βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα"

Ηλεκτρονικός χώρος ενημέρωσης και σχολιασμού

Archive for Δεκέμβριος 2009

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: ΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 30 Δεκεμβρίου 2009

 Από τον Αλέξανδρο Ι. Νομικό *

Οι θάνατοι από ναρκωτικά αποτελούν ένα πρόβλημα με τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Σκοπός του παρόντος άρθρους είναι η διερεύνηση και η παρουσίαση του προβλήματος, γεγονός που αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την πρόληψή του. Παράλληλα απαραίτητη γίνεται η παράθεση έστω και επιγραμματικά ορισμένων χρήσιμων επιδημιολογικών στοιχείων σχετικών με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών στον Ελλαδικό πληθυσμό. Προκειμένου να διευκολυνθεί η μελέτη των ναρκωτικών, έχουν ταξινομηθεί σε κατηγορίες με βάση ορισμένα κοινά στοιχεία. Η πλέον πρόσφορη ταξινόμηση φαίνεται να είναι εκείνη που βασίζεται στη φαρμακολογική τους δράση και είναι αυτή που παρατίθεται.

Α. ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΑ-ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΑ

L.S.D. (Διαιθυλαμίδιο του d-λυσεργικού οξέος), Προϊόντα του φυτού της κάνναβης (χασίς, μαριχουάνα,κλπ), Μεσκαλίνη, τρυπταμίνες (ψυλοκίνη, ψυλοκυμβίνη, βουφοτενίνη, DMT) και άλλες ουσίες φυσικές ή συνθετικές (STP, MDA, “68”, morning glory seeds, nutmeg).

Β. ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ ΤΟΥ Κ.Ν.Σ. (Κεντρικού Νευρικού Συστήματος) Κοκαΐνη, Αμφεταμίνες, Crack

Γ. ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΤΟΥ Κ.Ν.Σ Οινόπνευμα, Παράγωγα του βαρβιτουρικού οξέος, Υπνωτικά μη βαρβιτουρικά, ηρεμιστικά, Φαινκυκλιδίνη (PCP)

Δ. ΠΤΗΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ Αιθέρας, χλωροφόρμιο, τετραχλωράνθρακας, χλωριωμένοι υδρογο-νάνθρακες, Είδη κόλλας (glues),που περιέχουν ακετόνη, τολουόλιο, οξικό αιθυλεστέρα κ.λ.π

Ε. ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Όπιο και παράγωγά του (Μορφίνη, ηρωίνη) Ναρκωτικά-Αναλγητικά (Μεθαδόνη, πενταζοκίνη, δεξτροπροποξυφαίνη, διφαινοξυλάτη, φαιντάνυλη, μεπεριδίνη).

 Οι θάνατοι από ναρκωτικές ουσίες αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Τα οπιούχα και κυρίως η ηρωίνη ευθύνονται για τους περισσότερους θανάτους από οξεία δηλητηρίαση, ενώ άλλες ναρκωτικές ουσίες όπως τα παράγωγα της κάνναβης προκαλούν το θάνατο έμμεσα. Η προαναφερθείσα οξεία δηλητηρίαση εκδηλώνεται ύστερα από λήψη υψηλής δόσης. Σε πολλές περιπτώσεις η περιεκτικότητα του προϊόντος σε δραστική ουσία είναι άγνωστη και εξαρτάται από τα συμφέροντα του λαθρέμπορου. Η οξεία δηλητηρίαση εξελίσσεται ταχέως, με κυάνωση, αναπνευστική δυσχέρεια (που μπορεί να οφείλεται και σε εγκατάσταση πνευμονικού οιδήματος) και προοδευτική απώλεια της συνείδησης που καταλήγει σε κώμα. Χαρακτηριστικό διαγνωστικό σημείο αποτελεί η μύση, ενώ διευρυσμένη κόρη, που δεν αντιδρά μπορεί να οφείλεται σε υποξία ή δράση άλλων φαρμάκων, που έχουν ληφθεί ταυτόχρονα.

Ο θάνατος επέρχεται λόγω παράλυσης του κέντρου της αναπνοής (μηχανισμός που αποδίδεται στην άμεση δράση των οπιούχων), ενώ μπορεί να συντελούν και άλλες ενέργειες των ουσιών αυτών, όπως αρρυθμία ή υποξία. Yπάρχει ακόμη η ερμηνεία των θανάτων από ηρωίνη και διαμέσου του μηχανισμού της αναφυλακτοειδούς αντίδρασης, βασιζόμενη στη δυνατότητα των οπιοειδών να διεγείρουν μη ειδικά την απελευθέρωση της ισταμίνης, καθώς και άλλων συστατικών, που περιέχονται στα κοκκία των μαστοκυττάρων. Αυτό σημαίνει πως αρκετοί θάνατοι οφειλόμενοι στην ηρωίνη μπορούν να αποδοθούν σε αναφυλακτικό shock.

Τοξικολογικές αναλύσεις σε περιπτώσεις θανάτων που συνδέονται με τη χρήση ναρκωτικών συχνά αποκαλύπτουν την παρουσία περισσότερων της μιας ναρκωτικών ουσιών, ενώ η ταυτόχρονη κατανάλωση οινοπνεύματος είναι γνωστό ότι αυξάνει τους κινδύνους που συνδέονται με τη χρήση τόσο της ηρωίνης όσο και της κοκαΐνης. Εξάλλου, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός θανάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά είναι βίαιοι θάνατοι. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι αυτοκτονίες και τα τροχαία ατυχήματα.

Σε ότι αφορά τον Ελλαδικό χώρο, η τελευταία επιδημιολογική έρευνα στο γενικό πληθυσμό της χώρας πραγματοποιήθηκε το 2004, σχεδόν έξι χρόνια πριν, και πλέον γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η ανάγκη συλλογής νέων στοιχείων για την επικράτηση της χρήσης στην Ελλάδα.

Από την έρευνα ESPAD, που πραγματοποίησε το ΕΠΙΨΥ το 2007 στο μαθητικό πληθυσμό, φαίνεται ότι η χρήση παράνομων ουσιών αυξήθηκε σημαντικά από τη δεκαετία του ’80, και μάλιστα διπλασιάστηκε στα αγόρια, όπου σημαντική αύξηση παρατηρείται μεταξύ 2003 και 2007. Παράλληλα αυξάνεται το ποσοστό των μαθητών που υποτιμούν τους κινδύνους από τη χρήση ναρκωτικών, ιδιαίτερα της κάνναβης και της Έκστασης (ecstasy).

Ο αριθμός των προβληματικών χρηστών παραμένει σταθερός τα τελευταία χρόνια, μειώνεται όμως το 2008 ο αριθμός των χρηστών που κάνουν ενέσιμη χρήση. Ως προβληματική χρήση ναρκωτικών ορίζεται η ενέσιμη χρήση ναρκωτικών ή η μακροχρόνια ή συστηματική χρήση οπιούχων, κοκαΐνης και/η αμφεταμινών. Ο ορισμός αυτός εξαιρεί τη χρήση «ecstasy» και κάνναβης καθώς και τη σπάνια ή μη συστηματική χρήση οπιούχων (στα οποία περιλαμβάνονται τα οπιούχα που χορηγούνται με ιατρική συνταγή, όπως η μεθαδόνη), κοκαΐνης ή αμφεταμινών. Στον ορισμό περιλαμβάνονται και τα συνταγογραφούμενα οπιούχα (όπως η μεθαδόνη). Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι αυξάνεται ο αριθμός των χρηστών που χρησιμοποιούν άλλους τρόπους χρήσης της ουσίας εκτός από την ένεση είτε ότι ο πληθυσμός των Ελλήνων χρηστών «γηράσκει» και δεν μπορεί πλέον να κάνει χρήση σε ενέσιμη μορφή. Αυτό είναι μια αμφίσημη διαπίστωση, διότι από τη μια μεριά σημαίνει ότι οι χρήστες μεγαλώνουν χωρίς να απαλλάσσονται από την εξάρτησή τους και από την άλλη ότι επιβιώνουν των κινδύνων που η εξάρτηση εγκυμονεί. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις είναι σχετικά ασφαλές το συμπέρασμα ότι το έργο των υπηρεσιών μείωσης της βλάβης αποδίδει καρπούς.

Η συλλογή στοιχείων που αφορούν τους αιφνίδιους θανάτους από ναρκωτικά γίνεται από το Τμήμα Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας. Τα στοιχεία αυτά βασίζονται στα αποτελέσματα των ιατροδικαστικών εξετάσεων και των τοξικολογικών αναλύσεων που διενεργούνται σε περιπτώσεις θανάτων από τους αρμόδιους φορείς (Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των πανεπιστημίων και Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης). Στους θανάτους αυτούς καταγράφονται μόνο οι οξείες δηλητηριάσεις, δεν καταγράφονται δηλαδή οι θάνατοι που σχετίζονται έμμεσα με τα ναρκωτικά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Τμήματος Ναρκωτικών της Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας (μέχρι 30-6-2009), το έτος 2008 αναφέρθηκαν 209 θάνατοι από ναρκωτικά, από τους οποίους οι 111 (53,1%) έχουν επιβεβαιωθεί με τις απαραίτητες τοξικολογικές αναλύσεις. Μελετώντας διαχρονικά τον αριθμό των βεβαιωθέντων θανάτων από ναρκωτικά, το 2008 φαίνεται να συνεχίζεται η μείωση του αριθμού που έχει αρχίσει να καταγράφεται ήδη από το 2005. Θετική εικόνα παρουσιάζει ο τομέας της κοινωνικής επανένταξης, με την ίδρυση νέων προγραμμάτων και τη σημαντική αύξηση των απεξαρτημένων χρηστών που επωφελήθηκαν το 2008 από τέτοιου είδους παρεμβάσεις.

Πράγματι, με την ισχύουσα οικονομική κρίση χρειάζεται εντατικοποίηση των προσπαθειών στην κοινωνική επανένταξη, και ιδιαίτερα στο κομμάτι της ένταξης στην αγορά εργασίας. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό ότι το πρόβλημα της εξάρτησης δεν περιορίζεται στα ναρκωτικά, στο αλκοόλ και στον καπνό. Έτσι, εμφανίζονται προγράμματα που είτε απευθύνονται σε άλλου είδους εξαρτήσεις, όπως είναι ο τζόγος, η παθολογική χρήση του διαδικτύου, οι διατροφικές διαταραχές, είτε περιλαμβάνουν παρεμβάσεις για άλλες εξαρτήσεις παράλληλα με αυτές των ναρκωτικών. Αυτό οδηγεί, ενδεχομένως, όχι μόνο σε μια ολιστική θεώρηση της εξάρτησης αλλά και της ένταξής της σε ένα γενικότερο πλαίσιο κοινωνικών διαταραχών. Συμπερασματικά, πρέπει να τονιστεί πως οι θάνατοι από ναρκωτικά αποτελούν ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα με σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις παγκόσμια.

Η διακίνηση και η χρήση ναρκωτικών είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με πολλές από τις πιο πιεστικές σημερινές ανησυχίες. Η χρήση ναρκωτικών έχει επιπτώσεις στην παγκόσμια υγεία και ανάπτυξη, την εγκληματικότητα και την ασφάλεια των προσώπων καθώς και στη διεθνή ασφάλεια.

* Ιατρός-Παθολογοανατόμος, Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Νομικός. Αιτίες θανάτου τοξικομανών στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία. Διδακτορική διατριβή. Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αθήνα 2006.

ΕΚΤΕΠΝ (2009). Ετήσια έκθεση του ΕΚΤΕΠΝ για την κατάσταση των ναρκωτικών στην Ελλάδα. ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗΣ Α. (1997) Τοξικολογία. Επιστημονικές εκδόσεις ‘’Γρ. Παρισιάνος’’, Μαρία Γρ. Παρισιάνου. Αθήνα. Τόμος Β΄.

ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗΣ Α. (2000) Ιατροδικαστική. Επιστημονικές εκδόσεις ‘’Γρ. Παρισιάνος’’, Μαρία Γρ. Παρισιάνου. Αθήνα. Δ΄ έκδοση.

ΕΚΠΝΤ (2005). Ετήσια έκθεση σχετικά με την κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών στις εντασσόμενες και τις υποψήφιες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες. Eυρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας.

Posted in Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Ελληνική και δυτική Οικουμένη

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Δεκεμβρίου 2009

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Η Ορθοδοξία είναι η ελληνική Οικουμένη, όπως το Ισλάμ είναι η αραβική Οικουμένη και η σημερινή Δύση δεν είναι παρά η αγγλοσαξωνική Οικουμένη. Κάθε οικουμενικός πολιτισμός έχει τους εθνικούς φορείς του, όπως έχει και τη δική του περί έθνους αντίληψη. Στην πάλη των εθνών συχνά αντιπαρατίθενται διαφορετικές εκδοχές οικουμενικότητας, πράγμα που αδυνατούν να το αντιληφθούν όσοι διαχωρίζουν μηχανιστικά το «εθνικό» από το «οικουμενικό» και τα αντιπαραθέτουν. Ακόμα και ο ρατσισμός δεν στερείται «οικουμενισμού». Ας θυμηθούμε τον χιτλερικό ρατσισμό, που μέσω της «Νέας Τάξης» του, στόχευε σε μια οικουμενική χιλιετία διαφορετικού τύπου.

     Η Ορθοδοξία θεωρούμενη ιστορικά (όχι θεολογικά) είναι η οικουμενική ολοκλήρωση του ελληνισμού, η αναγωγή του δικών του κριτηρίων και αξιών σε πρότυπο καθολικό, διεθνικό.

     Η καθολικότητα των προτύπων δημιουργεί οικουμενικότητα και παρέχει στους εθνικούς φορείς τους δυνατότητες ηγεμονίας. Στην ελληνική περίπτωση η ηγεμονία δεν είναι πολιτική και οικονομική, ενός έθνους πάνω σε άλλα έθνη. Είναι ηγεμονία κυρίως πνευματική. Δεν έχει εξουσιαστικό περιεχόμενο. Και ανατρέπεται όταν χάνει τον πνευματικό της χαρακτήρα. Αδιάψευστη ανά τους αιώνες μαρτυρία είναι ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου στην Ανατολή και των Βυζαντινών Ελλήνων στον σλαβικό κόσμο.

     Φυσικά το αληθινά καθολικό είναι διαχρονικό και υπόκειται στη διάκριση ιδανικού-πραγματικού. Τίθεται επομένως το ερώτημα: Είναι «αληθινή» η καθολικότητα των ελληνικών προτύπων; Ή όφειλαν την οικουμενική ακτινοβολία τους σε συγκυριακούς-ιστορικούς παράγοντες; Πάντως η καθολικότητα των ελληνικών προτύπων αμφισβητήθηκε με επιτυχία από τον Μωάμεθ και τον Καρλομάγνο και τελικά ανετράπη. Η ανάδυση της ισλαμικής οικουμενικότητας στην Ανατολή και της φραγκικής στη Δύση περιθωριοποίησαν την ελληνική. Η αμφισβήτηση αυτή θίγει μόνο την ιστορική πραγματοποίηση των ελληνικών προτύπων ή αφορά και το βιοθεωρητικό τους δυναμικό;

     Αντίστοιχα ερωτήματα προκύπτουν για τον δυτικό (σήμερα αγγλοσαξωνικό) τύπο οικουμενικότητας. Το «χάσμα» Βορρά-Νότου, η κοινωνία των «δύο τρίτων», το ασυμβίβαστο μεταξύ του κυρίαρχου συστήματος αξιών-αναγκών, αφ’ ενός, και της επιβίωσης της ζωής στον πλανήτη, αφ’ ετέρου, συνειδητοποιούνται ευρύτατα και πλήττουν στον πυρήνα του τον δυτικό πολιτισμό . Ουσιαστικά έχουμε μπει σε γενικότερη πολιτισμική καμπή: Η ανθρωπότητα θα αναζητήσει μια νέα καθολικότητα, μια νέα οικουμενικότητα, ή θα δεχθεί ότι δεν υπάρχει μία μόνο μορφή Οικουμένης και θα συμβιβαστεί με τον πολιτιστικό πλουραλισμό;

     Για τους δυτικιστές και πλείστους των αντιδυτικιστών «ελληνιζόντων», ελληνικά πρότυπα που δεν έγιναν δεκτά από το Βυζάντιο βρήκαν τη θέση τους στη Δύση. Δεν είναι σαφές τι ακριβώς εννοούν, πέρα από την άρνηση του κριτικού πνεύματος, με την οποία συνήθως ταυτίζουν την Ορθοδοξία, πέρα δηλαδή από μια έμφαση στην ελευθεριότητα του ατομικού λόγου. Αποδεικνύεται όμως εύκολα ότι η δυτική «ελληνικότητα» είναι εν πολλοίς παρανόηση και παραχάραξη, δεδομένου ότι η ταύτιση κοινωνείν-αληθεύειν αποτελεί την κεντρική και συγχρόνως την ηγετική παράδοση στον αρχαίο ελληνισμό. Τα στοιχεία που η Δύση εμφανίζει ως «ελληνικά» ανήκαν μάλλον σε περιφερειακές παραδόσεις του αρχαίου ελληνισμού και καθώς αποσπάστηκαν από το πλαίσιο τους δεν είναι δυνατόν να είχαν πράγματι το νόημα που τους αποδίδεται.

     Η έκλειψη των ελληνικών «αξιών» συμπίπτει με την άνοδο των δυτικών προτύπων -προτύπων με αδοκίμαστες προοπτικές παγκοσμιότητας. Αυτές οι προοπτικές αποδείχνονται σήμερα ανυπόστατες και η ακτινοβολία τους άρχισε ήδη να εξαντλείται. Η «έκλειψη» λοιπόν παρέρχεται και οι κυριαρχούμενες παραδόσεις συνέρχονται σαν από βαριά υπνωτική επήρεια. Ήδη η «περιφερειακή» διανόηση «αφυπνίζεται» σε παγκόσμια κλίμακα. Η δική μας τολμά για πρώτη φορά να υποστηρίξει ότι ο ελληνισμός δεν ταυτίζεται με τη δυτική του παραχάραξη. Η θεολογική «άνοιξη» της δεκαετίας του ’60 ανάγεται σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο. Είναι τυχαίο ότι αντίστοιχες «αναγεννητικές τάσεις» εμφανίζονται σε όλες τις μεγάλες θρησκείες τη δεκαετία του ’60 και έπειτα (ακόμα και στον μαρξισμό!);

     Σε μια τέτοια βάση ανακύπτει και το ερώτημα: Τι περιμένουμε από την «αυθεντική» Ορθοδοξία; Ζητούμε τη μετάβαση ξανά σε έναν μετα-ορθολογικό πολιτισμό, βασισμένο στην επανανακάλυψη του Προσώπου, στην αποκάλυψη του Τριαδικού; Αν το πέρασμα από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο αντιπροσωπεύει τη στροφή από τον Κόσμο στο Πρόσωπο, μήπως κάτι ανάλογο είναι και σήμερα, στις νέες ιστορικές συνθήκες, το κυοφορούμενο και εναγωνίως ζητούμενο;

     Αν προσδοκούμε την «αναβίωση» της ελληνικής οικουμενικότητας πρέπει να λάβουμε υπόψη την ιστορική διαφοροποίηση του εθνικού φορέα της. Φορέας της Ορθοδοξίας στο κατώφλι του 21ου αιώνα δεν είμαστε μόνο εμείς αλλά και οι Σέρβοι, οι Ρουμάνοι, οι Ρώσοι, οι ορθόδοξοι λαοί γενικά. Οι «αναδελφισμοί» είναι ανυπόστατα[18] ιδεολογήματα. Η αλλοτρίωση της ελληνικής Οικουμένης αντανακλά τη μείζονα καθίζηση (τον αλλοτριωτικό εκδυτικισμό) όλων των ορθοδόξων εθνών.

     Ανυπόστατοι είναι και οι ενδεχόμενοι μεσσιανικοί ελληνοκεντρισμοί, πριν απ’ όλα για πληθυσμιακούς λόγους. Είμαστε σήμερα δεκαπέντε περίπου εκατομμύρια οι Έλληνες και λιγοστεύουμε αδυσώπητα. Η «μαγιά» έχει χαλάσει. Η «υπογεννητικότητα» είναι διαπιστωμένη. Όταν όμως φτιάχναμε την ελληνική Οικουμένη το ποσοστό μας επί του συνολικού πληθυσμού της Γης ήταν 5% -όσο περίπου είναι σήμερα το ποσοστό των ΗΠΑ, της ΕΟΚ και της τέως κραταιάς Ρωσίας[19]. Αν λοιπόν μιλάμε για τον ρόλο της «ελληνικής Οικουμένης» στον «γενναίο καινούργιο κόσμο» μας, πρέπει να τοποθετούμαστε στον ορίζοντα των ορθοδόξων εθνών. Μόνο σ’ αυτό τον ευρύτερο ορίζοντα υπάρχει και η πιθανότητα να αποφύγουμε τον τελικό στραγγαλισμό. Η επιβίωση, ιδιαίτερα των μικρών εθνών, θεμελιώνεται μόνο σε εκείνα τα στοιχεία του εθνικού πολιτισμού που έχουν οικουμενική διάσταση[20].

 


[18] Ο χαρακτηρισμός του «ανάδελφου» αποδίδεται κυρίως στους Έλληνες και τους Εβραίους. Για μεν τους Εβραίους που είναι ένας λαός κλειστός τούτο ίσως να φαίνεται εύλογο. Το να χαρακτηρίζεις όμως έτσι τον πιο ανοιχτό στις αλληλεπιδράσεις λαό, όπως εμείς, μου φαίνεται τελείως εξωφρενικό. Αν ουσία του έθνους είναι πολιτισμική, η συγγένεια με άλλα έθνη προκύπτει στο μέτρο που υφίσταται κοινότητα παραδόσεων. Δεδομένου ότι όλοι δηλώνουν ότι πήραν από μας τα «φώτα του πολιτισμού» (κι εμείς καμαρώνουμε) και ότι για μια τεράστια ιστορική περίοδο χιλίων ετών θεωρούσαμε αδελφά έθνη τους άλλους λαούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας, πώς νομιμοποιούμαστε να αυτοχαρακτηριζόμαστε ανάδελφοι; Εκτός και αν συγχέουμε την εχθρότητα με την έλλειψη συγγένειας. Αν εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες αισθανόμαστε ανάδελφοι ας αναζητήσουμε καλύτερα τις αιτίες στο χαμηλό πολιτιστικό μας επίπεδο και όχι σε κάποιο αναλλοίωτο εθνικό γονίδιο.

[19] Όσο για την αρχαία Ελλάδα, είχε 1 εκατομμύριο πληθυσμό το 1000 π.Χ. στο σύνολο των 10 εκατομμυρίων της Ευρώπης και 3 εκατομμύρια το 450 π.Χ., όταν ολόκληρος ο πλανήτης δεν ξεπερνούσε τα 100 εκατομμύρια και η Ευρώπη τα 20. Και όλα αυτά παρά τη μετανάστευση 500 χιλιάδων ατόμων. Οι ελληνικοί πληθυσμοί, μαζί με τις αποικίες και την ελληνική Μικρά Ασία, ξεπερνούσαν τα 5 εκατομμύρια, το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή σαν ποσοστό η αρχαία Ελλάδα είχε τα μεγέθη των ΗΠΑ και της σημερινής ΕΣΣΔ! Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε ευκολότερα το «ελληνικό θαύμα».
(Με άλλα λόγια θα έπρεπε οι Έλληνες να φτάνουν σήμερα τα 200 εκατομμύρια! Τι απέγιναν; Την απάντηση την έχει δώσει ο Μακρυγιάννης. Ένα από τα «θεριά» που τους έφαγαν είναι οι Τούρκοι, που όταν ήρθαν στη Μικρασία δεν αριθμούσαν ούτε 5 χιλιάδες. Αυτό αποτελεί και ένα ακόμη επιχείρημα που ανατρέπει τη λογική του αναδελφισμού «από τα μέσα». Δεν είμαστε ανάδελφοι γιατί φυλετικά είμαστε συγγενείς, πριν απ’ όλα, με τους μικρασιατικούς λαούς, που δηλώνουν σήμερα Τούρκοι. Αν ο ορισμός του έθνους είναι φυλετικός (καταγωγή) τότε οι «Τούρκοι» είναι τόσο «Έλληνες» όσο και εμείς.)

[20] Και όχι, όπως τραγικά νομίζουμε, στην εθνική αποκλειστικότητα, την ιδιορρυθμία και τη φολκλορική «αξιοποίησή» τους. Βλ. και 4ο κεφ. 1ου μέρους του παρόντος.

 

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Το κείμενο παρατίθεται χωρίς παραπομπές.

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Το πολυτονικό ζήτημα σήμερα και νέες τεχνολογίες

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 28 Δεκεμβρίου 2009

 Συνέντευξη τοῦ Γιάννη Χαραλάμπους στὸ περιοδικὸ ΒΗΜΑMen (25/12/2008)

Μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε δύο λόγια γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Μὲ τί ἀκριβῶς ἀσχολεῖσθε; πῶς βρεθήκατε στὴ Γαλλία;

Ἀπόφοιτος τοῦ Λεοντείου Λυκείου Πατησίων, ἔφυγα τὸ 1979 στὴν Γαλλία γιὰ σπουδὲς καὶ ἔκτοτε ζῶ ἐκεῖ. Ἀπὸ τὸ 2001 διδάσκω Πληροφορικὴ στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Τηλεπικοινωνιῶν τῆς Βρετάνης (Télécom Bretagne), στὴν πόλη τῆς Βρέστης. Τὸ ἕτερον ἥμισύ μου εἶναι ἐπίσης Ἑλληνίδα καὶ ἔχουμε δύο ὑπέροχες κοροῦλες, 5 καὶ 11 χρονῶν.

Ποιά εἶναι ἡ σχέση σας μὲ τὴ τυπογραφία;

Τὰ τελευταῖα 20 χρόνια ἀσχολοῦμαι ἑρευνητικὰ μὲ τὴν ψηφιακὴ τυπογραφία καὶ τὸ ἠλεκτρονικὸ ἔγγραφο. Εἰδικότερα ἔχω ἐργασθεῖ ἐκτεταμένα πάνω στὴν διαφύλαξη τῆς τυπογραφικῆς παράδοσης διὰ μέσου τῶν νέων τεχνολογιῶν καὶ πάνω στὴν διεθνοποίηση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ κειμένου.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι, μέσῳ τοῦ βιβλίου καὶ τοῦ Διαδικτύου, ὁ γραπτὸς λόγος παίζει ὁλοένα καὶ σημαντικότερο ρόλο στὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία. Ἀντλώντας ἀπὸ τὸ μεσαιωνικὸ χειρόγραφο οἱ τυπογράφοι τῶν τελευταίων πέντε αἰώνων ἀνέπτυξαν ἕνα σύνολο ὁπτικῶν μεθόδων (τὴν «τυπογραφικὴ παράδοση») ποὺ ἀποσκοποῦν στὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ μηνύματος ποὺ μεταφέρει τὸ ἔντυπο κείμενο. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὅμως ἡ τυπογραφικὴ παράδοση κινδυνεύει ἀπὸ τὶς διαδοχικὲς ἀλλαγὲς τεχνολογίας ποὺ ὑπέστη τὸ γραπτὸ ἔγγραφο. Πάρτε ὡς ἁπλὸ παράδειγμα τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν μονοτυπία στὴν φωτοσύνθεση, καὶ ἔπειτα στὸν Η/Υ: καθεμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀλλαγὲς ἐπέφερε καὶ μία ποιοτικὴ πτώση τοῦ ἐγγράφου.

Τί σᾶς ὁδήγησε στὴ τυπογραφία; Ποιά ἦταν ἡ πρόκληση;

Ἡ πρόκληση ἦταν νὰ περάσει ἡ «ψυχὴ» τοῦ βιβλίου στὸν Η/Υ. Νὰ καταλάβω δηλαδὴ ποιές ἦταν οἱ μέθοδοι τῶν παραδοσιακῶν τυπογράφων καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόσω σὲ πληροφοριακὰ συστήματα, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μικροσκοπικὸ ἐπίπεδο (οἱ παραμικρὲς λεπτομέρειες στὴν χάραξη τῶν τυπογραφικῶν στοιχείων) καὶ καταλήγοντας στὸ μακροσκοπικὸ (λέξεις, παράγραφοι, σελίδες, τὸ βιβλίο, ἡ ψηφιακὴ βιβλιοθήκη). Τὸ ἔργο αὐτὸ ξεκίνησε ὁ μεγάλος πληροφορικὸς καὶ ἐκλεκτὸς φίλος Donald E. Knuth στὸ Stanford. Ὁ Knuth ὅμως περιορίσθηκε στὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Ἐγὼ προσπάθησα νὰ τὸ συνεχίσω γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες γραφὲς τοῦ κόσμου. Ταυτόχρονα ἐξελίχθηκαν καὶ οἱ τεχνολογίες τοῦ Διαδικτύου, καὶ ἀνοίχθηκαν νέοι ὁρίζοντες στὸ ἡλεκτρονικὸ κείμενο.

Τὸ 1994 ἱδρύσαμε μὲ τὴν σύζυγό μου ἕνα ἐργαστήρι ἠλεκτρονικῆς στοιχειοθεσίας καὶ σελιδοποίησης (τὸ Atelier Fluxus Virus). Στὸν ἑλληνικὸ χῶρο γνωρίσαμε ἄτομα ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια δίψα γιὰ τὴν διατήρηση τῆς παραδοσιακῆς τυπογραφίας (ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι τὰ βιβλία τῶν Ἑλλήνων «μαστόρων τῆς μονοτυπίας» ἦταν ἔργα τέχνης ποὺ κέρδισαν πάμπολλα βραβεῖα σὲ διεθνεῖς ἐκθέσεις). Ὁραματιστὲς καὶ πρωτοπόροι ἐκδότες ὅπως ἡ Τζούλια Τσιακίρη καὶ ὁ Σταῦρος Πετσόπουλος μᾶς ἀνέθεσαν τὴν στοιχειοθεσία βιβλίων μὲ τὴν νέα μέθοδο ποὺ ἀναπτύξαμε: τὴν «ψηφιακὴ μονοτυπία», ποὺ ἀποσκοπεῖ νὰ παράγει ἀποτέλεσμα πανομοιότυπο μὲ αὐτὸ τῆς παραδοσιακῆς μονοτυπίας. Μέχρι σήμερα στοιχειοθετοῦμε ὅλα τὰ βιβλία τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Τὸ Ροδακιὸ καὶ συνεισφέρουμε ἔτσι, ἐξ ἀποστάσεως, στὴν τυπογραφικὴ πορεία τῆς χώρας μας.

Γιὰ ποιό λόγο ἐπιμένετε στὴ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος;

Γιατὶ πιστεύω ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα μεταφέρουν πληροφορία ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Τὸ μονοτονικὸ ἐπιβλήθηκε τὸ 1982 γιὰ λόγους ψηφοθηρικοὺς (τὸ ΠΑΣΟΚ δὲν εἶχε πλέον ἄλλη μεταρρύθμιση νὰ κάνει στὸν τομέα τῆς γλώσσας, ἀφότου ἡ ΝΔ εἶχε ἤδη θεσπίσει τὸ 1976 τὴν δημοτικὴ ὡς ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους) καὶ κερδοσκοπικούς (τὸ λόμπυ τοῦ ἡμερήσιου τύπου ἔκανε σημαντικὲς οἰκονομίες στὴν στοιχειοθεσία τῶν κειμένων).

Γιὰ ποιό λόγο πιστεύετε ὅτι τὸ πολυτονικὸ σύστημα δὲν εἶναι ξεπερασμένο ἢ ἄχρηστο;

Τὸ μονοτονικὸ στηρίζεται στὴν (ἐσφαλμένη) ἄποψη ὅτι πρέπει σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες (γαλλική, γερμανική, βιετναμεζική, κ.λπ.) τὰ διακριτικὰ σημεῖα νὰ λειτουργοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, δηλαδὴ ὁ ρόλος τους νὰ εἶναι καθαρὰ φωνητικός. Ἡ δική μας γλώσσα ὅμως λειτουργεῖ διαφορετικά. Στὴν ἑλληνικὴ τὰ μὲν πνεύματα μεταφέρουν πληροφορία ἐτυμολογικῆς φύσεως (ὁ «ἐπίτιμος» παίρνει ψιλὴ γιατὶ τὸ ἔψιλον ἀνήκει στὴν πρόθεση «ἐπὶ» ἐνῷ ὁ «ἑπόμενος» παίρνει δασεία γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἕπομαι»), οἱ δὲ τόνοι μεταφέρουν πληροφορία μορφολογική (ἡ λέξη «τὰ ὡραῖα» παίρνει περισπωμένη ἑνῷ «ἡ ὡραία» παίρνει ὀξεία). Μπορεῖ λοιπὸν τὰ σημάδια αὐτὰ νὰ μὴν ἀλλάζουν τὴν προφορά, ἀλλὰ λειτουργοῦν μὲ ἄλλον τρόπο καὶ ἡ πληροφορία αὐτὴ ποὺ μεταφέρουν μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη.

Τὸ πολυτονικὸ ὄχι μόνο δὲν εἶναι ξεπερασμένο ἀλλὰ ὁ ρόλος του εἶναι ὅλο καὶ πιὸ σημαντικός. Ἀπὸ τότε ποὺ τὸ Διαδίκτυο ἐξαφάνισε τὰ γεωγραφικὰ σύνορα τῆς πληροφορίας, ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου δένεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονα μὲ τὴν γλώσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ. Στὸ Διαδίκτυο «εἴμαστε αὐτὸ ποὺ γράφουμε». Ἡ γλώσσα ὅμως ποὺ γράφουμε σήμερα εἶναι φτωχὴ γιατὶ εἶναι ξεκομμένη ἀπὸ τὴν ἱστορία της. Τὰ τελευταῖα τριάντα χρόνια, μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ ἐκμοντερνισμοῦ, οἱ ὑπερβολὲς τοῦ φανατικοῦ δημοτικισμοῦ καὶ τὸ μονοτονικὸ ἔπληξαν τὴν ἱστορικὴ ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Εἶναι σὰν νὰ ὑπάρχουν σήμερα δύο γλωσσικὲς μορφές: ἡ ἀρχαία (μὲ τόνους καὶ πνεύματα, ποὺ ἀπωθοῦν τὸν νέο ἀναγνώστη) καὶ ἡ νέα (συμβολογραφικὰ πιὸ πτωχὴ καὶ ἄρα πιὸ «προσιτή»). Βιώνουμε λοιπὸν τὸ παράδοξο νὰ θέλουμε οἱ νέοι νὰ κληρονομήσουν τὸν ἐθνικὸ πολιτιστικό μας πλοῦτο καὶ ταυτόχρονα νὰ τοὺς φράζουμε τὸν δρόμο κρύβοντάς τους τὴν ἱστορικὴ ἑνότητα τῆς γλώσσας μας.

Ποιές εἶναι οἱ ἀρετὲς τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος;

Οἱ ἀρετὲς τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀφοῦ εἶναι (ἐπὶ σχεδὸν δύο χιλιετηρίδες) ἀναπόσπαστο στοιχεῖο της. Οἱ περισσότερες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε στὴν καθημερινή μας ζωὴ ὑπῆρχαν κιόλας τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου. Φυσικὰ ἐξελίχθηκαν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τόσο νοηματικὰ ὅσο καὶ μορφολογικά, καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ διαχρονική τους ἐξέλιξη εἶναι μέρος τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ταυτότητάς μας. Οἱ ἀρχαῖοι πρόφεραν διαφορετικὰ τὰ δασυνόμενα καὶ μὴ φωνήεντα, τὰ ὀξύτονα καὶ τὰ περισπώμενα, ὅπως ἄλλωστε πρόφεραν καὶ διαφορετικὰ τὸ ὄμικρον καὶ τὸ ὠμέγα, ἢ τὸ ἰῶτα, τὸ ἦτα καὶ τὸ ὕψιλον. Ὁ προφορικὸς λόγος ἐκείνης τῆς ἐποχῆς σεβόταν αὐτὲς τὶς διαφορές. Σιγὰ-σιγὰ ἄλλαξε ἡ προφορὰ τῆς γλώσσας ἀλλὰ ἡ ἀνάγκη διαφοροποίησης τῶν γραμμάτων παρέμεινε, καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέμειναν καὶ τὰ σύμβολα αὐτὰ στὸν γραπτὸ λόγο ἐπὶ τόσους αἰῶνες. Σήμερα συνεχίζουμε νὰ γράφουμε τὴν «πείρα» μὲ ἔψιλον-ἰῶτα καὶ τὸ «πῆρα» μὲ ἦτα, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ προφορά τους εἶναι ἡ ἴδια· ὁ ἴδιος ἀκριβῶς μηχανισμὸς ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα.

Θεωρεῖτε ὄτι εἶναι ἐφικτὴ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ πολυτονικό; Τί θὰ ἀποκομίσει ὁ σημερινὸς ἀναγνώστης ἀπὸ τὴν (ἐπαν)εισαγωγή του στὸ πολυτονικό;

Τὸ πολυτονικὸ θὰ ἐπανέλθει τὴν μέρα ποὺ ὁ Ἕλληνας θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι οἱ τόνοι εἶναι ἕνα κομμάτι τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς ποὺ τοῦ ἐκλάπη ἀπὸ ἐπιπόλαιους πολιτικοὺς ὑποβοηθούμενους ἀπὸ ἀσυνείδητους γλωσσολόγους. Ὅταν θὰ καταλάβει ὅτι, πέρα ἀπὸ ἰδεολογίες καὶ θρησκεῖες, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἀδιάκοπα ὁδεύει πρὸς τὴν μαζικὴ διεθνοποίηση, ἡ γλώσσα εἶναι τὸ μικρὸ ἰδιωτικό του περιβόλι, ἡ καλλιέργεια τοῦ ὁποίου θὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ἰσορροπία καὶ αὐτογνωσία. Ὅλο καὶ πιὸ πολὺ προσέχουμε τί τρῶμε, τί φορᾶμε, ποῦ κατοικοῦμε, τί καταναλώνουμε… θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐξετάσουμε καὶ τὸ πῶς μιλᾶμε, ποιές εἶναι οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε, καὶ ποιό εἶναι τὸ βάρος τους. Ὅταν ξαναβρεῖ ὁ Ἕλληνας αὐτὴ τὴν εὐαισθησία στὸ γλωσσικὸ ἐργαλεῖο, τότε μὲ πᾶσα φυσικότητα θὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ μονοτονικὸ ὡς ἀποτυχημένη ἀπόπειρα ἀλλοτρίωσής του. Ὁ ἀείμνηστος Τσάτσος ἔγραφε ὅτι τὸ «μονοτονικὸ ἔκανε τὴν γλώσσα μας ἀπὸ στερεομετρία, ἐπιπεδομετρία», εὔχομαι κάποια μέρα ὁ Ἕλληνας νὰ θελήσει νὰ ξαναβρεῖ αὐτὴ τὴν χαμένη διάσταση.

Στὸν ἱστοχῶρο τῆς Κίνησης Πολιτῶν γιὰ τὴν Ἐπαναφορὰ τοῦ Πολυτονικοῦ http://www.polytoniko.gr ἔχουμε ἀναρτήσει μαρτυρίες ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, πληθώρα ἱστορικῶν ντοκουμέντων καὶ κειμένων (ἀπὸ τὴν «Δίκη τῶν Τόνων» μέχρι σήμερα), καὶ ἄλλο ὑλικὸ ποὺ θὰ βοηθήσει ὅποιον θέλει νὰ ἐνημερωθεῖ πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θέμα.

Χρησιμοποιεῖτε τὸ πολυτονικὸ στὴν καθημερινή σας ζωή; (email, κ.λπ.)

Προσωπικὰ δὲν χρησιμοποιῶ ποτὲ καὶ πουθενὰ τὸ μονοτονικό. Βλέπω ὅτι ἀναφέρετε στὴν ἑρώτησή σας τὸ email· θὰ ὑπονοεῖτε ἀσφαλῶς ὅτι ὑπάρχουν τεχνικὲς δυσκολίες. Σᾶς ἀπαντῶ λοιπὸν ὅτι σήμερα πλέον ὅλα τὰ (σύγχρονα) λειτουργικὰ συστήματα (Windows, MacOS X, Linux) ὑποστηρίζουν πλήρως τὸ πολυτονικό, χάρη στὴν χρήση τῆς κωδικοσελίδας Unicode. Δυστυχῶς πολλοὶ συμπολίτες μας δὲν χρησιμοποιοῦν τόνους καὶ πνεύματα ἔχοντας τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ Η/Υ τους δὲν τὰ ὑποστηρίζει. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι. Στὸν ἱστοχῶρο τῆς Κίνησης ὑπάρχουν ὁδηγίες καὶ ἐργαλεῖα ὥστε νὰ μπορέσει νὰ γράψει κανεὶς γρήγορα καὶ ἄνετα πολυτονικὰ ἑλληνικὰ σὲ ὁποιαδήποτε ἐφαρμογή. Λείπουν βέβαια ἀκόμα κάποια ἐργαλεῖα (ὀρθογραφικὸς διορθωτής, συλλαβιστής, κ.λπ.) τὰ ὁποῖα ὅμως ἔχουμε σκοπὸ νὰ ἀναπτύξουμε μόλις οἱ συγκυρίες μᾶς τὸ ἐπιτρέψουν. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἀναπτυχθεῖ, καὶ μάλιστα σὲ κοινόχρηστη βάση, ὅλη ἡ ἀπαραίτητη λογισμιακὴ ὑποδομὴ ὥστε νὰ μὴν χρειασθεῖ νὰ θυσιάσει κανεὶς τὶς ἀνέσεις ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ διάφορες ἐφαρμογές.

Εἶναι ἐπίκαιρη ἡ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία; Εἰδικὰ ὅταν οἱ νεότεροι δὲν γνωρίζουν τοὺς κανόνες του;

Τὰ τελευταῖα χρόνια ὅλο καὶ περισσότερα βιβλία ἐκδίδονται πολυτονικά, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι οἱ ἐκδότες καταλαβαίνουν καὶ ἀναζητοῦν τὸν πρόσθετο πλοῦτο ποὺ προσδίδει ἡ «ἱστορικὴ ὀρθογραφία» στὸ κείμενο. Καὶ ἐπίσης ἐπειδὴ οἱ τεχνικὲς δυσκολίες ἔχουν πλέον ἐξαλειφθεῖ. Τὸ πολυτονικὸ δίνει στοὺς λογότεχνες, θεωρητικοὺς ἐπιστήμονες καὶ γενικὰ στοὺς σκεπτόμενους ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθοῦν μὲ ὅλο τὸ βάρος τῆς γλώσσας τους.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ δεύτερο σκέλος τῆς ἑρώτησής σας, οἱ κανόνες τοῦ τονισμοῦ εἶναι εὔκολοι. Ἂν δὲν μὲ πιστεύετε, σᾶς προσκαλῶ νὰ τοὺς μάθετε στὸν ἱστοχῶρο μας, μέσα ἀπὸ «δέκα ἁπλᾶ μαθήματα ἄνευ διδασκάλου». Καὶ ἄν ἔχετε διδαχθεῖ τὴν ἀρχαία σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς σας, τότε τοὺς γνωρίζετε ἤδη.

Μιλώντας γιὰ κανόνες, ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ πολλοὶ συμπολίτες μας ἀποδέχθηκαν τὸ μονοτονικὸ ἦταν ἡ κάποια ἀνασφάλεια ποὺ ἔνοιωθαν μπροστὰ στὴν ἐπιλογὴ τοῦ σωστοῦ πνεύματος ἢ τόνου γιὰ κάθε λέξη, ἢ ἔστω γιὰ κάποιες δύσκολες περιπτώσεις. Ὁ ἐγωισμός μας δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι μπορεῖ ἐνίοτε νὰ κάνουμε λάθη, ὅτι μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἀτελεῖς καθότι ἡ γνώση τῆς γλώσσας μας εἶναι ἀτελής. Κι ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια, καὶ θὰ προσφέραμε πιὸ πολλὰ στὸν ἑαυτό μας, στοὺς γύρω μας καὶ στὰ παιδιά μας ἄν, ἀντὶ νὰ ἀκρωτηριάζουμε δειλὰ και ὕπουλα τὴν γλώσσα, τὴν ἀποδεχόμασταν μὲ ὅλο τὸν πλοῦτο της, καὶ μὲ ὅλα τὰ λάθη ποὺ ἀσφαλῶς θὰ κάνουμε. Γιατὶ τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη διορθώνονται. Κάθε λάθος ποὺ διορθώνουμε μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὴν γλώσσα μας, κάθε λάθος ποὺ ἀγνοοῦμε (εἴτε μὲ τὸ τέχνασμα τοῦ μονοτονικοῦ, εἴτε ἀπὸ κοινὸ ὠχαδερφισμό), μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν γλώσσα καὶ ἀπὸ τὴν ταυτότητά μας.

Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ ποὺ μοῦ δώσατε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκφρασθῶ μέσῳ τῶν σελίδων τοῦ περιοδικοῦ σας.

Posted in Γλώσσα & Πολιτισμός, Ελληνική Διασπορά | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Οι δρόμοι των Ελλήνων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Δεκεμβρίου 2009

του Βλάσση Αγτζίδη

 Μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ρolaris ένα συλλογικό έργο για τους εκτός Ελλάδας Έλληνες, που συμπεριλαμβάνει τόσο τη διασπορά, όσο και τις ένδημες κοινότητες του εξωτερικού.

Στο έργο αυτό. εκτός από μένα, γράφουν οι Αλέξανδρος Κιτρόεφ (Βόρεια και Κεντρική Αμερική, Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή), Αναστάσιος Τάμης (Νότια Αμερική, Ανατολική και Νότια Ασία, Ωκεανία), Γεώργιος Γιακουμής (Αλβανία), Κώστας Λουκέρης (Έλληνες της Κωσταντινούπολης, Υποσαχάρια Αφρική), Κυριακή Πετράκη (Δυτική Ευρώπη, Ρουμανία). Η δική μου συμβολή αφορά τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη FYROM.

Τα κείμενα αυτά θα τα αναρτήσω τις επόμενες μέρες. Την επιμέλεια του έργου είχαν οι Κ. Λουκέρης και Κ. Πετράκη. Το ιδεολογικό πλαίσιο το δίνουν οι επιμελητές στον Πρόλογό τους : “…Όταν μιλάμε για ελληνικές κοινότητες εκτός Ελλάδας και Κύπρου, δε μιλάμε για μια ενιαία ιστορική καταβολή ή θεσμική συγκρότηση. Για παράδειγμα, οι Έλληνες των ΗΠΑ ιστορικά έχουν λίγα κοινά με τους Κατωιταλιώτες Γκρεκάνους, ή οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι του Πόντου στη σημερινή Τουρκία έχουν ελαχιστα κοινά με τους Ελληνοαιθίοπες. Επίσης οι Έλληνες, πέραν των συνόρων Ελλάδας και Κύπρου δεν είναι όλοι μετανάστες. Οι ελληνικές κοινότητες στην Αλβανία ή στην Τουρκία δεν είναι κοινότητες μεταναστών αλλά γηγενείς. Τα υβριδικά εθνοτικά μορφώματα στα οποία το ένα συνθετικό παραπέμπει σε κάτι το ελληνικό -που παρεπιμπτόντως, συνειδητά δεν προσπαθούμε να ορίσουμε από κοινού- αποτελούν γεννήματα δυναμικών διαδικασιών, που κανένα “εθνικό κέντρο” δεν θα μπορούσε να ελέγξει ή να ορίσει. Αυτή η πανσπερμία, ο γαλαξίας ελληνικών κοινοτικών μορφωμάτων δεν πρέπει να μας τρομάζει. Συνηθισμένοι συχνά στη στενή ελλαδική μας αντίληψη για το ποιός ή ποια είναι Έλληνας ή Ελληνίδα, αρκετοί από μας αισθανόμαστε τουλάχιστον άβολα συναντώντας Έλληνες χωρίς την Ορθοδοξία., Έλληνες χωρίς την ελληνική γλώσσα. Έλληνες χωρίς τα μεσογειακά φυλετικά χαρακτηριστικά. Οι ειδικοί επιστήμονες τείνουν να διαφοροποιούν πλέον τον ελληνισμό σε “ελλαδικό ελληνισμό” και “ελληνισμό της διασποράς” και σε “μεταναστευτικό ελληνισμό της διασποράς” ή αλλιώς “απόδημο ελληνισμό”…”

Posted in Γεωπολιτική -Γεωοικονομία, Γλώσσα & Πολιτισμός, Ελλάδα, Ελληνική Διασπορά, Ιστορία, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | 1 Comment »

Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Δεκεμβρίου 2009

του Παναγιώτη Κονδύλη

από το βιβλίο του «Θεωρία του Πολέμου», εκδ. Θεμέλιο

 O πόλεμος αποτελεί συνέχεια της πολιτικής υπό δύο θεμελιώδεις

έννοιες. Όταν ο όρoς «πολιτική» εκλαμβάνεται με την

αντικειμενική του σημασία, για να χαρακτηρίσει τη

διαμορφωμένη μέσα στον χρόνο ιστορικοκοινωνική φυσιογνωμία ενός

συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, τότε o πόλεμος συνεχίζει την

πολιτική υπό την έννοια ότι αποτυπώνει εκ των πραγμάτων, και

ανεξάρτητα από τα τρέχοντα μελήματα και βουλήματα των δρώντων

προσώπων, τη φυσιογνωμία αυτή, την οποία μπορούμε να δούμε από

πολλές πλευρές και, ανάλογα, να την ονομάσουμε πολιτισμική ή

κοινωνική ή γεωπολιτική κατάσταση, οικονομικό ή στρατιωτικό

δυναμικό κ.τ.λ. Με την υποκειμενική της σημασία, πάλι, η «πολιτική»

υποδηλώνει τους σκοπούς και τις βλέψεις συγκεκριμένων προσώπων με

βαρύνοντα λόγο στα πολιτικά πράγματα ενός συλλογικού υποκειμένου·

τότε ο πόλεμος συνεχίζει την πολιτική ως μέσο προς εκπλήρωση αυτών

των σκοπών και αυτών των βλέψεων. Στο επίπεδο αυτό τίθενται τα

προβλήματα της λεγόμενης «υψηλής στρατηγικής», και το

σημαντικότερο απ’ όλα τους μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: κατά πόσο η

πολιτική με την αντικειμενική έννοια του όρου επιτρέπει την

πραγμάτωση των σκοπών της πολιτικής με την υποκειμενική έννοια του

όρου; Ή, πώς πρέπει να διαμορφωθούν οι σκοποί της υποκειμενικής

πολιτικής, ούτως ώστε ν’ αντιστοιχούν στα δεδομένα της αντικειμενικής

πολιτικής; Ή, προς ποιά κατεύθυνση και σε ποιά έκταση πρέπει να

επηρεασθούν τα δεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής (αν μάλιστα

αυτά είναι δυσμενή) προκειμένου να υπηρετήσουν τους στόχους της

υποκειμενικής πολιτικής; Αν ως μέσο προς πραγμάτωση των σκοπών της

υποκειμενικής πολιτικής επιλεγεί -αδιάφορο αν εκούσια ή ακούσια,

δηλαδή για επιθετικούς ή αμυντικούς σκοπούς- ο πόλεμος, τότε τίθεται

ένα δεύτερο στρατηγικό ερώτημα: με ποιόν τρόπο πρέπει να διεξαχθεί ο

Ο

πόλεμος, ούτως ώστε ν’ αποδειχθεί πράγματι κατάλληλο μέσο προς

πραγμάτωση των πολιτικών στόχων; Και πιο συγκεκριμένα: πόσο

ολοκληρωτική νίκη πρέπει να καταγάγει κανείς αν θέλει να πετύχει εξ

ολοκλήρου τους σκοπούς του; Γιατί, αν είναι προφανές ότι

ολοκληρωτικοί σκοποί (η πλήρης καθυπόταξη του αντιπάλου) απαιτούν

ολοκληρωτικές νίκες, όμως δεν είναι διόλου προφανές ότι οι

περιορισμένοι σκοποί (π.χ. η απλή υπεράσπιση των συνόρων)

επιτυγχάνονται παντού και πάντοτε με περιορισμένες μόνον νίκες και

περιορισμένους μόνον πολέμους· συχνότατα απαιτείται καί στην

περίπτωση του περιορισμένου σκοπού νίκη τόσο ολοκληρωτική όσο καί

εάν ο σκοπός ήταν ολοκληρωτικός. Τότε, όπως γνωρίζουμε από τον

Clausewitz, η εσωτερική λογική του μέσου (του πολέμου) εκδιπλώνεται

αυτόνομα και μέσα στην αιματηρή της εκδίπλωση, υπερφαλαγγίζει τους

πολιτικούς σκοπούς. Αν τώρα κατέβουμε ακόμα ένα σκαλί στη

στρατηγική μας ανάλυση, αν δηλαδή στενέψουμε ακόμα περισσότερο

τον κύκλο της και θεωρήσουμε όχι πλέον τον πόλεμο ως μέσο της

πολιτικής, αλλά, προϋποθέτοντάς το αυτό, εξετάσουμε την επιτυχή

διεξαγωγή του πολέμου ως σκοπό καθ’ εαυτόν, τότε διαπιστώνουμε ότι,

όπως η πολιτική ως σκοπός συμμορφώνεται με τη λογική του πολέμου

ως μέσου της, έτσι και ο πόλεμος ως σκοπός συμμορφώνεται με τη

λογική των δικών του μέσων, δηλαδή της τεχνικής υφής των όπλων και

των οπλικών συστημάτων, η οποία από μόνη της μπορεί να επιβάλει μιαν

στρατηγική απόφαση, π.χ. την απόφαση επιθετικής ή αμυντικής

διεξαγωγής του πολέμου.

Η λογική και εννοιολογική αυτή κλίμακα δεν είναι ούτε προϊόν ούτε

εργαλείο του σπουδαστηρίου. Είναι θεωρία ζωντανή και μεστή, δηλαδή

συνοψίζει αφαιρετικά τους παράγοντες που οφείλει απαραίτητα να λάβει

υπ’ όψιν του και να ιεραρχήσει κατά την εκάστοτε προτεραιότητά τους ο

υπεύθυνος πολιτικός, καθοδηγούμενος από την «λεπταισθησία της

κρίσης» του, όση διαθέτει. Και σε αντίθεση με τις νοητικές κατασκευές

πλείστων όσων «θεωρητικών» και «φιλοσόφων», τις οποίες μπορεί να

παραλλάζει ή και να ανατρέπει κανείς επ’ άπειρον χωρίς να μεταβάλλει

τίποτε παραπάνω εκτός από τις μόδες που επικρατούν εναλλάξ σε

τέτοιους αιθεροβάμονες και λεξιλάγνους κύκλους, εδώ πρόκειται για

μεγέθη «ου παικτά», συνδεδεμένα με βαρύνουσες και μη ανακλητές

αποφάσεις. Ο Poincare, ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός, είπε κάποτε ότι

ο πόλεμος είναι πειραματική επιστήμη στην οποία δεν είναι δυνατόν να

διεξαχθούν πειράματα. Τα περιθώρια για πειραματισμούς είναι ακόμα

στενότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα που, αν δούμε τα πράγματα έστω και

σε μεσοπρόθεσμη απλώς ιστορική προοπτική, περπατούν πάνω στην

κόψη του ξυραφιού. Το λυπηρό παράδοξο σε ακροσφαλείς ιστορικές

καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα είναι

ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο, όσο εντονότερα τη

χρειάζεται ένα έθνος. Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τί θα

κάμει σε δέκα χρόνια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά

ανίσχυρος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και

την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα – η διαφορά ανάμεσα σ’ όποιον

χαροπαλεύει βιολογικά και σ’ όποιον αποσυντίθεται ιστορικά είναι

βέβαια ότι η προσήλωση του πρώτου στα άμεσα δεδομένα εμφανίζεται

ως προσπάθεια υπέρβασης ενός πόνου, ενώ του δεύτερου ως κοντόθωρη

ευδαιμονιστική επιδίωξη. Η τάση άρνησης ή απώθησης των

μακροπρόθεσμων παραγόντων και εξελίξεων, δηλαδή των δεδομένων της

πολιτικής υπό την αντικειμενική έννοια του όρου, δυναμώνει όταν τα

δεδομένα αυτά θίγουν νευραλγικά ψυχολογικά σημεία, με άλλα λόγια τις

εθνικές αυταρέσκειες και ψευδαισθήσεις. Υπό την επήρειά τους συνήθως

υπερτιμάται η σημασία των τομέων, στους οποίους υπερέχει πραγματικά

ή φανταστικά η Ελλάδα (π .χ. θεωρείται ουσιώδες πολιτικό και ιστορικό

πλεονέκτημα ότι η Ελλάδα είναι χώρα «ευρωπαϊκή» και «δημοκρατική»,

ενώ η Τουρκία «οθωμανική», «βάρβαρη», «φασιστική» κ.τ.λ.), και

ταυτόχρονα η ισχύς ή οι επιτυχίες της άλλης πλευράς αποδίδονται κατά

σύστημα στην εύνοια των Μεγάλων, στον ανθελληνισμό της Jύσης

κ.ο.κ. Τέτοια φαινόμενα είναι από πολλές απόψεις φυσιολογικά και

αναπόδραστα, ιδιαίτερα όταν δρούν οι μηχανισμοί της μαζικής

ψυχολογίας και της διαμόρφωσης συλλογικών ταυτοτήτων και δεν θα

ήσαν ούτε καν επικίνδυνα, αν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η πολιτική

ηγεσία του τόπου, στο σύνολο και στη διαχρονική της συνέχεια,

σκεφτόταν και ενεργούσε με βάση εντελώς διαφορετικές κατηγορίες καί

παραστάσεις. Όμως αυτό δεν συμβαίνει, επαρκώς τουλάχιστον. Την

σκέψη σε ιστορικές και στρατηγικές διαστάσεις την κατάπιε εντελώς

σχεδόν, μαζί με όσα θα έπρεπε να τη στηρίζουν έμπρακτα, το πελατειακό

σύστημα, το δούναι και λαβείν, το οποίο τελευταία, στο πλαίσιο του

ακάθεκτου εκσυγχρονισμού μας, έχει πάρει την πολιτισμένη ονομασία

του «διαλόγου» – διαλόγου οπισθοβούλου, πολυδαιδάλου καί

πολυμήχανου, διαλόγου των πάντων με τους πάντες περί των πάντων εις

πάντας τόπους και πάντας χρόνους. Όποιος δεν μετέχει σε τέτοιους

διάλογους και δεν υπόκειται στις σκοπιμότητές τους, έχει την ελευθερία –

και την υποχρέωση – να σταθμίσει στρατηγικά έναν ενδεχόμενο

ελληνοτουρκικό πόλεμο στο φως της εννοιολογικής κλίμακας που

αναπτύξαμε εισαγωγικά. Από τα μακροδεδομένα της αντικειμενικής

πολιτικής θα πρέπει να περάσει στους σκοπούς της υποκειμενικής

πολιτικής, εξετάζοντας κατά πόσο και με ποια μορφή μπορεί ο πόλεμος ν’

αποτελέσει μέσο για την πραγμάτωσή τους. Και θα πρέπει να θυμάται

πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβαρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί

τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμετωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι

ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι’

αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική

ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί.

