγενούς πληθυσμού και λόγω του κρατούντος αντιξενικού πνεύματος, ξενοφοβίας προερχομένης εκ συγκερασμού ενός συναισθήματος κατωτερότητος αναμίκτου με μνησικακίαν προς τον προνομιούχον μέχρι χθες ξένον και ενός νεοπαγούς εθνικού σωβινισμού με βάθρον περισσόν θρησκευτικόν φανατισμόν» (29 Ιανουαρίου 1951 στο ΔΕΠ 9/134, 1 Μαρτίου 1951). Ωστόσο έναν μήνα μετά, στις 8 Φεβρουαρίου (ΔΕΠ όπ.π.), ο Ελληνας διπλωμάτης με ευθυκρισία παρατηρούσε «αναμφιβόλως υπάρχει ποία τις νευρικότης εις ωρισμένους κύκλους εν σχέσει προς την μη υπογραφήν εισέτι της Συμβάσεως Εγκαταστάσεως», απέδιδε όμως τις δυσκολίες εκείνων των πρώτων ετών που συναντούσαν οι Ελληνες της Αιγύπτου στην αδυναμία προσαρμογής τους στα νέα δεδομένα. «Οι Ελληνες της Αιγύπτου» έγραφε «δεν ηδυνήθησαν να προσαρμοσθούν μέχρι σήμερον εις την δημιουργηθείσαν νέαν κατάστασιν μετά την κατάργησιν των διομολογήσεων. Οι εν Αιγύπτω ομογενείς είχον συνηθίσει εις την έλλειψιν συναγωνισμού εκ μέρους των ημεδαπών, την απαλλαγήν από πάσης φορολογίας και εις τα εύκολα κέρδη με εργασίαν σχετικώς ολίγην». Αντιθέτως, για τους Αιγυπτίους έγραφε: «Λιτότεροι, αρκούνται εις μικρότερα ημερομίσθια και συνεπώς προτιμώνται και από τους Ελληνας, ακόμη, εργοδότας», ενώ σημείωνε με αντικειμενικότητα ότι παρά τα όσα ίσχυαν για τους άλλους, Βρετανούς, Γάλλους κ.λπ., «η στάσις των αιγυπτιακών αρχών είναι εν γενικαίς γραμμαίς λίαν ευμενής προς τους Ελληνας».
Ωστόσο μέσα στο κλίμα σύγχυσης που προκάλεσαν η επανάσταση Νάσερ και οι εθνικοποιήσεις επί σχεδόν μία δεκαετία (1955-1965) οι Ελληνες της Αιγύπτου εξακολουθούσαν να εγκαταλείπουν ομαδικά τη χώρα, άλλοι με προορισμό την Ελλάδα, οι περισσότεροι όμως με προορισμό την Αυστραλία και την Αμερική. Την επιλογή φυγής των Ελλήνων της Αιγύπτου προσπάθησε, πλην ανεπιτυχώς, να ανακόψει η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να επισκεφθεί την Αίγυπτο το 1957 – τρίτη κατά σειρά επίσκεψή του στο εξωτερικό αφότου ανέλαβε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της χώρας (1955). Στη διάρκεια της επίσκεψης εκείνης ο Καραμανλής, όπως και ο Ελληνας ΥΠΕΞ Ευάγγελος Αβέρωφ, είχε την ευκαιρία να δει από κοντά τα προβλήματα του παροικιακού ελληνισμού. Διαπιστώθηκε όμως τελικά ότι ήταν ήδη πολύ αργά. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει και παρά τις διαβεβαιώσεις Νάσερ «περί εκτιμήσεως της αιγυπτιακής κυβερνήσεως διά τον Αιγυπτιώτη Ελληνισμόν» η αναμφισβήτητα σοφή πρωτοβουλία Καραμανλή όταν επισκεπτόταν τη χώρα του Νείλου δεν θα αποδεικνυόταν αρκετή να αποτρέψει τη φυγή, που θα συνεχιζόταν και εν τέλει θα διογκωνόταν ως το 1962.
Εντυπωσιακή μείωση του αριθμού των μαθητών
Οπως έγραφε χαρακτηριστικά ο τότε έλληνας πρεσβευτής στο Κάιρο Ι. Γιαννακάκης «κατά την έναρξιν του σχολικού έτους 1962-63 ενεγράφησαν εις τα ελληνικά εκπαιδευτήρια περιφερείας Καΐρου 2.412 ελληνόπαιδες έναντι 3.042 κατά το σχολικόν έτος 1961-1962. Η σημειωθείσα μείωσις του αριθμού των Ελλήνων μαθητών των ημετέρων εκπαιδευτηρίων κατά ποσοστόν 21% περίπου είναι αρκετά σοβαρά, αντικατοπτρίζει δε πλήρως την σημειωθείσαν εντεύθεν διαρροήν ομογενών» (30 Οκτωβρίου 1962, ΔΕΠ αρ. 46, 16 Νοεμβρίου 1962).
«Δέον να σημειωθή» συνέχιζε στο ίδιο έγγραφο «ότι υπάρχουν ήδη περιπτώσεις μαθητών, εγγραφέντων μόλις προ μηνός εις τα ελληνικά εκπαιδευτήρια, οίτινες διέκοψαν την εν αυτοίς φοίτησιν, ένεκα του ότι οι γονείς των, εν όψει των σημειουμένων ενταύθα εξελίξεων επί της παροικιακής αποδημικής κινήσεως, ιδίως εις τας περιπτώσεις των απορωτέρων ατόμων, αποφασίζουν ενίοτε τον επαναπατρισμόν των από της μιας ημέρας εις την άλλην».
Επεσήμαινε ωστόσο ότι η κατά το ήμισυ μείωση του αριθμού των ελληνοπαίδων μαθητών μέσα σε μία χρονιά οφειλόταν εν μέρει και σε εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κατέληγε παρ’ όλ’ αυτά όμως ότι «η επί τα χείρω εξέλιξις των συνθηκών διαβιώσεως των ημετέρων παροίκων ενταύθα, ως και η σκέψις ότι είναι αναπόφευκτος η εν τω εγγύς μέλλοντι σύμπτυξις των ενταύθα ελληνικών εκπαιδευτηρίων, προεκάλεσαν, συν τοις άλλοις, ανησυχητικήν διαρροήν του διδακτικού προσωπικού, ούτινος τα δημιουργούμενα κενά είναι δυσαναπλήρωτα».
Την περίοδο εγκαρδιότητας και την αναθέρμανση των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων επί Νάσερ όχι μόνο εξαιτίας της γενικότερης ελληνικής πολιτικής υπέρ των Αράβων και της Αιγύπτου ειδικά, περίοδο που συνέπεσε με τον αγώνα του κυπριακού λαού, το δίκαιο του οποίου υποστήριζε ο αραβικός κόσμος και ειδικά η Αίγυπτος, διαδέχθηκε η περίοδος ψυχρότητας, μιας αδιαφορίας κι ενός τέλματος που κατέληξαν ώστε κατά τη δεκαετία του 1970 ο ελληνικός πληθυσμός της Αιγύπτου να αριθμεί μόλις 20.000 άτομα και σήμερα μόλις 300 οικογένειες.

Η κα Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.

Posted in Ελληνική Διασπορά, Ιστορία | Με ετικέτα: | Leave a Comment »