βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα"

Ηλεκτρονικός χώρος ενημέρωσης και σχολιασμού

Archive for 21 Δεκεμβρίου 2009

Πού πήγαν τα λεφτά των αποκρατικοποιήσεων

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Οπουδήποτε αλλού εκτός της μείωσης του δημοσίου χρέους κατευθύνονται τελικά τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και τις άλλες συναφείς δραστηριότητες, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα στα μέσα της εβδομάδας ο βουλευτής του Συνασπισμού Παναγιώτης Λαφαζάνης.

Τα στοιχεία είναι του Υπουργείου Οικονομικών και αφορούν την τελευταία δεκαετία. (Μπορείτε να δείτε κάνοντας κλίκ εδώ όλα τα σχετικά έγγραφα)Υποτίθεται ότι πουλάμε δημόσια περιουσία (τα ασημικά μας, όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά), για να μειώσουμε το δημόσιο χρέος, που απαιτεί περισσότερα από 10 δισ. ευρώ το χρόνο μόνο για την πληρωμή τόκων.

Στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει. Εκποιούμε δημόσια περιουσία για να καλύπτουμε τις τρέχουσες ανάγκες μας• για το αύριο έχει ο Θεός. Καθώς ο Προαναφερθείς μάλλον αδιαφορεί για τα οικονομικά μας προβλήματα, αντιλαμβανόμαστε ότι θαύματα τέτοιου είδους στην εποχή μας δεν γίνονται.

Τα στοιχεία του Παναγιώτη Λαφαζάνη είναι συνταρακτικά και αποδεικνύουν με πόσο ελαφριά καρδιά αντιμετωπίζονται οι δημόσιες υποθέσεις. Ταυτόχρονα αποδεικνύεται περίτρανα ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάζουν, η δημιουργική λογιστική όμως ζει και βασιλεύει.

Το μαγείρεμα των στοιχείων που κατήγγειλε με έντονο τρόπο στη Βουλή ο Κώστας Καραμανλής το 2002, συνεχίστηκε και μετά το 2004 με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας. Τότε ο πρωθυπουργός βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα, το οποίο επιλέχθηκε να αφεθεί στην τύχη του.

Με τα εισπραττόμενα από τις αποκρατικοποιήσεις ποσά καλύπτονται πολλές δαπάνες, που διαφορετικά θα επιβάρυναν το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι τα δημοσιονομικά στοιχεία «μαγειρεύονται»• και γι’ αυτό ακριβώς επί σειρά ετών εγκαλούμεθα από την Eurostat και την Κομισιόν. Η συνέντευξη του βουλευτή του Συνασπισμού θα μπορούσε να επιγράφεται «Πού πάνε τα λεφτά» και να απαντάει κατά κάποιο τρόπο στο ερώτημα των καιρών που δημιουργεί η σοβαρή δημοσιονομική κρίση της χώρας. Βλέποντας πού πάνε τα λεφτά των αποκρατικοποιήσεων, αντιλαμβανόμαστε και γιατί αυξάνεται το χρέος τα τελευταία χρόνια αντί να μειώνεται, τόσο σε ποσοστό του ΑΕΠ, όσο και σε απόλυτα νούμερα.

Το 2000 εισέρρευσαν στον λογαριασμό των αποκρατικοποιήσεων 3,28 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή 3,20 δισ. κάλυψαν δαπάνες διαφόρων ειδών, που δεν έχουν σχέση με το δημόσιο χρέος.

Το 2001 οι εισπράξεις ήταν 1,416 δισ. ευρώ, ενώ οι πάσης φύσεως δαπάνες 1,419 δισ. ευρώ. Το 2002 1,626 δισ. έσοδα και 1,227 δισ. ευρώ δαπάνες.

Το 2003 1,840 δισ. ευρώ έσοδα και 1,852 δισ. δαπάνες. Το 2004 έσοδα 1,551 δισ. ευρώ και δαπάνες 1,852 δισ. ευρώ. Το 2005 έσοδα 2,277 δισ. ευρώ και δαπάνες 2,145 δισ. ευρώ. Το 2006 έσοδα 1,531 δισ. ευρώ και δαπάνες 1,653 δισ. ευρώ. Το 2007 2,079 δισ. ευρώ έσοδα και δαπάνες 2, 158 δισ.

Το 2008 έσοδα 1,047 δισ. ευρώ και δαπάνες 1,087 δισ. ευρώ. Στο δεκάμηνο του 2009 τα έσοδα ανήλθαν σε 770,586 χιλ. ευρώ και οι δαπάνες σε 299,82 χιλ. ευρώ.

Δ. Γ. Παπαδοκωστόπουλος
ισοτιμια

Posted in Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

ΕΠΙΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗΣ

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Παραλάβαμε και διαθέτουμε τα επιθέματα αποτοξίνωσης DETOXI και ALONA.  Τα επιθέματα βασίζονται στην παραδοσιακή θεραπευτική της Άπω Ανατολής, η οποία προσπαθεί με τη χρήση μη τοξικών υλικών που προέρχονται απο την φύση να αποβάλλει απο το ανθρώπινο σώμα τις τοξίνες, που αυτό έχει συσωρεύσει επι σειρά ετών και οφείλεται κυρίως στον σύγχρονο τρόπο ζωής.

  • Πονοκέφαλοι χωρίς σαφή ατιολογία 
  • Δυσπεψία
  • Κακοσμία του στόματος
  • Ασχημη εικόνα του δέρματος

Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο απο τα συμπτώματα ενός οργανισμού που είναι γεμάτος τοξίνες.

Τα επιθέματα αποτοξίνωσης βοηθούν στην αντιμετώπιση ή βελτίωση

  • Ρευματισμών και μυϊκών πόνων
  • Αθριτικών
  • Αϋπνιών
  • Κυτταρίτιδας
  • Κατακράτησης υγρών
  • Υφής του δέρματος
  • Ανοσοποιητικού συστήματος
  • Ανακούφιση του άσθματος
  • Μεταβολισμού
  • Συμπτώματα κατάθλιψης
  • Υπερκόπωσης
  • Ποιότητα ύπνου και μνήμης

Προσοχή η χρήση των επιθεμάτων δεν αντικαθιστά κατα καμμία έννοια τυχόν απαραίτητη ιατρική συνταγή.

Posted in Προτάσεις δώρων & νέες παραλαβές | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Γιατί η αποσιώπηση των «εθνικών θεμάτων»

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

 
Συντάκτης: Χρήστος Γιανναράς   
 
Eρώτημα δημοσκοπικής περιέργειας (δηλαδή ανάγκης για ρεαλισμό ατομικού και συλλογικού προσανατολισμού):Ποιο ποσοστό ψηφοφόρων στην Ελλάδα σήμερα επηρεάζεται στην εκλογική του προτίμηση από τη στάση των κομμάτων στα λεγόμενα «εθνικά θέματα»; Πόσες ψήφους έχασε ο αρχηγός του σοσιαλεπώνυμου «κινήματος», επειδή, πριν από πέντε χρόνια, υπεράσπισε και προπαγάνδισε το «Σχέδιο Ανάν»; Πόσες ψήφους έχασε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, επειδή βουβός, άτολμος και άνευ όρων, υπέγραψε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση;Πόσοι από τους πολίτες του ελλαδικού κράτους έχουν υποψιαστεί ότι η υπερψήφιση της Πλεκτάνης Ανάν θα σήμαινε για τον Ελληνισμό μια δεύτερη, αυτοπροαίρετη Μικρασία στην Κύπρο; Πόσοι καταλαβαίνουν ότι η στιγμή που κρινόταν η (πολυπόθητη για τον Ερντογάν) έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ήταν και μοναδική δυνατότητα να απαιτήσει η Ελλάδα, από θέσεως ισχύος, την άρση του casus belli και τη δέσμευση της Τουρκίας για σεβασμό των ελληνικών συνόρων στη θάλασσα, στον αέρα, στην ξηρά;

Τα κόμματα μάλλον θα έχουν δημοσκοπικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Αλλιώς δεν εξηγείται η προκλητική αποσιώπηση των «εθνικών θεμάτων» στην προεκλογική ρητορεία και συνθηματολογία (όσες αναφορές υπήρξαν ήταν περιθωριακές, αφορούσαν διαχειριστικά παραπτώματα). Τα κομματικά επιτελεία έχουν τη σιγουριά πως, αν αύριο, σε μια «ειρηνική διευθέτηση» υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, ο Ελληνισμός παραιτηθεί από κάθε αξίωση (δικαιωμένη με δεκάδες αποφάσεις του ΟΗΕ), στην πανάρχαια ελληνίδα γη της βόρειας Κύπρου, αν δεχθεί μοιρασιά του Αιγαίου και της δυτικής Θράκης, η εκλογική συμπεριφορά των ελλαδιτών ψηφοφόρων δεν πρόκειται να αλλάξει, οι κομματικές προτιμήσεις δεν θα μεταβληθούν.

Γενική εντύπωση είναι ότι τα «εθνικά θέματα» οπωσδήποτε συγκινούν μεγάλη μερίδα (ίσως την πλειοψηφία) του πληθυσμού. Αλλά μέχρις εκεί. Η συγκίνηση είναι μόνο συναισθηματική, επιδερμική, δίχως συνέπειες στην πολιτική συμπεριφορά. Τα πρόσωπα που θα επωμισθούν ό,τι το Σύνταγμα αποκαλεί «έσχατη προδοσία», θα επανεκλεγούν με κάθε άνεση στο ελλαδικό Κοινοβούλιο.

Μια σοβαρή δημοσκόπηση θα μπορούσε να διερευνήσει, ώς πού φθάνουν τα όρια της συναισθηματικής ευαισθησίας των ελλαδιτών ψηφοφόρων, πότε ο ενδοτισμός ή η πρακτόρευση ξένων συμφερόντων θα ξεπερνούσαν τα όρια της ανοχής των ψηφοφόρων. Αν, λ.χ., η παραχώρηση του Καστελλόριζου, της Λήμνου, της Μυτιλήνης θα είχε ως αντάλλαγμα να ρεύσουν θαυμαστά «πακέτα» οικονομικών παροχών, τι θα προέκριναν οι ελλαδίτες ψηφοφόροι; Αν, τελικά, είχε να επιλέξει ο Ελλαδίτης ανάμεσα στην ελευθερία με πόλεμο ή στην «ειρήνη» (γράφε: καταναλωτική πλησμονή) με δουλεία, τι θα αποφάσιζε μόνος, μυστικά, πίσω από το παραβάν;

Στην τελευταία προεκλογική περίοδο οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί μας μιλούσαν μόνο και αποκλειστικά για λεφτά, μόνο για οικονομία, δηλαδή, όπως μιλάει το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, ωσάν οι άνθρωποι να είμαστε βουλιμικά ανδράποδα και οι ορίζοντες της ζωής μας να τελειώνουν στο πορτοφόλι. Μήπως κάτι ξέρουν οι πολιτικοί μας αφεντάδες, που οι δημοσκοπήσεις το αποκρύβουν από εμάς, την πλεμπάγια; Χρόνια τώρα τους ακούμε να αναμηρυκάζουν μηχανικά ότι «δεν αμφισβητούμε τον πατριωτισμό κανενός». Αλλά ούτε και διανοούνται να μας εξηγήσουν: τι διαφέρει σήμερα ο πατριωτισμός από την άλογη προσκόλληση του «φίλαθλου» κρετίνου σε μια ποδοσφαιρική ομάδα, κερδοσκοπική ΠΑΕ.

Πατρίδα ονόμαζαν κάποτε οι άνθρωποι τη γη (το χώμα και το τοπίο) όπου γεννήθηκαν, εντάχθηκαν σε οικογένεια και σε κοινότητα, πήγαν σχολειό, έζησαν την εκκλησιά, δηλαδή τη Γιορτή, ψηλάφησαν αισθητά την Ιστορία, άσκησαν τον δημιουργικό τους μόχθο, έθαψαν αγαπημένους νεκρούς. Σήμερα αυτή η πατρίδα δεν υπάρχει, μια τίμια και ευφυής δημοσκόπηση θα το πιστοποιούσε άμεσα. Για τα εννέα δέκατα του πληθυσμού που ζουν στις πανομοιότυπες, απρόσωπες, τάχα και πόλεις του ελλαδικού οικιστικού πρωτογονισμού, η ελληνικότητα είναι κρατική υπηκοότητα, τίποτε άλλο. Σώζεται ακόμα ένα φθίνον γλωσσικό ιδίωμα, μια ρητορική και ευτελισμένη «εθνική ιδεολογία», κάποιο φολκ-λορ γραφικών ιδιαιτεροτήτων.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ελληνική κρατική υπηκοότητα σήμερα βιώνεται σαν μοιραία, εκ γενετής αναπηρία. Το ελληνώνυμο κράτος προξενεί στους πολίτες του, ακατάπαυστα, οργή, ντροπή, αηδία, πνιγμό. Το διαφεντεύουν μαφίες ασύδοτων συμφερόντων με προσχηματικές ετικέτες κομμάτων, συνδικάτων, δημόσιων οργανισμών, ιδρυμάτων κοινής ωφέλειας. Κράτος τύραννος του πολίτη, βασανιστής, όχι υπηρέτης του, όπως θα όφειλε. Το ενδεχόμενο νοσηλείας σε νοσοκομείο, εφιάλτης. Το σχολειό και το πανεπιστήμιο των παιδιών του, σε παρακμιακή αθλιότητα αγιάτρευτη. Η αγορά όπου θα παλαίψει για το ψωμί του, αρένα ληστρικής κερδοσκοπίας. Η δημοσιοϋπαλληλία εκβιάζει γκανγκστερικά για να «λαδωθεί». Ολα, τα πάντα, κάνουν τον πολίτη να νιώθει αντίπαλος με τον τόπο του, αντίδικος με την «πατρίδα» του.