Ας συνοψίσουμε κατά σύμβαση τα μακροδεδομένα της αντικειμενικής

πολιτικής με τον όρο «γεωπολιτικό δυναμικό». Όπως θα δούμε αμέσως, ο

όρος αυτός έχει διάφορα επίπεδα γενικότητας, και στην ανάλυσή μας θα

ξεχωρίσουμε κατ’ αρχήν τρία. Αλλά σε κανένα απ’ αυτά το γεωπολιτικό

δυναμικό δεν ταυτίζεται με τη γυμνή γεωγραφία, όπως έμοιαζε

τουλάχιστον να δέχεται μια παρωχημένη πλέον αγγλοσαξονική και

γερμανική γεωπολιτική σκέψη, η οποία, θητεύοντας σ’ έναν γεωγραφικό

ντετερμινισμό, αντλούσε τις πολιτικές πράξεις και προοπτικές των

κρατών και των εθνών από τη γεωγραφική τους θέση. Η συμπλοκή των

δύο συνθετικών στον όρο «γεωπολιτική» δεν υποδηλώνει μιαν αναγκαία

αιτιώδη συνάφεια, δεν σημαίνει ούτε ότι η πολιτική καθορίζει

οπωσδήποτε τη γεωγραφία (αν και μερικές φορές την επηρεάζει

ουσιαστικά, όπως όταν π.χ, διανοίγει τη διώρυγα του Σουέζ ή του

Παναμά) ούτε ότι η γεωγραφία καθορίζει οπωσδήποτε την πολιτική (αν

και εδώ η επιρροή μπορεί να είναι ουσιώδης, π.χ, νησιωτική θέση της

Μεγάλης Βρεταννίας). Σημαίνει πολύ περισσότερο ότι η πολιτική δεν

μπορεί παρά να αναπτύσσεται σε στενή συνάφεια με έναν συγκεκριμένο

γεωγραφικό χώρο, και στην Ιστορία εναπόκειται να αποφασίσει με ποιάν

έννοια και ποιάν απόκλιση θα καταστεί αμφίδρομη η σχέση αυτή. Ώστε

στο ευρύτερο επίπεδο γενικότητας μπορούμε να ορίσουμε το

γεωπολιτικό δυναμικό ως την Ιστορικο-κοινωνική παρουσία ενός

συλλογικού υποκειμένου που με την πολιτική και λοιπή δυναμική του

γεμίζει ορισμένο γεωγραφικό χώρο. Με αυτήν την έννοια, το

γεωπολιτικό δυναμικό της ελληνικής πλευράς αποτυπωνόταν κατά τον

19ο αι., και ίσαμε το σημαδιακό έτος 1922, πολύ περισσότερο στο έθνος

παρά στο κράτος. Το έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος,

απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες

χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και

δυτικής Ευρώπης. Το κράτος ζητούσε να επεκταθεί, για να κλείσει μέσα

του τουλάχιστον όσα τμήματα του έθνους βρίσκονταν εκάστοτε στις

παρυφές του, και αυτό το κατόρθωσε, μετά την ένωση των Ιονίων

Νήσων, προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, φτάνοντας σε μιαν

ανεπανάληπτη κορύφωση το 1920. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη

μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το

κράτος όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος

ακρωτηριάσθηκε καί συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο

ελληνισμός της Ρωσσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922),

των Βαλκανίων καί της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945).

Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη

(1955) καί την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε

μάρτυρες της αποσύνθεσης καί της μαζικής φυγής του ελληνισμού της

Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών

καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική απόψη –

εβδομήντα μόλις χρόνια. Και οι καταστροφές αυτές δεν επιδέχονται

αναπλήρωση ή αντιστάθμιση. Οι σημερινές ελληνικές παροικίες των

Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας βρίσκονται τόσο μακριά και

μέσα σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, ώστε μάλλον χρειάζονται την

ενίσχυση του ελληνικού κράτους προκειμένου να διατηρούν δεσμούς

μαζί του παρά είναι οι ίδιες σε θέση να του δώσουν ουσιαστική υλική

ενίσχυση ή πνευματική ώθηση. Οι εργατοϋπάλληλοι του Σίδνεϋ δεν είναι

οι Μπενάκηδες και οι Καβάφηδες της Αλεξάνδρειας, ούτε μπόρεσαν

ποτέ οι λεγόμενοι Ελληνοαμερικανοί να ασκήσουν στην τωρινή πατρίδα

τους καθοριστική επιρροή υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού

κράτους και έθνους. Ας κλείσουμε αυτή την άκρως συνοπτική

ανασκόπηση με τη θλιβερότερη ίσως διαπίστωση. Το ελληνικό κράτος

δεν στάθηκε σε καμμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον

ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό

του. Απεναντίας μάλιστα, το 1974 την καταστροφή την προκάλεσε,

άμεσα τουλάχιστον, η ολέθρια πραξικοπηματική ενέργεια που προήλθε

από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι

κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις σίγουρα δεν έχουν λόγους να είναι

υπερήφανες για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδρασή τους απέναντι στον

ξερριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της

Τενέδου. Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να

υπερασπίσει το ελληνικό έθνος – δηλαδή να επιτελέσει την κατ’ εξοχήν

αποστολή του – συνιστά τον ανησυχητικότερο οιωνό για το μέλλον. Γιατί

ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να

προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.

Ενώ το ελληνικό έθνος συρρικνωνόταν ακατάπαυστα για να συμπέσει με

ένα κράτος, του οποίου τα σύνορα είχαν ουσιαστικά διαμορφωθεί ήδη

από το 1913, η Τουρκία διήνυσε τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: τα σύνορα

του οθωμανικού κράτους συρρικνώθηκαν για να συμπέσουν λίγο-πολύ,

την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σύνορα, μέσα στα

όποια όφειλε να ζήσει στο έξης το τουρκικό έθνος. Χάρη στη μεγάλη

προσωπικότητα του Κεμάλ, η απότομη και οδυνηρή αυτή μετάβαση όχι

μόνο δεν συνεπέφερε τον πολιτικό κατακερματισμό, αλλά απεναντίας

συνδέθηκε μ’ ένα μεταρρυθμιστικό έργο, μ’ ένα νέο αίσθημα ανάτασης

καί με μια νέα συλλογική μυθολογία, απ’ όπου η Τουρκία μπορεί ν’

αντλεί άμεσα ακόμα και σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα. Από

την άλλη μεριά, παρέμειναν ενεργά ζωτικά κατάλοιπα οθωμανισμού,

διάχυτα και από καιρό σε καιρό πιεστικά ρεύματα μουσουλμανικού

λαϊκισμού, προβλήματα μειονοτήτων, ανισομέρειες περιφερειακές καί

αγκυλώσεις κοινωνικές – και όλα αυτά συνιστούσαν και συνιστούν ένα

αντιφατικό πλέγμα. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις

εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθιά το τουρκικό

έθνος, ως παράγοντα με αναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο

γεωπολιτικό του δυναμικό. Ο Machiavelli, που ασφαλώς κάτι εγνώριζε

από πολιτική, υπογράμμιζε ότι την αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης προς

τα έξω την προκαλούσαν οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ πληβείων και

πατρικίων στο εσωτερικό, ακριβώς δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να

θεωρηθεί η αγιάτρευτη πληγή της πόλης. Ώστε οι εσωτερικές τριβές και

αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θέτουν σε κίνηση μια

χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Αν αυτό γίνει πράγματι, τότε ό,τι στα

προκατειλημμένα μάτια των «εκσυγχρονισμένων» και «πολιτισμένων»

«δημοκρατών» εμφανίζεται ως «υπανάπτυξη» καί άρνηση της

«κοινωνίας των πολιτών», μεταβάλλεται σε ιδεώδες μίγμα για την

άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με όλα τα μέσα. Μάζες

μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να

πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες – μάζες τέτοιες,

καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά

σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο

επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα

αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου

ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη

διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας. Σε σχέση

με τη σημερινή Τουρκία, είναι πρακτικά αδιάφορο σε ποιο χωνευτήρι θα

συντηχθούν οι αντιφάσεις, σε ποια κοίτη θα μπούν και με ποια πρόσημα

θα προβάλουν, αν δηλαδή θα πάρουν μάλλον ισλαμική, μάλλον

στρατιωτικοκεμαλική ή μάλλον οικονομικοπολιτική («δυτική») χροιά.

Μπροστά στην επεκτατική εκδίπλωση του γεωπολιτικού δυναμικού όλα

αυτά είναι επιφανειακά και συμβεβηκότα, πολύ περισσότερο γιατί, όποια

ελίτ κι αν πάρει στα χέρια της μακροπρόθεσμα τα ηνία, για να

προσελκύσει κατά το δυνατόν ευρύτερες μάζες θα καταφύγει σ’ έναν

ελαστικό ιδεολογικό εκλεκτισμό. Οι «κεμαλιστές» στρατιωτικοί, oι

οποίοι το 1997 καταπολεμούν τον «ισλαμισμό» φοβούμενοι ότι δεν

μπορούν πλέον να τον ελέγξουν, ενθάρρυναν μετά το πραξικόπημα του

1980 μετριοπαθείς θρησκευτικές τάσεις θέλοντας να τίς

χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο εναντίον του αριστερού ριζοσπαστισμού·

το ίδιο έκανε κι ο πρωθυπουργός Οζάλ λίγο αργότερα, παρά τον κατά τα

αλλά φιλελεύθερο-οικονομιστικό προσανατολισμό του.

Γενικά, οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους

ανίσχυρους , ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ

των πραγμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους

απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός. Με άλλα λόγια: τα

βαθύτερα στρώματα της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης ενός

συλλογικού υποκειμένου προσδιορίζουν το πώς θα λειτουργήσουν oι

εσωτερικές του αντιφάσεις. Στη σημερινή Τουρκία δρούν αχαλίνωτες

στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς την

επέκταση. Και πρώτη ανάμεσά τους είναι η πληθυσμιακή έκρηξη, της

οποίας τα βασικά δεδομένα θα συγκεφαλαιώσουμε στη διαχρονική τους

εξέλιξη και σε αντιπαράθεση με τα αντίστοιχα ελληνικά. Λίγο μετά την

εγκατάσταση της Τουρκίας και της Ελλάδας στα σημερινά τους περίπου

σύνορα και επίσης μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών η Ελλάδα είχε

6.200.000 κατοίκους (απογραφή 1928) και η Τουρκία 13.600.000

(απογραφή 1927), ήτοι πάνω-κάτω τους διπλάσιους. Μόλις σε διάστημα

μιας γενεάς η διαφορά αυτή διπλασιάστηκε: η Ελλάδα είχε πληθυσμό

8.400.000 κατοίκων (απογραφή 1961) και η Τουρκία 31.100.000

(απογραφή 1964), ήτοι σχεδόν τετραπλάσιο. Μετά από μίαν ακόμη γενεά

η Ελλάδα έχει πληθυσμό 10.200.000 (απογραφή 1991), ενώ η Τουρκία

έχει ξεπεράσει τα 62.000.000: η διαφορά έχει περάσει το εξαπλάσιο, και

ακόμα κρισιμότερη είναι η διαφορά των ρυθμών της αύξησης. Ενώ στην

Ελλάδα η δημογραφική απίσχνανση καθίσταται ενδημικό φαινόμενο με

ήδη αισθητές συνέπειες για την οικονομία και την άμυνα, στην Τουρκία

ο πληθυσμός αυξάνεται τουλάχιστον κατά 2% τον χρόνο (το 1993 π.χ. oι

γεννήσεις ήσαν το 2,7% επί του συνόλου και οι θάνατοι το 0,7%. Έτσι,

από τους 56.500.000 κατοίκους της απογραφής του 1990 φτάσαμε στους

σημερινούς 61-62.000.000). Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο προστίθενται

πάνω από 1.000.000 άνθρωποι στο ενεργητικό της χώρας – μια ολόκληρη

Ελλάδα κάθε 7-8 χρόνια! Γύρω στο 2020 η Τουρκία θα έχει φτάσει ή και

ξεπεράσει τα 100.000.000, δηλαδή το σημερινό εξαπλάσιο θα έχει γίνει

δεκαπλάσιο, ενώ παράλληλα η Ελλάδα, έχοντας μετατραπεί εν τω μεταξύ

πλήρως σε χώρα ηλικιωμένων, θα δέχεται ισχυρότατη δημογραφική

πίεση και από μίαν άλλη, όχι οπωσδήποτε φιλική πλευρά. Ο αλβανικός

πληθυσμός, ο οποίος σήμερα αριθμεί συνολικά σχεδόν 6.000.000 στην

Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Μαυροβούνιο και στην πρώην

Jημοκρατία της Μακεδονίας, θα έχει γίνει τουλάχιστον ισάριθμος με τον

ελληνικό πληθυσμό· η Αλβανία είναι άλλωστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα,

της οποίας ο πληθυσμός μεταπολεμικά σχεδόν τριπλασιάστηκε,

περνώντας από 1.250.000 το 1945 σε 3.400.000 σήμερα.

Θα ήταν, εννοείται, ιστορικά και κοινωνιολογικά αβάσιμο να δεχθεί

κανείς μιαν ευθύγραμμη αιτιώδη σχέση ανάμεσα σε πληθυσμιακή έκρηξη

και σε επεκτατική επιδίωξη με την απτή στρατιωτική σημασία του όρου.

Όμως εξ ίσου επιπόλαιο θα ήταν να παραβλέψει το πλέγμα των

παραγόντων που γεννιούνται ή ενεργοποιούνται υπό τίς συνθήκες αυτές.

Μετά τις παλαιότερες αναλύσεις του Colin Clark και τις νεότερες

έρευνες για τη σχέση δημογραφικών εξελίξεων και βιομηχανικής

επανάστασης στον 18ο καί 19ο αι., δεν θα πούμε βέβαια τίποτε

καινούργιο αν υπομνήσουμε σε ποιο βαθμό η πληθυσμιακή πίεση

συντείνει στο take off της εκβιομηχάνισης καί της οικονομικής

ανάπτυξης γενικότερα. Στην περίπτωση της συγκαιρινής μας Τουρκίας,

τουλάχιστον, η γενική αυτή αρχή επιβεβαιώνεται παραδειγματικά.

Ανάμεσα στο 1980 και στο 1993 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του

εγχωρίου προϊόντος ήταν 4,6% (υπερδιπλάσιος από τον μέσο ετήσιο ορό

αύξησης του πληθυσμού), ενώ για το 1997 θα φτάσει το 8% (από τα

υψηλότερα στον κόσμο), όπου η βιομηχανία συμμετέχει με αύξηση πάνω

από 11%· στη συνολική διαμόρφωση του εθνικού προϊόντος η τουρκική

βιομηχανία συμβάλλει πλέον με ποσοστό άνω του ενός τρίτου, ενώ στην

Ελλάδα μόλις κατά το ένα τέταρτο. Είναι πρόδηλο σε ποιάν έκταση

αυξάνονται παράλληλα οι ενεργειακές ανάγκες, που μόνον προσωρινά

ικανοποιούνται με έργα όπως το Φράγμα Ατατούρκ και που σύντομα θα

ωθήσουν στην επιδιωκόμενη από καιρό απόκτηση ατομικών

αντιδραστήρων με όχι αμελητέες στρατιωτικές συνέπειες. Αλλά ας

αφήσουμε στην άκρη τα ποσοτικά μεγέθη, για να επισημάνουμε τους

ποιοτικούς συντελεστές, την ειδική εκείνη ατμόσφαιρα, ανησυχία,

κινητικότητα και ερεθιστικότητα που δημιουργείται εκ των πραγμάτων

μέσα σε μια κοινωνία, πάνω από τα μισά μέλη της οποίας είναι νεώτερα

των 25 ετών. Αυτή η πληθώρα διάχυτης και ακαταστάλαχτης ανθρώπινης

ενέργειας ζητά να διοχετευθεί, και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι,

πέρα από ή και παράλληλα με τη στενά εννοούμενη οικονομική

δραστηριότητα, θα διοχετευθεί σε δραστηριότητες συναπτόμενες άμεσα

ή έμμεσα με τον προσδιορισμό και την έμπρακτη προάσπιση της

τουρκικής ταυτότητας και της θέσης της μέσα στον κόσμο. Μόνον εκεί

όπου κοχλάζει νεανικό αίμα γεννιούνται ιδέες ικανές να κινητοποιήσουν

μάζες, όσο «πρωτόγονες» κι αν φαίνονται οι ιδέες αυτές στα μάτια

δημογραφικά φθινόντων γειτόνων εκλεπτυσμένων από την ξαφνική

ευζωία ή διανοουμένων που εξ επαγγέλματος παράγουν ιδεολογίες του

ειρηνιστικού ευδαιμονισμού υπό τις διαφορετικότερες μορφές. Jεν

υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία αυτή είναι και θα παραμείνει πηγή

εσωτερικών αντιφάσεων καί συγκρούσεων, ότι δηλαδή στο προβλεπτό

μέλλον η Τουρκία θα συνεχίζει να συγκλονίζεται από μιαν διαρκή

εσωτερική αναταραχή. Αλλά είπαμε ήδη πώς θα λειτουργήσουν κατά

πάσαν πιθανότητα οι αντιφάσεις και οι ταραχές αυτές προς τα έξω, και η

θέση μας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι όλες οι συγκρουόμενες

πλευρές, καθώς ανατιμάται συνεχώς το γεωπολιτικό δυναμικό της χώρας,

συγκλίνουν σε μιαν κοινή αντίληψη περί τουρκικής αποστολής και

τουρκικού μεγαλείου, οπότε η σύγκρουσή τους αναφέρεται στο ερώτημα:

κάτω από ποια σημαία (ταυτότητα) εξυπηρετείται καλύτερα αυτή η

αποστολή και ποιος είναι ο καταλληλότερος να την κρατήσει ψηλά;

Μέσα στη διελκυστίνδα αυτή, στη μιαν άκρη της οποίας βρίσκεται ο

εθνικιστικός κοινός παρονομαστής και στην άλλη η διαμάχη για την

άρθρωση και την εκπροσώπησή του, και πάνω στο έδαφος των

κοινωνικών παρενεργειών της πληθυσμιακής έκρηξης και των

συνακόλουθων οικονομικών μετασχηματισμών συντελείται η

υπερεκχείλιση του γεωπολιτικού δυναμικού αναζητώντας διεξόδους σε

ευρύτερους χώρους. Αυτή ακριβώς είναι η κρίσιμη Ιστορική διαφορά

ανάμεσα στη σημερινή Ελλάδα και στη σημερινή Τουρκία. Η πρώτη, αφ’

ότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά με το κράτος, δεν έχει ζωτικούς

ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω από τα σύνορά της, της λείπει

δηλαδή ακριβώς ό,τι κρατά ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο σε

ένταση καί εγρήγορση υποχρεώνοντάς το να υπερβαίνει αδιάκοπα τον

εαυτό του (όπως π.χ. έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους). Τέτοιοι

στόχοι δεν είναι ούτε οι μάχες οπισθοφυλακής για το Κυπριακό, όπου

συχνότατα η ανάγκη μετατρέπεται σε φιλοτιμία, ούτε η «Ευρωπαϊκή

ένταξη», η οποία στην ουσία της δεν είναι παρά η διαφοροτρόπως

καρυκευμένη και μεταμφιεσμένη επιθυμία άλλοι να μας ταΐζουν και

άλλοι να φυλάνε τα σύνορά μας. Ακριβέστερα: αυτά όλα θα μπορούσαν

ν’ αποτελούν επί μέρους εθνικές επιδιώξεις υπό την προϋπόθεση ενός

σφύζοντος γεωπολιτικού δυναμικού· υπό τις συνθήκες της γεωπολιτικής

συρρίκνωσης είναι απλά υποκατάστατα και κατά μέγα μέρος σκιαμαχίες.

Και ενώ οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto περιορισθεί σε μια

παθητική αυτοσυντήρηση, όπου διάφορες ρητορικές εξάρσεις

εκπληρώνουν την ψυχολογική λειτουργία της υπεραναπλήρωσης, η

Τουρκία – ανισομερής, αντιφατική, εν πολλοίς άμορφη ακόμα, αλλά με

ακμαίες πηγές στοιχειακής γεωπολιτικής ενέργειας – κοιτάζει αδιάκοπα

πέρα από τα σύνορά της μέσα σε ευρύτατους χώρους, προς τους οποίους

την ωθούν πολύ νωπές καί ενεργές ηγεμονικές μνήμες καθώς καί

ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές καί ιστορικές συγγένειες.

Ανάμεσα στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν καί στο άμεσο παρόν μπορούν

έτσι να στηθούν εύκολα γέφυρες, ενώ η ελληνική παράδοση χρειάζεται

πολύ περισσότερες τονωτικές ενέσεις και διασταλτικές ερμηνείες για να

στηρίξει σημερινά χειροπιαστά πολιτικά desiderata. Αυτό βέβαια δεν το

ξέρουμε εμείς, όμως το βλέπουν πολλοί άλλοι.

Οι ευρύτεροι χώροι, μέσα στους οποίους εκδιπλώνει ένα έθνος την

πρωτογενή του ενέργεια με ποικίλους (οικονομικούς, πολιτισμικούς,

στρατιωτικούς κ.τ.λ.) τρόπους, αλλά πάντα σε συνάφεια με υπέρτερους

πολιτικούς σκοπούς, συνιστούν το γεωπολιτικό του δυναμικό κατά μια

δεύτερη έννοια, στενότερη από την πρώτη και συνάμα τεμνόμενη μαζί

της. Οι χώροι αυτοί προφανώς δεν επιλέγονται αυθαίρετα, αλλά

συναρτώνται με το βεληνεκές της πρωτογενούς ενέργειας του έθνους, με

τη γεωγραφία και με τα Ιστορικά προηγούμενα. Συναρτώνται επίσης με

τις κινήσεις εχθρικών δυνάμεων, οπότε ένας χώρος, ο οποίος καθ’ εαυτόν

ελάχιστα ενδιέφερε τη μια πλευρά, έρχεται στο επίκεντρο της προσοχής

της επειδή σ’ αυτόν διεισδύει ήδη η αντίπαλη. Στην περίπτωση μικρών ή

μεσαίων Jυνάμεων το γεωπολιτικό τους δυναμικό, με τη δεύτερη αυτή

έννοια, έχει ουσιώδη σημασία ως προς τον προσδιορισμό των σχέσεών

τους με πλανητικές Jυνάμεις, οι οποίες αναζητούν περιφερειακούς

δορυφόρους, τοποτηρητές ή εταίρους. Έμμεσα, έτσι, η μικρή ή μεσαία

Jύναμη γίνεται παράγοντας της πλανητικής πολιτικής και, ανεξάρτητα

από την πρωτογενή της ενέργεια, το γεωπολιτικό της δυναμικό

αυξομειώνεται ανάλογα με την πλανητική σπουδαιότητα του ευρύτερου

χώρου όπου εκδιπλώνει την ενέργεια αυτή. Από την άποψη αυτή η

Τουρκία διαθέτει αξιολογότατα πλεονεκτήματα απέναντι στην Ελλάδα, η

οποία γεωπολιτικά δεν παρουσιάζει, ιδίως μετά τον τερματισμό του

Ψυχρού Πολέμου, ζωτικό ενδιαφέρον για καμμιά υφιστάμενη ή

ανερχόμενη πλανητική Jύναμη. Για ποικίλους λόγους, που έχω εκθέσει

άλλου, η Κεντρική Ασία (συμπεριλαμβανομένης της Καυκάσιας καί της

Κασπίας) και η Σιβηρία θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στις

πλανητικές εξελίξεις του 21ου αιώνα. Όπως φαίνεται, οι Ηνωμένες

Πολιτείες το αντιλήφθηκαν αυτό σχετικά γρήγορα, και αντίστοιχη

σημασία αποδίδουν στην Τουρκία ως χώρα με Ιστορικές και πάντα λίγο-

πολύ ζωντανές ρίζες στην αχανή τούτη έκταση. Η πρόσφατη προσέγγιση

Τουρκίας και Ισραήλ υπό αμερικανική αιγίδα δείχνει σε πόσο

μακροπρόθεσμα πλαίσια εντάσσουν οι Αμερικανοί τη στρατηγική

αξιοποίηση της Τουρκίας – το ίδιο υποδηλώνει και η εκχώρηση του

βορείου Ιράκ στην επιχειρησιακή διάκριση των τουρκικών ενόπλων

δυνάμεων. Όπως πιστεύω, η ένταση μεταξύ «ισλαμιστών» και

«κεμαλικών» στρατιωτικών κατά το πρώτο εξάμηνο του 1997 κατά

βάθος δεν οφειλόταν τόσο σε καίρια ζητήματα εσωτερικής πολιτικής,

όσο στο ερώτημα αν η Τουρκία οφείλει στις προσεχείς δεκαετίες να

συνδέσει τις δικές της γεωπολιτικές και στρατηγικές επιδιώξεις με τις

αμερικανικές ή όχι. Οι στρατιωτικοί πιστεύουν – και από τουρκική

σκοπιά έχουν, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, δίκιο – ότι η στενή σχέση με

τίς Ηνωμένες Πολιτείες είναι απείρως σπουδαιότερη από την

προνομιακή, αλλά ολίγα υποσχόμενη σύσφιγξη των δεσμών με το

Πακιστάν, την Ινδονησία ή τη Λιβύη λ.χ.· βλέπουν επίσης ότι η

αμερικανική στήριξη μπορεί να χρησιμεύσει όχι μόνον στην Καυκάσια

καί στην Κεντρική Ασία, αλλά επί πλέον στο Αιγαίο και στα Βαλκάνια,

όπου οι Αμερικανοί ναι μεν δεν έχουν συμφέροντα τόσο ζωτικά όσο στην

Ανατολή, διαθέτουν όμως πάντοτε την εξουσία του λυείν και δεσμείν,του

βομβαρδίζειν και του ειρηνοποιείν. Η ιστορική και πολιτική ανάλυση

μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να διαπιστώνει ρεύματα καί

κινητήριες δυνάμεις· δεν είναι σε θέση να προβλέπει γεγονότα. Κανείς

δεν γνωρίζει σήμερα με πλήρη βεβαιότητα αν μετά από κάμποσα χρόνια

η προσπάθεια πλείστων όσων Τούρκων διπλωματών, στρατιωτικών καί

επιχειρηματιών να συνδέσουν τη γεωπολιτική εκδίπλωση της χώρας τους

με τους στόχους της πλανητικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών

θα ευδοκιμήσει ή θα έχει την τύχη του καθεστώτος του σάχη στην

Περσία. Κανείς δεν γνωρίζει αν οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν

τη βούληση και την Ισχύ να εμμείνουν στους τωρινούς στρατηγικούς

τους στόχους σε πλανητικό επίπεδο. Και κανείς δεν γνωρίζει μήπως

συμβεί ό,τι σήμερα φαίνεται δύσκολο ή αδιανόητο: μήπως δηλαδή ακόμα

και μια «ισλαμική» Τουρκία επιλέξει τη σύμπλευση με τις Ηνωμένες

Πολιτείες ως την πιο συμφέρουσα λύση, αφού η ιστορική εμπειρία

διδάσκει ότι η εξωτερική πολιτική έχει τη δική της λογική, που επιβιώνει

των καθεστώτων και των πολιτευμάτων. Όποια τροπή και να πάρουν τα

πράγματα, σε καμμία περίπτωση η Τουρκία δεν συμπορεύεται στη

παρούσα φάση ούτε θα συμπορευθεί στο μέλλον με τίς Ηνωμένες

Πολιτείες ως άβουλος εντολοδόχος τους. Ακόμα και αν αναλαμβάνει

ρόλο περιφερειακού τοποτηρητή, το κάνει για να προωθήσει δικές της

θέσεις και δικά της συμφέροντα, για να έχει πρόσβαση στην

υπερσύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία και για να βρίσκεται κοντά σε

κέντρα λήψεως κρίσιμων αποφάσεων. Άλλωστε δεν θα είναι αυτή η

πρώτη φορά στην ιστορία όπου μια μικρή ή μεσαία Jύναμη εργάζεται

για τα δικά της σχέδια από τη θέση του τοποτηρητή μιας Μεγάλης

Jύναμης – κάτω από τα φτερά της, όχι όμως δίχως δικά της φτερά. Όταν

ο μόνος Έλληνας πολιτικός ολκής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ζητούσε να

συνταχθεί η Ελλάδα με κάθε θυσία, ακόμα και με αντίτιμο τον εμφύλιο

πόλεμο, στο πλευρό των Jυτικών Jυνάμεων, το έκανε γιατί διέβλεπε ότι

η χώρα μόνον ως τοποτηρητής τους μετά τη νίκη τους θα ήταν σε θέση

να πραγματώσει τα μείζονα εθνικά της όνειρα. Και δεν δίστασε να

μετατρέψει τον ελληνικό στρατό ακόμα και σε μισθοφόρους των

Αγγλογάλλων (π.χ. στην Ουκρανία) προκειμένου να πάρει ως

αντάλλαγμα την Ελλάδα των δύο ηπείρων καί των πέντε θαλασσών.

Τέτοιες αποφάσεις δεν τίς υπαγόρευε η εθελοδουλεία, αλλά η πολιτική

Ιδιοφυΐα και το πολιτικό μεγαλείο, το ένστικτο του μεγάλου παίκτη στο

μεγάλο παιγνίδι της πολιτικής. Βεβαίως, οι ιδιότητες αυτές δεν έχουν

εθνικότητα και φυλή, και η τουρκική εθνική ηγεσία θα τις χρειασθεί κι

αυτή σε υψηλό βαθμό, αν μπει στον δρόμο της γεωπολιτικής εκδίπλωσης

ως ιδιόβουλος τοποτηρητής του παγκόσμιου ηγεμόνα – διατρέχοντας

πάντοτε τον κίνδυνο να πάθει ό,τι έπαθε και η Ελλάδα μετά το 1920.

Πράγματι, ο μεγαλύτερος μελλοντικός κίνδυνος για την Τουρκία – και η

μεγαλύτερη, αν όχι η μοναδική ελπίδα για την Ελλάδα – έγκειται στο

ενδεχόμενο της ανάδυσης Jυνάμεων ικανών να συναγωνισθούν την

αμερικανο-τουρκική επιρροή τόσο στον Καύκασο και στην Κεντρική

Ασία όσο και στα Βαλκάνια. Μονάχα μια ισχυρή εθνικιστική και

επεκτατική Ρωσσία θα μπορούσε να αποτελέσει δραστικό φραγμό των

τουρκικών φιλοδοξιών στα Βαλκάνια (όπου θα αναζωπυρώνονταν οι

παλαιοί ρωσσικοί δεσμοί με τη Σερβία και τη Βουλγαρία) και στην

Ανατολή (όπου επίσης θα ενεργοποιούνταν ο παλαιός αντιτουρκικός

άξονας Ρωσσίας καί Ιράν). Είναι άγνωστο αν αυτό το ενδεχόμενο θα

επισυμβεί ή αν η Ρωσσία θα τελματωθεί μακρόχρονα. Πάντως μια

«φιλελευθεροποίησή» της με την έννοια της προσαρμογής της στα

αμερικανικά πρότυπα και στις αμερικανικές επιθυμίες πιθανότατα θα

σήμαινε την αποθράσυνση της Τουρκίας και τη χαριστική βολή για την

ουσιαστική, αν όχι και για την τυπική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Όσοι

σκέφτονται φιλελεύθερα και οικονομιστικά ασφαλώς θα δυσκολευθούν

πολύ να το καταλάβουν αυτό, όμως είναι αλήθεια. Μια Ρωσσία που θα

έμπαινε βαθμηδόν στο πετσί της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης – αυτό είναι

το πραγματικό φόβητρο της Τουρκίας, και όχι αντίπαλοι όπως οι

δύσμοιροι Κούρδοι, που σε καμμιά στιγμή δεν απείλησαν ούτε κατ’

ελάχιστο τον τουρκικό στρατό, μάλλον του χρησιμεύουν για να κάνει τις

πολεμικές του ασκήσεις και να παραμένει εμπειροπόλεμος.

Περνάμε τώρα στην τρίτη καί στενότερη έννοια του γεωπολιτικού

δυναμικού, η οποία είναι αμεσότερα συνδεδεμένη με γεωγραφικά

δεδομένα καί πρέπει να αναλύεται συγκριτικά, γιατί η γεωγραφία δίνει

πλεονεκτήματα καί μειονεκτήματα μονάχα σε σχέση με κάποιον άλλον,

και ό,τι είναι από τη μια άποψη πλεονέκτημα μπορεί από άλλη να

συνιστά μειονέκτημα ή αντίστροφα· ο ηπειρωτικός όγκος της Ρωσσίας

στάθηκε μοιραίος για τον Ναπολέοντα καί τον Hitler, της στέρησε όμως

τις άμεσες προσβάσεις προς τις θερμές θάλασσες. Η συγκριτική ανάλυση

του γεωπολιτικού δυναμικού της Ελλάδας και της Τουρκίας μ’ αυτήν τη

στενότερη έννοια συνδέεται ιδιαίτερα με το πρόβλημα της πιθανής

στρατηγικής φυσιογνωμίας ενός ελληνοτουρκικού πολέμου στο προσεχές

ή απώτερο μέλλον. Ας πιάσουμε το νήμα του προβλήματος φέρνοντας

στον νου μας το μοιραίο δίλημμα, στο όποιο ενεπλάκη η ελληνική

πλευρά κατά τη μικρασιατική εκστρατεία: για να κρατηθεί η Σμύρνη

έπρεπε να καταληφθεί η Άγκυρα – καί πάλι χωρίς μεγαλύτερη

βεβαιότητα τελικής νίκης απ’ όσην είχε ο Ναπολέων καταλαμβάνοντας

την Μόσχα. Αυτό σημαίνει: το βάθος του χώρου κατάπιε τον ελληνικό

στρατό, έστω κι αν δεν πολεμούσε σε τόπο ολότελα ξένο. Από τότε

άλλαξαν φυσικά πολλά πράγματα, και θα δούμε ως προς τι· όμως δεν

άλλαξαν τόσο απόλυτα, ώστε η κατανομή και το βάθος του χώρου να μη

βαραίνουν καθόλου στην πλάστιγγα, προ παντός όταν η έκβαση του

πολέμου πρόκειται να κρίνει την τύχη (και) εδαφικών διεκδικήσεων. Το

στοιχειώδες και συνάμα καθοριστικό γεωγραφικό δεδομένο είναι διττό.

Αφ’ ενός η έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την

ελληνική, αφ’ έτερου συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου (δηλαδή με εξαίρεση

το μικρό ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας) χώρο συμπαγή και ολότμητο,

ενώ ο ελληνικός χώρος (και μάλιστα η κρίσιμη ως θέατρο πολέμου

περιοχή ολόκληρου του Αιγαίου καθώς και η βόρεια Ελλάδα από τον

Έβρο μέχρι τη Θεσσαλονίκη) αποτελείται από κατεσπαρμένα και

μεμονωμένα εδάφη (νησιά) ή στενές λωρίδες. Το στρατηγικό

πλεονέκτημα που δίνει η τέτοια κατανομή του χώρου στην τουρκική

πλευρά είναι προφανές. Ο κατακερματισμένος ελληνικός χώρος μπορεί

να καταληφθεί και να κρατηθεί κατά τμήματα, ακόμα και πολύ μικρά· ο

εχθρός δεν είναι υποχρεωμένος να εμπλακεί στην πολεμική περιπέτεια

κατάληψης ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας προκειμένου ν’

αποσπάσει ένα τμήμα της, όποιο θέλει ή εν πάση περιπτώσει όποιο

μπορεί· αφού καταλάβει ένα τμήμα, έχει τη δυνατότητα, εφ’ όσον

υπερέχει στρατιωτικά, να εδραιώσει την καινούργια κατάσταση,

δημιουργώντας σε σχετικά σύντομο διάστημα τετελεσμένα γεγονότα.

Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα (με ελάχιστες

παρήγορες εξαιρέσεις, για τις όποιες θα μιλήσουμε παρακάτω) να

αποσπάσει από τον μεγάλο και συμπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο ένα

μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι χωρίς να περιπλακεί, mutatis mutandis,

στο τραγικό δίλημμα του 1922. Εάν π.χ. για λόγους αντιπερισπασμού

συγκροτούσε προγεφυρώματα στον παράκτιο μικρασιατικό χώρο, οι

τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν ακόμα και να τ’ αγνοήσουν

εντελώς, στρεφόμενες εναντίον τους μόνον αφού θα είχε πια κριθεί η

έκβαση στα κύρια θέατρα του πολέμου· γιατί τέτοια προγεφυρώματα έτσι

κι αλλιώς θ’ αποκόπτονταν ή δεν θα κατάφερναν να εδραιωθούν

μακροπρόθεσμα, αποτελώντας εφαλτήρια για περαιτέρω διείσδυση. Η

κατάληψη τουρκικών εδαφών από ελληνικής πλευράς προσκρούει στο

βάθος του χώρου, όχι όμως και η κατάληψη ελληνικών εδαφών από

τουρκικής πλευράς.

Πώς μπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέμου, τα

σοβαρά γεωγραφικά της μειονεκτήματα; Θα επισημάνουμε τέσσερα

σημεία, χωρίς να τα εννοούμε ούτε ως αναβαθμούς μιας κλιμάκωσης

ούτε ως στόχους Ιεραρχημένους σύμφωνα με τη στρατηγική τους

σημασία – μολονότι τα δύο τελευταία πρέπει να υπογραμμισθούν

ιδιαίτερα, ωστόσο μόνον η ενεργή συνύπαρξη καί των τεσσάρων μπορεί

να δώσει στην ελληνική πλευρά αξιόλογες πιθανότητες νίκης. Όπως είναι

αυτονόητο, η ανάλυση αυτή περιορίζεται σε θεμελιώδη στρατηγικά

μεγέθη και απλώς θίγει, όπου αυτό φαίνεται απαραίτητο, επιχειρησιακές

επόψεις (δηλαδή μείζονες στρατιωτικές ενέργειες μέσω της σύμπραξης

περισσότερων μονάδων), ενώ το τακτικό επίπεδο δεν συζητείται

καθόλου, ούτε και μπορεί να συζητηθεί άλλωστε: γιατί σε μια γενική

πολεμική σύρραξη Τουρκίας και Ελλάδας δεν θα υπήρχε ένα και μόνο

πεδίο μάχης, πάνω στο οποίο, αν το υπέθετε κανείς γνωστό εκ των

προτέρων, θα υπολογίζονταν λεπτομερώς oι κινήσεις των εμπολέμων,

αλλά διάφορα ευρύτερα θέατρα πολέμου με ουσιώδεις διαφορές μεταξύ

τους. Ας αρχίσουμε από το ζήτημα των πιθανών εδαφικών απωλειών και

κερδών, καθώς μου φαίνεται προφανές ότι η τουρκική πλευρά θα

συνδέσει την αιτιολόγηση και τη διεξαγωγή του πολέμου εκ μέρους της

με εδαφικές διεκδικήσεις. Αν αυτό ευσταθεί, τότε η ελληνική πλευρά θα

έκανε πολύ άσχημα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των

προσβαλλόμενων εδαφών της. Αν αυτά ήσαν περισσότερα του ενός και

αν δεν ήταν δυνατή η επιτυχής υπεράσπιση όλων τους, τότε oι Τούρκοι

θα είχαν στο τέλος ένα καθαρό κέρδος, έστω και αν αυτό ήταν μικρό ή εκ

των υστέρων φαινόταν «δυσανάλογο» (η έννοια είναι βέβαια σχετική)

προς τις αντίστοιχες θυσίες. Γι’ αυτόν τον λόγο η ελληνική πλευρά

πρέπει κατά το δυνατόν να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως

αντιστάθμισμα για μόνιμες δικές της απώλειες είτε ως πιθανό

αντάλλαγμα σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Το πού πρέπει να

αναζητηθούν τα κέρδη αυτά, με δεδομένο τον κατά βάση συμπαγή και

ολότμητο χαρακτήρα του τουρκικού εθνικού χώρου, μας το δείχνει μια

γρήγορη επισκόπηση των τριών πιθανών θεάτρων του πολέμου: της

Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου. Στη Θράκη, ή μάλλον στον Έβρο,

η πυκνή συγκέντρωση στρατευμάτων και από τις δύο πλευρές σημαίνει

ότι όποιος καταφέρει να διασπάσει πρώτος τις αντίπαλες γραμμές θα έχει

τη δυνατότητα να αποκόψει αμέσως, μ’ έναν κυκλωτικό ελιγμό σχεδόν

επί τόπου, μεγάλες εχθρικές μονάδες. Όμως αυτός δεν είναι ο μόνος

λόγος, για τον οποίο οι ελληνικές δυνάμεις θα πρέπει εξ αρχής να

επιδιώξουν με κάθε θυσία (και η πυκνή συγκέντρωση θα απαιτήσει κατά

πάσα πιθανότητα σοβαρές θυσίες) τη διάσπαση του εχθρικού μετώπου

και να μην αρκεσθούν σε μιαν παθητική άμυνα. Μια γρήγορη προέλαση

τεθωρακισμένων μονάδων στην Ανατολική Θράκη, την οποία ευνοεί το

πεδινό έδαφος και οι περιορισμένες αποστάσεις, θα μπορούσε να

αποφέρει στην Ελλάδα το σημαντικότερο πιθανό αντίβαρο απέναντι σε

οποιεσδήποτε εδαφικές απώλειες σε άλλες περιοχές. Πράγματι, πουθενά

άλλου εκτός από τη Θράκη η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα

αξιόλογης κατάκτησης εδαφών, οσοδήποτε περιορισμένη κι αν κρίνει

κανείς αυτή τη δυνατότητα· πάντως υπάρχει, κι αφού είναι η μόνη πρέπει

να αξιοποιηθεί στο έπακρο καί με συνέπεια. Στο θέατρο του Αιγαίου,

καθώς είπαμε, δεν έχει κανένα νόημα η προσπάθεια δημιουργίας

προγεφυρωμάτων στη μικρασιατική ακτή, έστω κι αν τα προγεφυρώματα

αυτά θα μπορούσαν να κρατηθούν για λίγο, η μόνη ενέργεια, η οποία θα

μπορούσε ν’ αποφέρει εδώ εδαφικά οφέλη, θα ήταν μια κατάληψη της

Ίμβρου και της Τενέδου, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό ναυτικό θα

ήταν σε θέση να την καλύψει (την αεροπορική κάλυψη τη θεωρούμε

θεμελιώδη και αυτονόητη τόσο σε μιαν απόβαση στα νησιά όσο και σε

μιαν προέλαση στη Θράκη· όμως το πρόβλημα της κυριαρχίας στον

εναέριο χώρο είναι τόσο κρίσιμο, ώστε θα μιλήσουμε γι’ αυτό χωριστά).

Τέλος, στην Κύπρο η ελληνική πλευρά πολύ λίγα πράγματα έχει να

περιμένει. Και αν μπορέσει να υπερασπίσει κάτι, αυτό θα είναι δυνατόν

μονάχα εάν ο κυπριακός πληθυσμός στο σύνολό του φανεί διατεθειμένος

να πολεμήσει, αν χρειαστεί, με νύχια και με δόντια. Αυτό δυστυχώς δεν

έγινε το 1974, όταν είδαμε βέβαια την τραγωδία των Κυπρίων, αλλά δεν

είδαμε μιαν επίμονη παλλαϊκή αντίσταση μέχρις εσχάτων. Όμως τούτη

τη φορά δεν υπάρχει νότος για να καταφύγει κανείς. Υπάρχει μόνον η

θάλασσα.

Το δεύτερο σημείο, που επιθυμούμε να υπογραμμίσουμε, είναι η ανάγκη

συγκέντρωσης των δυνάμεων. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός του

ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασμό αντίστοιχου

κατακερματισμού των ενόπλων δυνάμεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η

κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψή του. Ο πειρασμός αυτός μπορεί να

αποβεί θανάσιμος, άλλωστε και ο σκοπός είναι καθ’ εαυτόν ουτοπικός. Η

αριθμητική υπεροχή της τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών

στόχων της της δίνει εξ αντικειμένου ορισμένα περιθώρια επιλογής και

εκτέλεσης παραπλανητικών αποβατικών και άλλων κινήσεων με σκοπό

να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός ελληνικός πειρασμός του

κατακερματισμού των δυνάμεων. Αντίστοιχα μεγάλη επαγρύπνηση και

διαίσθηση απαιτείται από την πλευρά της ελληνικής ηγεσίας, η οποία θα

πρέπει να ξεκόψει εξ αρχής από την αντίληψη ότι είναι δυνατή η ίση

προστασία των πάντων, θα πρέπει επίσης, λόγω της αριθμητικής

μειονεξίας και της απόλυτης αναγκαιότητας αεροπορικής παρουσίας σε

όλα τα καίρια επιχειρησιακά σημεία, να θέσει σε δευτερεύουσα και

τριτεύουσα μοίρα την προάσπιση πόλεων καί αμάχων πληθυσμών και να

επικεντρώσει τα διαθέσιμά της όχι στην κάλυψη χώρου, αλλά

αποκλειστικά στη συντριβή του κύριου όγκου των εχθρικών ενόπλων

δυνάμεων, εκεί όπου αυτές θα ρίξουν το βάρος τους και ει δυνατόν πρίν

προλάβουν να αναπτυχθούν πλήρως. Προκειμένου να εκπληρωθεί ο

υπέρτατος αυτός σκοπός ίσως χρειασθεί να διακινδυνεύσει ο αριθμητικά

υποδεέστερος την απώλεια εδαφών ή και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων με

ανοιχτά τα πλευρά του, πράγμα που θα πρέπει ν’ αναπληρώνει με

ευελιξία και ταχύτητα. Όμως η τελική έκβαση θα κριθεί με βάση τα όσα

θα γίνουν στο επίπεδο εκείνο που άπτεται της ίδιας της ουσίας του

πολέμου. Πόλεμος σημαίνει προαρχικά επιδίωξη συντριβής των

εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, απ’ αυτήν εξαρτώνται κι απ’ αυτήν

απορρέουν όλα τα άλλα. Καί εάν αυτή επιτευχθεί, τότε αναπληρώνονται

αργά ή γρήγορα όλα, όσα θυσίασε κανείς θέλοντας να συγκεντρώσει τις

δυνάμεις του την αποφασιστική στιγμή στο αποφασιστικό σημείο. Κατά

τρίτον λόγο, η ελληνική πλευρά δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει τα

γεωγραφικά της μειονεκτήματα έναντι της τουρκικής αν δεν καλύπτει με

ικανή δύναμη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας και όχι απλώς

τα θέατρα του πολέμου και περιορισμένο βάθος του χώρου γύρω τους.

Jεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί. Το μικρό βάθος του

ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει

ολόκληρη την επιφάνειά του με όπλα μικρότερου βεληνεκούς (ήδη η

Τουρκία αποκτά αμερικανικούς πυραύλους ATACMS με βεληνεκές 120-

300 χλμ.) καθώς και με αεροπλάνα που διαθέτουν μικρότερη ωφέλιμη

ακτίνα δράσεως από τα ελληνικά. Αλλά και αντίστροφα: το συγκριτικά

μεγάλο βάθος του τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο

εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την εμβέλεια της ελληνικής δύναμης

πυρός, όπλα μεγαλυτέρου βεληνεκούς (η Τουρκία έφτασε να συζητεί

ακόμα και με την Κίνα την αγορά πυραύλων εδάφους- εδάφους μεγάλου

βεληνεκούς) καθώς και αεροπλάνα με μεγαλύτερη ωφέλιμη ακτίνα

δράσεως· ας σημειωθεί ότι τα τουρκικά αεροπλάνα μπορούν, ξεκινώντας

από τα μακρινότερα ως προς εμάς αεροδρόμια της Ανατολίας (Μπάτμαν,

Έρζουρούμ), να ανεφοδιάζονται στον αέρα όσο ακόμα βρίσκονται μέσα

στον τουρκικό εναέριο χώρο και να εκτελούν έτσι αποστολές μέσα στην

ελληνική επικράτεια σα να είχαν απογειωθεί από αεροδρόμια των

μικρασιατικών παραλίων. Άρα, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική

πλευρά, ακόμα κι αν θα επιθυμούσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο με ένα

προληπτικό χτύπημα, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα έβρισκε τον κορμό

των αεροπορικών του δυνάμεων στα πλησιέστερα αεροδρόμια. Το

κρίσιμο τούτο πρόβλημα λύνεται μόνον με πυραυλικά συστήματα

κατάλληλου βεληνεκούς καί με ουσιώδεις δυνατότητες ανεφοδιασμού

των ελληνικών αεροπλάνων στον αέρα (π.χ. μεταξύ Κρήτης και Κύπρου).

Τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν η Ελλάδα καί η

Κύπρος δεν ήσαν κράτη με de facto μειωμένα κυριαρχικά δικαιώματα, αν

δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εξαρτιόνταν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από

το τι ανέχονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και το τι θεωρεί ως casus belli η

Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη κυπριακή κυβέρνηση θα

καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει

αεροπορικές δυνάμεις στο έδαφός της, οι οποίες θα μπορούσαν να

πλήξουν άμεσα την καρδιά και το υπογάστριο της τουρκικής επικράτειας.

Στο κάτω-κάτω η Ελλάδα είναι εξίσου εγγυήτρια Jύναμη του κυπριακού

κράτους και επομένως έχει τουλάχιστον τα ίδια δικαιώματα με την

Τουρκία να εγκαταστήσει εκεί τις Ένοπλες δυνάμεις της. Αλλά τέτοιες

παλικαριές ούτε καν να τις ονειρευθεί δεν τολμά όποιος είναι

υποχρεωμένος να επαιτήσει το τελευταίο ανταλλακτικό και την

τελευταία βίδα.

Τέταρτο και τελευταίο, μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της

Τουρκίας, η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες

στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα

να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το

πρώτο πλήγμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια «πολεμοχαρής» διάθεση,

αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων: η λογική του μέσου

αυτονομείται, όπως αναφέραμε στίς εισαγωγικές μας παρατηρήσεις, και

προσδιορίζει ουσιωδώς τον προσανατολισμό της πολεμικής στρατηγικής.

Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αμυντικό δόγμα», εννοεί ότι,

φοβούμενη μήπως εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και

των συμμάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέμου

να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων καί το πλεονέκτημα του

πρώτου (μαζικού) πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα

πιθανότητα υπογράψει μόνη της και εκ προοιμίου την καταδίκη της. Με

δεδομένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική

γεωπολιτική υπεροχή ένα (μαζικό) πρώτο πλήγμα εξ ανατολών θα

παραλύσει τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά. Σε

παλαιότερους πολέμους, διεξαγόμενους στην ξηρά, μπορούσε

ενδεχομένως να αφεθεί στον εχθρό η επιθετική πρωτοβουλία εως ότου

εξαντλήσει τίς δυνάμεις του. Όμως αυτό προϋπέθετε ότι ο αμυνόμενος

κατείχε θέσεις φυσικά ή τεχνητά οχυρές που του επέτρεπαν να κρατήσει

τις δικές του δυνάμεις σχετικά αλώβητες ώσπου να περάσει στην

αντεπίθεση. Σήμερα, η δύναμη και το βεληνεκές του πυρός από κάθε

κατεύθυνση προς κάθε κατεύθυνση και η μετάθεση του πολεμικού

κέντρου βάρους από την ξηρά στον αέρα ακυρώνει αυτήν την

προϋπόθεση· δεν υπάρχουν πια κρυψώνες για τις ένοπλες δυνάμεις, και

το (μαζικό) πρώτο πλήγμα αποσκοπεί ακριβώς στην εξουδετέρωση των

μέσων μιας αντεπίθεσης σε ευρεία κλίμακα. Οι ίδιοι αυτοί τεχνικοί

παράγοντες καθιστούν τον χρόνο αποφασιστικό μέγεθος, με άλλα λόγια

προσδίδουν στην εναρκτήρια φάση του πολέμου καθοριστική σημασία.

Ό,τι δεν κερδίζεται ή ό,τι χάνεται στη φάση αυτή είναι δυσκολότατο ν’

αποκτηθεί ή να αναπληρωθεί κατόπιν. Γι’ αυτό και το πρώτο πλήγμα, το

οποίο εγκαινιάζει την καθοριστική εναρκτήρια φάση του πολέμου, πρέπει

να είναι όσο το δυνατόν μαζικότερο και καιριότερο. Πρώτο πλήγμα, με

τη στρατηγική σημασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν

πυροβολισμός που πέφτει κατά το πρώτο «θερμό επεισόδιο» μιας

πολεμικής αντιπαράθεσης· είναι μια συντονισμένη και ακαριαία ενέργεια

όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων προς εκμηδένιση των ζωτικών

σημείων του εχθρικού πολεμικού δυναμικού, ιδίως όσων εμφανίζονται

κρίσιμα μέσα στη δεδομένη συγκυρία. Μπορεί να καταφερθεί στο

πλαίσιο της κλιμάκωσης ενός τοπικού «θερμού επεισοδίου», αλλά και

πολύ νωρίτερα ακόμα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι

αλλιώς εχθρική επίθεση· το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγματος

πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς

αυτό να σημαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα

το εφαρμόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέμενος με την ιστορική και πολιτική

έννοια του όρου. Καθώς το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας

μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα

συρρικνώνεται, ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια

δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία· ανεξάρτητα από εθνικές

μυθολογίες, το γεγονός τούτο δεν έχει καμμία σχέση με ηθικές ή

φυλετικές ιδιότητες, αλλά οφείλεται στη διαμόρφωση του συσχετισμού

των δυνάμεων, και τα πράγματα θα αντιστρέφονταν αν αντιστρεφόταν

και ο συσχετισμός των δυνάμεων. Αλλά όποιος, θέλοντας και μη,

υιοθετεί αμυντική στρατηγική στο ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο, δεν

είναι γι’ αυτόν καί μόνον τον λόγο υποχρεωμένος να υιοθετήσει αμυντική

στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο. Τα δύο επίπεδα δεν πρέπει να

συγχέονται κατά κανένα τρόπο. Άλλο είναι η άμυνα ως ιστορικο-

πολιτικός σκοπός και άλλο η άμυνα ως στρατιωτικό μέσο, άλλο ο

αμυντικός χαρακτήρας ενός πολέμου και άλλο η αμυντική διεξαγωγή

ενός πολέμου. Άλλωστε από στρατιωτική άποψη η καθαρά αμυντική

διεξαγωγή πολέμου στερείται νοήματος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν

την παίρναμε στα σοβαρά, θα σήμαινε ότι ο επιτιθέμενος μπορεί να κάνει

ό,τι θέλει ατιμώρητα, διατρέχοντας απλώς τον κίνδυνο να επανέλθει στην

αρχική του θέση και να προετοιμασθεί για να ξαναδοκιμάσει. Καμμιά

άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του

επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε

πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την

ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον

ίδιο τρόπο και για τον ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος.

Στα παραπάνω τέσσερα σημεία συνοψίσαμε τις προϋποθέσεις, υπό τις

όποιες η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει έναν πόλεμο εναντίον της

Τουρκίας. Προσοχή: δεν λέμε ότι είναι σε θέση να το κάμει ή ότι θα το

κάμει, λέμε μόνον ότι, αν το πετύχει, μπορεί να το πετύχει υπ’ αυτές τίς

προϋποθέσεις και μόνο. Με τη σειρά τους, όμως, οι προϋποθέσεις αυτές

προϋποθέτουν άλλα πράγματα, δηλαδή ορισμένο στρατιωτικό δυναμικό,

ορισμένη δύναμη πυρός και ορισμένη δόμηση των ενόπλων δυνάμεων. Η

τήρηση του κανόνα της συγκέντρωσης των δυνάμεων δεν έχει καμμιάν

αξία, όταν οι δυνάμεις σου είναι πενιχρές· και το πρώτο πλήγμα επίσης

δεν αποφέρει μεγάλα κέρδη, όταν το καταφέρεις μ’ ένα κυνηγετικό όπλο

– γι’ αυτό άλλωστε και η υπογράμμιση της στρατηγικής σημασίας του

πρώτου πλήγματος διόλου δεν εμπεριέχει κάποιαν έμμεση παρότρυνση

να ξεκινήσει κανείς πόλεμο από λεβεντιά και στα καλά καθούμενα·

σημαίνει μόνον ότι, αν ένας εμπόλεμος διαθέτει επαρκή μέσα για ένα

καίριο πρώτο πλήγμα, πρέπει να τα χρησιμοποιήσει, εφ’ όσον θέλει να

κερδίσει έναν πόλεμο με δεδομένες τις σύγχρονες και υπερσύγχρονες

τεχνολογικές συνθήκες. Aφού λοιπόν οι στρατηγικές προϋποθέσεις της

νίκης δεν είναι καν δυνατόν να συγκεντρωθούν αν δεν υφίσταται το

απαραίτητο στρατιωτικό δυναμικό, τίθεται αυτόματα το ερώτημα σε

ποιάν κατάσταση βρίσκεται σήμερα από την άποψη αυτή η ελληνική

πλευρά, σε σύγκριση πάντα με την τουρκική. Και αφού το τουρκικό

γεωπολιτικό δυναμικό (με τη γνωστή μας ήδη τριπλή έννοια του όρου)

είναι υπέρτερο του ελληνικού, ερωτάται επίσης κατά πόσον η ελληνική

πλευρά ισοφαρίζει τα οργανικά της μειονεκτήματα με την ανωτερότητά

της στον οικονομικό καί στον εξοπλιστικό τομέα, κατά πόσον το

ποιοτικό της προβάδισμα υπερκαλύπτει τις τυχόν ποσοτικές ελλείψεις.

Στα ερωτήματα αυτά η απάντηση σήμερα είναι σαφής: η Ελλάδα δεν

διαθέτει επαρκή μέσα αποτροπής, εάν ορίσουμε την αποτροπή – όπως

οφείλουμε να την ορίσουμε – ως ικανότητα να καταφέρεις ένα καίριο

πρώτο πλήγμα καί να παραλύσεις για μακρό χρονικό διάστημα τον

εχθρό. Ούτε η ποιοτική υπεροχή της ελληνικής πλευράς αντισταθμίζει τα

ποσοτικά της μειονεκτήματα, ούτε η ελληνική δύναμη πυρός καλύπτει το

σύνολο της τουρκικής επικράτειας, αδυνατώντας έτσι να προστατεύσει

αποτελεσματικά και την Κύπρο. Και το χειρότερο δεν είναι καν η

σημερινή εικόνα καθ’ εαυτήν· είναι η δυναμική της εξέλιξης, αν την

παρακολουθήσουμε στην τελευταία δεκαπενταετία και αν κάνουμε τις

εύλογες προβολές στο μέλλον με βάση τις ήδη παρούσες και

βαρύνουσες ενδείξεις. Τότε θα δούμε ότι η διεύρυνση της απόστασης

ανάμεσα στο στρατιωτικό δυναμικό της Ελλάδας και σ’ εκείνο της

Τουρκίας αποτυπώνει λίγο-πολύ πιστά την επέκταση του τουρκικού

γεωπολιτικού δυναμικού και τη συρρίκνωση του αντίστοιχου ελληνικού.

Οι αριθμοί είναι συντριπτικοί και καλύπτουν συμμετρικά όλους τους

τομείς, από τους οικονομικούς με την ευρύτερη ίσαμε τους

εξοπλιστικούς με τη στενότερη έννοια. Αν το 1980 το ελληνικό

ακαθάριστο εθνικό προϊόν αποτελούσε σχεδόν το 80% του τουρκικού, το

1995 είχε πέσει στο 40% περίπου. Αν το 1980 η ελληνική βιομηχανική

παραγωγή αποτελούσε το 60% της τουρκικής, το 1995 δεν ήταν πάνω

από το 30%, καί ιδιαίτερα στην παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού η

σχέση πέρασε από το 70% του 1980 στο 35% του 1995. Ενώ το 1980 οι

ελληνικές εξαγωγές ήσαν σχεδόν τριπλάσιες των τουρκικών, δεκαπέντε

χρόνια αργότερα αποτελούσαν μόλις το 60% εκείνων. Η επίπτωση της

δραστικής αυτής μεταβολής των οικονομικών συσχετισμών πάνω στο

ύψος των στρατιωτικών δαπανών ήταν γενικότατα η εξής: από το 1985

και μετά οι κατά κεφαλήν στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 80%

στην Τουρκία καί μειώθηκαν κατά 20% στην Ελλάδα. Τα συνολικά

μεγέθη εξελίχθηκαν ως εξής (σε σταθερές τιμές του 1990): η Ελλάδα

ξόδεψε το 1980-1984 κατά μέσον όρον 3.820 εκ. δολλ. καί το 1995 3.893

(περίπου τα ίδια), ενώ η Τουρκία ξεκινώντας από λιγότερα την περίοδο

1980-1984 (ήτοι 3.765 εκ. δολλ.) έφτασε τα 6.379. Αυτό σημαίνει: πρίν

από 15 χρόνια η Ελλάδα υπερτερούσε, έστω και κατά 1%, σήμερα

υστερεί, και μάλιστα σχεδόν κατά 40%! Ακόμα πιο αισθητή είναι η

διαφορά όχι πλέον στίς γενικές στρατιωτικές, αλλά ειδικά στις

νευραλγικές εξοπλιστικές δαπάνες. Στο διάστημα 1980-1984 η Ελλάδα

έδινε για εξοπλισμούς 665 εκ. δολλ. κατά μέσον ορον, για να φτάσει τα

771 το 1995, ενώ η Τουρκία πέρασε στην ίδια δεκαπενταετία από τα 343

στα 2.405 εκ δολλ. – από το διπλάσιο υπέρ της Ελλάδας στο τριπλάσιο

υπέρ της Τουρκίας! (Το ίδιο από άλλη οπτική γωνία: το 1977 η Ελλάδα

εισήγαγε όπλα αξίας 752 εκ. δολλ. και η Τουρκία 245, το 1987 τα

ελληνικά εισαγόμενα όπλα στοίχισαν 187 εκ. δολλ., ενώ τα τουρκικά

925!). Ισως ακόμα σημαντικότερο μακροπρόθεσμα είναι το γεγονός ότι η

Τουρκία συνέδεσε το εξοπλιστικό της πρόγραμμα με την ανάπτυξη δικής

της πολεμικής βιομηχανίας μέσω εκτεταμένων προγραμμάτων

συμπαραγωγής· έτσι, σήμερα είναι αυτάρκης κατά το 30% περίπου, με

ανοδική τάση και με εξαγωγική κατεύθυνση (προ καιρού π.χ. η Αίγυπτος

αγόρασε αεροπλάνα F-16 τουρκικής παραγωγής). Αντίθετα, ο ελληνικός

βαθμός αυτάρκειας έπεσε από το 15-20%, όπου βρισκόταν στις αρχές

της δεκαετίας του 1980, στο 5% περίπου – και φοβούμαι ότι σ’ αυτό το

5% περιλαμβάνονται στατιστικά και προϊόντα ουσιαστικώς άχρηστα,

όπως λ.χ. το στατικό αντιαεροπορικό σύστημα ΑΡΤΕΜΙΣ 30, στο όποιο

επί μία δεκαετία σπαταλήθηκαν αδίκως 110 δισ. δρχ. Πολιτικά σφάλματα

εμπόδισαν να μετριασθεί κάπως η ελληνική οργανωτική και τεχνική

ανικανότητα μέσω προγραμμάτων συμπαραγωγής. Όταν η Ελλάδα

αγόρασε το 1985 80 αεροπλάνα τρίτης γενεάς, διέσπασε την προμήθεια

σε δύο τύπους και σε δύο χώρες, οπότε δεν συνέφερε πλέον τους

προμηθευτές η εγκατάσταση γραμμής συμπαραγωγής για 40 μόνον F-16.

Και όταν το 1992 αποφασίσθηκε η αγορά άλλων 40, πάλι η ποσότητα

ήταν ανεπαρκής για τον σκοπόν αυτό, αφού η δεύτερη αγορά δεν

συνδέθηκε με την πρώτη, αλλά έγινε εν είδει μεταγενέστερης «τσόντας».

Αντίθετα, η Τουρκία αγόρασε απ’ ευθείας 160 F-16 και εγκαινίασε

αμέσως το πρόγραμμα συμπαραγωγής.

Εάν εξειδικεύσουμε περισσότερο τη συγκριτική μας ανάλυση καί

υπεισέλθουμε στους επί μέρους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, θα

πρέπει να πούμε ότι, πέραν της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα

στο ελληνικό και στο τουρκικό ναυτικό, η πλάστιγγα γέρνει ήδη σοβαρά

υπέρ της Τουρκίας στην ξηρά και στον αέρα. Ο συσχετισμός των

χερσαίων δυνάμεων έχει βαρύνουσα σημασία, αν πάρουμε σοβαρά υπ’

όψιν όσα είπαμε προηγουμένως, ότι δηλαδή η Ελλάδα θα χρειασθεί

επειγόντως μιαν επιτυχία στον Έβρο και μιαν προέλαση προς την

Ανατολική Θράκη προκειμένου να αντισταθμίσει εδαφικές απώλειες στο

Αιγαίο και στην Κύπρο. Πέραν της μεγάλης αριθμητικής υπεροχής του

πεζικού της (πάνω από 4 προς 1), η Τουρκία διαθέτει τριπλάσια

πυροβόλα (3.380 προς 1.130) και διπλάσια άρματα μάχης (3.615 προς

1,720). Στο μέτωπο του Έβρου, βεβαίως, οι αναλογίες δεν θα είναι τόσο

δυσμενείς για την ελληνική πλευρά, καθώς αυτή μπορεί να συγκεντρώσει

εκεί ποσοστιαία μεγαλύτερο μέρος των χερσαίων της δυνάμεων απ’ ό,τι η

Τουρκία. Ενώ όμως προς το παρόν καί οι δύο χώρες έχουν άρματα μάχης

δεύτερης γενεάς, η Τουρκία αρχίζει ήδη την παραγωγή 1.500 αρμάτων

τρίτης γενεάς με προφανείς συνέπειες, ιδιαίτερα σ’ ένα έδαφος περίπου

«φτιαγμένο» για το όπλο αυτό, όπως είναι το έδαφος της Θράκης. Άλλα

όση σημασία κι αν έχουν όλα αυτά, δεν χρειάζεται να είναι κανείς

στρατηγική διάνοια για να γνωρίζει ότι η κρίσιμη μάχη θα δοθεί στον

αέρα κι ότι το κρίσιμο όπλο θα είναι η αεροπορία – και μάλιστα ακριβώς

επειδή το πρώτο πλήγμα και η εναρκτήρια φάση του πολέμου θα

βαρύνουν αποφασιστικά στην έκβαση. Τουλάχιστον η τουρκική ηγεσία

το έχει αντιληφθεί αυτό εγκαίρως. Τόσο στο δεκαετές εξοπλιστικό

πρόγραμμα, το όποιο ήδη ολοκληρώθηκε, όσο και στο εικοσαετές, το

οποίο εγκαινιάζεται τώρα, τα μισά περίπου κονδύλια επενδύονται στην

αεροπορία, είτε δηλαδή στην αγορά καί στην παραγωγή νέων

αεροσκαφών είτε στον εκσυγχρονισμό των παλαιοτέρων (π.χ. των F-4, με

τη βοήθεια του Ισραήλ). Έτσι, το 2.000 η Τουρκία θα διαθέτει, όπως

υπολογίζεται, 430 μαχητικά αεροπλάνα δυο τύπων (ενώ τα ελληνικά θα

ανήκουν σε τέσσερις τύπους, με όσα μειονεκτήματα συνεπάγεται τούτο)

υποστηριζόμενα από 7 αεροσκάφη εναερίου εφοδιασμού (αυτά

προφανώς χρειάζονται μόνον εναντίον της Ελλάδας, όχι εναντίον της

Συρίας ή του Ιράκ) και πιθανότατα από αεροσκάφη-ραντάρ· επί πλέον τα

τουρκικά μαχητικά διαθέτουν ή θα διαθέτουν σύντομα πολύ καλόν

εξοπλισμό για βολές αέρος-εδάφους, ιδίως εναντίον στόχων όπως ραντάρ

και πλοία. Η Ελλάδα θα μπορεί στην καλύτερη περίπτωση ν’

αντιπαρατάξει 180-200 μαχητικά τρίτης γενεάς (ίσως στην

πραγματικότητα να μην είναι παραπάνω από 150), ήτοι ούτε την υπεροχή

στον εναέριο χώρο του Αιγαίου θα κατέχει, ούτε το σύνολο της

τουρκικής επικράτειας θα μπορεί να πλήξει, ούτε ένα καίριο πρώτο

πλήγμα να καταφέρει. Και παράλληλα δεν θα έχει καν αξιόλογη

αντιαεροπορική άμυνα. Το πυραυλικό σύστημα «Νίκη-Ηρακλής»

παλαιώθηκε και ήδη αποσύρεται, ενώ τα σχέδια αγοράς πυραύλων

Patriot φαίνεται να παραμένουν περιορισμένα λόγω του μεγάλου

κόστους. Jιάφοροι σχολιαστές πρότειναν τον τελευταίο καιρό να δοθεί

απόλυτη προτεραιότητα στην πολεμική αεροπορία, ώστε να

εξισορροπηθεί ποιοτικά η τεράστια ποσοτική υπεροχή του αντιπάλου,

π.χ. με την αγορά αεροσκαφών της τετάρτης γενεάς (αμερικανικών F-

15E ή ρωσσικών SU-27). Αυτό θα ήταν αναμφισβήτητα ένα πολύ ορθό

πρώτο βήμα. Όμως δεν αρκεί. Όχι μόνο γιατί τα 3 ή 4 τρις. δρχ. που

πρόκειται να ξοδέψει η Ελλάδα για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων της

δυνάμεων την προσεχή δεκαετία κάθε άλλο παρά θα εξαλείψουν τη

στρατιωτική της κατωτερότητα.

Τις οικονομικές προϋποθέσεις μπορεί να τις κατονομάσει κανείς εύκολα

και κατά τρόπο γενικά αποδεκτό, εφ’ όσον χρησιμοποιεί γενικό και

αόριστο λεξιλόγιο: «η άμυνα της χώρας απαιτεί μιαν ακμαία εθνική

οικονομία». Όμως ποιά οικονομία δικαιούται να χαρακτηρισθεί ακμαία

και με ποια κριτήρια; Επειδή ποικίλες οικονομολογικές αλχημείες

συσκοτίζουν σήμερα τα πράγματα και τα πνεύματα στο σημείο αυτό, ας

μου συγχωρεθεί να παραμείνω απλοϊκός και να πω: ακμαία είναι μια

οικονομία όταν παράγει με ανοδικούς ρυθμούς απτά αγαθά,τόσο για την

ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων εγχωρίων αναγκών όσο και

για την εξαγωγή προς αποπληρωμή άλλων αγαθών, τα οποία η εκάστοτε

χώρα δεν μπορεί ή δεν θεωρεί σύμφορο να παραγάγει η ίδια, με όσο το

δυνατόν μεγαλύτερο πλεόνασμα. Η οικονομία συνίσταται ουσιωδώς στην

παραγωγή αγαθών και σε όσες υπηρεσίες προσφέρονται πάνω στη βάση

αυτή (και στην Ελλάδα και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι υπηρεσίες

συμμετέχουν στη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος με ποσοστό

περίπου 60%, όμως άλλο είναι το 60% πάνω στην παραγωγική βάση της

Ελλάδας και άλλο πάνω στην παραγωγική βάση των Ηνωμένων

Πολιτειών). Jεν συνίσταται ούτε σε δείκτες παντοειδών μεγεθών ούτε σε

χρήμα. Jείκτες ανάπτυξης του 2 ή 3% δεν σημαίνουν πολλά πράγματα,

όταν η ανάπτυξη σημαίνει την αύξηση των «υπηρεσιών» (όπερ προ

παντός στην Ελλάδα υποδηλοί τον φρέσκο αέρα)· και η μείωση του

πληθωρισμού, δηλαδή το «υγιές χρήμα», επίσης είναι μικρό επίτευγμα,

όταν προκύπτει από τη συρρίκνωση της οικονομίας: οπού κανένας δεν

αγοράζει τίποτε και κανένας δεν πουλάει τίποτε, εκεί δεν υπάρχει φυσικά

ούτε πληθωρισμός. Πλείστοι όσοι χαίρουν, γιατί στην Ελλάδα ο

πληθωρισμός περιορίσθηκε το 1997 στο ύψος του 5 ή 6%. Όμως η

βιομηχανική παραγωγή παραμένει στάσιμη πάνω από μια δεκαπενταετία

(δεν είναι τυπογραφικό λάθος), ενώ τα ετήσια ελλείμματα του εμπορικού

ισοζυγίου φτάνουν πλέον τα 16, 17 και 18 δισεκατομμύρια δολλάρια

(ούτε αυτό είναι τυπογραφικό λάθος). Αμφιβάλλω τα μέγιστα αν αυτός

είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει σε μιαν ακμαία οικονομία, ικανή να

στηρίξει την άμυνα της χώρας. Η μείωση του πληθωρισμού διόλου δεν

αποτελεί επαρκή όρο για την ενθάρρυνση παραγωγικών-βιομηχανικών

επενδύσεων, και αυτό θα αποδειχθεί προσεχώς. Εδώ το δραστικό

φάρμακο είναι ένα μόνο, και είναι οδυνηρό. Κεφάλαια για επενδύσεις

εξοικονομούνται από την περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού.

Και όσα κεφάλαια εξοικονομηθούν έτσι πρέπει με τη σειρά τους να

επενδυθούν πράγματι παραγωγικά, να δώσουν δηλαδή στη χώρα μιαν

αξιόλογη σύγχρονη βιομηχανική υποδομή. Τέτοιες επενδύσεις είναι

ασφαλώς πολύ δυσκολότερες από τις επενδύσεις σε παντοειδή «δημόσια

έργα» συχνά αμφίβολης χρησιμότητας, γιατί θέτουν πολύ επιτακτικότερα

το πρόβλημα της εκπαίδευσης, της τεχνογνωσίας και της παραγωγικότη-

τας. Η περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού, με τον οποίο έχει

συνυφανθεί πλέον ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας, προσκρούει,

πάλι, στο ανυπέρβλητο εμπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού

συστήματος σε πελατειακή βάση. Τώρα όπου το μαχαίρι έφτασε στο

κόκκαλο, επιβλήθηκαν βέβαια με το εύσχημο άλλοθι της «ευρωπαϊκής

σύγκλισης» ορισμένες οικονομίες, όμως ο πελατειακός χαρακτήρας του

πολιτικού συστήματος διόλου δεν άλλαξε ουσιαστικά, παρά την αλλαγή

της κυβερνητικής ρητορικής: γιατί οι οικονομίες επιβλήθηκαν ακριβώς

με πελατειακά κριτήρια (σε όσους δηλαδή δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα

εκβιασμού) και παρέμειναν ανεπαρκείς επίσης από τον φόβο εξέγερσης

των ισχυρών ομάδων της πελατείας.

Η ακμαία παραγωγική οικονομία σε σύγχρονη βιομηχανική βάση δίνει τη

δυνατότητα της αποτροπής. Για να πραγματωθεί όμως η δυνατότητα

αυτή, πρέπει μια χώρα ή πάντως η ηγεσία της να πιστεύει πραγματικά

στην αναγκαιότητα της αποτροπής, δηλαδή να έχει διαγνώσει ορθά τον

χαρακτήρα και την έκταση της επαπειλούμενης σύγκρουσης. Αν η

διάγνωση είναι εσφαλμένη και ελλιπής, αν αποδίδει τη σύγκρουση σε

αίτια παροδικά ή δευτερογενή, τότε μειώνεται αντίστοιχα η πίστη στην

αναγκαιότητα της αποτροπής, κι αυτό, έστω κι αν δεν λέγεται ρητά, έχει

ευνόητες πρακτικές επιπτώσεις. Έτσι, αποτελεί κεφαλαιώδες σφάλμα

στρατηγικής εκτιμήσεως να μη θεωρείται ως πηγή της αύξουσας

τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα η συνεχής διεύρυνση της διαφοράς

ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών, αλλά να αποδίδεται

ο δυναμικός τουρκικός επεκτατισμός στον «οθωμανισμό», στον

«ασιατικό χαρακτήρα» της Τουρκίας κ.τ.λ., οπότε εξάγεται το

συμπέρασμα ότι μόλις η Τουρκία (ακολουθώντας το δικό μας φωτισμένο

παράδειγμα) ξεπεράσει αυτούς τους «εθνικιστικούς αταβισμούς», πάρει

τον «ευρωπαϊκό δρόμο» και υποκαταστήσει τις στρατιωτικές με τις

οικονομικές δραστηριότητες, τότε αυτόματα θα εκλείψει και η απειλή εκ

μέρους της. Όλο και περισσότεροι σκέφτονται στην Ελλάδα μ’ αυτόν τον

τρόπο, έχοντας την εντύπωση ότι έτσι τάχα ξεπερνούν τις εθνικιστικές

αντιπαραθέσεις και σε αντίθεση με τα αδιέξοδα εθνικιστικά

ιδεολογήματα προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις. Έχουν βέβαια δίκιο όταν

λένε ότι οι εθνικιστές ξεκινούν από ένα αφηρημένο μοντέλο περί έθνους,

στο οποίο συχνά υποτάσσουν ακόμα και υπέρτερες επιταγές του

πολιτικού ρεαλισμού· η πολιτικά επιζήμια μονοπωλιακή διεκδίκηση του

ονόματος της Μακεδονίας το έδειξε άλλωστε πρόσφατα. Όμως ό,τι

βλέπει κανείς στον αντίπαλό του δεν το βλέπει στον εαυτό του. Οι

πολέμιοι των εθνικιστικών ιδεολογημάτων δεν αντιλαμβάνονται πως τα

όσα αντιπαραθέτουν οι ίδιοι στον εθνικισμό ή μάλλον στις καρικατούρες

του είναι κι αυτά ιδεολογήματα, αφηρημένα ανιστορικά μοντέλα, και

μάλιστα το κυρίαρχο σήμερα ιδεολογικό σύμφυρμα οικουμενισμού και

οικονομισμού, όπου ο κοσμοπολιτισμός των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»

και της «κοινωνίας των πολιτών» συμπλέκεται διαφοροτρόπως με τον

ατομικισμό του καπιταλιστικού homo economicus και με την παλαιά

φιλελεύθερη ουτοπία ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο.

Όπως ο εθνικισμός, έτσι και ο αντίπαλός του οικουμενισμός και

οικονομισμός έχει συγκεκριμένους φορείς, εμπνευστές και

προπαγανδιστές, τόσο ιδιοτελείς όσο και αφελείς. Σε ορισμένες μάλιστα

περιπτώσεις όχι μόνον η ιδιοτέλεια, αλλά και η αφέλεια των δεύτερων

ξεπερνά εκείνη των πρώτων. Έτσι συμβαίνει λ.χ. και ως προς την

αποτίμηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βρίσκονται πιο κοντά στην

πραγματικότητα οι εθνικιστές που πιστεύουν ότι η αντίθεση Τουρκίας

και Ελλάδας είναι αγεφύρωτη παρά όσοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε και

να τελειώσει με την «ευρωπαϊκή» και οικονομιστική λύση – έστω κι αν οι

πρώτοι οδηγούνται στη διάγνωσή τους από ψευδείς προϋποθέσεις. Ας

σημειώσουμε, για να συμπληρωθεί η εικόνα, ότι τόσο οι εθνικιστές όσο

και οι «ευρωπαϊστές» ή οικονομιστές συμφωνούν ως προς το ότι ο

τουρκικός επεκτατισμός οφείλεται στο «οθωμανικό» και «ασιατικό»

παρελθόν, στην «αντιδημοκρατική» ή «φασιστική» υφή του

στρατιωτικού κράτους κ.τ.λ., με τη διαφορά ότι οι πρώτοι θεωρούν τα

γνωρίσματα αυτά μόνιμα και ανυπέρβλητα, ενώ οι δεύτεροι τα βλέπουν

ως μεταβλητά χαρακτηριστικά μιας ιστορικής φάσης ήδη παρωχημένης·

δεν μας λένε βέβαια πότε θα μεταβληθούν: γιατί αν αυτό γίνει σε έναν ή

δύο αιώνες, τότε η διαμάχη δεν έχει πρακτικό αντικείμενο.

Η ιδεολογική πίστη ότι η οικονομική συνεργασία ή διαπλοκή οδηγεί

αναγκαία σε άμβλυνση γεωπολιτικών και πολιτικών αντιθέσεων δεν έχει

κανένα ιστορικό στήριγμα. Αναφέρω ένα ιδιαίτερα αδρό παράδειγμα.

Ανάμεσα στα 1900 και στα 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε

κατά 137%, το γερμανορωσσικό κατά 121% και το γερμανοβρεταννικό

κατά 100%, ενώ περισσότερα από τα μισά τοτινά διεθνή καρτέλ

παραγωγής αποτελούσαν κοινή γερμανοβρεταννική ιδιοκτησία (ένα απ’

αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες). Όλοι αυτοί οι εντυπωσιακοί

ανοδικοί δείκτες δεν εμπόδισαν τις παραπάνω χώρες να εμπλακούν σε

έναν από τους φονικότερους πολέμους από καταβολής κόσμου. H

οικονομική συνεργασία γεννιέται καθ’ εαυτήν από οικονομικές ανάγκες

και αναγκαιότητες που δεν έχουν αναγκαστική σχέση με φιλικές ή

εχθρικές προθέσεις από πολιτική άποψη• συνιστά ένδειξη καλών

πολιτικών σχέσεων μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λυθεί οι τυχόν

γεωπολιτικές εκκρεμότητες, δηλαδή το ζήτημα ποιος δικαιούται να

εκδιπλώνεται κυρίαρχα πάνω σε ποιόν χώρο. Και όπως τα δεδομένα της

οικονομικής συνεργασίας διόλου δεν καθορίζουν νομοτελειακά (αν και

επηρεάζουν συχνά) τη διαμόρφωση και την άσκηση μιας εθνικής

εξωτερικής πολιτικής, έτσι δεν την καθορίζει αναγκαστικά ούτε η μορφή

και το ποιόν του εσωτερικού καθεστώτος.

Η φιλελεύθερη και οικονομιστική λογική ισχυρίζεται: η ανάπτυξη μιας

οικονομίας γεννά μια τάξη φιλελεύθερων επιχειρηματιών, αυτοί

προωθούν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό, οπότε η χώρα

γίνεται φιλειρηνική, γιατί επεκτατικές είναι μόνον οι μη δημοκρατικές

χώρες. Ο συλλογισμός αυτός είναι ιδεολογικός και εσφαλμένος σ’ όλην

τη γραμμή. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι η επιχειρηματική τάξη προτιμά

παντού και πάντα το κοινοβουλευτικό καθεστώς από μιαν άμεση ή

έμμεση δικτατορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της (αυτό είναι

άκρως αμφίβολο, αλλά δεν ενδιαφέρει εδώ), και πάλι δεν έχει λόγο να

ανασχέσει την εθνική επέκταση, αν την κρίνει συμφέρουσα. Ποια

επιχειρηματική τάξη δεν έχει επωφεληθεί από τη διευρυνόμενη πολιτική

και στρατιωτική ισχύ της χώρας της; Τι δείχνει ο ζήλος, με τον οποίο

σήμερα οι Τούρκοι επιχειρηματίες στυλώνουν το μάτι εκεί όπου το

στυλώνει και η διπλωματική-στρατιωτική ηγεσία, π.χ. στον Καύκασο,

στη Μ. Ανατολή, στην Κεντρική Ασία – στην Ελλάδα επίσης; Τα

εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας τους τα χαιρετίζουν και αυτοί, όπως

τα χαιρετίζουν παντού και πάντα οι επιχειρηματίες (και οι εργάτες), όταν

συνδέονται με επενδύσεις, απασχόληση και κρατικές παραγγελίες.

Γενικότερα, οι συνιστώσες του γεωπολιτικού δυναμικού, οι οποίες

προσδιορίζουν τη διαχρονική συνισταμένη της εξωτερικής πολιτικής,

μόνον τυχαία και εξωτερικά συνδέονται με τη δημοκρατική ή ημι-

δημοκρατική, δικτατορική ή ημιδικτατορική μορφή του εσωτερικού

καθεστώτος.

Η Ιστορία δείχνει ότι οι δημοκρατίες μπορεί να είναι εξ ίσου επεκτατικές

και αξιόμαχες όσο και οι τυραννίες. Η αγγλική αυτοκρατορία

συγκροτήθηκε ακριβώς παράλληλα με την εδραίωση και την εμβάθυνση

του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στη μητρόπολη. Και ο αμερικανικός

ιμπεριαλισμός βρίσκεται σήμερα στην αποκορύφωση της παγκόσμιας

ισχύος του κραδαίνοντας το λάβαρο της πανανθρώπινης δημοκρατίας και

των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Τα επίπεδα της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής τα συγχέει

ιδιαίτερα η «αριστερή» παραλλαγή του οικουμενισμού και του

οικονομισμού, η οποία διατείνεται τα εξής: ο τουρκικός επεκτατισμός

αποτελεί κατά βάση προσπάθεια της άρχουσας τάξης να περισπάσει την

προσοχή των μαζών από τα άλυτα εσωτερικά προβλήματα· θα

υποχωρήσει όταν τα προβλήματα αυτά λυθούν από δημοκρατικές και

σοσιαλιστικές δυνάμεις, γιατί οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε

μεταξύ τους. Η επιχειρηματολογία αυτή χωλαίνει από το πρώτο κιόλας

βήμα, γιατί δεν εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους η περίσπαση του

λαού μέσω του εθνικισμού και του επεκτατισμού έχει συνήθως τόσο

καλά αποτελέσματα. Γιατί, αλήθεια, αφήνεται ο λαός να περισπαστεί

ειδικά μ’ αυτόν τον τρόπο, τι του αρέσει ιδιαίτερα σ’ αυτήν την

περίσπαση, έτσι ώστε να επιλέγεται αυτή, και καμμιά άλλη, προκειμένου

να τον παραπλανήσει; Προ του 1914 ισχυρότατα σοσιαλιστικά κόμματα

κήρυσσαν στη Γερμανία και στη Γαλλία ότι θα ματαιώσουν τον πόλεμο

κι ότι «οι δύο λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους»· όταν

όμως ο πόλεμος ξέσπασε πράγματι, τότε όχι μόνον οι σοσιαλιστές, αλλά

ακόμα και οι ίδιοι οι εθνικιστές τα έχασαν μπροστά στον πατριωτικό

ενθουσιασμό των μαζών εκατέρωθεν. Αν από τα ιστορικά παραδείγματα

περάσουμε στην κοινωνιολογική γενίκευση μπορούμε να πούμε ότι –

ανεξαρτήτως του τι κάνουν δημογραφικά φθίνοντες και καλομαθημένοι

πληθυσμοί σε ανίσχυρες χώρες όπου οι εθνικιστικές κορώνες συχνά

εξυπηρετούν απλώς την ανάγκη ψυχικών υπεραναπληρώσεων – μάζες

νεαρών ανθρώπων σε χώρες με μεγάλο γεωπολιτικό δυναμικό κατά

κανόνα ενστερνίζονται αυθόρμητα και ειλικρινά τα επεκτατικά

συνθήματα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1882 ο Engels έγραφε στον Kerensky

από το Λονδίνο: «Με ρωτάτε τι νομίζουν οι Άγγλοι εργάτες για την

αποικιακή πολιτική ; … το ίδιο ό,τι και οι αστοί… οι εργάτες τρώνε κι

αυτοί πρόσχαρα από το μονοπώλιο της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά

και στις αποικίες». Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δεν υπάρχει η

παραμικρή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν με

οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεών του, και

ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν

ακριβώς το αντίθετο. Jεν μου είναι γνωστή καμμία ομαδική διαμαρτυρία

για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη,

την Ίμβρο και την Τένεδο, ούτε για τον εποικισμό της βορείου Κύπρου.

Αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο

όπως και διόλου δεν μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό

όταν του αρνείται το δικαίωμα να ονομάζει το κράτος του «Μακεδονία».

Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, γι’ αυτό και

υποπίπτουν σε μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μιαν εγκάρδια

προσωπική επαφή ή μετά από μιαν κοινή μπουζουκο-κατάνυξη με

Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πολιτικά συμπεράσματα χωρίς βέβαια να

έχουν ποτέ αποσπάσει από τους συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες

τους μια δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής και

εναντίον μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσης. H αρχή ότι «οι λαοί δεν

έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των

λαών, αλλά των διανοουμένων, γι’ αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ,

όσο κι αν τη διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται

κατάλληλα, έτσι ώστε να παραμένει αλώβητη η αρχή. zς γνωστόν, όταν

το 1974 έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πρωθυπουργός της

Τουρκίας ήταν ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπουλέντ Ετσεβίτ. Και να ποιο

συμπέρασμα έβγαλαν οι Έλληνες από το γεγονός αυτό: ο Ετσεβίτ δεν

είναι «γνήσιος» σοσιαλιστής, αλλά εξ ίσου «Οθωμανός» και «Αττίλας»

όσο και οι Τούρκοι μη σοσιαλιστές (ως άτομο βέβαια ο Ετσεβίτ έχει

θαυμάσια δυτική παιδεία, και μάλιστα οι αξιόλογες ποιητικές επιδόσεις

του έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες).

Όμως το ορθό – και πολύ ανησυχητικότερο – πολιτικό συμπέρασμα θα

όφειλε να είναι το εξής: στα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής οι

Τούρκοι σοσιαλιστές σκέφτονται όπως οι Τούρκοι στρατηγοί. Και τούτο

συμβαίνει για λόγους πολιτικούς, όχι επειδή οι Τούρκοι σοσιαλιστές

είναι κι αυτοί «Οθωμανοί»· στο κάτω-κάτω ο Ετσεβίτ δεν έκανε παρά

ό,τι έκαναν και οι Γάλλοι σοσιαλιστές, όταν το 1956 διέταξαν ως

κυβέρνηση την επέμβαση στη διώρυγα του Σουέζ ή όταν λίγο πρωτύτερα

ξεκίνησαν τον άγριο αποικιακό πόλεμο στην Αλγερία, ενώ ακόμα ήσαν

νωπά τα διδάγματα από την καταστροφή στην Ινδοκίνα.

Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της ένταξής της στην «Ευρώπη»

συνδέεται στενά με τις ελπίδες και με τα σφάλματα της ελληνικής

πολιτικής. Το πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες το ομολογεί συνεχώς και

άθελά της η ίδια η ελληνική πλευρά, όταν από τη μια μεριά ισχυρίζεται

ότι η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» θα κάνει την Τουρκία

«πολιτισμένο» και φιλειρηνικό κράτος, ενώ συνάμα από την άλλη είναι

υποχρεωμένη να διαπιστώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των

«αξιών» τις μεταχειρίζονται πολύ επιλεκτικά και τις προσπερνούν με

άνεση οπότε το κρίνουν συμφέρον άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών

αξιών» δεν φαίνεται να βελτιώνει καθ’ εαυτήν τα ήθη. Τα σφάλματα,

πάλι, προκύπτουν από μιαν κακή εκτίμηση της σημασίας της «Ευρώπης»

για την ανερχόμενη Τουρκία. Επειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας να σταθεί

μοναχή στα πόδια της, περιμένει τα πλείστα ή τα πάντα από άλλους τείνει

εύλογα να προβάλλει τη δική της κατάσταση και διάθεση στην

κατάσταση και διάθεση άλλων, νομίζοντας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει για

την Τουρκία την ίδια απόλυτη σημασία όσο για την Ελλάδα. Jεν υπάρχει

αμφιβολία ότι η Τουρκία θα επιδιώξει να πάρει από την Ευρωπαϊκή

Ένωση ό,τι περισσότερο μπορεί· όμως για την ευρασιατική Τουρκία η

Ευρώπη είναι μόνον ένα πεδίο δραστηριότητας ανάμεσα σε άλλα, ενώ

για την Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά το μοναδικό· γιατί στα Βαλκάνια

δεν έχει ούτε την οικονομική ούτε τη στρατιωτική δύναμη να παίξει

ηγεμονικό ρόλο, κι αυτός βέβαια δεν επιτυγχάνεται επειδή δέκα ή είκοσι

μικρομεσαίοι κάνουν κέρδη στη Ρουμανία ή τη Σερβία. Με άλλα λόγια, η

σχέση της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο σύνθετη απ’

ό,τι η σχέση της Ελλάδας προς αυτήν και μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως

εξής: η Ευρωπαϊκή Ένωση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να

ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα μιας Τουρκίας σήμερα 62 και αύριο 100

εκατομμυρίων κατοίκων, παράλληλα όμως τα ζωτικά της συμφέροντα

δεν της επιτρέπουν να απογοητεύσει πλήρως την τουρκική πλευρά· η

Τουρκία παραμένει σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη από την Ευρωπαϊκή

Ένωση, παράλληλα όμως τα δικά της ζωτικά συμφέροντα τής

υπαγορεύουν να διατυπώνει προς την Ένωση ποικίλα, κυρίως οικονομικά

αιτήματα.

Μέσα στη διελκυστίνδα αυτή θα διεξάγεται στις επόμενες μία ή δύο

δεκαετίες ένα συνεχές παζάρι, με εντάσεις και με υφέσεις, όπου τα

τουρκικά αιτήματα συχνά θα υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες

Πολιτείες, οι οποίες άλλωστε μόλις πρόσφατα ζήτησαν από την

Ευρωπαϊκή Ένωση να αποδεχθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος. Κατά

πασά πιθανότητα, τα σπασμένα αυτού του παζαριού θα τα πληρώσει η

Ελλάδα. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη

της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα επιθυμεί, θα

επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την

Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Αν

αυτό πράγματι συμβεί, όπως φοβούμαι εντονώτατα, τότε θα δούμε μια

ακόμη από τις τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις όποιες τόσο συνηθίζει η

Ιστορία.

Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε και σώματι στην

«Ευρώπη» για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο

ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto

μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας. Η τουρκική επιρροή θα

ασκείται πάνω στην Ελλάδα όχι άμεσα, αλλά – κάπως μετριασμένη –

μέσω των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών αγωγών, και δεν

αποκλείεται η ελληνική πλευρά, ανίσχυρη κι αναζητώντας παρηγοριές ή

εκλογικεύσεις, ν’ αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις

έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και αυτονόητο καθήκον του

«εξευρωπαϊσμού» της αφού μάλιστα οι «πολιτισμένοι άνθρωποι», που

έχουν ξεπεράσει τους «εθνικιστικούς αταβισμούς», δεν ξεκινούν

πολέμους για πράγματα τόσο απαρχαιωμένα μέσα στον εκλεπτυσμένο

μας κόσμο όσο είναι δα τα κυριαρχικά δικαιώματα.

Μήπως αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις

σημερινές της συμμαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς εναλλακτική λύση δεν

υπάρχει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα, κι όχι

μόνον λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται

από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο

λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς.

Καμμιά συμμαχία και καμμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον

βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα «δίκαια» της

Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας

παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια,

επιδοτήσεις και «προγράμματα στήριξης».

Η λύση του προβλήματος της εθνικής βιωσιμότητας, όχι σε λογιστική,

αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση

σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει να

αντιμετωπισθούν με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως

αριθμητικοί «δείκτες»: το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται

από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια

σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία. Και πρέπει επίσης να εκλογικευθούν

και να χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους (δεν μου είναι κατανοητό λ.χ.

γιατί η Κύπρος, με ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο

5% κατά την τελευταία δεκαπενταετία και με αύξουσα ευημερία, δεν

συμβάλλει οικονομικά -τρόποι βρίσκονται- στα ελληνικά εξοπλιστικά

προγράμματα· όποιος αισθάνεται μέρος του ελληνισμού το αποδεικνύει

σηκώνοντας εθνικά βάρη). Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητη, γιατί

στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα, έχει

προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απωλεσθεί έδαφος, με

την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό

δυνάμεων θα εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και

θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πάρει μιαν Ιστορική ανάσα. Αν όμως

απωλεσθεί έδαφος στο προσεχές διάστημα, οι απώλειες θα είναι

ανεπανόρθωτες και πιθανότατα μοιραίες.

Φυσικά, οι ελπίδες δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητες. Ας υπογραμμίσουμε

ακόμα μια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης

πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και

παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα

στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους

τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιγνίδι είναι

χαμένο. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την

απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής

σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις.

Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά

δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση

εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η

στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η

διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα

όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες

των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα

πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά

ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με

την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι

πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του

«ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων».

Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι

χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης

ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στον

βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός

δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι

ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα

ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με

αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται

κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και

δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Απ’ αυτές

τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής

αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι

Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη

συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό».

Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και

ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα

δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του

διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και

στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση

ενός ηράκλειου άθλου, για τον όποιο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως

είναι, δεν διαθέτει τα κότσια.

Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που

συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν

έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα

τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους, ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και

στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να

διεξαγάγουν έναν πόλεμο γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της

πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι

ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της

βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά

βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες

γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν

ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη

φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα

ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το

50% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα

ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, με

αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν

λάβουμε υπ’ όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην

άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε

φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής

ευθανασίας, υπό τον ορό να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε

κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον ορό να

τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις

(«ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαιστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή

τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες

αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση,

θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη,

αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και

κοιμάται.__

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Leave a Comment »

Σκηνικό κρίσης στήνει η Τουρκία με αφορμή το δίκτυο κατασκοπίας-Πιθανή η απέλαση διπλωματών

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Δεκεμβρίου 2009

 

 

Η Τουρκία φαίνεται αποφασισμένη να «τραβήξει το σχοινί» με αφορμή τη σύλληψη των τριών Τούρκων πολιτών στη Σμύρνη και την Αλικαρνασσό με τη κατηγορία πως διενεργούσαν κατασκοπία υπέρ της Ελλάδος. Αυτή τη φορά εμπλέκεται επίσημα και η Ελλάδα-κατηγορώντας διπλωμάτη της χώρας μας-ενώ παράλληλα υπάρχουν «διαρροές» στον τουρκικό Τύπο για ενδεχόμενη απέλαση Ελλήνων διπλωματών ως αντίποινα. 

Σύμφωνα με πληροφορίες η Τουρκική υπηρεσία πληροφοριών, έχει στοιχεία πως ένας εκ των Ελλήνων διπλωματών που υπηρετούσε στο προξενείο της Σμύρνης, είχε στήσει δίκτυο κατασκοπίας με Ελληνες πράκτορες σε συνεργασία με τους 3 τούρκους συλληφθέντες.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν πως ο εν λόγω διπλωμάτης μαζί με τους υπόλοιπους πράκτορες της ΕΥΠ παρακολουθούνταν επί 6 μήνες με άκρα μυστικότητα από την ΜΙΤ, ενώ και στα έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοχή των 3 συλληφθέντων αποδεικνύεται η εμπλοκή του.

 Μάλιστα λίγο πριν ανακηρυχθεί «ανεπιθύμητο πρόσωπο» (ουσιαστικά απελαθεί) από το Τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, ο εν λόγω Ελληνας διπλωμάτης απομακρύνθηκε εσπευσμένα, χωρίς να αντικατασταθεί.

 Ο τουρκικός Τύπος αναφέρει πως αναμένεται η Αγκυρα ότι θα ζητήσει επίσημα από την Αθήνα «εξηγήσεις» για το υποτιθέμενο κατασκοπευτικό δίκτυο που είχε στηθεί στη Σμύρνη και δεν αποκλείεται μια σειρά «αντιποίνων» έναντι της Ελλάδος, όπως η απέλαση διπλωματών ή η μη αποδοχή αντικατάστασης διπλωματών που έχουν αποχωρήσει η αποχωρούν από τη γειτονική μας χώρας.

 Το γεγονός πως η τουρκική πολιτική ηγεσία δεν πληροφορήθηκε για την επιχείρηση της ΜΙΤ-όπως όφειλε-και οι τελευταίες μαζικές προκλήσεις κατά της Ελλάδας δείχνουν ξεκάθαρα πως το κεμαλικό «βαθύ κράτος» προσπαθεί σε όλα τα μέτωπα να δημιουργήσει προβλήματα στην κυβέρνηση Ερντογάν, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό τον λόγο την καλύτερο μέθοδο: την «εξαγωγή» της κρίσης προς την Ελλάδα, όπως έγινε και το 1996 με την τότε συγκυβέρνηση Τσιλέρ-Ερμπαγκάν που είχε εξοργίσει τους Κεμαλικούς και το «βελούδινο πραξικόπημα» που ανέτρεψε τον Ερμπαγκάν από την εξουσία.
Αραγε αυτή τη φορά κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε έναν ακόμη «θερμό» χειμώνα;

 Το χρονικό της σύλληψης

 Ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά από επιχείρηση της Τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών, της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και της διεύθυνσης αντικατασκοπίας της Τουρκικής αστυνομίας, συνελήφθησαν τρεις Τούρκοι πολίτες με την κατηγορίας της κατασκοπίας υπέρ της Ελλάδας, σύμφωνα με πληροφορίες που μεταδίδουν στους διαδικτυακούς τους χώρους ΜΜΕ της γείτονος.
Οι τρεις συλληφθέντες παρακολουθούνταν επί περίπου έναν χρόνο, πριν εκτελεστεί η επιχείρηση και σύμφωνα με τα δημοσιεύματα είχαν φωτογραφήσει και κινηματογραφήσει στρατιωτικές ασκήσεις των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, ναυτικές βάσεις  και στρατόπεδα, σε τρεις περιοχές της Τουρκίας: Την Αλικαρνασσό (Μποντρούμ), την Σμύρνη και το Αϊβαλί.

 Ο ένας εξ αυτών δούλευε ως αρτοποιός, ο άλλος ως ταξιδιωτικός πράκτορας και ο τρίτος ήταν ελεύθερος επαγγελματίας. Μάλιστα για τον τελευταίο, όπως αναφέρουν τα τουρκικά ΜΜΕ, υπήρχαν εις βάρος του καταδίκες για διακίνηση λαθρομεταναστών και εμπόριο λευκής σαρκός, καθώς και μια καταδίκη για βιασμό.

 Για κάθε φωτογραφία, οι συλληφθέντες έπαιρναν 700 ευρώ για κάθε φωτογραφία και 2.000 ευρώ για κάθε κινηματογράφηση από «έλληνες πράκτορες» που βρισκόταν σε ελληνικό νησί-το οποίο δεν κατονομάζεται-και τις παρέδιδε ο ταξιδιωτικός πράκτορας λόγω της ευχέρειας που είχε να μετακινείται από την μια πλευρά των συνόρων στην άλλη χάρις στην ιδιότητά του. Κατόπιν ο παραδίδων τα στοιχεία επέστρεφε στην Τουρκία όπου κατέθετε σε τραπεζικούς λογαριασμούς τα χρήματα που αναλογούσαν στο καθένα ξεχωριστά. Οι δύο εκ των κατηγορουμένων συνελήφθηκαν στην Σμύρνη και ο ένας στην Αλικαρνασσό.

 Αξίζει να σημειωθεί πως η όλη επιχείρηση εκτελέστηκε-σύμφωνα με τα τουρκικά ΜΜΕ-χωρίς να έχει ενημερωθεί ο Πρωθυπουργός και o υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ως είθισται, εγείροντας πολλά ερωτηματικά για το αν πρόκειται για σύλληψη πρακτόρων ή προβοκάτσια σε βάρος της Ελλάδας με σκοπό την αύξηση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών.
Στους συλληφθέντες απαγγέλθηκε και η κατηγορία του άρθρου 331 του τουρκικού ποινικού κώδικα, για πολιτική και στρατιωτική κατασκοπία σε βάρος της χώρας, ποινή που επιφέρει ακόμη και την καταδίκη σε θάνατο.

 Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, οι τουρκικές αρχές κατέσχεσαν εντός των οικιών των γραφείων και των αυτοκινήτων των συλληφθέντων, 2 ραδιόφωνα, 2 ασυρμάτους χειρός, 3 ζευγάρια κιάλια, 1 εγχειρίδιο χρήσης, 4 φωτογραφικές μηχανές, 2 κάμερες, αρνητικά φιλμ που περιείχαν φωτογραφίες από στρατόπεδα και ασκήσεις, 1 πιστόλι των 9 χιλιοστών και 170 φυσίγγια, 1 φορητό υπολογιστή, 11 κινητά τηλέφωνα και 3 φορητές μνήμες με φωτογραφίες από τουρκικούς στρατιωτικούς σχηματισμούς.

 Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

 

Posted in Ελλάδα, Τουρκία | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

PLAYMOBIL

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Δεκεμβρίου 2009

Παραλάβαμε και διαθέτουμε την σειρά παιχνιδιών της PLAYMOBIL, γνωστής απο τις εξαιρετικές προδιαγραφές ποιότητας, με τις οποίες κατασκευάζονται στην Γερμανία.

Posted in Προτάσεις δώρων & νέες παραλαβές | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Αρχαία ελληνικά και δημοτικό σχολείο

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Δεκεμβρίου 2009

Δημήτρης Νατσιός

«Όταν οι εχθροί σου θα έχουν ξεμάθει την ορθογραφία τους, να ξέρεις ότι η νίκη πλησιάζει»
Βλ. Βολκόφ

«Ο ένδοξος Αμερικανός αοιδός Μιχαήλ Ιάξων απέθανεν· οι μεν φύλακες, εις την οικίαν αυτού εισβάντες, αυτόν ήδη τεθνηκότα ηύρον· της δε αγγέλματος περί της οικουμένης ως τάχιστα περιελθούσης, ως εικός, πάντες διαλέγονται νυν περί της του θανάτου αιτίας, λέγεται δε ότι ο Ιάξων φάρμακα πολλά έπιεν της νυκτός η απέθανον». Μετάφραση: «Ο πασίγνωστος Αμερικανός τραγουδιστής Μάικλ Τζάκσον πέθανε. Οι σωματοφύλακές του, μπαίνοντας στο σπίτι του, τον βρήκαν νεκρό. Η είδηση του θανάτου του, όπως ήταν φυσικό, έκανε γρήγορα τον γύρο του κόσμου και όλοι συζητούσαν για την αιτία του θανάτου του. Φημολογείται ότι ο Τζάκσον την νύχτα που πέθανε κατανάλωσε πολλά φάρμακα».

Ονομάζεται Χουάν Κοντέρχ. Είναι Ισπανός και διδάσκει αρχαία ελληνικά και λατινικά στο πανεπιστήμιο St. Andrews της Σκωτίας. Ο εν λόγω καθηγητής δημιούργησε μια ιστοσελίδα (www.akwn.net), στην οποία μπορεί ο επισκέπτης να διαβάσει ποικίλες ειδήσεις απ’ όλο τον κόσμο, γραμμένες στην αρχαία ελληνική. (Απ’ όπου και το προλογικό παράθεμα). Στην εφ. «Ελευθεροτυπία» της 30ης Νοε, εξήρε την σπουδαιότητα της αρχαίας ελληνικής, δηλώνοντας ότι «όσο πιο πολύ κοιτάζουμε στο παρελθόν, τόσο πιο ικανοί γινόμαστε να κοιτάξουμε στο μέλλον». Βεβαίως, αν την ιστοσελίδα την «έστηνε» Έλληνας, είναι σίγουρο ότι θα στιγματιζόταν ως εθνικιστής, οπισθοδρομικός, η γνωστή, δηλαδή, συνταγή «εξόντωση διά της γραφικότητος».

Η μετάφραση του Μάικλ Τζάκσον σε Μιχαήλ Ιάξων είναι σίγουρα… καλόγουστη γραφικότητα. Κι όμως η προοδευτική «Ελευθεροτυπία» εκθειάζει τον Ισπανό καθηγητή. Είναι «Ευρωπαίγος» βλέπετε, πεπολιτισμένος. Στους ξένους επιτρέπεται η αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία, «η απληστία περί την (ελληνικήν) παίδευσιν». (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος). Στα καθ’ ημάς, παρόμοιες απόπειρες χαρακτηρίζονται «ιδεολογικοποιημένη προσέγγιση των αρχαίων ελληνικών» και κρυπτοφασισμός. Κι ενώ, όπως συμβαίνει σε τούτο τον τόπο, μας βάζουν τα γυαλιά οι ξένοι, εμείς, απτόητοι και τυφλοί, οδεύουμε ολοταχώς «εις βόθυνον». Πριν από λίγες ημέρες ο πρόεδρος Γεώργιος (οι γιατροί, μαθεύτηκε, του συνέστησαν «αφωνία» λόγω προβλήματος, σύσταση, μάλλον, περιττή…) επισκέφτηκε τον πολιό και γεραρό, υπεραιωνόβιο καθηγητή Εμ.Κριαρά (104 ετών). Ο κ. Κριαράς «επιτέθηκε» και πάλι κατά των αρχαίων, προτείνοντας την κατάργησή τους στο Γυμνάσιο. Το 2005 σε άρθρο του έγραφε: «Οι απόφοιτοι του Δημοτικού Σχολείου έρχονται σήμερα στο Γυμνάσιο ακατάρτιστοι ακόμη και στα βασικά στοιχεία της νέας μας γλώσσας». (Εφ. «Μακεδονία», 23 Οκτ 2005). Δεν διευκρινίζει όμως γιατί οι μαθητές πλέουν χωρίς κατάρτι (ακατάρτιστοι) και καταποντίζονται γλωσσικώς. Μήπως αυτό που καταδικάζει, την εκμάθηση των αρχαίων, είναι και η αιτία της περιρρέουσας γλωσσικής αφασίας και πνευματικής στειρότητας;

Ο κ. Κριαράς ήταν και ο πρωτομάστορας του εγκλήματος, του ανοσιουργήματος κατά της γλώσσας μας, που ονομάζεται κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας και επιβολή, κρυφίως και δολίως, της λεγόμενης μονοτονικής γραφής. Αλλά «ανήρ δύσοργος εν γήρα βαρύς». (Σοφοκλής). Είναι γνωστό πως το θέμα της γλώσσας δεν έμεινε αμόλυντο από τα «προοδευτικά» παραισθησιογόνα. Υποστηρίζεις την ιστορική ορθογραφία, την αρτιμελή γλώσσα μας, την γλώσσα του Παπαδιαμάντη, του Κόντογλου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου και την εισαγωγής της, κυρίως στο Δημοτικό, στην «εξοπλιστική ηλικία» των παιδιών, είσαι αμετανόητος εθνικιστής. Γράφει ο Χρ. Γιανναράς σε άρθρο του στην «Καθημερινή» της Κυριακής 7 Δεκ: «Γι’ αυτό και δεν παράγεται πια πολιτική στην Ελλάδα, μόνο αναμασήματα μεταπρατικής κενολογίας για διαιώνιση της τεταρτοκοσμικής καφρίλας. Δεν τολμάει πολιτικός λόγος να ζητήσει λ.χ. περισσότερα Αρχαία Ελληνικά στο σχολείο, Αρχαία Ελληνικά από το Δημοτικό, αφού η στέρεα δομή τους επιτρέπει να διδάσκεται η γλώσσα ως λογική συνεπιφέροντας και τη διδασκαλία των μαθηματικών ως γλώσσας – θα χλευαστεί αμέσως η πρόταση σαν εθνικισμός. Δεν νοιάζονται τα μαρξιστοδιαφωτιστικά υβρίδια για καλλιέργεια της σκέψης και της κρίσης, μάχονται φαντάσματα…».

Τα μαρξιστοδιαφωτιστικά ή νεοταξικά υβρίδια και σταγονίδια μπορεί να ποδοπατούν τα τζιβαϊρικά μας, δεν σημαίνει όμως ότι αλυσοδένουν και τη σκέψη μας. «Εισίν νεφέλαι άνυδροι υπό ανέμων περιφερόμεναι, δένδρα… άκαρπα».