Να τολμούσε κάποια δημοσκόπηση το ανυπόφορο ερώτημα: Με ποια λογική να υπερασπίσει ο Ελλαδίτης αυτό το γελοίο κράτος, αν χρειαστεί; Να πολεμήσει, να διακινδυνεύσει τη ζωή του, για να υπερασπίσει τι; Τη γλώσσα, που πρώτοι οι άρχοντες την ατιμάζουν ατιμώρητα και την καταστρέφουν μεθοδικά με τις εκπαιδευτικές τους «μεταρρυθμίσεις»; Την Ιστορία και τον πολιτισμό των προγόνων που επίσημα οι πρακτορίσκοι κατασυκοφαντούν στα σχολικά βιβλία; Το κάλλος της γης, που λιμασμένοι για εύκολο πλούτο κρατικοί «λειτουργοί» το παραδίδουν σε εμπρηστές οικοπεδοφάγους και σε βάνδαλους τουριστικούς ατζέντηδες; Τι το ελληνικό να υπερασπίσει ο «έλλην υπήκοος» σήμερα ρισκάροντας τη ζωή του; Αυτή τη δημοσκόπηση θα έπρεπε να την έχουν προ πολλού παραγγείλει οι αξιωματούχοι της Εθνικής Αμυνας.

Το ερώτημα στην αρχή της επιφυλλίδας ήταν ρητορικό. Οι εκλογές στις 4 Οκτωβρίου 2009 απέδειξαν περίτρανα ότι τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» είναι το τελευταίο που απασχολεί τον ελλαδίτη ψηφοφόρο μπροστά στην κάλπη. ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δικαιώθηκαν θριαμβικά: οι ορίζοντες ζωής για την ελλαδική κοινωνία σήμερα τελειώνουν στο πορτοφόλι. Το κόμμα, που επίσημο όραμά του είναι ο Σταλινισμός, καταξιώθηκε ως τρίτη πολιτική δύναμη στη Βουλή, και το κόμμα που επίσης επίσημα προπαγανδίζει και οργανώνει την κατάλυση της έννομης τάξης, βραβεύτηκε με δεκατρείς έδρες, παρά τα καραγκιοζιλίκια της φτήνιας των διαπληκτισμών στο εσωτερικό του.

Με το ανυπόκριτο της αφέλειας που χαρακτηρίζει την αμερικανική νοοτροπία, η Ουάσιγκτον έσπευσε να εκφράσει τη χαρά της για το εκλογικό αποτέλεσμα. Πραγματικά, ήταν θρίαμβος να κατορθωθεί η μεταστροφή μιας τόσο εντυπωσιακής πλειοψηφίας, με προκλητική την απουσία στοιχειωδών έστω ερεισμάτων λογικής, επιχειρημάτων και εγγυήσεων σοβαρότητας. Σε κοινωνίες με πολύ χαμηλή στάθμη κατά κεφαλήν καλλιέργειας πρέπει να είναι πολύ εύκολη η χειραγώγηση των ενορμήσεων της μάζας.

Το θετικότερο που προκύπτει από αυτές τις εκλογές, είναι η ελπίδα να διαλυθεί πια τελεσίδικα το ασπόνδυλο, δίχως πίστη και στόχους κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται έναν ριζικά διαφορετικό εκφραστή της θέλησής της να ξαναβρεί τον δυναμισμό και την αρχοντιά του ονόματός της: Να ξαναστήσει κράτος λειτουργικό, να κερδίσει ποιότητα ζωής και διεθνή αξιοπρέπεια αξιοποιώντας την ετερότητα της πρότασης πολιτισμού που κομίζει.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_11/10/2009_332958

 

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , , , , | 1 Comment »

Οικονομία της Άμυνας. Για μια έξυπνη Στρατηγική

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Δρ. Ιωάννης Παρίσης Υποστράτηγος ε.α. – Πολιτικός Επιστήμονας Διδάκτορας Πανεπιστημίου ΚρήτηςΣΕΕΘΑ

Η εθνική άμυνα εξασφαλίζεται με την απόκτηση και προβολή ισχύος. Η οικονομία αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες ισχύος που μάλιστα επηρεάζει όλους τους άλλους. Η ένοπλη δύναμη, δηλαδή οι στρατιωτικές δυνατότητες ενός κράτους, ως παράγων ισχύος, εξετάζεται τόσο από πλευράς μεγέθους και εξοπλισμού όσο και από πλευράς έρευνας και τεχνολογίας, αμυντικής βιομηχανίας, συμμαχιών αλλά και λοιπών στοιχείων που καθορίζουν τη μαχητική αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων.
Μπορούμε εξαρχής να επισημάνουμε κάποια στοιχεία:
Η οικονομία αποτελεί κοινή συνισταμένη όλων των παραγόντων ισχύος, αποτελώντας κατ’ ουσία, το θεμέλιο επί του οποίου εδράζεται η ισχύς των κρατών, καθώς και την πηγή των πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση στρατιωτικής ισχύος.
Η σχέση της στρατιωτικής και της οικονομικής ισχύος, εμφανίζεται αμφίδρομη δεδομένου ότι αφενός η ύπαρξη ισχυρής και ακμάζουσας οικονομίας είναι απαραίτητη προκειμένου να διατεθούν πόροι για την παραγωγή στρατιωτικής ισχύος, αφετέρου η τελευταία, συμβάλλει όχι μόνο στην προστασία της εθνικής οικονομίας, αλλά και στην περαιτέρω ενίσχυσή της, καθώς εξασφαλίζει την ειρήνη, προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα και συντελεί στην προώθησή τους.
H οικονομική ισχύς αποτελεί το θεμέλιο της στρατιωτικής ισχύος. Η κατοχή οικονομικής ισχύος μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση στρατιωτικής ισχύος, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί και το αντίστροφο.
Αναφορά στη διαδραστική σχέση οικονομίας και ένοπλης δύναμης βρίσκουμε και στον Θουκυδίδη, ο οποίος στην εξιστόρησή του «υποδηλώνει – όπως γράφει ο Βύρων Θεοδωρόπουλος – όχι μόνο την εξάρτηση της πολεμικής ισχύος από την οικονομική ακμή, αλλά και το αντίστροφο: ότι δηλαδή η πολεμική ισχύς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη».
Η προβολή της εθνικής ισχύος, ανεξαρτήτως σε ποιους παράγοντες αυτή βασίζεται, υλοποιείται σε κάθε περίπτωση με τις ένοπλες δυνάμεις. Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, παρά την επίδειξη ισχύος με άλλα μέσα – π.χ. διπλωματικές και οικονομικές πιέσεις – το τελικό επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συνήθως με την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων ή κατ’ ελάχιστον, με προβολή της ισχύος τους.
Το βέλτιστο επίπεδο αποτρεπτικής και αμυντικής ισχύος ενός κράτους αποτελεί συνάρτηση της στρατιωτικής ισχύος και κατ’ επέκταση των παραγόντων που την καθορίζουν, με σημαντικότερο το κόστος απόκτησης, συντήρησης και διαχείρισης της στρατιωτικής ισχύος, δηλαδή το ύψος των αμυντικών δαπανών. Οι αμυντικές δαπάνες αναφέρονται στο κόστος διαχείρισης και συντήρησης του συνόλου του προσωπικού και του υλικού (πολεμικού και μη) που προορίζονται για την παραγωγή της εθνικής άμυνας και ασφάλειας, τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και σε περιόδους κρίσεων ή πολεμικών συρράξεων. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες των αμυντικών δαπανών, όπως γράφει ο Χρ. Κόλλιας, μπορεί να είναι οικονομικοί, πολιτικοί, στρατηγικοί, ακόμα και ιστορικοί, αν και τελικά εκείνος που βαραίνει είναι ο οικονομικός παράγων.
Η ισχύς μιας μεγάλης δύναμης αντανακλάται, μεταξύ των άλλων, και στο ύψος των αμυντικών της δαπανών. Η διατήρηση του χαρακτηριστικού της υπερδύναμης εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά τα προβλήματα και την ανάδυση νέων ισχυρών παικτών στο παγκόσμιο γεωστρατηγικό παιχνίδι δεν είναι τυχαία, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν για τις ένοπλες δυνάμεις τους άνω των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, τη στιγμή που η αμέσως ακολουθούσα σε μέγεθος στρατιωτικών δαπανών Κίνα δηλώνει αμυντικό προϋπολογισμό της τάξης των 60 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο αντίστοιχος ρωσικός προϋπολογισμός ανέρχεται επισήμως σε περίπου 40 δις δολάρια.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δαπανά ένα από τα μεγαλύτερα ποσά για αμυντικές δαπάνες μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ. Ως ποσοστό επί τοις εκατό οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας είναι οι υψηλότερες όλων (πίνακας). Είναι επίσης χρήσιμο να δούμε τις αμυντικές δαπάνες των πέντε κύριων, από στρατιωτικής πλευράς, ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου (πίνακας).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων και των οπλικών συστημάτων που διατηρεί η χώρα μας σε σύγκριση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Αν η Ισπανία, μια χώρα με 4πλάσια έκταση, πληθυσμό και ΑΕΠ σε σχέση με την Ελλάδα, διατηρούσε ανάλογες προς την Ελλάδα ΕΔ, θα έπρεπε να έχει: 600.000 προσωπικό, 6.000 άρματα μάχης, 70 πλοία επιφανείας, 35 υποβρύχια, 1.300 μαχητικά αεροσκάφη, 130 επιθετικά ελικόπτερα.
Αντίθετα αν η Ελλάδα διατηρούσε ΕΔ ανάλογες της Ισπανίας θα έπρεπε να έχει: προσωπικό κάτω των 40.000, 90 άρματα μάχης, 3 πλοία επιφανείας, 1 υποβρύχιο, 46 μαχητικά αεροσκάφη, κανένα ή έστω 6 επιθετικά ελικόπτερα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας μέλους της ΕΕ στο σύνολο των ευρωπαϊκών δαπανών (πίνακας)
Από τα όσα προαναφέρθηκαν γίνεται καθαρά αντιληπτό το βάρος που υφίσταται η ελληνική οικονομία προκειμένου να ανταποκριθεί στις αμυντικές ανάγκες της χώρας. Η οικονομική κρίση μπορεί να έχει επιπτώσεις στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας, όμως ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν περιθώρια περεταίρω αύξησης των αμυντικών δαπανών. Εκείνο που είναι εν προκειμένω ενδιαφέρον, και στο οποίο θα εστιάσω την εισήγησή μου, είναι το κατά πόσο είναι εφικτό, μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών για τις αμυντικές δαπάνες να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του εξοπλισμού των ΕΔ. Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία και μπορεί να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας αν τύχει της επιβαλλόμενης προσοχής. Ας δούμε αναλυτικότερα τι ακριβώς εννοούμε.
Οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας κατανέμονται γενικά στους εξής τομείς:
Δαπάνες προσωπικού:
Πληρωμές, Επιδόματα, Συντάξεις,
Τροφοδοσία,
Υγειονομική περίθαλψη
Δαπάνες λειτουργικές:
Λειτουργία & συντήρηση (ανταλλακτικά και προμήθειες) κύριου υλικού
Άλλα υλικά και προμήθειες
Κόστη σχετιζόμενα με αναλώσιμα και συντήρηση υποδομών
Επενδύσεις:
Προμήθειες εξοπλισμών
Έρευνα & Ανάπτυξη
Πού και πώς μπορεί να προέλθει οικονομία στις αμυντικές δαπάνες; Οι λέξεις κλειδιά κατά τη γνώμη του ομιλούντος είναι: στρατηγική, οργάνωση, τυποποίηση, αμυντική βιομηχανία. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τις περιπτώσεις αυτές:
Στην περίπτωση των δαπανών για το προσωπικό πράγματι δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσης. Αντίθετα οι ελληνικές ΕΔ έχουν ανάγκη μεγαλύτερων δαπανών για το προσωπικό. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για τις δαπάνες που κυρίως συνδέονται με το θέμα του ηθικού και του φρονήματος, το οποίο δεν αποτιμάται σε ευρώ. Δεν αναφέρομαι μόνο στη μέριμνα για το προσωπικό κατά την ειρηνική περίοδο, αλλά πρωτίστως στον εξοπλισμό του μαχητή ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνθήκες του πεδίου.
Οι λειτουργικές δαπάνες έχουν περιθώρια καλύτερης οργάνωσης και διαχείρισης. Πολύ σύντομα, αναφερόμαστε σε δύο κατά βάση τομείς: πρώτον, ανταλλακτικά και συντήρηση και δεύτερον, αναλώσιμα και υποδομές.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι δυνατόν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, δηλαδή οι ανάγκες να εξασφαλίζονται με μικρότερες δαπάνες. Ωστόσο, υπάρχουν εγγενή προβλήματα που δυσχεραίνουν οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοια είναι:
Η πανσπερμία υλικού, η οποία έχει ως συνέπεια να απαιτούνται πρόσθετες δαπάνες για αναλώσιμα, διαφορετικές κλίμακες ανταλλακτικών, διαφορετικές συλλογές εργαλείων, εκπαίδευση τεχνικού προσωπικού κλπ. Το πρόβλημα δημιουργείται κυρίως από την προχειρότητα και την έλλειψη στρατηγικής στους εξοπλισμούς. Είναι εύκολα αντιληπτή η σπατάλη πόρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.
Η διασπορά των σχηματισμών και μονάδων του στρατού και η διατήρηση μη αναγκαίων σχηματισμών, μονάδων και στρατοπέδων. Είναι αδιανόητο ο Ελληνικός Στρατός να έχει διάταξη ανταποκρινόμενη προς τα γεωπολιτικά δεδομένα της ψυχροπολεμικής εποχής, ή αυτή να καθορίζεται από τοπικιστικές εξαρτήσεις με παρεμβάσεις διαφόρων φορέων.
Φυσικά, για τη λύση του προβλήματος αυτού απαιτείται σαφής πολιτική απόφαση σε υψηλό επίπεδο, με δεδομένο ότι μιλάμε για αναδιοργάνωση που θα περιλάβει καταρχήν κατάργηση σχηματισμών και μονάδων, κλείσιμο στρατοπέδων και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, γενικώς «συμμάζεμα» του Στρατού. Αναδιοργάνωση που θα δυσαρεστήσει πολλούς εκτός Στρατού που έχουν συμφέροντα – πολιτικά, οικονομικά, τοπικιστικά – από την ύπαρξη στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε κάθε πόλη και κωμόπολη. Δεν είναι όμως λογικό – οργανωτικά, λειτουργικά και κυρίως επιχειρησιακά – να διατηρεί ο Στρατός άχρηστους σχηματισμούς και μονάδες, τη στιγμή μάλιστα που εκ των πραγμάτων αδυνατεί να τις επανδρώσει στοιχειωδώς.
Αμφιβάλλει κανείς ότι ένα τέτοιο συμμάζεμα θα είχε ως συνέπεια σοβαρή οικονομία στα λειτουργικά έξοδα των μονάδων και τη συντήρηση των υποδομών;
Οι δαπάνες για αμυντικές επενδύσεις είναι ο σημαντικότερος τομέας στον οποίο είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν οικονομίες κλίμακας. Ήδη από ετών κάποιες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν σχετικές στρατηγικές.
Στη Βρετανία εφαρμόζεται από το 2001 μια νέα στρατηγική επί των εξοπλισμών που αποκαλείται Smart Procurement και ενσωματώνει τις ανάγκες των τριών κλάδων των ΕΔ μέσα από μακροπρόθεσμους στόχους και κατάλληλες διαδικασίες που εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος προμήθειας. Παρόμοιες στρατηγικές εφαρμόζουν και άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία.
Έχουμε λοιπόν ανάγκη από μία στρατηγική επί των προμηθειών αμυντικού υλικού, η οποία θα αξιολογεί τις ανάγκες και θα καθορίζει τις προμήθειες σε βάθος χρόνου. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα οπλικά συστήματα θα είναι προσαρμοσμένα προς τις πραγματικές απαιτήσεις και προς τα ήδη χρησιμοποιούμενα συστήματα. Επιπλέον, χρειάζεται για κάθε περίπτωση ένα χρονοδιάγραμμα προμήθειας που θα καθορίζει τον χρόνο και την ποσότητα που θα παραλαμβάνεται μέχρις ότου ολοκληρωθεί η προμήθεια. Όμως εκείνο που είναι απαραίτητο, για να μην είναι δυνατή η καταστρατήγηση της στρατηγικής, είναι η κύρωση με νόμο από τη Βουλή ώστε κανείς υπουργός και καμία κυβέρνηση να μπορεί να μεταβάλλει τις αποφάσεις και τα χρονοδιαγράμματα.
Ένας κρίσιμος τομέας που συνδέεται άμεσα με τις αμυντικές επενδύσεις είναι η αμυντική βιομηχανία. Η βιομηχανική βάση της άμυνας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση, δεδομένου ότι χωρίς βιομηχανία που ερευνά, αναπτύσσει και παράγει τα αμυντικά συστήματα, δεν υπάρχει ικανή άμυνα. Βεβαίως, ένα κράτος μπορεί να αποφασίσει να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις του μέσω αγορών από το εξωτερικό. Ενεργώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα καταρρεύσει οικονομικά και θα χάσει σε αυτονομία, αλλά επίσης θα παραμένει στο περιθώριο των καινοτομιών σε ζωτικούς τομείς για την γενική ανάπτυξη της χώρας.
Προκειμένου να αξιολογηθεί η αμυντική βιομηχανία μιας χώρας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προμήθειες υλικού από το εξωτερικό σε σχέση με τις δαπάνες αμυντικού υλικού που φαίνονται στον προϋπολογισμό της χώρας. Η διαφορά αυτή συνιστά την καθοριστική μεταβλητή που πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν αναλύεται η αμυντική βιομηχανία. Μεταξύ των αντικειμενικών σκοπών μιας πολιτικής για την αμυντική βιομηχανία μπορούμε να αναφέρουμε:
τη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών.
την εξασφάλιση παραγωγικής δραστηριότητας για την εγχώρια βιομηχανία.
την απόκτηση νέων τεχνολογιών και εκπαίδευση προσωπικού.

Αποτελεί δυστύχημα που δεκαετίες τώρα η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν έχει αξιοποιηθεί, ενώ έχει ανάλογες δυνατότητες. Έτσι, οι μεν κρατικές βιομηχανίες, οι οποίες χρησιμοποιούν τεράστιο αριθμό προσωπικού και διαθέτουν σημαντική τεχνογνωσία, χρησιμοποιούνται από ξένους κολοσσούς ως μέσο επίτευξης απευθείας αναθέσεων, οι δε ιδιωτικές επιβιώνουν κυρίως μέσω της υλοποίησης των αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Κλείνω την εισήγησή μου με μια επισήμανση. Ο Rassell αναφερόμενος στη σημασία της οικονομίας ως παράγοντος ισχύος, σημειώνει ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο να συμπεράνουμε ότι θα νικήσει οπωσδήποτε η πλευρά που υπερέχει στον τομέα της οικονομίας, επισημαίνοντας τη σημασία του φρονήματος που τονώνει το πατριωτικό αίσθημα, όπως γράφει, και είναι εξίσου σημαντικό με τον οικονομικό παράγοντα. Το φρόνημα λοιπόν ενός λαού και φυσικά των ενόπλων δυνάμεών του είναι καθοριστικός παράγων.

Πηγή:

Posted in Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Η οικονομική μετανάστευση ως εργασία – εμπόρευμα

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Του Γιώργου Κοντογιώργη

 1.Για να κατανοήσει κανείς το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης είναι επιβεβλημένο να το προσεγγίσει υπό το πρίσμα της εξέλιξης που το προκαλεί. Η οικονομική μετανάστευση σήμερα αποδίδεται ως το αποτέλεσμα της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης». Οι ορισμοί της τελευταίας, εντούτοις, δεν διευκρινίζουν ούτε αιτιολογούν την ουσία της σημερινής εξέλιξης του κόσμου και, ως εκ τούτου, υπολείπονται καταφανώς ως προς τη δυνατότητά τους να δώσουν μια πειστική εξήγηση του φαινομένου.
Η πρώτη επισήμανση λοιπόν, που αιτιολογεί και οριοθετεί τον χαρακτήρα της οικονομικής μετανάστευσης , έγκειται στο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας το σύνολο των κοινωνιών του πλανήτη συγκροτείται με ανθρωποκεντρικούς όρους, δηλαδή ως κοινωνίες εν ελευθερία. Ο κόσμος όλος ως ένα κοσμοσύστημα.
Η διακτίνωση των παραμέτρων (της νομισματικής οικονομίας, της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας κλπ) του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη είναι το αποτέλεσμα της ωρίμανσής τους της στο εσωτερικό των κρατών της πρωτοπορίας που μέχρι τότε λειτουργούσαν ως ανάχωμα για τη χειραφέτησή τους. Οι παράμετροι αυτές, αυτονομούνται έτσι σταδιακά από την θαλπωρή της κρατικής επικράτειας και, συνακόλουθα, από τους πολιτειακούς του θεσμούς, ενώ την ίδια στιγμή επενεργούν διαβρωτικά, δηλαδή αποσταθεροποιητικά, στις παραδοσιακές δεσποτικές δομές των χωρών της κοσμοσυστημικής περιφέρειας. Η θεμελιώδης αυτή αιτιολογία συνδυάζεται με την κρατοκεντρική δομή του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη φάση που διέρχεται στις μέρες μας, δεδομένου ότι παρεισάγει ως εκ της φύσεώς της τη δύναμη ως την πρωτογενή συνιστώσα της πολιτικής πέραν του κράτους.
Ώστε, η οικονομική μετανάστευση είναι το αποτέλεσμα της διείσδυσης των παραμέτρων αυτών στη δεσποτική περιφέρεια και, συνεπώς της αποδόμησής της. Το φαινόμενο της εσωτερικής αποδόμησης της δεσποτείας δεν είναι σημερινό. Εμφανίζεται διαφοροποιημένο ιστορικά, ανάλογα αν ο ανθρωποκεντρικός κόσμος διάγει μια κρατοκεντρική ή μια οικουμενική φάση και, επίσης, σε συνάρτηση με τη δυναμική σχέση που εγκαθιδρύεται στο κοσμοσυστημικό πεδίο.
Εντούτοις, δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν για την άντληση παραδειγμάτων. Ότι συμβαίνει σήμερα στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος, το γνωρίσαμε ήδη στο εσωτερικό των χωρών της πρωτοπορίας –που αποδόθηκε με τη λεγόμενη «αστυφιλία»- στην αρχή της ανθρωποκεντρικής τους υποστασιοποίησης. Με τη διαφορά ότι τότε το κοινωνικό πρόβλημα επιζητείτο να επιλυθεί στο εσωτερικό του κράτους, εκεί όπου το βίωναν τα καθυστερημένα κοινωνικά στρώματα (τα παραδείγματα της Γαλλικής ή της Ρωσικής επανάστασης). Τώρα, στην εποχή της κοσμοσυστημικής διακτίνωσης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη, το κοινωνικό πρόβλημα επιδιώκεται να επιλυθεί δια της μεταφοράς του στις χώρες της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική μετανάστευση δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο που προορίζεται να τελειώσει. Είναι απόρροια της καθολικής ενσωμάτωσης των κοινωνιών του πλανήτη στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.2. Τί συμβαίνει, όμως, με την εργασία των οικονομικών μεταναστών που συνωστίζονται στις χώρες του «κέντρου»; Διαφέρει ή όχι σε σχέση με την εργασία του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, η απειλή που εμφανίζεται να συνιστά η εργασία της οικονομικής μετανάστευσης για την εργασία του πολίτη δεν αφορά κυρίως, όπως νομίζεται, στην υποκατάσταση της τελευταίας από αυτήν. Αυτό ίσως συνέβη στην αρχή, θεραπεύθηκε όμως από άλλες θετικές παρενέργειες της παρουσίας της οικονομικής μετανάστευσης και, μαζί της, το σοκ της πρώτης συνάντησης. Από την άλλη, η οικονομική μετανάστευση, συνέβαλε καθοριστικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας για την αξιολογική επανεκτίμηση πολλών μορφών εργασίας, τις οποίες ο πολίτης δεν επιθυμεί εφεξής να καλύψει (η έννοια της βάναυσης εργασίας…).
Η απειλή της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης επί της εργασίας του πολίτη έγκειται, ουσιαστικά, αλλού:
(α) Στην αποδυνάμωση της δυνατότητας του πολίτη να υποστηρίζει πολιτικά την εργασία του, τους όρους της και τα περιμετρικά δικαιώματα, όπως η συμμετοχή σε μια αναλογική αναδιανομή, η πρόνοια κ.ά.
(β) Στην απειλή που επικρεμάται στη συλλογική συνοχή. Οι κοινωνίες των συγχρόνων κρατών-εθνών «ανδρώθηκαν» με οδηγό τις αρχές της εθνικής ομοιογένειας, ενώ η εθνοτική ή πολιτισμική πολυσημία θεωρήθηκαν ασθένειες που απειλούσαν το κράτος-έθνος. Η συλλογική ταυτότητα αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, το πεδίο αναγνωρισιμότητας και, υπό μια έννοια, οικείωσης του ατόμου με τη θεμελιώδη κοινωνία, αλλά και την αιτιακή εστία της πολιτειότητας, δηλαδή της βίωσης της ελευθερίας ενός εκάστου.
(γ) Στην κοινωνική ασφάλεια. Η ανασφάλεια που διακρίνει τον βίο των συγχρόνων κοινωνιών, δεν οφείλεται πρωτογενώς στο φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, μολονότι οι οικονομικοί μετανάστες την τροφοδοτούν με πολλούς έμμεσους ή άμεσους τρόπους. Οφείλεται κυρίως στο ότι το κράτος έχει απολέσει την οργανική του συνάφεια με την κοινωνία και προσδεθεί στο ανομικό κοσμοσυστημικό περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό, η εσωτερική έννομη τάξη διαπλέκεται άμεσα και λειτουργεί ως ο καλός αγωγός για την εισαγωγή στο εσωτερικό πεδίο των σχέσεων δύναμης που παράγει η διεθνής έννομη τάξη. Εφεξής, το κράτος δεν εγγυάται ούτε εκφράζει την αντίληψη της εποχής της πολιτικής του κυριαρχίας ότι η κοινωνία του αποτελεί μια εθνική οικογένεια.