Πιστεύω, ακραδάντως, πως η μόνη λύση, μια και βιώνουμε μια νέας μορφής Τουρκοκρατία, κατά τον αείμνηστο Μ. Χατζηδάκι, είναι το «Κρυφό Σχολειό». Παράδειγμα: Όταν διδάσκω Έκτη Δημοτικού, τις δύο «ελεύθερες» εβδομαδιαίως ώρες της λεγόμενης «ευέλικτης ζώνης», τις αφιερώνω στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. (Εδώ και μια δεκαετία). Δεν χρειάζεται να είσαι «κλασικός» φιλόλογος για να τα διδάξεις σε παιδιά του Δημοτικού. Επιμένω περισσότερο στα κείμενα. Επιλέγω τους ωραιότατους και διδακτικότατους μύθους του Αισώπου ή Ευαγγελικές Περικοπές (αμφότερα προγραμμένα από την ύλη του σχολείου»), βάζω τους μαθητές να αντιγράψουν και να διαβάσουν το κείμενο (για να «σπάσει» η γλώσσας τους) και στη συνέχεια προσπαθούμε να το μεταφράσουμε, για να κατανοήσουν την συνέχεια, το αδιάλειπτο της γλώσσας μας. Κατόπιν διδάσκω απλούς κανόνες τονισμού και, όσο εγκολπώνονται οι γνώσεις, προχωρούμε σε κλίσεις ουσιαστικών και ρημάτων. (Τις πιο απλές και ομαλές μορφές των κλίσεων).Τι παρατήρησα κατά την διάρκεια της διδαχής των αρχαίων ελληνικών; Οι μαθητές μου με ζήλο, μεράκι, φιλότιμο, θα έλεγα και συγκίνηση, προσεγγίζουν τα προγονικά θησαυρίσματα. Καμαρώνουν κιόλας, γιατί σ’ αυτούς έλαχε η τιμή να είναι οι κληρονόμοι της εξαίσιας γλώσσας. Τους διαβάζεις «και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά της Μαρίας της μητρός αυτού και πεσόντες προσκύνησαν αυτώ…», από το κατά Ματθαίον, το κατανοούν αμέσως και χαίρονται. Και πώς αλλιώς. Μιλούν την γλώσσα των αγγέλων, την ελληνική «επειδή οι άγγελοι δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική». (Βρεττάκος, «Η ελληνική γλώσσα»). Επιπροσθέτως την ώρα του μαθήματος επικρατεί απόλυτη ησυχία, σχεδόν ευλαβική. Γιατί; Διότι, κατ’ αρχάς, τα κείμενα μοσχοβολάνε από αξίες. Δεύτερον. Όταν ζητάς από τους μαθητές να γράψουν τη λέξη, για παράδειγμα, «υγρός», πρέπει να σκεφτούν δύο κανόνες. Την δασεία του ύψιλον και την οξεία της βραχύχρονης συλλαβής. Έξοχη διανοητική άσκηση. Ο νους πειθαρχεί, δεν αλητεύει εδώ κι εκεί. Και το σημαντικότερο, όπως προείπα, γεμίζει χαρά η υποτυπώδης αυτή μάθηση τα παιδιά. (Το πλατωνικό «τέρπειν και διδάσκειν»). Σήμερα τα σχολεία υποφέρουν από απειθαρχία, γιατί δεν την αντικρίζουν πουθενά τα παιδιά. Το κύρος των δασκάλων είναι ανύπαρκτο, λόγω αδιαφορίας ή και ανικανότητας – τέχνη το διδάσκειν – τα βιβλία, με την παρδαλή ύλη τους, αποβαίνουν συντελεστές και πολλαπλασιαστές της περιρρέουσας ασημαντοκρατίας. Απαχαυνώνουμε τους μαθητές μας διδάσκοντάς τους κάτι έντυπες λίγδες – «μακαρόνια με κιμά» ή «οδηγίες χρήσης καφετιέρας» – και ουσιαστικά τους περιφρονούμε. Γράφει σοφός άνθρωπος: «Όταν ο κουκουλοφόρος νεαρός – μαθητής πετροβολεί μια τζαμαρία, αναγκάζει τα αντικείμενα να τον χειροκροτήσουν ή να τον προσέξουν, μια και οι πάντες τον αγνοούν» και κυρίως το σχολείο. Πώς, αλήθεια, μπορεί να εξηγηθεί η σύλληψη μαθητών Δημοτικού για βιοπραγίες;

Αναδημοσίευση από το Αντίβαρο

Posted in Γλώσσα & Πολιτισμός | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Ιστορικισμός και φουνταμενταλισμός

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 27 Δεκεμβρίου 2009

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Κοινός παρονομαστής των δύο απόψεων* είναι ο ιστορικισμός: σε μια νόμιμη μεθοδολογική προσέγγιση αποδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα από όση πράγματι έχει. Υποτίθεται ότι η Ιστορία είναι μια αυστηρή αιτιοκρατική αλυσίδα γεγονότων, οπότε η σημερινή κακοδαιμονία μας πρέπει να αναζητηθεί σε μια ατυχή έκβαση κάποιας «κρίσιμης μάχης» που έλαβε χώρα στο παρελθόν. Για τους «ρωμανιστές» το «κρίσιμο γεγονός» είναι η έκβαση της ιστορικής σύγκρουσης με τους Φράγκους. Για τον Γερ. Κακλαμάνη το παιχνίδι παίχτηκε και χάθηκε επί Καποδίστρια και Όθωνα, όταν ο υποτιθέμενος «μακρυγιαννισμός» τορπίλισε την προσπάθεια οικοδόμησης κράτους δικαίου. Υπερβάλλεται μ’ αυτόν τον τρόπο η σημασία του παρελθόντος και σχεδόν εξαφανίζεται ο ρόλος του παρόντος και του μέλλοντος στη διαμόρφωση της εκάστοτε ιστορικής στιγμής. Τα ιστορικά υποκείμενα δεσμεύονται βεβαίως από το παρελθόν, αλλά έχουν σχετική ελευθερία επιλογών. Αυτή αντλείται από την προεξόφληση εκδοχών «μέλλοντος» (από την επίδραση του υφιστάμενου παραδειγματικού εαυτού), που επιτρέπουν την αμφισβήτηση των καταναγκασμών του παρελθόντος και των «συσχετισμών» του παρόντος.

     Ένα δεύτερο κοινό λάθος είναι ο άκρατος ιδεολογισμός, του ίδιου τύπου μ’ αυτόν που ενδημεί συνήθως σε παλαιομαρξιστικές σέχτες. Ο I. Ρωμανίδης προσπαθεί να ερμηνεύσει την ελληνική επανάσταση κάτω από το πρίσμα μιας διαχρονικής συνωμοσίας των Φράγκων, για την πλήρη καταστροφή της Ορθοδοξίας. Ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας και άλλοι διαφωτιστές, εμφανίζονται σαν «πράκτορες» του Ναπολέοντα. Κι ο Κακλαμάνης στο ίδιο πνεύμα κινείται. Το ένα τέταρτο του ογκώδους βιβλίου του, για την Ελλάδα ως κράτους δικαίου, είναι αφιερωμένο στον υπερφυσικό ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στη διαμόρφωση των διεθνών και εσωτερικών σχέσεων (σ’ αυτή τη βάση ερμηνεύει και το σκάνδαλο Κοσκωτά). Η κοινότοπη δαιμονολογική αντίληψη της Ιστορίας επαναλαμβάνεται αυτούσια. (Η Αριστερά έβλεπε παντού πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις και της CIA. Η Δεξιά μιλούσε συνεχώς για κομμουνιστικούς δακτύλους. Η λαϊκή θρησκευτικότητα, γαλουχημένη με αποκαλυπτικά οράματα, ανακαλύπτει ακόμα παντού τα σατανικά ίχνη της μασωνίας και του σιωνισμού.) Όλα αυτά σημαίνουν εν τέλει απουσία κοινωνικής προβληματικής. Αύξηση της αδιαφάνειας του συλλογικού πεδίου.

     Αν οι ρωμανιστές τείνουν να υποβαθμίζουν την πολιτική σε «θεραπαινίδα της θεολογίας», ο Κακλαμάνης τη βλέπει σαν εφαρμοσμένη φιλοσοφία της Ιστορίας. Διαβάζοντάς τον μένεις με την εντύπωση ότι, σε αντίθεση με μας τους κρετίνους, οι Ευρωπαίοι όλα τα έχουν προβλέψει και όλα τα έχουν προσχεδιάσει, σε τρόπο μάλιστα που ότι υπάρχει είναι σύμφωνο με τις προδιαγεγραμμένες υψηλές στρατηγικές τους. Έχουμε δηλαδή και στη μια και στην άλλη περίπτωση, υπερέξαρση της σημασίας της ιδεολογίας και αγνόηση της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού πεδίου. Όμως η Ιστορία είναι ο κατ’ εξοχήν «χώρος των μη συνειδητών προθέσεων και των μη ηθελημένων σκοπών» (Ένγκελς). Η Ιστορία είναι κατά βάση απρόβλεπτη και μη λογική, γιατί οι δομές του συλλογικού έχουν μια διπλή αυτονομία. Είτε με τη μορφή αυτονομημένης μηχανικότητας είτε με τη μορφή αυτονομημένης συλλογικής βούλησης, ουσιαστικά διάφορης από τις επιμέρους ατομικές βουλήσεις, ακόμα κι αν αυτές είναι ναπολεόντειες. Η πάλη των παραδόσεων και κατ’ επέκταση η πάλη των εθνών (ως σχηματισμών παραδόσεων) δεν είναι η μοναδική κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Υπάρχει και η «πάλη των τάξεων» και η μια «πάλη» δεν μπορεί να απορροφήσει την άλλη, αφού, ως συνιστώσες της ιστορικής δυναμικής, είναι «κάθετες» μεταξύ τους. Αλλά, όπως λέει ο Καστοριάδης, ενώ «η πραγματικότητα δεν είναι λογική επιδέχεται απεριόριστη εκλογίκευση». Επιδέχεται ακόμη και τις δαιμονολογικότερες εκλογικεύσεις, που αν και είναι κατά βάση «φανταστικές» παράγουν, ωστόσο, διόλου φανταστικά και εξαιρετικά επικίνδυνα αποτελέσματα.

     Άλλος κοινός παρονομαστής είναι ο αναχρονισμός στην επισήμανση του «εχθρού». Είναι εμφανής στη σκιαμαχία των ρωμανιστών με τους Φράγκους και του Κακλαμάνη με τον «ελληνοχριστιανισμό». Ο αντιδυτι κισμός των ρωμανιστών είναι αναχρονιστικός, γιατί οι Φράγκοι, ως παράδοση, είναι περιφερειακή κατάσταση ακόμα και στη Φραγκιά. Κυρίαρχη παιδεία είναι σήμερα στη «Δύση» η αγγλοσαξωνική κι αυτή δεν κατάγετα από τη λατινική αλλά από την προτεσταντική παράδοση. Τα προβλήματα του σημερινού κόσμου συνδέονται με τα αδιέξοδα που δημιουργεί η δική της κυριαρχία.

     Αναχρονιστικός είναι ο αντι-αντιδυτικισμός του Κακλαμάνη, γιατί ο «ελληνοχριστιανισμός», εναντίον του οποίου μάχεται, ανήκει στο παρελθόν και όπου υφίσταται έχει υπολειμματικό χαρακτήρα. Οι διαφορισμοί Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδος, ανατολικού και δυτικού χριστιανισμού, πρώην ισλαμικού και χριστιανικού ελληνικού στοιχείου, «αυτοχθόνων» και «ετρεροχθόνων», αν υποθέσουμε ότι είχαν κάποια μεγάλη σημασία στο παρελθόν, σήμερα μια τέτοια σημασία είναι ανύπαρκτη. Αν ο Καραγκιόζης, γινόμενος «αποκλειστικός δικτάτορας», εξαφάνισε τις άλλες φιγούρες του ελληνικού θιάσου, αυτό σημαίνει ότι έπαψε κι ο ίδιος να υπάρχει με τον παλιό τρόπο (αφού είναι σχέση και όχι «οντική ατομικότητα», όπως θάλεγε κι ο Χ. Γιανναράς). Περνώντας μέσα από την κρεατομηχανή του «ελληνοχριστιανισμού», ενσάρκωση της οποίας είναι ο αθηναϊκός υδροκέφαλος, ο ελλαδικός ελληνισμός μετατράπηκε σε ομοιογενέστατο πολιτιστικό πολτό. Οι διάφοροποιήσεις που έχουν κάποια σημασία μοιάζει να είναι πλέον μόνο οι κομματικές (και οι ποδοσφαιρικές). Όταν οι πολιτικοί μας δεινόσαυροι υπερηφανεύονται για την «εθνική μας ομοιογένεια» σίγουρα κάτι ξέρουν.

     Κατάληξη των ανωτέρω ουσιωδών σφαλμάτων είναι ο «υπερεθνικός» φουνταμενταλισμός (αναθεμελιωτισμός). Πρόταση επιστροφής σε μια χαμένη «αρχική γνησιότητα». Ο φουνταμενταλισμός είναι φαντασιωσικού τύπου «φυγή προς τα πίσω», εντελώς συμμετρική με τον «εσχατολογικό» και εξίσου «υπερεθνικό» φουνταμενταλισμό της «φυγής προς τα μπρος», τον οποίο κήρυσσε ο κομμουνιστικός χιλιασμός. Απολυτοποίηση του παρελθόντος ο ένας, του μέλλοντος ο άλλος, σε ένα κοινό πλαίσιο άρνησης της εθνικής ετερότητας του συλλογικού υποκειμένου, ως δημιουργικού συλλογικού παρόντος. Και η μια και η άλλη εκδοχή έχουν κοινή την αδυναμία να κατανοήσουν γιατί το ιστορικό υποκείμενο προσέλαβε στη νεότερη εποχή τη μορφή του έθνους- κράτους και είναι ανίκανοι να προσανατολιστούν στη σημερινή ιστορική καμπή που χαρακτηρίζεται από την κρίση του έθνους-κράτους και των υπερεθνικών δομών που του αντιστοιχούσαν. Δεν μπορούν επομένως να αντιληφθούν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της σημασίας στα πολιτισμικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας και στην ιστορική ανάγκη διαμόρφωσης διεθνών δομών που να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη αλληλοπεριχώρηση των εθνών ως πολιτισμικών οντοτήτων.

     Κλεισμένοι στον δικό μας κόσμο ζούμε σήμερα την αλληλοεξουδετέρωση των δύο φουνταμενταλιστικών μονομανιών, τη μετάπτωση και το βούλιαγμα στην ολότελα τυφλή καθημερινότητα. Είναι η απολυτοποίηση του παρόντος στο πρόσωπο μιας ανιστόρητης και χωρίς κανένα όραμα πολιτικής. Εδώ όμως πρέπει να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρ ι. Γι’ αυτού του είδους την πολιτική ελάχιστα φταίνε οι πολιτικοί. Η ευθύνη ανήκει κυρίως στην πνευματική ηγεσία, στους φορείς των πνευματικών μας παραδόσεων (πρόσωπα, πνευματικά ιδρύματα κ.λπ.) που δεν κατορθώνουν να παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο.

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις

 


* Η «κρίση ταυτότητας» εκφράζεται στην περίπτωσή μας ως τάση φυγής προς μια «υπερεθνική» ταυτότητα. Εξετάσαμε ως κυρίαρχες εκδοχές «υπερεθνικής» ταυτότητας τη «ρωμανική» (βυζαντινή), μέσα από την προβληματική του π. Ι. Ρωμανίδη και τη «δυτική» («ευρωπαϊκή»), μέσα από την προβληματική του Γερ. Κακλαμάνη. […]

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Σ’ αυτή την ιστορική καμπή που βρισκόμαστε…

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 26 Δεκεμβρίου 2009


Σ’ αυτή την ιστορική καμπή που βρισκόμαστε, τρία είναι τα κύρια μέτωπα στα οποία οφείλουμε να πάρουμε σαφή στάση:
-Το πρώτο αφορά την Κύπρο και το σχέδιο Ανάν.
-Το δεύτερο αφορά τα Σκόπια και το όνομα «Μακεδονία».
-Και το τρίτο την υπεράσπιση της ελληνικότητας μπροστά στην επίθεση που δέχεται από ελληνικές και διεθνείς οργανωμένες δυνάμεις.
1) Κύπρος: Παρά το ότι ο ελληνοκυπριακός λαός απέρριψε το Σχέδιο Ανάν με μεγάλη πλειροψηφία (70%), εν τούτοις τόσο μέσα στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα υπάρχουν πρόσωπα και δυνάμεις που συνωμοτούν, ώστε με την δημιουργία καταλλήλων συνθηκών να το επιβάλουν τελικά, μιας και η επικράτησή του εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στόχο της πολιτικής των ΗΠΑ, που θέλουν μ’ αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσουν ένα σημαντικό στρατηγικό έρεισμα για τα άμεσα και μακροπρόθεσμα σχέδιά τους στην Μέση Ανατολή.
Είναι ανάγκη λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε να ακουστεί η φωνή της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού που δεν συμφωνεί στην εφαρμογή αυτού του Σχεδίου, το οποίο είναι αντίθετο με τα συμφέροντα της Κύπρου και ειδικότερα των Ελληνοκυπρίων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού Έθνους.

2) Σκόπια: Δεν θα πρέπει να έχει για μας καμμιά απολύτως σημασία το γεγονός ότι τα έχουν ήδη αναγνωρίσει με το όνομά τους πολλά κράτη δια διάφορους εμφανείς λόγους. Στην πραγματικότητα όσοι το κάνουν, αγνοούν ή και περιφρονούν την ιστορική αλήθεια. Άγνοια ασυγχώρητη, που οδηγεί στην ουσιαστική γελοιοποίησή τους. Το γεγονός και μόνο ότι έτσι θα νομίζουν ότι με την επιλογή τους αυτή θα συνυπάρχουν με τα τρισέγγονα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα αποτελεί γι’ αυτούς αιτία χλευασμού και υποτίμησης της σοβαρότητάς τους. Και υποθέτουμε ότι είναι περιττό να επαναλάβουμε εδώ τα λόγια του ίδιου του πρώην Προέδρου των Σκοπίων κ. Γκλιγκόρωφ, ότι δηλαδή οι Σκοπιανοί είναι Σλαύοι , η εθνικότητά τους Σλαυική και η γλώσσα τους ένα μείγμα Σλαυικής και Βουλγαρικής διαλέκτου.
Εκείνο όμως που θα πρέπει να μας αφορά ως Έλληνες, είναι το γεγονός ότι ορισμένοι ηγέτες των Σκοπιανών αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το όνομα «Μακεδονία», ανακηρύσσοντας τον εαυτό τους ως μοναδικούς απογόνους-κληρονόμους της αρχαίας Μακεδονίας, του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με το εύρημα της «Μακεδονίας του Αιγαίου» να διεκδικούν χωρίς ντροπή τα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας από δύση σε ανατολή χαράζοντας σαν σύνορα στον νότο τις
παρυφές του Ολύμπου! Φτάνουν στο σημείο μάλιστα να διατείνονται ότι η Θεσσαλονίκη, που την προορίζουν ως πρωτεύουσά τους, βρίσκεται σήμερα υπό ελληνική κατοχή!
Πρόκειται για ένα βλακώδες, αισχρό και προσβλητικό παραλήρημα, απέναντι στο οποίο το μόνο που ταιριάζει σ’ έναν υπεύθυνο λαό και ένα υπεύθυνο κράτος είναι η απόλυτη περιφρόνησή. Που σημαίνει ότι δεν δεχόμαστε καμμιά σχέση και ακόμα πιο πολύ καμμιά συζήτηση μαζί τους. Είτε μόνοι μας είτε με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ όπως γίνεται σήμερα. Και το μόνο που οφείλουμε να πράξουμε είναι να δηλώσουμε καθαρά ότι εμείς δεν πρόκειται ποτέ να τους χαρίσουμε το όνομα «Μακεδονία» και ότι δεν θέλουμε να έχουμε καμμιά σχέση οικονομική και διπλωματική μαζί τους. Κλείνουμε τα σύνορα. Και δεν καταδεχόμαστε ούτε να τους εμποδίσουμε να μπουν στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης, που τόσο πολύ επιθυμεί την παρουσία ανάμεσά τους των γνήσιων απογόνων του … Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ας τους χαίρονται λοιπόν, μιας και στην πραγματικότητα απολαμβάνουν την πλήρη εύνοια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, που έχουν ήδη μεταβάλει μαζί με το Κόσοβο και τα μισά Σκόπια σε μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές τους βάσεις στον κόσμο. Με άλλα λόγια αποτελούν ήδη ένα στρατηγικής σημασίας προτεκτοράτο των ΗΠΑ και για τον λόγο αυτόν οι απειλές τους με στόχο τα εδάφη μας θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν.
Μετά από όλα αυτά η συμμετοχή μας στις διαδικασίες που μας επιβάλλονται άνωθεν για δήθεν σύνθετες ονομασίες για όλες τις χρήσεις και πράσινα άλογα -γιατί αυτό που θα γίνει τελικά είναι να παραμείνει το όνομα «Μακεδονία»- αποτελεί απαράδεκτη υποχώρηση, που θίγει την σοβαρότητα και την αξιοπρέπειά μας. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά ότι.η στάση αυτή δεν ταιριάζει σε λαούς όπως ο δικός μας, που είχε το θάρρος να αντιταχθεί στους ισχυρούς σε δύσκολες και κρίσιμες περιόδους προστατεύοντας την ιστορία του, την τιμή και την υπερηφάνεια του.
3) Το τρίτο και σημαντικότερο εθνικό πρόβλημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει, είναι η αποκάλυψη και καταγγελία στον ελληνικό λαό των κύκλων, ομάδων και οργανώσεων που σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς επιδιώκουν την κατεδάφιση της ελληνικότητας. Μεταξύ των διεθνών οργανώσεων πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε το «Ίδρυμα Σόρος», που συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων των δυνάμεων που αποφάσισαν την διάλυση της Γιουγκοσλαυίας, τον πόλεμο στην Γεωργία και την αποσύνθεσή της, την υποταγή στη Δύση της Ουκρανίας και που σήμερα αναμοχλεύουν τους εθνικισμούς στην Αλβανία προετοιμάζοντας το όραμα για την Μεγάλη Αλβανία με τη δημιουργία του Κοσόβου και με στόχο την Ήπειρο (Τσαμουριά) αλλά και στα Σκόπια με την ενίσχυση της προβολής της «Μακεδονίας του Αιγαίου».
Όσον αφορά τη χώρα μας, με στόχο το χτύπημα της ελληνικότητας αποβλέπουν στην αποδιοργάνωση της συνοχής του ελληνικού έθνους ξεκινώντας από την παραμόρφωση ιδιαίτερα της σύγχρονης ιστορίας μας -πριν, κατά και μετά την επανάσταση του 1821- και την εξάλειψη του ελληνικού πολιτισμού, παραδοσιακού και σύγχρονου.
Ορισμένοι Έλληνες, ουσιαστικοί πράκτορες αυτών των ύποπτων διεθνών οργανώσεων εργάζονται εδώ και πολύ καιρό συστηματικά. Έχουν διεισδύσει μέσα στους πλέον σημαντικούς και ευπαθείς τομείς της κοινωνικής μας ζωής, όπως η Παιδεία, η εξωτερική πολιτική, τα ΜΜΕ, καθώς και στους κομματικούς χώρους έχοντας ήδη κατορθώσει να σταθεροποιήσουν ένα σημαντικό προγεφύρωμα με την οικονομική ενίσχυση των ξένων και στηριζόμενοι στην άγνοια των πολλών και στην αποσιώπηση εκ μέρους των οπορτουνιστών έχουν ήδη προξενήσει μεγάλες βλάβες στην παραδοσιακή συνοχή του λαού μας τουλάχιστον ως προς τις παραδοσιακές του αξίες, που τον έκαναν να είναι αυτός που είναι. Σε πείσμα όλων των δεινών που κατά καιρούς δοκιμάζουν την αντοχή του.
Επομένως η καλλιέργεια του πατριωτισμού αποτελεί σήμερα τη μοναδική απάντηση, ώστε ο λαός μας να μπορέσει να αποκρούσει ενημερωμένος, ενωμένος και άγρυπνος αυτό το σατανικό σχέδιο ξεσκεπάζοντας και απομονώνοντας τους εχθρούς του, όποιοι και αν είναι και όπου κι αν βρίσκονται.
Αρκετά κοιμηθήκαμε έως τώρα. Καιρός να ξυπνήσουμε, να εγερθούμε, να εξεγερθούμε και ενωμένοι να αντιμετωπίσουμε όπως αρμόζει τους μεγάλους κινδύνους που απειλούν την ιστορία, τον πολιτισμό, το ήθος, τις παραδόσεις και τελικά την ακεραιότητά μας.
Αθήνα, 21.12.2009
Μίκης Θεοδωράκης

Υ.Γ: Η επιστολή εστάλη στον γνωστό μας ηθοποιό και άνθρωπο των γραμμάτων Στέφανο Ληναίο
Πηγή: Ρεσάλτο

Posted in Ελλάδα, Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κύπρος, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Για μια νέα σχέση των δύο παραδόσεων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 26 Δεκεμβρίου 2009

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

     Καθώς και οι δύο παραδόσεις* απαλείφουν τον μεταξύ τους χώρο, που δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της δράσης του «άλλου,» αλλά και των δύο (και εν μέρει «κανενός»: σχετική αυτονομία των συλλογικών δομών) και απολυτοποιούν η καθεμιά τη σχετική αλήθεια τους, δεν είναι σε θέση να εννοήσουν ότι δρουν σε έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει νόμιμη θέση και για τις δύο. Διαχωρίζονται έτσι «κάθετα» και ρίχνει η μια στην άλλη τις ευθύνες για τη νεοελληνική αποτυχία.

     Όμως το «εκτρωματικό» παρόν, που και οι δύο καταγγέλλουν, υπήρξε καρπός της δικής τους σχέσης. Ενός μεταξύ τους «ιστορικού συμβιβασμού». Οι φορείς της ορθόδοξης παράδοσης αρκέστηκαν στη θρησκευτική εξουσία, με αντάλλαγμα την κρατικοποίησή τους. Η δυτική παράδοση αρκέστηκε στην πολιτική κυριαρχία και την εκπαιδευτική ηγεμονία. Ήταν μια συνάρθρωση των εθνικών μας παραδόσεων υπό την ηγεμονία της Δύσης. Ο «ελληνοχριστιανισμός», ως κοινωνικό κατεστημένο και ως πολιτιστικός τύπος, είναι βεβαίως άσχετος τόσο με την αυθεντική Ορθοδοξία όσο και με τον δυτικό ουμανισμό, άνθησε όμως κάτω από το σκήπτρο της δυτικής Προστασίας και δη της αγγλικής, με τοποτηρητή τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ και είχε την υποστήριξη των οπαδών τόσο της μιας όσο και της άλλης παράδοσης.

     Η καθεμιά απολακτίζει σήμερα τον «ελληνοχριστιανικό» καρπό της ιστορικής σχέσης τους, σαν αποκλειστικό τέκνο του άλλου, για να διαφύγει στον φαντασιώδη χώρο μιας «υπερεθνικής» ταυτότητας. Αλλά η «αποκλήρωση» του δύσμορφου «τέκνου» δεν απαντά στις επιτακτικές προκλήσεις του επικίνδυνου παρόντος. Το ζητούμενο είναι μια νέα σχέση μεταξύ των δύο παραδόσεων, βασισμένη ακριβώς στον μεταξύ τους διάλογο, διάλογο που πρέπει να έχει ως αντικείμενο την επιβίωση τον ελληνισμού. Και ακριβώς η σχέση που θα προκύψει απ’ αυτό τον διάλογο, στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης, θα είναι και το περιεχόμενο που θα πάρει η εθνική μας ταυτότητα στο εξής.

     Στο θεμελιώδες ερώτημα «Τι προσφέρουμε στον κόσμο;» οι απαντήσεις που δίνουν οι δύο παραδόσεις είναι συνοπτικά οι ακόλουθες:

     Η «ευρωπαϊκή» παράδοση: Έχουμε μια μοναδική φυσική και αρχαιολογική κληρονομιά, ανεκτίμητο μορφωτικό αγαθό για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Θα προσφέρουμε λοιπόν τουρισμό υψηλού επιπέδου. Μας λείπει βέβαια το απαιτούμενο «ευρωπαϊκό» ήθος και το κατάλληλο κράτος. Αλλά αυτά θα μας τα φτιάξει η Ευρώπη.

     Η «ρωμανική» παράδοση: Έχουμε το ζωτικότερο πάντων, την εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο του δυτικού πολιτισμού που οφείλεται στον οντολογικό του μηδενισμό. Αυτή βρίσκεται στον ορθόδοξο κοινοτισμό, τον ησυχασμό και τη θεολογία του. Είναι η Ορθοδοξία, ως το ισχυρότερο «εμπόρευμα», κατά τη φρικτή, αλλά ποικιλοτρόπως σημαδιακή, διατύπωση του μακαρίτη Πατριάρχη Δημητρίου στα Τρίκαλα.

     Οι δυο αυτές απαντήσεις δεν είναι ανταγωνιστικές, σε βαθμό «αλληλοαποκλεισμού», όπως θέλουν να τις βλέπουν. Απλώς είναι τόσο ανεπαρκείς που, αν και επισημαίνουν κάτι, δεν είναι σε θέση να το διατυπώσουν σε κατανοήσιμη και εφαρμόσιμη μορφή. Αποτελούν αφετηριακές σκέψεις που πρέπει να αναπτυχθούν και να συγκεκριμενοποιηθούν.

     Η συνέχιση της πόλωσης μεταξύ των δύο παραδόσεων οδηγεί στην Τουρκοκρατία. Επ’ αυτού δεν θα έπρεπε πλέον να χωρούν ψευδαισθήσεις. Η Τουρκοκρατία δεν είναι παρά υποπροϊόν της εσωτερικής πόλωσης του ελληνισμού. Βεβαίως το ξεπέρασμα της πόλωσης είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν λάβουμε υπόψη ότι το ζητούμενο είναι να αναδείξουμε τις δικές μας διαχρονικές αξίες, αξίες που βρίσκονται στους αντίποδες του σημερινού δυτικού πολιτισμού.

Απ’ το βιβλίο: Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις

 


* Η «κρίση ταυτότητας» εκφράζεται στην περίπτωσή μας ως τάση φυγής προς μια «υπερεθνική» ταυτότητα. Εξετάσαμε ως κυρίαρχες εκδοχές «υπερεθνικής» ταυτότητας τη «ρωμανική» (βυζαντινή), μέσα από την προβληματική του π. Ι. Ρωμανίδη και τη «δυτική» («ευρωπαϊκή»), μέσα από την προβληματική του Γερ. Κακλαμάνη. […]

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Νέο-οθωμανισμός και Νέο-ραγιαδισμός

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 25 Δεκεμβρίου 2009


του Μάριου Ευρυβιάδη
Δύο σημαντικά βιβλία για την Τουρκία πρόκειται να κυκλοφορήσουν αρχές του 2010 στην Ελλάδα. Το πρώτο από τις εκδόσεις «Ποιότητα» είναι μία υψηλού επιπέδου μετάφραση του opus magnus του γνωστού μας, πλέον, Αχμέτ Νταβούτογλου και νυν Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, ‘Στρατηγικό Βάθος’, που πρωτοκυκλοφόρησε το 2001 στην Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο είναι έργο του Χρήστου Δ. Μηνάγια ‘Τουρκία: Γεωπολιτική Στρατηγική και Στρατιωτική Ισχύς’ από τις εκδόσεις «Κωνσταντίνου Τουρίκη».
Και τα δύο βιβλία απευθύνονται σε επαγγελματίες. Αφορούν πρωτίστως στους διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας στα αντίστοιχα Υπουργεία Ελλάδας και Κύπρου. Έξω από αυτά αφορούν άμεσα τους μελετητές της σύγχρονης Τουρκίας, δηλαδή της κεμαλικής αλλά και της αναδυόμενης ισλαμικής. Αφορούν επίσης τους ενδιαφερόμενους πολίτες λόγω της πρωτογένειάς τους.
Για το βιβλίο του Νταβούτογλου δεν θα μακρυγορήσω διότι ήδη αρκετοί δημοσιογράφοι και επιφανείς μελετητές στον ελλαδικό χώρο (όπως ο καθηγητής Ι. Μάζης και από τις σελίδες του «Φιλελεύθερου») έχουν αναδείξει τις βασικές συνιστώσες της κοσμοθεωρίας ή, πιο ορθά, της κοσμο-ισλαμοθεώρησής του. Με την ελληνική μετάφραση οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν την ευκαιρία να το αξιολογήσουν πρωτογενώς.
Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί ως προς τον Νταβούτογλου είναι ότι η θεώρησή του δεν είναι τόσο ριζοσπαστική όσο παρουσιάζεται ή φαίνεται. Ο νέο-οθωμανισμός, δηλαδή η αντίληψη ότι η Τουρκία είναι μεγάλη και ισχυρή δύναμη η οποία πρέπει να τυγχάνει «σεβασμού» πρέπει να «εξυπηρετείται» και στην οποία οι «μικρές» ή «αδύναμες» χώρες πρέπει να προσαρμόζονται, διαποτίζει την τουρκική ελίτ. Τα κατά τα άλλα νέο-οθωμανικά «οράματα» του Νταβούτογλου μπορεί κανείς να τα εντοπίσει και στο βιβλίο του πρώην Πρωθυπουργού και Προέδρου της Τουρκίας Τ. Οζάλ ‘Turkey in Europe and Europe in Turkey’ που εξέδωσε ο τουρκοκυπριακός Εκδοτικός Οίκος K. Rustem (1991). Και ίσως πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Οζάλ υπήρξε «εικονικός συγγραφέας» του βιβλίου αυτού. Πραγματικός συγγραφέας υπήρξε το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών υπό την εποπτεία του διπλωμάτη Gunter Aktam, του οποίου τις φασιστοειδείς αντιλήψεις διαβάζαμε για χρόνια στις σελίδες της Turkish Daily News.
Η σημαντική προσφορά του Νταβούτογλου είναι ότι
α) κωδικοποίησε αυτές τις νεο-οθωμανικές και φασίζουσες αντιλήψεις προσφέροντάς τους εσωτερική νομιμοποίηση στη βάση γεωπολιτικών θεωρήσεων και
β) τις προσέδωσε δυναμισμό, αποδεσμεύοντάς τις από τις στατικές αντιλήψεις της κεμαλικής θεώρησης.
Πάντως επειδή ο νεο-οθωμανισμός είναι ηγεμονική θεώρηση αυτή δεν νοείται χωρίς την ύπαρξη νεο-ραγιαδισμού.
Το πόνημα του Χρήστου Μηνάγια είναι ένα κατ’εξοχήν εγχειρίδιο τόσο για την Τουρκία των ισλαμιστών όσο και αυτή των πασάδων. Και προσφέρει ένα χωρίς προηγούμενο άνοιγμα στο inner sactum του κεμαλικού κράτους που είναι ο Τουρκικός Στρατός.
Η ελληνική βιβλιογραφία για την Τουρκία είναι ελλειπέστατη για το σημαντικό λόγο ότι εξαρτάται από δευτερογενείς και τριτογενείς πηγές και καταλήγει στην Ελλάδα δια της τεθλασμένης. Οι γνώσεις μας για την Τουρκία βασίζονται σε μελέτες ξένων, μεταπολεμικά, κυρίως των Αμερικανών, οι πλείστοι των οποίων υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι «εργαλειακοί» μελετητές της Τουρκίας. Με τον όρο «εργαλειακοί» εννοώ μελετητές που ασχολούνται με την Τουρκία όχι από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αλλά για λόγους πολιτικής (policy). Σκοπός και στόχος των μελετητών αυτών είναι η εξυπηρέτηση της αυτοκρατορικής στρατηγικής (imperial strategy) της χώρας τους. Οι πιο σημαντικοί εξ’ αυτών προέρχονται από κρατικοδίαιτους φορείς και δεξαμενές σκέψης (think tanks) και από επίσης κρατικοδίαιτα περιφερειακά (πανεπιστημιακά) Κέντρα Μελετών ή από ιδιωτικά think tanks. Τα τελευταία λειτουργούν ως δεκανίκια της αυτοκρατορικής πολιτικής των Η.Π.Α. Κατά κανόνα, τα ιδιωτικά αυτά think tanks χρηματοδοτούνται από αντιδραστικούς και υπερσυντηρητικούς φορείς στις Η.Π.Α. και την τελευταία δεκαετία και από την Τουρκία. Από τους παραπάνω κρατικοδίαιτους φορείς αυτός που ξεχωρίζει είναι το γνωστότατο RAND Corporation. Από αυτό προέρχονται γνωστοί εργαλειακοί επιστήμονες για την Τουρκία (με παράλληλη ή ταυτόχρονη υπηρεσία στη CIA) όπως οι Paul Henze, Graham Fuller, Stephen Larabee, Ian Lesser, κ.α. οι οποίοι αποτελούν συνήθως, και περισσότερο για την Ελλάδα, πηγές αναφοράς για την Τουρκία.
Μαζί με αριθμητικά ελάχιστες φωτεινές περιπτώσεις Ελλήνων μελετητών της Τουρκίας, η μελέτη του Μηνάγια αποτελεί λαμπρή εξαίρεση στην ελληνική βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας σταδιοδρόμησε στον Ελληνικό Στρατό, είναι απόφοιτος Στρατιωτικών Σχολών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Γαλλία) και γνωρίζει άριστα την τουρκική γλώσσα. Το πόνημά του, δηλαδή, είναι μια εργασία που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πρωτογενείς τουρκικές πηγές, η πλειοψηφία μάλιστα των οποίων προέρχεται από τον Τουρκικό Στρατό. Ακόμη και οι πιο εξειδικευμένοι Έλληνες μελετητές της Τουρκίας θα διαπιστώσουν ότι το έργο αυτό περιέχει ένα θησαυρό πρωτογενών τουρκικών πηγών, εγγράφων, ομιλιών όπως επίσης και οργανογραμμάτων, διαγραμμάτων, γραφικών και αντιγράφων, τα οποία, για πρώτη φορά, βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Όλα τα παραπάνω μαζί με την αφήγηση και ερμηνεία του συγγραφέα, προσφέρουν στο ελληνικό κοινό μια χωρίς προηγούμενο εικόνα του τρόπου σκέψης, των αντιλήψεων, των πεποιθήσεων, των προκαταλήψεων, της αλλαζονίας αλλά και της παράνοιας, τόσο της κεμαλικής ελίτ όσο και της ανερχόμενης ισλαμικής. Η τελευταία συνοψίζεται στη νεο-θωμανική σκέψη και αντίληψη του προαναφερθέντος ισλαμιστή Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας
Το πρωτογενές υλικό του βιβλίου εντυπωσιάζει. Μόνο μια ενδελεχής μελέτη του μπορεί να αποδώσει τα εύσημα στο συγγραφέα για το εύρος των πληροφοριών και τις υπηρεσίες που προσφέρει σε όλους μας. Το περιεχόμενο του βιβλίου του Χ. Μ. είναι αναντικατάστατο για την κατανόηση μιας χώρας που υλοποιεί μια αναθεωρητικά επιθετική πολιτική έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου επιδιώκοντας να περιθωριοποιήσει την πρώτη στο φυσικό της χώρο και να ακυρώσει τη δεύτερη ως κράτος.
Κατά το «όραμα» Νταβούτογλου και όχι μόνο, το 2023, στα 100 χρόνια δηλαδή της ίδρυσης του κράτους, η Τουρκία πρέπει να είναι η ισχυρότερη ευρωπαϊκή δύναμη και ισότιμη των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, δηλαδή των Η.Π.Α. της Κίνας, της Ινδίας και της Ρωσίας.
Ολοκληρώνω με δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά στην εντυπωσιακή πρόοδο της Τουρκίας σε ζητήματα γνώσης και τεχνολογίας στην κόψη των οποίων βρίσκεται ο Τουρκικός Στρατός και επ’ αυτού προτρέπω να μελετηθεί, ως παράδειγμα, η ομιλία του Αρχηγού του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατηγού Yasar Buyukanit, στις Ακαδημίες Πολέμου στις 16-03-07. Ολόκληρη παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΣΤ του βιβλίου. Το εντυπωσιακό δεν είναι αυτά που ο Στρατηγός αναφέρει για την τέχνη του πολέμου. Είναι το περιεχόμενο μέσα στο οποίο τα ενσωματώνει. Στο κείμενο ο αναγνώστης θα βρει αναφορές σε Ινδούς ποιητές, στον Αριστοτέλη (Aristo), στο Νεύτωνα, σε θεωρήσεις των πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας του χάους, ακόμη και στην εναλλακτική θεώρηση περί υποδειγμάτων του Imre Lakatos. Η αδυναμία που χαρακτηριστικά ξεχωρίζει στην ομιλία του αρχιπασά είναι η θεοποίηση του Μεγάλου Ηγέτη – του Κεμάλ. Εκεί αυτοεγκλωβίζεται.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά σε ένα από τα βασικά συμπεράσματα του συγγραφέα, ίσως και το πιο βασικό: ότι οι συντελεστές ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαμορφώνονται αρνητικά για την πρώτη με τέτοιους ρυθμούς ώστε επιβάλλεται η άμεση επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων για να περιοριστούν οι απώλειές μας. Αυτό μπορεί να συμπεραίνεται από μια «γραμμική» εξέλιξη των πραγμάτων. Αλλά όπως επισημαίνει και ο Buyukanit στην προαναφερθείσα ομιλία του, τα ανθρώπινα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα αναμένουμε, αλλά απρόσμενα και αναπάντεχα. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να βρει απαντήσεις στην τουρκική επιθετικότητα, αν θέλει να διατηρήσει την αυτονομία της και την αξιοπρέπειά της. Και μια καλή αρχή για όσους δεν αποδέχονται τα «οράματα» των ισλαμο-πασάδων και την τουρκική ειρήνη, είναι να μελετηθεί το πόνημα του Μ.Χ. στο σύνολό του. Από αυτό μπορούν να αντληθούν μαθήματα και συμπεράσματα από τις θεωρήσεις των γειτόνων, για το πως αυτοπροσδιορίζονται, για τον τρόπο που λειτουργούν και συνεπώς για τον τρόπο αντιμετώπισής τους.

*Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Posted in Ελλάδα, Τουρκία | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Ο χώρος της Ελλάδας – Χώρος Ανθρωποποιήσεως

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 25 Δεκεμβρίου 2009

Άρης Ν. Πουλιανός

     Με την ευκαιρία της βράβευσης του Α.Ν. Πουλιανού αναδημοσιεύουμε από το όργανο του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος Σ.Α.Φ.Ε.Σ.-τατα (Έτος 4ο, αρ. φύλ. 15, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2002), από την εκδήλωση τιμής προς τον καθηγητή κ. Άρη Ν. Πουλιανό, της 26.2.2002, σε συνεργασία με το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, την περίληψη της ομιλίας του Καθηγητή Ανθρωπολογίας κ. Άρη Ν. Πουλιανού Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΧΩΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ.
     Την προσφώνηση έκανε ο Καθηγητής κ. Μιχαήλ Δεκλερής, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου και Βιωσιμότητος, πρώην Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας.
     Ακολουθεί η περίληψη της ομιλίας του Α.Ν. Πουλιανού, όπως δημοσιεύθηκε στο ανωτέρο όργανο.

     Με τις ανθρωπολογικές μας έρευνες 50 ετών και πλέον, φθάσαμε στο συμπέρασμα ότι στην Ν.Α. άκρη της Ευρώπης, που την ονομάζουμε σήμερα Ελλάδα, και κατά μήκος όλου του Αιγαίου Πελάγους, σχηματίστηκε ένα νέο είδος επί της γης, το ανθρώπινο είδος (…) Η μέθοδος που ακολούθησα ήταν η Γεωγραφική Διαφοροποίηση των Ανθρωπολογικών Γνωρισμάτων, η πιο δόκιμη μέθοδος μέχρι σήμερα (…)

     (…) Στην Ελλάδα παρατηρούνται δύο κύριοι ανθρωπολογικοί τύποι: ο Ηπειρωτικός και ο Αιγαιακός. Ο Στεριανός και ο Θαλασσινός. Ο πρώτος ξαπλώνεται στην Πίνδο, και ο δεύτερος σ’ όλα τα παράλια, συμπεριλαμβανομένου και του τμήματος της Δυτικής Μικράς Ασίας, που σήμερα έχει τουρκέψει. Και οι δύο τύποι έχουν κοινή καταγωγή από τον καιρό του Αρχανθρώπου, οι οποίοι αργότερα, με το σχηματισμό των φυλών και των ανθρωπολογικών τύπων μετεξελίχθηκαν στους σημερινούς κατοίκους. Οι φαινότυποι έχουν δηλ. κοινό Γονότυπο, επομένως και κοινή καταγωγή, άρα συγγενικούς δεσμούς, στενούς – κοινώς – δεσμούς αίματος.

     Οι ανθρωπολογικοί αυτοί τύποι ανεπτύχθησαν και μέσα στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, δηλαδή, οι ανθρωπολογικοί τύποι της Ελλάδος δεν συμπίπτουν με τα κρατικά σύνορα, αλλά συναντώνται και πέραν των ορίων της πατρίδος. Από τον Δούναβη μέχρι και τη Γαύδο – Κρήτη. Από το Αφιόν Καρά Χισάρ μέχρι την Αδριατική. Τα κρανία του Τσατάλ – Χουγιούκ στην Ανατολία – της εποχής του Τρωικού Πολέμου – είναι τα ίδια με τα κρανία των σημερινών Θρακών και νησιωτών μας. Γι αυτό το πιο σωστό συμπέρασμα για τον Τρωικό Πόλεμο είναι ότι είναι ο Πρώτος Εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων.

     Η διακήρυξη της Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος στην οποία αναφέρομαι, διακηρύσσει την τεκμηριωμένη με έγκυρα ανθρωπολογικά επιχειρήματα επιστημονική αλήθεια ότι οι λαοί των Βαλκανίων έχουν κοινή ανθρωπολογική καταγωγή και στενούς συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους. Οι διαφορές που παρουσιάζονται στη Θρησκεία, τη Γλώσσα και τις Παραδόσεις τους, είναι μόνο επιφανειακές και δεν μεταβάλλουν το ανωτέρω συμπέρασμα (…)

     Οι Βαλκάνιοι έχουν λοιπόν κοινή καταγωγή, αλλά κάποτε είχαν και κοινή γλώσσα: την ελληνική. Αυτό αποδεικνύουν τα ελληνικά των Σαρακατσαναίων της Πίνδου, της αρχαιότερης φυλετικής ομάδας στην Ευρώπη. Άπλωσαν οι Αρχάνθρωποι σ’ όλη την Ευρώπη και σιγά – σιγά απέκτησαν σε κάθε βουνό και κάθε κάμπο τη δική τους ντοπιολαλιά. Έτσι απέκτησε η Ευρώπη αυτή τη Βαβυλωνία των γλωσσών που παρατηρούμε σήμερα. Αλλά όλες αυτές οι γλώσσες είχαν κοινή ρίζα – την Ελληνική. Αυτή είναι η κοινή γλώσσα των Ευρωπαίων, κι όχι η λεγομένη Ινδοευρωπαϊκή, στην οποία κατατάσσουν οι γλωσσολόγοι και την Ελληνική. Και μάλιστα, όπως ισχυρίζονται, ήρθε η ελληνική από τη Βαλτική και εξελλήνισε τους Προέλληνες. Δεν υπάρχουν Προέλληνες και ελληνικά ομιλούντες νεώτεροι. Αυτή τη θεωρία της Ινδοευρωπαϊκής μας την επέβαλαν οι σπουδασμένοι στη Δύση. Και μάλιστα χρονολογικά την τοποθετούν στην 4η χιλιετηρίδα π.Χ. δηλαδή στην Υστερονεολιθική εποχή. Κι ερωτώ: Δεν υπήρχαν άνθρωποι πριν το 4000, και δεν μίλαγαν, δεν συνεννοούντο μεταξύ των;

     Όντως την 4η χιλιετηρίδα υπήρξαν μετακινήσεις λαών στην Κεντρική Ευρώπη. Αυτό διαπιστώνεται παλαιο-ανθρωπολογικώς. Αλλά η προ-έκταση της ύπαρξης κοινής Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας δεν ευσταθεί.

     Η γλώσσα είναι ένα από τα στοιχεία που καθορίζουν την εθνότητα. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι που μιλάνε την ίδια γλώσσα ανήκουν πάντα στην ίδια φυλή ή στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο. Γι αυτό πρέπει να ξεχωρίζουμε την έννοια «έθνος» από την έννοια «φυλή» – ράτσα. Τα διάφορα ελληνικά φύλα – Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς, κ.λπ. – είχαν κοινή καταγωγή και φυλετική και γλωσσική. Διαφοροποιήσεις ενδοφυλετικές και ενδογλωσσικές υπήρχαν και διαρκώς σχηματίζονται. Δεν είναι ορθό ότι οι Πελασγοί είναι οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ελλάδας, δηλ. οι κάτοικοι της νεολιθικής εποχής. Η Ελλάς ήταν και νωρίτερα κατοικημένη και πάντοτε. Υπάρχουν άφθονα πλέον ανθρωπολογικά στοιχεία και παλαιοανθρωπολογικά ευρήματα που το αποδεικνύουν. Κι έτσι αποχαιρετίστε τους Πελασγούς κ.λ. λαούς.

     Η παραδοχή Προελλήνων και Ελλήνων στάθηκε τροχοπέδη σε θέματα γλωσσολογικά. Ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα, όπου το ελληνικό αλφάβητο το κήρυξαν φοινικικής καταγωγής. Ευτυχώς ήρθε ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Βλ. Γκεωργκίεφ και απέδειξε ότι η φοινικική γραφή είναι κρητικής καταγωγής…

     Και τώρα οι γλωσσολόγοι του κόσμου πρέπει να αναθεωρήσουν όλες τις θεωρίες περί καταγωγής της γλώσσας…

     Ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων είχε έναρθρο λόγο. Αυτό το αποδείξαμε ακόμη και από το 1977 (…) Πέραν της ανακάλυψης της αρχαιότερης φωτιάς στη γη και του αρχαιότερου πολιτισμού – ότι ο Αρχάνθρωπος διέθετε λόγο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα των ανασκαφών μας. Επομένως, οι γλωσσολόγοι του κόσμου πρέπει ν’ αρχίζουν τις μελέτες τους από τον Αρχάνθρωπο…

     Το όλο θέμα των σχέσεων ανθρωπολογικών τύπων και γλωσσικών ομάδων πρέπει να ερευνηθεί, αν και η έλλειψη οποιασδήποτε εσωτερικής σχέσης μεταξύ φυλής και γλώσσας είναι ολοφάνερη.

     Το παράδειγμα με τους Βούλγαρους που ανήκουν φυλετικά στον Αιγαιακό τύπο, μιλάνε σλαβικά, φέρουν το εθνώνυμο «βούλγαροι» που είναι άσχετο και προς το φυλετικό τύπο και προς τη γλώσσα, δείχνει την έλλειψη οποιασδήποτε αιτιακής εξάρτησης της γλώσσας από τη ράτσα. Κι αυτό δεν αντιφάσκει στο ότι σε μερικές περιπτώσεις βλέπουμε να υπάρχει «ιστορική σχέση» μεταξύ γλώσσας και φυλετικού τύπου.

     Από τα παραπάνω βγαίνει ακόμη το συμπέρασμα ότι μια γλώσσα ή ένας πολιτισμός μπορούν να μεταδοθούν χωρίς ταυτόχρονη εξάπλωση του ανθρωπολογικού τύπου. Οι ανθρωπολογικοί τύποι όμως ποτέ δεν εξαπλώνονται χωρίς να φέρουν μαζί τους ορισμένη γλώσσα και ορισμένο πολιτισμό. Όσο όμως κανείς προχωρεί στο απώτερο παρελθόν της ανθρωπότητας, η διάσταση αυτή (δηλ. ανθρωπολογικού τύπου και γλώσσας) πρέπει να ελαττώνεται και να φτάνει σε σημείο σχεδόν πλήρους σύμπτωσης γλώσσας και φυλής. Αλλά αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την ανθρωπολογική μελέτη της καταγωγής των λαών (…)

     Η πεποίθηση ότι στο Σπήλαιο Πετραλώνων και στα 34 στρώματα, ζούσε το ίδιο είδος ανθρώπου με τον ίδιο πολιτισμό, μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε έρθει από την Αφρική όπως διδάσκουν σήμερα όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου, αλλά ότι ήταν αυτόχθων.

     Έτσι, βγήκαμε έξω απ’ τη σπηλιά και αρχίσαμε να ψάχνουμε για τους προγόνους των Αρχανθρώπων. Τη δεκαετία του ’70 είχαμε βρει τα πρώτα τους εργαλεία: λίθινα και οστέινα στην περιοχή της Νέας Τρίγλιας Χαλκιδικής. Τη δεκαετία του 2000 βρήκαμε και τα πρώτα πλήρως απολιθωμένα οστά του πρώτου Όρθιου Ανθρώπου επί της Γης μέχρι Σήμερα, τον οποίο ονομάσαμε Homo erectus trilliensis.

     Μέχρι τώρα έχουμε βρει εκατοντάδες εργαλείων του – λίθινα και οστέινα – και 7 άτομα όρθιων trilliensis. Εάν υπήρχαν χρήματα θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε ανασκαφές σε μεγάλη κλίμακα και να αποκαλύψουμε πολλά ακόμη υπολείμματα. Γνωρίζουμε ήδη μετά βεβαιότητας πότε πρωτοστέκεται όρθιος ο άνθρωπος επί της γης: η περίοδος αυτή είναι το Ανώτερο Μειόκαινο, το οποίο και ονομάσαμε ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ. Αυτό έχει ηλικία 11-12 εκατομμυρίων ετών. Η χρονολόγησή του έγινε γεωλογικώς και στρωματογραφικώς, αλλά και παλαιομαγνητικώς στις ΗΠΑ – Ινστιτούτο Γης, της Νότιας Καρολίνας (…)

     (…) Η σημασία της ανεύρεσης των αρχαιοτέρων ανθρώπων στη γη μας μέχρι σήμερα, εδώ στην Ελλάδα περνάει κάθε προηγούμενη παλαιο-ανθρωπολογική ανεύρεση. Το Αιγαίο αναδεικνύεται σε κοιτίδα του ανθρωπίνου είδους. Από το βόρειο μέρος του, τη Χαλκιδική ως το νότιο, κι από το Ιόνιο ως την Ανατολή, από αυτήν την περιοχή εκπορεύεται και απλώνεται ο άνθρωπος σ’ όλον τον παλαιό κόσμο. Δηλαδή από ένα κέντρο. Ο Μονοκεντρισμός πλέον επικρατεί σαν θεωρία και σαν φιλοσοφία. Έχει πλέον τη δυνατότητα το νέο βιολογικό είδος να προσαρμοστεί σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Το γεγονός αυτό επιτρέπει μια Βιολογική Γενίκευση: όλα τα είδη που εμφανίζονται γεννιούνται σ’ ένα κέντρο και μόνο. Από κει και πέρα εξαπλώνονται και προσαρμόζονται αναλόγως: κι ο ιπποπόταμος και οι φάλαινες.

     Ο άνθρωπος απεδείχθη ο πλέον προσαρμοστικός με τη δημιουργία των φυλών του, ακόμη από το Πλειόκαινο. Σταθεροποιείται πλέον στο τέλος του Πλειστοκαίνου οπότε και ελαττούται η Φυσική Επιλογή, ή και μηδενίζεται.

     Αυτή η πορεία προκαθορίζει και το Μέλλον του Ανθρώπου. Πόσο θα αντέξει, ή μάλλον πόσο θα διαρκέσει στο περιβάλλον που ζούμε και τι κάνουμε εμείς για να το συντηρήσουμε ως είδος, εφ’ όσον μας ενδιαφέρει να επιβιώσουμε κι όχι να αυτοκτονήσουμε.

     Σήμερα για μένα το ερώτημα το πιο επίμονο είναι πόσο διήρκεσε το Προανθρώπινο Στάδιο.

     Θεωρητικά πιστεύω ότι διήρκεσε 4-5 εκατομμύρια χρόνια. Τότε έχουμε τις μεγάλες εκρήξεις στο Αιγαίο: Ηφαιστείων, καταποντισμών, περίπου πριν 16 εκατομμύρια χρόνια. Υπάρχουν ήδη οι Ανώτεροι Πριμάτοι οι οποίοι διαβιούν κυρίως στα δέντρα. Με την ανάφλεξη του περιβάλλοντος μένουν χωρίς «στέγη» και υποχρεούνται να βαδίσουν όρθιοι επί της γης. Τέκνο της Ανάγκης, λοιπόν, ο Άνθρωπος. Όμως, ώριμο τέκνο που προετοίμαζε η φύση την όρθια παρουσία του για αρκετό διάστημα. Μέχρις ότου επήλθε η ποιοτική αλλαγή. Το πέρασμα από τη ζωώδη κατάσταση στην ανθρώπινη εγένετο με κβαντικό άλμα, δηλ. με την απότομη μεταβολή της κατάστασης ενός συστήματος σε μια άλλη, συσσωρευμένη ποσοτική ενέργεια, που με τις ανάλογες βαρυτικές κβαντικές αλληλεπιδράσεις του βαρυτικού πεδίου – έχουμε νέα μορφή οργάνωσης ύλης (ύλη ο άνθρωπος).

     Προφανώς αυτή ήταν η ίδια η κοινή διαδικασία για την εμφάνιση της ζωής στη γη, για όλα τα είδη – φυτικά και ζωικά. Επιτρέψτε μου μια προεκτίμηση του θέματος για τα επόμενα – μακρινά – χρόνια. Στις διεργασίες της ύλης δεν υπάρχει αρχή και τέλος. Κι έτσι, παρακαλώ μην με ερωτήσετε Μετά τον Άνθρωπο. Τι; Είναι το μόνο που μπορώ να ισχυριστώ προς ώρας. Ίσως μόνο να έγκειται στη συνέχιση της ύπαρξης του ανθρώπου για άλλα 15 εκατομμύρια χρόνια, όχι περισσότερα πάντως. Έχουμε αρκετό καιρό στη διάθεσή μας μέχρι να καθορίσουμε ποιο νέο είδος και πότε θα μπορούσε να μας διαδεχθεί.

     Για την ώρα ένα έχουμε να σκεφθούμε σοβαρά. Πως εδώ στην Ελλάδα γεννήθηκε ο Αρχάνθρωπος και όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουν αυτό το γεγονός όλοι οι Ευρωπαίοι, τόσο πιο γρήγορα θα συσπειρωθούν και θα μπορέσουν να διευθετήσουν τα του οίκου τους, χωρίς να επιτρέπουν την ποδηγέτησή τους από ξένες δυνάμεις.