 

3. Στο πλαίσιο αυτό ερωτάται: Η αντίθεση που επισημαίνεται ανάμεσα στην εργασία του πολίτη και στην εργασία του οικονομικού μετανάστη είναι όντως πραγματική, έχει δηλαδή δομικό χαρακτήρα, ή ο ξένος αποτελεί την απλώς την εύκολη αιτία, μια νομιζόμενη απειλή εναντίον της εργασίας του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, διαπιστώνεται ότι τόσο η εργασία του πολίτη όσο και η εργασία του οικονομικού μετανάστη έχουν κοινή θεμελίωση. Ανήκουν και οι δύο στην εποχή της μετα-φεουδαλικής ή αλλιώς πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης. Συναντώνται δηλαδή -ως μορφές εργασίας- με το οικονομικό σύστημα και τον ιδιοκτήτη του εξωθεσμικά είτε στον χώρο της παραγωγής (και επομένως με όχημα τη σύμβαση εργασίας) είτε στο πεδίο της κατανάλωσης.
Κατά τούτο, διαφεύγει της προσοχής ότι το σημερινό σύστημα είναι ακριβώς η προέκταση εκείνου της δεσποτείας. Με μια διαφορά. Η ιδιοκτησία επί του συστήματος που απαντάται στη μετα-δεσποτική εποχή δεν εκτείνεται και στους φορείς της εργασίας. Στο μέτρο όμως που το σύστημα χρειάζεται την εργασία, ο ιδιοκτήτης συμβάλλεται μαζί της, ουσιαστικά την αγοράζει έναντι αμοιβής. Ο φορέας της εργασίας, εισφέροντάς την εθελουσίως, ουσιαστικά παραιτείται από ένα θεμελιώδες διακύβευμα, την αυτονομία του.
Είναι γεγονός ότι ο πολίτης και ο οικονομικός μετανάστης συνάπτουν σύμβαση ενοχική με τον ιδιοκτήτη του συστήματος, από την οποία δηλαδή μπορούν να αποχωρήσουν οικεία βουλήσει όποτε το θελήσουν . Όμως, η σύμβαση αυτή, πέραν των επιπτώσεών της στο πεδίο της ελευθερίας, είναι από τη φύση της ετεροβαρής. Είναι ετεροβαρής διότι δεν συνάπτεται μεταξύ ισοτίμων εταίρων. Ο ένας είναι κάτοχος/ιδιοκτήτης του συστήματος και, επομένως, το συγκροτεί, το διοικεί και αποφασίζει για την τύχη του και, στο πλαίσιο αυτό, για την τύχη της εργασίας. Ο άλλος όχι. Με τη σύμβαση ο εργαζόμενος δεν υπεισέρχεται στο σύστημα ως εταίρος/συντελεστής του. Η παροχή εργασίας στο σύστημα δεν τον μεταβάλλει σε μέλος του.
Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι οι διαφορές μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας έχουν ως πηγή τη συνάντησή τους στο πεδίο της παραγωγής, δηλαδή το εσωτερικό του συστήματος, η διαπραγμάτευση του εργασιακού καθεστώτος προόρισται τελικά να γίνει έξω από αυτό, στο επίπεδο της πολιτικής. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφοροποίηση της εργασίας του πολίτη από την εργασία του οικονομικού μετανάστη. Ο πολίτης δύναται να επικαλεσθεί το πολιτικό του όπλο, την ψήφο του, να υποστηρίξει πολιτικά την εργασιακή του θέση, έτσι ώστε να την εγγράψει στις θεματικές του δημοσίου χώρου.
Με τη μετάταξη της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας στη δημόσια σφαίρα ο εργαζόμενος πολίτης κατόρθωσε να κατοχυρώσει σειρά περιορισμών στην ιδιοκτησία και υποχρεώσεων στο κράτος, να την μεταβάλλει επομένως σε μια κατά το μάλλον ή ήττον προκαθορισμένη κανονιστική πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η φύση της σχέσης μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας δεν αλλάζει. Όμως η μεταφορά της στη δημόσια σφαίρα επιφέρει αναλόγως περιορισμούς στη δυνατότητα της οικονομικής αγοράς να υπαγορεύει τους όρους της στην εργασία.
Στον αντίποδα, η εργασία του οικονομικού μετανάστη υπόκειται ευθέως στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στους συσχετισμούς δύναμης, που υπαγορεύει ουσιαστικά η εργοδοσία. Το άμεσο συγκριτικό γνώρισμα της εργασίας του οικονομικού μετανάστη είναι αυτό. Δεν είναι όμως το μοναδικό και ίσως όχι το κυριότερο.
Αν όντως η φθηνή εργασία ήταν το μοναδικό κίνητρο του κεφαλαίου θα επέλεγε τη μετατόπισή του στις χώρες όπου αυτή προσφέρεται «άνευ όρων». Συνδυάζεται προφανώς και με άλλους παράγοντες, όπως η κανονιστική ασφάλεια των χωρών της πρωτοπορίας, η ποιότητα ζωής για τους διοικητικούς της συντελεστές, οι επικοινωνιακές ευκολίες, η προσβασιμότητα στις αγορές κλπ.
Κατά τούτο, πρωταρχικό συγκριτικό πλεονέκτημα της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης στις χώρες της πρωτοπορίας, αποβαίνει η πίεση που αυτή ασκεί στην εργασία του πολίτη, προκειμένου να εξουδετερώσει τη δυνατότητά του να υποστηρίζει πολιτικά τα κεκτημένα που συνδέονται με αυτήν. Το κεφάλαιο ευελπιστεί έτσι να επαναφέρει την εργασία του πολίτη από την πολιτική αγορά στην οικονομική αγορά. Να την υποτάξει δηλαδή στους κανόνες της και να την μεταβάλει σε εμπόρευμα. Να την εξομοιώσει με εκείνη του οικονομικού μετανάστη, σε ό,τι αφορά στους όρους παροχής της, αλλά και για την αμοιβή της και, φυσικά, για τα συνοδευτικά με την εργασία δικαιώματα (πρόνοια κλπ).
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας-εμπορεύματος που εισφέρει η οικονομική μετανάστευση στην εσωτερική αγορά εργασίας των χωρών της πρωτοπορίας. Εξού και πολλοί διατείνονται ότι εάν αυτή ενσωματωθεί, δηλαδή εξομοιωθεί με την εργασία του πολίτη, θα εκλείψει το πρόβλημα.
Αναγνώρισα ήδη τη βαρύτητα του ζητήματος αυτού. Όμως, δεν αποτελεί την πρωτογενή αιτία. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλώς εσφαλμένη στη φιλοσοφική της σύλληψη, αφού συνδυάζεται με το δόγμα ότι αιτία της εκμετάλλευσης είναι το κεφάλαιο (ο καπιταλισμός). Είναι και λογικά αντιφατική, διότι η ενσωμάτωση αυτή καθεαυτή της «ώνιας εργασίας» (της εργασίας εμπορεύματος), αφενός θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των πολιτών που θα προσφέρουν ισότιμη οικονομική εργασία και αφετέρου θα αυξήσει τη ζήτηση νέων οικονομικών μεταναστών για να καλύψουν το κενό της «ώνιας εργασίας». Συγχρόνως, η επιλογή αυτή δεν θα σταθεί ικανή να αποτρέψει τη μετακόμιση του κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας, εφόσον ορθωθούν ανυπέρβλητα αναχώματα στην εισαγωγή «ώνιας εργασίας».

5. Πού βρίσκεται λοιπόν η λύση; Όσο και αν φανεί παράξενο, το πρόβλημα είναι πρωταρχικά γνωσιολογικό. Η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην οικονομική θεωρία είναι ότι το οικονομικό σύστημα της εποχής μας, όπως εξάλλου και το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, είναι η απόληξη μιας ασύγκριτης ανωτερότητας και σε κάθε περίπτωση τελειωτικό. Όμως δεν είναι έτσι.
Επισήμανα ήδη ότι το παρόν (οικονομικό και πολιτικό) σύστημα προσήκει εξελικτικά στην πρώιμη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και συγκεκριμένα στο στάδιο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, είναι αν επιβεβαιώνεται ως εφικτή η περαιτέρω εξέλιξη του συστήματος αυτού στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα και προς ποιά κατεύθυνση.
Η εποχή μας δεν προσφέρει παρά μόνον ορισμένες ενδείξεις για την κατεύθυνση της εξέλιξης, οι οποίες για να αποτιμηθούν ορθά πρέπει να ενταχθούν σε ένα ορισμένο, σφαιρικό γνωσιολογικό πλαίσιο, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Η γνωσιολογία της νεοτερικότητας είναι καταγραφική του παρόντος και, μάλιστα, κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια υποβολής του σε κριτική δοκιμασία.
Όπως ήδη επισήμανα, η μεταβολή της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σε υπόθεση δημοσίου συμφέροντος επήλθε λόγω της πολιτικής βαρύτητας που απέκτησαν οι μάζες με την είσοδό τους στην πολιτική (η καθολική πολιτειότητα). Με άλλα λόγια, η οικονομική μετανάστευση επέσπευσε τις εξελίξεις, δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της αδυναμίας εφεξής των δυνάμεων της εργασίας να υποστηρίξουν πολιτικά την υπόθεσή τους. Η γενεσιουργός αιτία εστιάζεται στο συνδυασμό του τέλους της φάσης που έκανε εφικτή την εξωθεσμική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, στο πολιτειακό περιβάλλον όπου το πολιτικό σύστημα το ενσαρκώνει το κράτος. Όντως, πριν από τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, συνέτρεχε μια σχετική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, η οποία διερχόταν από την ιδεολογική διασταύρωση των πολιτικών δυνάμεων με τα ομόλογα κοινωνικά στρώματα (βασικά οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού).
Σήμερα, όχι μόνο δεν συντρέχει αυτό, αλλά και η δυναμική ισορροπία που είχε εγκαθιδρυθεί στη σχέση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει πλήρως διαρραγεί . Η τελευταία έχει αποβεί εξολοκλήρου κυρίαρχη στο πεδίο της οικονομίας και της ιδεολογίας και έχει επιβάλει πλήρως τους νόμους στην πολιτική. Η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται, επομένως, αντιμέτωπη με την ιδιώτευση και την αποξένωση από την πολιτική και σε δεινή θέση σε ό,τι αφορά στην κοινωνικο-οικονομική της κατάσταση. Αν αποκωδικοποιήσουμε το περιεχόμενο της ανησυχίας των ιθυνόντων κατά την πρόσφατη κρίση, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι το συμφέρον της κοινωνίας. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή, δηλαδή το κεκτημένο της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, στις προτεραιότητες της πολιτικής δεν εμπεριέχεται η αποτροπή της μετατροπής της εργασίας του πολίτη σε εργασία-εμπόρευμα, ούτε πολλώ μάλλον ο συνδυασμός της προστασίας αυτής με μια αντίστοιχη κανονιστική εξοικονόμηση της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις της «εκσυγχρονιστικής» αριστεράς και οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού συγκλίνουν ως προς το σημείο της συνάντησής τους, δηλαδή στην πολιτική κυριαρχία του πνεύματος της αγοράς.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος: η ιδιοκτησιακή θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, που οδηγεί στην ενσάρκωσή του, με όρους ταυτολογίας, από το κράτος. Το αδιέξοδο, στο πλαίσιο αυτό, έγκειται στο ότι, ενώ η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική δεν είναι πια εφικτή στο εξωθεσμικό πεδίο της ιδεολογίας ή της ταξικής αναφοράς, η νεοτερική θεωρία επιμένει να αποκλείει κάθε ιδέα ανασύνδεσης της κοινωνίας με το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα σε νέες βάσεις.
Όντως, η συγκρούσεις που ταλάνισαν τον κόσμο, ιδίως τον περασμένο αιώνα, είχαν ως πρόσημο τον έλεγχο της ιδιοκτησίας/συστήματος, το διακύβευμα εάν αυτή θα περιερχόταν στη δημόσια ή στην ιδιωτική σφαίρα. Σε καμιά περίπτωση όμως η κοινωνία δεν περιελήφθη ως συντελεστής στο διακύβευμα αυτό. Και τούτο διότι ζητούμενο γι’αυτήν ήταν η μετάβαση από τη δουλοπαροικία στην ατομική ελευθερία, η οποία διερχόταν υποχρεωτικά από την κατοχύρωση της αυτονομίας του ιδιωτικού χώρου και όχι από την ιδιοκτησία του (οικονομικού και/ή πολιτικού) συστήματος.
Σήμερα, το δίλημμα αυτό εξέλειπε και, ελλείψει άλλου, που θα προσέδιδε στο πρόταγμα των δυνάμεων της αριστεράς προοδευτικό πρόσημο, το διακύβευμα εστιάζεται μονοσήμαντα στο αίτημα της ενσωμάτωσης της οικονομικής μετανάστευσης. Το αίτημα αυτό, όπως τίθεται, εισάγει στην πραγματικότητα την οικονομική μετανάστευση ως εναλλακτικό συντελεστή της πολιτικής ζωής, στη θέση της κοινωνίας των πολιτών. Στην πραγματικότητα εντούτοις βοηθάει τις κρατούσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που διακονούν τις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, να διέρχονται εν σιωπή το κεντρικό πρόβλημα: που είναι ο αποκλεισμός της κοινωνίας από την πολιτική και, μάλιστα, από το πολιτικό σύστημα, η οποία συνεπάγεται εντέλει τη διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Διάρρηξη η οποία εάν συνεχισθεί, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σταδιακή μετατροπή της εργασίας του πολίτη από σχέση δημοσίου δικαίου σε υπόθεση της αγοράς και, περαιτέρω, σε εμπόρευμα υποκείμενο στους νόμους της ή, αναλόγως, στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Το αδιέξοδο της εποχής μας έγκειται ακριβώς στο ότι ο μεν φιλελευθερισμός διδάσκει ότι η (οικονομική) αγορά και όχι η κοινωνία (των πολιτών) οφείλει να αποτελεί τον σκοπό της πολιτικής και, υπό μια άλλη έννοια, τον λόγο ύπαρξης των πολιτειακών μορφωμάτων (των κρατικών κοινωνιών). Ο δε σοσιαλισμός νομίζει ότι για την εκμετάλλευση ευθύνεται το κεφάλαιο και όχι η δεσποτική αντίληψη ότι ιδιοκτησία του κεφαλαίου και ιδιοκτησία του συστήματος ταυτίζονται εκ φύσεως.
Ώστε, με γνώμονα τις προσεγγίσεις αυτές και με δεδομένες τις εξελίξεις στο πεδίο του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, είναι προφανές ότι η εργασία θα υποκύπτει ολοένα και περισσότερο στους νόμους της αγοράς και θα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. Για να επανέλθει η ισορροπία στα πράγματα καλούμαστε να υπερβούμε τις εμμονές της (πρωτο-ανθρωποκεντρικής) νεοτερικότητας και να εναρμονισθούμε με τα μελλούμενα: ο χρόνος που αρκούσε η ατομική ελευθερία, δηλαδή το σύστημα που την ικανοποιεί, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, η ανασύνταξη του οικονομικού και, πριν από αυτό, του πολιτικού συστήματος, που απαιτείται για την επιστροφή της κοινωνίας στα πράγματα, προϋποθέτει τη διεύρυνση της ελευθερίας στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Διότι η ελευθερία συνεπάγεται ακριβώς τη μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από την ιδιοκτησία (του ιδιώτη ή του κράτους) στην κοινωνία, άρα τη θεσμική υποστασιοποίηση της κοινωνίας εντός του συστήματος και όχι στο έδαφος της ιδιωτείας.
Όλα δείχνουν ότι η κατεύθυνση της εξέλιξης του νεότερου κόσμου οδεύει προς τα εκεί. Η οικονομική μετανάστευση θα ογκούται ολοένα και περισσότερο, συντωχρόνω με την ενσωμάτωση της πλανητικής περιφέρειας στον ανθρωποκεντρισμό και την εμβάθυνση της βίας που παράγει η κρατοκεντρική συνάρθρωση του κοσμοσυστήματος. Με αποτέλεσμα, την προϊούσα επιβάρυνση της εργασίας των πολιτών ή, ακόμη, και την απόρριψή της .