Απ’ το βιβλίο: Άρης Ν. Πουλιανός, Η προέλευση των Ελλήνων, Βιβλιοθήκη της Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος Αρ.15

Posted in Γλώσσα & Πολιτισμός, Ελλάδα, Ιστορία, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Η βαθιά ιστορική ματιά του Ρήγα Φεραίου και ο βράχος του Σισύφου της εθνοσοβινιστικής εθνοκατασκευής της νεότερης Ευρώπης

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 25 Δεκεμβρίου 2009

Παναγιώτης Ήφαιστος

Στην πορεία της νεότερης Ευρώπης, όπως είπαμε, καταγράφονται μεταξύ άλλων εθνοκαθάρσεις, εκτοπισμοί, καταναγκαστικές αφομοιώσεις, εμφύλιοι πόλεμοι, γενοκτονίες, πολλοί διακρατικοί πόλεμοι, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και κυρίως το μεγαλύτερο ανθρωπολογικό και πολιτικό έγκλημα της ανθρώπινης ιστορίας, η αποικιοκρατία, η οποία προέκτεινε τις ωμές νοηματοδοτήσεις της πολιτικής με όρους ισχύος στο πλανητικό επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ώρα τώρα να δούμε μερικά πιο συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά των Δυτικών κρατών και τους λόγους για τους οποίους το πολιτικοστοχαστικό εκκρεμές ταλαντεύθηκε μεταξύ μιας ρατσιστικά νοούμενης εθνοκατασκευής και των ύστερων μεταμοντέρνων εκμηδενιστικών τάσεων. Αυτές οι άγριες ταλαντεύσεις του πολιτικοστοχαστικού εκκρεμούς, υποστηρίζουμε εδώ, οφείλονται στις υλιστικές παραδοχές που αναπόδραστα νοηματοδοτούν την πολιτική με όρους ισχύος.

     Η αποικιοκρατία ευθύνεται για μία γιγαντιαίων διαστάσεων διατάραξη των πολιτικών σεισμικών πλακών στα θεμέλια μικρών και μεγάλων εθνών του πλανήτη. Παράλληλα, στο καθαυτό ευρωπαϊκό επίπεδο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της νεοτερικότητας η «εθνική στέρηση» της Ευρώπης και η ανορθόδοξη υλιστικά νοούμενη μοντερνιστική εθνοκατασκευαστική διαδρομή του 18ου και του 19ου αιώνα προκάλεσαν μία κοσμοϊστορική αναταραχή, που κορυφώθηκε με την ιδεολογική πάλη του Ψυχρού Πολέμου, οι απόηχοι της οποίας μας επηρεάζουν μέχρι σήμερα. Πολλές θεωρήσεις του πολιτικού χαρακτήρα των Δυτικών κρατών με πολύ μεγάλη ευκολία παρακάμπτουν ή παραβλέπουν αυτές τις διαμορφωτικές φάσεις με αποτέλεσμα μια στρεβλή απεικόνιση της πραγματικότητας.

     Για παράδειγμα, απαιτείται να ερμηνευτούν σωστά οι αρχικές απονενοημένες κραυγές της δεκαετίας του 1940 υπέρ μιας αυτοκτονικής εγκατάλειψης των εθνών για να δημιουργηθεί μια, άγνωστης κοσμοθεωρητικής και πολιτικής ταυτότητας διεθνιστικά και υλιστικά νοούμενη, ευρωπαϊκή υπερεθνικότητα. Έθρεψαν αυτοκτονικές μεταμοντέρνες ιδεολογικές αντιλήψεις, που συνεχίζονται να καλλιεργούνται στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Επιπλέον, η διαδρομή των Νέων Χρόνων δεν ήταν μόνο ταραχώδης, αλλά και εγγενώς αντιφατική: Στο υπόβαθρο του εθνοκρατοκεντρικού ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος κτίστηκαν αντιθέσεις, ελλείμματα και ιδεολογικές δομές στους πανεπιστημιακούς χώρους, που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις και τη βιωσιμότητα των πολιτειακών δομών.

     Μετά τον 15ο αιώνα τα πάθη της Ευρώπης μοιάζουν με αυτά της μυθολογίας του Σισύφου: Ο Σίσυφος καταδικάστηκε από τους Θεούς να κυλά αιώνια στον Άδη έναν μεγάλο βράχο μέχρι την κορυφή του βουνού. Λίγο πριν το τέρμα ο βράχος κατρακυλούσε προς τα πίσω, στην αφετηρία. Μετά τη θεοκρατία και μέχρι τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, η ευρωπαϊκή εθνοκατασκευαστική ανάβαση είχε φορά κράτους –> έθνους και όχι έθνους –> κράτους, που είναι η ανθρωπολογικά φυσιολογική πορεία. Στο σημείο αυτό, καλά θα κάνουμε να σκιαγραφήσουμε συγκριτικά και να αντιπαραθέσουμε το εθνοσοβινιστικό μοντερνιστικό μοντέλο με το εθνικό μοντέλο.

     Η αντίληψη περί κράτους –> έθνους βρίσκεται στον αντίποδα της εθνικής κοσμοθεωρίας, που ήδη ορίσαμε ως πρωτίστως πνευματικό χωροχρονικό πολιτικοπολιτισμικό κτίσμα, που διαμορφώνει την ανθρωπολογική ετερότητα των κοινωνικών οντοτήτων και τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, που στηρίζουν την εθνική ανεξαρτησία. Ωραιοποίηση του ως προς το τι θα μπορούσε να σημαίνει δεν χωράει, γιατί καλό είναι να γνωρίζουμε την πραγματικότητα: Στην ιστορική διαχρονία, που έχει ως αφετηρία την προπολιτική βαρβαρική εποχή μέχρι την ανθρωποκεντρικά θεμελιωμένη κλασική εποχή, η εθνογένεση ποτέ δεν ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίων συμβάντων αλλά χωροχρονικής σύμμειξης και μέθεξης ανθρωπίνων ετεροτήτων. Ακολούθησε ο πολιτικός και πολιτισμικός εμβολισμός της μέχρι τότε δεσποτικής Ανατολής από τον Μέγα Αλέξανδρο που προσδιόρισε την μετέπειτα πορεία του κόσμου. Ακολούθησε η Ελληνιστική εποχή, η Ρωμαϊκή εποχή, ο Μεσαίωνας στη Δύση και η Βυζαντινή Οικουμένη.

     Ο διαμορφωτικός ρόλος αυτών των εποχών δεν διερευνήθηκε επαρκώς, γιατί η πολιτική επιστήμη και η ιστοριογραφία των τελευταίων αιώνων είτε κατασπαταλήθηκαν στην αντιθεοκρατική πάλη είτε καταποντίστηκαν επιστημονικά με ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις των αναδυόμενων διεθνιστικοϋλιστικών δογμάτων. Η γνώση περιορίστηκε, γιατί δύο αξονικά ζητήματα είτε δεν εξετάστηκαν επαρκώς είτε εξετάστηκαν με στρεβλωτικούς ιδεολογικούς φακούς: Δεν εξετάστηκαν επαρκώς οι κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις της Βυζαντινής Οικουμένης και δεν προσέχθηκε καν το γεγονός ότι μετά την Αλεξανδρινή εποχή τα έθνη, οι πόλεις και τα κοινά στο υπόβαθρο των αυτοκρατοριών επί αιώνες έκτιζαν τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των υποκείμενων κοινωνικών οντοτήτων και τις συμβατές με αυτές εθνικές τους κοσμοθεωρίες.

     Κανείς δεν χρειάζεται να χρονοτριβεί, γιατί μπορεί εύχρηστα να αντλήσει από τη βαθιά ιστορική μνήμη μεγάλων πνευμάτων, όπως ο Καβάφης και ο Ρήγας Βελεστινλής, οι οποίοι με λιτό τρόπο αποτυπώνουν τις ιστορικές περιστάσεις. Κανένας ιδεολογικά σκεπτόμενος ιστοριογράφος δεν συγκρίνεται με την ακριβή τους περιγραφή της εθνικής οντολογίας στον Μικρασιατικό και Βαλκανικό χώρο. Η βαθιά ματιά του Ρήγα Βελεστινλή, για παράδειγμα, με ηρεμία και αυτοπεποίθηση περιγράφει το Μικρασιατικό ανθρωπολογικό περιβάλλον. Κοιτάζοντας στο ιστορικό Μικρασιατικό βάθος βλέπει τις ώριμες εθνικές κοσμοθεωρίες, που κοχλάζουν κάτω από τα τυραννικά καθεστώτα αναζητώντας ευκαιρία ευόδωσης της αξίωσης ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.

     Βλέπει τα κτίσματα πολιτικού πολιτισμού των εθνών, τα οποία το σύνολο της νεοτερικής σκέψης αδυνατούσε να δει, γιατί αλληθώριζε προς υπερεμπειρικούς επουράνιους ορθολογισμούς και γιατί η Δύση ήταν πολύ απασχολημένη αφενός με το αποικιοκρατικό πλιάτσικο, αφετέρου με τις εθνοσοβινιστικές διαμάχες στη Δυτική Ευρώπη. Ο Ρήγας Φεραίος κοίταξε πίσω και είδε με ακρίβεια αυτό που συνδέει το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον.

     Αν εκλείψουν οι τύραννοι που νοηματοδοτούν την πολιτική με όρους ισχύος, οι χωροχρονικά σωρευμένες εθνικές κοινωνίες μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά σεβόμενες την εθνική κοσμοθεωρία αλλήλων και σεβόμενες τους αυτεξούσιους εθνικούς χώρους. Μπορούσε να διακρίνει τα εθνικά κτίσματα ως Κοινωνικά γεγονότα, ως προς τα οποία το Πολιτικό γεγονός πρέπει να είναι συμβατό και προσαρμοσμένο υπό συνθήκες αδιαφοροποίητης πολιτικής ελευθερίας. Ο Ρήγας Φεραίος γράφει: «Η Ελληνική Δημοκρατία είναι μία, με όλον όπου συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπο της διάφορα γένη και θρησκείας. Δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικό μάτι. Είναι αδιαίρετος με όλο όπου ποταμοί και πελάγη διαχωρίζουν τις επαρχίες της, οι οποίες όλες είναι ένα συνεσφιγμένο αδιάλυτο σώμα». Και πιο κάτω, στο «Περί σχέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας με τα ξένα έθνη»: «118. Ο ελληνικός λαός είναι φίλος και σύμμαχος με τα ελεύθερα έθνη. 119. Οι Έλληνες δεν ανακατεύονται εις την διοίκηση των άλλων εθνών, αλλά ούτε είναι εις αυτούς αποδεκτό να ανακατωθούν άλλα έθνη εις την δική τους. (…) 120. Δέχονται όλους τους αδικημένους ξένους και όλους τους εξορισμένους από την πατρίδα των δια αιτία της ελευθερίας. 121. Δεν κάμνουν ποτέ ειρήνη με ένα εχθρό ο οποίος κατακρατεί ελληνικό τόπο».

     Ακόμη πιο σημαντικό, τα έθνη δεν χρειάζονται σχέση σύμβασης αλλά φυσικές σχέσεις, που πηγάζουν από τον πολιτισμό τους και τις μακρόχρονες σχέσεις τους: «122. Η νομοθετική διοίκηση βεβαιώνει εις όλους τους Έλληνες, Τούρκους, Αρμένηδες, την ισοτιμίαν, την ελευθερίαν, την σιγουριά, την εξουσία των υποστατικών ενός εκάστου, τα δημόσια χρέη που ήθελε γίνουν δια την ελευθερίαν όλων των θρησκειών, μια ανατροφή, δημόσιας συνδρομάς εκεί όπου ανήκουν, την απεριόριστο ελευθερία της τυπογραφίας, το δίκαιο του να δίδει έκαστος αναφοράν και να προκλαυθεί, το δίκαιον του συναθροίζεσθαι εις δημόσιας συντροφιάς, και τελευταίον την απόλαυση των δικαίων του ανθρώπου».

Η εμποτισμένη στο ιστορικό γίγνεσθαι κοσμοθεωρία του Ρήγα Φεραίου είναι, ακριβώς, μία τυπικά πηγαία έκφραση αυτού που εδώ ονομάζουμε ώριμη και χωροχρονικά στέρεα κτισμένη εθνική κοσμοθεωρία: Είναι εμποτισμένη στο ιστορικό παρελθόν της, είναι προικισμένη με τα πνευματικά της επιτεύγματα, βλέπει τον εαυτό της ως την αιχμή ενός πνευματικού κτίσματος που διαρκώς μεγαλώνει, είναι σίγουρη για τον κόσμο, είναι σίγουρη για τον εαυτό της, βλέπει με σεβασμό τα έθνη με τα οποία συνδιαμορφώθηκε, δεν χαρίζεται και δεν λυγίζει στο ζήτημα της Υπέρτατης Υψηλής Αρχής της Ελευθερίας και βλέπει τον εθνικά διαμορφωμένο κόσμο με όρους αρμονικής συμβίωσης. Ακόμη πιο σημαντικό, βλέπει την εθνική ανεξαρτησία, την εθνική κοσμοθεωρία και τη δημοκρατία ως προϋποθέσεις ενός πολιτικού βίου που θα πραγματώνει αενάως την πολιτική ελευθερία κτίζοντας ασταμάτητα ανθρωποκεντρικό πολιτικό πολιτισμό στερούμενο εθνοφυλετικών αντιλήψεων.

     Μία τέτοια κοσμοθεωρία, ακριβώς, ενέχει γενικεύσεις καθολικών αρχών, οι οποίες αφορούν τον οικουμενικό πολιτικό πολιτισμό και την κοσμοσυστημική συγκρότηση. Ο Γιώργος Κοντογιώργης επισημαίνει ότι η εθνική αυτή αντίληψη (του Ρήγα Φεραίου) διαφέρει κάθετα από τη νεοτερική αντίληψη και συνάμα είναι εναρμονισμένη με το κοσμοπολιτειακό κεκτημένο: Στην εποχή της νεοτερικότητας «το έθνος το οποίο ενσαρκώνει το κράτος, λειτουργεί ως πρόσχημα για την συγκάλυψη του γεγονότος ότι το πολιτικό σύστημα και η πολιτική αρμοδιότητα κατέχονται ολοκληρωτικά από αυτό (το κράτος)». Συνεχίζοντας, ο Γιώργος Κοντογιώργης εύστοχα παρατηρεί κάτι που ενέχει μεγάλη σημασία για την ανάλυσή μας εδώ, ότι δηλαδή αυτό που στην τότε πολυεθνοτική Δύση θεωρείτο απειλή για την ενότητα και την πολιτική τάξη, στην αντίστοιχα πολυεθνική δομή της Μικρασιατικής μάζας ο Ρήγας Φεραίος επιχειρούσε «να αναδείξει πολιτικά την πολιτισμική τους πολυσημία, η δε ανερχόμενη ανθρωποκεντρικά Ευρώπη να την εξαλείψει».

     Έτσι, αναδεικνύονται οι δύο αντίθετες αντιλήψεις του Κοινωνικού και του Πολιτικού. Από τη μία πλευρά, η εθνική αντίληψη που θεωρούσε το Πολιτικό ως προέκταση του Κοινωνικού και από την άλλη πλευρά, η νεοτερική αντίληψη η οποία διαμέσου μιας υπερεμπειρικά προσδιορισμένης («ορθολογιστικής») κανονιστικής δομής θεωρούσε ότι μπορεί να κατασκευάσει το Κοινωνικό, δηλαδή τα έθνη στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Αντίστοιχα, ιστορικοπολιτικά μιλώντας, από τη μία πλευρά βρίσκεται η εθνική κοσμοθεωρία των ιστορικών εθνών της Μεσογείου και της Μικρασιατικής Μάζας μέχρι και την Άπω Ανατολή και από την άλλη βρίσκεται η διεθνιστικοϋλιστικά και ιδεολογικά νοούμενη αντίληψη του Κοινωνικού και του Πολιτικού στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, η οποία προγραμματικά εκτοπίζει τον πνευματικό κόσμο των πολιτών της έξω από τα τείχη του δημόσιου βίου.

Απ’ το βιβλίο: Παναγιώτης Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, Εκδόσεις Ποιότητα

Posted in Ευρώπη, Ελλάδα, Ιστορία | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

«Η ιστορία ως μάθημα ευθύνης»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 25 Δεκεμβρίου 2009

 Σαράντος Ι. Καργάκος

 Δεν αγνοώ- τόσα χρόνια ασχολούμαι μ’ αυτό- ότι η ιστορία είναι ένας πολυπρισματικός καθρέφτης. Ο ιστορικός πρέπει να κοιτάξει το αντικείμενο που μελετά από κάθε πλευρά, γιατί η ιστορία έχει τη μανία να τον ξεγελά. Δεν είναι, όπως νομίζουμε, ο ιδεατός σύντροφος, ο ιδανικός συνομιλητής. Παίζει μαζί μας κρυφτό. Βέβαια κάνουμε έλεγχο των πηγών, αξιολόγηση των μαρτυριών. Αυτός ο έλεγχος συχνά μοιάζει με αποστακτήρι, όπου κάθε ιστορικός στύβει μέσα σ’ αυτό τις πηγές και βγάζει το δικό του ποτό. Συχνά, όταν ο ιστορικός είναι ατζαμής, το ποτό είναι θολό. Αν πάλι είναι επιδέξιος νοθευτής το κάνει ζαλιστικό κι έτσι ο αναγνώστης μετά τα μελέτη είναι τόσο ζαλισμένος που δεν μπορεί να ξεχωρίσει πρόσωπα και καταστάσεις.

 

Ο ιστορικός, αν θέλει να στέκεται στο υψηλό βάθρο εκτιμήσεως που τον τοποθέτησε η προαιώνια υπόληψη των ανθρώπων, πρέπει να εισέρχεται στο ναό της Ιστορίας με σεμνότητα και ευλάβεια. Όσο ασήμαντο κι αν είναι αυτό που προσφέρει, πρέπει να το προσφέρει ως κομιστής Θείο Λόγου. Κι ακόμη πρέπει να σέβεται την ιερότητα της ζωής. Όσο άγρια κι αν είναι αυτά που γράφει, δεν πρέπει με την γραφή του να εξαγριώνει αλλά να ημερώνει. Ακόμη και αν δεν θρησκεύεται, δεν πρέπει ποτέ να λησμονεί ότι η αγιότητα και όχι η αγριότητα πρέπει να είναι η φυσική κατάσταση της ζωής. Κι ας μην είναι. Με ότι γράφουμε πρέπει να την κάνουμε να είναι.

 

Όλοι οι ιστορικοί ξέρουμε ότι η ελευθερία βγαίνει πάντα, ματωμένη από τη μήτρα της ιστορίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να συντάσσεται με το αίμα. Και αυτό είναι χρέος του ιστορικού να το δείχνει, να το υποδείχνει. Το αίμα πρέπει κάποτε να πάψει να είναι ιστορικό πεπρωμένο μας. Αλλά δεν θα πάψει, εφόσον, όπως λέγει ο Θουκυδίδης, η ανθρώπινη φύση εξακολουθεί να είναι αυτή που είναι (έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή» Γ’ 82). Αλλά τότε τι νόημα έχει να γράφουμε ιστορία; Απλώς για να καταγράφουμε όσα έγιναν και ξανάγιναν, για να δείξουμε ότι η ανθρώπινη φύση μένει απαράλλακτη ή μήπως για να συμβάλλουμε σε κάποια αλλαγή προς το καλύτερο;

 

Κατά την ταπεινή μου εκτίμηση, η ιστορία κι αν τίποτε άλλο δεν μπορεί να μας διδάξει, τούτο πρέπει να μας καλλιεργεί: πολιτική συνείδηση. Πολιτική θα πει να είμαι πολίτης. Και πολίτης σημαίνει το να είμαι οργανικό μέλος ενός σώματος που λέγεται Πόλις. Η πόλις ήταν το αυστηρό προγονικό μας ιδανικό. Από αυτή απέρρευσαν και η πολιτική και ο πολιτισμός, ομοίως και η πολιτεία με την έννοια του καταστατικού χάρτη υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Αλίμονο, αν κάποιος που είχε το προνόμιο να είναι πολίτης, δεν σήκωνε την ευθύνη του προνομίου αυτού. Έθετε σε κίνδυνο τα υποστυλώματα της κοινωνίας, πάνω στα οποία στηρίζονται τα δικαιώματα που τα πλείστα έχουν κατακτηθεί με αίμα. Γι αυτό όσοι ασχολούμαστε με την ιστορία, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάνουμε μάθημα ευθύνης.

 

Αυτό δεν είναι λόγος να εξωραΐζουμε πρόσωπα και καταστάσεις του χθες, γιατί αυτό είναι τόσο επιβλαβές όσο και το να τους σπιλώνουμε για να βρίσκουμε δικαιολογητικά για τη δική μας ανευθυνότητα, χθαμαλότητα ή και ασημαντότητα. Αλλά όσο κλέβουμε δίκιο των χθεσινών, τόσο κάποιοι σημερινοί, φίλοι και εχθροί, θα κλέβουν το δικό μας δίκιο. Η ιστορία σε βοηθά να προχωράς πάντα στο δρόμο τον ίσιο με άσκυφτο- χωρίς αυτό να σημαίνει άσκεφτο- κεφάλι.

 

Αναδημοσίευση από το i-reporter.gr

Posted in Ελλάδα, Ιστορία | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Ληστές και θύματα – Ήτοι λόγος περί φιλανθρωπίας

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 25 Δεκεμβρίου 2009

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Με τον όρο «φιλανθρωπία»[i] εννοούμε πράξεις ελέους (αρωγής, βοήθειας, υποστήριξης) στον πάσχοντα συνάνθρωπο. «Πάσχων» είναι ο ασθενής, ο πεινασμένος, ο άστεγος, ο φτωχός, ο αδικημένος, ο φυλακισμένος, ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο ξένος και γενικά κάποιος που «έχει ανάγκη».

Ο πάσχων, ο αιτούμενος ελέους, υπάρχει σε κάθε πολιτισμό, απ’ όσους τουλάχιστον γνωρίζουμε. Γι’ αυτό και κάθε πολιτισμός έχει τη δική του θέσμιση της φιλανθρωπίας (νοηματοδότηση και πρακτική). Όπως σε όλα τα μεγάλα διαπολιτισμικά ζητήματα διακρίνουμε κι εδώ, από τη μια πλευρά, το καλό και το κακό (το ιδανικό και το αντι-ιδανικό) και από την άλλη πλευρά, το πραγματικό, ως βαθμό αποφυγής του κακού και ενσάρκωσης του καλού. Η διατύπωση του ιδανικού σε έναν πολιτισμό συμπυκνώνει και τη θεμελιώδη γνώση που έχει για το θέμα.

Καλούμενος να γράψω για τη φιλανθρωπία, αναλογίζομαι ότι μετέχω στον σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό: τον νεωτερικό. Ότι ως Έλλην μετέχω, επίσης, στα υπολείμματα ενός άλλου οικουμενικού πολιτισμού. Έχω επομένως πρόσβαση τόσο στη νεωτερική όσο και στην ελληνική αντίληψη για τη φιλανθρωπία. Σ’ αυτή κυρίως τη δεύτερη θα ήθελα να αναφερθώ.

1. Στους αρχαίους Έλληνες.

Για τους αρχαίους Έλληνες η προστασία των πασχόντων ήταν δουλειά του Θεού και όχι της Πολιτείας. Άλλωστε απέναντι στον Θεό είμαστε όλοι ξένοι και φτωχοί[ii] αιτούμενοι ελέους. Βέβαια αν κάποιος ήταν ιδιαίτερα ευσεβής μπορούσε να δείξει έλεος στον ενδεή. Ο Θεός θα το εκτιμούσε και ίσως τον αντάμειβε.

Η ελληνική Πολιτεία ήταν ένα είδος εταιρείας πολιτών-οπλιτών, δηλαδή περήφανων εγωιστικών υποκειμένων εξ ορισμού. Ο καθένας θεωρούνταν αποκλειστικός υπεύθυνος για την αντιμετώπιση της όποιας κατάστασής του. Οι ιδιωτικές δυστυχίες δεν αφορούσαν την Πολιτεία, παρά μόνο στο μέτρο που ήταν αποτέλεσμα της συμμετοχής σε συλλογικές υποχρεώσεις (π.χ. στον πόλεμο). Η Πολιτεία μόνο για τις ατυχείς επιπτώσεις των συλλογικών δράσεων επιλαμβανόταν (π.χ. μέριμνα για τα ορφανά των πεσόντων πολεμιστών). Επίσης η σκοπιμότητα της συλλογικής αυτοσυντήρησης (πρόληψη ταραχών και στάσεων) οδηγούσε ενίοτε την Πολιτεία να παίρνει μέτρα κατά της φτώχειας (π.χ. παροχή γης και έμμισθης απασχόλησης). Φτώχεια υπήρχε πάντοτε. Η ζωή ήταν δύσκολη για τον φτωχό, αλλά μόνο στα χέρια του μπορούσε να ελπίζει. Αν ήταν γέρος, χωρίς παιδιά να τον κοιτάξουν, αλλοίμονό του.

Τα ίδια ίσχυαν για την αρρώστια. Η Πολιτεία νοιαζόταν μόνο αν η αρρώστια την αφορούσε ως σύνολο, όπως π.χ. στην περίπτωση, που αντάμειψε τον Ιπποκράτη με δια βίου σίτιση στο Πρυτανείο, επειδή έσωσε την Αθήνα από την πανούκλα. Οι ιδιώτες ασθενούντες δεν ήταν στην αρμοδιότητά της. Γι’ αυτούς ειδικά φρόντιζε ο Ασκληπιός (από τους πιο αγαπητούς θεούς των Ελλήνων), μέσω των ειδικών ιδρυμάτων του (ναών – Ασκληπείων) και των ειδικών υπαλλήλων του (ιερέων – ιατρών).

Όταν, λοιπόν, βλέπουμε τους Αθηναίους να στήνουν βωμό στον θεό Έλεον,[iii] αντιλαμβανόμαστε ότι εκτιμούν την αξία της θείας φιλανθρωπίας. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να βλέπουν την ανθρώπινη φιλανθρωπία σαν κάτι το μάλλον ασύμβατο με την αξιοπρέπεια του ελεύθερου ατόμου-πολίτη.

2. Στο Βυζάντιο.

Στην οικουμενική φάση του ελληνικού κρατικού συστήματος, την βυζαντινή, τα πράγματα εμφανίζονται ριζικώς διαφορετικά.

Το ανιδιοτελές συναίσθημα της φιλανθρωπίας έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία. Στη σφαίρα της βυζαντινής πίστης ο Θεός σχεδόν ταυτίζεται με τη φιλανθρωπία του, καθ’ ότι «αγάπη εστί». Έγινε μάλιστα το απόλυτο θύμα της ανθρώπινης αρρώστιας προκειμένου να τη θεραπεύσει. Ο χριστιανός καταξιώνεται στο μέτρο ακριβώς που ενσαρκώνει το φιλάνθρωπο παράδειγμα του Χριστού.

Η εμφύτευση του χριστιανικού παραδείγματος στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτισμού μετατόπισε τον άξονα περιστροφής του προς την κατεύθυνση της ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας. Εκκλησία και Πολιτεία έχουν κάνει κοινή υπόθεσή τους τη φιλανθρωπία. Η βυζαντινή Οικουμένη εμφανίζεται έτσι ως η πρώτη φιλάνθρωπη κοινωνία της ιστορίας.[iv]

Ο κύριος όγκος του φιλανθρωπικού έργου ασκείται εκεί από την Εκκλησία, η οποία παριστάνει, με τον ένα ή τον άλλο βαθμό επιτυχίας, την ενσάρκωση της παραδειγματικής Πολιτείας στο εσωτερικό της ιστορικής Πολιτείας. Η βυζαντινή Πολιτεία, όπως και οι ιδιώτες, εμπιστεύονται την Εκκλησία στο μέτρο που οι υπηρέτες της (επίσκοποι και πρεσβύτεροι) και τα μέλη της (έγγαμοι και μοναχοί), εφαρμόζουν την εντολή του αρχηγού της[v] και δίνουν το παράδειγμα της ανιδιοτέλειας. Τέρατα ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας, όπως οι άγιοι Ακέραιος, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Νικόλαος Μύρων, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αττικός, Ευφροσύνη, Θεοδόσιος, Ιωάννης ο Ελεήμων[vi], Ακάκιος[vii] και πλήθος άλλοι, καθιέρωσαν ως αδιαμφισβήτητη τεκμαρτή απόδειξη αγιότητας, δηλαδή ευθυγράμμισης με το ύψιστο ανθρωπολογικό υπόδειγμα, την ακαταπόνητη φιλανθρωπία.

Το Βυζάντιο ήταν, λοιπόν, «κράτος πρόνοιας». Κεντρικός θεσμός του βυζαντινού προνοιακού συστήματος ήταν τα μοναστήρια. Γύρω τους λειτουργούσαν ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία, πτωχοτροφεία, νοσοκομεία, λεπροκομεία, γηροκομεία, γηροτροφεία, ξενοδοχεία[viii] και άσυλα αστέγων, Το κράτος συμμετείχε είτε αυτόνομα, συντηρώντας το ίδιο τέτοια ιδρύματα, είτε έμμεσα, χρηματοδοτώντας την προνοιακή λειτουργία των μοναστηριών. Απ’ αυτή την άποψη τα μοναστήρια «δεν ήταν παρά το μακρύ χέρι του κράτους», όπως λέει ο H.-G. Beck.[ix] Η όλη προνοιακή δραστηριότητα χρηματοδοτούνταν από τη φορολογία, από τις δωρεές και τις διαθήκες των ευσεβών ιδιωτών. Σ’ αυτήν πρέπει να προσθέσουμε τη σχετική δημοσιονομική πολιτική, όπως του καθορισμού οροφής στις τιμές των βασικών ειδών διατροφής, της επιδότησης του ενοικίου των φτωχών, τα δημόσια συσσίτια κλπ.[x]

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αξιώματα που αναφέρονταν στη διαχείριση του προνοιακού συστήματος, όπως π.χ. του «Ορφανοτρόφου» και του «Πτωχοτρόφου», απολάμβαναν μεγάλη περιωπή. Κατείχαν μια πολύ υψηλή θέση στο αυτοκρατορικό Πρωτόκολλο.

Κάθε αυτοκράτορας που σέβονταν τον εαυτό του, θεωρούσε υποχρέωσή του να προσθέσει τη συμβολή του στο κοινωνικό οικοδόμημα της φιλανθρωπίας. Χαρακτηριστική, και αποκαλυπτική συνάμα, για τη χριστιανική προέλευση της φιλανθρωπίας ως κρατικού μελήματος, είναι μια επιστολή του αυτοκράτορα Ιουλιανού στον εθνικό αρχιερέα της Γαλατίας Αρσάκιο. Είναι ντροπή, του λέει, να μονοπωλούν οι χριστιανοί τη φιλανθρωπία. Και τον παρακινεί να τους συναγωνιστεί στην ίδρυση ξενοδοχείων.[xi]

Το χριστιανικό παράδειγμα είχε επηρεάσει και ονομαστούς μη χριστιανούς, ήδη από την προβυζαντινή εποχή. Ο Πλωτίνος π.χ. είχε μετατρέψει το σπίτι του σε ορφανοτροφείο.

3. Ο φιλανθρωπικός αρχέτυπος.

Ονομάζουμε ανιδιοτελή τη χωρίς ανταπόδοση φιλανθρωπία. Κάθε άλλη μορφή, π.χ. η δωρεά για να επωφεληθώ από τις φοροαπαλλαγές ή για να διαφημίσω την επιχείρησή μου, είναι ιδιοτελής φιλανθρωπία.

Μιλάμε βεβαίως για «φυσική», υπαρκτή εδώ και τώρα, και όχι «μεταφυσική» ανταπόδοση. Το επιχείρημα ότι η προσδοκία «μεταφυσικής ανταπόδοσης» κάνει και πάλι ιδιοτελή τη φιλανθρωπία, είναι επιχείρημα τυπικά σοφιστικό. Το «επιχείρημα» αυτό αρέσει πάρα πολύ σ’ εκείνους που φοβούνται μήπως αναδυθεί η ανιδιοτέλεια μέσα τους και τους υπονομεύσει το εγώ.

Το Βυζάντιο είχε πλήρη επίγνωση της διαφοράς. Την αξιοποίησε δε επωφελώς και στις τρεις βαθμίδες της χριστιανικής ανθρωπολογικής κλίμακας: Ο άνθρωπος του φόβου (ο «δούλος του Θεού») κάνει το καλό επειδή φοβάται την Κόλαση. Του θύμιζε λοιπόν την ύπαρξη της Κολάσεως. Ο άνθρωπος του κέρδους (το Άτομο, ο «μισθωτός εργάτης του Θεού») κάνει το καλό επειδή ελπίζει να κερδίσει τον Παράδεισο. Του υποσχόταν λοιπόν απλόχερα τον Παράδεισο. Το Πρόσωπο (ο «Φίλος του Θεού») κάνει το καλό επειδή αγαπά. Αυτόν δεν χρειαζόταν ούτε να τον φοβίσει ούτε να τον δελεάσει, γιατί αυτός ήταν η ψυχή του όλου συστήματος.[xii]

Όσο ο τρίτος αυτός τύπος ανθρώπου διατηρούσε την επιρροή του και οι μπαταρίες της ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας φορτίζονταν, το προνοιακό σύστημα λειτουργούσε ικανοποιητικά. Όσο η επιρροή του υποβαθμιζόταν παρήκμαζε. Τότε ο Σοφιστής (ο εγωτικός ατομικισμός) ταύτιζε την τρίτη βαθμίδα με την πρώτη, το Πρόσωπο με τον Δούλο, αποκτούσε το πάνω χέρι και η αποσύνθεση έπαιρνε τη σκυτάλη ακάθεκτη. Άσφαλτη ένδειξη ότι το σύστημα κινδύνευε πάντοτε ήταν η ανάλογη πάχυνση των διαχειριστών του. Ήταν μοιραίο, για τον λόγο αυτό, να καταρρεύσει κάποια στιγμή. Τίποτα δεν είναι αθάνατο στον μάταιο τούτο κόσμο. Κράτησε όμως χίλια χρόνια.

Η γνώση του θέματος εμπεριέχεται στον χριστιανικό αρχέτυπο της φιλανθρωπίας: την παραβολή του «Καλού Σαμαρείτη». Τα στοιχεία της είναι σε όλους γνωστά: οι ληστές, το θύμα, οι αδιάφοροι «δικοί» μας, ο φιλάνθρωπος ξένος και ο ξενοδόχος. Υπάρχει θύμα, επειδή προφανώς υπάρχουν ληστές. Η υποβαλλόμενη λύση έχει έτσι δύο σκέλη: Κυνηγήστε τους ληστές. / Περιθάλψτε το θύμα.

Το πρώτο απαιτεί μια ευνομούμενη – αντιληστρική Πολιτεία. Το δεύτερο απαιτεί σπλαχνικούς ανθρώπους («καλούς Σαμαρείτες») και κοινωνική πρόνοια («πανδοχεία»). Αλλά προσοχή: Η λύση προσκρούει α) στην αδιαφορία των «δικών» μας (των ταγμένων στην υπηρεσία της) και β) στην υποτίμηση του ξένου/κατώτερου (ο Σαμαρείτης είναι «μίασμα» για τον Ιουδαίο), από τον οποίο όμως «κατώτερο» και ξένο μπορούμε να περιμένουμε την ευσπλαχνία.

Φυσικά το ιδεώδες θα ήταν μια κατάσταση, όπου δεν υπάρχουν ληστές και άρα θύματα. Κάτι τέτοιο όμως θεωρούνταν ανέφικτο από τους Έλληνες, τόσο τους αρχαίους όσο και τους βυζαντινούς. Για τους πρώτους: πατήρ πάντων είναι ο πόλεμος. Για τους δεύτερους: άρχων του κόσμου τούτου είναι ο διάβολος (διαβολή – διαμάχη – πόλεμος). Είναι αδύνατο να εξαλειφθεί η βία. Το μέγιστο, που μπορεί να γίνει, είναι να καταστέλλεται η αυθαίρετη βία από τη νόμιμη βία.

Η πεποίθηση αυτή αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιοπολιτικού οπλοστασίου του αρχαίου και του βυζαντινού ελληνικού κόσμου.

4. Σε επίπεδο Οικουμένης.

Όσο μπορούσε να αναπαράγεται η πόλις-κράτος το πρόβλημα λυνόταν με τον τρόπο που ήδη εκθέσαμε. Λυνόταν, εννοείται, για τους έχοντες πολιτικά δικαιώματα: τους μετέχοντας κρίσεως και αρχής.

Από ένα σημείο όμως και πέρα η πόλις-κράτος είχε ξεπεραστεί, επειδή αδυνατούσε να διαχειριστεί την «παγκοσμιοποίση» της εποχής της: το οικουμενικό σύστημα που είχε δημιουργήσει η ανάπτυξή της. Η αδυναμία αυτή επικυρώθηκε από τον διαπολεοκρατικό Πελοποννησιακό πόλεμο και από την ανάπτυξη του σοφιστικού-σχετικιστικού πνεύματος, το οποίο αποσάθρωνε την ανθρωπολογική βάση του πολεοτικού συστήματος: την υπεύθυνη ατομικότητα. Αυτό το τελευταίο ήταν που καθιστούσε την αδυναμία ανήκεστη.

Τελικώς εφευρέθηκε κρατική μορφή διαχείρισης σε επίπεδο Οικουμένης, με τη ρωμαϊκή επινόηση της πολιτικής ιδιότητας δύο επιπέδων: Να είσαι πολίτης της πόλης σου, του Κοινού της καταγωγής σου. Και συγχρόνως να είσαι πολίτης της Ρώμης, της «Κοσμόπολης»: «ρωμαίος πολίτης» – «κοσμοπολίτης». (Πράγμα που δεν θα αλλάξει με την αντικατάσταση της παλιάς Ρώμης από τη νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη.)

Το διώροφο πολιτειακό σχήμα δεν μπορούσε, ωστόσο, να εξασφαλίσει από μόνο του τη βιώσιμη αντιμετώπιση του προβλήματος. Πρώτον, γιατί δεν ήταν εύκολο να εφαρμοστεί στο επίπεδο της κοσμόπολης-κράτους η λύση που ίσχυε νωρίτερα στο επίπεδο της πόλης-κράτους. Και δεύτερο και σπουδαιότερο, γιατί η κρίση της εξατομίκευσης κατέστρεφε τον ανθρωπολογικό φορέα της αρχαιοελληνικής λύσης. Στο σημείο ακριβώς αυτό ήρθε να δώσει τη λύση της η παρεμβολή του χριστιανισμού, με την αναγωγή της ανιδιοτελούς φιλανθρωπίας σε υπέρτατη κοινωνική και υπαρκτική αξία.

Στην ουσία ο χριστιανισμός παρεμβαίνει στον κινητήρα της καταρρέουσας ελληνικής ατομικότητας, για να μεταλλάξει τους εξαντλημένους ηρωικούς (ομηρικούς) ελκυστές της σε αυτοθυσιαστικό ηρωισμό νέου τύπου: υπέρ των πασχόντων αδιακρίτως. Με τον τρόπο αυτό ο χριστιανισμός κατορθώνει να συγκρατήσει το ελληνικό Άτομο, για να μη διαλυθεί τελείως. Και αφ’ ετέρου, το βοηθά να ανέλθει στη βαθμίδα του Προσώπου, όπου η συνταύτιση ελευθερίας και ανιδιοτελούς αγάπης, καθιστά την ατομική ελευθερία απρόσβλητη και την αγάπη αδούλωτη.

Στην ειδική αυτή βάση ο χριστιανισμός και η ελληνική ανθρωποκεντρική παράδοση, συνέπηξαν συμμαχία στους προβυζαντινούς χρόνους, για να πολεμήσουν από κοινού τη γνωστικίζουσα παγανιστική ιδιωτεία, την τόσο ελκυστική για τον σκεπτόμενο ανέστιο άνθρωπο. Η κοινή νίκη τους εναντίον του γνωστικισμού υπήρξε η βάση της μακράς φιλίας ελληνισμού και χριστιανισμού, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η βιωσιμότητα του βυζαντινού ιστορικού σχήματος.

5. Στο ανθρωπολογικό πεδίο.

Η ανιδιοτελής φιλανθρωπία γίνεται όχημα για τη μετάλλαξη του Ατόμου σε Πρόσωπο, επειδή δίνει τη δυνατότητα στο Άτομο να απελευθερωθεί από τα πάθη του.

Από ένα σημείο και πέρα στην ανάπτυξη του Ατόμου, η εξωτερική ελευθερία του δεν μπορεί να διατηρηθεί, αν δεν ολοκληρωθεί σε εσωτερική πνευματική ελευθερία. Αν δηλαδή το Άτομο δεν απαλλαγεί από τα πάθη του. Μας το έδειξε ήδη η αρχαιοελληνική ατομικότητα, η οποία προσπάθησε, αλλά χωρίς επιτυχία, να κρατηθεί από το τραγικό «δέος» και τη φιλοσοφική «αρετή», προκειμένου να αποφύγει την αποσύνθεσή της.

Αποκαλυπτική είναι, απ’ αυτή την άποψη, η υπαρκτική εφαρμογή του φιλανθρωπικού αρχέτυπου. Η εφαρμογή του στον εαυτό μας, όπου: «Ληστές» είναι τα πάθη μας. «Θύμα» τους η ζωή μας. Αδιάφοροι «δικοί» μας: οι αξίες μας, τα πρότυπά μας. Υποτιμημένος «ξένος»: ο Εσταυρωμένος Υιός-Λόγος της Αγάπης. Και «παν-δοχείο» η εκάστοτε Εκκλησία του. Και ο νοών νοείτω.

Ρίζα των παθών είναι η φιλαυτία, σύμφωνα με την βυζαντινή ανθρωπογνωσία.[xiii] Γι’ αυτό κάθε αγώνας εναντίον τους τα κάνει ακόμα χειρότερα, αν αφήνει άθικτη τη φιλαυτία. Ο μόνος τρόπος να καρποφορήσει ο αγώνας εναντίον των παθών είναι η άρση της φιλαυτίας. Πράγμα αδύνατο δίχως την άσκηση της φιλανθρωπίας. Στο σημείο αυτό η βυζαντινή εμπειρία και γνώση είναι αξεπέραστη. Σοφά επεξεργασμένη είναι ανοιχτή και προσιτή σε όποιον δεν φοβάται να εκτεθεί στην επίδρασή της.

Παράδειγμα: Η έννοια της «αμαρτίας», ως πανανθρώπινης αρρώστιας. Η αυθεντική σημασία του παρεξηγημένου αυτού τεχνικού όρου της βυζαντινής ψυχιατρικής έχει χαθεί, μαζί με τόσα άλλα παλιά πράγματα υψηλής αξίας. Σήμαινε τη συνηθισμένη ανθρωπολογική μας κατάσταση, όπου ενώ έχουμε όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές, για να γίνουμε πολίτες μιας Πολιτείας θεμελιωμένης στην απόλυτη πνευματική ελευθερία, μας αρέσει, αντίθετα, να κυλιόμαστε στην απόλυτη πνευματική δουλεία, σαν τους χοίρους στη λάσπη.

Η πιο τυπική συνιστώσα της «αμαρτίας» με αυτή τη έννοια, δηλαδή ως πάγιας ανθρώπινης κατάστασης, είναι ακριβώς η θεμελίωση της κοινωνικής θέσμισης και των τρεχόντων συλλογικών και ατομικών αποφάσεων, στη βιαιοπραγία, την ασπλαχνία και την αναισθησία. Και η πεποίθησή μας ότι είναι «φυσική» η «παρά φύσιν» αυτή κατάσταση. Ως βασική θεραπευτική αγωγή, εναντίον του ζοφερού αυτού ύπνου της ψυχής, η βυζαντινή ψυχιατρική συνιστά: ανιδιοτελή φιλανθρωπία σε γενναίες επαναληπτέες δόσεις. Δίχως την αγωγή αυτή καμιά αφύπνιση δεν θεωρείται εφικτή.

Ο νέος τύπος ανθρώπου, ο ασκητικός άνθρωπος της ανιδιοτελούς προσφοράς, είχε σαφή την επίγνωση ότι εισάγει στη ρωμαϊκή Οικουμένη μια τρίτη βαθμίδα πολιτειακής δικαιοδοσίας, έξω από τη σφαίρα των παθών. Ότι αντλώντας απ’ αυτήν το νόημα της ύπαρξής τους, οι πολίτες του Κόσμου και των Κοινών, καθίστανται ικανοί να παίρνουν αποφάσεις ελεύθερες από τις αντίστοιχες ενδοκοσμικές και ενδοκοινοτικές τους δουλείες.

Σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται το μυστικό της εκπληκτικής, ως προς την έκταση και τη βιωσιμότητά της, βυζαντινής φιλανθρωπίας. Μαζί και της χιλιόχρονης μακροημέρευσης της μοναδικής «παγκοσμιοποίησης» στην ιστορία, η οποία ευτύχησε να αυτοθεσμιστεί.

6. Στο νεωτερικό παρόν.

Η Δύση χαμπάρι δεν πήρε, για ό,τι συνέβη στο ανατολικό ημισφαίριο της ρωμαϊκής Οικουμένης. Οπισθοδρομώντας στην δεσποτική-φεουδαρχική βαρβαρότητα, υποχρεώθηκε να ξαναπάρει το δρόμο του πολιτισμού από την αρχή.

Παρόλο που υπήρξε «τριτοκοσμική περιφέρεια» της ελληνικής Ανατολής,[xiv] ο δρόμος που πήρε, κάτω από τη βίαιη ώθηση του βορειοευρωπαϊκού ατομισμού, ήταν τελείως καινούργιος. Άσχετος και ξένος προς αυτόν που είχαν πάρει οι Έλληνες από τη μυκηναϊκή εποχή, για να καταλήξουν στη βυζαντινή Οικουμένη. Μιλώ για τον ειδικό δρόμο της Δύσης, ο οποίος μας έφερε στο νεωτερικό Άτομο και στο εθνοκρατικό πολιτειακό του οικοσύστημα.

Άτομα ήταν βεβαίως και τα δύο, τόσο το ελληνικό όσο και το νεωτερικό, αφού πρόταγμά τους ήταν η ατομική ελευθερία. Υπήρξε όμως διαμετρικά αντίθετη η κατεύθυνση της ανάπτυξής τους.

Το ελληνικό Άτομο επιδίωκε την εξωτερική ανάπτυξη της ατομικής ελευθερίας, μέσω της αδιαμεσολάβητης διαπροσωπικής διαβούλευσης, η οποία επεκτείνει την αυτεξουσιότητα από τον ένα στον άλλο τομέα της συλλογικής ζωής, μέχρι να συμπεριλάβει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.

Το νεωτερικό Άτομο, αντίθετα, επιδιώκει την εσωτερική ανάπτυξη της ατομικής ελευθερίας του, την οποία και αντιλαμβάνεται ως ελευθερία ακώλυτης ικανοποίησης των ατομικών παθών. Για να την επιτύχει καινοτομεί την εξουδετέρωση της κοινωνικής επικινδυνότητας των παθών, μέσω της διαμεσολάβησης των διυποκειμενικών σχέσεων με απρόσωπα συστήματα, στα οποία και εναποθέτει, εξ ολοκλήρου, τη διαχείριση της κοινωνικής παθολογίας. Ο άλλος, ως πάσχων, ενδεής και αιτούμενος ελέους, υπόκειται έτσι σε καταστατική διαγραφή από τον υπαρκτικό ορίζοντα του νεωτερικού Ατόμου. Το υπαρκτικό κενό που παράγει η συστημική διαγραφή του Άλλου, αναπληρώνεται από την υπερτροφική ανάπτυξη του αυτοαναφορικού φαντασιακού: της «εσωτερικότητος».[xv]

Ήδη το νεωτερικό Άτομο κατόρθωσε να υλοποιήσει το ιδεώδες του: Έχει κατασκευάσει μια πλανητικού επιπέδου Τεχνόσφαιρα. Ασύλληπτη και ιλιγγιώδη, όχι μόνο σε έκταση, αλλά και σε πολυπλοκότητα. Έχει κλειστεί μέσα της, ακριβώς όπως το είχε συλλάβει στις σκοτεινές στοές της εκκοσμικευμένης μεσαιωνικής Γνώσης του: «ελεύθερο» από τη Φύση και τη Μεταφύση. Και προσπαθεί, εκεί μέσα, με ακαταπόνητη επινοητικότητα, να γεμίσει τον καταναλωτικό πίθο των Δαναΐδων. Να «ικανοποιήσει» τον αποθηριωμένο «όχλο των παθών».[xvi] Η τραγωδία του νεωτερικού Ατόμου είναι ότι η επίτευξη του καταστατικού στόχου του πολιτισμού του και η ανθρωπολογική ολοκλήρωσή του, το έφερε ήδη μπρος στην ίδια αρρώστια, η οποία είχε συντρίψει το ελληνικό Άτομο: την κρίση της εξατομίκευσης: τον σχετικισμό, το κενό νοήματος, τον μηδενισμό. Αποσυντίθεται τώρα που η ακμαιότητά του είναι απολύτως αναγκαία. Τώρα που στους ώμους του στηρίζεται ολόκληρο Παγκόσμιο Σύστημα.

Όπως η Πόλις-κράτος είχε ξεπεραστεί από μια υπερπολεοκρατική Οικουμένη, η οποία ζητούσε ενιαία κρατική διαχείριση, ενώ το υποκείμενό της διαλυόταν, έτσι και τώρα: Το Έθνος-κράτος έχει ξεπεραστεί από την υπερεθνοκρατική Οικουμένη του και ζητείται η δημιουργία μιας υπερεθνικής-οικουμενικής κρατικής διαχείρισης, η βιωσιμότητα της οποίας απαιτεί εναρμόνιση με το εθνοκρατικό κεκτημένο. Κι όλα αυτά στα πλαίσια ενός Συστήματος, του οποίου η αναπαραγωγή καταστρέφει την εξωτερική του βάση: τη Βιόσφαιρα.

Χρειάστηκε να πετύχουν/αποτύχουν αιματηρότατες νεωτερικές επαναστάσεις, για να φτάσουμε εδώ. Εκατομμύρια νεκροί. Άπειρος βασανισμός και ποδοπάτημα του ανθρώπου. Το επαναστατικό ζητούμενο, σύστοιχο με το νεωτερικό πρόταγμα της φαντασιακής αυτοπραγμάτωσης, ήταν να ξεσηκωθούν τα θύματα. Να εξοντώσουν τους ληστές. Να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Και να επιβάλουν την τέλεια κοινωνία (της Λογικής ή της Ισότητας), η οποία ελλείψει ληστών και θυμάτων, δεν θα είχε, επιτέλους, ανάγκη την ανιδιοτελή φιλανθρωπία και τον εσταυρωμένο εκπρόσωπό της.

Παράλληλα οι «ληστές» του δυτικού καπιταλισμού, φοβούμενοι μην έχουν την τύχη των καρατομημένων ανατολικών συναδέλφων τους, έκαναν γενναίες σοσιαλδημοκρατικές παραχωρήσεις στα δικά τους «θύματα», χρηματοδοτώντας την οικοδόμηση εκτεταμένων προνοιακών συστημάτων, από τις συσσωρευμένες τριτοκοσμικές υπεραξίες (σύμφωνα με τις πλέον δημοφιλείς, κατά τον 20ο αιώνα, αναλύσεις του ιμπεριαλισμού). Μετά το 1989, που εξέλιπε το «αντίπαλο δέος», οι προνοιακές κατακτήσεις-παραχωρήσεις έχασαν το νόημά τους. Και «παίρνονται πίσω».

Το νέο ιστορικό περιβάλλον είναι φυσικά ο παράδεισος όλων των αρχετυπικών «ληστών»: παλιών και νέων, ατομικών και εταιρικών, κρατικών και παρακρατικών. Τα θύματά τους ατελείωτα. Πρώτα πρώτα είναι ο ίδιος ο κυρίαρχος νεωτερικός τύπος ανθρώπου, ο οποίος έχει προγραμματικά αποφασίσει ότι το είναι του συμπίπτει με τα πάθη του. Και ότι ζωή του είναι η λεηλασία της ψυχής του.

Είναι προφανές, ότι για να αντιμετωπιστούν τέτοιας απίστευτης έκτασης υπαρκτικά, κοινωνικά, πολιτικά, «περιβαλλοντικά» κλπ. προβλήματα, δεν αρκούν οι φιλανθρωπικές ασπιρίνες της εταιρικής, της ταξικής ή της «διεθνιστικής» σκοπιμότητας. Ούτε οι επιβεβλημένες από την ανάγκη αντιστάσεις στις αυτοκτονικές απορρυθμίσεις, της όποιας σοσιαλδημοκρατικής πρόνοιας στοιχειώνει ακόμη το εθνοκρατικό κεκτημένο.

Χωρίς μια πλανητικού μεγέθους προσφυγή στην ανιδιοτελή φιλανθρωπία, το μεταμοντέρνο μέλλον του γενναίου νεωτερικού μας κόσμου δεν προοιωνίζεται καθόλου λαμπρό.

7. Σύνοψη

Ανακεφαλαιώνοντας την ανάλυση του προβλήματος διαπιστώνουμε: α) Ότι έχει δύο όψεις ξεχωριστές και αδιάσπαστα ενωμένες: την υπαρκτική και την κοινωνική. Και β) ότι η λύση είναι προσωπική και στις δύο.

Κατόπιν τούτου ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας αξιότιμε αναγνώστη: Μήπως είσαι ληστής; Αν όχι προς τι η βιαστική απομάκρυνση από το θύμα (έξω σου και μέσα σου);

 

Από τη συλλογή άρθρων «Περί φιλανθρωπίας». (Eκδοση art-emis, Αθήνα 2009 – www.artemisathens.org)



[i] Ως διανθρώπινη σχέση ο όρος είναι στην κυριολεξία του ανακριβής. Συνιστά καταχρηστική επέκταση της «θεϊκής φιλανθρωπίας», όπου και κυριολεκτείται. Επιπλέον μια πράξη «φιλανθρωπίας» δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη «φιλία» προς τον ευεργετούμενο.

[ii] Διός εισιν άπαντες ξείνοι τε πτωχοί τε (Οδύσσεια ζ 207 και ξ 57).

[iii] Παυσανίας 1. 17. 1.

[iv] Κ. Άμαντος, Η ελληνική φιλανθρωπία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Διάλεξη υπέρ των προσφύγων της Μικράς Ασίας, στην Εταιρεία Βυζαντινών σπουδών, 22-10-1922. (ΑΘΗΝΑ Σύγγραμμα Περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, τ. 35 σ. 131. Αθήνησιν. Εκ του Τυπογραφείου Π.Δ. Σακελλαρίου, 1923.) Στο κείμενο αυτό παρέχεται πλούτος στοιχείων για τη φιλανθρωπία στο Βυζάντιο.

[v] «… πείνασα και μου δώσατε να φάω. Δίψασα και με ποτίσατε. Ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε. Γυμνός και με ντύσατε. Αρρώστησα και με επισκεφθήκατε. Στη φυλακή ήμουν και ήρθατε …» (Ματθ. 25, 34.)

[vi] «Η ακαταπόνητος δράσις του (Ελεήμονος) υπέρ των δυστυχούντων εδείχθη προ πάντων, όταν μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ υπό των Περσών (615 μ. Χ.) κατέφυγον άπειροι πρόσφυγες εις Αλεξάνδρειαν. Ίδρυσε νοσοκομεία και πτωχοτροφεία, ετοποθέτησε τους υγιείς εις ξενοδοχεία, εξηγόρασε αιχμαλώτους, διένειμε καθ’ εκάστην βοηθήματα εις τους προσερχομένους οιουσδήποτε απόρους, εφρόντισεν ακόμη και περί απόρων γυναικών επιτόκων. Λέγεται ότι έτρεφε πολλάκις 7500 πτωχούς. Είναι φανερόν πόσην επίδρασιν ηδύνατο να έχη το παράδειγμα του Ελεήμονος εις τον τότε χριστιανικόν κόσμον.». (Κ. Άμαντος, ό.π. σ. 135.)

[vii] «Ανάλογος προς την περίθαλψιν των πτωχών ήτο η πρόνοια περί των αιχμαλώτων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Εκ των παλαιοτέρων ονομαστόν είναι το παράδειγμα του επισκόπου Αμίδης Ακακίου, όστις επώλησε κειμήλια της Εκκλησίας προς εξαγοράν παρά των στρατιωτών του Βυζαντίου Περσών αιχμαλώτων. “Αύτη η του θαυμαστού Ακακίου πράξις πλέον τον Περσών βασιλέα κατέπληττεν, ότι αμφότερα Ρωμαίοι μεμελετήκασι πολέμω τε και ευεργεσία νικάν”.». (Κ. Άμαντος, ό.π. σ. 137.)

[viii] Ξενώνες, ξενοδοχεία, ξενοκομεία, πανδοχεία, ονομάζονταν τα ιδρύματα τα οποία περιέθαλπαν κυρίως τους ξένους, εμπόρους, στρατιώτες, αιχμαλώτους, προσκυνητές, μεταξύ των οποίων και τους ντόπιους φτωχούς.

[ix] Εντυπωσιάζει τους συγχρόνους μας η πληθώρα των μοναστηριών στο Βυζάντιο και ειδικά μέσα στην πρωτεύουσα και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Δεν γνωρίζουν ότι τα μοναστήρια, εκτός από τη σωτηρία της ψυχής των μοναχών, επιτελούσαν πλήθος άλλες κοινωνικές λειτουργίες, μεταξύ των οποίων το σύνολο των αναγκαίων για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής προνοιακών δραστηριοτήτων.

[x] Hans – Georg Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, σ.348. (ΜΙΕΤ Αθήνα 1990.)

[xi] «Ξενοδοχεία καθ’ εκάστην πόλιν κατάστησον πυκνά, ίν’ απολαύσωσιν οι ξένοι της παρ’ ημών φιλανθρωπίας, ού των ημετέρων μόνον, αλλά και άλλων όστις αν ενδεηθή χρημάτων. Όθεν δ’ ευπορήσεις, επινενόηταί μοι… αισχρόν γαρ ει… τρέφουσιν οι δυσσεβείς Γαλιλαίοι προς τοις εαυτών και τους ημετέρους, οι δ’ ημέτεροι της παρ’ ημών επικουρίας ενδεείς φαίνονται…» (Juliani, quae superunt, έκδ. Hertlein σ. 553. Πρβ. Θεοφάνους Χρονογραφία, τ. Α’ σ.134. Αρχαίο κείμενο και μετάφραση αρχ. Ανανία Κουστένη. Εκδόσεις Αρμός. Αθήνα 2007.)

[xii] Για την τρίβαθμη ανθρωπολογική κλίμακα βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, σ.240. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αθήναι 1989.

[xiii] Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, Νόσος και θεραπεία στην Ορθόδοξη θεολογία. (Στο Ορθοδοξία και σύγχρονος κόσμος. Κέντρο Μελετών Ι.Μ. Κύκου. Λευκωσία 2006.)

[xiv] Γ. Κοντογιώργης, Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα, τ. Ι. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. Αθήνα 2006.

[xv] «Η φαντασία είναι το αντίδοτο των Νέων Χρόνων κατά του δικού τους μηδενός: τα πλάσματά της προσφέρουν γενναιόδωρα στον άνθρωπο την δυνατότητα να αυτοπραγματωθεί δημιουργικά ως ελεύθερη ύπαρξι.» (Στ. Ράμφος, Γενάρχες πεπρωμένων, σ.23. Αρμός Αθήνα 2007.) Αλλά: Τι γίνεται αν το «δημιουργικά αυτοπραγματωμένο» φαντασιακό είναι αφύσικο, ανελεύθερο και απάνθρωπο; Για πόσο η φυσική πραγματικότητα θα είναι εφεκτική στον βιασμό της από την «αυτοπραγματούμενη» φαντασίωση;

[xvi] Έκφραση του Μεγάλου Φωτίου. (Ι. Ζηζιούλας, ό.π.)

 

Αναδημοσίευση από το Αντίφωνο

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Να γίνει η ανάσα αναπνοή

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 24 Δεκεμβρίου 2009

Δεν ξέρω αν είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων, αλλά έχω την αίσθηση ότι από προχθές αρχίζει και μαλακώνει ο πολικός χειμώνας των διεθνών αγορών για την Ελλάδα.

Ο κύκλος των υποβαθμίσεων ξεκίνησε με τη σβουριχτή σφαλιάρα των, κατά την τράγκειο έκφραση, «φίτσηδων» και κλείνει, προσώρας τουλάχιστον, με το φιλικό σκαμπίλι της Moody’s. Το spread των 10ετών ομολόγων από εκεί που πήγαινε για τις 300 μονάδες βάσης άλλαξε φορά και πιο πιθανό τώρα είναι να φλερτάρει με τις 200.

Τα άκρως εχθρικά δημοσιεύματα και σχόλια των Μέσων Ενημέρωσης της αλλοδαπής πιθανότατα θα συνεχίσουν να μας αντιμετωπίζουν αυστηρά, εγκαταλείποντας όμως τους προσβλητικούς και απαξιωτικούς για τη χώρα μας χαρακτηρισμούς.

Στη γραμμή του ενός ή και των δύο κλικ παρακάτω, σε σχέση με προηγουμένως, αναμένεται να κινηθούν και οι κοινοτικοί παράγοντες οίτινες διαμορφώνουν το κλίμα για έναν έκαστο των 27 εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σίγουρα στη διαμορφούμενη εκεχειρία μεταξύ ελληνικών και ξένων αγορών και οίκων αξιολόγησης συνετέλεσε, εκτός από τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις, και η επιδειχθείσα αποφασιστικότητα της κυβερνήσεως και του πρωθυπουργού προσωπικά να εξαγγείλει ένα συγκροτημένο, συνεκτικό και «σκληρό» πρόγραμμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα επαναφέρει, έστω και σε βάθος τετραετίας, τη δημοσιονομική ευταξία στην πολύπαθη χώρα του πολυμήχανου (και περί τη δημιουργική λογιστική) Οδυσσέα.

Η επίσκεψη του υπουργού Οικονομικών σε τρεις σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο), καθώς και ο επ’ εσχάτων καλός συντονισμός κυβερνήσεως, τραπεζών και οικονομικών παραγόντων, συνετέλεσαν επίσης στην πτώση του πυρετού της ελληνικής οικονομίας.

Ρόλο, που μέλλει να αποδειχθεί πόσο σημαντικός είναι, φαίνεται να έπαιξε και το γεγονός ότι ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να μεταφέρει, προσώρας στο παρασκήνιο, και στην οικονομία τον πολυδιάστατο τρόπο με τον οποίον άσκησε και ασκεί επιτυχώς διπλωματία από το πόστο του υπουργού Εξωτερικών.

Η εισαγωγή της «κίτρινης παραμέτρου» (δηλαδή των Κινέζων) στο παζλ της εξεύρεσης πόρων είτε για δανεισμό είτε για ανάπτυξη είναι σίγουρα κάτι το θετικό, εφόσον γίνει με όρους αμοιβαίου συμφέροντος.

Και βέβαια θα πρέπει να εκτιμηθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι, παρά τις όποιες φραστικές αψιμαχίες, επεδείχθη, σχεδόν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και των φορέων κοινωνικής και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, ψυχραιμία και πνεύμα κατανόησης -αν όχι και συνεργασίας- με την κυβέρνηση, προκειμένου να ξορκιστεί το φάντασμα της χρεοκοπίας και της πτώχευσης.

Αυτό σίγουρα δεν αποτυπώνεται σε διακομματικά μνημόνια ή κυβερνητικούς συνεταιρισμούς, όπως σε άλλες χώρες σε έκτακτες περιόδους κρίσης, όμως το γεγονός και μόνον ότι η χώρα «δεν κατέβασε ρολά» ένεκα μαζικών και εκτεταμένων απεργιακών κινητοποιήσεων ή ότι η πολιτική αντιπαράθεση συνεχίζει να γίνεται σε ήπιους, κατά βάσιν, τόνους, αποδεικνύει την επιδειχθείσα εν τοις πράγμασι συναίνεση.

Και αυτό πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού και να συνυπολογιστεί από την κυβέρνηση στην εφεξής πολιτική της, η οποία ναι μεν πρέπει να είναι αυστηρή και να υλοποιεί με συνέπεια το «σχέδιο του Ζαππείου» με τα αναγκαία συμπληρώματά του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να τεμαχίσει το κοινωνικό σώμα, ιδιαίτερα τους αδύναμους.

Εξάλλου, η σχετική νηνεμία οφείλεται και στο γεγονός ότι το σχέδιο Παπανδρέου προσπαθεί -όσο είναι μπορετό στις έκτακτες συνθήκες κρίσης- να μην πλήξει δυσανάλογα και υπέρμετρα τις λαϊκές τάξεις και τα χαμηλόμισθα στρώματα του πληθυσμού.

Ίσως κάποιος να υποστηρίξει, βασίμως, ότι η νηνεμία είναι επιφανειακή και δεν εκδηλώνεται γκρίνια επειδή υπάρχει περίσσευμα φόβου και ανασφάλειας για τα επερχόμενα.

Εγώ θα προσέθετα ότι η υποβόσκουσα δυσθυμία μπορεί να γίνει ποτάμι οργής και να πνίξει τους πάντες, εάν σε προβλεπτό χρόνο δεν αρχίσουν να παράγονται αποτελέσματα που να πιστοποιούν ότι όντως η κυβέρνηση μπορεί να φέρει με ασφάλεια το καράβι στο λιμάνι και με τον τρόπο που το υπεσχέθη. Εάν αρχίσουν εκπτώσεις στις πολιτικές, στα μέτρα και τις συμπεριφορές, τότε ούτε ο Ασπροπόταμος δεν θα τους ξεπλένει.

Όλα λοιπόν εφεξής θα κριθούν από τη συνέπεια έργων και λόγων. Και κυρίως από την ικανότητα της κυβέρνησης να μετασχηματίσει τα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας σε συνειδητό και ώριμο ρεύμα γενικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Αυτό σημαίνει ότι οι κοινοί εθνικοί τόποι που διαμορφώνονται όσον αφορά την ανάγνωση και επίλυση του κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού προβλήματος θα πρέπει σταδιακά να μετεξελιχθούν, μέσω των αναγκαίων ανασυνθέσεων, σε μια ισχυρή πλειοψηφική συμμαχία με πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και αξιακά προτάγματα για την Ελλάδα του 2020.

Μόνον έτσι μπορεί η κρίση να είναι και ευκαιρία. Μόνον έτσι μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η χώρα θα περάσει χωρίς ακρωτηριασμούς, κάθε είδους, τον κάβο της κρίσης. Μόνον έτσι θα γίνει μπορετή η μετάβαση από το σημερινό φθισικό μοντέλο ανάπτυξης σε κάποιο άλλο που θα παράγει πλούτο για τους πολίτες, θα τον διανέμει σχετικά δίκαια και θα διατηρεί τη χώρα και το έθνος των Ελλήνων στην ομάδα των ανεπτυγμένων κρατών με περιφερειακή ισχύ.

Μπορούν όμως όλα αυτά να συμβούν ή είναι φαντασιώσεις που γεννούν σε κάποιον είτε το πνεύμα των Χριστουγέννων είτε η απόσταση, εδώ και ένα εικοσιτετράωρο, από την τύρβη των Αθηνών και του επαγγέλματος;

Δύσκολο να απαντήσει κάποιος με βεβαιότητα, αλλά μπορούν τουλάχιστον να δρομολογηθούν. Για να δρομολογηθούν χρειάζεται όμως η ανάσα που μας έδωσαν η Moody’s και όσα στην αρχή παραθέσαμε να γίνει κανονική αναπνοή. Και για να γίνει κανονική αναπνοή, χρειάζεται να ξαναγυρίσει η αισιοδοξία και να ξαναζεσταθεί η ελπίδα στους πολίτες.

Όταν το ΠΑΣΟΚ, πριν από 80 ημέρες, κέρδιζε με συντριπτική διαφορά τη Ν.Δ. στις εκλογές, ήταν έντονη η αίσθηση ότι ο Γ. Παπανδρέου και η κυβέρνησή του θα τα καταφέρουν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση, ότι μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα και με μεγαλύτερη επάρκεια τις δημόσιες υποθέσεις, ότι, ναι, είναι δύσκολα, αλλά οι χειρότερες μέρες είναι πίσω μας.

Η συγκρότηση της κυβερνήσεως, οι προγραμματικές δηλώσεις, η μέθοδος των βιογραφικών στη στελέχωση του κυβερνητικού και κρατικού μηχανισμού συγκέντρωσαν μεγάλα ποσοστά επιδοκιμασίας.

Υπήρχε μια γενικευμένη αίσθηση και αναμονή ότι για μία ακόμα φορά η χώρα, έστω και την ύστατη στιγμή, θα καταφέρει, ευρισκόμενη έμπροσθεν του γκρεμού, να μην κάνει το βήμα προς τα μπρος. Με ευθύνη της κυβερνήσεως, το κλίμα σταδιακά άλλαξε. Την αρχική αισιοδοξία διαδέχθηκε η κατήφεια. Η ελπίδα παραχώρησε τη θέση της στη δυσπιστία.

Οι πολίτες άρχισαν να τρώνε τη μία σφαλιάρα μετά την άλλη. «Θα μπουν τέτοιοι και τόσοι φόροι που θα γονατίσουν τη μέση οικογένεια, θα τσακιστεί η μεσαία τάξη. Οι μικροί και μεσαίοι επαγγελματίες θα τεθούν σε καθεστώς διωγμού. Όσοι έχουν ακίνητα καλύτερα να τα πουλήσουν.

Όσοι έχουν εισοδήματα προτιμότερο είναι να τα κρύψουν στα σεντούκια, όσοι έχουν καταθέσεις συμφέρει να τις πάνε σε τράπεζες του εξωτερικού», ήταν η μόνιμη επωδός των δημοσιολογούντων και πλέον έγινε καθημερινό θέμα συζητήσεων στους ανά την επικράτεια καφενέδες.

Οι τράπεζες συνέχιζαν να κρατούν τη στρόφιγγα των δανείων στην ένδειξη «στάγδην». Ο τζίρος στην αγορά μειώθηκε περαιτέρω. Το εμπόριο, λόγω της αναιμικής ζήτησης και της έλλειψης ρευστότητας, συνέχιζε να είναι ντυμένο στα πένθιμα. Κι ύστερα ήρθαν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, οι κοινοτικοί εταίροι, τα ξένα funds, ο σχολιασμός των ξένων Μέσων Ενημέρωσης. Καθημερινά οι Έλληνες άκουγαν δυο λέξεις: «πτώχευση» και «χρεοκοπία».

Μαύρισε η ψυχή τους. Σαν τη μάνα του Σουλιώτη που έβλεπε το παιδί της να στέκει παράμερα και να κλαίει, επειδή από την πείνα δεν μπορούσε πια να κρατήσει στο χέρι το τουφέκι του κι ο Αγαρηνός το ήξερε.

Να σημειώσουμε εδώ ότι όλη αυτή η εικόνα ήταν προϊόν και ενός φαύλου κύκλου. Όσα ελέγοντο και εγράφοντο στα καθ’ ημάς μεταφέρονταν είτε μέσω των ραπόρτων των ξένων πρεσβειών είτε μέσω των εδώ ανταποκριτών στην αλλοδαπή και στη συνέχεια ο εκεί σχολιασμός επανερχόταν σ’ εμάς διανθισμένος με μπόλικο όξος και χολή.

Εκτός, λοιπόν, από την πρωτογενή και αυθύπαρκτη κριτική ή και απαξίωση των ξένων, που πολλές φορές εμπεριείχε, για προφανείς ίσως λόγους, και ιδιοτέλεια είχαμε και ένα παράπλευρο κανάλι, αυτό του προαναφερόμενου φαύλου κύκλου – της εξαγωγής και επανεισαγωγής της μιζέριας μας.

Για να μπορέσει λοιπόν η κυβέρνηση να δρομολογήσει διαφορετικά τις εξελίξεις, θα πρέπει, πρώτον, να βελτιώσει καταρχήν την ψυχολογία των πολιτών. Πρέπει να εκμεταλλευτεί και επικοινωνιακά (εδώ είναι καθοριστικός θα έλεγα και εθνικά επιβεβλημένος ο ρόλος των εγχώριων Μέσων Ενημέρωσης) το momentum της εκεχειρίας που φαίνεται ότι επέρχεται μεταξύ ελληνικών και ξένων αγορών και κοινοτικών παραγόντων και να κάνει ενέσεις αισιοδοξίας και ελπίδας.

Ίσως ένα δραματοποιημένο διάγγελμα πειθαρχημένης αυτογνωσίας άμα και αισιοδοξίας του πρωθυπουργού, με αφορμή και τις γιορτές, να ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα στο «σχέδιο του Ζαππείου».

Ευκταίον θα ήταν στο ίδιο μήκος κύματος να κινηθεί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και -αν όχι και οι υπόλοιποι αρχηγοί- τουλάχιστον ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.

Δεύτερον, να επεξεργαστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρειά του το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα υποβληθεί τον Ιανουάριο στην Κομισιόν.

Το πρόγραμμα πρέπει να είναι έτσι δομημένο, ιεραρχημένο και ποσοτικοποιημένο, ώστε να γίνει ασμένως δεκτό από τους κοινοτικούς μας εταίρους. Μια θερμή κοινοτική υποδοχή θα επηρεάσει σίγουρα τις αγορές που, παρά τα όσα μυστήρια λέγονται και γράφονται, συνήθως λειτουργούν ως «κοπάδι».

Η βελτίωση του κλίματος στο εξωτερικό θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στον επικείμενο δανεισμό, που με τη σειρά του μπορεί να βελτιώσει την ψυχολογία και στο εσωτερικό, και ιδιαίτερα στην εικόνα που καθημερινά φιλοτεχνείται από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Το άριστο θα ήταν είτε εντός του Ιανουαρίου είτε το πρώτο τρίμηνο του 2010 ένα μέρος του δανεισμού να γινόταν από τρίτη πηγή, όπως αυτή των Κινέζων, με χαμηλό spread που θα ανάγκαζε και τους άλλους δανειστές μας να μας συμπεριφερθούν, τουλάχιστον, με αξιοπρέπεια.

Εάν γίνονταν όλα αυτά, θα λυνόταν το πρόβλημα; Σαφέστατα και όχι. Τα δύσκολα συνεχίζουν να είναι μπροστά μας. Όμως θα ήταν διαφορετικό το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναπτύσσονταν η κυβερνητική λειτουργία, η οικονομική δραστηριότητα, η κοινωνική κινητικότητα, η πολιτική αντιπαράθεση.

Ένα πλαίσιο λιγότερο γκρίζο και περισσότερο αισιόδοξο, όπως αυτό που έφερε στους ανθρώπους, μέρες που ’ναι, η γέννηση του Χριστού.

Η ελπίδα που προσέφερε στο γένος των ανθρώπων η γέννηση ενός Νηπίου Νέου διατηρείται -παρά τις όποιες αμφισβητήσεις, ενστάσεις και διαφωνίες- ακόμη.

Και μόνον γι’ αυτό αξίζει να Τον τιμούμε, να Τον γιορτάζουμε και να Τον πιστεύουμε κάθε χρόνο και συνέχεια.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

posted by felnikos

 

Posted in Ευρώπη, Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

«Τουρκική Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης» βλέπουν οι Τούρκοι

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 24 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΘΡΑΚΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΜΙΛΑ ΣΤΟ «Χ»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ: Υπήρξαν νομικοί ακροβατισμοί στην υπόθεση της ΤΕΞ
24.12.2009
Το δικαστήριο κρίνει με βάση τον νόμο, δεν κρίνει με βάση τις πολιτικές επιδιώξεις
Η Ομοσπονδία Θρακικών Σωματείων δεν θέλησε να έρθει σε αντιπαράθεση με οποιονδήποτε μειονοτικό, που σέβεται την νομοθεσία του Ελληνικού κράτους

Μία σύντομη περιήγηση στο διαδίκτυο μπορεί να φέρει στο φως ένα σύνολο από ομάδες χρηστών στο facebook, οι οποίες εμφανίζονται ως νοσταλγοί της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Δυτικής Θράκης».

Ιστορικά
Στις 21 Αυγούστου του 1913 η Οθωμανική αυτοκρατορία θέλοντας να προσαρτήσει εν ευθέτω χρόνω την Δυτική Θράκη, υποκίνησε τη δημιουργία της «Ανεξάρτητης Κυβέρνησης της Δυτικής Θράκης», η οποία αυτοανακυρήχθηκε ως αυτόνομο κράτος. Το «κρατίδιο» αυτό εκτεινόταν από τον Έβρο εως το Νέστο ποταμό και από το Αιγαίο εως την οροσειρά της Ροδόπης. Το κρατίδιο διαλύθηκε με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Οκτώβριο του 1913, όταν η Ελλάδα παραχώρησε στην Βουλγαρία (όπως όριζε η Συνθήκη) τα εδάφη αυτά, τα οποία είχε καταλάβει κατά την Διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου ο Ελληνικός Στρατός. Οι Γαλλικές Δυνάμεις (στο πλευρό των οποίων ήταν η Ελλάδα) κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέλαβαν τα εδάφη αυτά και δημιούργησαν εκ νέου ένα κρατίδιο υπό Γαλλικό έλεγχο. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα εδάφη αυτά προσαρτήθηκαν οριστικά στην Ελλάδα.

Τουρκοι «Φοιτητές»
Οι ομάδες αυτές, που έχουν κάνει το τελευταίο καιρό την εμφάνισή τους κυρίως στο facebook, «διεκδικούν» την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους. Το κράτος αυτό το ονομάζουν «Τουρκική Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης» και ουσιαστικά επιθυμούν την αναβίωση του κρατιδίου του 1913. Οι ομάδες αυτές φέρεται να έχουν δημιουργηθεί και να διαχειρίζονται από «Τούρκους Φοιτητές», ωστόσο το πρόσφατο κακό παρελθόν του Τουρκικού Στρατού σε θέματα μαύρης προπαγάνδας μέσω του διαδικτύου, αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης για το κατά πόσον πρόκειται όντως για αθώες ομάδες από φανατικούς φοιτητές. Οι ομάδες αυτές παρουσιάζουν την Μουσουλμανική μειoνότητα της Θράκης ως Τουρκική και υπάρχουν εκτενείς αναφορές για καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών ή ακόμα και της ελευθερίας του λόγου από την Ελληνική Κυβέρνηση.

Μέσα σε αυτές τις σελίδες φιλοξενούνται χάρτες με τις εκτάσεις των διεκδικήσεων των μελών τους. Πρόκειται για μία συνολική έκταση που ξεπερνά τα 23.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μάλιστα σε αυτούς του χάρτες απεικονίζονται και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών στα Ελληνικά εδάφη. Να θυμίσουμε ότι κύριος άξονας της μάυρης προπαγάνδας του Τουρκικού Στρατού ήταν το αποκαλούμενο «ζήτημα της Τσαμουριάς».

Δεν είναι τυχαία η χρονική στιγμή
Η χρονική στιγμή της εμφάνισης τέτοιων ομάδων στο διαδίκτυο δεν είναι καθόλου τυχαία. Πρόσφατα ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας Ταγίπ Ερντογάν σε συνομιλία του με τον Μπάρακ Ομπάμα αναφέρθηκε για «Τούρκικη μειoνότητα που υποφέρει στην Θράκη». Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να ήταν αρκετό για να κινηθεί το Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά φυσικά σε συνέχεια της απαθούς στάσης που κρατάει η Ελληνική Κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, δεν έγινε απολύτως τίποτα.

Ένα θέμα που θα επιμείνουμε είναι η ανοιχτή εγκυκλοπαίδεια Wikipedia. Στην εν λόγω ιστοσελίδα ο κάθε χρήστης μπορεί να προσθέσει ότι πληροφορία θέλει χωρίς να ελέγχεται από κανέναν. Πολλοί χρήστες του διαδικτύου ωστόσο την συμβουλεύουνται ως εγκυκλοπέδια. Ένα παράδειγμα είναι ότι αν στην αναζήτηση της εν λόγω ιστοσελίδας πατήσετε «Turkish Republic of Western Thrace» (δεν υπήρξε ιστορικά τέτοιο κράτος) αυτόματα θα προωθηθείτε στην σελίδα «Republic of Gumuljina» που πρόκειται για άρθρο που φιλοξενείται για το κρατίδιο της δυτικής θράκης του 1913.

Επίσης στη παραπάνω ιστοσελίδα φιλοξενείται και ένα άρθρο για την «Τουρκική Μειoνότητα της Θράκης» (http://en.wikipedia.org/wiki/Turks_of_Western_Thrace) και μέσα σε αυτό γίνεται αναφορά για καταπάτηση της ελευθερίας του λόγου, των ατομικών ελευθεριών και της ανεξιθρησκείας.

Επισημαίνουμε και πάλι ότι η Wikipedia είναι μια πηγή πληροφόρησης και όχι γνώσης όπως πολλοί πιστεύουν.

Η υπόθεση Εργκενεκόν
Για την υπόθεση Εργκενεκόν, όπου ο Τουρκικός στρατός είχε αναπτύξει και διαχειριζόταν πάνω από 40 ιστοσελίδες μαύρης προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αρμενίας, δεν έχει υπάρξει κάποια εξέλιξη. Για οποιαδήποτε αναφορά από το υπουργείο Εξωτερικών για του θέμα ούτε λόγος…

Την περασμένη εβδομάδα η ηλεκτρονική μας εφημερίδα stifora.gr είχε αποκαλύψει τα παρακλάδια που είχε η οργάνωση Εργκενεγκόν σε μονάδες του Τουρκικού στρατού και πως αυτές διενεργούσαν ηλεκτρονικό πόλεμο μαύρης προπαγάνδας εναντίον της Ελλάδας. Μια προέκταση της όλης υπόθεσης φαίνεται πως είναι η πληθώρα από group που έχουν δημιουργηθεί σε διάφορα social network (πχ facebook).

Συνέντευξη Δήμος Μπακιρτζάκης

Πρόθεσή μας είναι να φωτίσουμε την υπόθεση σχετικά με την απόφαση του Εφετείου Θράκης για την ΤΕΞ (Τουρκική Ένωση Ξάνθης) μέσα από την ματιά και τη νομική επιχειρηματολογία του δικηγόρου της Ομοσπονδίας Προσφυγικών σωματείων Γιάννη Χατζηαντωνίου που την χειρίστηκε άψογα.

«Με βάση την θετική απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι άνθρωποι της ΤΕΞ θεώρησαν ότι μπορούν να ζητήσουν από τα Ελληνικά δικαστήρια να αρθεί η απαγόρευση του σωματείου «Τουρκική Ένωση Ξάνθης». Είχα την ευκαιρία να επισημάνω ότι αυτό δεν προβλέπεται από το Ελληνικό δίκαιο. Ότι αντίστοιχη υποχρέωση -δηλαδή αλλαγή της δικαστικής απόφασης- όταν έχουμε αντίθετη απόφαση Ευρωπαϊκού δικαστηρίου Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπάρχει μόνο στις ποινικές υποθέσεις, γιατί έτσι έχει θεσπιστεί στον κώδικα ποινικής δικονομίας. Στον κώδικα πολιτικής δικονομίας δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη. Ο Έλληνας νομοθέτης δεν θέλησε να επιβάλει τέτοια υποχρέωση στα Ελληνικά δικαστήρια, ούτε επίσης από το σκεπτικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου προκύπτει τέτοια υποχρέωση του ελληνικού κράτους.

Στην ουσία αυτό που ζητήθηκε από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο στον Άρειο Πάγο ήταν να επανεξετασθεί το θέμα επικύρωσης της απόφασης;
-Όχι, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο δεν μπαίνει στην λογική, δεν είναι υπερδικαστήριο, δεν είναι πάνω από τον Άρειο Πάγο. Απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία και της λέει ότι κοιτάξτε σε αυτό το θέμα «γενικώς», όχι με υποχρέωση να αλλοιωθεί η απόφαση, αυτή την υποχρέωση θα μπορούσε να την επιβάλει το Ελληνικό κράτος στον εαυτό του με απόφαση του Κοινοβουλίου, με νόμο δηλαδή, αυτό όμως δεν έχει γίνει.

Παρόλα αυτά η ΤΕΞ έκανε την κίνηση.
-Εγώ από την αρχή είχα πει ότι αυτό μάλλον είναι κίνηση εντυπωσιασμού και νομικά δεν έχει έρεισμα. Υπήρξαν βέβαια κάποιοι νομικοί ακροβατισμοί των υπερασπιστών της ΤΕΞ, αλλά πρόκειται περί ακροβατισμών, δηλαδή σκέψεις οι οποίες δεν έχουν έρεισμα πάνω στον νόμο ούτε στην νομολογία και είναι ισχυρισμοί περισσότερο πολιτικοί παρά νομικοί. Το δικαστήριο κρίνει με βάση τον νόμο, δεν κρίνει με βάση τις πολιτικές επιδιώξεις, έτσι πρέπει τουλάχιστον να κρίνει. Από ότι φάνηκε τόσο το Πολυμελές Πρωτοδικείο στην Ξάνθη, όσο και το Εφετείο της Θράκης με τις αποφάσεις που εξεδόθησαν έκαναν το αυτονόητο, εφάρμοσαν τον νόμο και βάση του νόμου η Τουρκική Ένωση Ξάνθης είναι διαλυμένο σωματείο και δεν μπορεί να επαναλειτουργήσει. Η όποια λειτουργία του σωματείου αυτή την στιγμή είναι προφανώς παράνομη και θα έλεγα ότι συνιστά και το αδίκημα της απείθειας, δηλαδή της μη συμμόρφωσης με δικαστική απόφαση, αλλά για αυτό τώρα είναι αρμόδιες οι εισαγγελίες.

Από εδώ και πέρα εκπρόσωποι του σωματείου μπορούν να προσφύγουν ξανά στη δικαιοσύνη για να διεκδικήσουν την επαναλειτουργία της ΤΕΞ;
-Έχουν ένα δικονομικό δικαίωμα να προσφύγουν στον Άρειο Πάγο, δεν ξέρω αν θα το ασκήσουν. Κατά την άποψη μου δεν έχουν καμία τύχη, με βάση το ισχύον δίκαιο. Τώρα αν υπάρξουν τροποποιήσεις στην νομοθεσία, που βέβαια δεν έχουν και κανένα λόγο να υπάρξουν.

Από ότι γνωρίζω ζητήθηκαν κάποιες τροποποιήσεις αυτό το χρονικό διάστημα.
-Είχαμε ένα υπόμνημα πριν από λίγο καιρό το οποίο υπογράφει ένα όργανο που αυτοονομάζεται Συμβουλευτική επιτροπή. Το άτυπη είναι ευγενική έκφραση, πρόκειται περί ενός πολιτικού οργάνου το οποίο στην ουσία αμφισβητεί την κυριαρχία του Ελληνικού κράτους στην Θράκη, σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία όπως καταλαβαίνετε αυτού του είδους τα όργανα έχουν ένα θέμα. Είχαμε και υπογραφές βουλευτών και είχαμε και απαράδεκτη πρακτική, διότι το υπόμνημα αυτό υπεβλήθη, από ότι διάβασα στον τύπο, σε ξένες πρεσβείες, σε άλλα κράτη, χωρίς να υποβληθεί στο ελληνικό δημόσιο, σε ελληνική κυβέρνηση. Επ’ αυτού υπάρχει ένα θέμα. Αν κάποιος πολίτης της χώρας και μάλιστα ένα συλλογικό σώμα απευθύνεται διεθνώς χωρίς να υποβάλει το αίτημα του στο ελληνικό κράτος αυτό είναι αίτημα όχι συμπαράστασης, αλλά διεθνοποίησης. Αυτό είναι Κυπροποίηση. Είναι διαδικασία Κυπροποίησης της Θράκης, το οποίο φυσικά δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συμβεί. Εξ’ άλλου και η κυβέρνηση, αλλά και όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας έχουν πει ότι τα ζητήματα των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τους μειονοτικούς στην Θράκη είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του ελληνικού κράτους, δεν συζητούνται με άλλα κράτη, με την Τουρκία, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο κράτος.

Άρα έχουμε μια τελεσίδικη απόφαση.
-Η απόφαση είναι τελεσίδικη. Δικονομικά έχουν την δυνατότητα να προσφύγουν, αλλά κατά την γνώμη μου δεν έχουν καμία τύχη με βάση την ισχύουσα νομοθεσία. Δεν μπορούν να στηρίξουν παράβαση της Συνθήκης της Ρώμης και έχω επίσης την ελπίδα ότι αν υπήρχε τρόπος να επανεξεταστεί η υπόθεση, υπάρχει ένα θέμα εδώ, αλλά με αφορμή τυχόν νέα προσφυγή μπορούν να πάνε για μαλλί και να βγουν κουρεμένοι, διότι αν υπάρξει σωστή υπεράσπιση της υπόθεσης μπορεί να έχουμε αναίρεση της προηγούμενης αποφάσεως.

Θα δούμε τι κινήσεις θα γίνουν από εδώ και πέρα, εξαρτάται από τους νομικούς τους συμβούλους, θα φανεί και στην πρώτη συνάντηση την οποία θα κάνουν. Πρέπει αυτή η προσφυγή προς τον Άρειο Πάγο να έχει ήδη γίνει ή έχουν περιθώριο;
-Έχουν περιθώριο, εφόσον δεν έχει κοινοποιηθεί η απόφαση υπάρχει μεγάλο περιθώριο. Να συμπληρώσω το εξής. Είμαστε μια Ευρωπαϊκή χώρα που σέβεται όλα τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα σέβεται τα δικαιώματα των μελών της μειονότητας. Εμείς ποτέ δεν σκεφτήκαμε να στραφούμε εναντίον της μειονότητας και μιλώ και προσωπικά, αλλά και για την πανελλήνια ομοσπονδία Θρακικών σωματείων. Ουδέποτε η Ομοσπονδία θέλησε να έρθει σε αντιπαράθεση με οποιονδήποτε μειονοτικό, πολίτη ή συμπολίτη μας μουσουλμάνο, που κατοικεί στην Θράκη και είναι πολίτης που σέβεται την νομοθεσία του Ελληνικού κράτους και δεν θεωρεί ότι πρέπει να συμπεριφέρεται μέσα στην χώρα σαν πολίτης άλλου κράτους. Δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε με τους ανθρώπους της μειονότητας, ειλικρινά το λέω αυτό. Δυστυχώς υπάρχουν καλοθελητές που προσπαθούν να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους, να τους χρησιμοποιήσουν να το πω ευθέως, για σκοπούς άλλους που τους φέρνουν σε αντιπαράθεση με το ελληνικό κράτος και αναπόφευκτα με τους πολίτες τους υπόλοιπους του ελληνικού κράτους.

Σας ευχαριστούμε θερμά κ. Χατζηαντωνίου.

ΧΡΟΝΟΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Posted in Ελλάδα, Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια, Τουρκία | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 24 Δεκεμβρίου 2009

Δεν είναι… παίξε γέλασε!

ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΚAΙ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ

του Λεωνίδα Βατικιώτη

 

Από τη Μαύρη Θάλασσα ως την Αδριατική το πολιτικό τοπίο των χωρών της Βαλκανικής Χερσονήσου εξακολουθεί να σφύζει από πολιτικές και εθνικές αντιπαραθέσεις και διπλωματικές συγκρούσεις. Το (καθησυχαστικό ομολογουμένως) γεγονός ότι οι μαύρες τρύπες των Βαλκανίων δεν εγκυμονούν κινδύνους στρατιωτικής ανάφλεξης, όπως παλιά, δεν τις κάνει λιγότερο προβλέψιμες…

Στιγμιότυπο από τον εορτασμό για τον έναν χρόνο από την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, το οποίο έχει μέχρι στιγμής αναγνωριστεί από 63 κράτη μεταξύ των οποίων τις ΗΠΑ και 22 κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Στιγμιότυπο από τον εορτασμό για τον έναν χρόνο από την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, το οποίο έχει μέχρι στιγμής αναγνωριστεί από 63 κράτη μεταξύ των οποίων τις ΗΠΑ και 22 κράτη-μέλη της Ε.Ε.

   Η Κυριακή 13 Δεκεμβρίου ήταν ξεχωριστή μέρα για τη Σερβία, καθώς δεκατέσσερα χρόνια μετά το τελευταίο του δρομολόγιο ένα τρένο που επί δεκαετίες συνέδεε το Βελιγράδι με το Σεράγεβο, πρωτεύουσα της πολυεθνικής Βοσνίας (γνωστό και ως Ιερουσαλήμ της Ευρώπης) ξεκίνησε πάλι τη γνωστή διαδρομή του. Οι πιο αισιόδοξοι θέλησαν με αυτό το συμβολικό γεγονός να υπογραμμίσουν το κλείσιμο της αιματηρής περιόδου που άνοιξαν οι αλλεπάλληλοι διαμελισμοί της Γιουγκοσλαβίας με την ανάδυση επτά ανεξάρτητων κρατών τα οποία πλέον ενώνονται κάτω από τον ίδιο στόχο: την ένταξη στην Ε.Ε. Επιδίωξη που εσχάτως εμφανίζεται ως πανάκεια συγκαλύπτοντας τα δομικά και ως εκ τούτου ανυπέρβλητα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σταθερότητα και η συνοχή πολλών κρατών της χερσονήσου του Αίμου.
   Το παράδειγμα της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης είναι το πιο χαρακτηριστικό. Το δημιούργημα της Συνθήκης του Ντέιτον, που υπογράφηκε στην ομώνυμη στρατιωτική βάση του Οχάιο τον Νοέμβριο του 1995, εξ αρχής αποτέλεσε το πιο δυσλειτουργικό, γραφειοκρατικό και χωρίς ιστορικό προηγούμενο μοντέλο δημιουργίας κράτους. Αποτελούμενο από μια κροατοβοσνιακή ομοσπονδία και μια σερβική δημοκρατία, το επίσημα αναγνωρισμένο προτεκτοράτο, πρώτα του ΟΗΕ και τώρα της Ε.Ε., βρίσκεται ξανά τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο ανακατατάξεων. Αφορμή για μια σειρά προτεινόμενων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, που συζητήθηκαν μεταξύ εκπροσώπων των ΗΠΑ, της Ε.Ε. και της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης στη στρατιωτική βάση του Μπούτμιρ που βρίσκεται στο Σεράγεβο (λες και δεν ήθελαν να μείνει χωρίς συνέχεια η «καλή αρχή» που έγινε στη βάση του Ντέιτον) αποτέλεσε η παράλυση όλων σχεδόν των νομοθετικών σωμάτων που υπάρχουν –και είναι άφθονα! Η πρόταση της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών ωστόσο δεν στόχευε σε μια συμμετρική, ισότιμα δηλαδή κατανεμημένη μεταξύ μουσουλμάνων, Κροατών και Σέρβων ακύρωση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων αρνησικυρίας που διαθέτουν και τα οποία έχουν προκαλέσει πλήρες αδιέξοδο, αλλά ρίχνει την πέτρα του αναθέματος στους γνωστούς αγνώστους: τους Σέρβους! Θεωρώντας ως αιτία της διοικητικής παράλυσης την Σερβική Δημοκρατία, το πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων εισηγείται τη διάλυσή της και την ενσωμάτωση των Σέρβων στην βοσνιοκροατική ομοσπονδία. Η σερβική πλευρά, διά του πρωθυπουργού Μίλοραντ Ντόντικ, απέρριψε οποιαδήποτε σχετική πρόταση, χωρίς αυτό να σημαίνει δυστυχώς ότι θα τις αποφύγει. Ο διεθνής παράγοντας, και ειδικότερα ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Στάινμπεργκ, με τον Καρλ Μπιλντ, υπουργό Εξωτερικών της Σουηδίας, που είχε την κυκλική προεδρία της Ε.Ε. το δεύτερο εξάμηνο του 2009, έχει καταστήσει σαφές ότι λίαν συντόμως θα δώσει στη δημοσιότητά τις προτάσεις του, αδιαφορώντας για τις σερβικές διαφωνίες. Η Σερβική Δημοκρατία από την άλλη απειλεί με τη διενέργεια δημοψηφίσματος, ζητούμενο του οποίου θα είναι η απόσπασή της από τη Βοσνία/Ερζεγοβίνη και ακόμη η προσάρτησή της στη Σερβία.
   Το αίτημα της ενοποίησης της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης με τη Σερβία, όσο και αν συγκινεί όλους τους Σέρβους και είναι από κάθε άποψη νόμιμο, πρέπει να αναφερθεί ότι δεν γίνεται δεκτό με τόσο μεγάλο ενθουσιασμό από το Βελιγράδι, το οποίο απέχει από κάθε σχέδιο επαναχάραξης των συνόρων. Πολύ περισσότερο αν δεν συνάδει με τους σχεδιασμούς της Ουάσινγκτον ή των Βρυξελλών, όπως εν προκειμένω συμβαίνει. Το Βελιγράδι αντίθετα έχει επενδύσει όλο το διπλωματικό του κεφάλαιο στην ένταξη στην Ε.Ε. Το μοναδικό διεθνές εμπόδιο που ορθώνεται σε αυτή την πορεία προέρχεται από την Ολλανδία που κατηγορεί τη Σερβία ότι δεν συνεργάζεται όσο πρέπει με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως φαίνεται και από την αδυναμία του να συλλάβει τον Σερβοβόσνιο στρατηγό Ράτκο Μλάντιτς. Παρ’ όλα αυτά οι πολίτες της Σερβίας, μαζί με του Μαυροβούνιου και της πΓΔΜ, απαλλάχθηκαν της υποχρέωσης έκδοσης βίζας για τα ταξίδια τους στις χώρες του Σένγκεν από τις 19 Δεκεμβρίου. Η απόρριψη του σχετικού αιτήματος για τους πολίτες της Αλβανίας, του Κοσσυφοπεδίου και της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης (ειδικότερα τους μουσουλμάνους, δεδομένου ότι οι περισσότεροι Κροάτες και Σέρβοι της Βοσνίας Ερζεγοβίνης έχουν κροατικά και σερβικά διαβατήρια) έδωσε αφορμή για να κατηγορηθούν οι Βρυξέλλες για ισλαμοφοβία.
   Συγκεκριμένα (και με βάση την αγγλόφωνη έκδοση της «Καθημερινής» που είναι ενσωματωμένη στην «International Herald Tribune», στις 3 Δεκεμβρίου) ο επικεφαλής της ισλαμικής κοινότητας στη Βοσνία Μουσταφά Τσέρικ, δήλωσε πως «το μήνυμα των Βρυξελλών μας δήλωσε ότι αξίζουμε λιγότερο από τους Σέρβους, Μαυροβούνιους, Μακεδόνες και Κροάτες γείτονές μας». Να σημειωθεί πως η Βοσνία/Ερζεγοβίνη με 1,5 εκατ. μουσουλμάνους φιλοξενεί το μεγαλύτερο ποσοστό μουσουλμάνων στην Ευρώπη. Στη δεύτερη θέση με βάση το ποσοστό έρχεται η Γαλλία, που φιλοξενεί 5,5 εκατ. ή το 8% του πληθυσμού της και στην τρίτη η Ολλανδία με 1 εκατ. μουσουλμάνους ή 6%, όπως προκύπτει από στοιχεία που δημοσίευσε η ισπανική εφημερίδα «El Pais» στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Η πραγματική αιτία πάντως για τη διατήρηση του καθεστώτος της βίζας στις παραπάνω χώρες σχετίζεται με το διάτρητο καθεστώς στην έκδοση διαβατηρίων, την εγκληματικότητα, τη διαφθορά κ.ά. Ο δρόμος για την ένταξη της Κροατίας στην Ε.Ε. έπειτα από μια περίοδο στασιμότητας δέκα μηνών άνοιξε τον περασμένο Οκτώβριο, όταν συμφώνησε με τη Σλοβενία να εξετάσουν σε διμερές επίπεδο μια συνοριακή τους διαφορά και να πάψει αυτό το θέμα να αποτελεί εμπόδιο στην ένταξη της Κροατίας στην Ε.Ε. «Ιδέα» που μάλλον καλοάρεσε στη σουηδική προεδρία η οποία φλερτάρισε για λίγο, πριν από την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, με τη σκέψη να παραπέμψει τη διένεξη μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ για την ονομασία της τελευταίας σε διμερείς επαφές, ξεμπλοκάροντας έτσι την διαδικασία ένταξής της στην Ε.Ε. Να σημειωθεί επίσης ότι η Κροατία θα πληρώσει ακριβά την ένταξή της στην Ε.Ε. καθώς υποχρεώθηκε να βάλει λουκέτο σε 6 ζημιογόνα ναυπηγεία, να σταματήσει τις κρατικές επιδοτήσεις σε βιομηχανίες κ.λπ.
   Δείγμα των «νέων ηθών» που κυριαρχούν στο Βελιγράδι αποτελεί η μεταφορά της διαμάχης για τη νομιμότητα της ανεξαρτητοποίησης του Κοσσυφοπεδίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου φυσικά και θα εκτονωθεί η πολιτική αντιπαράθεση κλείνοντας για πάντα ο σχετικός φάκελος, χωρίς περαιτέρω συνέπειες. Χωρίς δηλαδή επιπτώσεις για τις χώρες που ενθάρρυναν την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου τον Φεβρουάριο του 2008, αντίθετα με την απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που ελήφθη τον Ιούνιο του 1999 και το όριζε ως επαρχία της Σερβίας. Το Κοσσυφοπέδιο μέχρι στιγμής έχει αναγνωριστεί από 63 κράτη, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και 22 κράτη μέλη της Ε.Ε., που αφού ενθάρρυναν την καταστρατήγηση της διεθνούς νομιμότητας τώρα εμφανίζονται ως οι εγγυητές της σταθερότητας στα Βαλκάνια! Ο εύθραυστος χαρακτήρας του Κοσσυφοπεδίου και η ανυπαρξία συνοχής φάνηκε πεντακάθαρα και στις δημοτικές εκλογές που οργανώθηκαν την τρίτη Κυριακή του Νοεμβρίου του 2009, όπου συμμετείχε μόλις το 45% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Το χειρότερο μάλιστα για τον ηγέτη του Κοσσυφοπεδίου και πρώην οπλαρχηγό του UCK, Χασίμ Θάτσι, που θριαμβολογούσε για την επιτυχία των εκλογών, ήταν πως η αποχή δεν ήρθε από τους 150.000 Σέρβους που ζουν στα βόρεια της χώρας, αλλά από τους Αλβανούς που απλώς αδιαφορούν, δίνοντας προτεραιότητα στην καθημερινή μάχη με τη φτώχεια και την ανεργία που κάνουν θραύση.
   Σε αυτό ακριβώς το έδαφος της ανέχειας και της παρακμής ανθούν τα σχέδια των Τιράνων για τη Μεγάλη Αλβανία, που θα συνενώνει το Κοσσυφοπέδιο και επίσης τους Αλβανούς της πΓΔΜ. Τα Τίρανα δεν χάνουν ευκαιρία να δηλώνουν ότι εργάζονται για τη συγκρότησή της, όπως συνέβη για παράδειγμα τον Ιούνιο, λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών στην Αλβανία, κατά τα εγκαίνια ενός αυτοκινητοδρόμου που ενώνει την Αλβανία με το Κοσσυφοπέδιο. Ενός αυτοκινητοδρόμου που «τερματίζει τον διαμελισμό του αλβανικού έθνους» σύμφωνα με τα λόγια του Σαλί Μπερίσα που τον εγκαινίασε, παρουσία και του Τούρκου πρωθυπουργού Ρεζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η επένδυση στον εθνικισμό ωστόσο δεν έσωσε τον Αλβανό πρωθυπουργό από την εσωτερική αμφισβήτηση που εκδηλώθηκε την επομένη κιόλας των εκλογών, από την αξιωματική αντιπολίτευση με ηγέτη τον δήμαρχο των Τιράνων Έντι Ράμα, που χαρακτήρισε το αποτέλεσμα των εκλογών ως προϊόν νοθείας. Ωστόσο οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που συνεχίζονται ακόμη και σήμερα στα Τίρανα από την αντιπολίτευση δεν έχουν ελπίδα αλλαγής του σκηνικού από τη στιγμή που τα αποτελέσματα αναγνωρίστηκαν από τους παρατηρητές του ΟΑΣΕ.
   Το πόσο αγαπούν τη… νοθεία τα Βαλκάνια φάνηκε και στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Ρουμανία. Η αφορμή για την προκήρυξή τους δόθηκε με την πρόταση μομφής που κατατέθηκε τον Οκτώβρη εναντίον της κυβέρνησης συνεργασίας. Η αιτία ωστόσο ήταν η ογκούμενη λαϊκή δυσφορία λόγω των εξοντωτικών μέτρων που επέβαλαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ε.Ε. προκειμένου να στηρίξουν τη δοκιμαζόμενη οικονομία της: απολύσεις, περικοπές μισθών και υποχρεωτικές αργίες στους δημοσίους υπάλληλους ήταν ορισμένα μόνο από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν. Οι κάλπες ωστόσο ανέδειξαν ξανά πρόεδρο τον επικεφαλής της Δεξιάς και πρώην καπετάνιο Τραϊάν Μπασέσκου, που φάνηκε ότι κάτι παραπάνω ήξερε όταν λοιδορούσε τα έξιτ πολς που έδιναν ως νικητή τον αντίπαλό του Μιρτσέα Τζοάνα, την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου, κατά τη διεξαγωγή της επαναληπτικής ψηφοφορίας. Η απρόβλεπτη και οριακή νίκη του με ποσοστό 50,33%, που αμφισβητήθηκε από την αντιπολίτευση, θα οξύνει τη νομιμοποίηση της νέας κυβέρνησης. Δεξιά κυβέρνηση (με επικεφαλής τον πρώην δήμαρχο της Σόφιας και πρώην σωματοφύλακα που τώρα υπόσχεται να εξαλείψει τη διαφθορά…) ανέδειξαν και οι εκλογές στη Βουλγαρία που πραγματοποιήθηκαν την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου. Η ανατροπή των σοσιαλιστών ωστόσο συνοδεύτηκε και από μία μείζονος σημασίας ανατροπή στις διπλωματικές προτεραιότητες της Σόφιας με προεκτάσεις που ξεπερνούν τα στενά γεωγραφικά όρια της περιοχής. Πρόκειται ειδικότερα για τη διαφαινόμενη αναθεώρηση από τη νέα κυβέρνηση της στρατηγικής ενεργειακής συμφωνίας της Σόφιας με τη Μόσχα, που έγινε υπό την επίκληση των αρνητικών επιπτώσεων που θα έχει στο περιβάλλον. Ανησυχία που μόνο ειρωνικά χαμόγελα δημιουργεί αν σκεφτούμε την πρωτοφανή έκταση της διαφθοράς στη γειτονική χώρα και την παραδοσιακή αδιαφορία που επιδεικνύει η πολιτική της ηγεσία για τόσο λεπτά θέματα. Τώρα θυμήθηκαν το περιβάλλον; Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας η Βουλγαρία συμμετείχε στο σχέδιο κατασκευής του αγωγού South Stream που μέσω της Βουλγαρίας θα προωθούσε ρωσικό αέριο στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, του Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, και επίσης είχε συμφωνήσει στην κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου από τη Ρωσία. Όλα αυτά τα σχέδια τώρα τελούν υπό αναθεώρηση. Παράλληλα, οι δηλώσεις του Ρίτσαρντ Μόρνινγκσταρ, ειδικού απεσταλμένου της Ουάσινγκτον για θέματα ενέργειας στην Ευρασία, από τη Σόφια μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό της χώρας ότι «η Βουλγαρία κάνει πολλά σωστά πράγματα αυτή τη στιγμή» σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον που δείχνει η Σόφια για τη συμμετοχή της στην κατασκευή του αγωγού Ναμπούκο, που ανταγωνίζεται το σχέδιο της Gazprom, φέρνουν στην επιφάνεια έναν γενικότερο αναπροσανατολισμό της βουλγαρικής διπλωματίας. Ταυτόχρονα η Βουλγαρία μετατρέπεται σε μοχλό ανατροπής των γεωπολιτικών ισορροπιών στην περιοχή προς όφελος των ΗΠΑ. Φιλοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης είναι να επιλυθεί αυτό το δαιδαλώδες πλέγμα αντιθέσεων στη Βαλκανική, που σε αδρές μόνο γραμμές παρουσιάστηκε παραπάνω, ή να αρχίσει να επιλύεται με την ένταξη των χωρών της Δυτικής Βαλκανικής στην Ε.Ε. ως το 2014. Αυτό είναι το περιεχόμενο της «Ατζέντας 2014» που έθεσε σε προτεραιότητα η κυβέρνηση Παπανδρέου με την ανάληψη των καθηκόντων της και ανέλαβε να προωθήσει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών κ. Δημ. Δρούτσας με το πρόσφατο ταξίδι στα Δυτικά Βαλκάνια. Ωστόσο, μια τέτοια φιλοδοξία υποτιμά το βάθος των συγκρούσεων ενώ υπερτιμά τη δυνατότητα της Ε.Ε. να λειτουργήσει εξισορροπητικά όταν σε μια σειρά κορυφαίες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου από τις σημαντικότερες χώρες της Ε.Ε. το 2008, απέδειξε ακριβώς το αντίθετο.

Διπλωματία.gr

Posted in Μέση Ανατολή - Ανατολική Μεσόγειος - Βαλκάνια | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ .Το «νέο δόγμα»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 24 Δεκεμβρίου 2009

Το «νέο δόγμα» της ελληνικής πολιτικής για την ενέργεια αναφέρεται στην «εξομάλυνση κάθε εξάρτησης». Έτσι η ελληνική κυβέρνηση, από την μέχρι στιγμής επεξεργασία των δεδομένων, λέει «ναι» τόσο στην ολοκλήρωση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη όσο και του South Stream.

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
του Δημήτρη Μπεκιάρη

Πριν από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 μια δημόσια τοποθέτηση του κ. Γιώργου Παπανδρέου στην Αλεξανδρούπολη σχετικά με την κατασκευή και εκμετάλλευση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη είχε προκαλέσει αντιδράσεις, ακόμη και από την πρώην υπουργό Εξωτερικών κυρία Ντόρα Μπακογιάννη για την οποία η άποψη του Κρεμλίνου δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θετική.

O πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου με τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας κ. Σεργκέι Λαβρόφ μετά την υπογραφή του Κοινού Σχέδιου Δράσης για το 2010-2012. Ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου είχε δηλώσει τότε: «Διαφημίζουν τον περίφημο αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, για τον οποίο βεβαίως παλέψαμε και εμείς, αλλά η διακρατική συμφωνία κατοχυρώνει τα συμφέροντα μόνο της μιας πλευράς. Εμείς θα διασφαλίσουμε τους περιβαλλοντικούς όρους και σε ξηρά και σε θάλασσα. Και κάθε μας συμφωνία θα γίνεται μετά από διαβούλευση, από διάλογο, από συζήτηση με την τοπική κοινωνία. Και φυσικά, η Ελλάδα θα διασφαλίσει τα συμφέροντά της τόσο στην κατασκευή, όσο και στη λειτουργία αυτού του αγωγού».

Η δήλωση εκείνη, όχι μόνο είχε ερμηνευθεί ως πρόθεση συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης της διακρατικής ενεργειακής συμφωνίας από την πλευρά της Ελλάδας, αλλά κάποιοι συγκεκριμένοι κύκλοι, με συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές καταβολές, είχαν φτάσει στο σημείο να αμφισβητούν ευθέως, ακόμη και τον πατριωτισμό του κ. Παπανδρέου.

Σήμερα, τα ίδια τα γεγονότα διαψεύδουν όσους αμφισβήτησαν τις προθέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού να προωθήσει τις ελληνορωσικές σχέσεις στον τομέα της ενεργειακής διπλωματίας.

Στο περιθώριο της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ ο Έλληνας πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών κ. Γιώργος Παπανδρέου συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας κ. Σεργκέι Λαβρόφ και εξέφρασαν από κοινού την βούληση να προχωρήσει το στρατηγικής σημασίας έργο της κατασκευής και εκμετάλλευσης του αγωγού μεταφοράς πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, υπογράφοντας παράλληλα Κοινό Σχέδιο Δράσης για το 2010-2012. Οι δύο πλευρές, επί της ουσίας επαναβεβαίωσαν τον στρατηγικό χαρακτήρα στις σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και στη Μόσχα, ενώ εξαιρετικά σημαντική είναι η αποδοχή της πρόσκλησης που δέχτηκε ο κ. Παπανδρέου προκειμένου να επισκεφθεί την Μόσχα στις αρχές του 2010.

Στην ανάγκη να προχωρήσει με ακόμη πιο εντατικούς ρυθμούς το έργο της ολοκλήρωσης του πετρελαιογωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη και του αγωγού φυσικού αερίου South Stream αναφέρθηκε εξάλλου πριν από λίγο καιρό και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών κ. Δημήτρης Δρούτσας σε συνέντευξή του που παραχώρησε στο πρακτορείο ειδήσεων Ria Novosti. Κατά τη διάρκεια ημερίδας που πραγματοποιήθηκε από το ΙΕΝΕ (Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης) μάλιστα ο υφυπουργός Εξωτερικών κ. Σπύρος Κουβέλης αναφέρθηκε στις προτεραιότητες της ελληνικής ενεργειακής διπλωματίας, σε ό,τι έχουν να κάνουν τόσο με τον αγωγό φυσικού αερίου South Stream όσο και με τον TGI.

Το δόγμα
Το «νέο δόγμα» της ελληνικής πολιτικής για την ενέργεια αναφέρεται στην «εξομάλυνση κάθε εξάρτησης». Έτσι η ελληνική κυβέρνηση, από την μέχρι στιγμής επεξεργασία των δεδομένων, λέει «ναι» τόσο στην ολοκλήρωση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη όσο και του South Stream. Όπως εξάλλου υποστηρίζουν πολύ καλά πληροφορημένες πηγές «από την στιγμή που η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται στο σχέδιο της κατασκευής του αμερικανικών συμφερόντων αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου Nabucco, η συμμετοχή της χώρας στο ρωσικών συμφερόντων South Stream, που της προσδίδει ρόλο στον σύγχρονο διεθνή ενεργειακό χάρτη και πιθανότατα της εξασφαλίζει μελλοντική αυτονομία κρίνεται αυτονόητη».