6. Πώς θα συντελεσθεί, εντούτοις, η ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, δηλαδή η συνάντησή της εντός του πολιτικού συστήματος;
Για να γίνει εφικτή η κατανόηση του διακυβεύματος αυτού είναι, νομίζω, αναγκαίο να επανέλθουμε στο κεντρικό πρόβλημα της νεοτερικότητας, εν προκειμένω στην αδυναμία της να συγκροτήσει ένα καθολικό γνωσιολογικό επιχείρημα. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην έννοια της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης που μας ενδιαφέρει εδώ. Θα συμφωνήσουμε, υποθέτω, ότι μέτρο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης είναι η καθολική ελευθερία. Διαπιστώσαμε μόλις ότι αυτό που διαφοροποιεί τη νεότερη εποχή από τη φεουδαρχία είναι η ατομική ελευθερία των μελών της κοινωνίας. Το γεγονός δηλαδή ότι το άτομο-μέλος της κοινωνίας δεν αποτελεί μέρος της ιδιοκτησίας του δεσπότη.
Η ατομική ελευθερία όμως αφορά στον ιδιωτικό βίο, όχι στις περιοχές του κοινωνικού βίου, όπου το άτομο συμβάλλεται με υπο-συστήματα (π.χ. της οικονομίας, όπως μια επιχείρηση) ή με το συνολικό σύστημα (το πολιτικό σύστημα). Η ανάληψη της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων από τη δημόσια σφαίρα αποβλέπει στη διασφάλιση –μέσω των συναφών δικαιωμάτων- της ατομικής ελευθερίας του φορέα της εργασίας. Δεν επιδιώκει να τον μεταβάλει σε κοινωνικά ελεύθερο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική, με τα λεγόμενα πολιτικά δικαιώματα. Γιατί όμως η νεοτερικότητα κάνει λόγο για κοινωνική και πολιτική ελευθερία, ενώ αυτή απουσιάζει πλήρως από το σύστημά της;
Εδώ εμφυλοχωρεί μια θεμελιώδης σύγχυση: η ελευθερία στο ατομικό ορίζεται όντως σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση της, δηλαδή ως αυτονομία. Στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο όμως ορίζεται ως δικαίωμα. Η διαφορά εντούτοις είναι καταστατική.
Τα δικαιώματα που εστιάζουν την προσοχή τους στη σχέση εργασίας επιδιώκουν να μεταβάλλουν μια ιδιωτική σχέση, σε σχέση δημοσίου δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να συνδυάσουν τη διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας σε ένα περιβάλλον όπου, μολονότι δεν ομολογείται, απουσιάζει η κοινωνική ελευθερία.
Εάν η κοινωνική ελευθερία οριζόταν ως αυτονομία είναι προφανές ότι ο φορέας της εργασίας θα είχε γίνει συντελεστής, δηλαδή εταίρος του οικονομικού υπο-συστήματος. Το σύστημα δεν θα ανήκε στον ιδιοκτήτη. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Διευκρινίζεται επίσης ότι ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου από την ιδιοκτησία του συστήματος της οικονομίας δεν υπαινίσσεται προφανώς ότι καταργείται το κεφάλαιο. Απλώς, η ιδιοκτησία του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και την (ολική ή, αναλόγως, μερική) ιδιοκτησία του συστήματος.
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στην πολιτική. Ο πολίτης διαθέτει δικαιώματα (να διαδηλώνει κλπ), όχι ελευθερία. Υπόκειται, με άλλα λόγια, σε ένα πλήρως ετερονομικό καθεστώς, δεν είναι αυτόνομος. Εάν ήταν πολιτικά ελεύθερος θα είχε επενδυθεί ο ίδιος το πολιτικό σύστημα, αντί του κράτους.
Στο ερώτημα, ωστόσο, τι μέλλει να προηγηθεί στο πεδίο της ανθρωποκεντρικής χειραφέτησης του κοινωνικού σώματος, η κοινωνική ή η πολιτική της διάσταση, θα έλεγα ότι το ζήτημα τίθεται κατά τρόπο διαφοροποιημένο. Από εξελικτική άποψη, η κοινωνική ελευθερία προηγείται, οπωσδήποτε, της πολιτικής ελευθερίας, στην ανθρωποκεντρική διαδικασία. Διευκρινίζεται, εντούτοις, ότι το πρόταγμα της ελευθερίας τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό πεδίο δεν είναι κοσμοσυστημικά ώριμο στις μέρες μας. Επομένως, το ερώτημα δεν αφορά αμέσως στην υποστασιοποίηση των μελών της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Εστιάζεται ιδίως στην ανασυγκρότηση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, προκειμένου να αποκατασταθεί η τρωθείσα ισορροπία. Συγχρόνως είναι προφανές ότι το διακύβευμα της εισόδου της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία δεν θίγει το άμεσο, το προσωπικό συμφέρον –την ιδιοκτησία- του κεφαλαίου επί του συστήματος. Κατά τούτο, γίνεται αποδεκτό ότι η πολιτική θα αποτελέσει το πρωταρχικό πεδίο όπου η κοινωνία των πολιτών θα δοκιμάσει τις δυνάμεις της.
Πως όμως θα ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα ώστε να εγγράψει την κοινωνία των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος σε αντιπροσωπευτικό . Για να γίνει αυτό απαιτείται: (α) η πολιτική υποστασιοποίηση της κοινωνίας, η μεταβολή της σε θεσμό της πολιτείας, σε δήμο, ικανό να μορφώσει βούληση. Η πολιτική συμμετοχή ορίζει εφεξής όχι μια εξωπολιτειακή ενεργητικότητα των δρώντων μελών της κοινωνίας, αλλά το αθροιστικό γινόμενο ενός συνιστώντα θεσμού του πολιτεύματος. Και (β) η περιέλευση στο κοινωνικό σώμα (στον δήμο) της πολιτείας των αρμοδιοτήτων που προσιδιάζουν στην ιδιότητα του εντολέα.
Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η αντιπροσωπευτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος δεν είναι καν αναγκαία στην παρούσα φάση. Θα αρκούσε η λήψη ορισμένων μέτρων που θα οδηγούσαν σε μια αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος. Απαιτείται, με άλλα λόγια, να προσπεράσουμε το στάδιο της δεοντολογίας, που εστιάζει την προβληματική του στην ηθική καταδίκη του ελλείμματος αντιπροσώπευσης, και να αναζητήσουμε τρόπους δέσμευσης της πολιτικής βούλησης της εξουσίας του κράτους από την κοινωνία των πολιτών. Η αναζήτηση μιας αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης –και όχι μετάλλαξης- του πολιτικού συστήματος, αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να αλλάξει ριζικά ο χάρτης της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.

7. Για να οδηγηθούμε όμως έως εκεί χρειάζεται η γνωσιολογική επανάσταση της νεοτερικότητας, την οποία επισήμανα προηγουμένως. Να ανασυγκροτήσουμε τις θεμελιώδεις έννοιες, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, η εργασία και η σχέση της με το κεφάλαιο και πολλές άλλες. Ανασυγκρότηση η ποία οφείλει να λάβει ως σημείο αφετηρίας την αρχή της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης του κόσμου και όχι προφανώς την πρωτοτυπική αναγωγή της νεοτερικότητας.
Για να γίνει όμως αυτό δεν αρκεί ούτε η επιστράτευση της φαντασίας ούτε, πολλώ μάλλον, το παράδειγμα της νεοτερικής κοινωνίας. Όπως έχω ήδη υποστηρίξει αλλού, η γνωσιολογική αυτή επανάσταση απαιτεί πρωταρχικά την αναθεώρηση του τρόπου που προσεγγίζουμε το παρελθόν και, συγκεκριμένα, το ελληνικό κόσμο, από την αρχαιότητα έως τον 19ο αιώνα.
Ο τρόπος αυτός, η πρόσληψη του ελληνισμού υπό το πρίσμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, προσφέρει τους εναλλακτικούς- εξελικτικά διάδοχους- τύπους οικονομικών και θα έλεγα πολιτικών συστημάτων. Αν και η νεοτερικότητα τους τύπους αυτούς τους ταξινόμησε ως προ-νεοτερικούς ή προ-καπιταλιστικούς, δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι συνιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, μετα-νεοτερικά παραδείγματα, εάν εξετασθούν υπό το πρίσμα της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης.
Παρακάμπτω το ουσιώδες, την ανάγκη της αποκάθαρσης των εννοιών της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας από τις νεοτερικές αναγομώσεις, για να περιορισθώ στη διαγραμματική καταγραφή του σχήματος της εξέλιξης μεταξύ οικονομικής εργασίας και πολιτειότητας, από τις ελληνικές απαρχές του ανθρωποκεντρισμού έως τις ομόλογες αποκρυσταλλώσεις της οικουμένης. Κατά τη φάση της κοινωνικής επανάστασης, στις προηγμένες πόλεις, θα συντελεσθεί η ολοκλήρωση της απελευθέρωσης του ατόμου από τα δεσμά της δουλοπαροικίας. Η ολοκλήρωση αυτή, θα συνοδευθεί με την εισαγωγή της καθολικής ψήφου (π.χ. ο Σόλων) που απέβλεπε στην περαιτέρω χειραφέτηση του ατόμου μέσω της μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών. Θα ακολουθήσει η λήψη σειράς μέτρων για την προστασία της εργασίας του πολίτη από την «ξενική» εργασία (π.χ. ο Περίανδρος της Κορίνθου). Κατά τη φάση αυτή, η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη από τον ξένο δεν εγείρει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Λίγες δεκαετίες αργότερα όμως διαπιστώνουμε ότι η ώνια εργασία/δουλεία θα πλεονάσει στις πρωτοπόρες οικονομικά πόλεις σε σχέση με την εργασία των πολιτών, σε βαθμό που να εγείρει ζήτημα ουσιαστικής έκπτωσης του πολίτη από την οικονομική διαδικασία. Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται, εντούτοις, με τη σταδιακή είσοδο του πολίτη στο πολιτικό σύστημα. Είσοδος που συνεπάγεται το διαχωρισμό του πολιτικού συστήματος από το κράτος και την απόδοσή του, ενμέρει και στη συνέχεια ενόλω, στο πολιτειακά συντεταγμένο σώμα των πολιτών.
Ώστε, χωρίς να αποτελεί την πρωτογενή αιτία, διαπιστώνεται μια οργανική συνάφεια μεταξύ πολιτειότητας και οικονομικής μετανάστευσης. Όσο αυξάνει η πίεση επί της εργασίας του πολίτη (σε αριθμό και ανταγωνιστικότητα της οικονομικής μετανάστευσης), τόσο το ενδιαφέρον της κοινωνίας των πολιτών παύει να επικεντρώνεται στην προστασία της εργασίας των μελών της και στρέφεται στην διασφάλιση του μονοπωλίου της πολιτειότητας. Πράγμα που υποδηλώνει την ανάπτυξη ενός σημαίνοντος διαχωρισμού μεταξύ της κοινωνίας της εργασίας, την οποία υποστηρίζει η οικονομική μετανάστευση, και στην πολιτειακή κοινωνία, που ανήκει στο σώμα της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή στο δήμο που συγκροτεί την πολιτική κοινωνία.
Ο πολίτης επιδιώκει με τη δημοκρατία (με την ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από αυτόν, αντί του κράτους) να συμμετάσχει στην οικονομική αναδιανομή παρόλον ότι δεν συμμετέχει στην παραγωγή του οικονομικού προϊόντος. Κατά τούτο ο πολίτης της εποχής του κυρίαρχου κράτους, του οποίου ο φορέας νομιμοποιείται με την ψήφο της κοινωνίας (επί Σόλωνα), αλλά και της μετά από αυτήν εποχής της αντιπροσώπευσης, ανήκει σε άλλη τυπολογική κατηγορία από τον πολίτη της εποχής της δημοκρατίας . Θα απαιτηθεί η μετάβαση στην οικουμένη για να απεξαρτηθεί η δημοκρατία –και κατ’επέκταση, η πολιτειότητα- από την οικονομική μετανάστευση. Θα συμβεί, μάλιστα, κατά τη φάση αυτή, που θα ολοκληρωθεί μέσα στο Βυζάντιο, να καταστεί «άχρηστη» και να καταλυθεί εν τοις πράγμασι η ώνια εργασία, όπως ακριβώς και η δεσποτική αρχή της ιδιοκτησίας επί του συστήματος.
Με γνώμονα το διάγραμμα αυτό θα επισημάνω τους δυο συγκεκριμένους τύπους εμπραγμάτωσης της κοινωνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πόλης. Στην πρώτη φάση, η κοινωνική ελευθερία επιτεύχθηκε με την απεξάρτηση/έκπτωση του πολίτη από την οικονομική εργασία και τη σταδιακή του συνάντηση με την πολιτική εργασία. Η κοινωνία της σχόλης επαγγέλλεται ακριβώς την ύπαρξη δύο κοινωνιών μέσα στην πόλη: της πολιτικής κοινωνίας που κατέχει την πολιτεία και αμείβεται για την παρεχόμενη πολιτική εργασία. Και της κοινωνίας της εργασίας που υποστηρίζεται βασικά από την εργασία-εμπόρευμα (την ώνια εργασία), με την εξαίρεση των κοινών/δημοσίων έργων που εξακολούθησαν να καλύπτουν οι πολίτες και οι μέτοικοι.
Στη δεύτερη φάση, που εγκαθιδρύεται σταδιακά με τη μετάβαση στην οικουμένη και ολοκληρώνεται κατά τη βυζαντινή εποχή, ο πολίτης επανεντάσσεται στην οικονομική διαδικασία, όμως η εργασία του παρέχεται με όρους εταιρικότητας. Αποσυνδέεται δηλαδή το (οικονομικό) σύστημα από την ιδιοκτησία και περιέρχεται στους συντελεστές της εργασίας, εάν το κεφάλαιο δεν αποτελεί συστατική προϋπόθεση της εταιρίας. Εν εναντία περιπτώσει, το κεφάλαιο αναλαμβάνει την ευθύνη της εταιρίας, η εργασία, όμως, συνεκτιμάται ως κεφάλαιο και ο φορέας της συμμετέχει όχι ως πάροχος/πωλητής (εξαρτημένης) εργασίας, αλλά ως εταίρος στο σύστημα. Με το σύστημα αυτό ολοκληρώνεται η αποδεσποτοποίηση του οικονομικού συστήματος και επιτυγχάνεται, συνεπώς, η κοινωνική ελευθερία.
Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει στην κατάργηση της εργασίας- εμπορεύματος/της ώνιας εργασίας, καθώς θα πάψει να είναι εφεξής ανταγωνιστική, δηλαδή συμφέρουσα. Έτσι, και οι φορείς της εργασίας-εμπορεύματος θα ανασυγκροτηθούν με τη σειρά τους με τους όρους της εταιρικής οικονομίας. Το σύστημα αυτό, που μαζί με τα κοινά θα μετεκενωθεί στη δυτική Ευρώπη με την Αναγέννηση, θα αποτελέσει τελικά την αιτιολογική βάση για την μη ανάδειξη εκ νέου της ώνιας εργασίας σε μήτρα του νέου ανθρωποκεντρικού κόσμου, με αφετηρία τον ευρωπαϊκό κόσμο.