Στα τέλη Νοεμβρίου του 2009 ο Έλληνας υφυπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κ. Γιάννης Μανιάτης τοποθετήθηκε επί του νέου ενεργειακού δόγματος και επισήμανε ότι μέχρι σήμερα «η Ελλάδα απλώς ακολούθησε πρωτοβουλίες άλλων και εντάχθηκε σε projects χωρίς πυξίδα, χωρίς σκληρή διαπραγμάτευση των όρων συμμετοχής της παρακολουθούσε απλά και μόνο τις εξελίξεις αντί τουλάχιστον να τις συγκαθορίζει. Αυτό, άλλωστε, διαπιστώθηκε και από την εκκωφαντική σιωπή της Αθήνας τόσο στις πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις της Βουλγαρίας αναφορικά με τη συμμετοχή της σε δυο σχέδια που μας αφορούν άμεσα (Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και South Stream) όσο και στη συνακόλουθη θεαματική στροφή της Μόσχας προς την Άγκυρα. Η διαχείριση των διμερών μας σχέσεων με την ενεργειακά ισχυρή Ρωσία δεν μπορεί να γίνεται μόνο με επικοινωνιακά κριτήρια, αφού αποδείχθηκε ότι εταίροι και μη δεν μας υπολόγιζαν στο βαθμό που νομίζαμε, ή πιστεύαμε».

Σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου η συμμετοχή στον αγωγό South Stream θεωρείται δεδομένη, αφού από το 2015, οπότε θα λειτουργήσει, θα εξασφαλίσει στην Ελλάδα την αναγκαία ποσότητα φυσικού αερίου, αφού 3 δισ. κυβικά μέτρα από τα 7,5 δισ. που καλύπτουν τις ελληνικές ανάγκες θα προέρχονται από τη Ρωσία. Το υπόλοιπο των αναγκών θα καλύψει ο αμερικανικών συμφερόντων αγωγός φυσικού αερίου TGI, ο οποίος συνδέει την Ελλάδα με την Τουρκία και την Ιταλία.

Ισορροπία

Ο αγωγός φυσικού αερίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, αλλά και ο ανταγωνιστικός του αμερικανικών συμφερόντων Nabucco αγωγός φυσικού αερίου South Stream, θεωρείται ότι θα εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή ενεργειακή αυτονομία στην Ελλάδα. Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι το σχέδιο για την ολοκλήρωση του έργου της κατασκευής των δύο αυτών αγωγών έχει προκαλέσει όλα τα προηγούμενα χρόνια και προκαλεί ακόμη την αντίδραση της αμερικανικής πλευράς, αφού η λειτουργία τους αντιτίθεται στα αμερικανικά ενεργειακά, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα.

Η Ελλάδα (και εν προκειμένω η νέα ελληνική κυβέρνηση) καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στις στρατηγικές επιδιώξεις του αμερικανικού και ρωσικού παράγοντα. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας κ. Λαβρόφ, ωστόσο, σε εκδήλωση του Ελληνορωσικού Συνδέσμου, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας, αφού αναφέρθηκε με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο στο πλαίσιο της συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ρωσία και κυρίως στην στρατηγικού χαρακτήρα ενεργειακή προσέγγιση επισήμανε ότι μετά την εκλογή του νέου Αμερικανού προέδρου Μπάρακ Ομπάμα «δημιουργήθηκαν οι δυνατότητες για την αναδιάρθρωση των ρωσοαμερικανικών σχέσεων». Η ελληνική κυβέρνηση, σήμερα, εξετάζοντας της προϋποθέσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα αναπτύξει την ελληνική ενεργειακή διπλωματία, θέλει να εκμεταλλευθεί το καλό κλίμα στις αμερικανορωσικές σχέσεις, το οποίο, είναι η αλήθεια, δεν είχε διαπιστωθεί την περίοδο, όταν πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Τζορτζ Μπους και η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση, η κυβέρνηση Καραμανλή είχε συνάψει τις συμφωνίες τόσο για την κατασκευή και εκμετάλλευση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, όσο και του South Stream.

Ο παράγοντας Τουρκία
Η ελληνική ενεργειακή διπλωματία, σήμερα, παρακολουθεί το status quo το οποίο διαμορφώνεται στον καταστατικό χάρτη της ενέργειας και της γεωστρατηγικής στα Βαλκάνια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι σήμερα κάνουν λόγο για ολοκληρωτική στροφή του πρωθυπουργού κ. Γιώργου Παπανδρέου σε σχέση με την προεκλογική περίοδο, αφού τη ρητορική περί επαναδιαπράγματευσης των όρων της διακρατικής συμφωνίας για τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη ο ίδιος συμφώνησε, εσχάτως, με τη ρωσική πλευρά όχι μόνο για την ολοκλήρωσή της, αλλά και για την επέκταση της στρατηγικής σχέσης ανάμεσα στην Αθήνα και στην Μόσχα, στους τομείς της οικονομίας, του εμπορίου, αλλά και του πολιτισμού. Βέβαια οι συζητήσεις δεν είχαν το απαραίτητο «βάθος», αλλά το πρώτο βήμα πραγματοποιήθηκε. Η ελληνική πλευρά αντιλαμβάνεται ότι στην παρούσα συγκυρία πιθανότατα θα προκύψουν οι «νέοι παίκτες» στα Βαλκάνια. Την ελληνορωσική επαναπροσέγγιση υπαγορεύουν, όμως, και τα νέα δεδομένα τα οποία προέκυψαν τον περασμένο Αύγουστο, μετά από τις επαφές που είχαν ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν με τον Τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν, όταν συμφώνησαν επί της προώθησης κολοσσιαίων ενεργειακών συμφωνιών ανάμεσα στην Άγκυρα και τη Μόσχα.

Συγκεκριμένα οι δύο πλευρές είχαν υπογράψει πρωτόκολλα περί της έναρξης κατασκευαστικών μελετών για την ολοκλήρωση του ενεργειακού αγωγού Blue Stream 2, ο οποίος μέσω Τουρκίας θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στο Ισραήλ. Η ρωσοτουρκική προσέγγιση, τότε, είχε προβληματίσει την προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση και δημιουργεί έντονο σκεπτικισμό στη σημερινή, σχετικά με τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στο ενεργειακό και στο γεωπολιτικό status στην περιοχή. Εξαιρετικό ενδιαφέρον, όμως, προκαλεί και ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία κινήθηκε στον ενεργειακό τομέα καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου καλοκαιριού συνάπτοντας σειρά συμφωνιών που ως αντικειμενικό σκοπό έχουν όχι απλά την προώθηση των συμφερόντων της, αλλά και την παγίωση του ρόλου της, όχι μόνο ως περιφερειακής, αλλά ως παγκόσμιας δύναμης ή ως κόμβου άσκησης υψηλής γεωστρατηγικής και ενεργειακής πολιτικής.

Η Τουρκία εμπέδωσε τον ρόλο της ως διεθνούς «παίκτριας» που μπορεί να δραστηριοποιηθεί ενισχύοντας τη θέση της σε όλα τα μέτωπα των διεθνών εξελίξεων και του stratego της παγκόσμιας ενεργειακής διπλωματίας. Έτσι το καλοκαίρι του 2009 υπέγραψε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την κατασκευή του αμερικανικών συμφερόντων αγωγού Nabucco, πρωτόκολλα με τη Ρωσία για την κατασκευή του South Stream, για την συμμετοχή της Ρωσίας και της Ιταλίας στον ενεργειακό αγωγό Σαμψούντας – Τσεϊχάν (ο οποίος είναι ανταγωνιστικός του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη), προχώρησε σε συμφωνία με το Κατάρ για μεταφορά φυσικού αερίου μέσω του Nabucco και σύνδεση της με τον Περσικό Κόλπο και επίσης συμφώνησε με την Συρία προκειμένου να συνδεθούν ενεργειακά, τα δύο κράτη με την κατασκευή και εκμετάλλευση αγωγού φυσικού αερίου. Επίσης, η Τουρκία και η Ρωσία αναβαθμίζουν τις σχέσεις τους με την υπογραφή συμφωνίας ανάμεσα στην ρωσική εταιρεία Atomstroiexport και την τουρκική κυβέρνηση που αφορά στην κατασκευή πυρηνικού σταθμού στην γειτονική χώρα.

Ο παράγοντας Βουλγαρία

Η πρόθεση του νέου πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ να «παγώσει» την τριμερή διακρατική ενεργειακή συμφωνία Ελλάδας – Ρωσίας – Βουλγαρίας για την κατασκευή και εκμετάλλευση του αγωγού μεταφοράς πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη διαφάνηκε ξεκάθαρα από την έναρξη της ανάληψης των νέων του καθηκόντων τον Ιούλιο του 2009. Η αντίληψή του για τις ρωσοβουλγαρικές σχέσεις, βέβαια, δεν προκάλεσαν έκπληξη, δεδομένου ότι ο κ. Μπορίσοφ είναι φιλοδυτικός πολιτικός.

Εντύπωση, όμως, προκαλεί το γεγονός ότι ο Βούλγαρος πρωθυπουργός ξεκαθάρισε περεταίρω τη θέση της Βουλγαρίας, σχετικά με την ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, λίγο μετά τη θερμή συνάντηση που είχαν ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Παπανανδρέου με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών κ. Λαβρόφ στο περιθώριο της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ στην Αθήνα. Στις 6 Δεκεμβρίου του 2009 ο κ. Μπορίσοφ δήλωσε ότι «η συμφωνία για τον αγωγό μεταφοράς πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη δεν διασφαλίζει κέρδη για τη χώρα μας και δεν προστατεύει τα συμφέροντά μας». Μάλιστα ο ίδιος κατέστησε δηλωτική την πρόθεση της κυβέρνησής του να προχωρήσει στη δημοσιοποίηση των όρων της διακρατικής συμφωνίας με στόχο να ενημερωθούν οι Βούλγαροι πολίτες για το περιεχόμενό της. Η θέση της βουλγαρικής κυβέρνησης είναι ότι οι όροι της συμφωνίας για την κατασκευή και την εκμετάλλευση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη εξυπηρετούν τα συμφέροντα μόνο των άλλων δύο μερών, δηλαδή της Ελλάδας και της Ρωσίας.

Όμως, το σημαντικότερο σημείο της τοποθέτησης του κ. Μπορίσοφ επί του ζητήματος, είναι ότι άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο της αποχώρησης της Βουλγαρίας από τη συμφωνία. Το γεγονός ότι ο Βούλγαρος πρωθυπουργός επανέρχεται στο ζήτημα της ολοκλήρωσης του στρατηγικής σημασίας έργου της κατασκευής του αγωγού πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, επαναβεβαιώνοντας την αρνητική στάση του απέναντί του, δημιουργεί οπωσδήποτε νέα δεδομένα ακόμη και για τους σχεδιασμούς της ελληνικής ενεργειακής διπλωματίας. Στην πρόσφατη συνάντηση, που στα τέλη Νοεμβρίου είχαν στην Βρυξέλλες ο Έλληνας Πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου και ο Βούλγαρος ομόλογός του κ. Μπορίσοφ στο περιθώριο του έκτακτου Περιφερειακού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζήτησαν για το θέμα του αγωγού, επικεντρώνοντας, όπως τουλάχιστον ανέφερε στις δημόσιες τοποθετήσεις του ο κ. Μπορίσοφ, κυρίως στις περιβαλλοντολογικές προεκτάσεις που αφορούν στο έργο.

Πριν ο κ. Παπανδρέου αναλάβει τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα, εκτός από τις ενστάσεις του περί των όρων της διακρατικής συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Ρωσία, είχε κυρίως αναφερθεί στα περιβαλλοντικά ζητήματα που αφορούν στην ολοκλήρωση του έργου, ενώ, όπως περίπου ο κ. Μπορίσοφ, είχε αναφέρει ότι η συμφωνία εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα της μίας πλευράς, δηλαδή της ρωσικής.

Η αλήθεια είναι ότι η Μόσχα είχε αναγνωρίσει στα πρόσωπα των δύο προηγούμενων πρωθυπουργών, τόσο της Ελλάδας όσο και της Βουλγαρίας, δηλαδή στα πρόσωπα των κ.κ. Κώστα Καραμανλή και Στανίσεφ, δύο ένθερμους υποστηρικτές της προώθησης των ρωσικές ενεργειακών συμφερόντων μέσω της κατασκευής των αγωγών Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, αλλά κυρίως του South Stream.

Η Ελλάδα, η Ρωσία και οι ΗΠΑ Ο κ. Καραμανλής χειρίστηκε με εμφανή μονομέρεια τα ζητήματα που άπτονται της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής, συμβάλλοντας στην προώθηση της ελληνορωσικής προσέγγισης στους τομείς της ενέργειας, αλλά και των εξοπλιστικών προγραμμάτων (προμήθεια 420 τεθωρακισμένων BMP-3), παρά τις αντιδράσεις των Αμερικανών και του αρμόδιου υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ και αρμόδιου σε θέματα ενέργειας Μάθιου Μπράιζα. Η αλήθεια είναι ότι ο προηγούμενος πρωθυπουργός πίστεψε ότι μία αυτόνομη ή ανεξάρτητη, υπό την έννοια των ανεξάρτητων αποφάσεων, ενεργειακή πολιτική εξαρτάται από τη στέρεα οικοδόμηση στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασίας με τη Ρωσία.

Η διακρατική σχέση Ελλάδας – Ρωσίας – Βουλγαρίας, σε ό,τι είχε κυρίως να κάνει με την ολοκλήρωση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, όλα τα προηγούμενα χρόνια, έδινε την εντύπωση αρραγούς μετώπου. Πριν από τη συμφωνία για την κατασκευή και εκμετάλλευση του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου South Stream η Ελλάδα είχε συνάψει σχετική συμφωνία για τον αμερικανικών συμφερόντων TGI, ο οποίος ενώνει την Ελλάδα με την Τουρκία και την Ιταλία. Η συμμετοχή της Ελλάδας στο έργο της κατασκευής και εκμετάλλευσης του South Stream δημιούργησε στους αρμόδιους Αμερικανούς αξιωματούχους την εντύπωση ότι οι στρατηγικές προτεραιότητες της Ελλάδας έχουν τροποποιηθεί και μάλιστα με τρόπο ριζικό. Η ελληνική ενεργειακή διπλωματία προκειμένου να απορροφήσει τους κραδασμούς που δημιούργησαν οι αμερικανικές πιέσεις στηρίχθηκε στην ρωσική επιχειρηματολογία ότι οι αγωγοί Nabucco, South Stream και TGI είναι συμπληρωματικοί και όχι ανταγωνιστικοί, όπως υποστηρίζει η αμερικανική πλευρά.

Σήμερα τα δεδομένα που θα προσδιορίσουν τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική διπλωματία και εν προκειμένων η ελληνική ενεργειακή στρατηγική θα κινηθούν ανάμεσα στις συμπληγάδες των αμερικανορωσικών σχέσεων είναι πολύ διαφορετικά. Το βέβαιο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι τελευταίες της κινήσεις, δεν θα διαταράξει τη στρατηγική σχέση που έχει οικοδομηθεί με την Ρωσία τα τελευταία χρόνια, αλλά θα επιδιώξει την ισορροπία και την ανεξαρτητοποίησης της εθνικής ενεργειακής πολιτικής στον βαθμό που κάτι τέτοιο καθίσταται δυνατό. Βέβαια σήμερα το άλλοτε αρραγές μέτωπο Ελλάδας – Ρωσίας – Βουλγαρίας δεν υπάρχει.

Η Μόσχα είχε διαβλέψει έγκαιρα, το προηγούμενο καλοκαίρι, τις ανατροπές που θα μπορούσαν να επιφέρουν οι αλλαγές κυβέρνήσεων σε Ελλάδα και Βουλγαρία και για αυτόν ακριβώς τον λόγο προχώρησε γρήγορα στην ολοκλήρωση τεράστιας σημασίας ενεργειακών συμφωνιών με την Τουρκία.

Η Ρωσία, σήμερα, επεξεργάζεται νέα σχέδια προκειμένου να σταθεροποίηση τη δυναμική της δικής της ενεργειακής διπλωματίας και να ελέγξει το διεθνές «ενεργειακό παιχνίδι» και για αυτόν τον λόγο ο Alexander Berezikov, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αναπληρωτής πρόεδρος του συμβουλίου εμπειρογνωμόνων της Οργάνωσης Ρωσικού Αερίου (Russian Gas Society), έχει επισημάνει την ανάγκη δημιουργίας ενός Παγκόσμιου Ενεργειακού Ρυθμιστή, επικαλούμενος την απόσταση που χωρίζει τις πηγές ενέργειας από τα κέντρα κατανάλωσης.

Posted in Γεωπολιτική -Γεωοικονομία, Ελλάδα | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Η Θρησκεία ΔΕΝ εξανθρωπίζει μισανθρώπους. Η βαρβαρότητα προσαρμόζει τη Θρησκεία στα μέτρα της.

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 24 Δεκεμβρίου 2009

Posted in Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Η Διαθήκη του Μωάμεθ υπέρ Ορθοδόξων Χριστιανών και Ελλήνων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 24 Δεκεμβρίου 2009

 

Κάτι που πραγματικά θα σας εκπλήξει.

  • Ο άγνωστος Έλληνας ευεργέτης και σωτήρας του Μωάμεθ
  • Οι αυστηρότατες εντολές του Μωάμεθ για προστασία Ελλήνων και Χριστιανών ως το τέλος του κόσμου!

Πόσοι από εσάς γνωρίζετε την ύπαρξη αυτής της ιδιόχειρης διαθήκης – διαταγής του Μωάμεθ προς όλο το γένος του; Προφανώς ελάχιστοι, πράγμα λογικό αφού γενικώς τις λεπτομέρειες άλλων δογμάτων τις γνωρίζουν μόνο οι ενδελεχείς μελετητές θρησκειών.

Ομοίως όμως, ελάχιστοι γνώριζαν τη διαστρέβλωση των Χριστιανικών γραφών από τους δυτικούς χριστιανούς προς όφελως των λατινικών αλλά και της άκρατης κρεοφαγίας (κύριο στοιχείο του “πολιτισμού” του Τζων Γουέιν).

Σήμερα λοιπόν έχουμε άλλη μία τρανταχτή απόδειξη της διαστρέβλωσης των θρησκειών από μισανθρώπους ώστε αυτές να συνηγορούν στις εγκληματικές τους επιδιώξεις αντί να χαλιναγωγούν τα μισαλλόδοξα τους ένστικτα. Μιλάμε για την ηθελημένη απόκρυψη ενός μοναδικού χειρογράφου του Μωάμεθ το οποίο βεβαίως παραδόθηκε στα χέρια ενός Τούρκου …ευσεβούς το 1517. Διαβάστε τα μοναδικά στοιχεία και τις λεπτομέρειες όπως αυτές ήρθαν πρώτη φορά στην επιφάνεια από την εκπληκτική έρευνα του Β. Μισύρη στο περιοδικό ΙΧΩΡ (τ. 45, Μάιος 2004). Αξίζει όμως πριν από όλα να διαβάσουμε το περιεχόμενο της διαθήκης σε μετάφραση του πατριάρχου Ιεροσολύμων Νεκταρίου.

ΘΕΡΜΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ αξίζουν και στο πανεπιστήμιο Κρήτης για την τιτάνια προσπάθεια που κάνει με το πρόγραμμα “Ανέμη”, την ψηφιακή βιβλιοθήκη δηλαδή που κάνει διαθέσιμα τέτοια έργα όπως αυτό του Νεκταρίου ώστε να είναι προσβάσιμα σε κάθε ερευνητή.

Πρέπει νά διευκρινίσουμε ότι ό πατριάρχης άπό υπερβολική θρησκολη­ψία αρνείται νά άποδώση τήν έννοια τής λέ­ξης Έλλην στην αντίστοιχη Αραβική (Γιουνάν) και τήν μεταφράζει χριστιανός. Ό Μωάμεθ όμως ξεχωρίζει μέ σαφήνεια τις δυο έννοιες. Τούς “Ελληνες τούς ονομάζει φυλή τών Γιουνάν και τούς χριστιανούς γενεά τών Ναζωραίων. ΔΙΑΒΑΣΤΕ:

«Τό παρόν γράμμα, επειδή ό θεός εστί μέ­γας και κυβερνήτης, ύστερον άφοϋ ήλθον πά­ντες ο’ι προφήται, δια νά μή μείνη μαρτυρία αδικίας προς τον θεόν, δια τά προς ανθρώ­πους διδόμενα χαρίσματα έγραψεν ό Μωά­μεθ, ό υιός τοϋ Άμπτουλάχ και απόστολος τοϋ θεοϋ, ό θεωρός και επιμελητής τοϋ παντός κό­σμου προς όλους τοϋ έθνους του και τής θρη­σκείας του, ώς στερεόν και βέβαιον τάξιμον και ϋπόαχεσιν, διά τήν φυλήν τών Γ ιουνάν (Ελλήνων) και διά τήν γενεάν τών Ναζωραίων (χριστιανών) όπου και αν εύρίσκωνται, σιμά ή μακράν, ευγενείς νά ήναι ή δυσγενεΐς, ένδο­ξοι ή και άδοξοι λέγον ούτω.

»Α’) “Οποιος άπό τό έθνος μου θέλει χαλά­σει τήν υπόσχεσιν και τον όρκον όπου είναι εις τήν παροϋσαν συμφωνίαν, φθείρει τήν υπόσχεσιν τοϋ θεοϋ, και αρνείται τον όρκο του, και έναντι ε’ίτα εις τό πρόσταγμα του, αντι­στέκεται τής πίστεως του (μή γένοιτο θεέ) γί­νεται άξιος τοϋ  αναθέματος, ή Βασιλεύς νά ήναι ό τοιούτος ή και πτωχός, και απλώς ειπείν όστις και αν ήναι.

»Β’) Λοιπόν οπόταν τινάς άπό τους μονα­χούς περιηγητάς θέλει κατοίκηση εις κανένα όρος, ή κορυφήν, ή σπήλαιον, ή χωρίον και τό­πον οίκούμενον, ή περιγιάλι ή αμμουδιά ή εις μονοστήριον, ή έκκλησίαν και οίκον εύκτή-ριον, έγώ είμαι έν μέσω αυτών προστάτης και φύλαξ αύτονών και όλων τών πραγμάτων τους μέ τήν ιδίαν μου ψυχήν και μέ τήν βοήθειαν και προστασίαν μου, και μέ όλον μου τό έθνος-διατϊ αύτοι είναι μέρος μου και τιμή μου.

»Γ) “Ετι προστάζω και εμποδίζω τούς έμίνη-δες νά μή γυρεύουσιν όπ’αυτούς χαράτσι, ή άλλα νέα δοσίματα ότι εις αυτούς βία και δυ­ναστεία δέν γίνεται.

»Δ’) Τούς κριτάς τους, και ηγουμένους τους νά μήν τούς άλλάσση τινάς, άλλά νά μένουσι άμετάτρεπτοι.

»Ε’) Τούς περιηγητάς τους νά μήν τούς έμπο-δίζη τινάς άπό τήν περιήγησίν τους.

»ΣΤ’) Άπό τά υπάρχοντα τών εκκλησιών τους κανένα νά μήν ήμπορή νά έξοδιασθή εις κτί-σιμον Μετζιτίου, ή άλλου τινός τόπου Μου­σουλμανικού.

»Ζ’) “Οποιος θέλει κάμη κανένα από ταύτα, όπου όπηγόρευσα, άς ήξεύρη βέβαια πώς έλυ­σε τον όρισμόν τοϋ θεοϋ και έναντιώθη τοϋ Αποστόλου του.

»Η’) “Ετι νά μή πληρώνουσι χαράτσι ο’ι Κριταί τους, και ηγούμενοι τους, και δούλοι τους, και μαθηταί τους, και άλλοι πώς υποτακτικοί ούτε νά πειράζωνται, ότι έγώ είμαι προστάτης αυτών όπου και αν εύρίσκωνται εις τήν γήν ή εις τήν θάλασσαν, εις Άνατολήν και Δύσιν, εις “Αρκτον και Μεσημβρίαν επειδή αυτοί και πά­ντα τά περί αυτούς είναι χρέος μου, και όρκος και παρακαταθήκη μου.

https://i0.wp.com/www.adishakti.org/images/mhm_muhammad%27s_tomb.jpg»Θ’) Και άπό εκείνους όπού έν ησυχία όσκη-τεύουσιν εις τά όρη, νά μή πέρνουσι χαράτσι, ούτε δέκατον διά τά εισοδήματα τους- ούτε τινάς μουσουλμάνος νά γίνεται σύντροφος μετ’αύτούς, επειδή και αύτο’ι άλλοι δέν εργά­ζονται μόνον τά προς τροφήν.

»Ι΄) “Οταν φθόση έν εύθηνία ό καιρός τοϋ καρπού, νά τούς δίδουσιν εις κάθε έρπέτι ένα καυχι.

»ΙΑ’) Ούτε εις τον καιρόν τοϋ πολέμου νά τους εύγάζουσι διά νά ευγουν ε/ς τον πόλε-μον, οϋτε νά τούς ζητοΟσι χαράτσι.

»ΙΒ’) “Ετι άπό τους χριστιανούς ο’ι εντόπιοι και πλούσιοι όπου με πλούτο πραγματεύονται και είναι άξιοι διά χαράτσι νά μην πληρόνου-σι άλλο παρά δώδεκα δραχμάς.

»ΙΓ) “Εξω άπό τό κεφαλοχάρατζον, άλλο νά μή τούς ζητοϋσι, κατά τό πρόσταγμα τοϋ Θεού όπού λέγει. Μή ένοχλήται τούς σεβόμενους τά έκ τοϋ Θεού πεμφθέντα βιβλία, άλλά κατά τον άγαθώτερον τοϋ άγαθωτέρου τρόπον νά τούς άγαθοποιήσετε και μάλιστα με τούτους συναναστράφητε’ και εκείνους όπού τούς πει-ράζουσι (όποιοι και άν ήναι) νά τους έμποδί-ζητε.

»ΙΔ’) Μία γυναίκα χριστιανή έάν ύπαν-δρευθή μέ έναν μουσουλμάνο νά κάνη τό θέ­λημα της γυναικός εκείνης και νά μή τήν έμπο-δίζη άπό τήν έκκλησίαν, και προσευχή της και ταίς συνήθειες της πίστεως της.

»ΙΕ’) Τινάς νά μή τούς έμποδίζη εις τό νά άνακαινίζουσι τάς εκκλησίας τους.

»ΙΣΤ’) Όστις θέλει κόμη τι παρά ταύτην τήν ύπόσχεσιν, ή νά πιστεύση τό εναντίον γίνεται βέβαια αποστάτης τοϋ Θεού, και τού Θεϊκοϋ Αποστόλου: Ότι τούτο είναι μία βοήθεια εις αυτούς κατά τάς υποσχέσεις τους.

»ΙΖ’) Και εις αυτούς απάνω νά μήν σηκώνη τινάς άρματα, μάλιστα ο’ι μουσουλμάνοι δι’ αυτούς νά πολεμούσι.

»ΙΗ’) Και διά τοϋτο προστάζω ούδεις άπό τό έθνος μου νά άποκοτήση νά κάμη τό εναντίον ταύτης της υποσχέσεως έως νά άφανισθη ό Κόσμος.

Μάρτυρες

Άλής, υιός τοϋ Άμπιταλίπ- Ομάρ, υιός τοϋ Χατάβ’ Άμπουντελντάρ, υιός τοϋ Αμπομπέρ’ Άββάς, υιός τοϋ Άμτελμουταλίβ- Ζιβήρ, υιός τοϋ Άββάμ- Σαάτ, υιός τοϋ Μαάτ Θηβήτ, υιός τοϋ Νεφίς’ Μπουχανιβέ, υιός τοϋ Αβίδ’ Μοκα-δέμ, υιός τοϋ Καρσή Άμπτιλαζίμ, υιός τοϋ Χα-σάν Άζίβ, υιός του Γιασίν Άμπομπέκερ, υιός τοϋ ‘Αμπι κααφί’ ‘Οτμάν, υιός τοϋ Γαφάς’ Αμπουλάχ, υιός τοϋ Μεσούτ Φαζέρ, υιός τοϋ ‘Αββάς· Ταλάτ, υιός τοϋ ‘ΑμπτουλάχΣαάτ, υιός τοϋ ΑββάτΖεήτ, υ’ιός τοϋ ΘαβίτΧασμέρ, υιός τοϋ Αβίδ’ Χάτιθ, υιός τοϋ Θαβίτ- Άμπτουλάχ, υιός τοϋ Όμέρ.

Τό παρόν έγραψε ό οδηγός και διάδοχος Αλής τοϋ Άμπιταλίπ, βάλλοντας τό χέρι του ό προφήτης είς τό Μεντζήτι τοϋ προφήτου (εν ω εϊη ειρήνη) τφ δευτέρω χρόνω τής φυγής (Έγείρας 624 μ.Χ.) τήν τρίτη ήμερα τοϋ Μα-χαρέμ μηνός».

 Οι λόγοι για τη συγγραφή αυτής της διαθήκης – διαταγής προστασίας ες αεί Ελλήνων και Χριστιανών, έχουν ορισμένες ιστορικές εξηγήσεις:

Α’) Όταν ό Μωάμεθ έγινε δώδεκα ετών συ-νώδευσε τόν θείο του στήν Συρία, όπου φιλο­ξενήθηκε άπό κάποιον “Ελληνα μοναχό. Πολ­λοί εκείνη τήν εποχή πίστευαν ότι όσοι ήταν γνώστες τής Βίβλου γνώριζαν και τήν προφη­τική αποστολή τοϋ Μωάμεθ. Φημολογείται λοιπόν ότι μόλις ό καλόγηρος άντίκρυσε τό παιδί «άνεφώνησε ως άλλος Σαμουήλ ίδών τόν Δαβίδ: Ούτος έστι ό μέγας προφήτης!». Και συ­νεπαρμένος ψηλάφισε τήν ωμοπλάτη τοϋ νε­αρού Μωάμεθ, όπου βρήκε τήν σφραγίδα τής προφητείας. (“ΙΧΩΡ” No 16, σελ. 66).

Εικάζεται λοιπόν ότι αυτός είναι ό ένας λό­γος συμπάθειας τοϋ γιου τής Έρημου προς τούς ορθοδόξους χριστιανούς, οί όποιοι κα­τάλαβαν άπό τήν άρχή τήν άξια τών προφη­τικών λόγων του.

Β’) Ό άλλος, ό όποιος εκφράζει και τήν ευγνωμοσύνη τοϋ προφήτη προς τούς “Ελλη­νες, είναι ό έξης: ΟΊ «βοηθοί» (μαθητές) τοϋ Μωάμεθ άνεκάλυψαν ένα σχέδιο δολοφονίας τοϋ προφήτη έκ μέρους τών έχθρων του, γι’ αυτό τόν πήραν εσπευσμένα κα’ι έφυγαν άπό τήν Μέκκα μέ κατεύθυνση τήν Μεδίνα. Ή επι­τυχία αυτής τής φυγής συνδέεται άμεσα μέ τήν επέμβαση ενός πλούσιου “Ελληνα, ό όποιος, προκειμένου νά πραγματοποιηθή ή έξοδος τοϋ Μωάμεθ άπό τήν Μεδίνα, προσέ­φερε αντάλλαγμα ολόκληρη τήν τεράστια πε­ριουσία του. Αυτόν τόν “Ελληνα ό προφήτης τόν ονομάζει “Πρώτο καρπό τής Ελλάδος”. Ή φυγή τοϋ Μωάμεθ λέγεται Έγειρα και πραγ­ματοποιήθηκε στίς 20-24 Σεπτεμβρίου τοϋ 622 μ.Χ. (“ΙΧΩΡ” Νο 16, σελ. 70). Φαίνεται ότι τήν εποχή τής ‘Εγείρας ό Σινάί’της ηγούμενος, αντιλαμβανόμενος έγκαιρα τήν αύξηση τής δύναμης τοϋ άσημου τότε Μωάμεθ κα’ι γνωρί­ζοντας ότι ή μονή τοϋ Σινά όπως κα’ι ή αξιό­λογη “Ελληνική εμπορική κοινότητα τής Πε-τραίας Αραβίας θά ήταν εκτεθειμένες στις δηώσεις τών Αράβων, έζήτησε κα’ι έλαβε άπό αυτόν τό υπέρ τής “Ελληνικής κοινότητας κα’ι τών ορθοδόξων μοναστηριών ευεργετικό διά­ταγμα. Ό Μωάμεθ, ευχαριστημένος κα’ι κολα­κευμένος άπό τήν “Ελληνική αναγνώριση τής αλήθειας τών λόγων του, όχι μόνον εξέδωσε τό διάταγμα, άλλά, όπως γράφει ό πατριάρχης “Ιεροσολύμων Νεκτάριος, «ήγάπα πολλά τό γέ­νος τών’Ελλήνων(Γιουνάν) παρά άλλο κανένα γένος, κα’ι πολλά έσπούδαζε νά φυλάττωνται άπείρακτοι έν ειρήνη- όθεν κα’ι δέν φαίνεται εις άλλο γράμμα νά βάλλη τό ϊδιόν του χέρι παρά εις αυτό όποΟ έδωκε τών χριστιανών» (Νέκταρ. Ίεροκ. Ίστορ., σελ. 275). Αρχικά οι προσπάθειες τοϋ Μωάμεθ επικεντρώθηκαν όχι στον προσηλυτισμό τών “Ελλήνων χριστιανών, άλλά στό νά μήν επικριθούν κα’ι πολεμηθούν οί προφητείες του και τό ύπό διαμόρφωση θρήσκευμα τοϋ Ισλάμ.

https://i0.wp.com/img134.imageshack.us/img134/4097/antipoperallyturkeyuu7.jpgΑντιλαμβάνεστε ότι αυτή η αποκάλυψη θα ήταν η καλύτερη απάντηση στους Σουνίτες που γίνονται πειθήνια όργανα των βάρβαρων επιδιώξεων της Δύσης. Για τους Τούρκους, ας μην το συζητάμε. Εκεί η θρησκεία είναι αλα κάρτ και όταν γίνεται “ενοχλητική”, επιστρατεύεται είτε ο Κεμάλ ή το “συνταγματικό δικαστήριο”.

Ίσως λοιπόν κύριε Ραγκούση να έπρεπε οι μουσουλμάνοι που συρρέουν στη χώρα να διδάσκονται πρώτα αυτό το ιστορικό στοιχείο. Αλλά είπαμε, πρέπει να είναι άβουλοι και εχθρικοί για να υπηρετούν χωρίς ερωτήσεις τα κελεύσματα των βαρώνων – κατασκευαστών αλλά και του real estate της “αριστεράς” ρίχνοντας κατά το δοκούν τιμές περιοχών – φιλέτων που έπειτα άξαφνα γίνονται mall και lofts.

Αναζητήστε οπωσδήποτε το ΙΧΩΡ, τεύχος 45 (Μάιος 2004) για να δείτε τα συνταρακτικά ιστορικά στοιχεία που παραθέτει ο Βασίλης Μισύρης σχετικά με τη διαθήκη, καθώς και άγνωστε πτυχές της συνεργασίας Ελλήνων – Μουσουλμάνων σε κοινούς πολέμους.

olympiada.gr, ΙΧΩΡ.

Posted in Ιστορία | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Πού πήγαν τα λεφτά των αποκρατικοποιήσεων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Οπουδήποτε αλλού εκτός της μείωσης του δημοσίου χρέους κατευθύνονται τελικά τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και τις άλλες συναφείς δραστηριότητες, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα στα μέσα της εβδομάδας ο βουλευτής του Συνασπισμού Παναγιώτης Λαφαζάνης.

Τα στοιχεία είναι του Υπουργείου Οικονομικών και αφορούν την τελευταία δεκαετία. (Μπορείτε να δείτε κάνοντας κλίκ εδώ όλα τα σχετικά έγγραφα)Υποτίθεται ότι πουλάμε δημόσια περιουσία (τα ασημικά μας, όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά), για να μειώσουμε το δημόσιο χρέος, που απαιτεί περισσότερα από 10 δισ. ευρώ το χρόνο μόνο για την πληρωμή τόκων.

Στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει. Εκποιούμε δημόσια περιουσία για να καλύπτουμε τις τρέχουσες ανάγκες μας• για το αύριο έχει ο Θεός. Καθώς ο Προαναφερθείς μάλλον αδιαφορεί για τα οικονομικά μας προβλήματα, αντιλαμβανόμαστε ότι θαύματα τέτοιου είδους στην εποχή μας δεν γίνονται.

Τα στοιχεία του Παναγιώτη Λαφαζάνη είναι συνταρακτικά και αποδεικνύουν με πόσο ελαφριά καρδιά αντιμετωπίζονται οι δημόσιες υποθέσεις. Ταυτόχρονα αποδεικνύεται περίτρανα ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάζουν, η δημιουργική λογιστική όμως ζει και βασιλεύει.

Το μαγείρεμα των στοιχείων που κατήγγειλε με έντονο τρόπο στη Βουλή ο Κώστας Καραμανλής το 2002, συνεχίστηκε και μετά το 2004 με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας. Τότε ο πρωθυπουργός βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα, το οποίο επιλέχθηκε να αφεθεί στην τύχη του.

Με τα εισπραττόμενα από τις αποκρατικοποιήσεις ποσά καλύπτονται πολλές δαπάνες, που διαφορετικά θα επιβάρυναν το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι τα δημοσιονομικά στοιχεία «μαγειρεύονται»• και γι’ αυτό ακριβώς επί σειρά ετών εγκαλούμεθα από την Eurostat και την Κομισιόν. Η συνέντευξη του βουλευτή του Συνασπισμού θα μπορούσε να επιγράφεται «Πού πάνε τα λεφτά» και να απαντάει κατά κάποιο τρόπο στο ερώτημα των καιρών που δημιουργεί η σοβαρή δημοσιονομική κρίση της χώρας. Βλέποντας πού πάνε τα λεφτά των αποκρατικοποιήσεων, αντιλαμβανόμαστε και γιατί αυξάνεται το χρέος τα τελευταία χρόνια αντί να μειώνεται, τόσο σε ποσοστό του ΑΕΠ, όσο και σε απόλυτα νούμερα.

Το 2000 εισέρρευσαν στον λογαριασμό των αποκρατικοποιήσεων 3,28 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή 3,20 δισ. κάλυψαν δαπάνες διαφόρων ειδών, που δεν έχουν σχέση με το δημόσιο χρέος.

Το 2001 οι εισπράξεις ήταν 1,416 δισ. ευρώ, ενώ οι πάσης φύσεως δαπάνες 1,419 δισ. ευρώ. Το 2002 1,626 δισ. έσοδα και 1,227 δισ. ευρώ δαπάνες.

Το 2003 1,840 δισ. ευρώ έσοδα και 1,852 δισ. δαπάνες. Το 2004 έσοδα 1,551 δισ. ευρώ και δαπάνες 1,852 δισ. ευρώ. Το 2005 έσοδα 2,277 δισ. ευρώ και δαπάνες 2,145 δισ. ευρώ. Το 2006 έσοδα 1,531 δισ. ευρώ και δαπάνες 1,653 δισ. ευρώ. Το 2007 2,079 δισ. ευρώ έσοδα και δαπάνες 2, 158 δισ.

Το 2008 έσοδα 1,047 δισ. ευρώ και δαπάνες 1,087 δισ. ευρώ. Στο δεκάμηνο του 2009 τα έσοδα ανήλθαν σε 770,586 χιλ. ευρώ και οι δαπάνες σε 299,82 χιλ. ευρώ.

Δ. Γ. Παπαδοκωστόπουλος
ισοτιμια

Posted in Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

ΕΠΙΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗΣ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Παραλάβαμε και διαθέτουμε τα επιθέματα αποτοξίνωσης DETOXI και ALONA.  Τα επιθέματα βασίζονται στην παραδοσιακή θεραπευτική της Άπω Ανατολής, η οποία προσπαθεί με τη χρήση μη τοξικών υλικών που προέρχονται απο την φύση να αποβάλλει απο το ανθρώπινο σώμα τις τοξίνες, που αυτό έχει συσωρεύσει επι σειρά ετών και οφείλεται κυρίως στον σύγχρονο τρόπο ζωής.

  • Πονοκέφαλοι χωρίς σαφή ατιολογία 
  • Δυσπεψία
  • Κακοσμία του στόματος
  • Ασχημη εικόνα του δέρματος

Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο απο τα συμπτώματα ενός οργανισμού που είναι γεμάτος τοξίνες.

Τα επιθέματα αποτοξίνωσης βοηθούν στην αντιμετώπιση ή βελτίωση

  • Ρευματισμών και μυϊκών πόνων
  • Αθριτικών
  • Αϋπνιών
  • Κυτταρίτιδας
  • Κατακράτησης υγρών
  • Υφής του δέρματος
  • Ανοσοποιητικού συστήματος
  • Ανακούφιση του άσθματος
  • Μεταβολισμού
  • Συμπτώματα κατάθλιψης
  • Υπερκόπωσης
  • Ποιότητα ύπνου και μνήμης

Προσοχή η χρήση των επιθεμάτων δεν αντικαθιστά κατα καμμία έννοια τυχόν απαραίτητη ιατρική συνταγή.

Posted in Προτάσεις δώρων & νέες παραλαβές | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Γιατί η αποσιώπηση των «εθνικών θεμάτων»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

 
Συντάκτης: Χρήστος Γιανναράς   
 
Eρώτημα δημοσκοπικής περιέργειας (δηλαδή ανάγκης για ρεαλισμό ατομικού και συλλογικού προσανατολισμού):Ποιο ποσοστό ψηφοφόρων στην Ελλάδα σήμερα επηρεάζεται στην εκλογική του προτίμηση από τη στάση των κομμάτων στα λεγόμενα «εθνικά θέματα»; Πόσες ψήφους έχασε ο αρχηγός του σοσιαλεπώνυμου «κινήματος», επειδή, πριν από πέντε χρόνια, υπεράσπισε και προπαγάνδισε το «Σχέδιο Ανάν»; Πόσες ψήφους έχασε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, επειδή βουβός, άτολμος και άνευ όρων, υπέγραψε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση;Πόσοι από τους πολίτες του ελλαδικού κράτους έχουν υποψιαστεί ότι η υπερψήφιση της Πλεκτάνης Ανάν θα σήμαινε για τον Ελληνισμό μια δεύτερη, αυτοπροαίρετη Μικρασία στην Κύπρο; Πόσοι καταλαβαίνουν ότι η στιγμή που κρινόταν η (πολυπόθητη για τον Ερντογάν) έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ήταν και μοναδική δυνατότητα να απαιτήσει η Ελλάδα, από θέσεως ισχύος, την άρση του casus belli και τη δέσμευση της Τουρκίας για σεβασμό των ελληνικών συνόρων στη θάλασσα, στον αέρα, στην ξηρά;

Τα κόμματα μάλλον θα έχουν δημοσκοπικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Αλλιώς δεν εξηγείται η προκλητική αποσιώπηση των «εθνικών θεμάτων» στην προεκλογική ρητορεία και συνθηματολογία (όσες αναφορές υπήρξαν ήταν περιθωριακές, αφορούσαν διαχειριστικά παραπτώματα). Τα κομματικά επιτελεία έχουν τη σιγουριά πως, αν αύριο, σε μια «ειρηνική διευθέτηση» υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, ο Ελληνισμός παραιτηθεί από κάθε αξίωση (δικαιωμένη με δεκάδες αποφάσεις του ΟΗΕ), στην πανάρχαια ελληνίδα γη της βόρειας Κύπρου, αν δεχθεί μοιρασιά του Αιγαίου και της δυτικής Θράκης, η εκλογική συμπεριφορά των ελλαδιτών ψηφοφόρων δεν πρόκειται να αλλάξει, οι κομματικές προτιμήσεις δεν θα μεταβληθούν.

Γενική εντύπωση είναι ότι τα «εθνικά θέματα» οπωσδήποτε συγκινούν μεγάλη μερίδα (ίσως την πλειοψηφία) του πληθυσμού. Αλλά μέχρις εκεί. Η συγκίνηση είναι μόνο συναισθηματική, επιδερμική, δίχως συνέπειες στην πολιτική συμπεριφορά. Τα πρόσωπα που θα επωμισθούν ό,τι το Σύνταγμα αποκαλεί «έσχατη προδοσία», θα επανεκλεγούν με κάθε άνεση στο ελλαδικό Κοινοβούλιο.

Μια σοβαρή δημοσκόπηση θα μπορούσε να διερευνήσει, ώς πού φθάνουν τα όρια της συναισθηματικής ευαισθησίας των ελλαδιτών ψηφοφόρων, πότε ο ενδοτισμός ή η πρακτόρευση ξένων συμφερόντων θα ξεπερνούσαν τα όρια της ανοχής των ψηφοφόρων. Αν, λ.χ., η παραχώρηση του Καστελλόριζου, της Λήμνου, της Μυτιλήνης θα είχε ως αντάλλαγμα να ρεύσουν θαυμαστά «πακέτα» οικονομικών παροχών, τι θα προέκριναν οι ελλαδίτες ψηφοφόροι; Αν, τελικά, είχε να επιλέξει ο Ελλαδίτης ανάμεσα στην ελευθερία με πόλεμο ή στην «ειρήνη» (γράφε: καταναλωτική πλησμονή) με δουλεία, τι θα αποφάσιζε μόνος, μυστικά, πίσω από το παραβάν;

Στην τελευταία προεκλογική περίοδο οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί μας μιλούσαν μόνο και αποκλειστικά για λεφτά, μόνο για οικονομία, δηλαδή, όπως μιλάει το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, ωσάν οι άνθρωποι να είμαστε βουλιμικά ανδράποδα και οι ορίζοντες της ζωής μας να τελειώνουν στο πορτοφόλι. Μήπως κάτι ξέρουν οι πολιτικοί μας αφεντάδες, που οι δημοσκοπήσεις το αποκρύβουν από εμάς, την πλεμπάγια; Χρόνια τώρα τους ακούμε να αναμηρυκάζουν μηχανικά ότι «δεν αμφισβητούμε τον πατριωτισμό κανενός». Αλλά ούτε και διανοούνται να μας εξηγήσουν: τι διαφέρει σήμερα ο πατριωτισμός από την άλογη προσκόλληση του «φίλαθλου» κρετίνου σε μια ποδοσφαιρική ομάδα, κερδοσκοπική ΠΑΕ.

Πατρίδα ονόμαζαν κάποτε οι άνθρωποι τη γη (το χώμα και το τοπίο) όπου γεννήθηκαν, εντάχθηκαν σε οικογένεια και σε κοινότητα, πήγαν σχολειό, έζησαν την εκκλησιά, δηλαδή τη Γιορτή, ψηλάφησαν αισθητά την Ιστορία, άσκησαν τον δημιουργικό τους μόχθο, έθαψαν αγαπημένους νεκρούς. Σήμερα αυτή η πατρίδα δεν υπάρχει, μια τίμια και ευφυής δημοσκόπηση θα το πιστοποιούσε άμεσα. Για τα εννέα δέκατα του πληθυσμού που ζουν στις πανομοιότυπες, απρόσωπες, τάχα και πόλεις του ελλαδικού οικιστικού πρωτογονισμού, η ελληνικότητα είναι κρατική υπηκοότητα, τίποτε άλλο. Σώζεται ακόμα ένα φθίνον γλωσσικό ιδίωμα, μια ρητορική και ευτελισμένη «εθνική ιδεολογία», κάποιο φολκ-λορ γραφικών ιδιαιτεροτήτων.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ελληνική κρατική υπηκοότητα σήμερα βιώνεται σαν μοιραία, εκ γενετής αναπηρία. Το ελληνώνυμο κράτος προξενεί στους πολίτες του, ακατάπαυστα, οργή, ντροπή, αηδία, πνιγμό. Το διαφεντεύουν μαφίες ασύδοτων συμφερόντων με προσχηματικές ετικέτες κομμάτων, συνδικάτων, δημόσιων οργανισμών, ιδρυμάτων κοινής ωφέλειας. Κράτος τύραννος του πολίτη, βασανιστής, όχι υπηρέτης του, όπως θα όφειλε. Το ενδεχόμενο νοσηλείας σε νοσοκομείο, εφιάλτης. Το σχολειό και το πανεπιστήμιο των παιδιών του, σε παρακμιακή αθλιότητα αγιάτρευτη. Η αγορά όπου θα παλαίψει για το ψωμί του, αρένα ληστρικής κερδοσκοπίας. Η δημοσιοϋπαλληλία εκβιάζει γκανγκστερικά για να «λαδωθεί». Ολα, τα πάντα, κάνουν τον πολίτη να νιώθει αντίπαλος με τον τόπο του, αντίδικος με την «πατρίδα» του.

Να τολμούσε κάποια δημοσκόπηση το ανυπόφορο ερώτημα: Με ποια λογική να υπερασπίσει ο Ελλαδίτης αυτό το γελοίο κράτος, αν χρειαστεί; Να πολεμήσει, να διακινδυνεύσει τη ζωή του, για να υπερασπίσει τι; Τη γλώσσα, που πρώτοι οι άρχοντες την ατιμάζουν ατιμώρητα και την καταστρέφουν μεθοδικά με τις εκπαιδευτικές τους «μεταρρυθμίσεις»; Την Ιστορία και τον πολιτισμό των προγόνων που επίσημα οι πρακτορίσκοι κατασυκοφαντούν στα σχολικά βιβλία; Το κάλλος της γης, που λιμασμένοι για εύκολο πλούτο κρατικοί «λειτουργοί» το παραδίδουν σε εμπρηστές οικοπεδοφάγους και σε βάνδαλους τουριστικούς ατζέντηδες; Τι το ελληνικό να υπερασπίσει ο «έλλην υπήκοος» σήμερα ρισκάροντας τη ζωή του; Αυτή τη δημοσκόπηση θα έπρεπε να την έχουν προ πολλού παραγγείλει οι αξιωματούχοι της Εθνικής Αμυνας.

Το ερώτημα στην αρχή της επιφυλλίδας ήταν ρητορικό. Οι εκλογές στις 4 Οκτωβρίου 2009 απέδειξαν περίτρανα ότι τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» είναι το τελευταίο που απασχολεί τον ελλαδίτη ψηφοφόρο μπροστά στην κάλπη. ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δικαιώθηκαν θριαμβικά: οι ορίζοντες ζωής για την ελλαδική κοινωνία σήμερα τελειώνουν στο πορτοφόλι. Το κόμμα, που επίσημο όραμά του είναι ο Σταλινισμός, καταξιώθηκε ως τρίτη πολιτική δύναμη στη Βουλή, και το κόμμα που επίσης επίσημα προπαγανδίζει και οργανώνει την κατάλυση της έννομης τάξης, βραβεύτηκε με δεκατρείς έδρες, παρά τα καραγκιοζιλίκια της φτήνιας των διαπληκτισμών στο εσωτερικό του.

Με το ανυπόκριτο της αφέλειας που χαρακτηρίζει την αμερικανική νοοτροπία, η Ουάσιγκτον έσπευσε να εκφράσει τη χαρά της για το εκλογικό αποτέλεσμα. Πραγματικά, ήταν θρίαμβος να κατορθωθεί η μεταστροφή μιας τόσο εντυπωσιακής πλειοψηφίας, με προκλητική την απουσία στοιχειωδών έστω ερεισμάτων λογικής, επιχειρημάτων και εγγυήσεων σοβαρότητας. Σε κοινωνίες με πολύ χαμηλή στάθμη κατά κεφαλήν καλλιέργειας πρέπει να είναι πολύ εύκολη η χειραγώγηση των ενορμήσεων της μάζας.