8. Το ερώτημα που εγείρεται, στο τέλος της προβληματικής αυτής, είναι πώς εκτιμάται η μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της εργασίας-εμπορεύματος στην εποχή μας που, όπως διαπιστώσαμε, μόλις βιώνει την πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή.
Εκτιμώ ότι το δίπολο εργασία του πολίτη- εργασία εμπόρευμα θα δημιουργήσει νέες οριοθετήσεις στο πολιτικό σκηνικό, καθόσον στη φάση αυτή, μόνον δια της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή με το όχημα των πολιτικών δυνάμεων που κατέχουν το κράτος/σύστημα, θα γίνει εφικτή η υποστήριξη της εργασίας του πολίτη. Η αντιπαράθεση αυτή, εντούτοις, δεν θα αποτρέψει τον, σε βάθος χρόνου, πολλαπλασιασμό των φορέων της εργασίας εμπορεύματος –δηλαδή της οικονομικής μετανάστευσης- στις χώρες τις πρωτοπορίας. Η οποία θα προκαλέσει, αναπόφευκτα, μια αντίστοιχη απομείωση του δημόσιου χαρακτήρα της πολιτειοτικής εργασίας και, μάλιστα, την έκπτωση του πολίτη από την οικονομική διαδικασία και την αναζήτηση αναδιανεμητικού καταφυγίου στην πολιτική.
Την ίδια αυτή περίοδο ορισμένα, ανώδυνα για την αγορά, εργασιακά δικαιώματα που προσιδίαζαν άλλοτε στην ιδιότητα του πολίτη θα συμπεριλάβουν και τους οικονομικούς μετανάστες. Το γεγονός αυτό όμως, δηλαδή η ένταξη της οικονομικής μετανάστευσης στην εσωτερική αγορά εργασίας, δεν αναιρεί την επισήμανση ότι ολοένα και περισσότερο το ρήγμα που θα την χωρίζει από το σώμα της κοινωνίας των πολιτών δεν θα αφορά στην εργασία καθεαυτή, αλλά στην ιδιότητα του πολίτη. Διότι όσο η εργασία του οικονομικού μετανάστη θα κανονικοποιείται με όρους δημοσίου δικαίου τόσο η εργασία του πολίτη θα γίνεται πολιτική.
Με διαφορετική διατύπωση, όσο ο πολίτης θα αποξενώνεται από την οικονομική διαδικασία ή θα υποβιβάζεται η εργασιακή του δύναμη σε εμπόρευμα, τόσο θα αναζητά με πολιτικούς όρους τη συμμετοχή του στην οικονομική αναδιανομή. Η ιδιότητα του πολίτη, θα συμπεριλάβει συντωχρόνω την προϋπόθεση της υποστασιοποίησής του σε δήμο, δηλαδή σε συστατικό φορέα της πολιτείας. Εξού και αφενός θα διεκδικεί από το κράτος ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του πολιτικού συστήματος και αφετέρου θα αρνείται, ολοένα και περισσότερο, να μοιρασθεί την ιδιότητα του πολίτη με τους συνοίκους του οικονομικούς μετανάστες, που θα συγκροτούν τελικά το οικονομικό σώμα της κοινωνίας.

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: | Leave a Comment »

Νέο κύμα μετανάστευσης μετά την κρίση

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Συνέντευξη του Προέδρου του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής Αλέξανδρου Ζαβού στον Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο

Αφού αγνοήθηκε για πολύ μεγάλο διάστημα, το ζήτημα της μετανάστευσης και της μεταναστευτικής πολιτικής ήρθε στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο μετά τις τελευταίες εκλογές, ενώ πρόσφατα απετέλεσε αντικείμενο ενός διεθνούς συνεδρίου που οργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.

Με την ευκαιρία αυτή απευθυνθήκαμε στον κατ’εξοχήν αρμόδιο, τον Πρόεδρο του Ιδρύματος Μεταναστευτικής Πολιτικής, ίδρυμα που είναι ο επιστημονικός σύμβουλος της κυβέρνησης, Αλέξανδρο Ζαβό και του ζητήσαμε να απαντήσει σε μερικά από τα ερωτήματα που θέτει η ελληνική κοινή γνώμη:

Ερ. Προεκλογικά, οι αρχές επικρίθηκαν για «υπερανεκτική» πολιτική, μετεκλογικά ότι πήγαν στο άλλο άκρο. Η Αρμοστεία του ΟΗΕ αποχώρησε από τις επιτροπές ασύλου, ενώ καταγγέλεται η σκληρότητα των μέτρων καταστολής, θανάτους στην Ηγουμενίτσα, χωρισμούς παιδιών-γονέων…

Απ. Η Αρμοστεία κατήγγειλε τις αλλαγές που έγιναν για να επιταχυνθεί η διαδικασία ασύλου και αποχώρησε. Τι εξυπηρετεί αυτό; Θα προτιμούσα να μπει στη νέα διαδικασία, να δει αν και πως θα λειτουργήσει και μετά να βγάλει συμπεράσματα. Για την καταστολή…Υπήρξαν έντονες διαμαρτυρίες κατοίκων σε περιοχές πολύ επιβαρυμένες από την παρουσία μεταναστών. Κυρίως κάτω από την Ομόνοια, περιοχές με τραγικές συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών,όπου απαγορευόταν να προσεγγίσουν εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης. ‘Ακουσα μέλη Νομαρχίας ή Δήμου να λένε ότι χρειάζονταν άδεια από κόμμα να μπουν στο Εφετείο…

Ερ. Ποιό κόμμα;

Απ. Να μου επιτρέψετε να μη σας πω. ‘Ολοι το γνωρίζουν, δεν υπάρχει λόγος να μπούμε στη διαδικασία. Φτάσαμε σε σημείο που δεν πήγαινε άλλο. Διαμαρτυρόταν ο κόσμος ότι κινδύνευε η ζωή του, τα παιδιά του. Κάποιος έπρεπε να παρέμβει αποτελεσματικότερα…

Ερ. Δεν μπορούσε να γίνει νωρίτερα; Οπότε θα ήταν και ηπιότερες οι παρεμβάσεις.

Απ. Συμφωνώ. Αλλά μερικές φορές είναι και πόσο η κοινωνία είναι ώριμη. Συχνά δεν θέλει πριν δει το πρόβλημα. Και δεν ξέρω αν μπορούσαν να είναι ηπιότερες, μιλάμε για πολύ μεγάλους αριθμούς. Πρέπει οι πολίτες να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.

Ερ. Μέχρι πρόσφατα, η πολιτική ελίτ αντιμετώπισε τη τη μετανάστευση ως ευλογία, τώρα μοιάζει να τη βλέπει ως κατάρα…

Απ. Υπήρχε μια μικρή ομάδα πολιτικών που διαχειρίζονταν το πρόβλημα και τόβλεπαν στις σωστές διαστάσεις. Δεν είναι ούτε ευλογία, ούτε κατάρα, μπορεί να γίνει και τα δύο ανάλογα με τη διαχείριση. Μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου θεωρούσε ότι δεν τον αφορά, γιατί οι μετανάστες δεν ψηφίζουν. Επηρεάζουν όμως την ψήφο. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον μετεκλογικά. Την επίσκεψη του Επιτρόπου Μπαρό την κανόνισε ο κ. Παυλόπουλος πριν από τις εκλογές. Το σύμφωνο για μετανάστευση-άσυλο ψηφίστηκε τον Οκτώβριο με ελληνικές πιέσεις. Η Αθήνα ανέδειξε εδώ κι ενάμισυ χρόνο το θέμα της συμφωνίας με την Τουρκία. Τα ΜΜΕ δεν το πρόβαλαν.

Ερ. Δεν ξέρω για τα ΜΜΕ, η Τουρκία πάντως δεν έδωσε καμιά σημασία. Και γιατί να δώσει όταν ανοίγουμε κανονικότατα, το ένα μετά το άλλο, τα κεφάλαια ενταξιακών διαπραγματεύσεων;

Απ. Φωνάζαμε για την Τουρκία, αλλά θέλαμε να μας ακούσουν οι υπεύθυνοι της ΕΕ, οι αρμόδιοι Υπουργοί. Υπήρχε δυσκολία να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του προβλήματός μας. Χρειάστηκε να έρθει ο Μπαρό να δει, να αναγνωρίσει το πρόβλημα. Οι προσπάθειες προσέκρουσαν στην ενίοτε εσκεμμένη άρνηση κάποιων. Λόγω σχέσεων με την Τουρκία…

Ερ. Η Ελλάδα υποστηρίζει την τουρκική ένταξη για να βελτιώσει φαντάζομαι, όχι να χειροτερέψει τα προβλήματα!

Απ. Δεν είναι εύκολο να πηγαίνεις σε έναν οργανισμό και να θέτεις ένα θέμα που οι άλλοι δεν κατανοούν, ούτε να είσαι μονίμως η χώρα που θέτει προβλήματα. Κυπριακό, Αιγαίο, Σκόπια, μετανάστευση, δημιουργείται αίσθηση ότι έχεις και εσύ πρόβλημα. Προσπαθούμε να πείσουμε για την ορθότητα των διαμαρτυριών μας. Φέραμε όλους αυτούς τους Υπουργούς να δουν τι συμβαίνει. Προωθήσαμε τη δημιουργία της δύναμης Frontex για κοινή φύλαξη συνόρων. Δεν απέτρεψε την είσοδο και δεν μπορεί να το κάνει. Γιατί όταν είναι στη δική σου πλευρά δεν μπορείς να τους πας απέναντι. Απέδειξε όμως την αλήθεια των ισχυρισμών μας. Χρειάζεται χρόνος.

Ερ. Οι περιπολίες επηρέασαν τη ροή;

Απ. ‘Εχουμε μείωση μετά την έλευση Μπαρό. Δεν ξέρω αν οφείλεται ειδικά στη Frontex, γιατί η ροή μειώνεται διεθνώς λόγω οικονομικής κρίσης. Οι διακινητές δεν είναι σίγουροι ότι θα εισπράξουν τα λεφτά, γιατί τα εισπράττουν από τη δουλειά των μεταναστών. Οι ίδιοι οι μετανάστες μαθαίνουν ότι θα δυσκολευτούν να βρουν δουλειά. Βέβαια έγιναν συμφωνίες Ισπανίας-Ιταλίας με Μαρόκο-Λιβύη, με αποτέλεσμα να στραφούν τα ρεύματα από τις χώρες αυτές στην Τουρκία. Ο κίνδυνος είναι όταν περάσει η κρίση, να έχουμε νέα έκρηξη από αυτό το δρόμο. Πρέπει να ληφθούν μέτρα…

Ερ. Τι;

Απ. Πολλαπλά. Δεν μπορεί να τα πάρει η Ελλάδα, μπορεί η ΕΕ. Πρώτον, να διαπραγματευτούμε με τις χώρες γύρω από την Ευρώπη, με καρότο, κίνητρα, και μαστίγιο, ποινές. Δεύτερο, να διαπραγματευθούμε με τις χώρες εκκίνησης μεταναστών. Να δημιουργηθούν και να υποστηριχθούν μορφές ανάπτυξης …

Ερ. Τι θα συζητήσετε, με ποιόν σε Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν; Πήγαμε, ως Δύση, και τους καταστρέψαμε. Απειλούμε να κάνουμε το ίδιο στο Ιράν.

Απ. Υπάρχει έτοιμη προς υπογραφήν συμφωνία επαναπροώθησης Πακιστάν-ΕΕ… Ερ.

Προ τριμήνου όμως είχαμε 2,5 εκατομμύρια νέους πρόσφυγες εκεί. Το Μαρόκο είναι συγκροτημένη χώρα. Τι είναι Ιράκ, Αφγανιστάν;

Απ. Πρέπει καταρχήν να δημιουργήσεις κάποιες υποδομές με τις χώρες που μπορείς να συνεννοηθείς, αυτομάτως μειώνεις τον αριθμό ανθρώπων που πρέπει να μετακινηθούν. Δεύτερο, πρέπει να στηρίξουμε τις ενδιάμεσες χώρες, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και για να μπορέσουν να σταματήσουν την υπάρχουσα ροή.

Ερ. Μερικοί λένε να δίνουμε χαρτιά στους μετανάστες και να τους αφήνουμε να πηγαίνουν στην Ευρώπη. Και πολλοί δεν καταλαβαίνουν γιατί υπογράψαμε το πρωτόκολλο του Δουβλίνου, αποδεχόμενοι την επαναπροώθηση στην Ελλάδα όσων έχουν μπει από δώ στην ΕΕ

Απ. Θέλω να πιστεύω ότι αυτοί που υπέγραψαν το Δουβλίνο δεν φαντάζονταν την αλλαγή των μεταναστευτικών ρευμάτων. Τότε ήταν κυρίως μετανάστες από Αν. Ευρώπη που πήγαιναν βόρεια. Μετά προέκυψαν το Αφγανιστάν, Ιράκ κλπ. και η Αφρική. Βρήκαν διέξοδο μέσω Τουρκίας, γιατί κι αυτή εξυπηρετούνταν, εξεβίαζε εμμέσως, θέλοντας να πει δεν θα τους άφηνα αν ήμουν μέλος… Και ξέρετε δεν είναι τώρα εύκολο να πάμε στην ΕΕ να πούμε «συγγνώμη λάθος». Το κράτος έχει συνέχεια, ανεξαρτήτως αν ήταν κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, σήμερα ΝΔ.

Ερ. Δεν βλέπω μεγάλη αλληλεγγύη στην ΕΕ

Απ. Αυτό τους λέμε.’Ολοι αναθεωρήσατε δύο-τρεις φορές την μεταναστευτική σας πολιτική και νομοθεσία, εξαιτίας της δυναμικής του φαινομένου. Να αλλάξει και η αντιμετώπιση της ΕΕ. Πολλοί λένε η κατάσταση μας βολεύει και δεν την αλλάζουμε, δεν παίρνουμε το δικό σας πρόβλημα. Αλλά θέλουν να εφαρμόζουμε τη συνθήκη της Γενεύης για το άσυλο. Αν όμως τους εκδίδαμε ταξιδιωτικά έγγραφα, θα παραβιάζαμε τους κανόνες και θάχαμε αντίποινα. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια αλλαγής του κλίματος στην ΕΕ. Είμαστε σε καλό δρόμο. Δεν θέλουν αναθεώρηση του Δουβλίνου, αλλά αναζητούν ενδιάμεσες λύσεις. Θα το αντιληφθούν οι Ευρωπαίοι. ‘Εκλεισε η Πάτρα, όμως αναζητούνται διέξοδοι μέσω Βαλκανίων. Δεν θα σταματήσει το πρόβλημα. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι θα περάσει σε αυτούς. Δεν μπορεί μια χώρα να τηρεί τους κανόνες απόλυτα, με κίνδυνο διατάραξης της εσωτερικής ειρήνης. Πρέπει να βρεθεί λύση προτού γίνει αλλυσιδωτή αντίδραση. Θυμάστε ότι ο ξεσηκωμός, τα γεγονότα του Δεκέμβρη, ανησύχησαν πάρα πολλές χώρες.

Ερ. Κάνατε μια μελέτη με την Παγκόσμια Τράπεζα για την ενσωμάτωση των μεταναστών…

Απ. Το 70% των νομίμων μεταναστών εντάχθηκε, ένα 18% είναι σε διαδικασία ένταξης, ένα 12% περιθωριοποιείται. ‘Ενα τμήμα του 70% αφομοιώθηκε, συμπεριφέρεται όπως οι ‘Ελληνες, στο πως ντύνονται, διασκεδάζουν κλπ., έχει πολύ στενές σχέσεις με τους γείτονες, διακόπτει σχέσεις με τις χώρες καταγωγής. Το 50% δήλωσε ότι θέλουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους να μείνουν. Από αυτούς το 23% αφομοιώνεται πλήρως. Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, αλλά τα παραθέτω με επιφύλαξη γιατί χρήζουν μεγαλύτερης επεξεργασίας. Περισσότερο εντάσσονται οι προερχόμενοι από Βαλκάνια, ιδίως Αλβανοί (55% του συνόλου των νομίμων) και ΕΣΣΔ. Το 30% που δεν είχε εντάχθηκαν είτε ήταν πρόσφατοι, είτε είχαν ουσιαστικές διαφορές σε θέματα θρησκείας, πολιτισμικά και πολιτιστικά. Δυσκολεύονται π.χ. να δεχθούν την ισότητα ανδρών-γυναικών, το δικαίωμα εργασίας γυναικών, ελεύθερης επιλογής συντρόφου κλπ. Το 12% των περιθωριοποιημένων είχαν σταματήσει ακόμα και τις επαφές με τους ομοεθνείς τους, ένα μέρος «λουμπενοποιήθηκε».

Ερ. Λέτε ότι οι Αλβανοί είναι καλά ενσωματωμένοι. Διερωτώμαι όμως για την ενδεχόμενη ύπαρξη ανεκδήλωτων εθνικών-ταξικών αντιθέσεων. Θυμάστε τι έγινε για ένα ματς.

Απ. Πάντα θα υπάρχει φόβος. Διαφορετικό αν κάποιος ζει, εργάζεται, μένει σε μια χώρα, διαφορετικό αν γίνεται πολίτης. Για να γίνει πολίτης πρέπει, πέραν του να μιλάει τη γλώσσα, να μένει ένα διάστημα και να εργάζεται, να αποκτήσει τη συνείδηση του τόπου που ζει, είτε τον ονομάσουμε Ελλάδα, είτε Ευρώπη, μια σειρά αρχών που υιοθετήσαμε. Το δεύτερο είναι τι αισθάνεται. ‘Αλλο αν κάποιος σου δηλώνει «νοιώθω Αλβανός», ή «νοιώθω και ‘Ελληνας και Αλβανός», ή «νοιώθω ‘Ελληνας».

Ερ. Δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος κρίσης συνείδησης και αισθημάτων

Απ. Το Ινστιτούτο πρότεινε ένα παιδί που γεννιέται από νόμιμους γονείς στην Ελλάδα, μεγαλώνει, πάει σχολείο και γίνεται 18, εφόσον το επιθυμεί, να παίρνει αυτομάτως υπηκοότητα.

Ερ. Και τι θα κάνετε με ένα παιδί που γεννήθηκε εδώ από παράνομους γονείς, φτάνει 17, μιλάει καλύτερα ελληνικά απόι τη γλώσσα των γονιών του και συλλαμβάνονται και απελαύνονται οι δικοί του;

Απ. Δόθηκαν ήδη τρεις δυνατότητες νομιμοποίησης. Είναι πολύ λίγοι αυτοί που εμπίπτουν στην κατηγορία που λέτε, ακραίες, μεμονωμένες περιπτώσεις. Υπάρχει επίσης δυνατότητα άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

Ερ. Με το επίπεδο διαφθοράς του ελληνικού κράτους, μήπως όλες αυτές οι συζητήσεις απέχουν από την πραγματικότητα; Είναι κοινή συνείδηση ότι υπάρχει ένα τεράστιο κύκλωμα, που αρχίζει από τη διακίνηση και φτάνει στη νομιμοποίηση. Ακόμα και να δικαιούσαι, θα δώσεις 200 ευρώ. Διαβάσαμε πρόσφατα στις περιβόιητες κασέτες ότι ο γάμος είναι φτηνότερος από το άσυλο! Ποιό κράτος θα εφαρμόσει όσα προτείνετε ή νομοθετούνται;

Απ. Δεν μπορούμε να χαράξουμε πολιτική στη λογική ότι το κράτος παρανομεί. ‘Ενα ευρωπαϊκό κράτος οφείλει να ξεκινάει από τη λογική ότι είναι ευνομούμενο.

Ερ. Μια μελέτη του Ινστιτούτοθ σας υπολογίζει ότι ο συνολικός αριθμός είναι 700-800.000, από τους οποίους 500.000 νόμιμοι. Ο κ. Μαρκογιαννάκης όμως, αν δεν κάνω λάθος, δήλωσε ότι μπορεί να είναι πάνω από 700.000 μόνο οι παράνομοι.

Απ. Αν αυτό προκύπτει από μελέτες που έχει υπόψιν του, ούτε θέλω να τις αμφισβητήσω, σας είπα τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δική μας μελέτη, που έγινε από πανεπιστημιακούς με στοιχεία της αστυνομίας, των σχολείων, των οργανώσεων μεταναστών κλπ., και αναγωγή.

Αναρτήθηκε από Konstantakopoulos Dimitris 

Posted in Ελλάδα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον, Τουρκία | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Η «δουλική φύση» του δανειολήπτη

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009

Tου Χρηστου Γιανναρα

Η στοιχειώδης λογική λέει: Δεν γίνεται να είμαστε και καταχρεωμένοι και ελεύθεροι. Να έχουμε δεσμεύσει τρεις ή τέσσερεις γενιές μετά από μας με κρατικά χρέη, και όμως να απολαμβάνουμε κρατική ανεξαρτησία, πολιτικές ελευθερίες, εδαφική ακεραιότητα. Δεν γίνεται, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο.

Οποιος χρωστάει λίγα, είναι δεσμευμένος. Οποιος χρωστάει πολλά, είναι υποτελής. Οι δανειστές του ή τα αφεντικά των δανειστών του, του κρατάνε το δελτίο τροφίμων. Δεν έχει περιθώριο να αρνηθεί τίποτα, δεν έχει μερτικό στην αξιοπρέπεια. Είτε άτομο είτε λαός. Η Χάννα Αρεντ έλεγε: Ο δούλος, είτε άτομο είτε λαός, έχει αποδείξει τη δουλική του φύση, αφού, χωρίς πια δικαίωμα αυτοκαθορισμού και αξιοπρέπειας, δεν αυτοκτονεί, ανέχεται να επιβιώνει.

Το σημερινό ελλαδικό κράτος ζει με δανεικά. Το έχει οδηγήσει σε αυτή τη δουλική μειονεξία μια συγκεκριμένη συντεχνιακή κάστα: οι επαγγελματίες της πολιτικής. Η εξωφρενική δανειοληψία ξεκίνησε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αποχαλινώθηκε με τον Κ. Μητσοτάκη, δικαιολογήθηκε με τη φιέστα των Ολυμπιακών Αγώνων και κατέληξε εφιαλτική απειλή με τον Κ. Καραμανλή τον βραχύ. Οι διαχειριστές της εξουσίας δανείζονταν αλόγιστα όχι για παραγωγικές επενδύσεις, όχι για έργα υποδομής, όχι για κοινωνικές ανάγκες. Δανείζονταν μόνο για να χρυσοπληρώνουν «ημετέρους», να εξαργυρώνουν ψήφους με άσκοπους διορισμούς στο δημόσιο, με ξέφρενη σπατάλη επιδείξεων κομματικής αλαζονείας.

Ζούμε με δανεικά. Η συντριπτική πλειονότητα του παραγωγικού δυναμικού της χώρας είναι παροπλισμένη, ηδονικά αδρανοποιημένη στην περίπου αεργία της δημοσιοϋπαλληλίας. Το ιδανικό, το όνειρο, η φιλοδοξία της νεολαίας είναι μια θέση, οποιαδήποτε, στο δημόσιο – «το κράτος να παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι» (Ροΐδης, 1875). Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (που εφευρέθηκε για να αποκλειστεί θεσμικά η αυθαιρεσία των κομματικών απολύσεων) αποδείχθηκε το ειδεχθέστερο κοινωνικό έγκλημα από την ίδρυση του ελλαδικού κράτους: Δημιούργησε ένα κράτος ραστώνης, ατομικού βολέματος, χυδαίας ιδιοτέλειας. Παρέδωσε τη διαχείριση της συλλογικότητας στους παραιτημένους από φιλοδοξίες. Οι δημιουργικοί Ελληνες ή μαραζώνουν ή φεύγουν.

Βασικός μοχλός για την αναρρίχηση στην εξουσία ή για τη διατήρηση της εξουσίας ήταν και είναι οι διορισμοί στο δημόσιο. Οι πολίτες δεσμεύουν την ψήφο τους στον οποιοδήποτε πολιτευόμενο, αρκεί να τους εξασφαλίσει τον διορισμό, τη διά βίου ραστώνη. Με την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. φάνηκε προς στιγμήν ότι η κομματική αυθαιρεσία των διορισμών θα χαλιναγωγηθεί: Εγινε ο «νόμος Πεπονή», δημιουργήθηκε το ΑΣΕΠ. Αλλά η δυναμική της ιδιοτέλειας και η αξιοποίησή της από τα κόμματα αποδείχθηκαν ακαταμάχητες. Βρήκαν μεθόδους να παρακάμπτουν το ΑΣΕΠ (με προσλήψεις συμβασιούχων, εποχιακών «σταζιέρ», κριτήρια «μορίων» και χίλια δυο ακόμη στρατηγήματα), ο νόμος Πεπονή διατηρείται σαν γραφική διακόσμηση της κομματικής αθλιότητας.