Το θετικότερο που προκύπτει από αυτές τις εκλογές, είναι η ελπίδα να διαλυθεί πια τελεσίδικα το ασπόνδυλο, δίχως πίστη και στόχους κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται έναν ριζικά διαφορετικό εκφραστή της θέλησής της να ξαναβρεί τον δυναμισμό και την αρχοντιά του ονόματός της: Να ξαναστήσει κράτος λειτουργικό, να κερδίσει ποιότητα ζωής και διεθνή αξιοπρέπεια αξιοποιώντας την ετερότητα της πρότασης πολιτισμού που κομίζει.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_11/10/2009_332958

 

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , , , | 1 Comment »

Οικονομία της Άμυνας. Για μια έξυπνη Στρατηγική

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Δρ. Ιωάννης Παρίσης Υποστράτηγος ε.α. – Πολιτικός Επιστήμονας Διδάκτορας Πανεπιστημίου ΚρήτηςΣΕΕΘΑ

Η εθνική άμυνα εξασφαλίζεται με την απόκτηση και προβολή ισχύος. Η οικονομία αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες ισχύος που μάλιστα επηρεάζει όλους τους άλλους. Η ένοπλη δύναμη, δηλαδή οι στρατιωτικές δυνατότητες ενός κράτους, ως παράγων ισχύος, εξετάζεται τόσο από πλευράς μεγέθους και εξοπλισμού όσο και από πλευράς έρευνας και τεχνολογίας, αμυντικής βιομηχανίας, συμμαχιών αλλά και λοιπών στοιχείων που καθορίζουν τη μαχητική αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων.
Μπορούμε εξαρχής να επισημάνουμε κάποια στοιχεία:
Η οικονομία αποτελεί κοινή συνισταμένη όλων των παραγόντων ισχύος, αποτελώντας κατ’ ουσία, το θεμέλιο επί του οποίου εδράζεται η ισχύς των κρατών, καθώς και την πηγή των πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση στρατιωτικής ισχύος.
Η σχέση της στρατιωτικής και της οικονομικής ισχύος, εμφανίζεται αμφίδρομη δεδομένου ότι αφενός η ύπαρξη ισχυρής και ακμάζουσας οικονομίας είναι απαραίτητη προκειμένου να διατεθούν πόροι για την παραγωγή στρατιωτικής ισχύος, αφετέρου η τελευταία, συμβάλλει όχι μόνο στην προστασία της εθνικής οικονομίας, αλλά και στην περαιτέρω ενίσχυσή της, καθώς εξασφαλίζει την ειρήνη, προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα και συντελεί στην προώθησή τους.
H οικονομική ισχύς αποτελεί το θεμέλιο της στρατιωτικής ισχύος. Η κατοχή οικονομικής ισχύος μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση στρατιωτικής ισχύος, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί και το αντίστροφο.
Αναφορά στη διαδραστική σχέση οικονομίας και ένοπλης δύναμης βρίσκουμε και στον Θουκυδίδη, ο οποίος στην εξιστόρησή του «υποδηλώνει – όπως γράφει ο Βύρων Θεοδωρόπουλος – όχι μόνο την εξάρτηση της πολεμικής ισχύος από την οικονομική ακμή, αλλά και το αντίστροφο: ότι δηλαδή η πολεμική ισχύς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη».
Η προβολή της εθνικής ισχύος, ανεξαρτήτως σε ποιους παράγοντες αυτή βασίζεται, υλοποιείται σε κάθε περίπτωση με τις ένοπλες δυνάμεις. Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, παρά την επίδειξη ισχύος με άλλα μέσα – π.χ. διπλωματικές και οικονομικές πιέσεις – το τελικό επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συνήθως με την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων ή κατ’ ελάχιστον, με προβολή της ισχύος τους.
Το βέλτιστο επίπεδο αποτρεπτικής και αμυντικής ισχύος ενός κράτους αποτελεί συνάρτηση της στρατιωτικής ισχύος και κατ’ επέκταση των παραγόντων που την καθορίζουν, με σημαντικότερο το κόστος απόκτησης, συντήρησης και διαχείρισης της στρατιωτικής ισχύος, δηλαδή το ύψος των αμυντικών δαπανών. Οι αμυντικές δαπάνες αναφέρονται στο κόστος διαχείρισης και συντήρησης του συνόλου του προσωπικού και του υλικού (πολεμικού και μη) που προορίζονται για την παραγωγή της εθνικής άμυνας και ασφάλειας, τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και σε περιόδους κρίσεων ή πολεμικών συρράξεων. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες των αμυντικών δαπανών, όπως γράφει ο Χρ. Κόλλιας, μπορεί να είναι οικονομικοί, πολιτικοί, στρατηγικοί, ακόμα και ιστορικοί, αν και τελικά εκείνος που βαραίνει είναι ο οικονομικός παράγων.
Η ισχύς μιας μεγάλης δύναμης αντανακλάται, μεταξύ των άλλων, και στο ύψος των αμυντικών της δαπανών. Η διατήρηση του χαρακτηριστικού της υπερδύναμης εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά τα προβλήματα και την ανάδυση νέων ισχυρών παικτών στο παγκόσμιο γεωστρατηγικό παιχνίδι δεν είναι τυχαία, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν για τις ένοπλες δυνάμεις τους άνω των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, τη στιγμή που η αμέσως ακολουθούσα σε μέγεθος στρατιωτικών δαπανών Κίνα δηλώνει αμυντικό προϋπολογισμό της τάξης των 60 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο αντίστοιχος ρωσικός προϋπολογισμός ανέρχεται επισήμως σε περίπου 40 δις δολάρια.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δαπανά ένα από τα μεγαλύτερα ποσά για αμυντικές δαπάνες μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ. Ως ποσοστό επί τοις εκατό οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας είναι οι υψηλότερες όλων (πίνακας). Είναι επίσης χρήσιμο να δούμε τις αμυντικές δαπάνες των πέντε κύριων, από στρατιωτικής πλευράς, ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου (πίνακας).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων και των οπλικών συστημάτων που διατηρεί η χώρα μας σε σύγκριση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Αν η Ισπανία, μια χώρα με 4πλάσια έκταση, πληθυσμό και ΑΕΠ σε σχέση με την Ελλάδα, διατηρούσε ανάλογες προς την Ελλάδα ΕΔ, θα έπρεπε να έχει: 600.000 προσωπικό, 6.000 άρματα μάχης, 70 πλοία επιφανείας, 35 υποβρύχια, 1.300 μαχητικά αεροσκάφη, 130 επιθετικά ελικόπτερα.
Αντίθετα αν η Ελλάδα διατηρούσε ΕΔ ανάλογες της Ισπανίας θα έπρεπε να έχει: προσωπικό κάτω των 40.000, 90 άρματα μάχης, 3 πλοία επιφανείας, 1 υποβρύχιο, 46 μαχητικά αεροσκάφη, κανένα ή έστω 6 επιθετικά ελικόπτερα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας μέλους της ΕΕ στο σύνολο των ευρωπαϊκών δαπανών (πίνακας)
Από τα όσα προαναφέρθηκαν γίνεται καθαρά αντιληπτό το βάρος που υφίσταται η ελληνική οικονομία προκειμένου να ανταποκριθεί στις αμυντικές ανάγκες της χώρας. Η οικονομική κρίση μπορεί να έχει επιπτώσεις στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας, όμως ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν περιθώρια περεταίρω αύξησης των αμυντικών δαπανών. Εκείνο που είναι εν προκειμένω ενδιαφέρον, και στο οποίο θα εστιάσω την εισήγησή μου, είναι το κατά πόσο είναι εφικτό, μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών για τις αμυντικές δαπάνες να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του εξοπλισμού των ΕΔ. Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία και μπορεί να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας αν τύχει της επιβαλλόμενης προσοχής. Ας δούμε αναλυτικότερα τι ακριβώς εννοούμε.
Οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας κατανέμονται γενικά στους εξής τομείς:
Δαπάνες προσωπικού:
Πληρωμές, Επιδόματα, Συντάξεις,
Τροφοδοσία,
Υγειονομική περίθαλψη
Δαπάνες λειτουργικές:
Λειτουργία & συντήρηση (ανταλλακτικά και προμήθειες) κύριου υλικού
Άλλα υλικά και προμήθειες
Κόστη σχετιζόμενα με αναλώσιμα και συντήρηση υποδομών
Επενδύσεις:
Προμήθειες εξοπλισμών
Έρευνα & Ανάπτυξη
Πού και πώς μπορεί να προέλθει οικονομία στις αμυντικές δαπάνες; Οι λέξεις κλειδιά κατά τη γνώμη του ομιλούντος είναι: στρατηγική, οργάνωση, τυποποίηση, αμυντική βιομηχανία. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τις περιπτώσεις αυτές:
Στην περίπτωση των δαπανών για το προσωπικό πράγματι δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσης. Αντίθετα οι ελληνικές ΕΔ έχουν ανάγκη μεγαλύτερων δαπανών για το προσωπικό. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για τις δαπάνες που κυρίως συνδέονται με το θέμα του ηθικού και του φρονήματος, το οποίο δεν αποτιμάται σε ευρώ. Δεν αναφέρομαι μόνο στη μέριμνα για το προσωπικό κατά την ειρηνική περίοδο, αλλά πρωτίστως στον εξοπλισμό του μαχητή ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνθήκες του πεδίου.
Οι λειτουργικές δαπάνες έχουν περιθώρια καλύτερης οργάνωσης και διαχείρισης. Πολύ σύντομα, αναφερόμαστε σε δύο κατά βάση τομείς: πρώτον, ανταλλακτικά και συντήρηση και δεύτερον, αναλώσιμα και υποδομές.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι δυνατόν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, δηλαδή οι ανάγκες να εξασφαλίζονται με μικρότερες δαπάνες. Ωστόσο, υπάρχουν εγγενή προβλήματα που δυσχεραίνουν οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοια είναι:
Η πανσπερμία υλικού, η οποία έχει ως συνέπεια να απαιτούνται πρόσθετες δαπάνες για αναλώσιμα, διαφορετικές κλίμακες ανταλλακτικών, διαφορετικές συλλογές εργαλείων, εκπαίδευση τεχνικού προσωπικού κλπ. Το πρόβλημα δημιουργείται κυρίως από την προχειρότητα και την έλλειψη στρατηγικής στους εξοπλισμούς. Είναι εύκολα αντιληπτή η σπατάλη πόρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.
Η διασπορά των σχηματισμών και μονάδων του στρατού και η διατήρηση μη αναγκαίων σχηματισμών, μονάδων και στρατοπέδων. Είναι αδιανόητο ο Ελληνικός Στρατός να έχει διάταξη ανταποκρινόμενη προς τα γεωπολιτικά δεδομένα της ψυχροπολεμικής εποχής, ή αυτή να καθορίζεται από τοπικιστικές εξαρτήσεις με παρεμβάσεις διαφόρων φορέων.
Φυσικά, για τη λύση του προβλήματος αυτού απαιτείται σαφής πολιτική απόφαση σε υψηλό επίπεδο, με δεδομένο ότι μιλάμε για αναδιοργάνωση που θα περιλάβει καταρχήν κατάργηση σχηματισμών και μονάδων, κλείσιμο στρατοπέδων και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, γενικώς «συμμάζεμα» του Στρατού. Αναδιοργάνωση που θα δυσαρεστήσει πολλούς εκτός Στρατού που έχουν συμφέροντα – πολιτικά, οικονομικά, τοπικιστικά – από την ύπαρξη στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε κάθε πόλη και κωμόπολη. Δεν είναι όμως λογικό – οργανωτικά, λειτουργικά και κυρίως επιχειρησιακά – να διατηρεί ο Στρατός άχρηστους σχηματισμούς και μονάδες, τη στιγμή μάλιστα που εκ των πραγμάτων αδυνατεί να τις επανδρώσει στοιχειωδώς.
Αμφιβάλλει κανείς ότι ένα τέτοιο συμμάζεμα θα είχε ως συνέπεια σοβαρή οικονομία στα λειτουργικά έξοδα των μονάδων και τη συντήρηση των υποδομών;
Οι δαπάνες για αμυντικές επενδύσεις είναι ο σημαντικότερος τομέας στον οποίο είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν οικονομίες κλίμακας. Ήδη από ετών κάποιες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν σχετικές στρατηγικές.
Στη Βρετανία εφαρμόζεται από το 2001 μια νέα στρατηγική επί των εξοπλισμών που αποκαλείται Smart Procurement και ενσωματώνει τις ανάγκες των τριών κλάδων των ΕΔ μέσα από μακροπρόθεσμους στόχους και κατάλληλες διαδικασίες που εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος προμήθειας. Παρόμοιες στρατηγικές εφαρμόζουν και άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία.
Έχουμε λοιπόν ανάγκη από μία στρατηγική επί των προμηθειών αμυντικού υλικού, η οποία θα αξιολογεί τις ανάγκες και θα καθορίζει τις προμήθειες σε βάθος χρόνου. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα οπλικά συστήματα θα είναι προσαρμοσμένα προς τις πραγματικές απαιτήσεις και προς τα ήδη χρησιμοποιούμενα συστήματα. Επιπλέον, χρειάζεται για κάθε περίπτωση ένα χρονοδιάγραμμα προμήθειας που θα καθορίζει τον χρόνο και την ποσότητα που θα παραλαμβάνεται μέχρις ότου ολοκληρωθεί η προμήθεια. Όμως εκείνο που είναι απαραίτητο, για να μην είναι δυνατή η καταστρατήγηση της στρατηγικής, είναι η κύρωση με νόμο από τη Βουλή ώστε κανείς υπουργός και καμία κυβέρνηση να μπορεί να μεταβάλλει τις αποφάσεις και τα χρονοδιαγράμματα.
Ένας κρίσιμος τομέας που συνδέεται άμεσα με τις αμυντικές επενδύσεις είναι η αμυντική βιομηχανία. Η βιομηχανική βάση της άμυνας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση, δεδομένου ότι χωρίς βιομηχανία που ερευνά, αναπτύσσει και παράγει τα αμυντικά συστήματα, δεν υπάρχει ικανή άμυνα. Βεβαίως, ένα κράτος μπορεί να αποφασίσει να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις του μέσω αγορών από το εξωτερικό. Ενεργώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα καταρρεύσει οικονομικά και θα χάσει σε αυτονομία, αλλά επίσης θα παραμένει στο περιθώριο των καινοτομιών σε ζωτικούς τομείς για την γενική ανάπτυξη της χώρας.
Προκειμένου να αξιολογηθεί η αμυντική βιομηχανία μιας χώρας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προμήθειες υλικού από το εξωτερικό σε σχέση με τις δαπάνες αμυντικού υλικού που φαίνονται στον προϋπολογισμό της χώρας. Η διαφορά αυτή συνιστά την καθοριστική μεταβλητή που πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν αναλύεται η αμυντική βιομηχανία. Μεταξύ των αντικειμενικών σκοπών μιας πολιτικής για την αμυντική βιομηχανία μπορούμε να αναφέρουμε:
τη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών.
την εξασφάλιση παραγωγικής δραστηριότητας για την εγχώρια βιομηχανία.
την απόκτηση νέων τεχνολογιών και εκπαίδευση προσωπικού.

Αποτελεί δυστύχημα που δεκαετίες τώρα η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν έχει αξιοποιηθεί, ενώ έχει ανάλογες δυνατότητες. Έτσι, οι μεν κρατικές βιομηχανίες, οι οποίες χρησιμοποιούν τεράστιο αριθμό προσωπικού και διαθέτουν σημαντική τεχνογνωσία, χρησιμοποιούνται από ξένους κολοσσούς ως μέσο επίτευξης απευθείας αναθέσεων, οι δε ιδιωτικές επιβιώνουν κυρίως μέσω της υλοποίησης των αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Κλείνω την εισήγησή μου με μια επισήμανση. Ο Rassell αναφερόμενος στη σημασία της οικονομίας ως παράγοντος ισχύος, σημειώνει ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο να συμπεράνουμε ότι θα νικήσει οπωσδήποτε η πλευρά που υπερέχει στον τομέα της οικονομίας, επισημαίνοντας τη σημασία του φρονήματος που τονώνει το πατριωτικό αίσθημα, όπως γράφει, και είναι εξίσου σημαντικό με τον οικονομικό παράγοντα. Το φρόνημα λοιπόν ενός λαού και φυσικά των ενόπλων δυνάμεών του είναι καθοριστικός παράγων.

Πηγή:

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Η οικονομική μετανάστευση ως εργασία – εμπόρευμα

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Του Γιώργου Κοντογιώργη

 1.Για να κατανοήσει κανείς το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης είναι επιβεβλημένο να το προσεγγίσει υπό το πρίσμα της εξέλιξης που το προκαλεί. Η οικονομική μετανάστευση σήμερα αποδίδεται ως το αποτέλεσμα της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης». Οι ορισμοί της τελευταίας, εντούτοις, δεν διευκρινίζουν ούτε αιτιολογούν την ουσία της σημερινής εξέλιξης του κόσμου και, ως εκ τούτου, υπολείπονται καταφανώς ως προς τη δυνατότητά τους να δώσουν μια πειστική εξήγηση του φαινομένου.
Η πρώτη επισήμανση λοιπόν, που αιτιολογεί και οριοθετεί τον χαρακτήρα της οικονομικής μετανάστευσης , έγκειται στο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας το σύνολο των κοινωνιών του πλανήτη συγκροτείται με ανθρωποκεντρικούς όρους, δηλαδή ως κοινωνίες εν ελευθερία. Ο κόσμος όλος ως ένα κοσμοσύστημα.
Η διακτίνωση των παραμέτρων (της νομισματικής οικονομίας, της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας κλπ) του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη είναι το αποτέλεσμα της ωρίμανσής τους της στο εσωτερικό των κρατών της πρωτοπορίας που μέχρι τότε λειτουργούσαν ως ανάχωμα για τη χειραφέτησή τους. Οι παράμετροι αυτές, αυτονομούνται έτσι σταδιακά από την θαλπωρή της κρατικής επικράτειας και, συνακόλουθα, από τους πολιτειακούς του θεσμούς, ενώ την ίδια στιγμή επενεργούν διαβρωτικά, δηλαδή αποσταθεροποιητικά, στις παραδοσιακές δεσποτικές δομές των χωρών της κοσμοσυστημικής περιφέρειας. Η θεμελιώδης αυτή αιτιολογία συνδυάζεται με την κρατοκεντρική δομή του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη φάση που διέρχεται στις μέρες μας, δεδομένου ότι παρεισάγει ως εκ της φύσεώς της τη δύναμη ως την πρωτογενή συνιστώσα της πολιτικής πέραν του κράτους.
Ώστε, η οικονομική μετανάστευση είναι το αποτέλεσμα της διείσδυσης των παραμέτρων αυτών στη δεσποτική περιφέρεια και, συνεπώς της αποδόμησής της. Το φαινόμενο της εσωτερικής αποδόμησης της δεσποτείας δεν είναι σημερινό. Εμφανίζεται διαφοροποιημένο ιστορικά, ανάλογα αν ο ανθρωποκεντρικός κόσμος διάγει μια κρατοκεντρική ή μια οικουμενική φάση και, επίσης, σε συνάρτηση με τη δυναμική σχέση που εγκαθιδρύεται στο κοσμοσυστημικό πεδίο.
Εντούτοις, δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν για την άντληση παραδειγμάτων. Ότι συμβαίνει σήμερα στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος, το γνωρίσαμε ήδη στο εσωτερικό των χωρών της πρωτοπορίας –που αποδόθηκε με τη λεγόμενη «αστυφιλία»- στην αρχή της ανθρωποκεντρικής τους υποστασιοποίησης. Με τη διαφορά ότι τότε το κοινωνικό πρόβλημα επιζητείτο να επιλυθεί στο εσωτερικό του κράτους, εκεί όπου το βίωναν τα καθυστερημένα κοινωνικά στρώματα (τα παραδείγματα της Γαλλικής ή της Ρωσικής επανάστασης). Τώρα, στην εποχή της κοσμοσυστημικής διακτίνωσης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη, το κοινωνικό πρόβλημα επιδιώκεται να επιλυθεί δια της μεταφοράς του στις χώρες της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική μετανάστευση δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο που προορίζεται να τελειώσει. Είναι απόρροια της καθολικής ενσωμάτωσης των κοινωνιών του πλανήτη στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.2. Τί συμβαίνει, όμως, με την εργασία των οικονομικών μεταναστών που συνωστίζονται στις χώρες του «κέντρου»; Διαφέρει ή όχι σε σχέση με την εργασία του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, η απειλή που εμφανίζεται να συνιστά η εργασία της οικονομικής μετανάστευσης για την εργασία του πολίτη δεν αφορά κυρίως, όπως νομίζεται, στην υποκατάσταση της τελευταίας από αυτήν. Αυτό ίσως συνέβη στην αρχή, θεραπεύθηκε όμως από άλλες θετικές παρενέργειες της παρουσίας της οικονομικής μετανάστευσης και, μαζί της, το σοκ της πρώτης συνάντησης. Από την άλλη, η οικονομική μετανάστευση, συνέβαλε καθοριστικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας για την αξιολογική επανεκτίμηση πολλών μορφών εργασίας, τις οποίες ο πολίτης δεν επιθυμεί εφεξής να καλύψει (η έννοια της βάναυσης εργασίας…).
Η απειλή της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης επί της εργασίας του πολίτη έγκειται, ουσιαστικά, αλλού:
(α) Στην αποδυνάμωση της δυνατότητας του πολίτη να υποστηρίζει πολιτικά την εργασία του, τους όρους της και τα περιμετρικά δικαιώματα, όπως η συμμετοχή σε μια αναλογική αναδιανομή, η πρόνοια κ.ά.
(β) Στην απειλή που επικρεμάται στη συλλογική συνοχή. Οι κοινωνίες των συγχρόνων κρατών-εθνών «ανδρώθηκαν» με οδηγό τις αρχές της εθνικής ομοιογένειας, ενώ η εθνοτική ή πολιτισμική πολυσημία θεωρήθηκαν ασθένειες που απειλούσαν το κράτος-έθνος. Η συλλογική ταυτότητα αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, το πεδίο αναγνωρισιμότητας και, υπό μια έννοια, οικείωσης του ατόμου με τη θεμελιώδη κοινωνία, αλλά και την αιτιακή εστία της πολιτειότητας, δηλαδή της βίωσης της ελευθερίας ενός εκάστου.
(γ) Στην κοινωνική ασφάλεια. Η ανασφάλεια που διακρίνει τον βίο των συγχρόνων κοινωνιών, δεν οφείλεται πρωτογενώς στο φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, μολονότι οι οικονομικοί μετανάστες την τροφοδοτούν με πολλούς έμμεσους ή άμεσους τρόπους. Οφείλεται κυρίως στο ότι το κράτος έχει απολέσει την οργανική του συνάφεια με την κοινωνία και προσδεθεί στο ανομικό κοσμοσυστημικό περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό, η εσωτερική έννομη τάξη διαπλέκεται άμεσα και λειτουργεί ως ο καλός αγωγός για την εισαγωγή στο εσωτερικό πεδίο των σχέσεων δύναμης που παράγει η διεθνής έννομη τάξη. Εφεξής, το κράτος δεν εγγυάται ούτε εκφράζει την αντίληψη της εποχής της πολιτικής του κυριαρχίας ότι η κοινωνία του αποτελεί μια εθνική οικογένεια.

 

3. Στο πλαίσιο αυτό ερωτάται: Η αντίθεση που επισημαίνεται ανάμεσα στην εργασία του πολίτη και στην εργασία του οικονομικού μετανάστη είναι όντως πραγματική, έχει δηλαδή δομικό χαρακτήρα, ή ο ξένος αποτελεί την απλώς την εύκολη αιτία, μια νομιζόμενη απειλή εναντίον της εργασίας του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, διαπιστώνεται ότι τόσο η εργασία του πολίτη όσο και η εργασία του οικονομικού μετανάστη έχουν κοινή θεμελίωση. Ανήκουν και οι δύο στην εποχή της μετα-φεουδαλικής ή αλλιώς πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης. Συναντώνται δηλαδή -ως μορφές εργασίας- με το οικονομικό σύστημα και τον ιδιοκτήτη του εξωθεσμικά είτε στον χώρο της παραγωγής (και επομένως με όχημα τη σύμβαση εργασίας) είτε στο πεδίο της κατανάλωσης.
Κατά τούτο, διαφεύγει της προσοχής ότι το σημερινό σύστημα είναι ακριβώς η προέκταση εκείνου της δεσποτείας. Με μια διαφορά. Η ιδιοκτησία επί του συστήματος που απαντάται στη μετα-δεσποτική εποχή δεν εκτείνεται και στους φορείς της εργασίας. Στο μέτρο όμως που το σύστημα χρειάζεται την εργασία, ο ιδιοκτήτης συμβάλλεται μαζί της, ουσιαστικά την αγοράζει έναντι αμοιβής. Ο φορέας της εργασίας, εισφέροντάς την εθελουσίως, ουσιαστικά παραιτείται από ένα θεμελιώδες διακύβευμα, την αυτονομία του.
Είναι γεγονός ότι ο πολίτης και ο οικονομικός μετανάστης συνάπτουν σύμβαση ενοχική με τον ιδιοκτήτη του συστήματος, από την οποία δηλαδή μπορούν να αποχωρήσουν οικεία βουλήσει όποτε το θελήσουν . Όμως, η σύμβαση αυτή, πέραν των επιπτώσεών της στο πεδίο της ελευθερίας, είναι από τη φύση της ετεροβαρής. Είναι ετεροβαρής διότι δεν συνάπτεται μεταξύ ισοτίμων εταίρων. Ο ένας είναι κάτοχος/ιδιοκτήτης του συστήματος και, επομένως, το συγκροτεί, το διοικεί και αποφασίζει για την τύχη του και, στο πλαίσιο αυτό, για την τύχη της εργασίας. Ο άλλος όχι. Με τη σύμβαση ο εργαζόμενος δεν υπεισέρχεται στο σύστημα ως εταίρος/συντελεστής του. Η παροχή εργασίας στο σύστημα δεν τον μεταβάλλει σε μέλος του.
Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι οι διαφορές μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας έχουν ως πηγή τη συνάντησή τους στο πεδίο της παραγωγής, δηλαδή το εσωτερικό του συστήματος, η διαπραγμάτευση του εργασιακού καθεστώτος προόρισται τελικά να γίνει έξω από αυτό, στο επίπεδο της πολιτικής. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφοροποίηση της εργασίας του πολίτη από την εργασία του οικονομικού μετανάστη. Ο πολίτης δύναται να επικαλεσθεί το πολιτικό του όπλο, την ψήφο του, να υποστηρίξει πολιτικά την εργασιακή του θέση, έτσι ώστε να την εγγράψει στις θεματικές του δημοσίου χώρου.
Με τη μετάταξη της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας στη δημόσια σφαίρα ο εργαζόμενος πολίτης κατόρθωσε να κατοχυρώσει σειρά περιορισμών στην ιδιοκτησία και υποχρεώσεων στο κράτος, να την μεταβάλλει επομένως σε μια κατά το μάλλον ή ήττον προκαθορισμένη κανονιστική πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η φύση της σχέσης μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας δεν αλλάζει. Όμως η μεταφορά της στη δημόσια σφαίρα επιφέρει αναλόγως περιορισμούς στη δυνατότητα της οικονομικής αγοράς να υπαγορεύει τους όρους της στην εργασία.
Στον αντίποδα, η εργασία του οικονομικού μετανάστη υπόκειται ευθέως στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στους συσχετισμούς δύναμης, που υπαγορεύει ουσιαστικά η εργοδοσία. Το άμεσο συγκριτικό γνώρισμα της εργασίας του οικονομικού μετανάστη είναι αυτό. Δεν είναι όμως το μοναδικό και ίσως όχι το κυριότερο.
Αν όντως η φθηνή εργασία ήταν το μοναδικό κίνητρο του κεφαλαίου θα επέλεγε τη μετατόπισή του στις χώρες όπου αυτή προσφέρεται «άνευ όρων». Συνδυάζεται προφανώς και με άλλους παράγοντες, όπως η κανονιστική ασφάλεια των χωρών της πρωτοπορίας, η ποιότητα ζωής για τους διοικητικούς της συντελεστές, οι επικοινωνιακές ευκολίες, η προσβασιμότητα στις αγορές κλπ.
Κατά τούτο, πρωταρχικό συγκριτικό πλεονέκτημα της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης στις χώρες της πρωτοπορίας, αποβαίνει η πίεση που αυτή ασκεί στην εργασία του πολίτη, προκειμένου να εξουδετερώσει τη δυνατότητά του να υποστηρίζει πολιτικά τα κεκτημένα που συνδέονται με αυτήν. Το κεφάλαιο ευελπιστεί έτσι να επαναφέρει την εργασία του πολίτη από την πολιτική αγορά στην οικονομική αγορά. Να την υποτάξει δηλαδή στους κανόνες της και να την μεταβάλει σε εμπόρευμα. Να την εξομοιώσει με εκείνη του οικονομικού μετανάστη, σε ό,τι αφορά στους όρους παροχής της, αλλά και για την αμοιβή της και, φυσικά, για τα συνοδευτικά με την εργασία δικαιώματα (πρόνοια κλπ).
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας-εμπορεύματος που εισφέρει η οικονομική μετανάστευση στην εσωτερική αγορά εργασίας των χωρών της πρωτοπορίας. Εξού και πολλοί διατείνονται ότι εάν αυτή ενσωματωθεί, δηλαδή εξομοιωθεί με την εργασία του πολίτη, θα εκλείψει το πρόβλημα.
Αναγνώρισα ήδη τη βαρύτητα του ζητήματος αυτού. Όμως, δεν αποτελεί την πρωτογενή αιτία. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλώς εσφαλμένη στη φιλοσοφική της σύλληψη, αφού συνδυάζεται με το δόγμα ότι αιτία της εκμετάλλευσης είναι το κεφάλαιο (ο καπιταλισμός). Είναι και λογικά αντιφατική, διότι η ενσωμάτωση αυτή καθεαυτή της «ώνιας εργασίας» (της εργασίας εμπορεύματος), αφενός θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των πολιτών που θα προσφέρουν ισότιμη οικονομική εργασία και αφετέρου θα αυξήσει τη ζήτηση νέων οικονομικών μεταναστών για να καλύψουν το κενό της «ώνιας εργασίας». Συγχρόνως, η επιλογή αυτή δεν θα σταθεί ικανή να αποτρέψει τη μετακόμιση του κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας, εφόσον ορθωθούν ανυπέρβλητα αναχώματα στην εισαγωγή «ώνιας εργασίας».

5. Πού βρίσκεται λοιπόν η λύση; Όσο και αν φανεί παράξενο, το πρόβλημα είναι πρωταρχικά γνωσιολογικό. Η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην οικονομική θεωρία είναι ότι το οικονομικό σύστημα της εποχής μας, όπως εξάλλου και το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, είναι η απόληξη μιας ασύγκριτης ανωτερότητας και σε κάθε περίπτωση τελειωτικό. Όμως δεν είναι έτσι.
Επισήμανα ήδη ότι το παρόν (οικονομικό και πολιτικό) σύστημα προσήκει εξελικτικά στην πρώιμη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και συγκεκριμένα στο στάδιο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, είναι αν επιβεβαιώνεται ως εφικτή η περαιτέρω εξέλιξη του συστήματος αυτού στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα και προς ποιά κατεύθυνση.
Η εποχή μας δεν προσφέρει παρά μόνον ορισμένες ενδείξεις για την κατεύθυνση της εξέλιξης, οι οποίες για να αποτιμηθούν ορθά πρέπει να ενταχθούν σε ένα ορισμένο, σφαιρικό γνωσιολογικό πλαίσιο, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Η γνωσιολογία της νεοτερικότητας είναι καταγραφική του παρόντος και, μάλιστα, κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια υποβολής του σε κριτική δοκιμασία.
Όπως ήδη επισήμανα, η μεταβολή της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σε υπόθεση δημοσίου συμφέροντος επήλθε λόγω της πολιτικής βαρύτητας που απέκτησαν οι μάζες με την είσοδό τους στην πολιτική (η καθολική πολιτειότητα). Με άλλα λόγια, η οικονομική μετανάστευση επέσπευσε τις εξελίξεις, δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της αδυναμίας εφεξής των δυνάμεων της εργασίας να υποστηρίξουν πολιτικά την υπόθεσή τους. Η γενεσιουργός αιτία εστιάζεται στο συνδυασμό του τέλους της φάσης που έκανε εφικτή την εξωθεσμική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, στο πολιτειακό περιβάλλον όπου το πολιτικό σύστημα το ενσαρκώνει το κράτος. Όντως, πριν από τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, συνέτρεχε μια σχετική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, η οποία διερχόταν από την ιδεολογική διασταύρωση των πολιτικών δυνάμεων με τα ομόλογα κοινωνικά στρώματα (βασικά οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού).
Σήμερα, όχι μόνο δεν συντρέχει αυτό, αλλά και η δυναμική ισορροπία που είχε εγκαθιδρυθεί στη σχέση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει πλήρως διαρραγεί . Η τελευταία έχει αποβεί εξολοκλήρου κυρίαρχη στο πεδίο της οικονομίας και της ιδεολογίας και έχει επιβάλει πλήρως τους νόμους στην πολιτική. Η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται, επομένως, αντιμέτωπη με την ιδιώτευση και την αποξένωση από την πολιτική και σε δεινή θέση σε ό,τι αφορά στην κοινωνικο-οικονομική της κατάσταση. Αν αποκωδικοποιήσουμε το περιεχόμενο της ανησυχίας των ιθυνόντων κατά την πρόσφατη κρίση, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι το συμφέρον της κοινωνίας. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή, δηλαδή το κεκτημένο της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, στις προτεραιότητες της πολιτικής δεν εμπεριέχεται η αποτροπή της μετατροπής της εργασίας του πολίτη σε εργασία-εμπόρευμα, ούτε πολλώ μάλλον ο συνδυασμός της προστασίας αυτής με μια αντίστοιχη κανονιστική εξοικονόμηση της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις της «εκσυγχρονιστικής» αριστεράς και οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού συγκλίνουν ως προς το σημείο της συνάντησής τους, δηλαδή στην πολιτική κυριαρχία του πνεύματος της αγοράς.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος: η ιδιοκτησιακή θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, που οδηγεί στην ενσάρκωσή του, με όρους ταυτολογίας, από το κράτος. Το αδιέξοδο, στο πλαίσιο αυτό, έγκειται στο ότι, ενώ η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική δεν είναι πια εφικτή στο εξωθεσμικό πεδίο της ιδεολογίας ή της ταξικής αναφοράς, η νεοτερική θεωρία επιμένει να αποκλείει κάθε ιδέα ανασύνδεσης της κοινωνίας με το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα σε νέες βάσεις.
Όντως, η συγκρούσεις που ταλάνισαν τον κόσμο, ιδίως τον περασμένο αιώνα, είχαν ως πρόσημο τον έλεγχο της ιδιοκτησίας/συστήματος, το διακύβευμα εάν αυτή θα περιερχόταν στη δημόσια ή στην ιδιωτική σφαίρα. Σε καμιά περίπτωση όμως η κοινωνία δεν περιελήφθη ως συντελεστής στο διακύβευμα αυτό. Και τούτο διότι ζητούμενο γι’αυτήν ήταν η μετάβαση από τη δουλοπαροικία στην ατομική ελευθερία, η οποία διερχόταν υποχρεωτικά από την κατοχύρωση της αυτονομίας του ιδιωτικού χώρου και όχι από την ιδιοκτησία του (οικονομικού και/ή πολιτικού) συστήματος.
Σήμερα, το δίλημμα αυτό εξέλειπε και, ελλείψει άλλου, που θα προσέδιδε στο πρόταγμα των δυνάμεων της αριστεράς προοδευτικό πρόσημο, το διακύβευμα εστιάζεται μονοσήμαντα στο αίτημα της ενσωμάτωσης της οικονομικής μετανάστευσης. Το αίτημα αυτό, όπως τίθεται, εισάγει στην πραγματικότητα την οικονομική μετανάστευση ως εναλλακτικό συντελεστή της πολιτικής ζωής, στη θέση της κοινωνίας των πολιτών. Στην πραγματικότητα εντούτοις βοηθάει τις κρατούσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που διακονούν τις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, να διέρχονται εν σιωπή το κεντρικό πρόβλημα: που είναι ο αποκλεισμός της κοινωνίας από την πολιτική και, μάλιστα, από το πολιτικό σύστημα, η οποία συνεπάγεται εντέλει τη διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Διάρρηξη η οποία εάν συνεχισθεί, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σταδιακή μετατροπή της εργασίας του πολίτη από σχέση δημοσίου δικαίου σε υπόθεση της αγοράς και, περαιτέρω, σε εμπόρευμα υποκείμενο στους νόμους της ή, αναλόγως, στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Το αδιέξοδο της εποχής μας έγκειται ακριβώς στο ότι ο μεν φιλελευθερισμός διδάσκει ότι η (οικονομική) αγορά και όχι η κοινωνία (των πολιτών) οφείλει να αποτελεί τον σκοπό της πολιτικής και, υπό μια άλλη έννοια, τον λόγο ύπαρξης των πολιτειακών μορφωμάτων (των κρατικών κοινωνιών). Ο δε σοσιαλισμός νομίζει ότι για την εκμετάλλευση ευθύνεται το κεφάλαιο και όχι η δεσποτική αντίληψη ότι ιδιοκτησία του κεφαλαίου και ιδιοκτησία του συστήματος ταυτίζονται εκ φύσεως.
Ώστε, με γνώμονα τις προσεγγίσεις αυτές και με δεδομένες τις εξελίξεις στο πεδίο του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, είναι προφανές ότι η εργασία θα υποκύπτει ολοένα και περισσότερο στους νόμους της αγοράς και θα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. Για να επανέλθει η ισορροπία στα πράγματα καλούμαστε να υπερβούμε τις εμμονές της (πρωτο-ανθρωποκεντρικής) νεοτερικότητας και να εναρμονισθούμε με τα μελλούμενα: ο χρόνος που αρκούσε η ατομική ελευθερία, δηλαδή το σύστημα που την ικανοποιεί, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, η ανασύνταξη του οικονομικού και, πριν από αυτό, του πολιτικού συστήματος, που απαιτείται για την επιστροφή της κοινωνίας στα πράγματα, προϋποθέτει τη διεύρυνση της ελευθερίας στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Διότι η ελευθερία συνεπάγεται ακριβώς τη μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από την ιδιοκτησία (του ιδιώτη ή του κράτους) στην κοινωνία, άρα τη θεσμική υποστασιοποίηση της κοινωνίας εντός του συστήματος και όχι στο έδαφος της ιδιωτείας.
Όλα δείχνουν ότι η κατεύθυνση της εξέλιξης του νεότερου κόσμου οδεύει προς τα εκεί. Η οικονομική μετανάστευση θα ογκούται ολοένα και περισσότερο, συντωχρόνω με την ενσωμάτωση της πλανητικής περιφέρειας στον ανθρωποκεντρισμό και την εμβάθυνση της βίας που παράγει η κρατοκεντρική συνάρθρωση του κοσμοσυστήματος. Με αποτέλεσμα, την προϊούσα επιβάρυνση της εργασίας των πολιτών ή, ακόμη, και την απόρριψή της .

6. Πώς θα συντελεσθεί, εντούτοις, η ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, δηλαδή η συνάντησή της εντός του πολιτικού συστήματος;
Για να γίνει εφικτή η κατανόηση του διακυβεύματος αυτού είναι, νομίζω, αναγκαίο να επανέλθουμε στο κεντρικό πρόβλημα της νεοτερικότητας, εν προκειμένω στην αδυναμία της να συγκροτήσει ένα καθολικό γνωσιολογικό επιχείρημα. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην έννοια της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης που μας ενδιαφέρει εδώ. Θα συμφωνήσουμε, υποθέτω, ότι μέτρο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης είναι η καθολική ελευθερία. Διαπιστώσαμε μόλις ότι αυτό που διαφοροποιεί τη νεότερη εποχή από τη φεουδαρχία είναι η ατομική ελευθερία των μελών της κοινωνίας. Το γεγονός δηλαδή ότι το άτομο-μέλος της κοινωνίας δεν αποτελεί μέρος της ιδιοκτησίας του δεσπότη.
Η ατομική ελευθερία όμως αφορά στον ιδιωτικό βίο, όχι στις περιοχές του κοινωνικού βίου, όπου το άτομο συμβάλλεται με υπο-συστήματα (π.χ. της οικονομίας, όπως μια επιχείρηση) ή με το συνολικό σύστημα (το πολιτικό σύστημα). Η ανάληψη της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων από τη δημόσια σφαίρα αποβλέπει στη διασφάλιση –μέσω των συναφών δικαιωμάτων- της ατομικής ελευθερίας του φορέα της εργασίας. Δεν επιδιώκει να τον μεταβάλει σε κοινωνικά ελεύθερο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική, με τα λεγόμενα πολιτικά δικαιώματα. Γιατί όμως η νεοτερικότητα κάνει λόγο για κοινωνική και πολιτική ελευθερία, ενώ αυτή απουσιάζει πλήρως από το σύστημά της;
Εδώ εμφυλοχωρεί μια θεμελιώδης σύγχυση: η ελευθερία στο ατομικό ορίζεται όντως σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση της, δηλαδή ως αυτονομία. Στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο όμως ορίζεται ως δικαίωμα. Η διαφορά εντούτοις είναι καταστατική.
Τα δικαιώματα που εστιάζουν την προσοχή τους στη σχέση εργασίας επιδιώκουν να μεταβάλλουν μια ιδιωτική σχέση, σε σχέση δημοσίου δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να συνδυάσουν τη διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας σε ένα περιβάλλον όπου, μολονότι δεν ομολογείται, απουσιάζει η κοινωνική ελευθερία.
Εάν η κοινωνική ελευθερία οριζόταν ως αυτονομία είναι προφανές ότι ο φορέας της εργασίας θα είχε γίνει συντελεστής, δηλαδή εταίρος του οικονομικού υπο-συστήματος. Το σύστημα δεν θα ανήκε στον ιδιοκτήτη. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Διευκρινίζεται επίσης ότι ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου από την ιδιοκτησία του συστήματος της οικονομίας δεν υπαινίσσεται προφανώς ότι καταργείται το κεφάλαιο. Απλώς, η ιδιοκτησία του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και την (ολική ή, αναλόγως, μερική) ιδιοκτησία του συστήματος.
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στην πολιτική. Ο πολίτης διαθέτει δικαιώματα (να διαδηλώνει κλπ), όχι ελευθερία. Υπόκειται, με άλλα λόγια, σε ένα πλήρως ετερονομικό καθεστώς, δεν είναι αυτόνομος. Εάν ήταν πολιτικά ελεύθερος θα είχε επενδυθεί ο ίδιος το πολιτικό σύστημα, αντί του κράτους.
Στο ερώτημα, ωστόσο, τι μέλλει να προηγηθεί στο πεδίο της ανθρωποκεντρικής χειραφέτησης του κοινωνικού σώματος, η κοινωνική ή η πολιτική της διάσταση, θα έλεγα ότι το ζήτημα τίθεται κατά τρόπο διαφοροποιημένο. Από εξελικτική άποψη, η κοινωνική ελευθερία προηγείται, οπωσδήποτε, της πολιτικής ελευθερίας, στην ανθρωποκεντρική διαδικασία. Διευκρινίζεται, εντούτοις, ότι το πρόταγμα της ελευθερίας τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό πεδίο δεν είναι κοσμοσυστημικά ώριμο στις μέρες μας. Επομένως, το ερώτημα δεν αφορά αμέσως στην υποστασιοποίηση των μελών της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Εστιάζεται ιδίως στην ανασυγκρότηση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, προκειμένου να αποκατασταθεί η τρωθείσα ισορροπία. Συγχρόνως είναι προφανές ότι το διακύβευμα της εισόδου της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία δεν θίγει το άμεσο, το προσωπικό συμφέρον –την ιδιοκτησία- του κεφαλαίου επί του συστήματος. Κατά τούτο, γίνεται αποδεκτό ότι η πολιτική θα αποτελέσει το πρωταρχικό πεδίο όπου η κοινωνία των πολιτών θα δοκιμάσει τις δυνάμεις της.
Πως όμως θα ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα ώστε να εγγράψει την κοινωνία των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος σε αντιπροσωπευτικό . Για να γίνει αυτό απαιτείται: (α) η πολιτική υποστασιοποίηση της κοινωνίας, η μεταβολή της σε θεσμό της πολιτείας, σε δήμο, ικανό να μορφώσει βούληση. Η πολιτική συμμετοχή ορίζει εφεξής όχι μια εξωπολιτειακή ενεργητικότητα των δρώντων μελών της κοινωνίας, αλλά το αθροιστικό γινόμενο ενός συνιστώντα θεσμού του πολιτεύματος. Και (β) η περιέλευση στο κοινωνικό σώμα (στον δήμο) της πολιτείας των αρμοδιοτήτων που προσιδιάζουν στην ιδιότητα του εντολέα.
Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η αντιπροσωπευτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος δεν είναι καν αναγκαία στην παρούσα φάση. Θα αρκούσε η λήψη ορισμένων μέτρων που θα οδηγούσαν σε μια αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος. Απαιτείται, με άλλα λόγια, να προσπεράσουμε το στάδιο της δεοντολογίας, που εστιάζει την προβληματική του στην ηθική καταδίκη του ελλείμματος αντιπροσώπευσης, και να αναζητήσουμε τρόπους δέσμευσης της πολιτικής βούλησης της εξουσίας του κράτους από την κοινωνία των πολιτών. Η αναζήτηση μιας αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης –και όχι μετάλλαξης- του πολιτικού συστήματος, αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να αλλάξει ριζικά ο χάρτης της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.

7. Για να οδηγηθούμε όμως έως εκεί χρειάζεται η γνωσιολογική επανάσταση της νεοτερικότητας, την οποία επισήμανα προηγουμένως. Να ανασυγκροτήσουμε τις θεμελιώδεις έννοιες, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, η εργασία και η σχέση της με το κεφάλαιο και πολλές άλλες. Ανασυγκρότηση η ποία οφείλει να λάβει ως σημείο αφετηρίας την αρχή της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης του κόσμου και όχι προφανώς την πρωτοτυπική αναγωγή της νεοτερικότητας.
Για να γίνει όμως αυτό δεν αρκεί ούτε η επιστράτευση της φαντασίας ούτε, πολλώ μάλλον, το παράδειγμα της νεοτερικής κοινωνίας. Όπως έχω ήδη υποστηρίξει αλλού, η γνωσιολογική αυτή επανάσταση απαιτεί πρωταρχικά την αναθεώρηση του τρόπου που προσεγγίζουμε το παρελθόν και, συγκεκριμένα, το ελληνικό κόσμο, από την αρχαιότητα έως τον 19ο αιώνα.
Ο τρόπος αυτός, η πρόσληψη του ελληνισμού υπό το πρίσμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, προσφέρει τους εναλλακτικούς- εξελικτικά διάδοχους- τύπους οικονομικών και θα έλεγα πολιτικών συστημάτων. Αν και η νεοτερικότητα τους τύπους αυτούς τους ταξινόμησε ως προ-νεοτερικούς ή προ-καπιταλιστικούς, δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι συνιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, μετα-νεοτερικά παραδείγματα, εάν εξετασθούν υπό το πρίσμα της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης.
Παρακάμπτω το ουσιώδες, την ανάγκη της αποκάθαρσης των εννοιών της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας από τις νεοτερικές αναγομώσεις, για να περιορισθώ στη διαγραμματική καταγραφή του σχήματος της εξέλιξης μεταξύ οικονομικής εργασίας και πολιτειότητας, από τις ελληνικές απαρχές του ανθρωποκεντρισμού έως τις ομόλογες αποκρυσταλλώσεις της οικουμένης. Κατά τη φάση της κοινωνικής επανάστασης, στις προηγμένες πόλεις, θα συντελεσθεί η ολοκλήρωση της απελευθέρωσης του ατόμου από τα δεσμά της δουλοπαροικίας. Η ολοκλήρωση αυτή, θα συνοδευθεί με την εισαγωγή της καθολικής ψήφου (π.χ. ο Σόλων) που απέβλεπε στην περαιτέρω χειραφέτηση του ατόμου μέσω της μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών. Θα ακολουθήσει η λήψη σειράς μέτρων για την προστασία της εργασίας του πολίτη από την «ξενική» εργασία (π.χ. ο Περίανδρος της Κορίνθου). Κατά τη φάση αυτή, η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη από τον ξένο δεν εγείρει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Λίγες δεκαετίες αργότερα όμως διαπιστώνουμε ότι η ώνια εργασία/δουλεία θα πλεονάσει στις πρωτοπόρες οικονομικά πόλεις σε σχέση με την εργασία των πολιτών, σε βαθμό που να εγείρει ζήτημα ουσιαστικής έκπτωσης του πολίτη από την οικονομική διαδικασία. Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται, εντούτοις, με τη σταδιακή είσοδο του πολίτη στο πολιτικό σύστημα. Είσοδος που συνεπάγεται το διαχωρισμό του πολιτικού συστήματος από το κράτος και την απόδοσή του, ενμέρει και στη συνέχεια ενόλω, στο πολιτειακά συντεταγμένο σώμα των πολιτών.
Ώστε, χωρίς να αποτελεί την πρωτογενή αιτία, διαπιστώνεται μια οργανική συνάφεια μεταξύ πολιτειότητας και οικονομικής μετανάστευσης. Όσο αυξάνει η πίεση επί της εργασίας του πολίτη (σε αριθμό και ανταγωνιστικότητα της οικονομικής μετανάστευσης), τόσο το ενδιαφέρον της κοινωνίας των πολιτών παύει να επικεντρώνεται στην προστασία της εργασίας των μελών της και στρέφεται στην διασφάλιση του μονοπωλίου της πολιτειότητας. Πράγμα που υποδηλώνει την ανάπτυξη ενός σημαίνοντος διαχωρισμού μεταξύ της κοινωνίας της εργασίας, την οποία υποστηρίζει η οικονομική μετανάστευση, και στην πολιτειακή κοινωνία, που ανήκει στο σώμα της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή στο δήμο που συγκροτεί την πολιτική κοινωνία.
Ο πολίτης επιδιώκει με τη δημοκρατία (με την ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από αυτόν, αντί του κράτους) να συμμετάσχει στην οικονομική αναδιανομή παρόλον ότι δεν συμμετέχει στην παραγωγή του οικονομικού προϊόντος. Κατά τούτο ο πολίτης της εποχής του κυρίαρχου κράτους, του οποίου ο φορέας νομιμοποιείται με την ψήφο της κοινωνίας (επί Σόλωνα), αλλά και της μετά από αυτήν εποχής της αντιπροσώπευσης, ανήκει σε άλλη τυπολογική κατηγορία από τον πολίτη της εποχής της δημοκρατίας . Θα απαιτηθεί η μετάβαση στην οικουμένη για να απεξαρτηθεί η δημοκρατία –και κατ’επέκταση, η πολιτειότητα- από την οικονομική μετανάστευση. Θα συμβεί, μάλιστα, κατά τη φάση αυτή, που θα ολοκληρωθεί μέσα στο Βυζάντιο, να καταστεί «άχρηστη» και να καταλυθεί εν τοις πράγμασι η ώνια εργασία, όπως ακριβώς και η δεσποτική αρχή της ιδιοκτησίας επί του συστήματος.
Με γνώμονα το διάγραμμα αυτό θα επισημάνω τους δυο συγκεκριμένους τύπους εμπραγμάτωσης της κοινωνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πόλης. Στην πρώτη φάση, η κοινωνική ελευθερία επιτεύχθηκε με την απεξάρτηση/έκπτωση του πολίτη από την οικονομική εργασία και τη σταδιακή του συνάντηση με την πολιτική εργασία. Η κοινωνία της σχόλης επαγγέλλεται ακριβώς την ύπαρξη δύο κοινωνιών μέσα στην πόλη: της πολιτικής κοινωνίας που κατέχει την πολιτεία και αμείβεται για την παρεχόμενη πολιτική εργασία. Και της κοινωνίας της εργασίας που υποστηρίζεται βασικά από την εργασία-εμπόρευμα (την ώνια εργασία), με την εξαίρεση των κοινών/δημοσίων έργων που εξακολούθησαν να καλύπτουν οι πολίτες και οι μέτοικοι.
Στη δεύτερη φάση, που εγκαθιδρύεται σταδιακά με τη μετάβαση στην οικουμένη και ολοκληρώνεται κατά τη βυζαντινή εποχή, ο πολίτης επανεντάσσεται στην οικονομική διαδικασία, όμως η εργασία του παρέχεται με όρους εταιρικότητας. Αποσυνδέεται δηλαδή το (οικονομικό) σύστημα από την ιδιοκτησία και περιέρχεται στους συντελεστές της εργασίας, εάν το κεφάλαιο δεν αποτελεί συστατική προϋπόθεση της εταιρίας. Εν εναντία περιπτώσει, το κεφάλαιο αναλαμβάνει την ευθύνη της εταιρίας, η εργασία, όμως, συνεκτιμάται ως κεφάλαιο και ο φορέας της συμμετέχει όχι ως πάροχος/πωλητής (εξαρτημένης) εργασίας, αλλά ως εταίρος στο σύστημα. Με το σύστημα αυτό ολοκληρώνεται η αποδεσποτοποίηση του οικονομικού συστήματος και επιτυγχάνεται, συνεπώς, η κοινωνική ελευθερία.
Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει στην κατάργηση της εργασίας- εμπορεύματος/της ώνιας εργασίας, καθώς θα πάψει να είναι εφεξής ανταγωνιστική, δηλαδή συμφέρουσα. Έτσι, και οι φορείς της εργασίας-εμπορεύματος θα ανασυγκροτηθούν με τη σειρά τους με τους όρους της εταιρικής οικονομίας. Το σύστημα αυτό, που μαζί με τα κοινά θα μετεκενωθεί στη δυτική Ευρώπη με την Αναγέννηση, θα αποτελέσει τελικά την αιτιολογική βάση για την μη ανάδειξη εκ νέου της ώνιας εργασίας σε μήτρα του νέου ανθρωποκεντρικού κόσμου, με αφετηρία τον ευρωπαϊκό κόσμο.

8. Το ερώτημα που εγείρεται, στο τέλος της προβληματικής αυτής, είναι πώς εκτιμάται η μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της εργασίας-εμπορεύματος στην εποχή μας που, όπως διαπιστώσαμε, μόλις βιώνει την πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή.
Εκτιμώ ότι το δίπολο εργασία του πολίτη- εργασία εμπόρευμα θα δημιουργήσει νέες οριοθετήσεις στο πολιτικό σκηνικό, καθόσον στη φάση αυτή, μόνον δια της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή με το όχημα των πολιτικών δυνάμεων που κατέχουν το κράτος/σύστημα, θα γίνει εφικτή η υποστήριξη της εργασίας του πολίτη. Η αντιπαράθεση αυτή, εντούτοις, δεν θα αποτρέψει τον, σε βάθος χρόνου, πολλαπλασιασμό των φορέων της εργασίας εμπορεύματος –δηλαδή της οικονομικής μετανάστευσης- στις χώρες τις πρωτοπορίας. Η οποία θα προκαλέσει, αναπόφευκτα, μια αντίστοιχη απομείωση του δημόσιου χαρακτήρα της πολιτειοτικής εργασίας και, μάλιστα, την έκπτωση του πολίτη από την οικονομική διαδικασία και την αναζήτηση αναδιανεμητικού καταφυγίου στην πολιτική.
Την ίδια αυτή περίοδο ορισμένα, ανώδυνα για την αγορά, εργασιακά δικαιώματα που προσιδίαζαν άλλοτε στην ιδιότητα του πολίτη θα συμπεριλάβουν και τους οικονομικούς μετανάστες. Το γεγονός αυτό όμως, δηλαδή η ένταξη της οικονομικής μετανάστευσης στην εσωτερική αγορά εργασίας, δεν αναιρεί την επισήμανση ότι ολοένα και περισσότερο το ρήγμα που θα την χωρίζει από το σώμα της κοινωνίας των πολιτών δεν θα αφορά στην εργασία καθεαυτή, αλλά στην ιδιότητα του πολίτη. Διότι όσο η εργασία του οικονομικού μετανάστη θα κανονικοποιείται με όρους δημοσίου δικαίου τόσο η εργασία του πολίτη θα γίνεται πολιτική.
Με διαφορετική διατύπωση, όσο ο πολίτης θα αποξενώνεται από την οικονομική διαδικασία ή θα υποβιβάζεται η εργασιακή του δύναμη σε εμπόρευμα, τόσο θα αναζητά με πολιτικούς όρους τη συμμετοχή του στην οικονομική αναδιανομή. Η ιδιότητα του πολίτη, θα συμπεριλάβει συντωχρόνω την προϋπόθεση της υποστασιοποίησής του σε δήμο, δηλαδή σε συστατικό φορέα της πολιτείας. Εξού και αφενός θα διεκδικεί από το κράτος ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του πολιτικού συστήματος και αφετέρου θα αρνείται, ολοένα και περισσότερο, να μοιρασθεί την ιδιότητα του πολίτη με τους συνοίκους του οικονομικούς μετανάστες, που θα συγκροτούν τελικά το οικονομικό σώμα της κοινωνίας.

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Νέο κύμα μετανάστευσης μετά την κρίση

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Συνέντευξη του Προέδρου του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής Αλέξανδρου Ζαβού στον Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο

Αφού αγνοήθηκε για πολύ μεγάλο διάστημα, το ζήτημα της μετανάστευσης και της μεταναστευτικής πολιτικής ήρθε στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο μετά τις τελευταίες εκλογές, ενώ πρόσφατα απετέλεσε αντικείμενο ενός διεθνούς συνεδρίου που οργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.

Με την ευκαιρία αυτή απευθυνθήκαμε στον κατ’εξοχήν αρμόδιο, τον Πρόεδρο του Ιδρύματος Μεταναστευτικής Πολιτικής, ίδρυμα που είναι ο επιστημονικός σύμβουλος της κυβέρνησης, Αλέξανδρο Ζαβό και του ζητήσαμε να απαντήσει σε μερικά από τα ερωτήματα που θέτει η ελληνική κοινή γνώμη:

Ερ. Προεκλογικά, οι αρχές επικρίθηκαν για «υπερανεκτική» πολιτική, μετεκλογικά ότι πήγαν στο άλλο άκρο. Η Αρμοστεία του ΟΗΕ αποχώρησε από τις επιτροπές ασύλου, ενώ καταγγέλεται η σκληρότητα των μέτρων καταστολής, θανάτους στην Ηγουμενίτσα, χωρισμούς παιδιών-γονέων…

Απ. Η Αρμοστεία κατήγγειλε τις αλλαγές που έγιναν για να επιταχυνθεί η διαδικασία ασύλου και αποχώρησε. Τι εξυπηρετεί αυτό; Θα προτιμούσα να μπει στη νέα διαδικασία, να δει αν και πως θα λειτουργήσει και μετά να βγάλει συμπεράσματα. Για την καταστολή…Υπήρξαν έντονες διαμαρτυρίες κατοίκων σε περιοχές πολύ επιβαρυμένες από την παρουσία μεταναστών. Κυρίως κάτω από την Ομόνοια, περιοχές με τραγικές συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών,όπου απαγορευόταν να προσεγγίσουν εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης. ‘Ακουσα μέλη Νομαρχίας ή Δήμου να λένε ότι χρειάζονταν άδεια από κόμμα να μπουν στο Εφετείο…

Ερ. Ποιό κόμμα;

Απ. Να μου επιτρέψετε να μη σας πω. ‘Ολοι το γνωρίζουν, δεν υπάρχει λόγος να μπούμε στη διαδικασία. Φτάσαμε σε σημείο που δεν πήγαινε άλλο. Διαμαρτυρόταν ο κόσμος ότι κινδύνευε η ζωή του, τα παιδιά του. Κάποιος έπρεπε να παρέμβει αποτελεσματικότερα…

Ερ. Δεν μπορούσε να γίνει νωρίτερα; Οπότε θα ήταν και ηπιότερες οι παρεμβάσεις.

Απ. Συμφωνώ. Αλλά μερικές φορές είναι και πόσο η κοινωνία είναι ώριμη. Συχνά δεν θέλει πριν δει το πρόβλημα. Και δεν ξέρω αν μπορούσαν να είναι ηπιότερες, μιλάμε για πολύ μεγάλους αριθμούς. Πρέπει οι πολίτες να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.

Ερ. Μέχρι πρόσφατα, η πολιτική ελίτ αντιμετώπισε τη τη μετανάστευση ως ευλογία, τώρα μοιάζει να τη βλέπει ως κατάρα…

Απ. Υπήρχε μια μικρή ομάδα πολιτικών που διαχειρίζονταν το πρόβλημα και τόβλεπαν στις σωστές διαστάσεις. Δεν είναι ούτε ευλογία, ούτε κατάρα, μπορεί να γίνει και τα δύο ανάλογα με τη διαχείριση. Μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου θεωρούσε ότι δεν τον αφορά, γιατί οι μετανάστες δεν ψηφίζουν. Επηρεάζουν όμως την ψήφο. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον μετεκλογικά. Την επίσκεψη του Επιτρόπου Μπαρό την κανόνισε ο κ. Παυλόπουλος πριν από τις εκλογές. Το σύμφωνο για μετανάστευση-άσυλο ψηφίστηκε τον Οκτώβριο με ελληνικές πιέσεις. Η Αθήνα ανέδειξε εδώ κι ενάμισυ χρόνο το θέμα της συμφωνίας με την Τουρκία. Τα ΜΜΕ δεν το πρόβαλαν.

Ερ. Δεν ξέρω για τα ΜΜΕ, η Τουρκία πάντως δεν έδωσε καμιά σημασία. Και γιατί να δώσει όταν ανοίγουμε κανονικότατα, το ένα μετά το άλλο, τα κεφάλαια ενταξιακών διαπραγματεύσεων;

Απ. Φωνάζαμε για την Τουρκία, αλλά θέλαμε να μας ακούσουν οι υπεύθυνοι της ΕΕ, οι αρμόδιοι Υπουργοί. Υπήρχε δυσκολία να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του προβλήματός μας. Χρειάστηκε να έρθει ο Μπαρό να δει, να αναγνωρίσει το πρόβλημα. Οι προσπάθειες προσέκρουσαν στην ενίοτε εσκεμμένη άρνηση κάποιων. Λόγω σχέσεων με την Τουρκία…

Ερ. Η Ελλάδα υποστηρίζει την τουρκική ένταξη για να βελτιώσει φαντάζομαι, όχι να χειροτερέψει τα προβλήματα!

Απ. Δεν είναι εύκολο να πηγαίνεις σε έναν οργανισμό και να θέτεις ένα θέμα που οι άλλοι δεν κατανοούν, ούτε να είσαι μονίμως η χώρα που θέτει προβλήματα. Κυπριακό, Αιγαίο, Σκόπια, μετανάστευση, δημιουργείται αίσθηση ότι έχεις και εσύ πρόβλημα. Προσπαθούμε να πείσουμε για την ορθότητα των διαμαρτυριών μας. Φέραμε όλους αυτούς τους Υπουργούς να δουν τι συμβαίνει. Προωθήσαμε τη δημιουργία της δύναμης Frontex για κοινή φύλαξη συνόρων. Δεν απέτρεψε την είσοδο και δεν μπορεί να το κάνει. Γιατί όταν είναι στη δική σου πλευρά δεν μπορείς να τους πας απέναντι. Απέδειξε όμως την αλήθεια των ισχυρισμών μας. Χρειάζεται χρόνος.

Ερ. Οι περιπολίες επηρέασαν τη ροή;

Απ. ‘Εχουμε μείωση μετά την έλευση Μπαρό. Δεν ξέρω αν οφείλεται ειδικά στη Frontex, γιατί η ρ