Αλλά το μεγάλο, οργιαστικό φαγοπότι έγινε με τους πακτωλούς των χρημάτων που έρρευσαν, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελλαδικού κράτους, προκειμένου να επιτευχθεί «σύγκλιση» της ελληνικής οικονομίας με τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών που μας δέχθηκαν ως εταίρους. Ονειρο και καημός των Ελλαδιτών, από ιδρύσεως κρατιδίου, ήταν να γίνουν «Ευρώπη», αλλά δεν είχαν τον πλούτο για να το πετύχουν, η χώρα ήταν ανεκκλήτως «ψωροκώσταινα». Και να, που απρόσμενα σαν σε παραμύθι, οι «Ευρωπαίγοι», που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης, έρχονται να δώσουν τον πλούτο, για να στήσουμε κι εμείς κράτος ίδιο με τα δικά τους: Να αποκτήσει κάθε παραμικρή γωνιά της χώρας υπερσύγχρονα τρένα, άψογο οδικό δίκτυο, μοντέρνα λιμάνια, αεροδρόμια, ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες που να ζωντανέψουν το αρχιπέλαγος, μετρό οι μεγαλουπόλεις, στρατηγική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, εργοστάσια αξιοποίησης των αγροτικών προϊόντων, χωροταξικό σχεδιασμό με σύγχρονο κτηματολόγιο, σχολειά, νοσοκομεία, ασφάλιση και κρατική πρόνοια ίδια με των Ευρωπαίων πολιτών.

Αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη ευκαιρία την ξεπούλησαν τα κόμματα σε ένα ξέφρενο όργιο σπατάλης, για να εξαγοράσουν «νταβατζήδες» και τη ραδιοτηλεοπτική τους υποστήριξη, να μπουκώσουν με εφήμερες «επιδοτήσεις» την κοντόφθαλμη απληστία αγροτών, τον αναίσχυντο γκανγκστερισμό συνδικαλιστών, την κτηνώδη αδηφαγία προμηθευτών του δημοσίου. Η Ε.Ε. ζητούσε αποκέντρωση διοικητική και αποκρατικοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας των υπουργείων, για ευελιξία και αποδοτικότερο έλεγχο διαχείρισης των προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας. Και τα κόμματα διεύρυναν την κραιπάλη της καταλήστευσης σε επίπεδο νομαρχιών, δημαρχιών και ιδρύοντας χιλιάδες (κυριολεκτικά) εταιρείες όπου μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες υπουργείων σε προέδρους, διευθύνοντες συμβούλους, απλούς συμβούλους με αποδοχές Κροίσων.

Στη Μικρασία χάθηκαν οριστικά πανάρχαιες κοιτίδες του ελληνικού πολιτισμού, στα είκοσι οκτώ χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. χάθηκε η μοναδική δυνατότητα να μεταμορφωθεί η «ψωροκώσταινα» σε κράτος με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Το δεύτερο αυτό έγκλημα έχει ιστορικές συνέπειες, ίσως ανάλογες με το πρώτο. Αλλά «νέμεσις» δεν λειτουργεί, οι αυτουργοί εξακολουθούν να νέμονται τις προνομίες που τους εξασφάλισαν τα κλοπιμαία. Η ευρωπαϊκή γενναιοδωρία (ναι, είναι η σωστή λέξη), έχει εξαργυρωθεί σε μυθώδεις βίλες, νεοπλουτίστικα κότερα, θηριώδη τζιπ, οφ-σορ εταιρείες. Και μόλις άρχισαν να περιορίζονται οι δωροδοτικές εισροές από την Ε.Ε., στράφηκαν οι κυβερνήσεις στον αχαλίνωτο δανεισμό. Αν το εξωτερικό χρέος από δανεισμό είναι, όπως λένε, τριακόσια δισ. ευρώ και αν οι Ελλαδίτες είμαστε δέκα εκατομμύρια, τότε τον καθένα μας τον έχουν φορτώσει τα κόμματα με οφειλή τριάντα χιλιάδων ευρώ: ένα ετήσιο εισόδημα που λίγοι απολαμβάνουν. Χρωστάνε αυτό το ποσό και τα βρέφη και οι υπερήλικες, υγιείς και ανάπηροι, όλοι.

Ετσι ίσως εξηγείται γιατί προωθήθηκε μεθοδικά να γίνει πρωθυπουργός ο πολιτικός που, ως προπαγανδιστής του Σχεδίου Ανάν, είχε δώσει έμπρακτο δείγμα για το πώς αντιλαμβάνεται την ευθύνη διαχείρισης ελληνικών κοιτίδων πολιτισμού. Και γιατί τώρα ανέλαβε ο ίδιος το υπουργείο Εξωτερικών με αναπληρωτή τον συγκεκριμένο εκλεκτό του. Δεν γίνεται να χρωστάει η χώρα τριακόσια δισ. και όμως να απολαμβάνει ανεξαρτησία, πολιτικές ελευθερίες, εδαφική ακεραιότητα. Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο.

Ομως, το κυρίως σκάνδαλο είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η κοινή (όλων μας) συνείδηση ποδηγετούμενη από τα κόμματα: Φρίττουμε όλοι και καταδικάζουμε μετά βδελυγμίας το ενδεχόμενο ένας «λοχίας» να μας στερήσει τις ελευθερίες μας, αλλά βρίσκουμε φυσικό να μας υποδουλώνουν σε δανειστές και στα αφεντικά των δανειστών οι κομματικοί μας φεουδάρχες. Κανείς μας δεν τολμάει να διερωτηθεί, σε τι διαφέρει η ασυδοσία του «λοχία», από την ασυδοσία των κομματανθρώπων, αφού και στις δύο περιπτώσεις ξεπουλιώνται η κρατική μας ανεξαρτησία, οι πολιτικές μας ελευθερίες, η εδαφική μας ακεραιότητα, η συλλογική μας αξιοπρέπεια.

Ο «λοχίας» ενδέχεται να παραπεμφθεί σε «ειδικό δικαστήριο», οι κομματάνθρωποι ποτέ.

“Καθημερινή”

Posted in Ελλάδα, Ελληνική εξωτερική πολιτική & Αμυνα, Κοινωνία - Οικονομία - Περιβάλλον | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Πώς το Κουρδικό επηρεάζει το Κυπριακό

Posted by βιβλιοπωλείο "χωρίς όνομα" στο 21 Δεκεμβρίου 2009


Χρήστος Ιακώβου Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Αναρτήθηκε από Geopolitics-Gr.blogspot

Όταν πριν από δέκα χρόνια, οι ΗΠΑ έσπευσαν να βοηθήσουν τις τουρκικές δυνάμεις να συλλάβουν τον ηγέτη του Εργατικού Kόμματος του Κουρδιστάν (PKK), Αμπντουλλάχ Οτσαλάν, πολλοί μίλησαν για το τέλος του Κουρδικού ζητήματος, ελάχιστοι όμως μπόρεσαν να αναλύσουν το γεγονός εκείνο μέσα από ένα διαφορετικό στρατηγικό πρίσμα. Το θέμα αυτό ήρθε στην επιφάνεια μετά την επίσκεψη του Ομπάμα στην Τουρκία τον περασμένο Απρίλιο και τις έκτοτε εξελίξεις γύρω από τη Μεσανατολική διάσταση του Κουρδικού. Μέσα σε λιγότερο από εκατό χρόνια, αφότου το Κουρδικό άρχισε να άρχισε να σχηματοποιείται ως γεωπολιτικό ζήτημα στην Μέση Ανατολή, δεν είχε πάρει τέτοια περιφερειακή διάσταση όπως τη σημερινή.

Η κίνηση των αμερικανών, το 1999, ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου το οποίο αποσκοπούσε στο να εξουδετερωθεί ο Οτσαλάν, ως πιθανός αντίπαλος των δύο Κούρδων ηγετών του Βορείου Ιράκ, του Μασούντ Μπαρζανί και του Τζαλάλ Ταλαμπανί. Aν ο Οτσαλάν, ετίθετο εκτός τροχιάς των εξελίξεων θα ενίσχυαν την σταθερότητα στην Τουρκία και οι δύο Κούρδοι ηγέτες του Ιράκ θα αποκτούσαν μεγαλύτερο περιθώριο χειρισμών και θα αυξανόταν η εξάρτησή τους από την Ουάσιγκτον. Το δεύτερο θα τους εξασφάλιζε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στην προσπάθειά τους να κατευθύνουν τις εσωτερικές δυνάμεις που μπορούσαν να λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά κατά του Σαντάμ Χουσείν.

Σήμερα, με την σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, η προοπτική δημιουργίας ενός Κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ καθίσταται ολοένα και πιο ορατή. Το ζήτημα όμως της επιβίωσης της Κουρδικής οντότητας αποτελεί βασικό στρατηγικό στόχο και τίθεται πλέον επιτακτικά η ανάγκη περιφερειακής συνεργασίας των Κούρδων. Αυτό επιβάλλεται από το ότι προϋπόθεση για την επιβίωση του Κουρδικού κράτους είναι η ικανότητά του να εξασφαλίσει διέξοδο προς τη θάλασσα για να μπορέσει να διαθέσει τον υπόγειό του πλούτο στις διεθνείς αγορές. Πιθανή διέξοδος προς τη θάλασσα μέσω Ιράν και Συρίας αποκλείεται υπό τις παρούσες γεωπολιτικές συνθήκες αφού το πολιτικό εγχείρημα δημιουργίας Κουρδικής οντότητας στο Βόρειο Ιράκ τυγχάνει της ένθερμης και ανοικτής υποστήριξης των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Αφού η έξοδος μέσω «εχθρικών χωρών» είναι απαγορευτική, επομένως, η επιλογή που μένει είναι η διέξοδος στην θάλασσα μέσω Τουρκίας, επιλογή μονομερής και μονοσήμαντη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξηγείται και η επίσκεψη του Μπάρακ Ομπάμα στην Τουρκία τον περασμένο Απρίλιο. Έκτοτε, η αμερικανική διπλωματία για να εξασφαλίσει τη στήριξη της Τουρκίας έχει διαπραγματευτεί με το ΡΚΚ και με την Κουρδική ηγεσία του Ιράκ (Ταλαμπανί – Μπαρζανί) ούτως ώστε να εξασφαλίσει παρασκηνιακά τις ρυθμίσεις που απαιτεί η Άγκυρα. Η βραχυπρόθεσμη φάση αυτής της διαπραγμάτευσης είναι η αναμενόμενη διακήρυξη από τον φυλακισμένο Οτσαλάν της εγκατάλειψης της στρατιωτικής δράσης από το ΡΚΚ με αντιπαροχή κάποια πολιτικά ανταλλάγματα για τους Κούρδους της Τουρκίας καθώς επίσης και η συμμετοχή τουρκικών εταιριών στην βιομηχανία εκμετάλλευσης των ενεργειακών αποθεμάτων του Βορείου Ιράκ. Οι αναφορές, τον τελευταίο καιρό, από μέρος της Τουρκικής ηγεσίας για «Κουρδική Ομόσπονδη Διοίκηση» στο Β. Ιράκ αποτελεί μία έμμεση δημόσια αναφορά για το τι τεκταίνεται υπογείως.

Τα διαφαινόμενα οφέλη για την Τουρκία, την Κουρδική οντότητα του Β. Ιράκ, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι ευδιάκριτα και μεγάλα. Το εγχείρημα της διεξόδου προς τη θάλασσα μέσω Τουρκίας δημιουργεί μία δυναμική για το ΡΚΚ αφού η διέξοδος θα συντελείται μέσω των Κουρδικών περιοχών της Τουρκίας. Επομένως, το ΡΚΚ γίνεται εκ των πραγμάτων μέρος της διαμόρφωσης της ασφάλειας αλλά και της βιωσιμότητας τόσο της διεξόδου προς την θάλασσα όσο και της διάρκειας αυτής της διαφαινόμενης περιφερειακής συνεργασίας καθώς επίσης και της ουσιαστικής επιβίωσης του υπό εκκόλαψη Κουρδικού κράτους στο Β. Ιράκ. Μέσα σε αυτή τη γεωπολιτική λογική εγγράφεται και η στροφή που κάνει τον τελευταίο καιρό η κυβέρνηση Ερντογάν προς το Κουρδικό καθώς και η αναμενόμενη πολιτική εξαγγελία του φυλακισμένου Οτσαλάν για πολιτική λύση του Κουρδικού.
Είναι προφανές ότι οι προοπτικές για νέο γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας διευρύνονται ενώ ταυτόχρονα και παράλληλα ο ρόλος των Κούρδων στην περιοχή αναβαθμίζεται, ιδιαίτερα των Κούρδων της Τουρκίας. Αυτά τα δύο θέματα θα επηρεάσουν σε στρατηγικό επίπεδο τις εξελίξεις στην περιοχή αλλά και την πορεία της Τουρκίας μέχρι τουλάχιστον το πρώτο ήμισυ του 21ου αιώνος. Θα επαναπροσδιορίσουν επίσης ισορροπίες σε μία σειρά γεωπολιτικών ζητημάτων της περιοχής συμπεριλαμβανομένων των Ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού. Καθοριστικής σημασίας για την υλοποίηση αυτών των σχεδιασμών είναι να διασφαλισθεί η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας γι’ αυτό και Αμερικανοί σήμερα επιχειρούν να απεγκλωβίσουν την Άγκυρα από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, μεταξύ άλλων, και έναντι του Κυπριακού ούτως ώστε να μην λειτουργήσουν πιέσεις προς αυτή για σοβαρές υποχωρήσεις, και επιπλέον να μην τις επιρριφθούν ευθύνες εάν οι συνομιλίες αποτύχουν. Το κλασικό πλέον ερώτημα στρατηγικής που τίθεται για την Ελληνική πλευρά είναι το εξής: Μπορούν οι συντελεστές ισχύος που επηρεάζουν σήμερα την κατεύθυνση λύσης του Κυπριακού να ευνοήσουν την Ελληνική πλευρά στις συνομιλίες ούτως ώστε να εξασφαλίσει ικανοποιητικούς όρους σε κρίσιμα κεφάλαια, όπως η ασφάλεια; Η απάντηση θα πρέπει να θεωρείται ευκρινώς αρνητική.

Posted in Κύπρος, Τουρκία | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »